Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Μίλτος Σαχτούρης «Τα περιστέρια του νεκρού»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michael Creese

Μίλτος Σαχτούρης «Τα περιστέρια του νεκρού»

Στον Οδυσσέα Ελύτη

Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά τους
επάνω στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω στήσει
μέσ’ στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς

Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε βγήτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου

Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ’ άλλα πουλιά
Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
Ελάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου

Το ποίημα «Τα περιστέρια του νεκρού» ανήκει στη συλλογή «Παραλογαίς» που εκδόθηκε το 1948, και είναι αφιερωμένο στον Οδυσσέα Ελύτη, στον ποιητή που ενθάρρυνε τον Μίλτο Σαχτούρη να δώσει την ποίησή του στη δημοσιότητα.
Ο Σαχτούρης, αν και επηρεάστηκε από το κίνημα του υπερρεαλισμού, εντούτοις δημιούργησε το δικό του προσωπικό ύφος με έντονα στοιχεία συμβολισμού και συχνή χρήση εικόνων που παραπέμπουν στο παράλογο και το αλλόκοτο. Θέληση του Σαχτούρη ήταν να αποδώσει τη φρίκη του πολέμου, την πικρία που διατρέχει την ανθρώπινη ζωή, το μίσος και την απογοήτευση∙ τα στοιχεία εκείνα, δηλαδή, που στάθηκαν κυρίαρχα τόσο κατά το διάστημα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και μετά, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, αλλά και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων. Στην ποίηση του Σαχτούρη δεν υπάρχει μήτε το αιγαιοπελαγίτικο φως μήτε η ευδαιμονική διάθεση των ποιημάτων του Ελύτη. Στην ποίηση του Σαχτούρη υπάρχει η οδύνη, ο φόβος, το αποτρόπαιο και μια διάθεση εγκατάλειψης απέναντι στη σταθερή παρουσία του θανάτου και της απώλειας.

Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά τους
επάνω στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω στήσει
μέσ’ στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς

Σύμβολα, όπως είναι τα πουλιά, το φεγγάρι κι ο ουρανός, επανέρχονται διαρκώς στα ποιήματα του Σαχτούρη, λαμβάνοντας μερικώς διαφοροποιημένη σημασία κάθε φορά, υπακούοντας όμως σταθερά στη διάθεση του ποιητή να εκφράσει τις σκέψεις του μέσα από εικόνες πραγμάτων που είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους. Ο Σαχτούρης δεν αναζητά το σπάνιο και το ιδιαίτερο, καθώς πρόθεσή του δεν είναι να εκφράσει έννοιες ή συλλογισμούς που ξεπερνούν την καθημερινή εμπειρία των συγκαιρινών του.
Συχνά, μάλιστα, επανέρχονται στην ποίησή του ο ρόλος και το χρέος της ίδιας της ποιητικής τέχνης, όπως και η δική του θέση μέσα στο σύνολο των ποιητών της χώρας. Θέμα που καλύπτει και στο συγκεκριμένο ποίημα παρουσιάζοντας τις καίριες αλλά διαρκώς υπό ματαίωση προσδοκίες του, που τον κατέστησαν εν τέλει έναν ποιητή χαμηλών τόνων. Με διάθεση ίσως απολογητική -αν λάβει κανείς υπόψη του το μέγεθος και την ευρύτητα του ποιητικού έργου που προσέφερε ο Ελύτης, στον οποίο και απευθύνεται ο Σαχτούρης- το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει κατηγορηματικά πως τη δική του ποίηση την χαρακτηρίζει κυρίως η έννοια της συγκράτησης και του αυτοπεριορισμού.
Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών, δηλώνει ο ποιητής και εκφράζει έτσι το γεγονός πως στα δικά του ποιήματα δεν επιχειρεί να μεταδώσει εκείνη τη ζωτική δύναμη που θα τα καθιστούσε φορείς μιας νέας πνοής. Ο Σαχτούρης δεν είναι ή καλύτερα δεν μπορεί να γίνει ο ποιητής εκείνος που θα εμπνεύσει στους συνανθρώπους του το άκρατο πάθος της ζωτικότητας και του ευδαιμονισμού. Όπως σχολιάζει, άλλωστε, τα ποτάμια του κράτησαν τα νερά τους∙ στην ποίησή του δεν επήλθε ποτέ εκείνο το ξεχείλισμα ενεργητικότητας ή αγωνιστικής διάθεσης που θα αποτελούσε το ερέθισμα μιας δυναμικής στάσης απέναντι στη ζωή. Η συγκράτηση αυτή, που ίσως αποτέλεσε γνώρισμα της προσωπικότητάς του, προέκυψε παράλληλα και ως αποτέλεσμα των σκληρών συνθηκών που βίωσε ο ποιητής. Οι πόλεμοι, οι στερήσεις και οι αδιάκοπες κακουχίες, υπονόμευσαν δραστικά το δυναμισμό, την αισιοδοξία και τη θέλησή του να σταθεί με αποφασιστικότητα απέναντι στις δυσκολίες της ζωής.
Ο ποιητής έχει τοποθετήσει, βέβαια, τρία παρατηρητήρια στα ψηλά βουνά, θέλοντας να αναζητήσει και να αδράξει τα υψηλά ιδανικά που έχει να προσφέρει η πνευματική δημιουργία, αλλά δεν προχώρησε ποτέ στη σύνθεση εκείνων των ποιημάτων που θα στόχευαν στη μετάδοση ρηξικέλευθων ιδεών και στη ριζική αναθεώρηση του τρόπου σύλληψης της γύρω του πραγματικότητας. Τους αετούς του, τους φύλαξε μέσα στη σπηλιά του. Τις δικές του ιδέες, τις πιο δυναμικές και τις πιο τολμηρές, τις κράτησε καλά φυλαγμένες μέσα του, εφόσον η ποίησή του δεν αποτέλεσε για εκείνον μια προσπάθεια να αναδείξει τη δική του προσωπική ικανότητα να συνδιαλέγεται με θεωρητικές έννοιες, δύσκολες στη σύλληψη, μα και απομακρυσμένες από τις αντιξοότητες της καθημερινότητας. Η ποίησή του δεν αποτέλεσε, λοιπόν, το βήμα για τη διατύπωση υψηλών νοημάτων, που θα του προσέδιδαν ίσως τον τίτλο του διανοητή, αλλά θα τον κρατούσαν μακριά από τον πόνο και την οδύνη της πραγματικότητας που ήταν αναγκασμένος ο ίδιος και οι γύρω του να βιώνουν καθημερινά.     

Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε βγήτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου

Τα δικά του ποιήματα στόχευσαν κυρίως στη μετάδοση ενός απλού, αλλά απολύτως σημαντικού μηνύματος∙ τα δικά του ποιήματα ήταν ταγμένα να μιλήσουν για την ανάγκη να τερματιστεί, όχι μόνο ο πόλεμος με τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά πολύ περισσότερο ο σπαρακτικός εκείνος Εμφύλιος πόλεμος που είχε χωρίσει τους Έλληνες σε δύο στρατόπεδα και είχε αιματοκυλίσει τη χώρα. Το 1948 που κυκλοφορεί η συλλογή του, ο διχασμός των Ελλήνων βρίσκεται στο αποκορύφωμά του, κι ο ποιητής καλεί τα «περιστέρια» του να βγουν στους κάμπους, με τις γαλάζιες τους κορδέλες, για να μεταφέρουν το κάλεσμά του να επέλθει η αναγκαία συμφιλίωση των συνανθρώπων του.
Ο Σαχτούρης, ωστόσο, γνωρίζει πως εκείνο που περισσότερο επιθυμεί είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο να συμβεί, αφού οι άνθρωποι γύρω του μοιάζουν να έχουν χάσει την επαφή με την ανθρωπιά τους κι έχουν μετατραπεί σε αιμοσταγή θηρία, μη μπορώντας πια να αντιληφθούν τον όλεθρο που προκαλούν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σαχτούρης ανήκει στους ποιητές εκείνους της 1ης Μεταπολεμικής γενιάς που δεν πήραν το μέρος της μίας ή της άλλης παράταξης στην ιδεολογική διαμάχη της εποχής τους, αλλά προσπάθησαν κυρίως να καταδικάσουν τις συνέπειες του διχασμού, στηλιτεύοντας εν γένει τα δεινά της εμφύλιας αυτής σύγκρουσης.
Ο ποιητής στέκει με πρόδηλη απαισιοδοξία απέναντι στη δυνατότητα που έχει το μήνυμά του να εισακουστεί εγκαίρως από τους συγκαιρινούς του, αντικρίζοντας τον εαυτό του ως ήδη νεκρό, αφού κάθε του προσπάθεια μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη και εντελώς αδύναμη ως προς το να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ανίσχυρος απέναντι στη συνεχιζόμενη καταστροφή της εποχής του μοιάζει να βλέπει την προσπάθειά του προορισμένη να βρει, πιθανώς, μια κάποια ανταπόκριση μόνο μετά από χρόνια, όταν το έργο του, ιδωμένο εκ των υστέρων -σαν να σηκώνεται πια από τον τάφο του ο αγνοημένος ποιητής- θα βλέπει τα «περιστέρια» του να πετούν με το φεγγάρι στην καρδιά∙ να πετούν μ’ εκείνο το αγνό μήνυμα ομόνοιας και συναδέλφωσης, που τόσο θέλησε ο ποιητής να το δει να βρίσκει την αναγκαία απήχηση. 

Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ’ άλλα πουλιά
Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
Ελάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου

Τραγικό στη σύλληψη το ύστατο κάλεσμα του ποιητή στα πνευματικά του δημιουργήματα να ξεχυθούν στον κάμπο και να μεταφέρουν το μήνυμά του. Τα περιστέρια του, που είναι ήδη σφαγμένα, καλούνται να βρεθούν μαζί με τ’ άλλα ποιήματα, με τ’ άλλα έργα των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του, που μοιάζουν κι εκείνα να αργοπεθαίνουν, σε μια εποχή που αρνείται να ακούσει και να δεχτεί τα λόγια των ποιητών της.
Οι Έλληνες παρασυρμένοι σ’ έναν δίχως προηγούμενο διχασμό αλληλοσκοτώνονται κι αδυνατούν ν’ ακούσουν και να δεχτούν το κάλεσμα εκείνων που τους ζητούν να δουν με σύνεση την κατάσταση και να εγκαταλείψουν την αδελφοκτόνο δράση τους. Έτσι, τα ταπεινά ποιήματα του Σαχτούρη, τα αγνά του περιστέρια, έχουν σφαγιαστεί από τη βιαιότητα, το μίσος και την εχθρότητα της εποχής τους.

Yves Bergeret «Ο διπλανός σου στο λυκόφως»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Julie Niemela

Yves Bergeret «Ο διπλανός σου στο λυκόφως»

Να μπεις στο βλέμμα του,
να δεις το βλέμμα του:
ένας αλλότριος ουρανός,
που δεν υποπτευόσουν τους ανέμους, τα άστρα
ή έστω το όνομά του,
σκεπάζει την ταράτσα όπου κάθεσαι.

Δες, αυτός που κάθεται πλάι σου
ξαπλώνει συγχρόνως στη νύχτα
κάτω απ’ τα δέντρα κάποιου λόφου,
που μπορείς ακόμα να μαντέψεις στον ορίζοντα,
και σφίγγει γύρω από τους ώμους το μανδύα
μιας παλιάς σκέψης, παλιάς
που ακόμα τον ματώνει∙

στην ταράτσα λέτε λίγα λόγια,
κι ο άνεμος, που με την ακανόνιστη πνοή του
σας συντροφεύει,
είναι η παλίντροπη περιπλάνηση της ψυχής του
πάνω στην ταράτσα, χορταστική
σαν μια μπουκιά φρέσκο ψωμί,
και το γυμνό διάστημα που μας βαραίνει μ’ όλα του τα μάγια,
που τυλίγει και ξετυλίγει όνειρα, λόφους, αίμα,
το χρόνο πληγώνει και σας απομακρύνει
ατέλειωτα τον ένα από τον άλλο.

[Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης]

Ο Yves Bergeret παρουσιάζοντας με έντονα συμβολική και αλληγορική διάθεση τη σύντομη συνύπαρξη δύο ανθρώπων πάνω σε μια ταράτσα, επιχειρεί να τονίσει πως ο άλλος άνθρωπος παραμένει πάντοτε ένας άγνωστος τόπος για μας, κρυμμένος υπό το σύθαμπο της άγνοιάς μας για τα περιστατικά της ζωής του και για τα προσωπικά του βιώματα. Ακόμη κι όταν στέκουμε ο ένας πλάι στον άλλον, δεν παύει να μας χωρίζει μια τεράστια απόσταση που είναι σχεδόν ανέφικτο να καλυφθεί.

Να μπεις στο βλέμμα του,
να δεις το βλέμμα του:
ένας αλλότριος ουρανός,
που δεν υποπτευόσουν τους ανέμους, τα άστρα
ή έστω το όνομά του,
σκεπάζει την ταράτσα όπου κάθεσαι.

Η απόπειρα προσέγγισης του άλλου ανθρώπου∙ η απόπειρα γνωριμίας με τον άλλον άνθρωπο, η οποία ξεκινά με το να τον κοιτάξουμε στα μάτια και να δούμε το βλέμμα του, μας αποκαλύπτει αίφνης έναν κόσμο τελείως ξένο σ’ εμάς. Η στιγμή που επιχειρούμε να δούμε τα πράγματα μέσα από τη δική του ματιά, είναι η στιγμή κατά την οποία συνειδητοποιούμε πως γύρω μας υπάρχει ένας άλλος ουρανός, την ύπαρξη, τους ανέμους και τ’ αστέρια του οποίου δεν υποπτευόμασταν καν.
Αν και βρισκόμαστε πλάι στον άλλον άνθρωπο, δεν αντιλαμβανόμαστε ή δεν αναγνωρίζουμε αμέσως πως η δική του ζωή διαφέρει σε τέτοιο βαθμό απ’ τη δική μας, ώστε είναι σαν να ζει και να κινείται σ’ έναν διαφορετικό κόσμο. Έτσι, ακόμη κι αν καθόμαστε μαζί στην ίδια ταράτσα, ο ουρανός που αντικρίζουμε είναι διαφορετικός για τον καθένα μας, αφού ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε ό,τι συμβαίνει γύρω μας διαμορφώνεται και επηρεάζεται από τα προσωπικά μας προβλήματα, μα κι από τις προσωπικές μας επιδιώξεις και προσδοκίες. Ο ουρανός που βλέπει και βιώνει κάθε άνθρωπος αποτελεί καθρέφτισμα της εσωτερικής μοναδικότητάς του, αλλά και των επιμέρους ξεχωριστών συγκυριών που έχουν διαμορφώσει τις ιδιαίτερες συνθήκες της ατομικής του ζωής και ύπαρξης.  

Δες, αυτός που κάθεται πλάι σου
ξαπλώνει συγχρόνως στη νύχτα
κάτω απ’ τα δέντρα κάποιου λόφου,
που μπορείς ακόμα να μαντέψεις στον ορίζοντα,
και σφίγγει γύρω από τους ώμους το μανδύα
μιας παλιάς σκέψης, παλιάς
που ακόμα τον ματώνει∙

Ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα μας στην ταράτσα, την ίδια ακριβώς στιγμή ξαπλώνει και κάτω από τα δέντρα ενός μακρινού λόφου, την ύπαρξη του οποίου μπορούμε μόνο να μαντέψουμε στα βάθη του ορίζοντα. Το λυκόφως της άγνοιάς μας για τη ζωή και τα βιώματά του καθιστά δυσδιάκριτες τις παράλληλες αγωνίες που ταλανίζουν την ψυχή του, ακόμη και τη στιγμή που βρίσκεται τόσο κοντά μας.
Αν και κάθεται δίπλα μας, ο νους του κινείται κάπου μακριά απορροφημένος σε κάποια παλιά σκέψη∙ σε κάποια σκέψη που αν και αντλείται από εμπειρίες του παρελθόντος έχει ακόμη τη δύναμη να του ματώνει την ψυχή. Μια σκέψη κι ένας πόνος που παραμένουν, ωστόσο, τελείως απρόσιτοι σ’ εμάς, αφού το μόνο που αντιλαμβανόμαστε εμείς είναι η φυσική παρουσία του πλάι μας. Η εσωτερική του πάλη με την οδύνη, που διαφοροποιεί τόσο δραστικά το πώς αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και τον καθιστά τόσο διαφορετικό από εμάς, μένει σ’ εμάς άγνωστη.   

στην ταράτσα λέτε λίγα λόγια,
κι ο άνεμος, που με την ακανόνιστη πνοή του
σας συντροφεύει,
είναι η παλίντροπη περιπλάνηση της ψυχής του
πάνω στην ταράτσα, χορταστική
σαν μια μπουκιά φρέσκο ψωμί

Οι λέξεις που ανταλλάσσουμε με τον άνθρωπο αυτό είναι ελάχιστες, μπορούμε όμως να νιώσουμε τις διαρκείς εναλλαγές του ανέμου που συντροφεύει τις στιγμές της πρόσκαιρης αυτής συνύπαρξής μας. Ενός ανέμου που δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα κινήματα της ψυχής του∙ ενός ανέμου που φανερώνει την εσωτερική ένταση της ψυχής του που πάλλει δίπλα μας ολοζώντανη και πασχίζει να εξισορροπήσει την ταραχή που βιώνει απ’ τις οδύνες των τραυμάτων της με το φαινομενικά αδιάφορο γεγονός της δικής μας παρουσίας.
Μπορούμε να νιώσουμε την ψυχή του ανθρώπου δίπλα μας να βρίσκεται στην αδιάκοπη εκείνη ένταση που συνιστά κομμάτι αναπόσπαστο της ύπαρξης, και μπορούμε σχεδόν να γευτούμε την ομορφιά αυτής της αέναης ταραχής. Μια αίσθηση χορταστική, σαν μια μπουκιά φρέσκο ψωμί, που μας θυμίζει εκ νέου την εκπληκτική πληρότητα που προσφέρει από μόνο του το γεγονός της ζωής, ακόμη και στις απλούστερες στιγμές της καθημερινότητας. Έστω κι αν δεν γνωρίζουμε τι είναι αυτό που πληγώνει τον άνθρωπο δίπλα μας, μπορούμε σίγουρα να συναισθανθούμε τη δύναμη που κρύβει η θέληση κάθε ανθρώπου να ζήσει και να παλέψει για το δικαίωμά του στον ευδαιμονισμό της ζωής, παρά τα όποια προβλήματα και βιώματα που δυσχεραίνουν την προσπάθειά του αυτή.

και το γυμνό διάστημα που μας βαραίνει μ’ όλα του τα μάγια,
που τυλίγει και ξετυλίγει όνειρα, λόφους, αίμα,
το χρόνο πληγώνει και σας απομακρύνει
ατέλειωτα τον ένα από τον άλλο.

Η ίδια η ζωή, ωστόσο, με τις μαγευτικές εμπειρίες που προσφέρει, με τα όνειρα που μας γεννά και τα οποία αλλάζουν και αλλάζουν ξανά παρασυρμένα από την ατελείωτη σειρά γεγονότων των ανθρώπινου βίου∙ η ίδια η ζωή, με τις απώλειες και τις δυσκολίες που στέλνει στο δρόμο κάθε ανθρώπου, είναι αυτή που δεν μας επιτρέπει να διασχίσουμε την αναγκαία απόσταση για να πλησιάσουμε και να γνωρίσουμε πραγματικά τον άνθρωπο δίπλα μας. Ο χρόνος που μας προσφέρεται δεν επαρκεί, καθώς την ίδια ακριβώς στιγμή αλλεπάλληλα γεγονότα και καταστάσεις επιδρούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ν’ απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο ο ένας από τον άλλον, παραμένοντας τελικά για πάντα άγνωστοι μεταξύ μας.   

[Χριστόφορος Λιοντάκης, Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998]

Ζέφη Δαράκη «Αλλά γιατί σταμάτησες...»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Linda Woods

Ζέφη Δαράκη «Αλλά γιατί σταμάτησες...»

...Θυμάμαι προσπαθούσα να κλείσω τη βαλίτσα
Τα κύματα πηδούσαν από μέσα
Οι κλειδαριές αφρίζανε λευκά πουλιά
Ή προσπαθούσα χρόνια να κοιμηθώ;
Απότομα ξημέρωσε και τόσο τρομαχτικό ήταν το σκοτάδι
που μέσα από τους τοίχους ανάσαιναν ετοιμοθάνατοι
και τους διαπερνούσαν
και τι σιωπή...
σαν ξυπόλυτα πόδια επάνω σε πλάκες

Θα μπορούσε, σκέφτηκα, νά ‘τανε καλοκαίρι μ’ έναν ξεκούρα-
     στο άνεμο σαν τότε
Αλλά γιατί σταμάτησες να με ταξιδεύεις
ανοίγω τώρα εδώ υπόγειες στοές
κι ο ένας τραβάει απ’ τον άλλο σα σκοινιά
κάτι αγνώριστες φωνές

Ζέφη Δαράκη «Ο λύκος του μεσονυχτίου», Κέδρος, 1978

Μέσα από συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, το φόβο και την ελπίδα, τον ιδεατό κόσμο της προσδοκίας και την οδύνη των διαψεύσεων, η ποιήτρια μας φανερώνει τη βαθιά αίσθηση απόγνωσης που προκύπτει απ’ την επίγνωση πως η κάποτε απερίσπαστη ευτυχία του έρωτα και το γαλήνιο μοίρασμα κάθε στιγμής με την τότε οικεία, γνώριμη κι αγαπημένη όψη του ερωτικού συντρόφου, ανήκουν πια στο παρελθόν και δεν μπορούν να βιωθούν ξανά.

«...Θυμάμαι προσπαθούσα να κλείσω τη βαλίτσα
Τα κύματα πηδούσαν από μέσα
Οι κλειδαριές αφρίζανε λευκά πουλιά
Ή προσπαθούσα χρόνια να κοιμηθώ;»

Οι μνήμες ευδαιμονικών στιγμών του παρελθόντος συγχέονται με εικόνες που έχουν αντληθεί απ’ τον κόσμο των ονείρων, κι αυτές με τη σειρά τους δύσκολα ξεχωρίζουν απ’ το υλικό των προσδοκιών που συνθέτει τον φαντασιώδη κόσμο στον οποίο κινείται η ποιήτρια τις νύχτες που παραμένει άθελά της άγρυπνη. Η γεμάτη κύματα βαλίτσα με τις κλειδαριές της που τρέπονται σε λευκά πουλιά, αν και μοιάζει να ανήκει στη δικαιοδοσία του ονείρου, δεν παύει να απηχεί την ευτυχία περασμένων εποχών και να φανερώνει εναργώς ό,τι μπορεί να εκληφθεί ως κυρίαρχη επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου να επιστρέψει σ’ εκείνη ακριβώς την περίοδο της περασμένης ευτυχίας. Είτε ιδωθεί ως γέννημα του ονείρου είτε ως ιδεατή σύνθεση μιας ασίγαστης προσδοκίας για επιστροφή στην ευτυχία της νεότητας, η βαλίτσα που αρνείται πεισμόνως να κλείσει, μας υποδεικνύει το ακριβές χρονικό και τοπικό σημείο, όπου η ποιήτρια γεύτηκε την κορύφωση της ευδαιμονίας, και, άρα, το σημείο στο οποίο θέλει και πάλι να επιστρέψει.

«Απότομα ξημέρωσε και τόσο τρομαχτικό ήταν το σκοτάδι
που μέσα από τους τοίχους ανάσαιναν ετοιμοθάνατοι
και τους διαπερνούσαν
και τι σιωπή...
σαν ξυπόλυτα πόδια επάνω σε πλάκες»

Η αντίθεση ανάμεσα στο ιδεατά ευδαιμονικό παρελθόν και τη συναισθηματική κατάσταση του παρόντος δεν είναι διόλου ήπια. Η στιγμή κατά την οποία η ποιήτρια αποφασίζει να εγκαταλείψει τη χρόνια προσπάθειά της να αποκοιμηθεί -με την ελπίδα να επιστρέψει έστω και μέσω του ονείρου στο χώρο και στο χρόνο της νεανικής ευτυχίας-, και αντικρίζει την πραγματικότητα του παρόντος, είναι συγκλονιστική. Το απότομο ξημέρωμα∙ η αιφνίδια αφύπνιση, τη φέρνει αντιμέτωπη με το τρομαχτικό σκοτάδι που συνιστά την παρούσα φάση της ζωής της.
Ένα σκοτάδι τέτοιας εγκατάλειψης και τόσο πλήρους μοναξιάς, ώστε της δημιουργείται η αίσθηση πως μέσα από τους τοίχους ακούγονται ν’ αναπνέουν ετοιμοθάνατοι άνθρωποι, που σιγά-σιγά τους διαπερνούν και βρίσκονται πια μέσα στο σπίτι. Η σιωπή που ακολουθεί αυτή τη συνειδητοποίηση είναι φρικιαστικά απόλυτη, σαν να περπατούν πάνω στις πλάκες του δαπέδου ξυπόλυτα πόδια∙ σαν να έρχονται εκείνοι προς το μέρος της. 
Στον αντίποδα των ευδαιμονικών αναπολήσεων και της επιθυμίας για επιστροφή στους τόπους της νεανικής ευτυχίας, βρίσκεται το άσχημο πρόσωπο του φόβου πως η επιστροφή αυτή είναι ανέφικτη∙ κι ακόμη περισσότερο, του φόβου πως ό,τι απομένει πια είναι η μοναξιά κι η επικρεμάμενη απειλή του θανάτου. Ο ψυχικός κλονισμός της ποιήτριας την εγκλωβίζει σε μια οδυνηρή κατάσταση ανάμεσα στις αναμνήσεις του παρελθόντος και τις φρικτές ανησυχίες για το μέλλον, καθιστώντας το παρόν της μια αδρανή περίοδο παραίτησης απ’ τα όποια πιθανά θέλγητρα της ζωής.

«Θα μπορούσε, σκέφτηκα, νά ‘τανε καλοκαίρι μ’ έναν ξεκούρα-
     στο άνεμο σαν τότε
Αλλά γιατί σταμάτησες να με ταξιδεύεις
ανοίγω τώρα εδώ υπόγειες στοές
κι ο ένας τραβάει απ’ τον άλλο σα σκοινιά
κάτι αγνώριστες φωνές»

Μόνη πηγή παραμυθίας απέναντι στην οδύνη της μοναξιάς είναι η καταφυγή στην ειδυλλιακή γαλήνη του παρελθόντος. Θα μπορούσε να ήταν και πάλι καλοκαίρι, όπως τότε, σκέφτεται η ποιήτρια∙ θα μπορούσε να νιώθει, όπως και τότε, τον ξεκούραστο θερμό άνεμο να καθησυχάζει κάθε έγνοια της και να την οδηγεί στην ευτυχία της λήθης. Θα μπορούσε, μα δεν είναι όμως.
Το παράπονο της ποιήτριας για τη συνεχιζόμενη διάψευση των προσδοκιών της και για την εγκατάλειψη που βιώνει, απευθύνεται σ’ εκείνον που κάποτε συντρόφευε τις στιγμές της πλέον άφατης χαράς της, και το ερώτημά της σ’ αυτόν φανερώνει την πικρία που αισθάνεται για την πλήρη μεταστροφή της ζωής της∙ «γιατί σταμάτησες να με ταξιδεύεις», τον ρωτά, και δηλώνει έτσι πως ό,τι κάποτε αποτελούσε μια γεμάτη αρμονία και ζωτικότητα σχέση έχει περιέλθει πλέον σε κατάσταση μαρασμού. Το πέρασμα του χρόνου τους στέρησε τη χαρά της συνεχούς συνύπαρξης και τους οδήγησε στην πλήρη αποξένωση. Ό,τι απομένει μεταξύ τους είναι η απέλπιδα προσπάθεια της ποιήτριας να ανοίξει διόδους επικοινωνίας, μόνο και μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπη με την επώδυνη επιβεβαίωση πως η απόσταση ανάμεσά τους είναι πια αγεφύρωτη. Ό,τι προκύπτει απ’ την προσπάθειά τους να μιλήσουν και να θεραπεύσουν ίσως τις διαφορές τους είναι κάτι αγνώριστες φωνές που με δυσκολία αποσπούν ο ένας από τον άλλον, σα να είναι αναγκασμένοι να τις τραβούν προς τα έξω με σχοινιά. Ο έρωτας του παρελθόντος που τους προσέφερε πολύτιμες στιγμές αγνής ευτυχίας έχει πια χαθεί οριστικά, κι οι δυο τους, που κάποτε αποτελούσαν μια αδιαχώριστη ενότητα, βιώνουν την οδυνηρή πραγματικότητα μιας μη αντιστρέψιμης ψυχικής απομάκρυνσης. 

Διαγώνισμα Ιστορίας Γ΄ Λυκείου: Το αγροτικό ζήτημα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jane Davies

Διαγώνισμα Ιστορίας Γ΄ Λυκείου: Το αγροτικό ζήτημα  

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ  
ΘΕΜΑ Α1
Να αιτιολογήσετε:
α. Πώς επήλθε η παρακμή του γαλλικού κόμματος κατά την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας.    
β. Γιατί η Ελλάδα μπήκε το 1932 στο χώρο της κλειστής οικονομίας.
γ. Γιατί το εργατικό κίνημα είχε μικρή επιρροή στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα.   
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Κατά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα κέρδισαν την εμπιστοσύνη των οπαδών τους.
β. Το σύνταγμα του 1864 όριζε ως πολίτευμα της Ελλάδας τη συνταγματική μοναρχία.
γ. Οι μεσοπολεμικές οικονομικές εξελίξεις ευνόησαν την ανάδειξη συγκεντρωτικών καθεστώτων.
δ. Η αγροτική οικονομία κυριαρχούσε στο δυτικό κόσμο μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα.
ε. Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 επιδείνωσε τα οικονομικά της Ελλάδας.
Μονάδες 5

ΘΕΜΑ Β1
Ποια εκσυγχρονιστικά αιτήματα των αντιπολιτευτικών ομίλων, που συγκροτήθηκαν περί τα τέλη της δεκαετίας  του 1850, εξέφρασε με την πολιτική του δράση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος; (μονάδες 5) Ποιοι συμμετείχαν στην επανάσταση κατά του Όθωνα, το 1862; (μονάδες 5) Ποιες ήταν οι κύριες διατάξεις του συντάγματος του 1864; (μονάδες 5)
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Β2
Ποια πλεονεκτήματα, που επέτρεπαν μια θετική οικονομική πορεία, εξασφάλισε η Ελλάδα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1919-1939);
Μονάδες 15
ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται:
α. Να προσδιορίσετε τους στόχους της αγροτικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1917. (μονάδες 8)
β. Να αναφερθείτε στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης και στα νέα προβλήματα που αναδείχθηκαν στην πορεία της. (μονάδες 17)
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ
Τ μέτρα παλλοτριώσεως θεσπίσθηκαν στς 20 Μαΐου 1917, κα τ φθινόπωρο το διου τους πεκτάθηκαν μ μερικς λλαγς γι ν περιλάβουν λη τν λλάδα. μεταρρύθμιση ποσκοποσε στν ναγκαστικ παλλοτρίωση τν κτημάτων πο ξεπερνοσαν τ 1.000 στρέμματα. Ο κολλγοι κα ο γροτικο ργάτες, τόσο ο ντόπιοι σο κα ο πρόσφυγες, θ παιρναν γροτικος κλήρους, ετε π τς παλλοτριωμένες γαες τν τσιφλικιν, ετε π γαες το δημοσίου. Κανένα π τ μέτρα ατά, μως, δν φαρμόσθηκε μέσως. πίσης, κανένα π τ μεγάλα τσιφλίκια δν παλλοτριώθηκε τ 1917, κα μόνο να τ 1918. Κα πάλι ξωτερικς πείγουσες νάγκες, πόλεμος καί, ργότερα, Μικρασιατικ κστρατεία πορρόφησαν λη τν προσοχ κα τ δραστηριότητα τς κυβερνήσεως˙ μετ τ 1922, μ τ μεγάλη εσρο προσφύγων, ναγκάστηκαν πι ο κυβερνήσεις τς χώρας να δώσουν ριστικ λύση στ γροτικ πρόβλημα. [...]
Τ προβλήματα πο εχαν σχέση μ τ διακίνηση προϊόντων, τν παραδοσιακ κμετάλλευση το μικρο παραγωγο π τος μεσάζοντες, τν λλειψη κεφαλαίων κα τος τοκογλυφικος ρους δανειοδοτήσεως πο πικρατοσαν στν λεύθερη γορά, καναν κόμη πι ασθητ τν νάγκη συλλογικς σφάλειας πο πρόσφεραν ο συνεταιρισμοί [...].
[...] δρυση το πουργείου Γεωργίας, τν ούνιο το 1917, μέσως μετ τν πάνοδο το Βενιζέλου στν θήνα, στάθηκε παρχ τς μεσης κρατικς παρεμβάσεως στν ργάνωση κα καθοδήγηση τς γεωργικς παραγωγς, στω κα ν παρέμβαση ταν στν ρχ ποτυπώδης.

στορία το λληνικο θνους, τ. ΙΕ΄: Νεώτερος λληνισμς π 1913 ς 1941, θήνα: κδοτική θηνν, σσ. 75-76.

ΘΕΜΑ Δ1
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε τις ακόλουθες πτυχές του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία:
α) Τις πρακτικές των ιδιοκτητών των τσιφλικιών (μονάδες 6) β) Τις θέσεις του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη στο ζήτημα αυτό (μονάδες 6) γ) Τα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των κολίγων (μονάδες 7), καθώς και την εξέλιξη του ζητήματος αυτού από το 1907 μέχρι και το 1910 (μονάδες 6).                                                     
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
[Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΙΩΝ» ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ]

Κα μως τίς θ πίστευε τι ο νέοι κύριοι τν χωρίων, ο π τς [ψηλς] Πύλης γοράσαντες τατα, εσίν παιτητικώτεροι τν Τούρκων πρς τος […] λληνας γεωργούς; Παρ τος Τούρκοις νεγνωρίζετο τος χωρικος κυριότης τς οκίας κα τς περιοχς ατς […] λλ ο νέοι κύριοι […] κβιάζουσιν τος δυστυχες ν τος πληρώνουσι νοίκιον δι τς οκίας, ες ς κατοικοσιν κα ς ο χωρικοί θεωροσι πρ μνημονεύτων χρόνων ς δίας. λλ α νστάσεις τν χωρικν ες μάτην. πιδείκνυται ατος τ τς γοραπωλησίας γγραφον, ν  κα α οκίαι πωλήθησαν τ νέ κυρί.

[ν : Με το οποίο]

Ζ. Δ. Παπαδημητρίου, «Το αγροτικό ζήτημα και η δράση του Μαρίνου Αντύπα στη Θεσσαλία», στο: Π. Πετράτος (επιμ.), Μαρίνος Αντύπας (1872-1907) , Επιστημονικό Συνέδριο, Αγία Ευφημία, 16-19 Μαρτίου 2006, Πρακτικά, τόμ. Α΄, Αγία Ευφημία: Δήμος Πυλαρέων, 2009, σσ. 157-158.

ΚΕΙΜΕΝΟ Β
[ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ]
διος Τρικούπης διευκρίνιζε μ σαφήνεια τ στάση του στ βουλή: «… ἐὰν πιβάλωμεν τν διανομν τν κτημάτων ες τος καλλιεργητάς, πως μο τ ζητετε, θ κδιώξωμεν ξ λλάδος τ χρμα τν λλήνων το ξωτερικο. ντιθέτως, φείλομεν ν προσελκύσωμεν τ κεφάλαια ατν τν λλήνων κα χι ν τος κφοβίσωμεν… κατάστασις ες τν Θεσσαλίαν πρέπει ν παραμείν ς χει, διότι τοτο παιτον τ γενικώτερα συμφέροντα τς χώρας μας…»[…]
Μόνο Δηλιγιάννης, λόγω τς μόνιμης χθρότητάς του ναντι τν «πλουτοκρατν τς διασπορς», πιχείρησε τ 1896 ν περάσει π τ βουλ να νόμο γι τν παλλοτρίωση νς μέρους τν τσιφλικιν πρ τν καλλιεργητν τους. […] κατάθεση κα μόνο το νομοσχεδίου ατο το Δηλιγιάννη τ 1896 στ βουλή ταν στν πραγματικότητα πρώτη πίσημη ναγνώριση, π τν πλευρ το λληνικο κράτους, τι πρχε πρόβλημα μεγάλης γαιοκτησίας στ βόρεια λλάδα, τ «θεσσαλικ πρόβλημα».

