Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λείπω / λείπομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λείπω / λείπομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
New Inspiration

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λείπω / λείπομαι»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λείπω, λείπεις, λείπει, λείπομεν, λείπετε, λείπουσι(ν)
Υποτακτική
λείπω, λείπς, λείπ, λείπωμεν, λείπητε, λείπωσι(ν)
Ευκτική
λείποιμι, λείποις, λείποι, λείποιμεν, λείποιτε, λείποιεν
Προστακτική
---, λεπε, λειπέτω, ---, λείπετε, λειπόντων (ή λειπέτωσαν)
Απαρέμφατο
λείπειν
Μετοχή
λείπων, λείουσα, λεπον
 
Παρατατικός
Οριστική
λειπον, λειπες, λειπε, λείπομεν, λείπετε, λειπον
 
Μέλλοντας
Οριστική
λείψω, λείψεις, λείψει, λείψομεν, λείψετε, λείψουσι(ν)
Ευκτική
λείψοιμι, λείψοις, λείψοι, λείψοιμεν, λείψοιτε, λείψοιεν
Απαρέμφατο
λείψειν
Μετοχή
λείψων, λείψουσα, λεψον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
λιπον, λιπες, λιπε(ν), λίπομεν, λίπετε, λιπον
Υποτακτική
λίπω, λίπς, λίπ, λίπωμεν, λίπητε, λίπωσι(ν)
Ευκτική
λίποιμι, λίποις, λίποι, λίποιμεν, λίποιτε, λίποιεν
Προστακτική
---, λίπε, λιπέτω, ---, λίπετε, λιπόντων (ή λιπέτωσαν)
Απαρέμφατο
λιπεν
Μετοχή
λιπών, λιποσα, λιπόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λέλοιπα, λέλοιπας, λέλοιπε, λελοίπαμεν, λελοίπατε, λελοίπασι(ν)
 
Υποτακτική
λελοιπώς- λελοιπυα- λελοιπός
λελοιπώς- λελοιπυα- λελοιπός ς
λελοιπώς- λελοιπυα- λελοιπός
λελοιπότες- λελοιπυαι- λελοιπότα μεν
λελοιπότες- λελοιπυαι- λελοιπότα τε
λελοιπότες- λελοιπυαι- λελοιπότα σι
 
Ευκτική
λελοιπώς- λελοιπυα- λελοιπός εην
λελοιπώς- λελοιπυα- λελοιπός εης
λελοιπώς- λελοιπυα- λελοιπός εη
λελοιπότες- λελοιπυαι- λελοιπότα εημεν (εμεν)
λελοιπότες- λελοιπυαι- λελοιπότα εητε (ετε)
λελοιπότες- λελοιπυαι- λελοιπότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
λελοιπώς- λελοιπυα- λελοιπός σθι
λελοιπώς- λελοιπυα- λελοιπός στω
---
λελοιπότες- λελοιπυαι- λελοιπότα στε
λελοιπότες- λελοιπυαι- λελοιπότα στων
 
Απαρέμφατο
λελοιπέναι
Μετοχή
λελοιπώς- λελοιπυα- λελοιπός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
λελοίπειν, λελοίπεις, λελοίπει, λελοίπεμεν, λελοίπετε, λελοίπεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λείπομαι, λείπ/λείπει, λείπεται, λειπόμεθα, λείπεσθε, λείπονται
Υποτακτική
λείπωμαι, λείπ, λείπηται, λειπώμεθα, λείπησθε, λείπωνται
Ευκτική
λειποίμην, λείποιο, λείποιτο, λειποίμεθα, λείποισθε, λείποιντο
Προστακτική
---, λείπου, λειπέσθω, ---, λείπεσθε, λειπέσθων ή λειπέσθωσαν
Απαρέμφατο
λείπεσθαι
Μετοχή
λειπόμενος
λειπομένη
λειπόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
λειπόμην, λείπου, λείπετο, λειπόμεθα, λείπεσθε, λείποντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
λείψομαι, λείψ/λείψει, λείψεται, λειψόμεθα, λείψεσθε, λείψονται
Ευκτική
λειψοίμην, λείψοιο, λείψοιτο, λειψοίμεθα, λείψοισθε, λείψοιντο
Απαρέμφατο
λείψεσθαι
Μετοχή
λειψόμενος
λειψομένη
λειψόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
λειφθήσομαι, λειφθήσ/λειφθήσει, λειφθήσεται, λειφθησόμεθα, λειφθήσεσθε, λειφθήσονται
Ευκτική
λειφθησοίμην, λειφθήσοιο, λειφθήσοιτο, λειφθησοίμεθα, λειφθήσοισθε, λειφθήσοιντο
Απαρέμφατο
λειφθήσεσθαι
Μετοχή
λειφθησόμενος
λειφθησομένη
λειφθησόμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
λιπόμην, λίπου, λίπετο, λιπόμεθα, λίπεσθε, λίποντο
Υποτακτική
λίπωμαι, λίπ, λίπηται, λιπώμεθα, λίπησθε, λίπωνται
Ευκτική
λιποίμην, λίποιο, λίποιτο, λιποίμεθα, λίποισθε, λίποιντο
Προστακτική
---, λιπο, λιπέσθω, ----, λίπεσθε, λιπέσθων
Απαρέμφατο
λιπέσθαι
Μετοχή
λιπόμενος, λιπομένη, λιπόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λείφθην, λείφθης, λείφθη, λείφθημεν, λείφθητε, λείφθησαν
Υποτακτική
λειφθ, λειφθς, λειφθ, λειφθμεν, λειφθτε, λειφθσι(ν)
Ευκτική
λειφθείην, λειφθείης, λειφθείη, λειφθείημεν ή λειφθεμεν, λειφθείητε ή λειφθετε, λειφθείησαν ή λειφθεεν
Προστακτική
---, λείφθητι, λειφθήτω, ---, λείφθητε, λειφθέντων ή λειφθήτωσαν
Απαρέμφατο
λειφθναι
Μετοχή
λειφθείς
λειφθεσα
λειφθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λέλειμμαι, λέλειψαι, λέλειπται, λελείμμεθα, λέλειφθε, λελειμμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον ς
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα μεν
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα τε
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα σι
 
Ευκτική
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον εην
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον εης
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον εη
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα εημεν (εμεν)
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα εητε (ετε)
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, λέλειψο, λελείφθω, --- λέλειφθε, λελείφθων
 
Απαρέμφατο
λελεφθαι
Μετοχή
λελειμένος,
λελειμμένη,
λελειμμένον
 
Υπερσυντέλικος
λελείμμην, λέλειψο, λέλειπτο, λελείμμεθα, λέλειφθε, λελειμμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...