Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δύναμαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δύναμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Naxart Studio 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δύναμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
δύναμαι, δύνασαι, δύναται, δυνάμεθα, δύνασθε, δύνανται
Υποτακτική
δύνωμαι, δύν, δύνηται, δυνώμεθα, δύνησθε, δύνωνται
Ευκτική
δυναίμην, δύναιο, δύναιτο, δυναίμεθα, δύναισθε, δύναιντο
Προστακτική
---, ---, δυνάσθω, ---, ----, δυνάσθωσαν
Απαρέμφατο
δύνασθαι
Μετοχή
δυνάμενος
δυναμένη
δυνάμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
δυνάμην, δύνω, δύνατο, δυνάμεθα, δύνασθε, δύναντο
 
ή δυνάμην, δύνω, δύνατο, δυνάμεθα, δύνασθε, δύναντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
δυνήσομαι, δυνήσ/δυνήσει, δυνήσεται, δυνησόμεθα, δυνήσεσθε, δυνήσονται
Ευκτική
δυνησοίμην, δυνήσοιο, δυνήσοιτο, δυνησοίμεθα, δυνήσοισθε, δυνήσοιντο
Απαρέμφατο
δυνήσεσθαι
Μετοχή
δυνησόμενος
δυνησομένη
δυνησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
δυνήθην, δυνήθης, δυνήθη, δυνήθημεν, δυνήθητε, δυνήθησαν
ή δυνήθην, δυνήθης, δυνήθη, δυνήθημεν, δυνήθητε, δυνήθησαν
Υποτακτική
δυνηθ, δυνηθς, δυνηθ, δυνηθμεν, δυνηθτε, δυνηθσι(ν)
Ευκτική
δυνηθείην, δυνηθείης, δυνηθείη, δυνηθείημεν ή δυνηθεμεν, δυνηθείητε ή δυνηθετε, δυνηθείησαν ή δυνηθεεν
Προστακτική
---, δυνήθητι, δυνηθήτω, ---, δυνήθητε, δυνηθέντων ή δυνηθήτωσαν
Απαρέμφατο
δυνηθναι
Μετοχή
δυνηθείς
δυνηθεσα
δυνηθέν
 
& Σπάνιος τύπος Παθητικού Αορίστου
δυνάσθην, δυνάσθης, δυνάσθη, δυνάσθημεν, δυνάσθητε, δυνάσθησαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δεδύνημαι, δεδύνησαι, δεδύνηται, δεδυνήμεθα, δεδύνησθε, δεδύνηνται
 
Υποτακτική
δεδυνημένος- δεδυνημένη-δεδυνημένον
δεδυνημένος- δεδυνημένη-δεδυνημένον ς
δεδυνημένος- δεδυνημένη-δεδυνημένον
δεδυνημένοι- δεδυνημέναι-δεδυνημένα μεν
δεδυνημένοι- δεδυνημέναι-δεδυνημένα τε
δεδυνημένοι- δεδυνημέναι-δεδυνημένα σι
 
Ευκτική
δεδυνημένος- δεδυνημένη-δεδυνημένον εην
δεδυνημένος- δεδυνημένη-δεδυνημένον εης
δεδυνημένος- δεδυνημένη-δεδυνημένον εη
δεδυνημένοι- δεδυνημέναι-δεδυνημένα εημεν (εμεν)
δεδυνημένοι- δεδυνημέναι-δεδυνημένα εητε (ετε)
δεδυνημένοι- δεδυνημέναι-δεδυνημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, δεδύνησο, δεδυνήσθω, --- δεδύνησθε, δεδυνήσθων
 
Απαρέμφατο
δεδυνσθαι
Μετοχή
δεδυνημένος,
δεδυνημένη,
δεδυνημένον

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...