Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ενδεικτικό Κριτήριο Αξιολόγησης Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ενδεικτικό Κριτήριο Αξιολόγησης Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου 

Ισμήνη Καπάνταη «Αστική οικία στο Χαλάνδρι»

Όταν η ογδοντάχρονη Ασπασία Αρναούτη βρίσκεται δολοφονημένη μέσα στο σπίτι της, όλοι οι άνθρωποι του περιβάλλοντός της θεωρούνται ύποπτοι. Η Ασπασία Αρναούτη, άλλωστε, δεν ήταν αγαπητή σε κανέναν, αφού μέχρι την τελευταία στιγμή έλεγχε με αυστηρότητα τη ζωή των παιδιών και των εγγονιών της. Εκείνη είχε τον έλεγχο της μεγάλης οικογενειακής επιχείρησης· εκείνη είχε τον πραγματικό έλεγχο των χρημάτων· εκείνη έπαιρνε όλες τις αποφάσεις. Η πανίσχυρη και πάμπλουτη οικογένεια Αρναούτη τίθεται στο επίκεντρο των αστυνομικών ερευνών.   

Το ύφος του ήταν συγκρατημένο και... αυστηρό; σκέφτηκε ο Χρήστου, που θυμήθηκε τα λόγια του Πετρόπουλου. Ύφος ανθρώπου που θεωρεί ότι ελέγχει την κατάσταση; Μπορεί. Ανώτερου προς κατώτερο; Ίσως. Ό,τι και αν ήταν, ήταν καλό. Αν έτσι αισθάνεται, θα χαλαρώσει. Άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε τα αντίγραφα των καταθέσεων μαζί με το μαγνητόφωνό του.
«Δεν έχετε αντίρρηση να καταγράφεται η συνομιλία μας;», τον ρώτησε κι όταν ο Αρναούτης κατένευσε πάτησε το κουμπί. Έμεινε για λίγο σιωπηλός, επίτηδες και ύστερα, «Απ’ ό,τι διάβασα...», άρχισε, αλλά ο Αρναούτης τον διέκοψε:
«Ακούστε, κύριε... Πώς είπαμε πως σας λένε; Μάλιστα, κύριε Χρήστου», κι έκανε ύστερα πως ρίχνει μια βιαστική ματιά στα διακριτικά της στολής του, τάχα μου πως δεν τον θυμόταν από χτες και μόλις τότε πρόσεξε τον βαθμό, «Αστυνόμε Χρήστου», συνέχισε, «πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να ξέρετε πως σήμερα το πρωί επικοινώνησα με τον υπουργό. Είμαι αγανακτισμένος. Κάτι πρέπει να κάνετε και γρήγορα μάλιστα. Οι εφημερίδες οργιάζουνε. Αυτό το φριχτό έγκλημα πρέπει να διαλευκανθεί το ταχύτερο δυνατόν, έτσι του είπα. Είμαστε συγκλονισμένοι όλοι στην οικογένεια. Πώς είναι δυνατόν; Που ζούμε, τέλος πάντων; Τι είδους προστασία έχουμε σ’ αυτόν τον τόπο, όταν αφήνουμε να κάνουν ό,τι θέλουν αυτές οι συμμορίες; Δεν ξέρω αν είναι αλλοδαποί, όπως λένε, ή αν πρόκειται για δικά μας αποβράσματα, και να σας πω κάτι; Καθόλου δεν μ’ ενδιαφέρει. Εκείνο που θέλω εγώ, που απαιτώ, έτσι είπα στον κύριο υπουργό, του είπα πως απαιτώ να κάνετε εσείς κάτι, η Αστυνομία μας δηλαδή. Να κάνετε το καθήκον σας, κύριοι. Σκότωσαν τη μητέρα μου. Καταλάβατε; Τη μητέρα μου. Να κάνετε λοιπόν κάτι, και γρήγορα αυτήν τη φορά».
Προφανώς, σκέφτηκε ο Χρήστου που τον άκουγε ανέκφραστος, το γεγονός ότι το θύμα ήταν η δική του μητέρα έκανε, κατά τη γνώμη του, την πράξη απεχθέστερη.
«Τι έγινε; Τι κάνατε, σας ερωτώ, μ’ εκείνη την υπόθεση της κουνιάδας του Δημητρακόπουλου; Ακόμα τίποτα. Δεν χρειάζεται να μου απαντήσετε. Διαβάζουμε τις εφημερίδες και ξέρουμε. Για ποιον λόγο, λοιπόν, πληρώνουμε εμείς όλους αυτούς τους φόρους; Για να έχουμε παρόμοια αποτελέσματα; Για να μην ξέρει κανείς, όταν πέφτει να κοιμηθεί, αν θα ξημερωθεί ζωντανός στο κρεβάτι του ή αν...», είπε και στάθηκε.
Ο Χρήστου σιωπηλός τον άφηνε να μιλά. Η αντίδραση του Αρναούτη δεν τον ξάφνιασε, όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο είχε προβλέψει ο Πετρόπουλος, αλλά γιατί από τη Σχολή ακόμα, στα κεφάλαια τα σχετικά με τις ανακρίσεις, παρόμοιες αντιδράσεις ήταν μέσα στα στοιχειώδη που διδάσκονταν. Ήταν η αναμενόμενη πρώτη αντίδραση του ισχυρού, ένοχου ή αθώου, αδιάφορο. Θυμός, αγανάκτηση, η αγανάκτηση που προκύπτει όταν διαπιστώνεις ελλείψεις και θεωρείς ότι έχεις το δικαίωμα να εγκαλείς. Τον εγκαλούσε, λοιπόν, όχι εκείνον ειδικά, αλλά τον όποιον, γενικά και αόριστα, όπως θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να κάνουν, και το κάνουν άλλωστε πάντοτε, οι φραγκάτοι. Μιλούσε, βλέπεις, το πορτοφόλι του. Πρόσεξε, ωστόσο, ότι δεν είχε κάνει καμιά προσπάθεια να δείξει συγκινημένος κι αυτό ήταν μάλλον περίεργο.
«Καταλάβατε; Κάτι πρέπει να κάνετε, και να το κάνετε γρήγορα».
Το ύφος του τώρα είχε αλλάξει ελαφρώς. Μαλάκωσε; Έγινε μια ιδέα συντροφικότερο; Μπα, όχι. Μάλλον πιο καταδεχτικό.
«Λέτε να είναι και αυτοί της ίδιας σπείρας ή πρόκειται για άλλους; Τι νομίζετε;», τον ρώτησε.
«Όλα είναι ανοιχτά», του απάντησε ο Χρήστου κι ας ήταν σίγουρος πως το ενδεχόμενο της σπείρας δεν έπαιζε.

