Νίκος Εγγονόπουλος «Το έβδομο τραγούδι της αγάπης» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νίκος Εγγονόπουλος «Το έβδομο τραγούδι της αγάπης»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
TheBroth3r

Νίκος Εγγονόπουλος «Το έβδομο τραγούδι της αγάπης»

οι φωταψίες του έρωτα
σαν άνεμος ωτακουστής σε σύννεφο διαβατικό
λες και το κρύσταλλο των τραγικών ματιών σου
τα μακρυά μαλλιά σου μέχρι τα κύματα της ακρογιαλιάς
τα δέσαν άστρα σε βράχια αρμονικά
οπτασίες στην προσευχή που δέονται τα φύκια
στο γαλάζιο κοντύλι τ’ ουρανού
μέχρι κει κάτω στων ζωντανών χειλιών σου το χάδι
πετούν τα πουλιά σε τραγούδια υακίνθων
τα άμφια της οροσειράς νυχτώνουν υποσχέσεις
υποσχέσεις ζωής και χαράς και ζωής και χαράς
όργανο της μουσικής λαχτάρας στα δάχτυλά σου
με του ύπνου τη φοβέρα και την ιαχή
σύθαμπο ονείρου πέρ’ απ’ τα σκέλη τα λεπτά με ανταύγειες
   ρόδων
στη σκάλα της ηδονής όλο και πιο τρελλά
ορθώσου τριφύλλι γιοφύρι παλμών ψαλμών σπασμών
σε σώματα διάφανα – με λαμπρότητα κρίνων – που τόσο
   εβασάνισ’ η δίψα
σε σύμβολα όρμων θα σημάνη ο ήλιος ως θα ‘ρθή να κοπάση
   ο πόθος
μακρυά ταξιδεύουν του βραδιού οι στερνές αναμνήσεις
- πώς αλλιώς να ιστορηθούν τα κρυφά του αγέρα τραγούδια
τα τραγούδια που είχες πει και θα πης και θα ζήσης
σ’ αδεή προσμονή στης λατρείας τη φλόγα
οι φωτεινές σου παλάμες τους ορίζοντες σμίγουν
η φωνή σου θωπεύει τη δροσιά που απλώνει η δύσις
το κορμί σου δονεί στα θερμά παρακάλια της νύχτας

και στο βλέμμα σου ηχεί η χαρά;

Το κίνημα του υπερρεαλισμού βρήκε στο πρόσωπο του Εγγονόπουλου έναν συνεπή θεράποντα, έστω κι αν αυτό είχε σημαντικό κόστος για τον δημιουργό που ήρθε αντιμέτωπος με τη χλεύη των συγκαιρινών του. Ο υπερρεαλισμός προσέφερε μια εκπληκτική ανανέωση στον ποιητικό λόγο, αφού τον αποδέσμευσε από τη συχνά επιζήμια ανάγκη συμμόρφωσης σε τεχνικούς κανόνες και περιττά λεκτικά τεχνάσματα, όπως είναι αυτό της ομοιοκαταληξίας. Τον αποδέσμευσε πολύ περισσότερο από τον καταπιεστικό έλεγχο της λογικής που ήθελε την ποίηση περιορισμένη στην απόδοση νοημάτων με λογική αλληλουχία και σε διαρκή επαφή με τον κόσμο της πραγματικότητας.
Η υπερρεαλιστική γραφή επιτρέπει στον ποιητή να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του κατά τρόπο απολύτως ελεύθερο και δίχως να νοιάζεται αν η λεκτική απόδοσή τους θα έχει κάποια -ελάχιστη έστω- συσχέτιση με τα συνήθη λογικά σχήματα και τις προσεγγίσιμες με τη λογική εμπειρίες. Προκύπτει, έτσι, ένας απρόσμενα αδέσμευτος ποιητικός λόγος που πηγάζει απευθείας από τον εσώτερο συναισθηματικό κόσμο του δημιουργού∙ ένας ποιητικός λόγος που, για πρώτη φορά, επιχειρεί να αναμετρηθεί με το συγκεχυμένο, το ευμετάβλητο και το κάποτε στιγμιαίο των ανθρώπινων διαθέσεων και συναισθημάτων. Ο ποιητής καταφεύγει σε εικόνες που ξεπερνούν τα όρια της λογικής εμπειρίας, θρυμματίζει την ποιητική του σύνθεση δίνοντας ακόμη και μεμονωμένες λέξεις που αποκτούν πλέον ένα πρωτόγνωρο νόημα, αφού διαβάζονται για πρώτη φορά υπό την οπτική της αναβλύζουσας συναισθηματικής έντασης που απομακρύνει το δημιουργό από τις δεσμεύσεις του συνήθους και του τετριμμένου καθημερινού κώδικα.
Το υπερρεαλιστικό ποίημα δεν έχει να δώσει ένα συμπαγές νόημα ή να αφηγηθεί μια ιστορία∙ είναι περισσότερο μια έκρηξη συναισθημάτων που καταγράφονται με την ασυνέχεια, την αποσπασματικότητα και την αγνότητα ενός συναισθηματικού κοιτάσματος που ξεπηδά ορμητικό από την ψυχή του δημιουργού. Ο ποιητής ξεγυμνώνει την ψυχή του κι επιτρέπει στον αναγνώστη να αντικρίσει το ασαφές μα απόλυτα γοητευτικό χάος ενός άτακτου συναισθηματικού κόσμου, που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και μεταβάλλεται από λέξη σε λέξη, από στιγμή σε στιγμή.
Ένα τέτοιο συναισθηματικό στιγμιότυπο είναι και «Το έβδομο τραγούδι της αγάπης» που μας χαρίζει ο Εγγονόπουλος, αποτυπώνοντας την εσωτερική ενέργεια της ψυχής του και τους κλονισμούς που δέχεται υπό την επίδραση του έρωτα.

«οι φωταψίες του έρωτα
σαν άνεμος ωτακουστής σε σύννεφο διαβατικό»
Ο έρωτας έχει μια συγκλονιστική επενέργεια στην ψυχή του ανθρώπου, αφού είναι σαν φωτίζεται άπλετα ο εσωτερικός του κόσμος, σαν να αποκτά για πρώτη φορά μια εκπληκτική διαύγεια που του επιτρέπει να αντιληφθεί και τις πιο λεπτές αποχρώσεις κάθε συναισθήματος που βιώνει. Πρόκειται, όμως, για μια κατάσταση παροδική, ίσως και στιγμιαία∙ είναι σαν ένας άνεμος που κρυφακούει και τις πιο μύχιες σκέψεις του ανθρώπου∙ ένας άνεμος ωστόσο που βρίσκεται σ’ ένα σύννεφο που περνά και απομακρύνεται.
Ο έρωτας φωτίζει, αποκαλύπτει, ενθουσιάζει∙ επιτρέπει κάποτε ακόμη και την περιήγηση στα πιο κρυφά σημεία της ψυχής, εκείνα που φέρουν τις πληγές του παρελθόντος και μένουν γι’ αυτό επίμονα κλεισμένα. Είναι, όμως, όλα παροδικά, εφόσον ο έρωτας είναι από τη φύση του προορισμένος να έχει σύντομη διάρκεια.

«λες και το κρύσταλλο των τραγικών ματιών σου
τα μακρυά μαλλιά σου μέχρι τα κύματα της ακρογιαλιάς
τα δέσαν άστρα σε βράχια αρμονικά»

Τα κρυστάλλινα μάτια της αγαπημένης γυναίκας, μοιάζουν να έχουν δεθεί σαν άστρα πάνω σε βράχια αρμονικά, από τα ίδια της τα μακριά μαλλιά. Τα μάτια της που χαρακτηρίζονται τραγικά, για να αποδοθεί πιθανώς ο πόνος που συνοδεύει τον έρωτα∙ ο πόνος εκείνης, αλλά κι ο πόνος που προκαλεί με το βλέμμα της, τις στιγμές που αυτό εμφανίζεται κρυστάλλινο -παγερό- σ’ εκείνον.
Τα μακριά μαλλιά της αγαπημένης γυναίκας, που κυματίζουν, δημιουργούν συνειρμικά την εικόνα των κυμάτων της ακρογιαλιάς, κι ως εκεί ακριβώς εμφανίζει ο ποιητής τη μεταφορά και το δέσιμο των τραγικών ματιών. Τα μαλλιά λειτουργούν ως οι δεσμώτες που αναλαμβάνουν να δέσουν τα μάτια της αγαπημένης πάνω στα βράχια. Εικόνα εξόχως τολμηρή, που δημιουργεί στον αναγνώστη πλήθος συσχετισμών και συνειρμών, όπως είναι άλλωστε και το ζητούμενο της υπερρεαλιστικής ποίησης.

«οπτασίες στην προσευχή που δέονται τα φύκια
στο γαλάζιο κοντύλι τ’ ουρανού»
Τα μάτια της αγαπημένης πάνω στα βράχια είναι σαν οπτασίες, σαν τα οράματα που αντικρίζουν τα φύκια της θάλασσας που προσεύχονται και απευθύνουν τις ικεσίες τους στη γαλάζια γραφίδα του ουρανού.
Τα φύκια που λικνίζονται διαρκώς μέσα στη θάλασσα δίνουν στον ποιητή την αίσθηση μιας αέναης ικεσίας, και σ’ αυτή την ικεσία προσφέρει ως απάντηση μια υπέροχη οπτασία∙ τα καθηλωμένα πάνω στα βράχια μάτια της αγαπημένης του.
Εμφανής, λοιπόν, η άμεση συσχέτιση του κάλλους της αγαπημένης γυναίκας με την ομορφιά της ίδιας της φύσης, η οποία αδυνατεί να παραγνωρίσει την έλξη που ασκεί το εξαίσιο αυτό ανθρώπινο πλάσμα.

«μέχρι κει κάτω στων ζωντανών χειλιών σου το χάδι
πετούν τα πουλιά σε τραγούδια υακίνθων»
Έτσι, ακόμη και τα πουλιά πετούν χαμηλά, μέχρι το χάδι των χειλιών της αγαπημένης γυναίκας, ερχόμενα να γευτούν την απροσμέτρητη γοητεία της, και ψάλλουν κοντά της τραγούδια υακίνθων∙ τραγούδια μιας αρμονίας ανάλογης με την ομορφιά των ωραιότερων λουλουδιών.

«τα άμφια της οροσειράς νυχτώνουν υποσχέσεις
υποσχέσεις ζωής και χαράς και ζωής και χαράς»
Αίφνης ο ποιητής φαίνεται ν’ απομακρύνει την προσοχή του από το πρόσωπο της αγαπημένης γυναίκας και να περνά σε μια εικόνα ευρύτερης κλίμακας, αναφερόμενος στα άμφια, στα χιόνια δηλαδή, που καλύπτουν την οροσειρά ενός βουνού. Κι είναι αυτό το χιόνι που κρύβει μέσα του υποσχέσεις ζωής και χαράς, αφού ως ζωογόνο στοιχείο μπορεί να προσφέρει στη φύση και ζωή και χαρά∙ έννοιες που επαναλαμβάνονται για έμφαση.
Ωστόσο, η αναφορά στα άμφια της οροσειράς, λειτουργεί προφανώς μεταφορικά για να υποδηλώσει το στήθος της γυναίκας, το οποίο στη διττή του λειτουργία, της μητέρας και της ερωμένης, κρύβει σαφώς τις ίδιες ακριβώς υποσχέσεις. Η ερωτική, άλλωστε, διάθεση του νοήματος γίνεται σαφής και στους αμέσως επόμενους στίχους.

«όργανο της μουσικής λαχτάρας στα δάχτυλά σου
με του ύπνου τη φοβέρα και την ιαχή
σύθαμπο ονείρου πέρ’ απ’ τα σκέλη τα λεπτά με ανταύγειες
   ρόδων»

Τα άμφια του στήθους, οι θηλές, είναι σαν όργανο μιας ηδονικής λαχτάρας στα δάχτυλα της γυναίκας∙ μιας μουσικής λαχτάρας, αφού το χάιδεμά τους οδηγεί σ’ εκείνη τη νυχτερινή κραυγή της ηδονής, σ’ εκείνο το λυκόφως ενός ονείρου -στην ηδονική παραζάλη-, πέρα από τα λεπτά πόδια της αγαπημένης με τις ρόδινες ανταύγειες.
Ο ηδονισμός της γυναίκας περνά από το στήθος χαμηλότερα προς τα ρόδινα σημεία των ποδιών της και φτάνει αμέσως μετά στην κορύφωση του οργασμού που αποδίδεται με μια σειρά ομοιοτέλευτων λέξεων.  

«στη σκάλα της ηδονής όλο και πιο τρελλά
ορθώσου τριφύλλι γιοφύρι παλμών ψαλμών σπασμών
σε σώματα διάφανα – με λαμπρότητα κρίνων – που τόσο
   εβασάνισ’ η δίψα
σε σύμβολα όρμων θα σημάνη ο ήλιος ως θα ‘ρθή να κοπάση
   ο πόθος»
Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνει, λοιπόν, το κάλεσμά του στο όργανο εκείνο που αποτελεί το κέντρο της γυναικείας ηδονής και το καλεί να ανέλθει όλο και πιο ψηλά στη σκάλα του ηδονισμού που οδηγεί στον οργασμό. Το αποκαλεί τριφύλλι, μα και γιοφύρι, αφού αυτό είναι που επιτρέπει το πέρασμα στο ηδονικό ξέσπασμα των παλμών, των ψαλμών, των σπασμών. Μια εκπληκτικής σύλληψης απόδοση του γυναικείου οργασμού.
Η αποκορύφωση αυτή, ο λυτρωτικός οργασμός έρχεται σε σώματα που έχουν τη λαμπρότητα, και άρα την αγνότητα, κρίνων, κι είναι σώματα που τα έχει για καιρό βασανίσει η ερωτική δίψα. Και καθώς ο πόθος θα κοπάζει, θα καταλαγιάζει μετά την εκστατική αυτή κορύφωση, ο ήλιος θα έρθει να φωτίσει εκείνα τα σημεία που θα λειτουργούν πια σαν σύμβολα λιμανιών, σαν χώροι όπου μπορεί κανείς να προσεγγίσει με ασφάλεια το συμβολικό λιμάνι του ταξιδιού του, προκειμένου ν’ αναπαυθεί.

«μακρυά ταξιδεύουν του βραδιού οι στερνές αναμνήσεις
- πώς αλλιώς να ιστορηθούν τα κρυφά του αγέρα τραγούδια
τα τραγούδια που είχες πει και θα πης και θα ζήσης»

Κι είναι αμέσως μετά την ερωτική αποκορύφωση που επανέρχεται η ώρα των σκέψεων και των συλλογισμών∙ η ώρα των αναπολήσεων, με τις τελευταίες αναμνήσεις της νύχτας να πηγαίνουν μακριά, να κάνουν ένα ταξίδι μακρινό, μιας και μόνο έτσι μπορούν να ειπωθούν και να γίνουν αντιληπτά όλα εκείνα τα κρυφά τραγούδια που ψέλνει ο αέρας. Τα κρυφά εκείνα τραγούδια που έχει ξυπνήσει στην ψυχή η ερωτική πράξη και ο -προσωρινός έστω- κατευνασμός της ερωτικής επιθυμίας. Μα κι εκείνα τα τραγούδια που συνθέτουν όλο το εύρος των ονείρων που έχει το κάθε άτομο για τη ζωή του∙ τραγούδια που απηχούν τα όνειρα, τις ελπίδες, τις προσδοκίες, αλλά και τις ήδη βιωμένες εμπειρίες της ζωής, που αποκτούν με το πέρασμα των χρόνων όλο και πιο διαφορετικό περιεχόμενο, αφού όλα γίνονται αντιληπτά με νέο τρόπο και αντικρίζονται από άλλη οπτική σε κάθε νέα φάση της ζωής του ανθρώπου.
Αισθητή εδώ εκείνη η διάθεση μελαγχολίας που κάποτε συντροφεύει τις στιγμές που ακολουθούν την εκπλήρωση της ερωτικής επιθυμίας.

σ’ αδεή προσμονή στης λατρείας τη φλόγα
οι φωτεινές σου παλάμες τους ορίζοντες σμίγουν
η φωνή σου θωπεύει τη δροσιά που απλώνει η δύσις
το κορμί σου δονεί στα θερμά παρακάλια της νύχτας

και στο βλέμμα σου ηχεί η χαρά;

Το κλείσιμο του ποιήματος φέρνει μια νέα αναζωπύρωση του πάθους κι η αγαπημένη γυναίκα παρουσιάζεται αδεής, ατρόμητη απέναντι στην ερωτική φλόγα.
Στα μάτια της αγαπημένης γυναίκας «ηχεί» η χαρά, διαβάζεται η αίσθηση της ευδαιμονίας που προσφέρει ο έρωτας, η ηδονή κι η νιότη, καθώς το κορμί της δονείται στα θερμά παρακάλια της νύχτας, στο αέναο κάλεσμα του ερωτικού πόθου. Κι φωνή της μοιάζει να χαϊδεύει τη δροσιά που απλώνει γύρω της η νύχτα που έρχεται.
Ενώ, προηγουμένως η αγαπημένη γυναίκα είχε σηκώσει τα χέρια της κι είχε στρέψει τις παλάμες της προς τις τελευταίες ακτίνες του δύοντος ηλίου στα βάθη του ορίζοντα. Κίνηση που αφενός έκανε τις παλάμες της να φωτιστούν κι αφετέρου φανέρωσε πως η αγαπημένη γυναίκα στέκει με μιαν άφοβη προσμονή, απέναντι στη φλόγα του ήλιου∙ άρα κι απέναντι στη φλόγα του έρωτα, στη φλόγα της ίδιας της ζωής.

Το έβδομο τραγούδι της αγάπης προέρχεται από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου «Η επιστροφή των πουλιών» (1946).

Βιβλιογραφία:
Νίκου Εγγονόπουλου Ποιήματα Τόμος Β΄, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...