João Bacalhau
Γιώργος
Σεφέρης «Άνοιξη μ.Χ.»
Πάλι με την άνοιξη
φόρεσε χρώματα ανοιχτά
και με περπάτημα αλαφρύ
πάλι με την άνοιξη
πάλι το καλοκαίρι
χαμογελούσε.
Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
στήθος γυμνό ως τις φλέβες
πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή
πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες
που συζητούσαν σιγανά
τί θά ‘τανε καλύτερο
να παραδώσουν τα κλειδιά
ή να τραβήξουν το σκοινί
να κρεμαστούνε στη θηλιά
ν’ αφήσουν άδεια σώματα
κει που οι ψυχές δεν άντεχαν
εκεί που ο νους δεν πρόφταινε
και λύγιζαν τα γόνατα.
Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιός
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα∙
και φύγαν σαν αγάλματα
κι άφησαν πίσω τους σιγή
που δεν την έκοψε το σπαθί
που δεν την πήρε καλπασμός
μήτε η φωνή των άγουρων∙
κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά
κι ήρθε η μεγάλη στέρηση
μαζί μ’ αυτή την άνοιξη
και κάθισε κι απλώθηκε
ωσάν την πάχνη της αυγής
και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά
μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησε
και την ψυχή μας τύλιξε.
Μα εκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ανοιχτά
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μέσα σε φλόγες κίτρινες
και περπατούσε ανάλαφρα
ανοίγοντας παράθυρα
στον ουρανό που χαίρονταν
χωρίς εμάς τους άμοιρους.
Κι είδα το στήθος της γυμνό
τη μέση και το γόνατο
πώς βγαίνει από την παιδωμή
να πάει στα επουράνια
ο μάρτυρας ανέγγιχτος
ανέγγιχτος και καθαρός,
έξω απ’ τα ψιθυρίσματα
του λαού τ’ αξεδιάλυτα
στον τσίρκο τον απέραντο
έξω απ’ το μαύρο μορφασμό
τον ιδρωμένο τράχηλο
του δήμιου π’ αγανάχτησε
χτυπώντας ανωφέλευτα.
Έγινε λίμνη η μοναξιά
έγινε λίμνη η στέρηση
ανέγγιχτη κι αχάραχτη.
16 Μαρτίου ’39
Στις 16 Μαρτίου 1939 η Τσεχοσλοβακία
παραδίδεται αμαχητί στον Χίτλερ, ο οποίος είχε φροντίσει λίγους μήνες πριν να
εκβιάσει την «αδράνεια» της Γαλλίας και της Αγγλίας απέναντι στα σχέδιά του
αυτά με την απειλή ενός άμεσου πολέμου. Είχε προηγηθεί -Σεπτέμβριος 1938- η
επίσης εκβιαστική προσάρτηση στη Γερμανία (Συμφωνία του Μονάχου) τσεχοσλοβακικών
εδαφών που κατοικούνταν από τη γερμανική μειονότητα των Σουδητών.
Ο Γιώργος Σεφέρης στηλιτεύει την
απόφαση των ηγετών της Τσεχοσλοβακίας -των γερόντων- να ενδώσουν στην απαίτηση
του Χίτλερ, χωρίς να προβάλουν την παραμικρή αντίσταση, εφόσον κατ’ αυτό τον
τρόπο σφράγισαν τη μοίρα όλων των πολιτών τη χώρα τους. Ο ποιητής επισημαίνει
τη βαρύτητα του λάθους τους και, παραλλήλως, παρουσιάζει προσωποποιημένη τη
δυναμική εκείνη διάθεση των ανθρώπων για αντίσταση απέναντι σε κάθε προσπάθεια
στέρησης της ελευθερίας τους, που κινείται πέρα και πάνω από την αντίληψη των
ηττοπαθών «γερόντων».
Πάλι με την άνοιξη
φόρεσε χρώματα ανοιχτά
και με περπάτημα αλαφρύ
πάλι με την άνοιξη
πάλι το καλοκαίρι
χαμογελούσε.
