Linda Woods
Ζέφη
Δαράκη «Αλλά γιατί σταμάτησες...»
...Θυμάμαι προσπαθούσα να κλείσω τη
βαλίτσα
Τα κύματα πηδούσαν από μέσα
Οι κλειδαριές αφρίζανε λευκά πουλιά
Ή προσπαθούσα χρόνια να κοιμηθώ;
Απότομα ξημέρωσε και τόσο τρομαχτικό
ήταν το σκοτάδι
που μέσα από τους τοίχους ανάσαιναν
ετοιμοθάνατοι
και τους διαπερνούσαν
και τι σιωπή...
σαν ξυπόλυτα πόδια επάνω σε πλάκες
Θα μπορούσε, σκέφτηκα, νά ‘τανε
καλοκαίρι μ’ έναν ξεκούρα-
στο άνεμο σαν τότε
Αλλά γιατί σταμάτησες να με ταξιδεύεις
ανοίγω τώρα εδώ υπόγειες στοές
κι ο ένας τραβάει απ’ τον άλλο σα
σκοινιά
κάτι αγνώριστες φωνές
Ζέφη Δαράκη «Ο λύκος του μεσονυχτίου»,
Κέδρος, 1978
Μέσα από συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα στο
όνειρο και την πραγματικότητα, το φόβο και την ελπίδα, τον ιδεατό κόσμο της
προσδοκίας και την οδύνη των διαψεύσεων, η ποιήτρια μας φανερώνει τη βαθιά
αίσθηση απόγνωσης που προκύπτει απ’ την επίγνωση πως η κάποτε απερίσπαστη
ευτυχία του έρωτα και το γαλήνιο μοίρασμα κάθε στιγμής με την τότε οικεία,
γνώριμη κι αγαπημένη όψη του ερωτικού συντρόφου, ανήκουν πια στο παρελθόν και
δεν μπορούν να βιωθούν ξανά.
«...Θυμάμαι προσπαθούσα να κλείσω τη
βαλίτσα
Τα κύματα πηδούσαν από μέσα
Οι κλειδαριές αφρίζανε λευκά πουλιά
Ή προσπαθούσα χρόνια να κοιμηθώ;»
Οι μνήμες ευδαιμονικών στιγμών του
παρελθόντος συγχέονται με εικόνες που έχουν αντληθεί απ’ τον κόσμο των ονείρων,
κι αυτές με τη σειρά τους δύσκολα ξεχωρίζουν απ’ το υλικό των προσδοκιών που
συνθέτει τον φαντασιώδη κόσμο στον οποίο κινείται η ποιήτρια τις νύχτες που
παραμένει άθελά της άγρυπνη. Η γεμάτη κύματα βαλίτσα με τις κλειδαριές της που
τρέπονται σε λευκά πουλιά, αν και μοιάζει να ανήκει στη δικαιοδοσία του
ονείρου, δεν παύει να απηχεί την ευτυχία περασμένων εποχών και να φανερώνει
εναργώς ό,τι μπορεί να εκληφθεί ως κυρίαρχη επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου
να επιστρέψει σ’ εκείνη ακριβώς την περίοδο της περασμένης ευτυχίας. Είτε
ιδωθεί ως γέννημα του ονείρου είτε ως ιδεατή σύνθεση μιας ασίγαστης προσδοκίας
για επιστροφή στην ευτυχία της νεότητας, η βαλίτσα που αρνείται πεισμόνως να
κλείσει, μας υποδεικνύει το ακριβές χρονικό και τοπικό σημείο, όπου η ποιήτρια
γεύτηκε την κορύφωση της ευδαιμονίας, και, άρα, το σημείο στο οποίο θέλει και
πάλι να επιστρέψει.
«Απότομα ξημέρωσε και τόσο τρομαχτικό
ήταν το σκοτάδι
που μέσα από τους τοίχους ανάσαιναν ετοιμοθάνατοι
και τους διαπερνούσαν
και τι σιωπή...
σαν ξυπόλυτα πόδια επάνω σε πλάκες»
Η αντίθεση ανάμεσα στο ιδεατά
ευδαιμονικό παρελθόν και τη συναισθηματική κατάσταση του παρόντος δεν είναι διόλου
ήπια. Η στιγμή κατά την οποία η ποιήτρια αποφασίζει να εγκαταλείψει τη χρόνια
προσπάθειά της να αποκοιμηθεί -με την ελπίδα να επιστρέψει έστω και μέσω του
ονείρου στο χώρο και στο χρόνο της νεανικής ευτυχίας-, και αντικρίζει την
πραγματικότητα του παρόντος, είναι συγκλονιστική. Το απότομο ξημέρωμα∙ η αιφνίδια
αφύπνιση, τη φέρνει αντιμέτωπη με το τρομαχτικό σκοτάδι που συνιστά την παρούσα
φάση της ζωής της.
Ένα σκοτάδι τέτοιας εγκατάλειψης και
τόσο πλήρους μοναξιάς, ώστε της δημιουργείται η αίσθηση πως μέσα από τους
τοίχους ακούγονται ν’ αναπνέουν ετοιμοθάνατοι άνθρωποι, που σιγά-σιγά τους
διαπερνούν και βρίσκονται πια μέσα στο σπίτι. Η σιωπή που ακολουθεί αυτή τη
συνειδητοποίηση είναι φρικιαστικά απόλυτη, σαν να περπατούν πάνω στις πλάκες
του δαπέδου ξυπόλυτα πόδια∙ σαν να έρχονται εκείνοι προς το μέρος της.
Στον αντίποδα των ευδαιμονικών
αναπολήσεων και της επιθυμίας για επιστροφή στους τόπους της νεανικής ευτυχίας,
βρίσκεται το άσχημο πρόσωπο του φόβου πως η επιστροφή αυτή είναι ανέφικτη∙ κι
ακόμη περισσότερο, του φόβου πως ό,τι απομένει πια είναι η μοναξιά κι η
επικρεμάμενη απειλή του θανάτου. Ο ψυχικός κλονισμός της ποιήτριας την
εγκλωβίζει σε μια οδυνηρή κατάσταση ανάμεσα στις αναμνήσεις του παρελθόντος και
τις φρικτές ανησυχίες για το μέλλον, καθιστώντας το παρόν της μια αδρανή περίοδο
παραίτησης απ’ τα όποια πιθανά θέλγητρα της ζωής.
«Θα μπορούσε, σκέφτηκα, νά ‘τανε
καλοκαίρι μ’ έναν ξεκούρα-
στο άνεμο σαν τότε
Αλλά γιατί σταμάτησες να με ταξιδεύεις
ανοίγω τώρα εδώ υπόγειες στοές
κι ο ένας τραβάει απ’ τον άλλο σα
σκοινιά
κάτι αγνώριστες φωνές»
Μόνη πηγή παραμυθίας απέναντι στην
οδύνη της μοναξιάς είναι η καταφυγή στην ειδυλλιακή γαλήνη του παρελθόντος. Θα
μπορούσε να ήταν και πάλι καλοκαίρι, όπως τότε, σκέφτεται η ποιήτρια∙ θα
μπορούσε να νιώθει, όπως και τότε, τον ξεκούραστο θερμό άνεμο να καθησυχάζει
κάθε έγνοια της και να την οδηγεί στην ευτυχία της λήθης. Θα μπορούσε, μα δεν
είναι όμως.
Το παράπονο της ποιήτριας για τη συνεχιζόμενη διάψευση των προσδοκιών
της και για την εγκατάλειψη που βιώνει, απευθύνεται σ’ εκείνον που κάποτε
συντρόφευε τις στιγμές της πλέον άφατης χαράς της, και το ερώτημά της σ’ αυτόν
φανερώνει την πικρία που αισθάνεται για την πλήρη μεταστροφή της ζωής της∙
«γιατί σταμάτησες να με ταξιδεύεις», τον ρωτά, και δηλώνει έτσι πως ό,τι κάποτε
αποτελούσε μια γεμάτη αρμονία και ζωτικότητα σχέση έχει περιέλθει πλέον σε
κατάσταση μαρασμού. Το πέρασμα του χρόνου τους στέρησε τη χαρά της συνεχούς
συνύπαρξης και τους οδήγησε στην πλήρη αποξένωση. Ό,τι απομένει μεταξύ τους
είναι η απέλπιδα προσπάθεια της ποιήτριας να ανοίξει διόδους επικοινωνίας, μόνο
και μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπη με την επώδυνη επιβεβαίωση πως η απόσταση
ανάμεσά τους είναι πια αγεφύρωτη. Ό,τι προκύπτει απ’ την προσπάθειά τους να
μιλήσουν και να θεραπεύσουν ίσως τις διαφορές τους είναι κάτι αγνώριστες φωνές
που με δυσκολία αποσπούν ο ένας από τον άλλον, σα να είναι αναγκασμένοι να τις
τραβούν προς τα έξω με σχοινιά. Ο έρωτας του παρελθόντος που τους προσέφερε
πολύτιμες στιγμές αγνής ευτυχίας έχει πια χαθεί οριστικά, κι οι δυο τους, που
κάποτε αποτελούσαν μια αδιαχώριστη ενότητα, βιώνουν την οδυνηρή πραγματικότητα
μιας μη αντιστρέψιμης ψυχικής απομάκρυνσης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου