Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Το Σύνταγμα της Ηδονής»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Sharon Cummings

Κωνσταντίνος Καβάφης «Το Σύνταγμα της Ηδονής»

Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.
      Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.

Το Σύνταγμα της Ηδονής είναι ένα από τα τρία πεζά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη (Ενδύματα, Τα πλοία), και περιέχει τις απόψεις του ποιητή σε σχέση με τη βίωση της ηδονής∙ απόψεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις των ηθικολόγων που διακηρύσσουν εγκράτεια ή και αποχή από τις ηδονικές απολαύσεις του σαρκικού έρωτα.

«Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας∙ όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.»

Σύμφωνα, λοιπόν, με την άποψη του ποιητή, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής, όταν περνά ο στρατός που υπηρετεί και εκπροσωπεί την ηδονική απόλαυση, οι άνθρωποι δεν θα πρέπει, για κανένα λόγο, να μιλούν για ενοχές και ευθύνες. Η αντίληψη αυτή που έχει βαρύνει την ερωτική απόλαυση με το αίσθημα της ενοχής, έχει προκύψει από τη χριστιανική διδασκαλία που ήθελε το σώμα και τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες υπόλογο για κάθε ηθικό ελάττωμα των ανθρώπων. Η ηδονή έγινε ταυτόσημο της αμαρτίας και συνδέθηκε κατά τρόπο απόλυτο με την αιώνια τιμωρία της κολάσεως, θέση που προκάλεσε τελικά πλήθος στρεβλώσεων, οι οποίες πέρασαν σε πολλούς ανθρώπους τη λανθασμένη εντύπωση πως το να αφήνονται στην ηδονική απόλαυση είναι κάτι το κατακριτέο.
Ο Καβάφης, φυσικά διαφωνεί με αυτή την αντίληψη, και τονίζει πως ασεβής και ασύνετος είναι εκείνος που αρνείται να υπακούσει στα κελεύσματα του σώματός του. Τη στιγμή που ριγούν και τρέμουν οι αισθήσεις, τη στιγμή που το σώμα πάλλεται από ερωτική επιθυμία, είναι αδιανόητο να συγκρατεί κανείς τον εαυτό του και να μην ορμά στην καλή αυτή εκστρατεία που έχει ως στόχο της την κατάκτηση των απολαύσεων και των παθών.
Εξόχως παραστατική η εικόνα που δημιουργεί ο ποιητής για να αποδώσει τη δύναμη της ερωτικής επιθυμίας και την ισχύ που έχει αυτή πάνω στο σώμα και στη σκέψη του ανθρώπου. Ένα ολόκληρο Σύνταγμα που παρελαύνει με μουσική και σημαίες∙ ένα ολόκληρο Σύνταγμα, προκειμένου να αισθητοποιηθεί το πλήθος των ερεθισμάτων και της έντασης που συνοδεύουν το ξύπνημα του ερωτικού πόθου.

«Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.»

Οι νόμοι της ηθικής, που έχουν γίνει αντιληπτοί και εφαρμόζονται με λανθασμένο τρόπο, δεν έχουν καμία δύναμη μπροστά στην αναστάτωση που προκαλείται στον άνθρωπο, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής∙ όταν το σώμα αφήνεται στον ερωτικό ερεθισμό.
Ο Καβάφης παρουσιάζει εδώ την αντίθεσή του στις ηθικές επιταγές που αντιστρατεύονται την ηδονική απόλαυση. Θεωρεί παράδοξο το να καταδικάζεται τόσο απόλυτα η σωματική ευχαρίστηση και να εκλαμβάνεται ως αμαρτία και ως ηθικός ξεπεσμός, τη στιγμή που πρόκειται για κάτι το τόσο φυσικό, για κάτι που είναι έμφυτο και προσφέρει στους ανθρώπους ικανοποίηση και -πρόσκαιρη έστω- ευδαιμονία. 

«Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.»

Η προτροπή του ποιητή είναι να μην αφήνουν οι άνθρωποι τις υποτιθέμενες και υποκειμενικές αντιλήψεις περί αρετής να τους αποτρέπουν από το να ενδίδουν στις πραγματικές τους επιθυμίες. Οι άνθρωποι δεν έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στις καταπιεστικές και συντηρητικές αυτές αντιλήψεις σχετικά με το τι είναι και το τι αποτελεί ενάρετη διαβίωση. Η μόνη τους υποχρέωση είναι να ενδίδουν, να ενδίδουν πάντοτε στις Επιθυμίες, που είναι εν τέλει τα πιο τέλεια θεϊκά πλάσματα. Διότι, αν υποθέσουμε, πως ο Θεός θα ήθελε να υποδείξει στους ανθρώπους έναν τρόπο ζωής, αυτό θα το έκανε με τον πιο εύλογο τρόπο, με το να επιτρέπει στο ίδιο τους το σώμα να υποδεικνύει το τι του είναι αρεστό κάθε φορά. Οι Επιθυμίες, επομένως, είναι εκείνες που πραγματικά εκφράζουν τη θεία βούληση∙ την αρτιότερη θεία βούληση, εφόσον είναι αυτή που δεν επιχειρεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στις εσώτερες ανάγκες και θελήσεις του ατόμου.
Το χρέος, άρα, των ανθρώπων είναι να καταταχθούν πιστοί στρατιώτες, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής, και να υπακούσουν σ’ αυτό που νιώθουν μέσα τους πως θα τους προσφέρει χαρά και ικανοποίηση.

«Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου∙ αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.

Ο ποιητής θεωρεί αφύσικο το να κλείνονται οι άνθρωποι στα σπίτια τους και να πιστεύουν σε στρεβλές θεωρίες δικαιοσύνης που αναγνωρίζουν σε κάθε άνθρωπο και μια κάποια μελλοντική αμοιβή, ανάλογα με τις μέχρι τότε πράξεις τους. Πρόκειται, σύμφωνα με τον ποιητή, για προλήψεις, για σκόπιμα παραπλανητικές απόψεις, μιας κοινωνίας που έχει δημιουργεί σε λανθασμένες βάσεις. Η ζωή δεν βασίζεται σε υποτιθέμενες ζυγαριές που αποδίδουν στον άνθρωπο τόση ευχαρίστηση, όση υποθετικά αναλογεί στους κόπους που έχει καταβάλει. Είναι αδιανόητο να πιστεύει κανείς πως υπάρχει κάποιος που κάθεται και υπολογίζει τις προσπάθειες κάθε ανθρώπου για να του αποδώσει την ανάλογη ευχαρίστηση και χαρά στη ζωή του. Όλα είναι αποτέλεσμα τυχαίων και σίγουρα ασύμμετρων συμπτώσεων.
Σύμφωνα με την άποψη του Καβάφη, η ηδονή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι που αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα των ανθρώπων∙ ένα δικαίωμα για το οποίο δεν είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν καμία προσπάθεια. Όπως οι άνθρωποι γεννιούνται χωρίς οι ίδιοι να έχουν κάνει κάτι για να αξίζουν ένα τέτοιο θεϊκό δώρο, έτσι ακριβώς θα πρέπει να αντικρίζουν και την ηδονή, ως κάτι που το δικαιούνται χωρίς να απαιτείται από τη μεριά τους καμία απολύτως προσπάθεια και κανένας κόπος.
Ας μην κλείνονται, λοιπόν, οι άνθρωποι στα σπίτια τους. Ας έχουν τα παράθυρα ολάνοιχτα, ώστε να ακούσουν αμέσως τους πρώτους κιόλας ήχους από το πέρασμα των στρατιωτών του Συντάγματος της Ηδονής.

«Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Ιδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.»

Βλάσφημη θεωρεί, συνάμα, ο Καβάφης την άποψη εκείνων που χαρακτηρίζουν τον ηδονικό βίο επικίνδυνο και επίπονο. Το να υπηρετεί κανείς την ηδονή, σχολιάζει ο ποιητής, είναι μια διαρκής χαρά, η οποία μπορεί να εξαντλεί τον άνθρωπο, αλλά το κάνει με τρόπο απολαυστικό, αφού τον εξαντλεί με μια θεσπέσια μέθη.
Ακόμη, άλλωστε, κι αν κάποιος χάσει τη ζωή του στο κυνήγι της ηδονής, πρόκειται για μια ζηλευτή τύχη, διότι στην κηδεία του ανθρώπου αυτού, οι Μορφές που πλάστηκαν από την επιθυμία και τους πόθους του, θα ρίχνουν λευκούς κρίνους και λευκά ρόδα στο φέρετρό του, το οποίο θα το μεταφέρουν στους ώμους τους έφηβοι Θεοί του Ολύμπου και θα το θάψουν στο Κοιμητήριο του Ιδεώδους. Θα το θάψουν στον χώρο εκείνο που φυλάσσεται για τα πιο μεγαλοπρεπή μνημεία της ποίησης. Είναι, άλλωστε, ένας αμιγώς ποιητικός βίος, ο ηδονικός βίος, αφού επιτρέπει στον άνθρωπο να απολαμβάνει στην πληρότητά τους τα έντονα εκείνα βιώματα που κινητοποιούν μέσα του τις αγνότερες δυνάμεις της ποιητικής δημιουργίας.
Ας μη λησμονούμε πως ένα σημαντικό μέρος της ποίησης του Καβάφη έχει αντληθεί από τις ερωτικές εμπειρίες του ποιητή∙ είτε εκείνες που πραγματικά βίωσε είτε εκείνες που έπλασε με τη σκέψη του ακριβώς όπως θα επιθυμούσε να τις έχει βιώσει. 

Αλέξανδρος Παναγούλης «Ξέσπασμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Steve Augulis

Αλέξανδρος Παναγούλης «Ξέσπασμα»

Εσείς κινούμενοι τάφοι
ζωντανές προσβολές της ζωής
της ίδιας σας της σκέψης δολοφόνοι
ξόανα μ’ ανθρώπινες μορφές

Εσείς που ζηλέψατε τα ζώα
της Δημιουργίας που προσβάλλετε την έννοια
στην άγνοια που ζητάτε καταφύγιο
το Φόβο που δεχόσταστ’ οδηγό

Εσείς που ξεχνάτε το Χθες
που τόσο θολά βλέπετε το Σήμερα
που αδιαφορείτε για το Αύριο
που αναπνέετε για να πεθάνετε

Εσείς που μόνο για χειροκροτήματα έχετε χέρια
που κι αύριο θα χειροκροτάτε
απ’ όλους δυνατότερα όπως πάντα
όπως και χθες, όπως και σήμερα

Εσείς, ας ξέρετε λοιπόν
ζωντανά επιχειρήματα της κάθε τυραννίας
πως τους Τυράννους τους μισώ πολύ
τόσο πολύ, όσο συχαίνομαι εσάς

Τον Αύγουστο του 1968 ο Αλέκος Παναγούλης αποπειράθηκε να φονεύσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, μια σημαντικότατη πράξη αντίστασης που την πλήρωσε με μακρά φυλάκιση και βασανιστήρια.
«Γράφω τέλος για να φτάσει από την απομόνωση μιας φυλακής της Χούντας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, το ανάθεμα κάποιου που υποφέρει για όλους όσους βοηθούν την ολοκλήρωση του εγκλήματος που γίνεται εις βάρος του Λαού μας». [Αλέξανδρος Παναγούλης, Μάιος 1969]

Το ποίημα «Ξέσπασμα» του Αλέκου Παναγούλη προέρχεται από τη συλλογή «Η μπογιά» που συνέθεσε ενώ βρισκόταν στην απομόνωση της φυλακής. Ο τίτλος αυτής της συλλογής έχει ιδιαίτερη σημασία μιας και αναφέρεται στο γεγονός ότι ο ποιητής αναγκαζόταν ορισμένες φορές να γράφει τους στίχους του χρησιμοποιώντας το ίδιο του το αίμα:
«Μετά από μια απόπειρα απόδρασης που έκανα στις 2 Ιουνίου. Μου είχανε αφαιρέσει τα πάντα. Δεν είχα ούτε ένα μολύβι ούτε λίγο χαρτί. Ούτε ένα βιβλίο ή μια εφημερίδα. Η απομόνωση γινόντανε σκληρότερη. Με αίμα ζωγράφιζα στους τοίχους του τάφου μου την αηδία μου για την Χούντα, την οργή μου και την απόφαση για συνέχιση του αγώνα. Αυτές οι γραμμένες με αίμα λέξεις, ήταν πραγματικά ζωγραφιές που «ομόρφαιναν» το κελί μου. Ήταν μια συντροφιά που όταν την σκότωναν εγώ την ανάσταινα με καινούργιο αίμα.»  

Εσείς κινούμενοι τάφοι
ζωντανές προσβολές της ζωής
της ίδιας σας της σκέψης δολοφόνοι
ξόανα μ’ ανθρώπινες μορφές

Ο ποιητής εκφράζει με οξύτατο τρόπο την αγανάκτηση και την απέχθεια που αισθάνεται απέναντι σ’ εκείνους που είτε στήριξαν ενεργά το δικτατορικό καθεστώς είτε το αποδέχτηκαν, επειδή το θεώρησαν ίσως προτιμότερο από την πρότερη κατάσταση. Πρόκειται για ανθρώπους που λειτουργούν σαν να έχουν ήδη πεθάνει -κινούμενοι τάφοι-, καθώς, για να τους αφήνει ανεπηρέαστους η κατάλυση της δημοκρατίας, σημαίνει πως η ζωή τους είναι εντελώς στείρα, χωρίς καμία διάθεση προσωπικής έκφρασης και δράσης. Πρόκειται για ανθρώπους που με την ύπαρξή τους και μόνο προσβάλλουν την έννοια της ζωής, αφού αποδέχονται αδιαμαρτύρητα ή ακόμη χειρότερα υποστηρίζουν ένα καθεστώς πλήρους ανελευθερίας∙ ένα καθεστώς που αντιμετωπίζει τους πολίτες ως ψυχικά και πνευματικά ευνουχισμένους.
Οι άνθρωποι που στηρίζουν τη Χούντα δολοφονούν επί της ουσίας την ίδια τους τη σκέψη, μιας κι επιτρέπουν σε άλλους να λαμβάνουν όλες τις αποφάσεις για τη χώρα κι οι ίδιοι περιορίζονται στο ρόλο των πειθήνιων ακολούθων, που πρόθυμα εκτελούν τις εντολές που τους δίνονται. Άτομα τόσο υποταγμένα και τόσο δουλοπρεπή, δεν δικαιούνται καν τον τίτλο του ανθρώπου∙ είναι αχυράνθρωποι, είναι ευτελή ξόανα με ανθρώπινη μορφή.

Εσείς που ζηλέψατε τα ζώα
της Δημιουργίας που προσβάλλετε την έννοια
στην άγνοια που ζητάτε καταφύγιο
το Φόβο που δεχόσταστ’ οδηγό

Υποστηρικτές της δικτατορίας είναι όσοι ζήλεψαν την τύχη των ζώων και θέλησαν να τεθούν κι εκείνοι υπό ζυγό, αφήνοντας σε άλλους τον έλεγχο της ζωής τους. Είναι άνθρωποι, οι οποίοι με την παθητικότητα και την αναξιότητά τους προσβάλλουν την έννοια της Δημιουργίας. Έτσι, τη στιγμή που κάθε έλλογο ον έχει τη δυνατότητα να προσφέρει, χάρη στη δική του διάνοια και τις δικές του ενέργειες, κάτι το μοναδικό και πρωτόφαντο στον κόσμο, οι πνευματικά αδρανείς και ψυχικά υποταγμένοι αυτοί άνθρωποι υπάρχουν μόνο για να λειτουργούν ως άβουλα φερέφωνα άλλων.
Είναι εκείνοι που μη αντέχοντας την «ανασφάλεια» που συνοδεύει ένα ζωντανό πολίτευμα, όπως είναι αυτό της Δημοκρατίας, το οποίο οδηγεί τους πολίτες κάποτε σε αχαρτογράφητα νερά, μιας και δεν βαδίζει υπό τα κελεύσματα μιας έξωθεν επιβεβλημένης πειθαρχίας, αλλά διερευνά διάφορες επιλογές, με βάση πάντα τις επιθυμίες της πλειοψηφίας, προτίμησαν να ζητήσουν καταφύγιο στην υποτιθέμενη «ασφάλεια» που προσφέρει ο αδιαφανής, μα άτεγκτος τρόπος διοίκησης μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Προτίμησαν να μη γνωρίζουν τις διεργασίες που οδηγούν στις επιμέρους αποφάσεις της εξουσίας, αρκεί να αισθάνονται πως το μόνο που ζητείται από αυτούς είναι να εκτελούν εντολές.
Άνθρωποι ψυχικά ανώριμοι, που δεν έχουν το σθένος να αναλάβουν την ευθύνη της συλλογικής διαχείρισης της Πολιτείας, προτίμησαν να παραχωρήσουν τον έλεγχο στα χέρια εκείνων που γνωρίζουν να διοικούν μόνο με το Φόβο και τις απειλές∙ εκείνων που μόνο με τη βία μπόρεσαν να βρεθούν σε θέση ισχύος, αφού δεν θα ήταν ποτέ ικανοί να πείσουν με δημοκρατικά μέσα τους πολίτες να τους εμπιστευτούν.

Εσείς που ξεχνάτε το Χθες
που τόσο θολά βλέπετε το Σήμερα
που αδιαφορείτε για το Αύριο
που αναπνέετε για να πεθάνετε

Εκείνοι που αποδέχτηκαν τη Δικτατορία και προσέφεραν στους δικτάτορες -είτε με την αδράνειά τους είτε με ενεργή συμμετοχή- το δικαίωμα να λάβουν και να διατηρήσουν την εξουσία είναι όσοι δεν έχουν μνήμη, όσοι ξέχασαν το Χθες και τη δημοκρατική πορεία της χώρας∙ όσοι λησμόνησαν τους πλείστους αγώνες που έδωσε αυτός ο λαός για να διασφαλίσει την ανεξαρτησία του. Είναι, ακόμη, όσοι αδυνατούν να δουν με καθαρότητα το Σήμερα και να αντιληφθούν σε ποιο σημείο ξεπεσμού οδήγησαν τη χώρα τους. Είναι άνθρωποι που αδιαφορούν για το Αύριο -για την παρακαταθήκη που αφήνουν στις νεότερες γενιές- και κοιτούν μόνο πώς θα βολευτούν οι ίδιοι σ’ αυτή την κατάσταση εξαναγκαστικής νάρκης, όπου δεν υπάρχουν περιθώρια δημιουργικής δράσης και ελευθερίας, παρά μόνο η διασφάλιση της επιβίωσης μέχρι τη λυτρωτική στιγμή του θανάτου.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν να κατανοήσουν τις διαστάσεις του εγκλήματος που διαπράττουν με το να εκχωρούν στους δικτάτορες την ελευθερία της χώρας∙ δεν θέλουν να κατανοήσουν το πόσο ασύμβατη είναι με την ανθρώπινη φύση η εθελούσια αυτή δουλεία και πόσο βαθιά πλήττει τη δημιουργικότητα των νεότερων, που δύσκολα θα αποκτήσουν την πνευματική ανεξαρτησία και την επιζητούμενη ψυχική αυτονομία, ώστε να αποτελέσουν τους ελεύθερους πολίτες της επόμενης ημέρας. Χαμένοι στο φόβο της αυτοσυντήρησης και στον ιδρυματισμό με τον οποίο αποδέχονται τα δεινά του παρόντος, ενδιαφέρονται μόνο για τη δική τους επιβίωση και δεν σκέφτονται τον αντίκτυπο και τις συνέπειες που θα έχει στους νεότερους αυτή η παθητική τους στάση.  

Εσείς που μόνο για χειροκροτήματα έχετε χέρια
που κι αύριο θα χειροκροτάτε
απ’ όλους δυνατότερα όπως πάντα
όπως και χθες, όπως και σήμερα   

Πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν την ικανότητα να σκεφτούν αυτόνομα και να δράσουν, υπάρχουν μόνο για να χειροκροτούν τους άλλους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τον αν οι «άλλοι» ανήκουν σε κάποια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση ή αν έχουν λάβει βιαίως την εξουσία. Είναι πρόθυμοι να χειροκροτήσουν οποιονδήποτε και να επικροτήσουν οποιαδήποτε ενέργεια -δημοκρατική ή μη-, αρκεί να έχουν τη βεβαιότητα πως θα διατηρήσουν τη θέση τους και πως δε θα χάσουν τα όποια προνόμιά τους. Είναι τα συνήθη ανθρωπάρια που προσαρμόζονται και επιβιώνουν παντού και πάντοτε, με το να δέχονται αδιαμαρτύρητα οτιδήποτε δε θίγει τα αυστηρώς προσωπικά τους συμφέροντα. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει Δημοκρατία ή Δικτατορία, υπάρχει μόνο το δικό τους βόλεμα, για χάρη του οποίου είναι πρόθυμοι να δεχτούν οτιδήποτε και να σκύψουν το κεφάλι όσο πιο χαμηλά μπορούν. Χειροκροτούν τους σημερινούς, όπως χειροκροτούσαν τους χθεσινούς κι όπως θα χειροκροτούν τους αυριανούς∙ με την ίδια δουλοπρέπεια και την ίδια προθυμία να υποταχθούν σε οποιονδήποτε τους βεβαιώνει πως δεν θα πειράξει τη θεσούλα τους.
Εύλογα, το είδος αυτών των ανθρώπων επιβιώνει σταθερά ακόμη και στις μέρες μας. Μπορεί κανείς να τους δει να επιχαίρουν για τα δεινά των άλλων, βέβαιοι οι ίδιοι πως δεν θα τους πειράξει κανείς. Αδρανείς απέναντι σε οτιδήποτε δε θίγει τους ίδιους, τρέφονται με τη χαιρεκακία τους και αντιδρούν σθεναρά μόνο αν υποψιαστούν πως κινδυνεύουν τα δικά τους προνόμια.

Εσείς, ας ξέρετε λοιπόν
ζωντανά επιχειρήματα της κάθε τυραννίας
πως τους Τυράννους τους μισώ πολύ
τόσο πολύ, όσο συχαίνομαι εσάς

Σ’ αυτούς τους ανθρώπους απευθύνει τους ματωμένους του στίχους ο Αλέξανδρος Παναγούλης∙ σ’ αυτούς που με τη δουλοπρέπειά τους λειτουργούν ως ζωντανά επιχειρήματα γι’ αυτή και για κάθε άλλη τυραννία, λέγοντάς τους πως όσο μισεί τους Τυράννους, άλλο τόσο σιχαίνεται εκείνους. Είναι, άλλωστε, με τη δική τους συναίνεση και απραξία που οι επίδοξοι δικτάτορες επιτυγχάνουν το σκοπό τους, διότι, αν όλοι οι πολίτες ομονοούσαν στην αντίδρασή τους απέναντι στη δικτατορία τίποτα τέτοιο δεν θα είχε συμβεί ή τουλάχιστον δεν θα είχε διαρκέσει τόσο πολύ. 
Ο Παναγούλης θεωρεί εξαιρετικά μεγάλη την ευθύνη που αναλογεί στα φερέφωνα και στους υποτελείς των δικτατόρων, γι’ αυτό και επανέρχεται σ’ αυτούς αρκετές φορές στα ποιήματά του. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Τα γρανάζια», όπου στηλιτεύεται η απουσία πραγματικής σκέψης από τη μεριά των ανθρώπων αυτών. Δέχονται για λόγους προσωπικού συμφέροντος ν’ ακολουθήσουν τις επιταγές ενός ανελεύθερου καθεστώτος κι από ένα σημείο και μετά ταυτίζονται σε τέτοιο βαθμό με τα προπαγανδιστικά μηνύματα του καθεστώτος αυτού, ώστε αρχίζουν να πιστεύουν πως πρόκειται για δικές τους θέσεις και απόψεις: 

Πόσο λυπάμαι αυτούς που δέχτηκαν
γρανάζια να γινούν μιας μηχανής
δική τους πια νομίζοντας φωνή
της μηχανής τους ήχους τους μονότονους

[Αλέξανδρος Παναγούλης, Τα Ποιήματα, Εκδόσεις Παπαζήση]

Κική Δημουλά «Το Πλησιέστερο»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Amy Hamilton

Κική Δημουλά «Το Πλησιέστερο»

Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και στους νόμους του πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
που είν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες
- κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα που είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.

Η Κική Δημουλά συνθέτει εδώ ένα καυστικό κοινωνικό σχόλιο για την απουσία αλληλέγγυας διάθεσης μεταξύ των ανθρώπων και για την επίμονη ανάγκη και επιδίωξη της προσωπικής διασφάλισης, έστω κι εις βάρος του άλλου ανθρώπου, ο οποίος πιθανώς να έχει μεγαλύτερη αξία ή να βρίσκεται σε εμφανώς πιο δεινή θέση.

Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και στους νόμους του πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
που είν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.

Η ποιήτρια για να δώσει εμφατικά τη σκληρότητα που κυριαρχεί στην κοινωνία της εποχής μας, χρησιμοποιεί ως πρώτους δέκτες της ανάλγητης αποφασιστικότητάς της να επιβιώσει σ’ αυτόν τον δύσκολο κόσμο κάποια «πουλάκια» που «ήδη» εξαντλημένα από τη δική τους προσπάθεια αναζητούν το πλησιέστερο κλαδί για ν’ ακουμπήσουν και να ξεκουραστούν.
Τα πουλάκια απ’ ό,τι φαίνεται είναι πρωτόβγαλτα, διότι προφανώς δεν έχουν ακόμη μάθει ούτε τον κόσμο, μα ούτε και τους αδυσώπητους νόμους που επικρατούν σε αυτόν. Είναι πρωτόβγαλτα και παραδόξως ήδη κουρασμένα, αγνοώντας κατά πως φαίνεται ότι η ζωή είναι ένας καθημερινός και δίχως σταματημό αγώνας για την επιβίωση, που δεν συγχωρά τη λιποψυχία και την αδυναμία. Ενώ, δεν φαίνεται να τα βοηθά ούτε το γεγονός ότι έχουν φτερά -εξωτερική υπό μία έννοια στήριξη-, καθώς ακόμη κι η εξωτερική αυτή βοήθεια δεν είναι ένα συνεχές προνόμιο∙ δεν μπορεί, άλλωστε, να υποκαταστήσει την προσωπική θέληση κάποιου να παλέψει ο ίδιος για τη ζωή του.
Η ποιήτρια αγανακτεί με τα πρωτόβγαλτα αυτά πουλάκια, όταν τη ρωτούν που είναι το πλησιέστερο κλαδί για ν’ ακουμπήσουν, καθώς εκλαμβάνει ως απαράδεκτη τη σκέψη ότι θα είχε ποτέ τη θέληση ή και τη δυνατότητα να τα βοηθήσει. Πώς είναι δυνατόν να απευθύνονται για βοήθεια σ’ εκείνη, που δίνει το δικό της αδιάκοπο αγώνα χρόνια τώρα; Πώς είναι δυνατόν να νομίζουν ότι υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο περιθώρια να βοηθήσεις κάποιον άλλον, όταν δεν μπορείς ούτε τον εαυτό σου να διασώσεις;
 
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες
- κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.

Αγανακτισμένη η ποιήτρια με το θράσος των νεότερων αυτών μελών της κοινωνίας, δηλώνει απερίφραστα πως αν γνώριζε που είναι αυτό το Πλησιέστερο κλαδί∙ που είναι το πλησιέστερο σημείο όπου μπορεί κανείς ν’ απαλλαγεί από τον καθημερινό μόχθο, θα έτρεχε η ίδια να το προλάβει και θα το κρατούσε για τον εαυτό της.
Τονίζει, μάλιστα, με έκπληξη πως δεν ήξερε καν ότι υπάρχει Πλησιέστερο, δεν ήξερε καν ότι υπάρχει συγκριτικός βαθμός σ’ αυτό το απρόσιτο, και μάλλον ανύπαρκτο Πλησίον. Στο δικό της αγώνα να επιβιώσει δεν κατόρθωσε ποτέ να προσεγγίσει αυτόν το «μυθικό» χώρο, όπου θα μπορούσε να ξεκουραστεί και να πάψει να αγωνιά για το πώς θα τα βγάλει πέρα∙ δεν κατόρθωσε ποτέ να φτάσει έστω κοντά σ’ αυτό, και της φαίνεται τώρα ανυπόφορο να νομίζουν τα πρωτόβγαλτα πουλάκια πως υπάρχει τέτοιου είδος μέρος, και μάλιστα όχι απλώς κοντά, αλλά ακόμη πιο κοντά.
Αν υπήρχε αυτό το «κλαδί»∙ αν υπήρχε αυτή η εύκολη λύση που θα επέλυε μια και καλή τα προβλήματα του καθημερινού μόχθου, η ποιήτρια θα έσπευδε να το διεκδικήσει για τον εαυτό της και δεν θα την απασχολούσε διόλου, αν θα ψόφαγαν εξαιτίας του δικού της βολέματος πουλάκια κι αν θα παραβιάζονταν δίκαια και προτεραιότητες. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι τόσο δύσκολος και τόσο ψυχοφθόρος, ώστε προκειμένου να απαλλαγεί από αυτόν δεν θα το σκεφτόταν καν να θυσιάσει κάποιους άλλους. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει, άλλωστε, η αλληλεγγύη μοιάζει πλέον με σπασμένα κλαδιά. Όταν κάποιος έχει εξαντληθεί από τις αλλεπάλληλες δυσκολίες, δεν έχει το περιθώριο να σκέφτεται τους άλλους και τις δικές τους ανάγκες.

Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα που είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.

Η ποιήτρια αντιλαμβάνεται πόσο σκληρή ακούγεται αυτής της η δήλωση, γι’ αυτό και αιτιολογεί το πόσο ανάλγητη έχει γίνει στο γεγονός ότι την ίδια αντιμετώπιση είχε κι εκείνη από τη μεγάλη Πείρα, από την εμπειρία της ζωής. Όπως άπονα την αντιμετώπισαν κάποτε άλλοι, τόσο άπονα αντιμετωπίζει κι εκείνη με τη σειρά της τους νεότερους. Παραπέμπει, λοιπόν, τα πουλάκια να ρωτήσουν τη μεγάλη Πείρα τι είχε απαντήσει στην ποιήτρια, όταν ξεθεωμένη από την κούραση, και μάλιστα άφτερη η ίδια, χωρίς δηλαδή εξωτερικά στηρίγματα, είχε τολμήσει να τη ρωτήσει που είναι το πλησιέστερο κλαδί για ν’ ακουμπήσει, αποζητώντας λίγη ξεκούραση από τους τόσους μόχθους.

Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
που είν’ το Πλησιέστερο
θα ‘τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.

Η ποιήτρια έμαθε να είναι σκληρή, από τη σκληρότητα που αντιμετώπισε νωρίς ήδη στη ζωή της. Έτσι, θυμάται τώρα, πως η μεγάλη Πείρα είχε απαντήσει με έντονα σαρκαστική διάθεση στο ερώτημά της για το που βρίσκεται το πλησιέστερο κλαδί, λέγοντας πως αν ήξερε, θα είχε τρέξει η ίδια να το προλάβει και δεν θα το παραχωρούσε σε κανέναν, κι ας ψόφαγε εκείνη, αφού, ατυχώς, το μόνο πλησιέστερο κλαδί που υπάρχει είναι μια νοσηρή αντίληψη∙ το πλησιέστερο κλαδί είναι «ο θάνατός σου η ζωή μου».
Όποιος θέλει να επιβιώσει κι όποιος θέλει να ελαφρύνει το μόχθο της δικής του ζωής, οφείλει να πατήσει επί πτωμάτων, οφείλει να είναι αμείλικτος και να εκμεταλλευτεί με κάθε πιθανό τρόπο τους συνανθρώπους του. Κι όποιος δεν μπορεί να φερθεί κατά τέτοιο αμείλικτο τρόπο, θα παραμείνει αναγκασμένος να παλεύει αδιάκοπα, θύμα εκείνων που δεν έχουν ανάλογους δισταγμούς.

Κική Δημουλά «Το τελευταίο σώμα μου», Στιγμή 1989 

Νίκος Εγγονόπουλος «Το έβδομο τραγούδι της αγάπης»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
TheBroth3r

Νίκος Εγγονόπουλος «Το έβδομο τραγούδι της αγάπης»

οι φωταψίες του έρωτα
σαν άνεμος ωτακουστής σε σύννεφο διαβατικό
λες και το κρύσταλλο των τραγικών ματιών σου
τα μακρυά μαλλιά σου μέχρι τα κύματα της ακρογιαλιάς
τα δέσαν άστρα σε βράχια αρμονικά
οπτασίες στην προσευχή που δέονται τα φύκια
στο γαλάζιο κοντύλι τ’ ουρανού
μέχρι κει κάτω στων ζωντανών χειλιών σου το χάδι
πετούν τα πουλιά σε τραγούδια υακίνθων
τα άμφια της οροσειράς νυχτώνουν υποσχέσεις
υποσχέσεις ζωής και χαράς και ζωής και χαράς
όργανο της μουσικής λαχτάρας στα δάχτυλά σου
με του ύπνου τη φοβέρα και την ιαχή
σύθαμπο ονείρου πέρ’ απ’ τα σκέλη τα λεπτά με ανταύγειες
   ρόδων
στη σκάλα της ηδονής όλο και πιο τρελλά
ορθώσου τριφύλλι γιοφύρι παλμών ψαλμών σπασμών
σε σώματα διάφανα – με λαμπρότητα κρίνων – που τόσο
   εβασάνισ’ η δίψα
σε σύμβολα όρμων θα σημάνη ο ήλιος ως θα ‘ρθή να κοπάση
   ο πόθος
μακρυά ταξιδεύουν του βραδιού οι στερνές αναμνήσεις
- πώς αλλιώς να ιστορηθούν τα κρυφά του αγέρα τραγούδια
τα τραγούδια που είχες πει και θα πης και θα ζήσης
σ’ αδεή προσμονή στης λατρείας τη φλόγα
οι φωτεινές σου παλάμες τους ορίζοντες σμίγουν
η φωνή σου θωπεύει τη δροσιά που απλώνει η δύσις
το κορμί σου δονεί στα θερμά παρακάλια της νύχτας

και στο βλέμμα σου ηχεί η χαρά;

Το κίνημα του υπερρεαλισμού βρήκε στο πρόσωπο του Εγγονόπουλου έναν συνεπή θεράποντα, έστω κι αν αυτό είχε σημαντικό κόστος για τον δημιουργό που ήρθε αντιμέτωπος με τη χλεύη των συγκαιρινών του. Ο υπερρεαλισμός προσέφερε μια εκπληκτική ανανέωση στον ποιητικό λόγο, αφού τον αποδέσμευσε από τη συχνά επιζήμια ανάγκη συμμόρφωσης σε τεχνικούς κανόνες και περιττά λεκτικά τεχνάσματα, όπως είναι αυτό της ομοιοκαταληξίας. Τον αποδέσμευσε πολύ περισσότερο από τον καταπιεστικό έλεγχο της λογικής που ήθελε την ποίηση περιορισμένη στην απόδοση νοημάτων με λογική αλληλουχία και σε διαρκή επαφή με τον κόσμο της πραγματικότητας.
Η υπερρεαλιστική γραφή επιτρέπει στον ποιητή να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του κατά τρόπο απολύτως ελεύθερο και δίχως να νοιάζεται αν η λεκτική απόδοσή τους θα έχει κάποια -ελάχιστη έστω- συσχέτιση με τα συνήθη λογικά σχήματα και τις προσεγγίσιμες με τη λογική εμπειρίες. Προκύπτει, έτσι, ένας απρόσμενα αδέσμευτος ποιητικός λόγος που πηγάζει απευθείας από τον εσώτερο συναισθηματικό κόσμο του δημιουργού∙ ένας ποιητικός λόγος που, για πρώτη φορά, επιχειρεί να αναμετρηθεί με το συγκεχυμένο, το ευμετάβλητο και το κάποτε στιγμιαίο των ανθρώπινων διαθέσεων και συναισθημάτων. Ο ποιητής καταφεύγει σε εικόνες που ξεπερνούν τα όρια της λογικής εμπειρίας, θρυμματίζει την ποιητική του σύνθεση δίνοντας ακόμη και μεμονωμένες λέξεις που αποκτούν πλέον ένα πρωτόγνωρο νόημα, αφού διαβάζονται για πρώτη φορά υπό την οπτική της αναβλύζουσας συναισθηματικής έντασης που απομακρύνει το δημιουργό από τις δεσμεύσεις του συνήθους και του τετριμμένου καθημερινού κώδικα.
Το υπερρεαλιστικό ποίημα δεν έχει να δώσει ένα συμπαγές νόημα ή να αφηγηθεί μια ιστορία∙ είναι περισσότερο μια έκρηξη συναισθημάτων που καταγράφονται με την ασυνέχεια, την αποσπασματικότητα και την αγνότητα ενός συναισθηματικού κοιτάσματος που ξεπηδά ορμητικό από την ψυχή του δημιουργού. Ο ποιητής ξεγυμνώνει την ψυχή του κι επιτρέπει στον αναγνώστη να αντικρίσει το ασαφές μα απόλυτα γοητευτικό χάος ενός άτακτου συναισθηματικού κόσμου, που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και μεταβάλλεται από λέξη σε λέξη, από στιγμή σε στιγμή.
Ένα τέτοιο συναισθηματικό στιγμιότυπο είναι και «Το έβδομο τραγούδι της αγάπης» που μας χαρίζει ο Εγγονόπουλος, αποτυπώνοντας την εσωτερική ενέργεια της ψυχής του και τους κλονισμούς που δέχεται υπό την επίδραση του έρωτα.

«οι φωταψίες του έρωτα
σαν άνεμος ωτακουστής σε σύννεφο διαβατικό»
Ο έρωτας έχει μια συγκλονιστική επενέργεια στην ψυχή του ανθρώπου, αφού είναι σαν φωτίζεται άπλετα ο εσωτερικός του κόσμος, σαν να αποκτά για πρώτη φορά μια εκπληκτική διαύγεια που του επιτρέπει να αντιληφθεί και τις πιο λεπτές αποχρώσεις κάθε συναισθήματος που βιώνει. Πρόκειται, όμως, για μια κατάσταση παροδική, ίσως και στιγμιαία∙ είναι σαν ένας άνεμος που κρυφακούει και τις πιο μύχιες σκέψεις του ανθρώπου∙ ένας άνεμος ωστόσο που βρίσκεται σ’ ένα σύννεφο που περνά και απομακρύνεται.
Ο έρωτας φωτίζει, αποκαλύπτει, ενθουσιάζει∙ επιτρέπει κάποτε ακόμη και την περιήγηση στα πιο κρυφά σημεία της ψυχής, εκείνα που φέρουν τις πληγές του παρελθόντος και μένουν γι’ αυτό επίμονα κλεισμένα. Είναι, όμως, όλα παροδικά, εφόσον ο έρωτας είναι από τη φύση του προορισμένος να έχει σύντομη διάρκεια.

«λες και το κρύσταλλο των τραγικών ματιών σου
τα μακρυά μαλλιά σου μέχρι τα κύματα της ακρογιαλιάς
τα δέσαν άστρα σε βράχια αρμονικά»

Τα κρυστάλλινα μάτια της αγαπημένης γυναίκας, μοιάζουν να έχουν δεθεί σαν άστρα πάνω σε βράχια αρμονικά, από τα ίδια της τα μακριά μαλλιά. Τα μάτια της που χαρακτηρίζονται τραγικά, για να αποδοθεί πιθανώς ο πόνος που συνοδεύει τον έρωτα∙ ο πόνος εκείνης, αλλά κι ο πόνος που προκαλεί με το βλέμμα της, τις στιγμές που αυτό εμφανίζεται κρυστάλλινο -παγερό- σ’ εκείνον.
Τα μακριά μαλλιά της αγαπημένης γυναίκας, που κυματίζουν, δημιουργούν συνειρμικά την εικόνα των κυμάτων της ακρογιαλιάς, κι ως εκεί ακριβώς εμφανίζει ο ποιητής τη μεταφορά και το δέσιμο των τραγικών ματιών. Τα μαλλιά λειτουργούν ως οι δεσμώτες που αναλαμβάνουν να δέσουν τα μάτια της αγαπημένης πάνω στα βράχια. Εικόνα εξόχως τολμηρή, που δημιουργεί στον αναγνώστη πλήθος συσχετισμών και συνειρμών, όπως είναι άλλωστε και το ζητούμενο της υπερρεαλιστικής ποίησης.

«οπτασίες στην προσευχή που δέονται τα φύκια
στο γαλάζιο κοντύλι τ’ ουρανού»
Τα μάτια της αγαπημένης πάνω στα βράχια είναι σαν οπτασίες, σαν τα οράματα που αντικρίζουν τα φύκια της θάλασσας που προσεύχονται και απευθύνουν τις ικεσίες τους στη γαλάζια γραφίδα του ουρανού.
Τα φύκια που λικνίζονται διαρκώς μέσα στη θάλασσα δίνουν στον ποιητή την αίσθηση μιας αέναης ικεσίας, και σ’ αυτή την ικεσία προσφέρει ως απάντηση μια υπέροχη οπτασία∙ τα καθηλωμένα πάνω στα βράχια μάτια της αγαπημένης του.
Εμφανής, λοιπόν, η άμεση συσχέτιση του κάλλους της αγαπημένης γυναίκας με την ομορφιά της ίδιας της φύσης, η οποία αδυνατεί να παραγνωρίσει την έλξη που ασκεί το εξαίσιο αυτό ανθρώπινο πλάσμα.

«μέχρι κει κάτω στων ζωντανών χειλιών σου το χάδι
πετούν τα πουλιά σε τραγούδια υακίνθων»
Έτσι, ακόμη και τα πουλιά πετούν χαμηλά, μέχρι το χάδι των χειλιών της αγαπημένης γυναίκας, ερχόμενα να γευτούν την απροσμέτρητη γοητεία της, και ψάλλουν κοντά της τραγούδια υακίνθων∙ τραγούδια μιας αρμονίας ανάλογης με την ομορφιά των ωραιότερων λουλουδιών.

«τα άμφια της οροσειράς νυχτώνουν υποσχέσεις
υποσχέσεις ζωής και χαράς και ζωής και χαράς»
Αίφνης ο ποιητής φαίνεται ν’ απομακρύνει την προσοχή του από το πρόσωπο της αγαπημένης γυναίκας και να περνά σε μια εικόνα ευρύτερης κλίμακας, αναφερόμενος στα άμφια, στα χιόνια δηλαδή, που καλύπτουν την οροσειρά ενός βουνού. Κι είναι αυτό το χιόνι που κρύβει μέσα του υποσχέσεις ζωής και χαράς, αφού ως ζωογόνο στοιχείο μπορεί να προσφέρει στη φύση και ζωή και χαρά∙ έννοιες που επαναλαμβάνονται για έμφαση.
Ωστόσο, η αναφορά στα άμφια της οροσειράς, λειτουργεί προφανώς μεταφορικά για να υποδηλώσει το στήθος της γυναίκας, το οποίο στη διττή του λειτουργία, της μητέρας και της ερωμένης, κρύβει σαφώς τις ίδιες ακριβώς υποσχέσεις. Η ερωτική, άλλωστε, διάθεση του νοήματος γίνεται σαφής και στους αμέσως επόμενους στίχους.

«όργανο της μουσικής λαχτάρας στα δάχτυλά σου
με του ύπνου τη φοβέρα και την ιαχή
σύθαμπο ονείρου πέρ’ απ’ τα σκέλη τα λεπτά με ανταύγειες
   ρόδων»

Τα άμφια του στήθους, οι θηλές, είναι σαν όργανο μιας ηδονικής λαχτάρας στα δάχτυλα της γυναίκας∙ μιας μουσικής λαχτάρας, αφού το χάιδεμά τους οδηγεί σ’ εκείνη τη νυχτερινή κραυγή της ηδονής, σ’ εκείνο το λυκόφως ενός ονείρου -στην ηδονική παραζάλη-, πέρα από τα λεπτά πόδια της αγαπημένης με τις ρόδινες ανταύγειες.
Ο ηδονισμός της γυναίκας περνά από το στήθος χαμηλότερα προς τα ρόδινα σημεία των ποδιών της και φτάνει αμέσως μετά στην κορύφωση του οργασμού που αποδίδεται με μια σειρά ομοιοτέλευτων λέξεων.  

«στη σκάλα της ηδονής όλο και πιο τρελλά
ορθώσου τριφύλλι γιοφύρι παλμών ψαλμών σπασμών
σε σώματα διάφανα – με λαμπρότητα κρίνων – που τόσο
   εβασάνισ’ η δίψα
σε σύμβολα όρμων θα σημάνη ο ήλιος ως θα ‘ρθή να κοπάση
   ο πόθος»
Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνει, λοιπόν, το κάλεσμά του στο όργανο εκείνο που αποτελεί το κέντρο της γυναικείας ηδονής και το καλεί να ανέλθει όλο και πιο ψηλά στη σκάλα του ηδονισμού που οδηγεί στον οργασμό. Το αποκαλεί τριφύλλι, μα και γιοφύρι, αφού αυτό είναι που επιτρέπει το πέρασμα στο ηδονικό ξέσπασμα των παλμών, των ψαλμών, των σπασμών. Μια εκπληκτικής σύλληψης απόδοση του γυναικείου οργασμού.
Η αποκορύφωση αυτή, ο λυτρωτικός οργασμός έρχεται σε σώματα που έχουν τη λαμπρότητα, και άρα την αγνότητα, κρίνων, κι είναι σώματα που τα έχει για καιρό βασανίσει η ερωτική δίψα. Και καθώς ο πόθος θα κοπάζει, θα καταλαγιάζει μετά την εκστατική αυτή κορύφωση, ο ήλιος θα έρθει να φωτίσει εκείνα τα σημεία που θα λειτουργούν πια σαν σύμβολα λιμανιών, σαν χώροι όπου μπορεί κανείς να προσεγγίσει με ασφάλεια το συμβολικό λιμάνι του ταξιδιού του, προκειμένου ν’ αναπαυθεί.

«μακρυά ταξιδεύουν του βραδιού οι στερνές αναμνήσεις
- πώς αλλιώς να ιστορηθούν τα κρυφά του αγέρα τραγούδια
τα τραγούδια που είχες πει και θα πης και θα ζήσης»

Κι είναι αμέσως μετά την ερωτική αποκορύφωση που επανέρχεται η ώρα των σκέψεων και των συλλογισμών∙ η ώρα των αναπολήσεων, με τις τελευταίες αναμνήσεις της νύχτας να πηγαίνουν μακριά, να κάνουν ένα ταξίδι μακρινό, μιας και μόνο έτσι μπορούν να ειπωθούν και να γίνουν αντιληπτά όλα εκείνα τα κρυφά τραγούδια που ψέλνει ο αέρας. Τα κρυφά εκείνα τραγούδια που έχει ξυπνήσει στην ψυχή η ερωτική πράξη και ο -προσωρινός έστω- κατευνασμός της ερωτικής επιθυμίας. Μα κι εκείνα τα τραγούδια που συνθέτουν όλο το εύρος των ονείρων που έχει το κάθε άτομο για τη ζωή του∙ τραγούδια που απηχούν τα όνειρα, τις ελπίδες, τις προσδοκίες, αλλά και τις ήδη βιωμένες εμπειρίες της ζωής, που αποκτούν με το πέρασμα των χρόνων όλο και πιο διαφορετικό περιεχόμενο, αφού όλα γίνονται αντιληπτά με νέο τρόπο και αντικρίζονται από άλλη οπτική σε κάθε νέα φάση της ζωής του ανθρώπου.
Αισθητή εδώ εκείνη η διάθεση μελαγχολίας που κάποτε συντροφεύει τις στιγμές που ακολουθούν την εκπλήρωση της ερωτικής επιθυμίας.

σ’ αδεή προσμονή στης λατρείας τη φλόγα
οι φωτεινές σου παλάμες τους ορίζοντες σμίγουν
η φωνή σου θωπεύει τη δροσιά που απλώνει η δύσις
το κορμί σου δονεί στα θερμά παρακάλια της νύχτας

και στο βλέμμα σου ηχεί η χαρά;

Το κλείσιμο του ποιήματος φέρνει μια νέα αναζωπύρωση του πάθους κι η αγαπημένη γυναίκα παρουσιάζεται αδεής, ατρόμητη απέναντι στην ερωτική φλόγα.
Στα μάτια της αγαπημένης γυναίκας «ηχεί» η χαρά, διαβάζεται η αίσθηση της ευδαιμονίας που προσφέρει ο έρωτας, η ηδονή κι η νιότη, καθώς το κορμί της δονείται στα θερμά παρακάλια της νύχτας, στο αέναο κάλεσμα του ερωτικού πόθου. Κι φωνή της μοιάζει να χαϊδεύει τη δροσιά που απλώνει γύρω της η νύχτα που έρχεται.
Ενώ, προηγουμένως η αγαπημένη γυναίκα είχε σηκώσει τα χέρια της κι είχε στρέψει τις παλάμες της προς τις τελευταίες ακτίνες του δύοντος ηλίου στα βάθη του ορίζοντα. Κίνηση που αφενός έκανε τις παλάμες της να φωτιστούν κι αφετέρου φανέρωσε πως η αγαπημένη γυναίκα στέκει με μιαν άφοβη προσμονή, απέναντι στη φλόγα του ήλιου∙ άρα κι απέναντι στη φλόγα του έρωτα, στη φλόγα της ίδιας της ζωής.

Το έβδομο τραγούδι της αγάπης προέρχεται από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου «Η επιστροφή των πουλιών» (1946).

Βιβλιογραφία:
Νίκου Εγγονόπουλου Ποιήματα Τόμος Β΄, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...