Ισμήνη Καπάνταη «Αστική οικία στο Χαλάνδρι», Εκδόσεις Ίκαρος, 2017

ΘΕΜΑΤΑ

1ο Θέμα
1Ποια στοιχεία της συμπεριφοράς ή των λεγομένων του Αρναούτη υποδηλώνουν πως αισθάνεται ανώτερος από τον αστυνόμο ΧρήστουΝα τεκμηριώσετε την απάντησή σας με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.
Μονάδες 10

2Αν ήσασταν στη θέση του αστυνόμου Χρήστου ποια άποψη θα σχηματίζατε για τον ΑρναούτηΝα αναπτύξετε με συντομία τις σκέψεις σας (50-60 λέξεις).
Μονάδες 20

2ο Θέμα
1. «Ύφος ανθρώπου που θεωρεί ότι ελέγχει την κατάσταση; Μπορεί. Ανώτερου προς κατώτερο; Ίσως. Ό,τι και αν ήταν, ήταν καλό. Αν έτσι αισθάνεται, θα χαλαρώσει.»
Σε ποιον ανήκουν τα λόγια αυτάΤι είδους αφηγηματικός τρόπος αξιοποιείται σ’ αυτό το χωρίοΣε τι αποσκοπούν τα ερωτήματα;
Μονάδες 10

2. «Εκείνο που θέλω εγώ, που απαιτώ, έτσι είπα στον κύριο υπουργό, του είπα πως απαιτώ να κάνετε εσείς κάτι, η Αστυνομία μας δηλαδή. Να κάνετε το καθήκον σας, κύριοι. Σκότωσαν τη μητέρα μου. Καταλάβατε; Τη μητέρα μου. Να κάνετε λοιπόν κάτι, και γρήγορα αυτήν τη φορά».
Ποια είναι η συναισθηματική κατάσταση του Αρναούτη και πώς κατορθώνει η συγγραφέας να την τονίσει σε αφηγηματικό επίπεδο;
Μονάδες 10

3Στα αστυνομικά μυθιστορήματα ο αφηγητής οφείλει να δημιουργεί υποψίες για όλα τα πρόσωπα, χωρίς, ωστόσο, να φανερώνει τόσα στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται πρόωρα την ταυτότητα του ενόχουΠοια στοιχεία υποδηλώνουν ύποπτη συμπεριφορά από τη μεριά του ήρωα και ποια συνηγορούν υπέρ της αθωότητάς τουΤι απουσιάζει από την παρουσίαση του Αρναούτη που θα μπορούσε να φωτίσει πληρέστερα το χαρακτήρα του (λάβετε υπόψη σας το πώς γίνεται η παρουσίαση του Χρήστου);
Μονάδες 10  

3ο Θέμα
«Για να μην ξέρει κανείς, όταν πέφτει να κοιμηθεί, αν θα ξημερωθεί ζωντανός στο κρεβάτι του ή αν...»
Ο Αρναούτης δηλώνει απογοητευμένος από την αποτελεσματικότητα των αρχών να διασφαλίσουν την προστασία των πολιτώνΠοιες θεωρείτε ότι είναι οι επιπτώσεις σ’ ένα κοινωνικό σύνολο όταν η αυξάνεται η εγκληματικότηταΝα αναπτύξετε τις σκέψεις σας σε ένα ενιαίο κείμενο των 100-150 λέξεων.
Μονάδες 40

Εναλλακτικά:
Σε μια κοινωνία που βλέπει τα φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας να αυξάνονται, ποιο θεωρείτε ότι είναι το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στην πολιτεία και ποιο στους θύτες των εγκληματικών πράξεωνΝα αναπτύξετε τις σκέψεις σας σε ένα ενιαίο κείμενο των 100-150 λέξεων.
Μονάδες 40

Άσκηση δημιουργικής γραφής
Αφού λάβετε ως δεδομένο πως τη δολοφονία δεν την έχει διαπράξει κάποιο μέλος της οικογένειας Αρναούτη, καλείστε να δημιουργήσετε έναν νέο ήρωα· τον δολοφόνο. Μπορείτε να αξιοποιήσετε όποιον αφηγηματικό τρόπο θέλετε.
Μονάδες 40

Απαντήσεις Κριτηρίου

1ο Θέμα
1. Ο Αρναούτης διατηρεί αυστηρό ύφος απέναντι στον αστυνόμο (Το ύφος του ήταν συγκρατημένο και... αυστηρό; σκέφτηκε ο Χρήστου) κι όταν εκείνος επιχειρεί να του μιλήσει, τον διακόπτει απότομα, θέλοντας ίσως να του δείξει ποιος έχει τον έλεγχο της συζήτησης («Απ’ ό,τι διάβασα...», άρχισε, αλλά ο Αρναούτης τον διέκοψε). Κατόπιν, κάνει πως δεν θυμάται μήτε το όνομα του αστυνόμου μήτε τον βαθμό του (τάχα μου πως δεν τον θυμόταν από χτες και μόλις τότε πρόσεξε τον βαθμό). Ενώ, σπεύδει να του επισημάνει πως έχει ήδη επικοινωνήσει με τον υπουργό, ένδειξη πως για εκείνον το να συνομιλεί μ’ έναν απλό αστυνόμο είναι σημαντική παραχώρηση (θα πρέπει να ξέρετε πως σήμερα το πρωί επικοινώνησα με τον υπουργό). Φροντίζει, μάλιστα, να του τονίσει πως δεν δίστασε να απαιτήσει σε έντονο ύφος από τον υπουργό την άμεση διαλεύκανση της υπόθεσης, υποδηλώνοντας τη θέση ισχύος που του διασφαλίζει ο πλούτος της οικογένειάς του (Εκείνο που θέλω εγώ, που απαιτώ, έτσι είπα στον κύριο υπουργό). Κατόπιν αμφισβητεί ευθέως την αποτελεσματικότητα της αστυνομίας, θέλοντας να δείξει στον αστυνόμο πως δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στην ικανότητα εκείνου και των συνεργατών του να εντοπίσουν τον ένοχο ή τους ενόχους (Τι κάνατε, σας ερωτώ, μ’ εκείνη την υπόθεση της κουνιάδας του Δημητρακόπουλου; Ακόμα τίποτα.).

2. Ο Αρναούτης συμπεριφέρεται με υπεροψία, εφόσον μοιάζει να θεωρεί δεδομένο πως η δική του απώλεια οφείλει να αποτελέσει προτεραιότητα για τις αρχές, χωρίς, μάλιστα να διστάσει να επικοινωνήσει με τον υπουργό απαιτώντας την άμεση διαλεύκανση της υπόθεσης. Είναι, βέβαια, λογικό να εμφανίζεται αγανακτισμένος, εφόσον κάποιος δολοφόνησε τη μητέρα του, ωστόσο αυτό δεν δικαιολογεί την πεποίθησή του πως είναι ανώτερος από τους άλλους. Το γεγονός ότι είναι πλούσιος τον έχει κάνει να πιστεύει πως βρίσκεται σε θέση ισχύος έναντι όλων· ακόμη κι απέναντι στους νόμους.

2ο Θέμα
1. Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Χρήστου και αποτελούν τις σκέψεις του. Ο αφηγητής αξιοποιεί εδώ την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, προκειμένου να φανερώσει στον αναγνώστη το τι σκέφτεται ο αστυνόμος κατά τη διάρκεια της συζήτησής του μ’ έναν εν δυνάμει ύποπτο. Παραχωρεί, λοιπόν, ο αφηγητής στον αναγνώστη πρόσβαση στο πώς αναλύει και πώς ερμηνεύει την υπόθεση ο αστυνόμος κατά τη διάρκεια των ερευνών και των ανακρίσεων.

2. Ο Αρναούτης αισθάνεται θυμό για τη δολοφονία της μητέρας του, αλλά και αγανάκτηση μπροστά στο ενδεχόμενο να γλιτώσει ο δράστης εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας των αρχών. Θέλει, λοιπόν, να δει αποτελέσματα το ταχύτερο δυνατόν κι όχι να αποτελέσει κι αυτό το έγκλημα μια ακόμη χρονίζουσα υπόθεση.
Προκειμένου να αποδοθούν τα συναισθήματα αυτά σε αφηγηματικό επίπεδο ο λόγος του αποκτά επιτακτικό ύφος μέσω της κλιμάκωσης των εκφράσεών του, των επαναλήψεων, τη χρήση της υποτακτικής έγκλισης κι ενός ρητορικού ερωτήματος. Ειδικότερα: Κλιμάκωση: «Εκείνο που θέλω εγώ, που απαιτώ... απαιτώ...»
Επαναλήψεις: «απαιτώ... απαιτώ... τη μητέρα μου... Τη μητέρα μου... Να κάνετε... Να κάνετε...»
Υποτακτική έγκλιση: «Να κάνετε το καθήκον σας, κύριοι. ... Να κάνετε λοιπόν κάτι...»
Ρητορικό ερώτημα: «Καταλάβατε;»

3. Στα στοιχεία που υποδηλώνουν ύποπτη συμπεριφορά μπορούμε να εντάξουμε αφενός τη γεμάτη αγανάκτηση συμπεριφορά που υιοθετεί ο Αρναούτης, η οποία θα μπορούσε να είναι απλώς προσχηματική (Ήταν η αναμενόμενη πρώτη αντίδραση του ισχυρού, ένοχου ή αθώου, αδιάφορο), καθώς και το ερώτημα σχετικά με την πιθανή εμπλοκή μιας γνωστής σπείρας, το οποίο παραπέμπει σε προσπάθεια καθοδήγησης των ερευνών προς συγκεκριμένη κατεύθυνση («Λέτε να είναι και αυτοί της ίδιας σπείρας ή πρόκειται για άλλους; Τι νομίζετε;»).
Στα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της αθωότητάς του μπορούμε να εντάξουμε την προσπάθειά του να πιέσει ακόμη και τον υπουργό προκειμένου να ενταθούν οι έρευνες (πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να ξέρετε πως σήμερα το πρωί επικοινώνησα με τον υπουργό), καθώς και το γεγονός πως δεν μπαίνει στη διαδικασία έστω και να υποκριθεί πως είναι συγκινημένος για την απώλεια της μητέρας του (Πρόσεξε, ωστόσο, ότι δεν είχε κάνει καμιά προσπάθεια να δείξει συγκινημένος κι αυτό ήταν μάλλον περίεργο). Ο Αρναούτης διατηρεί σε μεγάλο βαθμό γνήσιες τις αντιδράσεις του και δεν φέρεται όπως θα περίμενε κάποιος από αυτόν να φερθεί. Έτσι, δεν προσπαθεί να υποκριθεί ότι τον στεναχώρησε η απώλεια της μητέρας του.
Εκείνο που απουσιάζει από την παρουσίαση του Αρναούτη είναι πως ο αφηγητής δεν φανερώνει τις σκέψεις του στον αναγνώστη, όπως κάνει στην περίπτωση του Χρήστου. Έτσι, σε αντίθεση με τον ανακριτή, που δεν είναι προφανώς ύποπτος, όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που έχουν κάποια σχέση με το θύμα, κινούνται και δρουν χωρίς να δίνεται στον αναγνώστη η δυνατότητα να γνωρίζει τι σκέφτονται, ώστε να διατηρείται μέχρι τέλους το μυστήριο σχετικά με την ταυτότητα του δράστη.

3ο Θέμα
Οι πολίτες μιας κοινωνίας που γνωρίζει έξαρση της εγκληματικότητας αδυνατούν να αισθανθούν ασφαλείς και γίνονται πολλαπλά επιφυλακτικοί απέναντι στους συνανθρώπους τους. Επέρχεται, έτσι, διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και κατ’ επέκταση καθίσταται λιγότερο αποτελεσματική η όποια προσπάθεια αντιμετώπισης των γενεσιουργών αιτιών του φαινομένου. Ο φόβος, η καχυποψία κι η αγανάκτηση παίρνουν τη θέση θετικότερων συναισθημάτων, όπως είναι η διάθεση αλληλεγγύης και κατανόησης. Εκεί όπου θα έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο η επιθυμία στήριξης των ατόμων εκείνων που ανήκουν σε ομάδες επιρρεπείς στην παραβατική συμπεριφορά, κυριαρχεί μια τιμωρητική διάθεση. Διάθεση που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη έκταση, όσο αυξάνεται η βαρύτητα των παραβάσεων. Οι ακραίες εγκληματικές ενέργειες, άλλωστε, εξωθούν με τη σειρά τους την πολιτεία στην υιοθέτηση αυστηρότερων ποινών και οδηγούν έτσι σε δραστική υπονόμευση των ανθρωπιστικών ιδανικών, εφόσον δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος βίας. Η πολιτεία απαντά με σκληρές ή και απάνθρωπες κυρώσεις στα βίαια εγκλήματα, επιχειρώντας -συνήθως αναποτελεσματικά- να κατασιγάσει τη βία με βία.  

Εναλλακτικά:
Οι εγκληματικές πράξεις, και κυρίως εκείνες που έχουν ως κίνητρο τη διασφάλιση χρημάτων, βρίσκονται σε άμεση συσχέτιση με την οικονομική κατάσταση μιας χώρας. Έτσι, σε περιόδους κατά τις οποίες η ανεργία είναι ιδιαίτερα αυξημένη κι οι μισθοί των εργαζομένων μειώνονται διαρκώς, παρατηρείται σημαντική αύξηση στις ληστείες και τις οικονομικές απάτες. Υπ’ αυτή την έννοια μια πολιτεία που δεν κατορθώνει να διασφαλίσει συνθήκες αξιοπρεπούς εργασιακής απασχόλησης στους πολίτες της, έχει αναμφίβολα ευθύνη για την έξαρση της εγκληματικότητας. Ευθύνη που διευρύνεται σημαντικά αν ληφθεί υπόψη πως κι άλλα γενεσιουργά αίτια της εγκληματικής και της παραβατικής συμπεριφοράς σχετίζονται με τομείς στους οποίους έχει καίριο λόγο η πολιτεία. Η ελλιπής πνευματική καλλιέργεια των νέων, για παράδειγμα, επιτρέπει την ευκολότερη καταφυγή στη βία, ως τρόπου αντιμετώπισης των εσωτερικών εντάσεων ή των διαφωνιών στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων, διότι απουσιάζει η εμπέδωση των ανθρωπιστικών αξιών. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι σαφές πως κάθε άτομο χωριστά έχει την ευθύνη των πράξεών του και του τρόπου που επιλέγει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που βιώνει. Η έλλειψη χρημάτων ή εργασίας δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη κάθε άνθρωπο σε άνομες πράξεις, εφόσον η πλειονότητα των πολιτών έχει ένα αυστηρό πλαίσιο ηθικών αρχών που τους αποτρέπει από τέτοιου είδους συμπεριφορές.     

Άσκηση δημιουργικής γραφής
Όποιο άνοιγμα κι αν επιχειρούσε στην αγορά, όποια κίνηση κι αν σχεδίαζε, έβρισκε πάντα μπροστά του την Αρναούτη, την Ασπασία Αρναούτη. Η επιχείρησή της ήταν ο μόνος βασικός του ανταγωνιστής, αλλά τον τελευταίο καιρό η διαφορά μεταξύ τους είχε διευρυνθεί κατά πολύ. Με μερικές πολύ έξυπνες επενδύσεις η Αρναούτη είχε γίνει κυρίαρχος στην αγορά. Τα δικά του κέρδη είχαν υποχωρήσει σημαντικά· σύντομα η εταιρία του θα εμφάνιζε προβλήματα. Κι εκείνη, φυσικά, το ήξερε. Όλα τα ήξερε εκείνη. Είχε, μάλιστα, το θράσος η παλιόγρια να του κάνει και μια «φιλική» πρόταση εξαγοράς της επιχείρησης του. Η πρόταση -ευτυχώς- είχε γίνει εντελώς στα κρυφά. Ήθελε, όπως του είχε πει, να του δώσει χρόνο να το σκεφτεί, χωρίς να το μυριστούν το θέμα οι οικονομικές εφημερίδες και δοθεί περιττή δημοσιότητα στην υπόθεση. Τι ευγενική σκέψη! Και τι ανόητη σκέψη, βέβαια... Ποιος θα υποψιαζόταν, έτσι, εκείνον, αφού κανείς δεν γνώριζε τις μεταξύ τους συνδιαλλαγές. Επισήμως, οι δυο τους δεν γνωρίζονταν καν... δεν είχαν μιλήσει, ούτε είχαν συναντηθεί ποτέ. Όλοι ήξεραν, βέβαια, πως οι επιχειρήσεις τους ήταν ομοειδείς, αλλά ποιος θα σκεφτόταν ποτέ ότι εκείνος, ο Έκτορας Π., ένας άριστος οικογενειάρχης, θα έφτανε ποτέ σε μια τόσο ακραία κίνηση; Ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει την απελπισία και την απόγνωσή του;

Τάσος Λειβαδίτης «Από μέρα σε μέρα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Stefan Eisele

Τάσος Λειβαδίτης «Από μέρα σε μέρα»

Οι ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα ίδια λάθη, οι συμβι-
   βασμοί,
το δουλικό χαμόγελο, μπροστά σε κείνον που περιφρονείς,
το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου κι αυτόν και το χα-
   μόγελό σου,
η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου ανάγκη για μεγάλες
   πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου τακούνια,
το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής σου αξίας, μιας δύνα-
   μης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη μεγάλη ώρα, και μαζί η
   πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα δε
   θαρθεί ποτέ,
ή ακόμα πιο φριχτό πως πέρασε χωρίς να την αναγνωρίσεις,
η κοπέλλα του αντικρινού σπιτιού που τρέχει βιαστική στο
   ραντεβού της
χωρίς να σου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα. Τα όνειρα, α, τα όνει-
   ρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι
τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα, οι αμαρτίες που φο-
   βάσαι, οι αγνότητες που δεν μπορείς,
η σκέψη, πως, εκεί, να, πίσω από τη γωνιά του δρόμου σε
   προσμένουν
όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά το ίδιο γαλακτο-
   πωλείο–
την έμαθες της ζωή σου, χρόνια τώρα.

Έτσι κάθε μέρα ξυπνάς με την πικρή αόριστη απόφαση:
   αν έπεφτα απ’ το παράθυρο;
Και κάθε βράδι κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτή την πολυ-
   σήμαντη αυριανή σου μέρα.

Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη διακρίνεται για την αίσθηση πικρίας που τη διατρέχει, μιας και ο ποιητής τείνει να σφυροκοπά τον αναγνώστη με τη γύμνια της ζωής του, αφαιρώντας όλους εκείνους τους εφήμερους περισπασμούς της καθημερινότητας που ενδεχομένως ξεγελούν τον άνθρωπο και τον κάνουν να πιστεύει πως υπάρχει ομορφιά, ίσως και ελπίδα στη ζωή του. Ο ποιητής καταγράφει τα μόνιμα εκείνα στοιχεία του βίου των απλών ανθρώπων που φανερώνουν, αν όχι τη ματαιότητά του, σίγουρα πάντως τις πλείστες δυσκολίες που καθηλώνουν τους ανθρώπους του μόχθου σε μια αέναα επαναλαμβανόμενη κατάσταση απογοήτευσης και διάψευσης των όποιων προσδοκιών τους. Ποίηση δομημένη με τα πλέον λιτά υλικά μιας αφήγησης ή ενός εσωτερικού μονολόγου, που έχει τη γεύση των δακρύων ή και του αίματος∙ με το θύμα να είναι πάντοτε ο ίδιος ο ποιητής -και μέσω αυτού κάθε άλλος άνθρωπος της βιοπάλης-, που βλέπει τη ζωή του να συνθλίβεται υπό την πίεση όλων εκείνων των αναγκών που μόλις και μετά βίας καλύπτονται -όταν και αν καλύπτονται- με τα πενιχρά μέσα του εργάτη, του ανέργου, και κάθε άλλου φτωχού ανθρώπου προορισμένου να αποτελεί εσαεί το εξαθλιωμένο υπόστρωμα μιας κοινωνίας αφιερωμένης στην ευημερία των λίγων προνομιούχων.

«Οι ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα ίδια λάθη, οι συμβι-
   βασμοί,
το δουλικό χαμόγελο, μπροστά σε κείνον που περιφρονείς,
το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου κι αυτόν και το χα-
   μόγελό σου»

Με αμείλικτη αυτοκριτική διάθεση ο ποιητής απογυμνώνει τον εαυτό του, έστω κι αν η χρήση του β΄ προσώπου δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνει το λόγο σε κάποιον άλλον. Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο, που επιτρέπει ωστόσο στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τις διαπιστώσεις και τις παραδοχές του ποιητή.
Οι καθημερινές ταπεινώσεις αποτελούν σταθερό μοτίβο στη ζωή των ανθρώπων που μη έχοντας επαρκείς οικονομικές δυνατότητες νιώθουν αναγκασμένοι να υπομένουν και να ανέχονται την αλαζονεία των ισχυρών και των εξασφαλισμένων. Καταπιέζουν τον εαυτό τους και δεν υψώνουν τη φωνή τους απέναντι στην προφανή αδικία, επαναλαμβάνοντας έτσι μοιραία το ίδιο λάθος, αφού αποδέχονται τη θέση του κατώτερου πολίτη που τους έχει ατύπως αποδοθεί, και μένουν σταθερά σιωπηλοί απέναντι στην έπαρση και το θράσος των άλλων. Οι υποχωρήσεις διαδέχονται αδιάκοπα η μία την άλλη κι οι συμβιβασμοί γίνονται κατ’ ανάγκη τρόπος ζωής για τους ανθρώπους εκείνους που δεν έχουν μήτε τη δύναμη, μα μήτε και τη δυνατότητα να θέσουν τέρμα στη διαρκή αυτή υποτίμησή τους.
Η επώδυνη αίσθηση πως η ζωή τους εξαρτάται ουσιαστικά από τις διαθέσεις του άλλου, αφού ο «άλλος» μπορεί να τους στερήσει την εργασία τους ή να τους δημιουργήσει όποια άλλη πιθανή δυσκολία, μιας και βρίσκεται σε θέση ισχύος, οδηγεί πολλούς ανθρώπους καθημερινά -όπως και τον ποιητή άλλωστε-, στο να καταφεύγουν στη δουλοπρέπεια. Υποτάσσονται στην υπερέχουσα θέση του άλλου μ’ ένα δουλικό χαμόγελο, έστω κι αν τον περιφρονούν βαθιά, έστω κι αν γνωρίζουν πως εκείνος δεν έχει στην πραγματικότητα καμία άλλη αξία πέραν από το γεγονός ότι κατέχει κάποια θέση που του επιτρέπει να ασκεί εξουσία.
Μια εξαναγκαστική δουλοπρέπεια που γεννά μίσος στην ψυχή του ανθρώπου τόσο για τον άλλο, που αν και πιθανώς είναι ασήμαντος και μικροπρεπής, διαθέτει ωστόσο τη δύναμη που του επιτρέπει να λειτουργεί εκφοβιστικά για τους γύρω του, όσο και για τον ίδιο του τον εαυτό που καταδέχεται να καταφεύγει σε μια τόσο ταπεινωτική και ανειλικρινή συμπεριφορά. Μίσος τέτοιας έντασης, μάλιστα, που τον ωθεί να σκέφτεται πως θα ήθελε ακόμη και να σφάξει κι εκείνον που τον φέρνει σ’ αυτή την εξευτελιστική θέση, μα και το ίδιο του το δουλικό χαμόγελο, που σηματοδοτεί τη συναίνεση στην καθημερινή του ταπείνωση.   

«η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου ανάγκη για μεγάλες
   πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου τακούνια»

Ο άνθρωπος του μόχθου -σωματικού και πνευματικού- που δεν έχει κατορθώσει να βρει τη δικαίωση των προσπαθειών του αισθάνεται μόνος, αισθάνεται πως δεν υπάρχουν γύρω του εκείνοι που θα αντιληφθούν πραγματικά πώς βιώνει και πόσο τον εξαθλιώνει η διαρκής αποτυχία που συνοδεύει τη ζωή του. Ο άνθρωπος αυτός μετανιώνει για κάθε πράξη, μα και για κάθε παράλειψη που θεωρεί εκ των υστέρων πως του στέρησαν τη δυνατότητα να πετύχει κάτι το ουσιαστικό. Κι είναι, άλλωστε, αυτή η βαθιά του ανάγκη να κάνει κάτι το σπουδαίο στη ζωή του, που του προκαλεί την πιο επώδυνη απογοήτευση, αφού όσο κι αν προσπάθησε, όσο κι αν έχει ταλαιπωρηθεί, δεν έχει κατορθώσει εντούτοις να φτάσει έστω και σε μία επιθυμητή επίτευξη. Ένα αίσθημα διαρκούς απογοήτευσης που φθείρει την ψυχή του, αφού βλέπει τον εαυτό του καθηλωμένο στο τίποτα και στην αφάνεια.   

«το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής σου αξίας, μιας δύνα-
   μης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη μεγάλη ώρα, και μαζί η
   πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα δε
   θαρθεί ποτέ»

Ο άνθρωπος αυτός μέσα του νιώθει πως όχι μόνο δεν είναι ασήμαντος -έστω κι αν έτσι τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι-, αλλά πως έχει πολύ μεγάλη αξία, κι ακόμη περισσότερο πως έχει τη δύναμη να επιτύχει πολύ σημαντικά πράγματα, αρκεί να του δοθεί η ευκαιρία∙ αρκεί να έρθει εκείνη η μεγάλη ώρα που θα του επιτρέψει να αναδείξει πλήρως όλες εκείνες τις πτυχές της προσωπικότητάς του, που μέχρι τώρα αναγκάζεται να κρύβει επιμελώς, προκειμένου να μη δώσει την εντύπωση ανθρώπου φαντασμένου και αιθεροβάμονος, βιώνει μια μεγάλη αντίφαση. Την ώρα ακριβώς που αισθάνεται μέσα του να αναδεύεται η πίστη του σ’ αυτή τη μεγάλη αξία του εαυτού του, νιώθει συνάμα και την πικρή υποψία πως ίσως τελικά δεν κρύβει απολύτως τίποτα∙ πως ίσως δεν έχει καμία ψυχική ή άλλη δύναμη, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα που θα του επέτρεπε να αναδείξει την αξία του, δεν θα έρθει ποτέ.  
Η διαρκής αποτυχία που συνοδεύει τις προσπάθειές του έχει φέρει την αμφιβολία και την αμφισβήτηση∙ τον έχει οδηγήσει να αμφισβητεί ακόμη κι ο ίδιος την προσωπική του αξία και τις ικανότητές του, προκαλώντας ένα ισχυρό εσωτερικό ρήγμα που θα υπονομεύσει ακόμη περισσότερο τη μελλοντική του στάση απέναντι στα πράγματα.

«ή ακόμα πιο φριχτό πως πέρασε χωρίς να την αναγνωρίσεις,
η κοπέλλα του αντικρινού σπιτιού που τρέχει βιαστική στο
   ραντεβού της
χωρίς να σου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα.»

Η υποψία πως δεν θα έρθει ποτέ η μεγάλη εκείνη ώρα που θα του έδινε την ευκαιρία να αναδείξει τις δυνατότητές του, εναλλάσσεται με την ακόμη φρικτότερη σκέψη πως ίσως εκείνη η ώρα πέρασε ήδη χωρίς ο ίδιος να την αντιληφθεί∙ πως ήρθε και παρήλθε χωρίς εκείνος να το καταλάβει καν, αφήνοντάς τον πλέον με την επίγνωση πως δεν θα έχει πια μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του και πως το μόνο που του απομένει είναι να βλέπει τον εαυτό του να οδηγείται στην αναπόφευκτη παρακμή. Όλες του οι δυνατότητες θα απομείνουν ανεκμετάλλευτες και σταδιακά θα χαθούν, όπως θα χαθεί κι ο ίδιος, έχοντας όμως μέχρι τέλους ως συνοδό την επώδυνη σκέψη πως παρέμεινε αδίκως στην αφάνεια, ενώ είχε τόσα να προσφέρει.
Η ασημαντότητά του, ωστόσο, την οποία υποψιάζεται αλλά δεν θέλει να την αποδεχτεί, πιστοποιείται κι από το γεγονός ότι η κοπέλα του αντικρινού σπιτιού -που προφανώς έχει τραβήξει τη δική του προσοχή- περνά από δίπλα του, χωρίς να του ρίχνει ούτε ένα βλέμμα, σαν να του επισημαίνει πως δεν υπήρξε και πως δεν θα γίνει ποτέ άξιος προσοχής. 

«Τα όνειρα, α, τα όνει-
   ρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι
τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα, οι αμαρτίες που φο-
   βάσαι, οι αγνότητες που δεν μπορείς»

Πλάι στις άλλες του απογοητεύσεις ο άνθρωπος που αναγκάζεται να ζει γνωρίζοντας πως απέτυχε να αποκτήσει οικονομική ισχύ και πως απέτυχε να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του, έχει να αντιμετωπίσει και τα εγγενή εκείνα ελαττώματά του που του προκαλούν επιπλέον ταλαιπωρίες, καθώς τον οδηγούν σε ανώφελες δράσεις ή τον αποτρέπουν από άλλες επιθυμητές. Έτσι, ενώ μοιάζει να δίνεται με λύσσα στο κυνήγι ονείρων που είναι εμφανώς ανεπίτευκτα, φοβάται να ενδώσει σ’ εκείνες τις αμαρτίες που επιθυμεί περισσότερο. Σπαταλά τις δυνάμεις του σε όνειρα που αδυνατεί να επιτύχει, μα συνάμα κρατιέται μακριά από εκείνες τις ένοχες απολαύσεις ή εκείνες τις -άνομες ίσως- πράξεις που του είναι ωστόσο τόσο επιθυμητές. Κι ενώ φαίνεται να τον φοβίζουν ορισμένες αμαρτίες, δεν παύει -εντελώς αντιφατικά αλλά απολύτως ανθρώπινα- να μην είναι σε θέση να τηρήσει κάποιες αγνότητες.  

«η σκέψη, πως, εκεί, να, πίσω από τη γωνιά του δρόμου σε
   προσμένουν
όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά το ίδιο γαλακτο-
   πωλείο–
την έμαθες της ζωή σου, χρόνια τώρα.»

Ό,τι διατρέχει, άλλωστε, σταθερά τη ζωή του, και της δίνει εντέλει κάποιο νόημα, είναι η σταθερή πεποίθηση πως από στιγμή σε στιγμή, «από μέρα σε μέρα», θα του αποκαλυφθούν και θα καταστούν εφικτά όλα εκείνα τα θελκτικά ενδεχόμενα που κρύβει ο ανθρώπινος βίος. Συνεχίζει επίμονα να ελπίζει πως η προσδοκώμενη ευτυχία δεν είναι -δεν μπορεί να είναι- πολύ μακριά ακόμη. Ίσως, μάλιστα, να τον περιμένει πίσω από τη γωνία του δρόμου∙ έστω κι αν τελικά το μόνο που συναντά σ’ εκείνη τη γωνία δεν είναι τίποτε περισσότερο από το ίδιο γαλακτοπωλείο.
Η ίδια ελπίδα, η ίδια ακατάλυτη προσδοκία πως η ζωή θα ενδώσει τελικά στην τόσο έντονη επιθυμία του και θα του προσφέρει μια ευκαιρία και μιαν ανέλπιστη δικαίωση. Μια ελπίδα, όμως, που επιμένει να συντηρείται παρά το πλήθος των ενδείξεων πως είναι τελείως ουτοπική, αφού ήδη χρόνια τώρα το μόνο που του προσφέρει η ζωή -και μάλιστα αφειδώς- είναι διαψεύσεις και απογοητεύσεις. 

Έτσι κάθε μέρα ξυπνάς με την πικρή αόριστη απόφαση:
   αν έπεφτα απ’ το παράθυρο;
Και κάθε βράδι κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτή την πολυ-
   σήμαντη αυριανή σου μέρα.

Η απογοήτευση έχει εύλογα εισέλθει βαθιά στην ψυχή του, γι’ αυτό και η πρώτη σκέψη κάθε μέρα που ξυπνά είναι πως ίσως η απάντηση στις συνεχιζόμενες διαψεύσεις που βιώνει είναι να θέσει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του και να απαλλαγεί έτσι διαμιάς από το βάρος των αποτυχιών του. Σκέψη θεμιτή αφού κατά βάθος γνωρίζει καλά πως όσο κι αν ελπίζει, το μόνο που τον περιμένει είναι ακόμη περισσότερες πίκρες κι ακόμη περισσότερες αρνήσεις σε όσα προσδοκά. Ωστόσο, σε πείσμα της πραγματικότητας που ζει καθημερινά, κάθε βράδυ πέφτει για ύπνο με έναν πολύτιμο θησαυρό στην ψυχή του∙ την πολυσήμαντη αυριανή μέρα, που ίσως να του προσφέρει τελικά κάτι από εκείνα που επιθυμεί: μια ευκαιρία, ένα κατόρθωμα -έστω και ασήμαντο, μια ελάχιστη ένδειξη πως βρίσκεται κάπως πιο κοντά στην πραγμάτωση ενός του ονείρου.
Μοιάζει παράδοξο το πώς ένας άνθρωπος επιμένει να ελπίζει, ακόμη κι όταν είναι απολύτως σαφές πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο βελτίωσης των συνθηκών της ζωής του, μα είναι εν τέλει αυτή ακριβώς η προσδοκία του ανέλπιστου που επιτρέπει σε πολλούς ανθρώπους να αντέχουν ακόμη.

[Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Τόμος Πρώτος, Εκδόσεις Κέδρος] 

Γιάννης Ρίτσος «Εαρινή Συμφωνία» XVI-XVII

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Steve Henderson

Γιάννης Ρίτσος «Εαρινή Συμφωνία» XVI-XVII

XVI

Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ’ αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.

XVII

Δε φοβούμαι.
Ντυμένος το φέγγος
της θωπείας σου
περνώ τολμηρός
μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.

Κανείς δεν μπορεί
να ρυπάνει
το κράσπεδο της κλίνης μας.

Ας έλθουν οι θύελλες
να συντρίψουν τους καθρέφτες των κήπων.
Ας κλείσει το χιόνι τη θύρα μου.
Ας καλύψει
με την παλάμη της η νύχτα
τον τελευταίο φεγγίτη μου.

Εγώ θα δείχνω στη βροχή
αυτό το εαρινό τριαντάφυλλο
που απόθεσε στα χέρια μου η θωπεία σου
και θα χαμογελώ ιλαρός
μέσα στη μόνωσή μου.

Ποια τιμωρία θ’ απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ’ τα μάτια μου;

Η «Εαρινή Συμφωνία» (1937-1938) είναι μια εκτενής ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου για τη λυτρωτική δύναμη του έρωτα που φανερώνει στον άνθρωπο τ’ αληθινά θέλγητρα της ζωής. Ο ποιητής συμφιλιώνεται με τις δυσκολίες του ανθρώπινου βίου και αποδέχεται τις σκοτεινές πτυχές της ζωής, αφού τώρα γνωρίζει πως υπάρχει ως αντίβαρο μια δίχως όρια πηγή ευδαιμονίας. Απευθύνεται, μάλιστα, ακόμη και στον Θεό, την ασύγκριτη ισχύ και σοφία του οποίου μόνο τώρα κατανοεί: «Θεέ μου / η αγάπη μου ‘χε λείψει / για να χαρώ και να νοήσω / το μεγαλείο σου» (VIII).

XVI

Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ’ αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Ο έρωτας προσφέρει στο ποιητικό υποκείμενο και στην αγαπημένη του μια τόσο έντονη αίσθηση χαράς, ώστε να νιώθουν πλέον πως η ζωή τους έχει δικαιωθεί και πως δεν έχουν πια κανένα λόγο να επιζητούν κάποιου είδους επίτευξη που θα διαφυλάξει στη μνήμη των ανθρώπων το πέρασμά τους απ’ αυτό τον κόσμο. Το φιλί τους έχει τη δική του αυτόνομη αξία και δεν τους απασχολεί αν θα μείνει κάτι από αυτό μέσα στο χρόνο και μέσα στο τραγούδι, μιας και ο έρωτας τους έχει οδηγήσει σε μια συναισθηματική αυτάρκεια ικανή να άρει κάθε ματαιοδοξία, αλλά και κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε δεν αφορά την αγάπη και το ερωτικό τους σμίξιμο.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο έρωτας αποτελεί το ιδανικό και έξοχο εκείνο «μέγα άσκοπο» που δεν αναζητά να βρει κάποιο σκοπό για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του, αφού είναι ένα συναίσθημα που φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά απ’ οτιδήποτε στην αίσθηση ολοκλήρωσης. Οι ερωτευμένοι δεν νιώθουν καμία ανάγκη να αναζητήσουν κάτι πέρα από τον έρωτά τους, ούτε αισθάνονται πως πρέπει ο χρόνος που περνούν μαζί να οδηγεί κάπου∙ τι θα μπορούσε, άλλωστε, να θεωρηθεί πιο άξιο και πιο μεστό από το χρόνο που περνά κανείς μαζί μ’ εκείνη που αγαπά και ποθεί περισσότερο στον κόσμο.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.

Το φιλί των ερωτευμένων αποτελεί την πραγμάτωση του θεϊκού στοιχείου που ενυπάρχει στους ανθρώπους, αφού τίποτε δεν εκπληρώνει περισσότερο τη θεϊκή βούληση απ’ αυτό το πλήρες χάσιμο του ενός ανθρώπου μέσα στα μάτια και στην ψυχή του άλλου. Δυο ψυχές που ενώνονται τόσο απόλυτα και συνυπάρχουν με τόση αρμονία, είναι επί της ουσίας η πλέρια εκτέλεση της εντολής του απείρου που θέλει τους ανθρώπους να ξεπερνούν τα όρια του πεπερασμένου βίου τους ζώντας κάτι που τους φέρνει σε μια κατάσταση θεϊκής και βαθιάς ευτυχίας πάνω και πέρα από τα όρια και τους περιορισμούς του χρόνου. Ακόμη και το ελάχιστο άγγιγμα των χειλιών της αγαπημένης γυναίκας επαρκεί για να προσφέρει στον ερωτευμένο την αίσθηση πως έχει βιώσει κάτι το απόλυτο που υπερβαίνει τα στενά όρια της θνητής καρδιάς του.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Η συναισθηματική αυτάρκεια του έρωτα είναι τέτοια, ώστε και τα πλέον απλά πράγματα αρκούν για να προσφέρουν στους ερωτευμένους την πιο πλήρη αίσθηση χαράς. Ένα μικρό παράθυρο που να βλέπει έξω στον κόσμο και το κελάηδισμα ενός σπουργιτιού που να φανερώνει την ομορφιά του ουρανού, είναι αρκετά για να συνθέσουν ένα ολόκληρο σύμπαν για τους ερωτευμένους.
Ο ποιητής ζητά από την αγαπημένη του, αλλά και από την ίδια του την ψυχή, να σωπάσει, ώστε να απολαύσουν τη μυστική μελωδία∙ την εαρινή εκείνη συμφωνία του έρωτα και της χαράς τους.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Ό,τι πιο σημαντικό, ό,τι πιο αγαπημένο, ό,τι μπορεί να προσφέρει στους ερωτευμένους την πιο δυνατή χαρά βρίσκεται κι εδρεύει στην κοιλότητα των χειλιών τους, και κάθε που θέλουν να γευτούν ξανά την ένταση του έρωτά τους αρκεί ένα και μόνο φιλί.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Αν μείνουν σιωπηλοί οι δύο ερωτευμένοι μπορούν ν’ ακούσουν μέσα στην ησυχία της γαλάζιας νύχτας την ανάσα της θάλασσας, που θυμίζει εκείνη τη βαθιά αναστάτωση ενός κοριτσιού τόσο ευτυχισμένου που αισθάνεται πως η καρδιά του δεν μπορεί να αντέξει την ευτυχία του. Ένα τέτοιο πλεόνασμα ευτυχίας βιώνουν κι οι ίδιοι που δύσκολα θα μπορούσαν υπό άλλες συνθήκες να πιστέψουν πως μια τόσο απόλυτη και αδιατάραχτη αίσθηση χαράς είναι κάτι που αναλογεί στους ανθρώπους.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.

Η ευτυχία των ερωτευμένων είναι τόσο απόλυτα πλήρης, ώστε δεν έχουν πια την ανάγκη να ευχηθούν για τίποτε άλλο, αφού ό,τι ζουν ήδη ξεπερνά κάθε προσδοκία που θα μπορούσαν να έχουν. Έτσι, όταν βλέπουν ένα αστέρι να πέφτει, δεν έχουν καμία ευχή να κάνουν παρά μόνο να κλείσουν τα μάτια τους κι έτσι σιωπηλοί, ο ένας πλάι στον άλλον, ν’ αφήσουν την ευτυχία να καλύψει πλήρως την υπόστασή τους.

XVII

Δε φοβούμαι.
Ντυμένος το φέγγος
της θωπείας σου
περνώ τολμηρός
μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.

Το ποιητικό υποκείμενο, έχοντας δεχτεί τον έρωτα της αγαπημένης γυναίκας, αισθάνεται πως πια δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Είναι έτοιμος να διαβεί το δάσος της νύχτας -τις πλείστες παγίδες των αυθαίρετα ανακλημένων τραυμάτων του παρελθόντος-, χωρίς ν’ ανησυχεί για το αν θ’ αντέξει μια τέτοια δοκιμασία. Τώρα πια νιώθει τολμηρός, αφού έχει το φως από το χάδι εκείνης να υπερνικά ακόμη και τις πιο σκοτεινές στιγμές της νύχτας.

Κανείς δεν μπορεί
να ρυπάνει
το κράσπεδο της κλίνης μας.

Ο ποιητής αντλεί μια απίστευτη αίσθηση δύναμης από την επίγνωση πως ο έρωτάς τους είναι τόσο ισχυρός, ώστε τίποτε δεν μπορεί να τον βλάψει. Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να μολύνει την άκρη του κρεβατιού τους, αφού η αγάπη τους είναι καθαγιασμένη από την ίδια της την απολυτότητα.

Ας έλθουν οι θύελλες
να συντρίψουν τους καθρέφτες των κήπων.
Ας κλείσει το χιόνι τη θύρα μου.
Ας καλύψει
με την παλάμη της η νύχτα
τον τελευταίο φεγγίτη μου.

Πλέον ό,τι κι αν συμβεί, ο ποιητής νιώθει απόλυτα ασφαλής και προφυλαγμένος, αφού έχει μέσα στην ψυχή του τη βεβαιότητα του έρωτά τους. Ας έρθουν, λοιπόν, θύελλες κι ας συντρίψουν το καθρέφτισμα της ομορφιάς στους κήπους∙ ας κλείσει το χιόνι την πόρτα του σπιτιού του∙ ας καλύψει η νύχτα με την ίδια της την παλάμη ακόμη και τον τελευταίο φεγγίτη, κρύβοντας κάθε ίχνος φωτός από τον ποιητή. Τίποτε δεν θα μπορέσει να τον πτοήσει.

Εγώ θα δείχνω στη βροχή
αυτό το εαρινό τριαντάφυλλο
που απόθεσε στα χέρια μου η θωπεία σου
και θα χαμογελώ ιλαρός
μέσα στη μόνωσή μου.

Μπροστά σε κάθε και σε όποια δυσκολία ή αναποδιά∙ μπροστά στην απρόσμενη βροχή, ο ποιητής θα δείχνει το ανοιξιάτικο τριαντάφυλλο που άφησε στα χέρια του το χάδι της αγαπημένης του και θα χαμογελά απροσμέτρητα ευτυχισμένος μέσα στην απομόνωσή του.

Ποια τιμωρία θ’ απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ’ τα μάτια μου;

Ο ποιητής νιώθει μέσα του τόσο ισχυρή την ευλογία της αγάπης της, ώστε θεωρεί πως τίποτε δεν θα μπορέσει ποτέ να του στερήσει αυτή τη βαθιά αίσθηση ευδαιμονίας. Ακόμη κι αν η ζηλόφθονη μοίρα αποφάσιζε να τον τιμωρήσει, που ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης ευτυχίας, εκείνος θεωρεί πως δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει τιμωρία ικανή να απαλείψει από τα μάτια, απ’ τη μνήμη κι απ’ την ψυχή του τα γεμάτα φως ίχνη των ματιών της.

Κλείνω τα μάτια. / Ζω κι αγαπώ. (IX) 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...