Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrew Hitchen

Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας»

Το ψαράκι της γυάλας
(διήγημα)

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1971, στην περίοδο της δικτατορίας, και το θέμα του σχετίζεται με την ημέρα της επιβολής της (21 Απριλίου 1967).

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.
Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».
Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το ‘τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.
Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.
Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».
Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.
Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.
Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;
Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.
Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».
Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.
«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».
Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.
Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.
— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.
— Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ’ έξω.
— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.
Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;
Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.
Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.
Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Τότε ήταν Ιούλιος: Αναφέρεται στις διαδηλώσεις του Ιουλίου 1965, μετά το βασιλικό πραξικόπημα. (Ο βασιλεύς Κων/νος ανάγκασε την κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου να παραιτηθεί).
Καπούη: ιταλική πόλη όπου ξεχειμώνιασαν οι στρατιώτες του Αννίβα μετά τη μάχη των Καννών. Από τότε η φράση «απολαύσεις της Καπούη» σημαίνει απώλεια πολύτιμου χρόνου.

Ερωτήσεις

1. Να παρακολουθήσετε τη συμπεριφορά του ήρωα στις διάφορες φάσεις της: α) στο απώτερο παρελθόν β) στα Ιουλιανά (1965) γ) την ημέρα της επιβολής της δικτατορίας (1967). Ποια κλίμακα ακολουθεί η αγωνιστικότητά του;

Ο ήρωας στα χρόνια της νεότητάς του υπήρξε ιδιαιτέρως αγωνιστικός και αφοσιωμένος στην υπεράσπιση της ιδεολογίας του, γεγονός που του κόστισε πολλά χρόνια φυλάκισης και εξορίας. Θεωρούσε τότε πως τα ιδανικά του ήταν σαφώς πιο σημαντικά από την προσωπική του ασφάλεια και τις δικές του ανέσεις, γι’ αυτό και δε δίσταζε να εκτίθεται απέναντι στις αρχές, με αποτέλεσμα να συλλαμβάνεται και να εξορίζεται.
Με την πάροδο των χρόνων, ωστόσο, η αγωνιστική του διάθεση είχε καμφθεί, μιας και δεν ήταν πια τόσο νέος, ώστε να αψηφά με την ίδια άνεση τον εαυτό του και τις ανάγκες του. Έτσι, στα επεισόδια των Ιουλιανών, ο ήρωας πήγαινε με προφυλάξεις στις συγκεντρώσεις∙ όχι πια στην καρδιά των γεγονότων, αλλά στις παρυφές, έχοντας μαζί του κι ένα καρπούζι, προκειμένου να το δείξει στους αστυνομικούς, αν γινόταν κάποια φασαρία, και να τους ξεγελάσει, λέγοντας πως είναι ένας φιλήσυχος άνθρωπος που πηγαίνει απλώς στο σπίτι του.
Η πτώση της αγωνιστικότητάς του γίνεται ακόμη πιο αισθητή την ημέρα επιβολής της δικτατορίας, κατά την οποία, ενώ ξεκινά το πρωί με τη σκέψη να βρεθεί -έστω και με τις κατάλληλες προφυλάξεις- στο κέντρο της πόλης, όπου εκτυλίσσονταν τα γεγονότα, σταδιακά αρχίζει να έχει επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσο μπορεί και θέλει να αναμιχθεί σε αυτά, μόνο και μόνο για να καταλήξει, αφού κάνει ένα μεγάλο κύκλο γύρω από το κέντρο, να επιστρέψει το βράδυ στην ασφάλεια του σπιτιού του, στην Καισαριανή.
Καθίσταται, κατ’ αυτό τον τρόπο, προφανές το γεγονός ότι ο ήρωας έχει πια συμβιβαστεί με την κοινωνική του πραγματικότητα κι έχει αποδεχτεί πως δεν μπορεί να επιφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή. Έτσι, έστω κι αν δεν εγκαταλείπει την ιδεολογία και τα ιδανικά του, έχει, εντούτοις, αλλοτριωθεί από τις ανέσεις που προσφέρει ο καταναλωτικός τρόπος ζωής κι από την αίσθηση ασφάλειας που προσφέρει η «φιλήσυχη» ζωή, μακριά από την αγωνιστική δράση.

2. Τι θέλει να πει ο συγγραφέας στην παράγραφο όπου μιλάει για τα εμβατήρια και τον κοινό βηματισμό;

Ο ήρωας συνειδητοποιεί κάποια στιγμή πως βαδίζει ρυθμικά, ακολουθώντας το ρυθμό του εμβατηρίου που είχε ακούσει στο σπίτι της ξαδέρφης του, ενώ προς έκπληξή του αντιλαμβάνεται πως τον ίδιο ρυθμό στο βάδισμά του ακολουθεί κι άλλος ένας άνθρωπος που περπατούσε μπροστά του, σαν να άκουγε ακριβώς το ίδιο εμβατήριο από μικροσκοπικά μεγάφωνα. Με την αναφορά στα πατριωτικά εμβατήρια, τα οποία οι δικτάτορες χρησιμοποιούσαν προπαγανδιστικά, για να δημιουργούν στους πολίτες την αίσθηση πως το καθεστώς έθετε το καλό της πατρίδας πάνω απ’ όλα, ο αφηγητής αναδεικνύει ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα, αυτό της μαζοποίησης και του κομφορμισμού.
Οι πολίτες προσαρμόζονται πολύ γρήγορα στα πολιτικά δεδομένα και συμβιβάζονται με την εκάστοτε εξουσία -νόμιμη ή μη-, χωρίς να αντιδρούν ή να επαναστατούν, διότι εκείνο που τους ενδιαφέρει περισσότερο είναι να διαφυλάττουν την ησυχία τους. Προκειμένου, λοιπόν, να μπορούν να συνεχίζουν απερίσπαστοι τη ζωή τους, χωρίς δυσάρεστες περιπέτειες και χωρίς κινδύνους, αποδέχονται όποια πολιτική κατάσταση επικρατεί, αδιαφορώντας για το αν την εξουσία την κατέχει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση ή όχι.
Όπως χαρακτηριστικά το θέτει ο ήρωας: «Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου». Ένας φαινομενικά απλός συμβιβασμός, που επιτρέπει στον κάθε πολίτη να συνεχίζει την καθημερινότητά του, χωρίς να διακινδυνεύει διώξεις, φυλακίσεις και οδυνηρές αναμετρήσεις με τους έχοντες την εξουσία.

3. Ποιοι είναι οι παράγοντες που κατά το συγγραφέα, έχουν αλλάξει τον ήρωα του διηγήματος, ώστε τελικά να προτιμήσει το «ψαράκι της γυάλας»;

Με το πέρασμα των χρόνων η αγωνιστική διάθεση του ήρωα έχει μειωθεί σημαντικά, καθώς έχοντας περάσει τα χρόνια της νεότητάς του σε συνεχή σύγκρουση με τους εκάστοτε κρατούντες κι έχοντας πληρώσει αυτή του τη μαχητικότητα με φυλακίσεις, εξορίες και πολλαπλές στερήσεις, απέκτησε αίφνης κάποια χρήματα που του επέτρεψαν να αγοράσει ένα σπιτάκι και να διασφαλίσει έτσι για τον εαυτό του μια πιο άνετη ζωή. Ο άλλοτε μαχητικός νέος έχει τραπεί σ’ έναν μεσήλικα που έχει παχύνει και δεν έχει διάθεση να κάνει το οτιδήποτε∙ ακόμη και το να αλλάξει το νερό του χρυσόψαρου του φαίνεται μια βαρετή ασχολία.
Παρά το γεγονός ότι ο ήρωας δεν έχει παντρευτεί, ώστε να έχει τις ευθύνες μιας οικογένειας, και μόνο το ότι απέκτησε ένα δικό του σπίτι τού δημιουργεί ένα «γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν». Σε πλήρη αντίθεση με τις στερήσεις του παρελθόντος και με την πλήρη αδιαφορία για τις προσωπικές του ανάγκες, τώρα έχει τη δυνατότητα να ζει ελεύθερος σ’ ένα σπίτι με μια πόρτα που την ανοίγει όποτε θέλει και με παράθυρα που δεν έχουν κάγκελα, όπως είχαν αυτά της φυλακής. Τώρα μπορεί να κοιμάται σ’ ένα αναπαυτικό κρεβάτι, να ζεσταίνεται το χειμώνα με τη σόμπα και να έχει ψυγείο με παγάκια για τα καυτά καλοκαίρια. Μικρές ίσως ανέσεις, τις οποίες όμως «δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του».
Ο ήρωας, βέβαια, δεν έχει ξεκόψει πλήρως με το παρελθόν του, εφόσον συνεχίζει να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις, όταν του το ζητούν, και να πληρώνει την κομματική συνδρομή του. Ωστόσο, τώρα προτιμά να αναπολεί τα μυθοποιημένα πια γεγονότα του παρελθόντος, καθισμένος στη σαιζ λογκ και ακούγοντας τραγούδια που αναφέρονται σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια, παρά να βρίσκεται στη διαρκή εγρήγορση της νεότητάς του. Τώρα πια «ήταν μια χαρά βολεμένος» και δεν έβλεπε το λόγο να ξεκινήσει πάλι απ’ την αρχή το κυνηγητό και τις κακουχίες.
Ο ήρωας καταλαβαίνει πως είναι αναγκαία κι η δική του συμμετοχή για να πέσει το καθεστώς της δικτατορίας, μιας και δεν γίνεται να αποσυρθούν απ’ την εξουσία χωρίς την ύπαρξη δυναμικής αντίδρασης, ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά το εκφράζει ο ίδιος: «Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο». Τώρα πια δεν έχει το ψυχικό σθένος της νεότητάς του∙ τώρα η σκέψη ότι μπορεί κι εκείνος να γυρίσει στο σπίτι του και να παραμείνει εκεί ασφαλής, όπως κάνουν τόσοι και τόσοι συμπολίτες του, τον συγκινεί περισσότερο από το ενδεχόμενο να βρεθεί εκ νέου διωκόμενος και να διακινδυνεύσει το να φυλακιστεί για άλλη μια φορά.
Μη βρίσκοντας, βέβαια, μια πραγματική δικαιολογία για την επιλογή του να επιστρέψει στο σπίτι του, όπως θα ήταν το να έχει μια σύζυγο και οικογένεια, δίνει αίφνης υπέρμετρη σημασία στη μοναδική «ζωή» που τον περιμένει σπίτι του∙ στο ψαράκι στη γυάλα.  

4. Ποια είναι η στάση του συγγραφέα απέναντι στον ήρωά του; Φανερώνει αγανάκτηση, χλευασμό, ειρωνεία ή κατανόηση; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

Ο συγγραφέας δείχνει επί της ουσίας κατανόηση απέναντι στον ήρωά του και στην κάμψη της αγωνιστικότητάς του, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν κι εκείνα τα στοιχεία ειρωνείας που καθιστούν πρόδηλη την πρόθεσή του να καταγγείλει την τάση πολλών ανθρώπων αγωνιστικού παρελθόντος να συμβιβάζονται και να παρασύρονται από τις ανέσεις του μικροαστικού βίου.
Ειδικότερα, η στάση κατανόησης γίνεται αντιληπτή απ’ το λεπτομερή τρόπο με τον οποίο καταγράφεται η εσωτερική πάλη του ήρωα σχετικά με το αν θα πρέπει να συμμετάσχει στα γεγονότα εκείνης της ημέρας ή όχι, καθώς και από την επισήμανση πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που είχε ήδη περάσει τη μισή του ζωή στη φυλακή και στην εξορία. Όταν ο ήρωας μονολογεί: «Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατέβουν στο κέντρο οι νέοι», ακούμε τη φωνή ενός ανθρώπου με πολυετή ήδη αγωνιστική δράση, που έχει θυσιάσει τη νεότητά του στο να υπηρετεί την ιδεολογία του, μα δεν έχει πια την ψυχική αντοχή να συνεχίσει.
Αισθητή, βέβαια, γίνεται κι η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στον ήρωά του, όταν αναφέρεται σ’ εκείνες τις ανέσεις που τον κρατούν πια μακριά από την παλιά αγωνιστική του ζωή: «Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ». Ο συμβιβασμός του ήρωα προβάλλεται εδώ με σχεδόν σαρκαστικό τρόπο, εφόσον παρουσιάζεται να έχει εγκαταλείψει την ηρωική του στάση προκειμένου να απολαμβάνει την άνεση ενός μικρού δανέζικου σαλονιού, και τον αναπαυτικό ύπνο που του χαρίζει το «στρωματέξ». Σκοπίμως εδώ ο συγγραφέας επιλέγει την πλαστή λέξη «στρωματέξ» που παραπέμπει σε καταναλωτικό προϊόν, παρά την κανονική λέξη στρώμα, ώστε να τονίσει ακόμη περισσότερο τη διαβρωτική επίδραση του καταναλωτισμού.
Ακόμη πιο εμφανής γίνεται, πάντως, η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα όταν παρουσιάζει τον ήρωά του να ιεραρχεί το ψαράκι στη γυάλα ως πιο σημαντικό από την ανάγκη να λάβει μέρος στα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Η περιγραφή του χρυσόψαρου και των χαριτωμένων κινήσεών του, όπως και το ενδεχόμενο του αιφνίδιου θανάτου του, σε περίπτωση που ο ήρωας δεν έσπευδε να του αλλάξει το νερό του, που αποκτά αίφνης μεγάλη βαρύτητα στη σκέψη του ήρωα, είναι στην πραγματικότητα μια δίχως υπόσταση δικαιολογία για την επιλογή του να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού του. Σε αντίθεση με τα χρόνια του παρελθόντος κατά τα οποία οι άνθρωποι θυσίαζαν ακόμη και τη ζωή τους για χάρη των ιδανικών τους, ο ήρωας εμφανίζεται να αγωνιά για τη ζωή ενός χρυσόψαρου∙ ενός, ούτως ή άλλως, εφήμερου χρυσόψαρου.  

Πρόσθετες ερωτήσεις

1. Με ποιες αφηγηματικές τεχνικές εκφράζεται η σταδιακή αλλαγή της νοοτροπίας του ήρωα;

[Η περιγραφή, ο εσωτερικός μονόλογος, οι παρεμβάσεις και οι αναδρομικές αφηγήσεις είναι οι σπουδαιότερες τεχνικές αφήγησης που χρησιμοποιούνται και αποδίδουν τη σταδιακή αλλαγή στη συμπεριφορά του ήρωα.]

Περιγραφή: «Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.»
Εσωτερικός μονόλογος:  «Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».
Παρεμβάσεις: «Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.»
Αναδρομικές αφηγήσεις: Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Ο συγγραφέας φροντίζει να μας παρουσιάσει μέσα από περιγραφές τις ανέσεις που είχε αποκτήσει πλέον ο ήρωας∙ ανέσεις που είχαν αμβλύνει την αγωνιστική του διάθεση. Με τη χρήση του εσωτερικού μονολόγου την έντονα συγκρουσιακή κατάσταση που βιώνει, εφόσον γνωρίζει πολύ καλά ποιο είναι το καθήκον του και τι αναμένεται από εκείνον με βάση το παρελθόν του, αλλά και την παρούσα ψυχική του διάθεση, η οποία φανερώνει έναν άνθρωπο που δεν έχει πια τη δύναμη να αντέξει νέες ταλαιπωρίες και νέες διώξεις. Με τις παρεμβάσεις ο συγγραφέας καυτηριάζει κάποιες από τις απόψεις του ήρωά του, όπως για παράδειγμα τη βολική, μα γενικόλογη θέση πως σύντομα οι δικτάτορες θα πέσουν. Ενώ, με τις αναδρομικές αφηγήσεις φροντίζει να παρουσιάσει την αγωνιστικότητα των νεανικών του χρόνων, καθώς και τη σταδιακή κάμψη αυτής.

2. Ποια είναι η σχέση του τίτλου με το διήγημα;

Ο τίτλος «Το ψαράκι της γυάλας» είναι ειρωνικός, υπό την έννοια πως συμβολίζει τον πλήρη συμβιβασμό του ήρωα και την απροθυμία του να εγκαταλείψει τις μικρές ανέσεις της αστικής του ζωής για χάρη των οφειλόμενων αγώνων που απαιτεί η προστασία της δημοκρατίας. Το ψαράκι της γυάλας, το οποίο στην αρχή αναφέρεται σχεδόν αδιάφορα, ως μια ακόμη από τις ασχολίες που προκαλούν ανία στον ήρωα, κατόπιν αποκτά μεγάλη βαρύτητα, εφόσον το ψαράκι αυτό είναι η μόνη «ζωούλα» της οποίας την ευθύνη έχει ο ίδιος, και, άρα, συνιστά τον μόνο «πραγματικό» λόγο που μπορεί να βρει προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή του να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού του.
Αποτελεί, βέβαια, καυστικότατη ειρωνεία το γεγονός ότι ένα χρυσόψαρο αποκτά αίφνης τόση βαρύτητα, ώστε ένας παλαίμαχος αγωνιστής να εγκαταλείπει για χάρη του τις ευθύνες που του αναλογούν απέναντι στην προφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ειρωνεία που γίνεται πληρέστερα κατανοητή αν αναλογιστούμε ότι παλαιότερα οι άνθρωποι θυσίαζαν ακόμη και τη ζωή τους για χάρη των ιδανικών τους, ενώ τώρα ακόμη κι ένα τόσο εφήμερο χρυσόψαρο μπορεί να σταθεί ως ικανή αφορμή για να τους αποτρέψει από το να εκπληρώσουν το καθήκον τους απέναντι στη δημοκρατία και την ελευθερία.

3. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γράφει πως ένα από τα θέματα του Χάκκα είναι “η ιδεολογία που ναυάγησε”. Να εξηγήσετε την άποψη αυτή με βάση το κείμενο.

Ο Χάκκας αποδίδει στα κείμενά του τον εκφυλισμό της αριστερής ιδεολογίας, η οποία ενώ κάποτε υπηρετούνταν από άτομα που πίστευαν πως μπορούν να δημιουργήσουν μια δίκαιη κοινωνία, χωρίς ταξικές διακρίσεις, συντρίφτηκε κατόπιν υπό την πίεση της πραγματικότητας. Ακόμη κι εκείνοι που ξεκίνησαν με τις αγαθότερες των προθέσεων αλλοτριώθηκαν στη συνέχεια από τις ανέσεις και τις ευκολίες που προσφέρει ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής. Ό,τι απέμεινε από την άλλοτε ισχυρή αυτή ιδεολογία είναι η τάση πολλών ανθρώπων να την υποστηρίζουν εντελώς υποκριτικά και επιφανειακά, αφού επί της ουσίας κανείς δεν θέλει να στερηθεί τα οφέλη του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Η αριστερή ιδεολογία ναυάγησε, διότι κατέστη απολύτως προφανές πως ο κόσμος που οραματιζόταν είναι μια ανέφικτη ουτοπία. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν σε συνθήκες απόλυτης ισότητας -ιδίως όταν αυτή ταυτίζεται εν τέλει με συνθήκες αμοιβαίας οικονομικής εξαθλίωσης και φτώχιας-, ούτε έχουν καμία διάθεση να εγκαταλείψουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο που μόνο ο φιλελευθερισμός μπορεί να τους διασφαλίσει. Προτιμούν, έτσι, να κάνουν βαρύγδουπες δηλώσεις σχετικά με την κοινωνική αδικία και τη βάρβαρη φύση του καπιταλισμού, αλλά να απολαμβάνουν αμέσως μετά τις θερινές διακοπές τους, τις καθημερινές ανέσεις και τα ταξίδια που τους διασφαλίζει το «βάρβαρο» αυτό οικονομικό σύστημα.
Με τον ίδιο τρόπο που σήμερα τους άλλοτε αγνούς αριστερούς έχουν αντικαταστήσει υποκριτικής διάθεσης -κατ’ όνομα μόνο- αριστεροί που τρέμουν μη χάσουν τα προνόμιά τους και την οικονομική τους άνεση, ο παλιός αγωνιστικός εαυτός του ήρωα έχει παραχωρήσει τη θέση του στον νέο «βολεμένο» εαυτό του, που δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να διακινδυνεύσει την ασφάλειά του και τις ανέσεις του.  
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί πως το πρώτο «ναυάγιο» της αριστερής ιδεολογίας επήλθε σε στρατιωτικό επίπεδο, καθώς οι αριστεροί θέλησαν να καταλάβουν την εξουσία με τη δύναμη των όπλων κι έσυραν τη χώρα σ’ έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, τον οποίο και έχασαν. Στη συνέχεια κι αφού συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούν να πάρουν την εξουσία με τη βία, μετέφεραν τη «μάχη» σε ιδεολογικό επίπεδο, γνωρίζοντας, ωστόσο, συνεχείς ήττες, εφόσον οι πολίτες, έστω κι αν συγκινούνται σε θεωρητικό επίπεδο από τον «ιδανικό» κόσμο που οραματίζεται η αριστερά, δεν έχουν καμία απολύτως πρόθεση να εγκαταλείψουν τις ανέσεις του ρεαλιστικού φιλελεύθερου κόσμου.

4. “-Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε”. Ποια είναι η κοινωνική πραγματικότητα που αναδεικνύει το παραπάνω χωρίο;

Σε αντίθεση με τον ήρωα του διηγήματος, ο οποίος αν και τελικά αποφασίζει να μην εμπλακεί στα γεγονότα εκείνης της κρίσιμης ημέρας, έχει ωστόσο να επιδείξει ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό παρελθόν, και φτάνει στην παραίτηση μόνο μετά από αγωνιώδη εσωτερικό έλεγχο, υπήρχαν -όπως και υπάρχουν ακόμη- εκείνοι οι πολίτες που δεν έχουν πολιτική συνείδηση και πολιτικές ανησυχίες. Πολίτες που ενδιαφέρονται μόνο για τις καθημερινές τους ασχολίες και απολαύσεις χωρίς να νοιάζονται για το τι συμβαίνει γύρω τους. Πολίτες που διόλου δεν απασχολούν τη σκέψη τους με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, καθώς οι ίδιοι είναι αφοσιωμένοι αποκλειστικά στις ατομικές τους επιδιώξεις και ενασχολήσεις.  

5. Στο τέλος του διηγήματος ο συγγραφέας λέει: “Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε τη δύναμη”. Να σχολιάσετε το παραπάνω χωρίο.

Ο ήρωας του διηγήματος, αν και ξεκινά τη μέρα του με την πρόθεση να βρεθεί εκεί που διαδραματίζονται τα σοβαρά για τη χώρα γεγονότα, καταλήγει στο να αποφύγει οποιαδήποτε εμπλοκή με αυτά, εφόσον συνειδητοποιεί πως δεν έχει πια το κουράγιο και τη δύναμη να δώσει το παρόν σε μια ακόμη κρίσιμη στιγμή της δημοκρατίας. Μέσα από μια διαδικασία αυτοελέγχου φτάνει στο οδυνηρό για τον ίδιο συμπέρασμα πως δεν είναι πια ο ίδιος που ήταν κάποτε. Τότε, στα νεανικά του χρόνια, μπορούσε να εκθέτει τον εαυτό του σε κινδύνους και κακουχίες, για χάρη των ιδανικών του, μα τώρα πια δεν έχει το ανάλογο ψυχικό σθένος. Τώρα πια σκέφτεται πως αν κάνει κι εκείνος «τη μικρή προσαρμογή» που έχουν κάνει κι οι άλλοι γύρω του∙ αν συμβιβαστεί κι εκείνος, θα μπορέσει να επιστρέψει στο σπίτι του και να αισθανθεί ασφαλής.
Επιλέγει, έτσι, να γυρίσει πίσω, δήθεν για να φροντίσει το χρυσόψαρό του, μα επί της ουσίας για να γλιτώσει τον εαυτό του από νέες δυσάρεστες περιπέτειες, αποδεχόμενος πως δεν έχει πια τη δύναμη για τα σοβαρά και τα μεγάλα. Καταλήγει, επομένως, ο ήρωας του διηγήματος να συμβιβαστεί με τον μικροαστικό του βίο, προτιμώντας τις ανέσεις του από το να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο προκειμένου να εκπληρώσει το καθήκον του απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα.

Μάριος Χάκκας (1931-1972)
Γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας και μεγάλωσε στην Καισαριανή. Το 1954 τον συνέλαβαν λόγω των πολιτικών του φρονημάτων και καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση. Για δεύτερη φορά τον συνέλαβαν με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Ποιήματα: Όμορφο καλοκαίρι (1965). Διηγήματα: Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970). Θεατρικά μονόπρακτα: Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά (1971).

Ιουλιανά

Στα τέλη Ιουνίου του 1965 το χάσμα ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εθνικής Αμύνης έφτασε στο χείριστο δυνατό σημείο και ο πρώτος –αποφασισμένος να αναλάβει πλέον προσωπικά την ηγεσία του υπουργείου- κάλεσε τον δεύτερο να υποβάλει την παραίτησή του, θεωρώντας τον συνυπεύθυνο για την τροπή που είχε πάρει η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Οι εξελίξεις από την κίνηση αυτή του Γ. Παπανδρέου ήταν ραγδαίες και απρόσμενες. Ο Π. Γαρουφαλιάς, με την προφανή κάλυψη του θρόνου, αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή του πρωθυπουργού, δημιουργώντας μια άνευ προηγούμενου εμπλοκή στην πολιτική ζωή. Ήταν η μόνη ίσως φορά που ένας υπουργός θεωρούσε το υπουργείο του ως ανεξάρτητο «φέουδο» στα πλαίσια του ενιαίου κυβερνητικού μηχανισμού και την υπουργική του ιδιότητα ως φορέα αυτοδύναμης εξουσίας, υπόλογης μόνον απέναντι στον θρόνο.
Η ρήξη στις σχέσεις Παπανδρέου-Γαρουφαλιά δημοσιοποιήθηκε την 1η Ιουλίου και τις αμέσως επόμενες μέρες το χάσμα μεγάλωσε, μετά από κάποιες ενέργειες του υπό απομάκρυνση υπουργού (πολιτική κάλυψη των μεθόδων που ακολουθούσαν οι ανακριτικές Αρχές για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ), που θεωρήθηκαν ως ανοιχτή πρόκληση. Έτσι, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε την αποπομπή του υπουργού του (πράγμα που δικαιούτο κατά το Σύνταγμα) και ενημέρωσε σχετικά τον βασιλιά. Η απάντηση του άνακτα ήλθε μέσω του Πολιτικού Γραφείου του και υπήρξε απόλυτα αρνητική, γεγονός που εξέπληξε και εξόργισε τον πρωθυπουργό, ο οποίος θεώρησε ότι φαλκιδεύεται πλέον η ίδια η ουσία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Έτσι, διαβίβασε στον Κωνσταντίνο τις έντονες διαμαρτυρίες του και επανέλαβε την απαίτησή του για απομάκρυνση του Π. Γαρουφαλιά και ανάληψη του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας από τον ίδιο.
Από τις 8 Ιουλίου άρχισε μια αλληλογραφική διελκυστίνδα μεταξύ βασιλιά-πρωθυπουργού, που επιβεβαίωσε το βαθύ χάσμα ανάμεσα στους δύο βασικούς παράγοντες του πολιτεύματος.
Ο βασιλιάς επέστρεψε από την Κέρκυρα, όπου γεννήθηκε η διάδοχος Αλεξία, στην Αθήνα το πρωί της 15ης Ιουλίου και το βράδυ της ίδιας μέρας ορίστηκε η αποφασιστική αλλά και μοιραία συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, που έμελλε να χαράξει τη νεότερη ελληνική πολιτική ιστορία. Στο μεταξύ, καταβάλλονταν απεγνωσμένες προσπάθειες βασικών στελεχών του κυβερνώντος κόμματος να πείσουν τον Γ. Παπανδρέου να υποχωρήσει (των Κ. Μητσοτάκη, Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, Σ. Στεφανόπουλου, Η. Τσιριμώκου κ.ά.), που όμως δεν έγιναν δεκτές. Παράλληλα, ο ακόμη υπουργός Εθνικής Άμυνας κινητοποιούσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στην πρωτεύουσα για να προλάβει -όπως ισχυρίστηκε αργότερα- οχλοκρατικές εκδηλώσεις που υποτίθεται ότι θα υποκινούσε ο ακόμη νόμιμος πρωθυπουργός της χώρας.  
Η ιστορική συνάντηση έγινε στις 7 το απόγευμα και κράτησε ελάχιστα λεπτά. Σύμφωνα με μαρτυρίες που επιβεβαιώθηκαν και από τις δύο πλευρές, ο Γ. Παπανδρέου επέμεινε στην απαίτησή του και ο Κωνσταντίνος την απέρριψε αποφασιστικά. Στη συνέχεια διαμείφθηκε ο εξής διάλογος:
«- Ώστε, Μεγαλειότατε, ευρισκόμεθα εν διαφωνία.
- Δυστυχώς! Και αυτό σημαίνει ότι παραιτείσθε;
- Βεβαιότατα. Αύριο θα σας υποβάλω εγγράφως την παραίτησιν της κυβερνήσεώς μου.
- Δεν χρειάζεται, κύριε πρόεδρε. Μου αρκεί η προφορική υποβολή της. Θεωρώ την παραίτησίν σας δεδομένην από την στιγμήν αυτή».
Με τη συζήτηση αυτή τερματίστηκε η θητεία της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, η οποία -με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε και πραγματοποιήθηκε- είχε μάλλον τον χαρακτήρα απόλυσης παρά παραίτησης. Το γεγονός αυτό πυροδότησε την πιο μεγάλη πολιτική κρίση στη μεταπολεμική ιστορία του τόπου, που -όπως έδειξαν οι εξελίξεις- υπονόμευσε του κοινοβουλευτικούς θεσμούς και αυτόν ακόμα τον θρόνο.
Ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Γ. Παπανδρέου συνοδεύτηκε από βασιλικούς χειρισμούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ερμηνευτούν παρά ως προσπάθεια διάσπασης της «Ένωσης Κέντρου». Πρώτη πράξη στην αλυσίδα των χειρισμών αυτών ήταν η ανάθεση της εντολής στον πρόεδρο της Βουλής Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, ο οποίος κλήθηκε εσπευσμένα από τη Βουλή και -εν αγνοία του Γ. Παπανδρέου- ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 8.22΄ το βράδυ, μια ώρα δηλαδή μετά τη συνάντηση Κωνσταντίνου-Παπανδρέου.
Σημειώνεται ότι, επισήμως, υποστηριζόταν η άποψη ότι ο βασιλιάς, σεβόμενος τη λαϊκή ετυμηγορία της 16ης Φεβρουαρίου 1964, είχε ορίσει κυβέρνηση απαρτιζόμενη αποκλειστικά από στελέχη της Ενώσεως Κέντρου.
Η αιφνίδια πολιτική αλλαγή προκάλεσε την οργή του ανατραπέντος πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, ο οποίος μίλησε για παραβίαση του πολιτεύματος εκ μέρους του ανώτατου άρχοντα και κάλεσε τον λαό σε νέο «ανένδοτο αγώνα» για την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Παράλληλα, χαρακτήρισε το νέο Υπουργικό Συμβούλιο «κυβέρνηση ανδρεικέλων» και «προδοτών».
Η «έκρηξη» του Γ. Παπανδρέου πυροδότησε μεγάλες σε έκταση και πάθος πολιτικές αναταραχές, που ξεκίνησαν από την επομένη της αποπομπής του και έμειναν στην ιστορία με τον όρο «Ιουλιανά». Η πρώτη αναμέτρηση ξεκίνησε με τις αιματηρές διαδηλώσεις που έγιναν το βράδυ της 16ης Ιουλίου και οδήγησαν στον τραυματισμό 50 περίπου διαδηλωτών και ισάριθμων αστυνομικών (πολλών σοβαρά). Τρεις μέρες αργότερα, ο Γ. Παπανδρέου οργάνωσε εντυπωσιακή «κάθοδο στην Αθήνα» επικεφαλής μεγάλης πομπής αυτοκινήτων και έγινε αντικείμενο θερμότατων εκδηλώσεων από τεράστιο πλήθος λαού, που δεν δίστασε να κραυγάσει αντιμοναρχικά συνθήματα. Η κατάσταση άρχισε να εκτραχύνεται από τις 22 Ιουλίου και την επομένη -κατά τη διάρκεια συγκρούσεων στο κέντρο της Αθήνας- βρήκε τον θάνατο ο νεαρός αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Το γεγονός αυτό όξυνε στο έπακρο τα πνεύματα (ακούστηκαν συνθήματα για «κυβέρνηση του αίματος») και η κηδεία του άτυχου νέου έγινε αφορμή για μια εξαιρετικά μαχητική αντικυβερνητική αλλά και αντιβασιλική εκδήλωση.
Η έκταση και το πάθος των κινητοποιήσεων εκείνων αιφνιδίασαν του πάντες, ανεξάρτητα από ποια πλευρά βρίσκονταν, και γρήγορα οδήγησαν σε νέες πολιτικές ανακατατάξεις και ομογενοποιήσεις.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...