στορία το λληνικο θνους , τομ. ΙΔ΄: Νεώτερος λληνισμς π τ 1881 ς τ 1913, Αθήνα: κδοτικ θηνν, 22000, σσ. 70, 72.

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΘΕΣΣΑΛΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΓΩΝΑ
Το Φεβρουάριο του 1910 τα μέλη της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα υπέβαλαν υπόμνημα στο βασιλιά Γεώργιο Α΄, επιδιώκοντας την παρέμβασή του: «… Δεν είμεθα κύριοι της γης, ην καλλιεργούμεν, ούτε της καλύβης, ένθα διαμένομεν […] και ούτε μας επιτρέπουσιν ελευθέραν ιδιοκτησίαν. […] Μας εξωθούσιν, όταν θέλωσι και με τα κινητά πράγματα ημών και με τα μέλη της οικογενείας, περιφερόμεθα από χωρίου εις χωρίον, ώσπερ Αθίγγανοι. Ο γεωργικός πληθυσμός ελαττούται, η δε γεωργία ολοταχώς οπισθοδρομεί. Η τοκογλυφία ακμάζει και η ελονοσία μας θερίζει. Και όμως ευρισκόμεθα πλησίον των συνόρων. Είμεθα οι Ακρίται. Όταν όμως η αγροτική τάξις είναι ευχαριστημένη εκ της θέσεώς της, τότε το καθεστώς είναι περισσότερον εξησφαλισμένον. Καλλίτερος δε βασιλεύς είναι εκείνος, όστις καθιστά την ύπαιθρον γόνιμον χώραν. Εν Δανία η δουλοπαροικία κατηργήθη από του 1788 έτους και στήλη ελευθερίας υπενθυμίζει το γεγονός τούτο. Διατί να μη στηθή [στήλη ελευθερίας] και εν Ελλάδι;»

[Μας εξωθούσιν: Μας κάνουν έξωση.]

Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, 6ο ς τόμος: Η εθνική ολοκλήρωση (1909-1922). Από το κίνημα στο Γουδί ως την Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 273.

Ενδεικτικές απαντήσεις

ΘΕΜΑ Α1
α.  Ο Κωλέττης, ως αρχηγός του γαλλικού κόμματος, επεδίωκε μια κυβερνητική πολιτική που θα ενίσχυε το ρόλο του βασιλιά, υπονομεύοντας έτσι τον κοινοβουλευτισμό. Δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί βία και νοθεία για να τρομοκρατεί τους εκλογείς, ώστε να ψηφίζουν υπέρ του κόμματος του. Το 1846/1847 κατείχε πέντε από τα επτά υπουργεία της κυβέρνησής του, δεν παρουσιαζόταν όμως σχεδόν καθόλου στο Κοινοβούλιο και καθιστούσε αδύνατο τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Επέβαλε έτσι ένα είδος κοινοβουλευτικής δικτατορίας. Μετά το θάνατο του Κωλέττη, το 1847, το γαλλικό κόμμα πέρασε σε φάση παρακμής, καθώς επικράτησε διαμάχη για τη διαδοχή.  
β. Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό και συνάλλαγμα. Την άνοιξη του 1932, όμως, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποφύγει την αναστολή της μετατρεψιμότητας του εθνικού νομίσματος, καθώς και την αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Έτσι εγκαινιάστηκε μια περίοδος ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα, ιδιαίτερα στις εξωτερικές συναλλαγές, και μια πολιτική προστατευτισμού, με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας. Η Ελλάδα μπήκε με τη σειρά της στο χώρο της κλειστής οικονομίας, όπου οι συναλλαγές καθορίζονταν περισσότερο από γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά από ελεύθερες οικονομικές συμφωνίες.
γ. Οι διαφορές του αγροτικού προβλήματος στην Ελλάδα, σε σχέση με γειτονικές ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οφείλονταν στις ιστορικές ιδιομορφίες της ελληνικής ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και για το εργατικό κίνημα. Στο τέλος του 19ου αιώνα συναντάμε στην Ελλάδα σοσιαλιστικές ομάδες και εργατικές ομαδοποιήσεις. Η πολιτική και κοινωνική τους επιρροή ήταν σαφώς μικρότερη από εκείνη που άσκησαν αντίστοιχα κινήματα σε βιομηχανικές χώρες της Δύσης αλλά και σε βαλκανικές (π.χ. Βουλγαρία). Η απουσία μεγάλων σύγχρονων βιομηχανικών μονάδων οδήγησε σ’ αυτήν την καθυστέρηση από κοινού με άλλους παράγοντες. Στα μεγάλα δημόσια έργα της περιόδου, σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού προερχόταν από το εξωτερικό (στη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου εργάστηκαν πολλοί Ιταλοί) ή ήταν πρόσκαιρης, βραχύχρονης απασχόλησης. Πιο σταθερό εργατικό δυναμικό δούλευε στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις, όπου και εκδηλώθηκαν οι πρώτες καθαρά εργατικές εξεγέρσεις (Λαύριο, 1896). Στον ιδεολογικό τομέα η επικράτηση της Μεγάλης Ιδέας εμπόδιζε την ανάπτυξη και διάδοση ιδεολογιών με κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο.

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Κατά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα κέρδισαν την εμπιστοσύνη των οπαδών τους. [Λάθος]
β. Το σύνταγμα του 1864 όριζε ως πολίτευμα της Ελλάδας τη συνταγματική μοναρχία. [Λάθος]
γ. Οι μεσοπολεμικές οικονομικές εξελίξεις ευνόησαν την ανάδειξη συγκεντρωτικών καθεστώτων. [Σωστό]
δ. Η αγροτική οικονομία κυριαρχούσε στο δυτικό κόσμο μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα. [Λάθος]
ε. Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 επιδείνωσε τα οικονομικά της Ελλάδας. [Σωστό]

ΘΕΜΑ Β1
Ποια εκσυγχρονιστικά αιτήματα των αντιπολιτευτικών ομίλων, που συγκροτήθηκαν περί τα τέλη της δεκαετίας  του 1850, εξέφρασε με την πολιτική του δράση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος; (μονάδες 5) Ποιοι συμμετείχαν στην επανάσταση κατά του Όθωνα, το 1862; (μονάδες 5) Ποιες ήταν οι κύριες διατάξεις του συντάγματος του 1864; (μονάδες 5)

Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1850 έγινε φανερή μια συνολική δυσαρέσκεια μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και της δυσλειτουργίας του πολιτικού συστήματος και συγκροτήθηκαν αντιπολιτευτικοί όμιλοι με εκσυγχρονιστικά κατά κύριο λόγο αιτήματα: ελεύθερες εκλογές, φορολογική μεταρρύθμιση με στόχο την ελάφρυνση των αγροτών, κρατικές επενδύσεις σε έργα υποδομής, ίδρυση αγροτικών τραπεζών, απλούστερη διοίκηση. Τα αιτήματα αυτά εξέφρασε σε μεγάλο βαθμό με την πολιτική του δράση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
Το Φεβρουάριο του 1862 η δυσαρέσκεια κατέληξε σε επανάσταση, με αίτημα την απομάκρυνση του βασιλιά. Στην επανάσταση συμμετείχαν κατά κύριο λόγο αξιωματικοί, άνεργοι απόφοιτοι πανεπιστημίου που δεν ήθελαν να εργαστούν στους κλάδους της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής και αισθάνονταν κοινωνικά αδικημένοι. Συμμετείχαν ακόμη και πολλά άτομα ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία ζητούσαν ευκαιρίες για ενεργότερη συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Στις 12 Οκτωβρίου 1862 ο Όθων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα.
Μέσα σε συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας και εμφυλίου πολέμου, η Εθνοσυνέλευση χρειάστηκε δύο ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στην ψήφιση συντάγματος. Ως πολίτευμα ορίστηκε η βασιλευομένη δημοκρατία αντί της μέχρι τότε συνταγματικής μοναρχίας. Κατοχυρώθηκαν μεταξύ άλλων η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η άμεση, μυστική και καθολική (για τον ανδρικό πληθυσμό) ψήφος με σφαιρίδια, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, η οποία άνοιγε το δρόμο για την ελεύθερη συγκρότηση κομμάτων. Τα κόμματα θεωρήθηκαν απαραίτητα για την έκφραση της βούλησης της κοινής γνώμης, με το επιχείρημα ότι η εναλλακτική λύση είναι οι συνωμοτικοί κύκλοι ή οι βιαιοπραγίες.

ΘΕΜΑ Β2
Ποια πλεονεκτήματα, που επέτρεπαν μια θετική οικονομική πορεία, εξασφάλισε η Ελλάδα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1919-1939);

Η Ελλάδα του μεσοπολέμου (1919-1939), παρά το κόστος της μικρασιατικής συμφοράς, είχε αποκτήσει μια σειρά από πλεονεκτήματα, που επέτρεπαν τη θετική οικονομική της πορεία. Σε αντίθεση με πολλά γειτονικά της κράτη είχε ομογενοποιηθεί εθνικά, καθώς οι μειονότητες αντιπροσώπευαν πλέον λιγότερο του 7% του συνολικού πληθυσμού. Είχε ολοκληρώσει την αγροτική της μεταρρύθμιση και είχε προωθήσει την αστικοποίηση της: το 1/3 του πληθυσμού ζούσε πλέον σε μεγάλα αστικά κέντρα. Ταυτόχρονα, κάτω από το βάρος των πιέσεων είχε βελτιώσει τις υποδομές της και είχε υιοθετήσει αναπτυξιακές πολιτικές. Με λίγα λόγια είχε λύσει πολλά από τα προβλήματα που εξακολούθησαν για πολύ καιρό να ταλανίζουν τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη. Τέλος, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα θετικά τη συγκέντρωση των Ελλήνων στο πλαίσιο του εθνικού τους κράτους και την εξάλειψη του ελληνικού κοσμοπολιτισμού που συχνά υπήρξε αιτία για να αντιμετωπίζεται η Ελλάδα ως δευτερεύον πεδίο ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων. Η ανάπτυξη της Ελλάδας ενδιέφερε πλέον όλους τους Έλληνες.
Επιπλέον, οι πρόσφυγες είχαν φέρει μαζί τους τις γνώσεις, τον πολιτισμό τους και μια ισχυρή διάθεση για εργασία. Πέρα από τις επιτυχείς ή ανεπιτυχείς προσπάθειες των αρχών για αποκατάσταση των ξεριζωμένων, θεμέλιο της όλης προσπάθειας ήταν η διάθεση των ανθρώπων να εργαστούν σκληρά για να ξαναδημιουργήσουν αυτά που έχασαν μέσα στην καταστροφή.

ΘΕΜΑ Γ1
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται:
α. Να προσδιορίσετε τους στόχους της αγροτικής μεταρρύθμισης που ξεκίνησε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1917.
β. Να αναφερθείτε στην ολοκλήρωση της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης και στα νέα προβλήματα που αναδείχθηκαν στην πορεία της.

α) Το αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης έγινε στα ταραγμένα χρόνια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και του «εθνικού διχασμού». Το 1917 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης. Όπως προκύπτει από το παράθεμα, τα σχετικά με την απαλλοτρίωση μέτρα θεσπίστηκαν στις 20 Μαΐου του 1917 και διευρύνθηκαν με κάποιες αλλαγές το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, προκειμένου να περιλαμβάνουν όλη την Ελλάδα. Ο στόχος ήταν διπλός: αφενός η στήριξη και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών ιδιοκτησιών γης στις νεοαποκτηθείσες περιοχές και αφετέρου η αποκατάσταση των προσφύγων και η πρόληψη κοινωνικών εντάσεων στον αγροτικό χώρο. Σύμφωνα με το παράθεμα η μεταρρύθμιση προέβλεπε την αναγκαστική απαλλοτρίωση των κτημάτων που ξεπερνούσαν τα 1.000 στρέμματα. Από τα απαλλοτριωμένα κτήματα ή από δημόσιες γαίες θα λάμβαναν γη οι κολίγοι και οι αγροτικοί εργάτες τόσο οι ντόπιοι, όσο και οι πρόσφυγες Με βάση αυτά τα νομοθετήματα η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροτικών ιδιοκτησιών έγινε δυνατή στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, όταν η ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος. Όπως τονίζεται, άλλωστε, στο παράθεμα κανένα από τα τσιφλίκια δεν απαλλοτριώθηκε το 1917, ενώ μόλις ένα το 1918, κι έπειτα εξαιτίας της Μικρασιατικής εκστρατείας δεν υπήρχε η δυνατότητα να ασχοληθεί η κυβέρνηση με τις απαλλοτριώσεις. Μόνο μετά το 1922 και υπό την πίεση της μεγάλης εισροής των προσφύγων επανήλθε η ανάγκη διευθέτησης του θέματος.

β) Η αναδιανομή που έγινε έφτασε στο 85% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μακεδονία και στο 68% στη Θεσσαλία. Στο σύνολο της καλλιεργήσιμης γης της χώρας το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 40%. Μετά από λίγα χρόνια, κάτω από την πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η αγροτική μεταρρύθμιση ολοκληρώθηκε και οδήγησε την αγροτική οικονομία της χώρας σε καθεστώς μικροϊδιοκτησίας. Με τη σειρά της η νέα κατάσταση δημιούργησε νέα προβλήματα. Οι μικροκαλλιεργητές δυσκολεύονταν να εμπορευματοποιήσουν την παραγωγή τους και έπεφταν συχνά θύματα των εμπόρων. Όπως επισημαίνει το παράθεμα, οι παραγωγοί αντιμετώπιζαν προβλήματα που σχετίζονταν με τη διακίνηση των προϊόντων, με την «παραδοσιακή» εκμετάλλευση του μικρού παραγωγού από τους μεσάζοντες, με την έλλειψη κεφαλαίων, αλλά και με τους τοκογλυφικούς όρους του δανεισμού που επικρατούσαν στην ελεύθερη αγορά. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση προωθήθηκε η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, κρατικών οργανισμών παρέμβασης και παραγωγικών συνεταιρισμών. Σύμφωνα με το παράθεμα, οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί προσέφεραν συνολική ασφάλεια στους μικροπαραγωγούς. Τον Ιούνιο του 1917, μάλιστα, ιδρύθηκε από τον Βενιζέλο το Υπουργείο Γεωργίας μέσω του οποίου στάθηκε εφικτή η άμεση κρατική παρέμβαση τόσο στην οργάνωση, όσο και στην καθοδήγηση της γεωργικής παραγωγής. Η παρέμβαση αυτή, βέβαια, ήταν στην αρχή ελάχιστα εμφανής. Το αγροτικό ζήτημα απέκτησε έτσι νέο περιεχόμενο, χωρίς να προκαλέσει τις εντάσεις που γνώρισαν άλλα κράτη της Ευρώπης (Ισπανία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λπ.).

ΘΕΜΑ Δ1
Αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε τις ακόλουθες πτυχές του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία:
α) Τις πρακτικές των ιδιοκτητών των τσιφλικιών (μονάδες 6) β) Τις θέσεις του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη στο ζήτημα αυτό (μονάδες 6) γ) Τα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των κολίγων (μονάδες 7), καθώς και την εξέλιξη του ζητήματος αυτού από το 1907 μέχρι και το 1910 (μονάδες 6).

α) Η διεύρυνση του ελληνικού κράτους με τα Επτάνησα (1864), την Άρτα και τη Θεσσαλία (1881) έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας. Τα «τσιφλίκια» της Θεσσαλίας αγοράστηκαν από πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού οι οποίοι, πέρα από το γεγονός ότι διατήρησαν τον αναχρονιστικό θεσμό των κολίγων, άσκησαν πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις για να κερδοσκοπήσουν από την παραγωγή του σιταριού. Επιδίωξαν δηλαδή την επιβολή υψηλών δασμών στο εισαγόμενο από τη Ρωσία σιτάρι, ώστε να μπορούν να καθορίζουν όσο το δυνατόν υψηλότερες τιμές για το εγχώριο, προκαλώντας μάλιστα μερικές φορές και τεχνητές ελλείψεις. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, τη στάση τους απέναντι στους κολίγους, το Κείμενο Α΄ τονίζει πως υπήρξε δυσμενέστερη από εκείνη των Τούρκων. Ενώ, δηλαδή, οι Τούρκοι αναγνώριζαν στους χωρικούς την ιδιοκτησία των σπιτιών όπου διέμεναν και της περιοχής γύρω από αυτά, οι Έλληνες ομογενείς τούς ζητούσαν ενοίκιο. Πρόκειται, όμως, για σπίτια τα οποία οι χωρικοί τα θεωρούν δικά τους από πολύ παλιά. Ωστόσο, όταν διαμαρτύρονταν στους νέους ιδιοκτήτες, εκείνοι τους παρουσίαζαν τα έγγραφα της αγοραπωλησίας όπου ήταν καταγεγραμμένο πως μαζί με τα κτήματα είχαν πωληθεί σε αυτούς και οι περιεχόμενες οικίες. 

β) Στα εδάφη της Θεσσαλίας, στα οποία κυριαρχούσε η μεγάλη ιδιοκτησία, οι τρικουπικοί υποστήριζαν τους μεγαλογαιοκτήμονες, ενώ οι δηλιγιαννικοί προσπάθησαν, χωρίς τελικά να το κατορθώσουν, να χορηγήσουν γη στους αγρότες και έλαβαν κάποια μέτρα για τη βελτίωση της θέσης τους. Όπως καταγράφεται στο Κείμενο Β΄ ο ίδιος ο Τρικούπης είχε παρουσιάσει τις απόψεις του από το βήμα της βουλής, λέγοντας πως η οποιαδήποτε προσπάθεια διανομής των κτημάτων στους καλλιεργητές θα αποτελούσε αιτία για να απομακρυνθούν από τη χώρα οι Έλληνες του εξωτερικού στερώντας από την Ελλάδα τα χρήματά τους. Η δική του επιθυμία, εντούτοις, ήταν ακριβώς η αντίθετη. Ήθελε να προσελκύσει τα κεφάλαια των Ελλήνων του εξωτερικού γι’ αυτό και θεωρούσε πως η κατάσταση στη Θεσσαλία έπρεπε να μείνει ως είχε, διότι αυτό ήταν σύμφωνο με τα γενικότερα συμφέροντα της χώρας. Το κόμμα του Δηλιγιάννη απεχθανόταν το τυχοδιωκτικό χρηματιστικό κεφάλαιο, γι’ αυτό και όπως επισημαίνεται στο Κείμενο Β΄, προσπάθησε το 1896 να περάσει νόμο από τη βουλή, ώστε να καταστεί εφικτή η απαλλοτρίωση μέρους των τσιφλικιών υπέρ των καλλιεργητών. Ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητά του, η κατάθεση και μόνο αυτού του νόμου αποτελούσε επίσημη αναγνώριση της ύπαρξης προβλήματος σχετιζόμενου με τους μεγαλογαιοκτήμονες στην περιοχή της Θεσσαλίας. 

γ) Οι πρακτικές αυτές δημιούργησαν εντάσεις και οδήγησαν στην ψήφιση νόμων το 1907, οι οποίοι επέτρεπαν στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να απαλλοτριώνει μεγάλες ιδιοκτησίες, ώστε να μπορεί να τις διανέμει σε ακτήμονες. Το Φεβρουάριο του 1910, σύμφωνα με το Κείμενο Γ΄, τα μέλη της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα παρουσίασαν με υπόμνημά τους στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ τα προβλήματα, αλλά και τα αιτήματά τους. Εδικότερα, οι καλλιεργητές διαμαρτύρονταν διότι δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτες μήτε της καλύβας στην οποία διέμεναν, με αποτέλεσμα να τους γίνεται συχνά έξωση και να καταλήγουν να περιφέρονται με τα αντικείμενα της κινητής τους περιουσίας και με την οικογένειά τους από χωριό σε χωριό. Αυτή η τακτική των τσιφλικάδων είχε ως αποτέλεσμα να μειώνεται συνεχώς ο γεωργικός πληθυσμός και να υποχωρεί η γεωργική δραστηριότητα. Επιπροσθέτως, οι αγρότες αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της τοκογλυφίας, αλλά και τις φονικές επιπτώσεις της ελονοσίας. Ζητούσαν, λοιπόν, να ληφθεί μέριμνα γι’ αυτούς, εφόσον επιπροσθέτως αποτελούσαν τους κατοίκους παραμεθόριων περιοχών. Όπως, άλλωστε, τόνιζαν με νόημα στον Βασιλιά, όταν η αγροτική τάξη είναι ευχαριστημένη τότε και η θέση του καθεστώτος είναι πιο σίγουρη. Ενώ, πρόσθεταν πως καλύτερος είναι εκείνος ο βασιλιάς, ο οποίος κατορθώνει να διασφαλίζει τη συνεχή καλλιέργεια της υπαίθρου. Του υπενθύμιζαν, μάλιστα, πως στη Δανία είχε καταργηθεί η δουλοπαροικία ήδη από το 1788, κι αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να συμβεί και στην Ελλάδα. Η εφαρμογή, ωστόσο, των νόμων του 1907 αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση και οι τριβές που προκλήθηκαν προκάλεσαν συγκρούσεις, η πιο σημαντική από τις οποίες έγινε στο χωριό Κιλελέρ (1910).

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...