Το ευδαιμονικό κλίμα των πρώτων στίχων
του ποιήματος, όπου παρουσιάζεται η χαμογελαστή μορφή της προσωποποιημένης αγωνιστικής
διάθεσης των ανθρώπων, δεν αφορά την πραγματικότητα των Τσεχοσλοβάκων -και
κυρίως των ηγετών τους. Οι άνθρωποι που παραιτούνται του δικαιώματός τους στην
αντίσταση∙ οι άνθρωποι που παραδίδονται σε μια σχεδόν εθελόδουλη διάθεση, δεν
έχουν το προνόμιο να γνωρίσουν τη βαθιά εκείνη αίσθηση εσωτερικής ικανοποίησης
που προσφέρουν στο άτομο οι αγώνες για την ελευθερία του. Η υπερβατική μορφή
της ελευθερίας και της αντίστασης, που φορά τα ανοιχτόχρωμα ρούχα της και
περπατά ανάλαφρα στο ανοιξιάτικο τοπίο, βρίσκεται πολύ μακριά από τον κόσμο και
την αλήθεια των ανθρώπων που επιλέγουν την υποταγή.
Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
στήθος γυμνό ως τις φλέβες
πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή
πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες
που συζητούσαν σιγανά
τί θά ‘τανε καλύτερο
να παραδώσουν τα κλειδιά
ή να τραβήξουν το σκοινί
να κρεμαστούνε στη θηλιά
ν’ αφήσουν άδεια σώματα
κει που οι ψυχές δεν άντεχαν
εκεί που ο νους δεν πρόφταινε
και λύγιζαν τα γόνατα.
Το γυμνό ως τις φλέβες στήθος της
ανοιξιάτικης γυναικείας μορφής, που προβάλλει μέσα από τα φρέσκα κλωνάρια της
ανθισμένης γης, υποσχόμενο έρωτα και διαρκή ζωτικότητα, βρίσκεται πολύ πέρα από
τη σκληρή πραγματικότητα της Τσεχοσλοβακίας. Βρίσκεται πέρα από την κρίσιμη
εκείνη νύχτα κατά την οποία πρέπει να δοθεί απάντηση στο τελεσίγραφο της
Γερμανίας∙ βρίσκεται πέρα κι από τους ασπρισμένους γέροντες που καλούνται ν’
αποφασίσουν ποια είναι η προτιμότερη επιλογή. Η γεμάτη ζωντάνια μορφή της
ελευθερίας και της αγωνιστικότητας κινείται σ’ ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο
απ’ αυτό των γερόντων που έχουν βρεθεί αντιμέτωποι μ’ ένα σκληρό γι’ αυτούς
δίλημμα.
Τι θα ήταν καλύτερο, αναλογίζονται οι
γέροντες, να παραδώσουν τα κλειδιά της χώρας σε μια -φαινομενικώς τουλάχιστον-
αναίμακτη υποταγή ή να τραβήξουν το σκοινί της αυτοχειρίας και να κρεμαστούν
στη θηλιά, αφήνοντας άδεια τα σώματά τους μπροστά σε μια πραγματικότητα που δεν
την αντέχει η ψυχή του ανθρώπου; Οι γέροντες αισθάνονται τον φόβο να λυγίζει τα
γόνατά τους, κι η σκέψη τους αδυνατεί να διαχειριστεί το βάρος της απόφασης που
καλούνται να λάβουν. Μόνο που οι γέροντες αυτοί δεν σκέφτονται καν τον δρόμο του
αγώνα και της αντίστασης. Παρασυρμένοι από το φόβο τους έχουν εγκλωβιστεί
ανάμεσα στην υποταγή και στην «εύκολη» φυγή της αυτοχειρίας που θα τους
απαλλάξει από την ευθύνη μιας τελικής απόφασης.
Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιός
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα∙
και φύγαν σαν αγάλματα
κι άφησαν πίσω τους σιγή
που δεν την έκοψε το σπαθί
που δεν την πήρε καλπασμός
μήτε η φωνή των άγουρων∙
Ακριβώς με τον ερχομό της άνοιξης,
μόλις ξεπετάγονται τα νέα κλωνάρια, οι γέροντες της Τσεχοσλοβακίας αστόχησαν,
λαμβάνοντας μια πολλαπλώς λανθασμένη απόφαση. Οι γέροντες αστόχησαν και τα
παρέδωσαν όλα στους Γερμανούς∙ τα εγγόνια και τα δισέγγονα, τα δουλεμένα
χωράφια και τα πράσινα βουνά, την αγάπη, μα και την περιουσία των πολιτών τους∙
παρέδωσαν το μέλλον του τόπου τους και κάθε σπιθαμή του εδάφους του,
καταδικάζοντας τους ανθρώπους της χώρας τους σε μια ντροπιαστική υποταγή.
Οι γέροντες τα παρέδωσαν όλα κι έφυγαν
από τη χώρα αμίλητοι σαν αγάλματα, χωρίς να δώσουν καμιά εξήγηση για την
απόφασή τους αυτή∙ έφυγαν κι άφησαν πίσω τους την απόλυτη σιωπή της παράδοσης∙
μια σιωπή που δεν την έκοψε το σπαθί των πολεμιστών της χώρας, μήτε ο καλπασμός
των αλόγων τους, μήτε καν η φωνή των παληκαριών. Μια σιωπή γεμάτη απόγνωση, μα
και απορία για τον αγώνα που δεν δόθηκε ποτέ.
κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά
κι ήρθε η μεγάλη στέρηση
μαζί μ’ αυτή την άνοιξη
και κάθισε κι απλώθηκε
ωσάν την πάχνη της αυγής
και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά
μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησε
και την ψυχή μας τύλιξε.
Η απόφαση των γερόντων να παραδώσουν τη
χώρα τους στους Γερμανούς χωρίς την παραμικρή αντίσταση, έφερε στους ανθρώπους
τη μεγάλη μοναξιά του άνανδρα κατεκτημένου∙ τη μοναξιά εκείνου που γνωρίζει πως
δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να παλέψει για τη ζωή του, κι είναι τώρα
αναγκασμένος να ζει με τη σκέψη της προδοσίας να καίει την ψυχή του. Τη μοναξιά
εκείνου που απομονώνεται από συμμάχους και φίλους, αφού δεν έδωσε τη δική του
μάχη κι άφησε τον εχθρό να περάσει ανενόχλητος.
Μαζί με τη μεγάλη μοναξιά, η άνοιξη
αυτή έφερε και τη μεγάλη στέρηση που κάθισε κι απλώθηκε παντού στη γη, σαν την
πάχνη της αυγής. Έφερε τη μεγάλη στέρηση που πιάστηκε απ’ τα ψηλά κλαδιά των
δέντρων και μέσα απ’ αυτά γλίστρησε και τύλιξε την ψυχή των ανθρώπων. Τη μεγάλη
στέρηση της ελευθερίας που οδηγεί τον άνθρωπο στην απόγνωση και του υφαρπάζει
ακόμη και την πιο μικρή στιγμή γαλήνης, αφού ό,τι υπάρχει στη σκέψη του είναι η
επίγνωση πως δεν έχει πια τον έλεγχο της ζωής του και πως κάποιος άλλος -ένας
ξένος δυνάστης- αποφασίζει για όλα όσα τον αφορούν.
Μα εκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ανοιχτά
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μέσα σε φλόγες κίτρινες
και περπατούσε ανάλαφρα
ανοίγοντας παράθυρα
στον ουρανό που χαίρονταν
χωρίς εμάς τους άμοιρους.
Σε πλήρη αντίθεση με το κλίμα που
επικρατεί στην άδοξα υποταγμένη Τσεχοσλοβακία, όπως δηλώνει και το «μα» στην
αρχή του στίχου, η γυναικεία μορφή που προσωποποιεί τους αγώνες για την
ελευθερία, χαμογελά και βιώνει την άδολη χαρά της άνοιξης∙ την άδολη χαρά που
αναλογεί, ωστόσο, μόνο σ’ εκείνους που ξέρουν πώς είναι να παλεύεις και να
μάχεσαι για το ιδανικό της ελευθερίας.
Η γυναικεία μορφή, λοιπόν, φορώντας
ανοιχτόχρωμα ρούχα, σαν μια ανθισμένη μυγδαλιά μέσα στις κίτρινες φλόγες των
ανθών της, περπατά ανάλαφρα και ανοίγει παράθυρα στον ουρανό∙ παράθυρα που
φανερώνουν χαρές απ’ τις οποίες είναι όμως αποκλεισμένοι οι άμοιροι εκείνοι που
δεν γνώρισαν τον ιερό μόχθο της αντίστασης στα κελεύσματα του εχθρού.
Κι είδα το στήθος της γυμνό
τη μέση και το γόνατο
πώς βγαίνει από την παιδωμή
να πάει στα επουράνια
ο μάρτυρας ανέγγιχτος
ανέγγιχτος και καθαρός,
έξω απ’ τα ψιθυρίσματα
του λαού τ’ αξεδιάλυτα
στον τσίρκο τον απέραντο
έξω απ’ το μαύρο μορφασμό
τον ιδρωμένο τράχηλο
του δήμιου π’ αγανάχτησε
χτυπώντας ανωφέλευτα.
Το ποιητικό υποκείμενο, που
προηγουμένως ταυτίζεται με τους «άμοιρους» που δεν έχουν πρόσβαση στα παράθυρα
της χαράς, γίνεται εδώ προνομιακός θεατής του γενεσιουργού εκείνου θαύματος απ’
το οποίο προβάλλει η ιδεατή μορφή της ελευθερίας. Ο ποιητής αντικρίζει γυμνό το
σώμα της γυναικείας μορφής, βλέποντας το στήθος, τη μέση και το γόνατό της, σαν
να βγαίνουν, σαν να ξεπροβάλλουν μέσα από τα βασανιστήρια του δίκαιου αγώνα. Η
εξιδανικευμένη αυτή μορφή πρόβαλλε, όπως προβάλλει από τα βασανιστήρια για να
μεταβεί στον ουρανό ο αγνός μάρτυρας του χριστιανισμού∙ ο μάρτυρας που
παρέμεινε ανέγγιχτος και απολύτως καθαρός, χωρίς να τον μιάνουν τα ψιθυρίσματα,
τα ασεβή λόγια κι οι υπόνοιες του μικροπρεπή λαού στον απέραντο ιππόδρομο της
διεφθαρμένης κοινωνίας∙ σαν τον μάρτυρα που έμεινε ανέγγιχτος και καθαρός,
δίχως να τον αγγίξει ο μορφασμός δυσφορίας κι ο ιδρώτας του δήμιου του που
αγανάχτησε να τον χτυπά ξανά και ξανά, μη καταφέρνοντας να τον εξαναγκάσει ν’
απαρνηθεί την πίστη και τις αρχές του.
Η ελευθερία -κι αυτό οι Έλληνες το
γνωρίζουν πολύ καλά- κερδίζεται και προφυλάσσεται μόνο με συνεχείς και
οδυνηρούς αγώνες∙ μόνο με το πείσμα των παλιών εκείνων μαρτύρων που δεν θα
πρόδιδαν την πίστη τους όσο κι αν τους βασάνιζε ο εχθρός τους. Η ελευθερία δεν
μπορεί να κρατηθεί από εκείνους που δεν ξέρουν τι σημαίνει να δίνεις άνισους
αγώνες και να μην εγκαταλείπεις την προσπάθεια ούτε κι όταν η ήττα είναι
δεδομένη. Η ελευθερία δεν αξίζει σ’ εκείνους που λιποψυχούν στη σκέψη και μόνο
μιας σκληρής αναμέτρησης. Η ελευθερία δεν είναι για εκείνους που δεν επιθυμούν
να παλέψουν για να τη διαφυλάξουν.
Έγινε λίμνη η μοναξιά
έγινε λίμνη η στέρηση
ανέγγιχτη κι αχάραχτη.
Ο ευδαιμονικός κόσμος της
προσωποποιημένης ελευθερίας, που μπορεί να περπατά ανάλαφρη και να χαίρεται την
άνοιξη, αφού έχει πρώτα βιώσει τα πλείστα βάσανα που απαιτήθηκαν για την
κατάκτησή της, δεν είναι για εκείνους που επιλέγουν την υποταγή. Ό,τι έχουν να
αντιμετωπίσουν εκείνοι που δεν αγωνίζονται για την ελευθερία τους είναι η
μοναξιά κι η στέρηση.
Ο ποιητής, μάλιστα, φροντίζει να
δημιουργήσει μια αίσθηση παρατεταμένης διάρκειας αυτής της αρνητικής
κατάστασης, παρουσιάζοντας τη μοναξιά και τη στέρηση των υποταγμένων ανθρώπων
να σχηματίζουν μια ανέγγιχτη και αχάραχτη λίμνη∙ μια τελματωμένη λίμνη που τίποτε
δεν μοιάζει να ταράζει την επιφάνειά της, αφού φαίνεται να μην υπάρχει -ακόμη
τουλάχιστον- η διάθεση αντίδρασης απ’ τη μεριά των πολιτών. Η απόφαση των
γερόντων να παραδώσουν αμαχητί τη χώρα τους, έχει καταδικάσει τους πολίτες σε
μια ολέθρια αδρανοποίηση που θα παρατείνει για καιρό την -ακούσια έστω-
υποδούλωσή τους.
Λίγες μέρες πριν (4 Μάρτη) ο Σεφέρης
σημείωνε στο ημερολόγιό του:
«Κατάσταση της Ευρώπης:
τοῖσιν δ’ οὔτ’
ἀγοραί
βουληφόροι οὔτε θέμιστες,
ἀλλ’
οἵγ’
ὑψηλῶν
ὀρέων
ναίουσι κάρηνα
ἐν
σπέεσι γλαφυροῖσι∙ θεμιστεύει δέ ἕκαστος
παίδων ἠδ’ ἀλόχων,
οὐδ’
ἀλλήλων
ἀλέγουσι.
(Οδύσσεια, ι 112-115)
Ακριβώς: η εποχή των κυκλώπων.»
Με τα λόγια του Ομήρου -σ’ αυτούς ούτε
συνελεύσεις για αποφάσεις υπάρχουν ούτε δικαστήρια, αλλά αυτοί βέβαια κατοικούν
στις κορυφές ψηλών βουνών μέσα σε λαξευτές σπηλιές, εξουσιάζει δε ο καθένας τα
παιδιά και τις συζύγους του, και ούτε φροντίζουν ο ένας για τον άλλον- ο
Σεφέρης καταγράφει το ολέθριο κλίμα διάσπασης που επικρατεί στην Ευρώπη. Κάθε
χώρα ασχολείται μόνο με τις δικές της υποθέσεις και αδιαφορεί για το τι
συμβαίνει στις άλλες, με αποτέλεσμα να απομένουν ευάλωτες στις κατακτητικές
διαθέσεις της Γερμανίας. Το γεγονός ότι η Αγγλία και η Γαλλία δεν αντέδρασαν
εγκαίρως στην προσπάθεια του Χίτλερ να κατακτήσει την Τσεχοσλοβακία αποτέλεσε
την αρχή του κακού, εφόσον διαφάνηκε η απουσία ενός αρραγούς κοινού μετώπου
αντίστασης στα επεκτατικά σχέδιά του.
Ο Mario Vitti γράφει
για το ποίημα αυτό: «Το μοναδικό ποίημα που αναφέρεται σε συγκεκριμένο και
εξακριβωμένο ιστορικό γεγονός είναι το «Άνοιξη μ.Χ.», χάρη στη χρονολογία που
δηλώνει στο τέλος, «16 Μαρτ. ‘39». Τη μέρα αυτή άλλοι γέροντες, οι γέροντες της
Τσεχοσλοβακίας, παρέδωσαν τη χώρα τους στον Χίτλερ. Το ποίημα προχωρεί με δύο
παράλληλα θέματα. Έχουμε μια φιγούρα γυναικεία, ανέμελη και αδίσταχτη, που
βαδίζει μες στην άνοιξη (1-6). Η γυναικεία φιγούρα που χαμογελά ξαναεμφανίζεται
(42 κ.έ.), και «φορώντας χρώματα ανοιχτά / σαν ανθισμένη αμυγδαλιά» (η αναφορά
στον κοινό τόπο του τραγουδιού με τα λόγια του Δροσίνη δεν είναι τυχαία,
συνδέεται με τον γενικό τόνο.), πορεύεται σε μια κατεύθυνση με «παιδωμή» (52),
«ιδρωμένο τράχηλο / του δήμιου» (60-61), προς πράγματα σκοτεινά και ασαφή, που όμως για την Νόρα Αναγνωστάκη είναι «η
Αντίσταση που δεν είχε ακόμα αρχίσει» (1961, σ. 238). Το άλλο θέμα του
ποιήματος μιλεί για τους γέροντες που αστόχησαν (20-28). Έτσι προχωρεί μέχρι το
στίχο 41. Το μέτρο και ο τόνος αποτελούν ηθελημένη παραφωνία σε σχέση με την
βαρύτητα των γεγονότων (τόνο διαφορετικό έχουν οι τρεις τελευταίοι,
απομονωμένοι στίχοι). Είναι φανερό πως ο ποιητής έφτιαξε κάτι σαν τραγούδι, σαν
μπαλάντα τραγική, όπως θα την έκανε και ο Μπρέχτ λόγου χάρη, για να καταγγείλει
την ελαφρότητα των γερόντων. Ως μπαλάντα, το κείμενο είναι και απρόσωπο: ο
ποιητής είναι απών, σβήνεται επιμελώς και εξαφανίζεται πίσω από τον τόνο και το
ρυθμό του τραγουδιού, που είναι παρωδία τραγουδιού.
Βιβλιογραφία:
Γιώργος Σεφέρης «Ποιήματα», Ίκαρος Εκδοτική
Εταιρία
Mario Vitti «Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση
του Γιώργου Σεφέρη», Εστία
Γιώργος Σεφέρης «Μέρες» Γ΄, 16 Απρίλη
1934 – 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος
Όμηρος, Οδύσσεια, Τόμος 3, Κάκτος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου