New Inspiration
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λείπω / λείπομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λείπω, λείπεις, λείπει, λείπομεν, λείπετε, λείπουσι(ν)
Υποτακτική
λείπω, λείπῃς, λείπῃ, λείπωμεν, λείπητε, λείπωσι(ν)
Ευκτική
λείποιμι, λείποις, λείποι, λείποιμεν, λείποιτε, λείποιεν
Προστακτική
---, λεῖπε, λειπέτω, ---, λείπετε, λειπόντων (ή λειπέτωσαν)
Απαρέμφατο
λείπειν
Μετοχή
λείπων, λείουσα, λεῖπον
Παρατατικός
Οριστική
ἔλειπον, ἔλειπες, ἔλειπε, ἐλείπομεν, ἐλείπετε, ἔλειπον
Μέλλοντας
Οριστική
λείψω, λείψεις, λείψει, λείψομεν, λείψετε, λείψουσι(ν)
Ευκτική
λείψοιμι, λείψοις, λείψοι, λείψοιμεν, λείψοιτε, λείψοιεν
Απαρέμφατο
λείψειν
Μετοχή
λείψων, λείψουσα, λεῖψον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔλιπον, ἔλιπες, ἔλιπε(ν), ἐλίπομεν, ἐλίπετε, ἔλιπον
Υποτακτική
λίπω, λίπῃς, λίπῃ, λίπωμεν, λίπητε, λίπωσι(ν)
Ευκτική
λίποιμι, λίποις, λίποι, λίποιμεν, λίποιτε, λίποιεν
Προστακτική
---, λίπε, λιπέτω, ---, λίπετε, λιπόντων (ή λιπέτωσαν)
Απαρέμφατο
λιπεῖν
Μετοχή
λιπών, λιποῦσα, λιπόν
Παρακείμενος
Οριστική
λέλοιπα, λέλοιπας, λέλοιπε, λελοίπαμεν, λελοίπατε, λελοίπασι(ν)
Υποτακτική
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός ὦ
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός ᾖς
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός ᾖ
λελοιπότες- λελοιπυῖαι- λελοιπότα ὦμεν
λελοιπότες- λελοιπυῖαι- λελοιπότα ἦτε
λελοιπότες- λελοιπυῖαι- λελοιπότα ὦσι
Ευκτική
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός εἴην
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός εἴης
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός εἴη
λελοιπότες- λελοιπυῖαι- λελοιπότα εἴημεν (εἶμεν)
λελοιπότες- λελοιπυῖαι- λελοιπότα εἴητε (εἶτε)
λελοιπότες- λελοιπυῖαι-
λελοιπότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός ἴσθι
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός ἔστω
---
λελοιπότες- λελοιπυῖαι- λελοιπότα ἔστε
λελοιπότες- λελοιπυῖαι- λελοιπότα ἔστων
Απαρέμφατο
λελοιπέναι
Μετοχή
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐλελοίπειν, ἐλελοίπεις, ἐλελοίπει, ἐλελοίπεμεν, ἐλελοίπετε, ἐλελοίπεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λείπομαι, λείπῃ/λείπει, λείπεται, λειπόμεθα, λείπεσθε, λείπονται
Υποτακτική
λείπωμαι, λείπῃ, λείπηται, λειπώμεθα, λείπησθε, λείπωνται
Ευκτική
λειποίμην, λείποιο, λείποιτο, λειποίμεθα, λείποισθε, λείποιντο
Προστακτική
---, λείπου, λειπέσθω, ---, λείπεσθε, λειπέσθων ή λειπέσθωσαν
Απαρέμφατο
λείπεσθαι
Μετοχή
λειπόμενος
λειπομένη
λειπόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐλειπόμην, ἐλείπου, ἐλείπετο, ἐλειπόμεθα, ἐλείπεσθε, ἐλείποντο
Μέλλοντας
Οριστική
λείψομαι, λείψῃ/λείψει, λείψεται, λειψόμεθα, λείψεσθε, λείψονται
Ευκτική
λειψοίμην, λείψοιο, λείψοιτο, λειψοίμεθα, λείψοισθε, λείψοιντο
Απαρέμφατο
λείψεσθαι
Μετοχή
λειψόμενος
λειψομένη
λειψόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
