Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Σαπφώ «Ύμνος στην Αφροδίτη»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Antonio Canova

Σαπφώ «Ύμνος στην Αφροδίτη»

Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ: δέσποινα,
μη βασανίζεις με έγνοιες και στεναχώριες την καρδιά μου!

Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε άκουσες
τη φωνή μου από μακριά και εισάκουσες την
προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό παλάτι του
πατέρα σου και ήρθες ζεύοντας την άμαξά σου.
Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε γρήγορα κάτω
στη μαύρη γη.

Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό. Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ,
μακαρισμένη, με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο
πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα στην αγάπη σου;
Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;

Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια. Δε δέχεται
δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ’ αγαπά; Σύντομα θα
σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή της.» Έλα και τώρα
και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι. Εκπλήρωσε αυτό που
η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε σύμμαχός μου.

[Μετάφραση: Δ. Ιακώβ]

Η προσευχή στην Αφροδίτη, ο παρακλητικός αυτός ύμνος, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα ποιήματα της Σαπφούς που έχουν διασωθεί ολόκληρα, επαρκεί, ωστόσο, για να φανερώσει την απαράμιλλη τέχνη της και να δικαιολογήσει τη διάδοση που είχε η ποίησή της κατά την αρχαιότητα.

«Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ: δέσποινα,
μη βασανίζεις με έγνοιες και στεναχώριες την καρδιά μου!»

Η ποιήτρια ικετεύει (λσσομα σε) την αθάνατη θεά να εισακούσει την προσευχή της και να εμφανιστεί μπροστά της, για να της συμπαρασταθεί στο νέο ερωτικό αυτό πάθος που την ταλαιπωρεί. Την ικετεύει να πάψει να τη βασανίζει με λύπες της καρδιάς και του νου (ναισι), χρησιμοποιώντας σκοπίμως έναν όρο ιατρικό, αφού ο έρωτας για τους αρχαίους Έλληνες ήταν συχνά ιδωμένος ως αρρώστια που έβρισκε απροσδόκητα τους ανθρώπους και κλόνιζε τόσο τη σωματική τους υγεία όσο και την πνευματική τους γαλήνη.
Η «πάσχουσα» ποιήτρια στρέφεται, έτσι, στη θεά που διαφεντεύει την ακλόνητη δύναμη του ερωτικού συναισθήματος κι επικαλείται την πολυμήχανη φύση της (δολπλοκε), αναζητώντας την ίαση των παθών της σε κάποιο τέχνασμα ή κάποια απάτη της θεάς, προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση εκείνης που τόσο επίμονα αρνείται να ενδώσει στο ερωτικό της κάλεσμα. Η Αφροδίτη, άλλωστε, κατέφευγε συχνά σε πονηρά μέσα, για να εξαπατήσει τα «θύματά» της και να τους ξυπνήσει τον πόθο και τον έρωτα, παρακάμπτοντας τις όποιες αντιρρήσεις της λογικής και της σύνεσης.   

«Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε άκουσες
τη φωνή μου από μακριά και εισάκουσες την
προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό παλάτι του
πατέρα σου και ήρθες ζεύοντας την άμαξά σου.
Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε γρήγορα κάτω
στη μαύρη γη.»

Σταθερό μοτίβο των ύμνων επίκλησης, πέρα από την εξύμνηση της θεότητας και της δήλωσης σεβασμού σε αυτή, ήταν η υπενθύμιση παλαιότερων περιπτώσεων κατά τις οποίες είτε είχε δεχτεί τα προσφερόμενα δώρα από τον θνητό είτε είχε συναινέσει σε κάποιο παραπλήσιο αίτημά του. Ζητά, λοιπόν, η Σαπφώ από την Αφροδίτη να έρθει κοντά της, όπως και άλλοτε εισάκουσε την προσευχή της από μακριά κι άφησε το χρυσό παλάτι του πατέρα της, για να της προσφέρει την πολύτιμη βοήθειά της.
Με την έξοχη εικόνα της συνοδευόμενης και συρόμενης από όμορφα σπουργίτια άμαξας, που φέρνει γοργά την Αφροδίτη στη μαύρη γη, η Σαπφώ επιτυγχάνει να παρουσιάσει το μεγαλείο της θεάς, μα και να αναδείξει τη χαώδη διαφορά ανάμεσα στον γεμάτο κάλλος και ευδαιμονία βίο των θεών, και στη δύστυχη ζωή των θνητών, οι οποίοι έρχονται ξανά και ξανά αντιμέτωποι με τον πόνο και την οδύνη. Η γρήγορη (κεες), πάντως, άφιξη της θεάς, καθιστά εμφανή την προθυμία της να συμπαρασταθεί στη βασανιζόμενη ποιήτρια, κάτι που τονίζεται επιπλέον με την εμφατική χρήση δύο συνώνυμων ρημάτων για να δηλωθεί η ανταπόκριση της θεάς∙ άκουσες κι εισάκουσες (ἀίοισα - κλυες).
Η Αφροδίτη, που γνωρίζει καλά την ένταση του ερωτικού πάθους, διόλου δεν αδιαφορεί για εκείνους που βιώνουν τα βάσανα του γλυκόπικρου αυτού αισθήματος. Σπεύδει, έτσι, σ’ εκείνους που χρειάζονται τη βοήθειά της, έτοιμη να τους προσφέρει τα πονηρά τεχνάσματά της, προκειμένου να γευτούν τον έρωτα που επιθυμούν. 

«Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό. Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ,
μακαρισμένη, με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο
πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα στην αγάπη σου;
Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;»

Τα σπουργίτια που σέρνουν την άμαξα της θεάς χτυπούν γοργά τα φτερά τους και διασχίζουν με βιασύνη τον αιθέρα, κατανοώντας την επείγουσα φύση της αποστολής τους, αφού ξέρουν κι εκείνα πόσο επώδυνα κυλά ο χρόνος για τον ερωτευμένο θνητό και πόση αξία έχει κι η ελάχιστη στιγμή που περνά. Φτάνουν, έτσι, γρήγορα, φέρνοντας κοντά στη θλιμμένη ποιήτρια την ευλογημένη και γελαστή θεά. Εμφανής εδώ η αντίθεση ανάμεσα στην ταραγμένη συναισθηματική κατάσταση της ποιήτριας και στη αδιατάραχτη ευδαιμονία της θεάς, η οποία στέκει άτρωτη απέναντι στις λύπες και στη θλίψη που τόσο συχνά ταλανίζουν την ψυχή των θνητών.
Το χαμόγελο της θεάς φανερώνει ίσως την τρυφερή εκείνη διάθεση κατανόησης που διακρίνει τη στάση της Αφροδίτης απέναντι στους βασανιζόμενους απ’ τον έρωτα ανθρώπους ή υποδηλώνει την καρτερία με την οποία η θεά αποδέχεται τα παράπονα και τα παρακάλια των ερωτευμένων, έχοντας πια συνηθίσει στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις για τη συνδρομή της. «Γελαστή, όπως μιλά κανείς σ’ ένα κάπως δύσκολο παιδί», σύμφωνα με την ανάγνωση του Albin Lesky, η Αφροδίτη ρωτά τη Σαπφώ τι έπαθε πάλι και γιατί την καλεί ξανά∙ τι είναι αυτό που επιθυμεί περισσότερο η τρελή, η ξέφρενη καρδιά της. Με το επίθετο μαινλαι, που αποδίδει στην καρδιά της η ίδια η ποιήτρια, αποδίδεται η κατάσταση μανίας, η τρέλα που παρασύρει και ταλαιπωρεί τον ερωτευμένο.
Η ανάκληση αυτού του επεισοδίου -αυτής της συνομιλίας με τη θεά- συνιστά επί της ουσίας το περιεχόμενο και της παρούσας έκκλησης της ποιήτριας. Όπως τότε η Αφροδίτη φάνηκε πρόθυμη να φέρει στον έρωτα της Σαπφούς, όποιον αντιστεκόταν στη γοητεία της, έτσι και τώρα της ζητά μια παρόμοια λυτρωτική παρέμβαση, ώστε να ξεφύγει απ’ τα δεινά του ανεκπλήρωτου ερωτικού της πάθους και να βιώσει την ανόθευτη χαρά του αμοιβαίου έρωτα.
Η θεά είχε υποσχεθεί τότε να «πείσει» όποιον την αδικεί, αρνούμενος να υποκύψει στα θέλγητρά της, και να τον φέρει κοντά της, κι είναι αυτό ακριβώς που επιθυμεί ξανά η ποιήτρια. Προσέχουμε, πάντως, πως η ερωτηματική αντωνυμία τίς  (τς σ’, Ψπφ’, δικει;) είναι κοινή για το αρσενικό και για το θηλυκό γένος, καθιστώντας έτσι ασαφές το φύλο του προσώπου που έχει προκαλέσει μια τέτοια ερωτική αναστάτωση στην ποιήτρια. Η απορία αυτή, ωστόσο, θα βρει την απάντησή της στην αμέσως επόμενη στροφή.

«Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια. Δε δέχεται
δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ’ αγαπά; Σύντομα θα
σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή της.» Έλα και τώρα
και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι. Εκπλήρωσε αυτό που
η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε σύμμαχός μου.»

Η θεά Αφροδίτη είχε τη δύναμη να ξυπνά τον έρωτα στις καρδιές των ανθρώπων, και με τις αθώες πανουργίες της και με την πονηριά της, μπορούσε να ξεγελά κάθε θνητό και να τον οδηγεί όπου ήθελε εκείνη. Έτσι, η κοπέλα που απέφευγε τη Σαπφώ, θα βρισκόταν γρήγορα στην αντίθετη κατάσταση, εφόσον θα ήταν εκείνη που θα την κυνηγούσε, κι ενώ πριν δεν δεχόταν τα δώρα της ποιήτριας, θα ήταν εκείνη που θα της προσέφερε τα δικά της∙ κι αν μέχρι τότε δεν την αγαπούσε, σύντομα θα έπεφτε στον έρωτα της Σαπφούς, ακόμη κι αν πριν δεν το ήθελε. Τέτοια ήταν η εξουσία της Αφροδίτης πάνω στους θνητούς, ώστε μπορούσε εύκολα να τους αλλάξει τις διαθέσεις και να αντιστρέψει πλήρως τη θέλησή τους. Ό,τι μέχρι πριν από λίγο δεν τους συγκινούσε, μπορούσε γρήγορα να γίνει ό,τι ακριβώς θα επιθυμούσαν περισσότερο από καθετί.
Σε αυτή τη δύναμη της Αφροδίτης εναποθέτει τις ελπίδες της η ποιήτρια, προσδοκώντας τη λύτρωση από το βαρύ μαράζι του έρωτα, και λόγω αυτού του έντονου πόνου βρίσκει το θάρρος και μας εκπλήσσει με την αμεσότητα που αποκτά η επίκλησή της στη θεά. «Γίνε σύμμαχός μου», εκλιπαρεί η Σαπφώ, την Αφροδίτη, αποσκοπώντας στο να καμφθούν με τη βοήθεια της θεάς οι αντιστάσεις της κοπέλας που αγαπά, σ’ ένα κείμενο που γοητεύει με την ιδιαιτερότητά του, αφού η ίδια η παθούσα είναι συνάμα εκείνη που κατορθώνει να αποστασιοποιηθεί τόσο, ώστε να λειτουργήσει ως το πρόσωπο που παρατηρεί και καταγράφει την οδύνη που προκαλεί αυτός ο χωρίς ανταπόκριση έρωτας.
Το γένος της μετοχής «κoκ θέλοισα» μας φανερώνει πως ο έρωτας της ποιήτριας αφορά κάποια γυναίκα και πως τελικά η θεά Αφροδίτη γίνεται αποδέκτης μιας έκκλησης που ίσως και να παραξενεύει. Η Αφροδίτη, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζει αρνητικά καμία έκφανση του έρωτα, καθώς στη δική της παντοκρατορία κάθε ερωτικό αίσθημα γίνεται εξίσου σεβαστό και γεννά παρόμοιας έντασης πόθους και οδύνες.

Βιβλιογραφία:
Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη 

Ευριπίδη «Μήδεια» [2ο Στάσιμο]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Anselm Feuerbach 

Ευριπίδη «Μήδεια» [2ο Στάσιμο]

Οι έρωτες με ορμή περίσσια
σαν έρθουνε δεν φέρνουν όνομα καλό
μήτε αρετή στους άντρες∙
με μέτρο όμως αν έρθει η Κυπρίδα,
άλλη θεά τόσο γλυκιά δεν είναι.
Δέσποινα Μεγαλόχαρη, παρακαλώ μη στείλεις
απ’ τα χρυσά σου τόξα καταπάνω μου βέλος
αλάθευτο στον πόθο βαπτισμένο.

Ας είναι μαζί μου η λογική, το δώρο
των θεών το πιο ωραίο∙ κι η Κυπρίδα η φοβερή ποτέ μη
σπρώξει την καρδιά μου άλλης τον άντρα
να γυρέψω∙ κι ούτε ποτέ της να με ρίξει
σ’ ατέλειωτους καβγάδες και στην οργή που φέρνουνε
οι λόγοι οι δίκοποι∙ μα στις φωλιές που ειρήνη βασιλεύει
φρουρός να στέκει, κι έξυπνα της κάθε γυναικός
τον άντρα να ‘χει ξεχωριστό.

Πατρίδα μου, γλυκό μου σπίτι,
όχι, ποτέ να μη βρεθώ ξένη σε ξένο τόπο
στη φτώχεια τη στενώχορη
σέρνοντας τη ζωή μου∙
αυτό είναι το πικρότερο από τα βάσανα όλα.
Ο Χάρος, ναι, ο Χάροντας πρωτύτερα ας με πάρει,
τη μέρα τη σημερινή να μην προλάβω να τελειώσω∙
άλλο φαρμάκι πιο πικρό δεν είναι
απ’ της γης της πατρικής τη στέρηση.

Το είδα με τα μάτια μου,
δεν τ’ άκουσα από άλλους∙
πόλη δεν θα βρεθεί, φίλος δεν θα βρεθεί
εσένα να πονέσει∙
κι ας είν’ τα πάθη σου φρικτά.
Είναι αχάριστος, κι ας του έρθει αστροπελέκι,
όποιος μπορεί τους φίλους του
να μην τιμά ανοίγοντας
της άδολης ψυχής το σύρτη∙ ποτέ μου
τέτοιον άνθρωπο δεν θ’ αγαπήσω.

[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης]

Ποτέ καμία γυναίκα δεν θυσίασε τόσα για τον άνδρα της, όσα η Μήδεια για τον Ιάσονα, γι’ αυτό κι όταν εκείνος θα την εγκαταλείψει για μιαν άλλη, η εκδίκησή της θα είναι δίχως προηγούμενο. Η Μήδεια που για χάρη του εγκατέλειψε την πατρίδα της, πρόδωσε την οικογένειά της κι έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να σκοτώσει τον μικρό αδελφό της, προκειμένου να διασφαλίσει τη διαφυγή του Ιάσονα από την Κολχίδα, θα φροντίσει πρώτα να οδηγήσει σε μαρτυρικό θάνατο την νέα σύζυγό του, κι ύστερα θα σφάξει τα ίδια της τα παιδιά, στερώντας απ’ τον Ιάσονα τόσο τη χαρά του νέου του έρωτα, όσο και τη βαθύτερη εκείνη ευτυχία της πατρότητας.
Ο χορός που αποτελείται από γυναίκες της Κορίνθου παίρνει το μέρος της Μήδειας και συναινεί στο να κρατήσει μυστικό το φρικτό σχέδιο εκδίκησης, αναγνωρίζοντας τη δεινή θέση στην οποία έχει βρεθεί η ξένη γυναίκα. Χωρίς σύζυγο, χωρίς πατρίδα και οικογένεια για να βρει καταφύγιο, η Μήδεια βρίσκεται εγκαταλελειμμένη απ’ όλους όταν ο βασιλιάς της Κορίνθου, ο Κρέοντας, της ζητά επιτακτικά να φύγει από την πόλη του. Η Μήδεια γνωρίζει πως δεν μπορεί να κερδίσει ξανά την αγάπη του Ιάσονα και πως δεν μπορεί να αντιταχθεί στο θέλημα του Κρέοντα, είναι όμως αποφασισμένη να λάβει την εκδίκησή της προτού εγκαταλείψει την αφιλόξενη πια πόλη.

Οι έρωτες με ορμή περίσσια
σαν έρθουνε δεν φέρνουν όνομα καλό
μήτε αρετή στους άντρες∙
με μέτρο όμως αν έρθει η Κυπρίδα,
άλλη θεά τόσο γλυκιά δεν είναι.

Ο έρωτας όταν βιώνεται στην υπερβολή του, σχολιάζει ο χορός των γυναικών, δεν τιμά καθόλου τους ανθρώπους, αφού τους στερεί την ικανότητα να σκέφτονται σωστά και να λαμβάνουν ορθές αποφάσεις. Παρασυρμένοι από τη συγκλονιστική δύναμη του ερωτικού συναισθήματος οι άνθρωποι θέτουν όλα τ’ άλλα σε δεύτερη μοίρα, αν δεν τα λησμονήσουν ολωσδιόλου. Έτσι, η Μήδεια προδίδει χωρίς δεύτερη σκέψη την οικογένειά της και την πατρίδα της για χάρη του Ιάσονα, όπως κι εκείνος εκδηλώνει ασυγχώρητη αχαριστία απέναντί της, μόλις ερωτεύεται την Κρέουσα. Τίποτε, όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό, δεν διατηρεί την αξία του στα μάτια ενός ερωτευμένου που είναι έτοιμος να τα θυσιάσει όλα.
Το ίδιο, όμως, δώρο της Αφροδίτης, όταν προσφέρεται στους ανθρώπους με μέτρο, δεν βρίσκει πουθενά το ανάλογό του σε γλυκύτητα και ευδαιμονία. Όλα είναι γεμάτα ζωή και χαρά για τον ερωτευμένο, που αίφνης αντλεί ευτυχία και απόλαυση απ’ το καθετί, αφού τ’ αντικρίζει όλα σαν να τα βλέπει για πρώτη φορά. Μια απρόσμενη ψυχική αναγέννηση επιφέρει ο έρωτας, αναγεννώντας το ενδιαφέρον του ερωτευμένου, όχι μόνο απέναντι στο πρόσωπο που τον συγκινεί, μα και απέναντι σε κάθε πιθανή έκφανση του καθημερινού του βίου.

Δέσποινα Μεγαλόχαρη, παρακαλώ μη στείλεις
απ’ τα χρυσά σου τόξα καταπάνω μου βέλος
αλάθευτο στον πόθο βαπτισμένο.

Με τη σκέψη στα δεινά της Μήδειας, ο χορός ζητά από την Αφροδίτη να μη στείλει ποτέ καταπάνω του κάποιο από τα αλάθευτα βέλη της, καθώς γνωρίζει πως ό,τι θ’ ακολουθήσει, όσο θα κινείται στη δίνη του πόθου, θα είναι καταστροφικό. Ο χορός επιλέγει εδώ μια στάση σύνεσης, που μπορεί να τον κρατά μακριά από τα συναισθήματα ευδαιμονίας του έρωτα, μα τον διασώζει κιόλας από την μανία του, που τείνει να οδηγεί τη ζωή των ανθρώπων σε καταστάσεις ανυπόφορης ψυχικής δοκιμασίας και οδύνης.

Ας είναι μαζί μου η λογική, το δώρο
των θεών το πιο ωραίο∙ κι η Κυπρίδα η φοβερή ποτέ μη
σπρώξει την καρδιά μου άλλης τον άντρα
να γυρέψω∙

Ο χορός προτιμά αντί για τον έρωτα και την ενδεχόμενη ευτυχία που τον συνοδεύει, να έχει με το μέρος του τη λογική, το πιο ωραίο δώρο των θεών, αφού είναι αυτή που επιτρέπει στους ανθρώπους να παίρνουν τις αποφάσεις τους ζυγίζοντας πρώτα καθετί, κι όχι υπό την πίεση του ασυγκράτητου πάθους. Μόνο η λογική μπορεί, άλλωστε, να προφυλάξει τους ανθρώπους από αναίτιες δυστυχίες, αφού τους δείχνει ξεκάθαρα τις συνέπειες που θα έχει κάθε τους επιλογή και δεν τους αφήνει να παρασύρονται σε πράξεις που θα μετανιώσουν εκ των υστέρων.
Στενά συνδεδεμένο με την ιστορία της Μήδειας είναι και το αίτημα του χορού να μην σπρώξει ποτέ η Αφροδίτη την καρδιά του να επιθυμήσει τον άνδρα μιας άλλης γυναίκας. Οι γυναίκες του χορού αναλογίζονται την Κρέουσα που υπό το κράτος του έρωτα δεν δίστασε να ενδώσει στο κάλεσμα του Ιάσονα, έστω κι αν γνώριζε πως εκείνος ήταν ο άνδρας της Μήδειας∙ την Κρέουσα που σύντομα θα λάβει ως δώρο από τα παιδιά της Μήδειας ένα αραχνοΰφαντο πέπλο κι ένα χρυσό στεφάνι, βουτηγμένα όλα σ’ ένα πανίσχυρο δηλητήριο που θα καταφάει τη σάρκα της και θα της προκαλέσει απερίγραπτο πόνο, προτού τη φτάσει στο θάνατο.  

κι ούτε ποτέ της να με ρίξει
σ’ ατέλειωτους καβγάδες και στην οργή που φέρνουνε
οι λόγοι οι δίκοποι∙ μα στις φωλιές που ειρήνη βασιλεύει
φρουρός να στέκει, κι έξυπνα της κάθε γυναικός
τον άντρα να ‘χει ξεχωριστό.

Ο χορός ζητά κι εύχεται, επίσης, να μην τον ρίξει ποτέ η Αφροδίτη σ’ εκείνους τους ατελείωτους καβγάδες που γεννά ο έρωτας και στην οργή που προκαλούν τα λόγια που πληγώνουν εξίσου και τους δύο∙ εκείνα τα λόγια που εκστομίζουν οι ερωτευμένοι όταν αρχίζουν να κατανοούν πως τελικά δεν άξιζε ο άλλος τις θυσίες και τους συμβιβασμούς που έγιναν για χάρη του. Τα λόγια εκείνα που πληγώνουν τόσο εκείνον που τα ακούει, αφού του καταλογίζεται αχαριστία, όσο κι εκείνον που τα εκφέρει, αφού του υπενθυμίζουν πόσα και πόσα προσέφερε εις μάτην. Στην περίπτωση, πάντως, της Μήδειας η σύγκρουση του ζευγαριού δεν θα περιοριστεί στους καβγάδες και στα λόγια∙ η πληγωμένη γυναίκα θα θελήσει με μια φρικώδη πράξη να τιμωρήσει τόσο εκείνον που την εγκατέλειψε, όσο και τον ίδιο της τον εαυτό που έκανε το λάθος να θυσιάσει τα πάντα για χάρη του. Η παιδοκτονία που κατέστησε τη Μήδεια διαχρονικό σύμβολο της γυναίκας που εκδικείται άμετρα τον άντρα της, είναι σ’ ένα δεύτερο επίπεδο κι η πιο ακραία πράξη αυτοτιμωρίας.
Ο χορός ζητά ακόμη από την Αφροδίτη να στέκει φρουρός στα σπίτια των ζευγαριών που διατηρούν ειρηνικές τις μεταξύ τους σχέσεις, και να φροντίζει ώστε κάθε γυναίκα να έχει ξεχωριστό τον δικό την άντρα, προκειμένου να αποφεύγονται οι κάποτε ολέθριες συνέπειες των χωρισμών που προκύπτουν απ’ την εμφάνιση μιας άλλης γυναίκας. Συνέπειες, όπως αυτές που σύντομα θα ξεκληρίσουν το σπίτι του βασιλιά Κρέοντα, αφού πέρα από την κόρη του θα χαθεί ως παράπλευρη απώλεια κι ο ίδιος, όταν θα σπεύσει να πάρει στην αγκαλιά του τη βασανιζόμενη από το δηλητήριο Κρέουσα.

Πατρίδα μου, γλυκό μου σπίτι,
όχι, ποτέ να μη βρεθώ ξένη σε ξένο τόπο
στη φτώχεια τη στενώχορη
σέρνοντας τη ζωή μου∙
αυτό είναι το πικρότερο από τα βάσανα όλα.

Οι γυναίκες του χορού, αφού στις δύο πρώτες στροφές αναφέρθηκαν στις οδυνηρές πτυχές του έρωτα, περνούν τώρα σ’ ένα άλλο βάσανο της Μήδειας, αυτό που χαρακτηρίζουν ως το πιο πικρό απ’ όλα∙ την ξενιτιά. Το να βρεθεί κάποιος μακριά από την πατρίδα και το σπίτι του, ξένος σε ξένο τόπο, αποτελεί, κατά τον χορό, πικρότατη οδύνη, εφόσον οδηγεί το άτομο στη φτώχεια και τη μοναξιά, μιας και δεν μπορεί να έχει πραγματική στήριξη από κανέναν.

Ο Χάρος, ναι, ο Χάροντας πρωτύτερα ας με πάρει,
τη μέρα τη σημερινή να μην προλάβω να τελειώσω∙
άλλο φαρμάκι πιο πικρό δεν είναι
απ’ της γης της πατρικής τη στέρηση.

Με την απαίτηση του Κρέοντα να φύγει αμέσως η Μήδεια από την Κόρινθο κατά νου, ο χορός εκφράζει τη δική του αντίδραση σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, λέγοντας πως θα προτιμούσε να βρει το θάνατο και να μην προλάβει να τελειώσει τη σημερινή μέρα, παρά να στερηθεί την πατρική γη. Από την εμφατική αυτή δήλωση πως ο θάνατος είναι σαφώς προτιμότερος από την προοπτική της ζωής στην ξενιτιά, προκύπτει τόσο η βαθιά αγάπη για την πατρίδα, όσο κι η αντίληψη των αρχαίων πως ο κάθε άνθρωπος είναι στενά συνδεδεμένος με την οικογένεια και τους συγγενείς του, και πως μόνο στο πλαίσιο της πατρίδας του μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος. Γι’ αυτό, άλλωστε, στην αρχαιότητα η ποινή της εξορίας θεωρούταν συχνά πολύ σκληρότερη από την καταδίκη σε θάνατο.

Το είδα με τα μάτια μου,
δεν τ’ άκουσα από άλλους∙
πόλη δεν θα βρεθεί, φίλος δεν θα βρεθεί
εσένα να πονέσει∙
κι ας είν’ τα πάθη σου φρικτά.

Ο χορός έχοντας δει το πώς φέρθηκαν οι Κορίνθιοι στη Μήδεια∙ το πώς αντιμετώπισαν μια γυναίκα που έχει έρθει από ξένη χώρα, γνωρίζει πως δεν θα βρεθεί καμία πόλη και κανένας άνθρωπος να την υποδεχτεί και να της συμπαρασταθεί, όσο κι αν η προδοσία του άντρα της υπήρξε ένα τραγικό για εκείνη χτύπημα. Οι άνθρωποι δεν συμπαθούν, ούτε εμπιστεύονται τους ξένους, κι αυτό ο χορός μπορεί να το επιβεβαιώσει με τον πιο έγκυρο τρόπο, αφού είναι κάτι που το είδε με τα μάτια του, κι όχι κάτι που το άκουσε από άλλους. Όπως χαρακτηριστικά λέει νωρίτερα η Μήδεια: «Γιατί είναι άδικο το μάτι των ανθρώπων∙ πριν μάθουν η καρδιά τι κρύβει του αλλουνού από την όψη μοναχά τον βλέπουν με κακία κι ας μην τους έχει κάνει τίποτα κακό».

Είναι αχάριστος, κι ας του έρθει αστροπελέκι,
όποιος μπορεί τους φίλους του
να μην τιμά ανοίγοντας
της άδολης ψυχής το σύρτη∙ ποτέ μου
τέτοιον άνθρωπο δεν θ’ αγαπήσω.

Η δεινή θέση της Μήδειας, που έχει απομείνει εντελώς μόνη σε μια ξένη πόλη, χωρίς να έχει κανέναν δικό της άνθρωπο να τη βοηθήσει, φέρνει στη σκέψη του χορού την αγνωμοσύνη του Ιάσονα. Κανένα γνώρισμα πιο μισητό σ’ έναν άνθρωπο από την αχαριστία και την απροθυμία του να τιμήσει τους φίλους του ανοίγοντας σ’ αυτούς άδολη την ψυχή του, μη περιμένοντας να κερδίσει κάτι από αυτούς. Έναν τέτοιο αχάριστο άνθρωπο, επισημαίνει ο χορός, δεν θα τον αγαπήσει ποτέ, αφού εκείνος που δεν τιμά τους φίλους του, δεν αξίζει μήτε εκτίμηση, μήτε αγάπη.
Με την αναφορά στην αξία της φιλίας ο χορός προοικονομεί την εμφάνιση του Αιγέα, του βασιλιά της Αθήνας, που θα εμφανιστεί αμέσως μετά, κι ο οποίος θα προσφέρει στη Μήδεια το αναγκαίο καταφύγιο. Έτσι, η ηρωίδα που μέχρι πρότινος ήταν απελπισμένη μιας και δεν είχε που να πάει τώρα που την έδιωχναν από την Κόρινθο, βρίσκει, εντελώς απρόσμενα, στο πρόσωπο του Αιγέα έναν φίλο, πρόθυμο να τη δεχτεί στην πόλη του.

Εύα Νεοκλέους «Παραδοχές»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Lovering

Εύα Νεοκλέους «Παραδοχές»

Πώς να τ’ αντέξω τούτο τ’ όνειρο
έτσι που βγήκε απ’ την αρχή κλεμμένο.
Μετέωρα βήματα.

Τώρα, η ώρα της σιωπής
τώρα, του ανείπωτου πόνου οι μέρες.

Θα κλείσω του γαλάζιου τα παράθυρα
σαν τις καλές τις παρενθέσεις της ελπίδας
θα βγω ξανά στα βολικά και γνώριμα
έτσι, καθώς ταιριάζει στη ζωή
την καθώς πρέπει.

Κι όταν τα όνειρα
τις νύχτες θα ουρλιάζουνε
               τη φρίκη της παραίτησης
               θα καταθέτω…

Η Εύα Νεοκλέους καταγράφει με τον πλέον εναργή τρόπο το πέρασμα σ’ εκείνη τη στιγμή της ωριμότητας που επιτρέπει στο άτομο να φτάσει στην επώδυνη παραδοχή της οριστικής διάψευσης των ονείρων και των βλέψεων της νεανικής ηλικίας. Ζητούμενο εδώ δεν είναι η αναζήτηση εκείνων των εκφραστικών μέσων που θα επιδίωκαν τον εντυπωσιασμό του αναγνώστη –δεν υπάρχει στην ποίηση της Εύας Νεοκλέους η ανασφάλεια του πρωτόπειρου δημιουργού∙ ζητούμενο είναι η ειλικρινής απόδοση της προσωπικής αλήθειας. Η ψυχική ωριμότητα της ποιήτριας δεν επιτρέπει υπεκφυγές και ωραιοποιήσεις, και πολύ περισσότερο δεν επιτρέπει τη δίχως νόημα παράταση της ελπίδας για εκείνα που έχουν οριστικά πια διαψευστεί. Το αέναα συντηρούμενο όνειρο με ανυπόστατες προσδοκίες δεν έχει θέση στον ποιητικό αυτό λόγο που βασίζει την ύπαρξή του στα γερά θεμέλια της αυτογνωσίας και του ρεαλισμού.

«Πώς να τ’ αντέξω τούτο τ’ όνειρο
έτσι που βγήκε απ’ την αρχή κλεμμένο.
Μετέωρα βήματα.»

Το ερώτημα κι η διαπίστωση της πρώτης στροφής συνθέτουν κατά τρόπο πλήρη την ψυχολογική οδύνη που προκαλεί η παρατεταμένη επιδίωξη ενός ονείρου ανέφικτου στην ουσία του και εξαρχής ασύμβατου με την πραγματική προσωπικότητα του ποιητικού υποκειμένου. Το όνειρο αυτό μοιάζει να είναι ήδη απ’ την αρχή κλεμμένο, καθώς, μιας και δεν έφτασε έγκαιρα στην υλοποίησή του, αποκαλύπτει σταδιακά πως δεν υπήρξαν ποτέ οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την ευόδωσή του. Ίσως να αποτέλεσε την ευτυχή πραγματικότητα άλλων ανθρώπων σε άλλους ή και κοντινούς τόπους, σε άλλες ή παράλληλες χρονικές περιόδους, μα σίγουρα δεν ήταν ποτέ εφικτό για το ποιητικό υποκείμενο.
Ένα όνειρο μη προσεγγίσιμο, η επιδίωξη του οποίου οδηγούσε για καιρό την ποιήτρια σε βήματα ασταθή, σε βήματα μετέωρα, που δεν της προσέφεραν την αίσθηση μιας σταθερής και σίγουρης πορείας. Ένα όνειρο που την οδηγούσε σε λανθασμένες αποφάσεις, στην απώλεια πολύτιμου χρόνου και στο στέγνωμα τον ψυχικών της δυνάμεων, αφού βρισκόταν σε διαρκή, μα άγονη αναμέτρηση με κάτι που δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων ποτέ να αποκτήσει ή να γίνει η ίδια.

«Τώρα, η ώρα της σιωπής
τώρα, του ανείπωτου πόνου οι μέρες.»

Η ποιήτρια συνειδητοποιεί πως οφείλει να εγκαταλείψει πια τη μάταιη και ψυχοφθόρα προσπάθεια για μια επίτευξη που δεν έρχεται, έστω κι αν γνωρίζει πως αυτό θα της κοστίσει πολύ. Το όνειρο που τόσο θέλησε υπήρξε μέρος της ταυτότητάς της για ένα μεγάλο διάστημα κι αυτό σημαίνει πως εγκαταλείποντάς το θα πρέπει συνάμα να εγκαταλείψει -να φονεύσει σχεδόν- κι ένα κομμάτι του εαυτού της. Μια απόφαση ή καλύτερα μια συνειδητοποίηση που απαιτεί μεγάλο ψυχικό σθένος και ικανά αποθέματα υπομονής, αφού ό,τι θα της απομείνει πλέον θα είναι οι μέρες εκείνες του μέλλοντος που δεν θα έχουν πια την ελπίδα να τις συντηρεί και να τις καθιστά, αν όχι ευτυχισμένες, τουλάχιστον ανεκτές.
Τώρα, όμως, είναι η ώρα της σιωπής∙ είναι η ώρα να επισφραγιστεί μια και καλή η απόφαση να εγκαταλειφθεί το όνειρο που την παραπλάνησε -μα της επέτρεψε κιόλας να έχει το στήριγμα της προσδοκίας.

«Θα κλείσω του γαλάζιου τα παράθυρα
σαν τις καλές τις παρενθέσεις της ελπίδας
θα βγω ξανά στα βολικά και γνώριμα
έτσι, καθώς ταιριάζει στη ζωή
την καθώς πρέπει.»

Η ποιήτρια δεν αποδέχεται να παραμένει πλέον έρμαιο ανέφικτων ελπίδων και ενός ονείρου που διαφέντεψε για καιρό τη ζωή της, ορίζοντας εκείνο τις επιμέρους επιλογές της και εξαναγκάζοντάς τη να ανέχεται μια ανειλικρινή εικόνα της ζωής. Λαμβάνει, έτσι, η ίδια ενεργό ρόλο και αποφασίζει να κλείσει τα παράθυρα του γαλάζιου, τα παράθυρα των υποσχέσεων που της έδειχναν όλα εκείνα τα θέλγητρα μιας πλήρους ζωής, χωρίς ποτέ να φέρνουν την εκπλήρωσή τους. Η ποιήτρια είναι έτοιμη να κλείσει τις παρενθέσεις της ελπίδας και να επιστρέψει ξανά στα βολικά και στα γνώριμα που ήδη αποτελούσαν το κύριο πλαίσιο της ζωής της, όσο η ίδια αφηνόταν στη χιμαιρική προσμονή μιας άλλης, διαφορετικής έκβασης των πραγμάτων.
Η επιστροφή στα βολικά, στα εύκολα δηλαδή, και στα ήδη γνωστά, που δεν κρύβουν εκπλήξεις, μα δεν απαιτούν κιόλας ανέφικτες υπερβάσεις, φέρνουν την ποιήτρια στο χώρο της καθώς πρέπει ζωής, στο χώρο όπου οι άνθρωποι υποτάσσονται στους αναγκαίους συμβιβασμούς της πραγματικότητας και δέχονται τα πράγματα όπως είναι. Χώρος οικείος και φαινομενικά δίχως κινδύνους∙ χώρος νηνεμίας και γαλήνης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά σχήματα της ζωής, διότι το τι συμβαίνει στην ψυχή του ατόμου που αποφασίζει συνειδητά να εγκαταλείψει την προσδοκία μιας άλλης πραγματικότητας είναι κάτι που απαιτεί να κοιτάξεις πέρα από την εικόνα που δομούν οι επιλογές και οι δράσεις της καθημερινότητας για να το αντιληφθείς∙ είναι κάτι, εντούτοις, που η ποιήτρια έχει το κουράγιο και τη δύναμη να μας το φανερώσει.

«Κι όταν τα όνειρα
τις νύχτες θα ουρλιάζουνε
               τη φρίκη της παραίτησης
               θα καταθέτω…»

Πέρα, λοιπόν, από τη φαινομενική γαλήνη της καθημερινότητας του ανθρώπου που συμβιβάστηκε με τα γνώριμα και τα βολικά της ζωής, υπάρχει η εσωτερική πάλη με τα όνειρά του. Υπάρχει ο συνεχής εκείνος αγώνας με τις ελπίδες για μια ζωή πολύ πιο κοντά στις εσώτερες επιθυμίες του∙ για μια ζωή που δεν αναγνωρίζει συμβάσεις και συμβιβασμούς∙ για μια ζωή που δεν αναγνωρίζει την τυπική εκείνη διευθέτηση του καθημερινού χρόνου, ώστε όλα να δίνουν την εντύπωση ενός κοινωνικά αποδεκτού καθωσπρεπισμού. Ένας συνεχής αγώνας που φανερώνει ωστόσο ποιος έχει την αναγκαία ωριμότητα να αρνηθεί στα όνειρά του το δικαίωμα σε μια ανώφελα παρατεταμένη διαιώνιση.
Έτσι, τις νύχτες που τα όνειρα της ποιήτριας θα ουρλιάζουνε, ζητώντας μια ακόμη ευκαιρία να την πλανέψουν με τη γλαφυρή περιγραφή μιας άλλης ζωής, με την ψευδαίσθηση πως η πραγμάτωσή τους δεν είναι ανέφικτη, εκείνη θα καταθέτει μπροστά τους τη φρίκη της παραίτησης∙ τη φρίκη της συνειδητής παραίτησης από το δικαίωμα να ελπίζει κάτι διαφορετικό, κάτι άλλο από αυτό που ήδη γνωρίζει και ζει. Πράξη απολύτως επώδυνη, μα κάποτε και απολύτως αναγκαία προκειμένου το άτομο ν’ απαλλαγεί από την πλανερή αντίληψη πως ποτέ δεν είναι αργά και πως όλα μπορούν -σαν από θαύμα- ν’ αλλάξουν, προσφέροντας απρόσμενες ευτυχίες, εκεί ακριβώς που δεν υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για οτιδήποτε το απρόσμενο.

Εύα Νεοκλέους «Σημάδια για το δρόμο», Εκδόσεις Ακτίς, 2015. 

Οδυσσέας Ελύτης «Οι κλεψύδρες του αγνώστου» [ΣΤ΄]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
David Talley

Οδυσσέας Ελύτης «Οι κλεψύδρες του αγνώστου» [ΣΤ΄]

Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ’ αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν’ αδράξει
     το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας

Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει
     στόμα που ανοίγει
Σ’ άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ’ τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα
     έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ’ ένα τέτοιο
     αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ’ αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν
     ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί

Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα
     και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ’ ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος
     στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη
        ορμητήριο αναπάντεχο

Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές
     τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ’ ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή
     της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών
     ανθρώπων.

Με τον όρο «κλεψύδρες του αγνώστου» ο ποιητής αποδίδει εύστοχα τη συνεχή αναμέτρηση των ανθρώπων μ’ εκείνους τους αστάθμητους παράγοντες που βρίσκονται έξω από τον έλεγχό τους και ταλανίζουν διαρκώς τη σκέψη τους. Το άγνωστο του έρωτα, το άγνωστο κι η αβεβαιότητα για το μέλλον και την πορεία της ζωής, όπως κι η αίσθηση πως υπάρχει μια δυνατότητα πληρέστερης βίωσης της ευτυχίας, που όμως μοιάζει δύσκολο να βρεθεί και να κατακτηθεί, αναλώνουν πολύτιμο χρόνο απ’ τα ήδη μικρά αποθέματα του κάθε ανθρώπου, στήνοντας μπροστά του οδυνηρές κλεψύδρες που του υπενθυμίζουν συνεχώς πως ο χρόνος περνά.
Σ’ αυτή την ενότητα της ποιητικής του σύνθεσης ο Ελύτης καταθέτει τη δική του θέση απέναντι στη διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου να αισθανθεί ευτυχισμένος και να βιώσει στην ολότητά της την ευδαιμονία της ζωής.

Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ’ αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν’ αδράξει
     το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας

Το κάλεσμα της ζωής για μια πλήρη βίωση της νεότητας, υφαίνεται ακόμη και τη νύχτα, μέσα από τον «παφλασμό» των κρίνων, μέσα από έναν ήχο ανεπαίσθητο, σχεδόν ανύπαρκτο, που μοιάζει να προκύπτει από τον κυματισμό των λουλουδιών, και γυμνώνει τ’ αυτιά, τα αναγκάζει δηλαδή ν’ ακούσουν ή να αισθανθούν έναν απ’ τους πιο απαλούς, μα και πιο θελκτικούς ήχους που μπορεί ν’ ακούσει κανείς. Ο ήχος αυτός των λικνιζόμενων λουλουδιών μόλις που φτάνει στα αυτιά του ατόμου κι αμέσως χάνεται, υποδηλώνοντας έτσι το δυσεπίτευκτο της σύλληψης και της βίωσης εκείνων των συναισθημάτων ευδαιμονίας που δημιουργούν τόσο η φύση όσο κι η νεότητα.
Το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται στους ώμους της ζωής∙ αισθάνεται στο ίδιο του το σώμα το κέντρισμα της ζωτικής δύναμης που τον παρακινεί σε δράση, που τον ωθεί να βιαστεί προκειμένου ν’ αδράξει την ευκαιρία του να έχει κι ο ίδιος ενεργή συμμετοχή σε ό,τι συνιστά την αέναη κινητικότητα της φύσης και της ζωής. Πρόκειται για την αμφίθυμη εκείνη επιθυμία της νεότητας να διατηρήσει αδιάκοπη και αιώνια τη συμμετοχή της στις πηγές ευδαιμονίας της ζωής, την ίδια ακριβώς στιγμή που μοιάζει να αδιαφορεί για το αν θα της δοθεί τελικά η ευκαιρία αυτή. Η νεότητα αφήνεται στην εύνοια των ανέμων, καθώς γνωρίζει πως επί της ουσίας δεν απαιτείται από εκείνη πραγματική προσπάθεια, αφού ούτως ή άλλως το μερίδιό της στην ευτυχία και στην απόλαυση της ζωής είναι δεδομένο.

Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει
     στόμα που ανοίγει
Σ’ άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ’ τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα
     έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ’ ένα τέτοιο
     αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ’ αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν
     ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί

Το κλειδί που προσφέρει στη νεότητα πρόσβαση στην αιωνιότητα είναι ο έρωτας, τόσο ως ψυχικό βίωμα, όσο και ως σωματική πράξη. Κι είναι το στήθος των ανθρώπων εκείνων που είναι πρόθυμοι ν’ αφεθούν στην εξουσία του έρωτα, που κατορθώνει να νιώσει και να περικλείσει μέσα του την απροσμέτρητη χαρά της νιότης και της ζωής.
Το στήθος του ανθρώπου που επιτρέπει στον έρωτα να λάβει πλήρως τον έλεγχο είναι εκείνο που βιώνει τη βαθιά ευδαιμονία της αρμονίας -της μουσικής- που γεννά η γεμάτη συναισθήματα και κορυφώσεις ανθρώπινη καρδιά. Τη στιγμή που το ένα στόμα αγγίζει το άλλο, το κόκκινο παιχνίδι ανάμεσα στα χείλη και τις γλώσσες διακόπτεται από τον ίλιγγο, από τη ζάλη του πόθου. Το ερωτικό πάθος βρίσκεται εδώ στην υψηλότερη έντασή του.
Μα το ποιητικό υποκείμενο ζητά απ’ την αγαπημένη του ακόμα ένα φιλί, προκειμένου να τις αποκαλύψει για ποιο λόγο μάτωσε κατ’ αυτό τον τρόπο τις σιωπές του∙ για ποιο λόγο και τι αναμένοντας ένιωσε μέσα του τόσο έντονα τον πόνο της μοναξιάς και της αναμονής. Της ζητά να τον ακολουθήσει ακόμη ένα χιλιόμετρο, για να της δείξει για ποιο λόγο και τι περιμένοντας ν’ αντικρίσει βγήκε σε μια τέτοια περιπλάνηση. Την οδηγεί, λοιπόν, σ’ εκείνο το σημείο -τοπικό και ψυχικό- όπου ο λυγμός -η εσώτερη οδύνη της ύπαρξης- φτάνει στην κλιμάκωσή του, φανερώνοντας τον ασίγαστο πόθο του ανθρώπου για «άλλα αστέρια», για έναν άλλο τόπο, όπου η ζωή θα λαμβάνει μια πιο ουσιαστική και πιο μεστή έκφανση.
Την οδηγεί σ’ εκείνον τον τόπο, του οποίου η ύπαρξη γίνεται αντιληπτή μέσα από τη συνειδητοποίηση της διάστασης ανάμεσα στην ένταση των ερωτικών σπασμών -μιας ψυχικής και σωματικής κορύφωσης- και των φθαρτών ιχνών που αυτοί αφήνουν στην άμμο και κατ’ επέκταση στον ανθρώπινο βίο. Μπορεί τα ίχνη της ερωτικής πράξης να είναι πρόσκαιρα και να χάνονται γοργά, η επίγνωση όμως πως η ανθρώπινη ψυχή έχει τη δυνατότητα να βιώσει μια τέτοια ευδαιμονική ένταση καθιστά την καθημερινότητα και το κοινότοπο κάθε άλλης δράσης ανεπαρκή για τη νιότη. Έτσι, η ψυχή του νέου ανθρώπου αναζητά με αγωνία τον τρόπο να βρεθεί σε μια διαρκέστερη επαφή με τη λυτρωτική απόλαυση των στιγμών της κορύφωσης∙ αναζητά τον ουτοπικό εκείνο χώρο όπου η ευδαιμονία είναι διαυγής κι αδιάλειπτη, και στέκει άτρωτη απέναντι στις υπονομεύσεις της θνητότητας.

Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα
     και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ’ ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος
     στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη
        ορμητήριο αναπάντεχο

Η πλήρης βίωση, ωστόσο, της ευτυχίας που συνοδεύει τη νεότητα προσκρούει στο γοργό πέρασμα του χρόνου και στις πολλαπλές εναλλαγές που συνοδεύουν το πέρασμα αυτό. Τα δευτερόλεπτα περνούν με εκπληκτική ταχύτητα και μαζί τους παίρνουν τον κόσμο του παρελθόντος, τον κόσμο της μόλις προηγούμενης στιγμής, φέρνοντας στη θέση του έναν άλλο κόσμο, που διαβάζει κι αυτός στη μοίρα του το δικό του δικαίωμα στην ομορφιά και στην απόλαυση. 
Ο ποιητής, πάντως, αφήνεται μ’ εμπιστοσύνη στη ροή που ακολουθεί ο κόσμος στον οποίο ανήκει∙ αφήνεται μ’ εμπιστοσύνη στη δυναμική της πορείας του, προσδοκώντας πως θα βρεθεί στο κατάλληλο σημείο, ώστε ν’ αντιληφθεί έγκαιρα και να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της ζωής. Βλέπει, μάλιστα, γύρω του τα πρόσωπα των ανθρώπων να φέγγουν απ’ την ίδια ακριβώς προσδοκία και αντιλαμβάνεται την εμπιστοσύνη με την οποία διερευνούν τις στιγμές της αδράνειας -του ύπνου-, τις στιγμές της αναμονής, μέχρι να κληθούν κι εκείνοι να συμμετάσχουν στο γιόρτασμα της ζωής. 
Το κάλεσμα, μάλιστα, αυτό ο Ελύτης -πολύ εύλογα- το ταυτίζει και το παρουσιάζει με εικόνες οπτικές και ηχητικές παρμένες από το ελληνικό καλοκαίρι∙ η βουή, ο ήχος από κάποιο σπήλαιο που διατρέχεται από τα νερά της θάλασσας, συνιστά την πρώτη πρόσκληση της φύσης προς την αγνή νεότητα να νιώσει τη λυτρωτική χαρά της ανέμελης βίωσης της ζωής, κι αμέσως μετά ακολουθούν εικόνες ξεγνοιασιάς που καθιστούν σαφή την αίσθηση του ποιητή πως η πραγματική ευτυχία δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο σε συσχέτιση με το ελληνικό καλοκαίρι. Ένας γλάρος που πετά χωρίς να κινεί τα ορθάνοιχτα φτερά του, δημιουργώντας μια παράδοξη αίσθηση ακινησίας, ενώ βρίσκεται στον ουρανό, προσφέρει στον ποιητή την ιδεατή εικόνα αποστασιοποίησης από τα πάθη και τις ανησυχίες εκείνες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αγνότητα της χαράς. Πέρα και πάνω από κάθε έγνοια, ο γλάρος απολαμβάνει την ελευθερία του, μοιάζοντας να αψηφά τη βαρύτητα, όπως ο άνθρωπος θα έπρεπε να αψηφά όσα τείνουν να σκιάζουν την ευτυχία του.
Κι ύστερα, μια ευτυχισμένη βάρκα στα γαλήνια και καταγάλανα νερά, μακριά απ’ τη φθορά της καθημερινότητας, μοιάζει να αποτελεί το ιδανικό ορμητήριο της χαράς, αφού στέκει μακριά από κάθε μικρότητα ή έγνοια του ανθρώπινου βίου. Μέσα σ’ εκείνη τη βάρκα, με μόνο συνοδοιπόρο το γαλανό τ’ ουρανού και της θάλασσας, ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει απόλυτα ελεύθερος και ευτυχής.  

Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές
     τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ’ ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή
     της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών
     ανθρώπων.

Πρόθεση του ποιητή είναι να αναλάβει ενεργό ρόλο και να γίνει ο ίδιος πρεσβευτής του μηνύματος της χαράς, διαλαλώντας τη δυνατότητα των ανθρώπων να συμμετάσχουν στην άδολη βίωση της ευτυχίας. Θα βγει, όπως δηλώνει, στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριανού ήλιου και με ενθουσιώδεις φωνές θα φανερώσει την ικανότητα του γαλανού ουρανού και της θάλασσας να «ανασταίνουν», να επαναφέρουν σ’ όλο της το μεγαλείο τη ζωτική δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Θα διαλαλήσει το μήνυμά του αυτό, προσδοκώντας πως όλα τα νησιά του ελληνικού τοπίου, που μοιάζουν να έχουν χάσει πρόσκαιρα τη θέρμη τους, θα αφεθούν εκ νέου στη ζωογόνο δύναμη του καλοκαιριού∙ θα αρχίσουν και πάλι να φλέγονται, και θα ξεκινήσουν για άλλη μια φορά το ευδαιμονικό τους ταξίδι στα ερωτικά πελάγη.  
Προτίθεται ο ποιητής να υποδείξει στα γυμνά ελληνικά καλοκαίρια την ιδανικότερη κατεύθυνση του ιδεατού αυτού ταξιδιού προς την ευτυχία, που περνά δίχως άλλο μέσα από τις ελπίδες και τις προσδοκίες των απλών καθημερινών ανθρώπων∙ των ανθρώπων εκείνων που έχουν βέβαιο μερίδιο στην ευτυχία, χάρη στην καλοσύνη και την αγνότητα της ψυχής τους. Δεν υπάρχει, άλλωστε, άλλος τρόπος να γευτεί κανείς την ευτυχία, πέρα από το να διατηρεί την αγαθότητα και την καλοσύνη της ψυχής του ακέραιες παρά τις όποιες αντιξοότητες, όπως και δεν υπάρχει άλλος χώρος καλύτερος να υποδεχτεί την κορύφωση της χαράς, πέρα από τα δοσμένα στο γαλάζιο ελληνικά νησιά.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...