λειφθήσομαι, λειφθήσῃ/λειφθήσει, λειφθήσεται, λειφθησόμεθα, λειφθήσεσθε, λειφθήσονται
Ευκτική
λειφθησοίμην, λειφθήσοιο, λειφθήσοιτο, λειφθησοίμεθα, λειφθήσοισθε, λειφθήσοιντο
Απαρέμφατο
λειφθήσεσθαι
Μετοχή
λειφθησόμενος
λειφθησομένη
λειφθησόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐλιπόμην, ἐλίπου, ἐλίπετο, ἐλιπόμεθα, ἐλίπεσθε, ἐλίποντο
Υποτακτική
λίπωμαι, λίπῃ, λίπηται, λιπώμεθα, λίπησθε, λίπωνται
Ευκτική
λιποίμην, λίποιο, λίποιτο, λιποίμεθα, λίποισθε, λίποιντο
Προστακτική
---, λιποῦ, λιπέσθω, ----, λίπεσθε, λιπέσθων
Απαρέμφατο
λιπέσθαι
Μετοχή
λιπόμενος, λιπομένη, λιπόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐλείφθην, ἐλείφθης, ἐλείφθη, ἐλείφθημεν, ἐλείφθητε, ἐλείφθησαν
Υποτακτική
λειφθῶ, λειφθῇς, λειφθῇ, λειφθῶμεν, λειφθῆτε, λειφθῶσι(ν)
Ευκτική
λειφθείην, λειφθείης, λειφθείη, λειφθείημεν ή λειφθεῖμεν, λειφθείητε ή λειφθεῖτε, λειφθείησαν ή λειφθεῖεν
Προστακτική
---, λείφθητι, λειφθήτω, ---, λείφθητε, λειφθέντων ή λειφθήτωσαν
Απαρέμφατο
λειφθῆναι
Μετοχή
λειφθείς
λειφθεῖσα
λειφθέν
Παρακείμενος
Οριστική
λέλειμμαι, λέλειψαι, λέλειπται, λελείμμεθα, λέλειφθε, λελειμμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον ὦ
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον ᾖς
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον ᾖ
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα ὦμεν
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα ἦτε
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα ὦσι
Ευκτική
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον εἴην
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον εἴης
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον εἴη
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα εἴημεν (εἶμεν)
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα εἴητε (εἶτε)
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, λέλειψο, λελείφθω, --- λέλειφθε, λελείφθων
Απαρέμφατο
λελεῖφθαι
Μετοχή
λελειμένος,
λελειμμένη,
λελειμμένον
Υπερσυντέλικος
ἐλελείμμην, ἐλέλειψο, ἐλέλειπτο, ἐλελείμμεθα, ἐλέλειφθε, λελειμμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λείπω / λείπομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λείπω, λείπεις, λείπει, λείπομεν, λείπετε, λείπουσι(ν)
λείπω, λείπῃς, λείπῃ, λείπωμεν, λείπητε, λείπωσι(ν)
λείποιμι, λείποις, λείποι, λείποιμεν, λείποιτε, λείποιεν
Προστακτική
---, λεῖπε, λειπέτω, ---, λείπετε, λειπόντων (ή λειπέτωσαν)
λείπειν
Μετοχή
λείπων, λείουσα, λεῖπον
Παρατατικός
Οριστική
ἔλειπον, ἔλειπες, ἔλειπε, ἐλείπομεν, ἐλείπετε, ἔλειπον
Μέλλοντας
Οριστική
λείψω, λείψεις, λείψει, λείψομεν, λείψετε, λείψουσι(ν)
λείψοιμι, λείψοις, λείψοι, λείψοιμεν, λείψοιτε, λείψοιεν
Απαρέμφατο
λείψειν
Μετοχή
λείψων, λείψουσα, λεῖψον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔλιπον, ἔλιπες, ἔλιπε(ν), ἐλίπομεν, ἐλίπετε, ἔλιπον
λίπω, λίπῃς, λίπῃ, λίπωμεν, λίπητε, λίπωσι(ν)
λίποιμι, λίποις, λίποι, λίποιμεν, λίποιτε, λίποιεν
Προστακτική
---, λίπε, λιπέτω, ---, λίπετε, λιπόντων (ή λιπέτωσαν)
Απαρέμφατο
λιπεῖν
λιπών, λιποῦσα, λιπόν
Παρακείμενος
Οριστική
λέλοιπα, λέλοιπας, λέλοιπε, λελοίπαμεν, λελοίπατε, λελοίπασι(ν)
Υποτακτική
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός ὦ
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός ᾖς
λελοιπότες- λελοιπυῖαι- λελοιπότα ὦμεν
Ευκτική
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός εἴην
Προστακτική
---
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός ἴσθι
λελοιπότες- λελοιπυῖαι- λελοιπότα ἔστε
Απαρέμφατο
λελοιπέναι
Μετοχή
λελοιπώς- λελοιπυῖα- λελοιπός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐλελοίπειν, ἐλελοίπεις, ἐλελοίπει, ἐλελοίπεμεν, ἐλελοίπετε, ἐλελοίπεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λείπομαι, λείπῃ/λείπει, λείπεται, λειπόμεθα, λείπεσθε, λείπονται
λείπωμαι, λείπῃ, λείπηται, λειπώμεθα, λείπησθε, λείπωνται
λειποίμην, λείποιο, λείποιτο, λειποίμεθα, λείποισθε, λείποιντο
Προστακτική
---, λείπου, λειπέσθω, ---, λείπεσθε, λειπέσθων ή λειπέσθωσαν
Απαρέμφατο
λείπεσθαι
Μετοχή
λειπόμενος
λειπομένη
λειπόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐλειπόμην, ἐλείπου, ἐλείπετο, ἐλειπόμεθα, ἐλείπεσθε, ἐλείποντο
Μέλλοντας
Οριστική
λείψομαι, λείψῃ/λείψει, λείψεται, λειψόμεθα, λείψεσθε, λείψονται
λειψοίμην, λείψοιο, λείψοιτο, λειψοίμεθα, λείψοισθε, λείψοιντο
Απαρέμφατο
λείψεσθαι
Μετοχή
λειψόμενος
λειψομένη
λειψόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
λειφθήσομαι, λειφθήσῃ/λειφθήσει, λειφθήσεται, λειφθησόμεθα, λειφθήσεσθε, λειφθήσονται
λειφθησοίμην, λειφθήσοιο, λειφθήσοιτο, λειφθησοίμεθα, λειφθήσοισθε, λειφθήσοιντο
Απαρέμφατο
λειφθήσεσθαι
Μετοχή
λειφθησόμενος
λειφθησομένη
λειφθησόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐλιπόμην, ἐλίπου, ἐλίπετο, ἐλιπόμεθα, ἐλίπεσθε, ἐλίποντο
λίπωμαι, λίπῃ, λίπηται, λιπώμεθα, λίπησθε, λίπωνται
λιποίμην, λίποιο, λίποιτο, λιποίμεθα, λίποισθε, λίποιντο
Προστακτική
---, λιποῦ, λιπέσθω, ----, λίπεσθε, λιπέσθων
λιπέσθαι
Μετοχή
λιπόμενος, λιπομένη, λιπόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐλείφθην, ἐλείφθης, ἐλείφθη, ἐλείφθημεν, ἐλείφθητε, ἐλείφθησαν
λειφθῶ, λειφθῇς, λειφθῇ, λειφθῶμεν, λειφθῆτε, λειφθῶσι(ν)
λειφθείην, λειφθείης, λειφθείη, λειφθείημεν ή λειφθεῖμεν, λειφθείητε ή λειφθεῖτε, λειφθείησαν ή λειφθεῖεν
---, λείφθητι, λειφθήτω, ---, λείφθητε, λειφθέντων ή λειφθήτωσαν
Απαρέμφατο
λειφθῆναι
λειφθείς
λειφθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
λέλειμμαι, λέλειψαι, λέλειπται, λελείμμεθα, λέλειφθε, λελειμμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον ὦ
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον ᾖς
λελειμμένοι- λελειμμέναι-λελειμμένα ὦμεν
Ευκτική
λελειμμένος- λελειμμένη-λελειμμένον εἴην
Προστακτική
---, λέλειψο, λελείφθω, --- λέλειφθε, λελείφθων
Απαρέμφατο
λελεῖφθαι
λελειμένος,
λελειμμένη,
λελειμμένον
Υπερσυντέλικος
ἐλελείμμην, ἐλέλειψο, ἐλέλειπτο, ἐλελείμμεθα, ἐλέλειφθε, λελειμμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου