Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Της ανεκδότου ιστορίας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Daniel Murphy
  
Κωνσταντίνος Καβάφης «Της ανεκδότου ιστορίας»
 
Συχνά το βλέμμα του Ιουστινιανού
φρίκην και βδελυγμίαν ποιούσε στους θεράποντάς του.
Κάτι υποπτεύονταν αυτοί που δεν τολμούσαν να το πουν
όταν τυχαίως μια νύχτα βεβαιώθηκαν
πως ήταν απ’ την Κόλαση βγαλμένος δαίμων:
βγήκεν απ’ το δωμάτιό του αργά, και γύριζεν
ακέφαλος στες αίθουσες του παλατιού.
 
Κ. Π. Καβάφης, Ατελή Ποιήματα 1918-1932, Φιλολογική έκδοση: Renata Lavagnini
 
Στον χώρο της πολιτικής τα πρόσωπα εξουσίας έρχονται διαχρονικά αντιμέτωπα με την κολακεία, αλλά και αντιστρόφως με συνεχείς προσπάθειες αποδόμησης της ηθικής τους ποιότητας. Οι πολιτικοί αντίπαλοί τους, όπως και μεμονωμένα άτομα δυσαρεστημένα με την πολιτική τους, δεν διστάζουν να τους ασκούν έντονη κριτική, η οποία δεν περιορίζεται κατ’ ανάγκη σε στοιχεία που σχετίζονται με την πραγματική δράση τους. Η κατασκευή ψευδών ειδήσεων και γενικότερα ανακριβών κατηγοριών συνιστούν συνήθεις μεθόδους υπονόμευσης των προσώπων εξουσίας. Υπάρχουν, άλλωστε, πάντοτε άτομα πρόθυμα να πιστέψουν οποιαδήποτε κατηγορία -όσο υπερβολική κι αν είναι αυτή- κατά των πολιτικών εκείνων που αποστρέφονται. Όσο εντονότερη, μάλιστα, είναι η αντιπάθεια για ένα πρόσωπο εξουσίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η προθυμία να γίνουν πιστευτές ακόμη και οι πιο ακραίες κατηγορίες εις βάρος του.
Μια τέτοια ακραία κατηγορία -εμφανέστατα ψευδή- παρουσιάζει ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο συγκεκριμένο ποίημα, προκειμένου να υπενθυμίσει με τον πλέον εμφατικό τρόπο την τάση ορισμένων προσώπων να επιτίθενται με οποιοδήποτε μέσο στα πρόσωπα εξουσίας που μισούν. Εν προκειμένω το πρόσωπο που δέχεται την επίθεση είναι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και θύτης της επίθεσης -αν και δεν αναφέρεται- είναι ο συγκαιρινός του ιστορικός Προκόπιος.
Η κατηγορία πως κάποιο πολιτικό πρόσωπο είναι «δαίμονας βγαλμένος από την κόλαση» θα προκαλούσε στις μέρες μας θυμηδία. Ο Προκόπιος, όμως, γνωρίζει το κοινό της δικής του εποχής και ξέρει πως μια κατηγορία αυτού του είδους θα έβρισκε μεγάλη ανταπόκριση, εφόσον η δεισιδαιμονία και η άγνοια αποτελούσαν κύρια γνωρίσματα πολλών πολιτών εκείνης της περιόδου. Στις μέρες μας, όπως και στα χρόνια του Καβάφη, οι απόπειρες σπίλωσης του ήθους ενός πολιτικού προσώπου λαμβάνουν άλλα χαρακτηριστικά και προσαρμόζονται στις εκάστοτε αντιλήψεις και απαρέσκειες των πολιτών, ώστε να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή απήχηση κάθε φορά.
 
«Συχνά το βλέμμα του Ιουστινιανού
φρίκην και βδελυγμίαν ποιούσε στους θεράποντάς του.»
 
Σύμφωνα με τον Προκόπιο το βλέμμα του Ιουστινιανού προκαλούσε φρίκη και αποστροφή στα άτομα που βρίσκονταν στην υπηρεσία του και τον συναναστρέφονταν, γεγονός που υποδηλώνει την ψυχική σκληρότητα και αναλγησία του αυτοκράτορα. Προσπαθεί με αυτή τη δήλωση ο ιστορικός να προετοιμάσει τους αναγνώστες του έργου του για την πολλαπλά βαρύτερη -και σαφώς ακραία- κατηγορία πως ο Ιουστινιανός δεν ήταν καν άνθρωπος. Μέσα, έτσι, από τις δηλώσεις του αυτοκρατορικού προσωπικού πως αρκούσε και μόνο η ματιά του Ιουστινιανού για να αισθανθούν ενστικτωδώς οι άνθρωποι γύρω του φρίκη και αηδία, προετοιμάζεται το έδαφος για τις -υποτιθέμενες- μαρτυρίες που πιστοποιούν τη δαιμονική του φύση.
 
«Κάτι υποπτεύονταν αυτοί που δεν τολμούσαν να το πουν
όταν τυχαίως μια νύχτα βεβαιώθηκαν
πως ήταν απ’ την Κόλαση βγαλμένος δαίμων:
βγήκεν απ’ το δωμάτιό του αργά, και γύριζεν
ακέφαλος στες αίθουσες του παλατιού.»
 
Το προσωπικό του Ιουστινιανού έχει τις χειρότερες υποψίες σχετικά με τον αυτοκράτορα, κανείς, ωστόσο, δεν τολμά να τις διατυπώσει ανοιχτά, καθώς δεν θα ήταν εφικτό να αποδειχθούν τα όσα υποπτεύονταν σχετικά με την αληθινή του ταυτότητα. Μια νύχτα, όμως, βεβαιώθηκαν, κατά τρόπο τυχαίο, πως ο Ιουστινιανός δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ένας δαίμονας βγαλμένος από την Κόλαση, αφού τον είδαν να βγαίνει από το δωμάτιό του και να περιφέρεται «ακέφαλος» στις αίθουσες του παλατιού!
Ο Προκόπιος, που δεν διστάζει να διακινδυνεύσει πλήρως την αξιοπιστία του, αρκείται μόνο στο να επισημάνει πως τα όσα καταγράφει δεν τα είδε ο ίδιος, τα άκουσε όμως προσωπικά, όπως ισχυρίζεται, από άτομα που έλεγαν ότι τα είχαν δει αυτά: «τατα οκ ατς θεασμενος γρφω, λλ τν ττε θεσασθαι σχυριζομνων κοσας».
 
Η ταυτότητα του ποιητικού υποκειμένου
Ο Καβάφης υιοθετεί ως αφηγηματική φωνή την οπτική του Προκόπιου -ή, έστω, ενός προσώπου αρνητικά διακείμενου απέναντι στον Ιουστινιανό- και καταγράφει τριτοπρόσωπα τη σύντομη αφηγηματική διαδρομή μέχρι τη φανέρωση της πραγματικής φύσης του αυτοκράτορα. Η επιλογή του αυτή, ωστόσο, δεν υποδηλώνει πως συμφωνεί με την εχθρική στάση του Προκόπιου. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, εφόσον από το σύνολο των κατηγοριών που προσάπτει ο Προκόπιος στον Ιουστινιανό, ο Καβάφης δραματοποιεί την πιο ακραία, ώστε να είναι άμεσα αυταπόδεικτο το ανυπόστατο της κατηγορίας αυτής. Οδηγεί, κατ’ αυτό τον τρόπο, τον αναγνώστη στην εύλογη σκέψη πως όποιος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο για τον Ιουστινιανό κινείται από τέτοια εμπάθεια, ώστε να μη διστάζει να διατυπώσει ακόμη και απολύτως ακραίες κατηγορίες.
Το συμπέρασμα αυτό -και κατ’ επέκταση το μήνυμα του ποιήματος- δεν θα απέρρεε με την ίδια σαφήνεια, αν ο Καβάφης είχε επιλέξει να αναφέρει κάποια άλλη κατηγορία, όπως, για παράδειγμα, πως ο Ιουστινιανός υφάρπαζε τις περιουσίες των αριστοκρατών και των πλουσίων της αυτοκρατορίας, εφόσον κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορικά ακριβές. Σκοπίμως, λοιπόν, επιλέγει το συγκεκριμένο χωρίο από την Απόκρυφη Ιστορία του Προκόπιου και βέβαιος για το συμπέρασμα που θα προκύψει υιοθετεί την οπτική του ιστορικού.
 
Το κίνητρο της επίθεσης
Ο λόγος για τον οποίο ο Προκόπιος επιλέγει να επιτεθεί κατά τέτοιο ακραίο τρόπο στον Ιουστινιανό, δεν είναι σαφής. Ίσως ο ιστορικός ανέμενε κάποια πιο ουσιαστική αναγνώριση της προσφοράς του από τον αυτοκράτορα. Ίσως είχε ενοχληθεί από το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός απαίτησε από εκείνον τη σύνθεση ενός εγκωμιαστικού έργου («Περί των κτισμάτων»). Ίσως επιδίωκε με την «Απόκρυφη Ιστορία» να θέσει υπό αμφισβήτηση τα υπερβολικά εγκώμια του προηγούμενου έργου, ώστε να επιτρέψει στους κατοπινούς μελετητές να κατανοήσουν καλύτερα την αλήθεια για το ήθος και τη δράση του αυτοκράτορα. Ίσως, τέλος, η αντιπάθεια του Προκόπιου για τον Ιουστινιανό να ήταν τέτοια, ώστε ο ιστορικός να επιθυμούσε τη -με κάθε κόστος- σπίλωση του ονόματος του αυτοκράτορα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Προκόπιος δεν κατόρθωσε να ελέγξει πλήρως την αντιπάθειά του, με αποτέλεσμα ορισμένα σημεία της Απόκρυφης Ιστορίας να κινούνται στον χώρο της μυθοπλασίας και της υπερβολής, ζημιώνοντας τελικά το δικό του κύρος.
 
Η ιστορική πηγή του ποιήματος
Όπως το καταγράφει η Renata Lavagnini, ο Καβάφης, αν κι έχει διαβάσει το κείμενο του Προκόπιου, παραπέμπει στο έργο του J. B. Bury, A History of the Later Roman Empire from the death of Theodosius I to the Death of Justinian (395-565), τόμοι 2, Λονδίνο 1923. Εκεί βρίσκεται πραγματικά η πρώτη αφορμή του ποιήματος:
 
Procopius gravely asserts that he himself and «most of us» had come to the conclusion that the Emperor and Empress were demons in human form, and he did not mean this as a figure of speech. He tells a number of anecdotes to substantiate the idea. Justinian’s mother had once said that she conceived of a demon. He had been seen in the palace at night walking about without a head…
 
Τα στοιχεία αυτά τα καταγράφει ο Προκόπιος στο 12ο κεφάλαιο του έργου του Ανέκδοτα ή  αλλιώς Απόκρυφη Ιστορία:
 
διό δή μοί και τος πολλος μν οδεπώποτε δοξαν οτοι νθρωποι εναι, λλά δαίμονες παλαμναοι τινες και σπερ ο ποιηταί λέγουσι βροτολοιγώ στην, ο δή πί κοινς βουλευσάμενοι πως παντα νθρώπεια γένη τε και ργα ς ῥᾷστα και τάχιστα διαφθείρειν κανοί εεν νθρπειν τε μπσχοντο σχμα κα νθρωποδαμονες γεγενημνοι τ τρπ τοτ ξμπασαν τν οκουμνην κατσεισαν. τεκμηρισαι δ’ ν τις τ τοιοτο πολλος τε κα λλοις κα τ τν πεπραγμνων δυνμει. […]
Μετάφραση: Για τον λόγο αυτό σ’ εμένα και στους περισσότερους από εμάς ουδέποτε φάνηκε πιστευτό πως αυτοί είναι άνθρωποι, αλλά βδελυροί δαίμονες, και όπως λένε οι ποιητές «ολέθριοι για τους ανθρώπους», οι οποίοι σκέφτονταν από κοινού πως θα καταστρέψουν πιο εύκολα και πιο γρήγορα όλα τα ανθρώπινα γένη και τα έργα τους, κι οι οποίοι είχαν την ικανότητα να παίρνουν τη μορφή ανθρώπου και γινόμενοι ανθρωπόμορφοι δαίμονες μπόρεσαν κατ’ αυτό τον τρόπο να ταρακουνήσουν όλο τον κόσμο. Θα μπορούσε να αποδείξει κανείς αυτό με πολλά και διάφορα στοιχεία, και κυρίως με τη δύναμη της δράσης τους. […]
 
Λγουσι δ ατο κα τν μητρα φναι τν πιτηδεων τισν ς ο Σαββατου το ατς νδρς οδ νθρπων τινς υἱὸς εη. νκα γρ ατν κειν μελλεν, πιφοιτν ατ δαιμνιον οχ ρμενον, λλ’ ασθησν τινα τι δ πρεστιν ατ παρασχν τε νδρα γυναικ πλησισαντα, καθπερ ν νερ φανισθναι.
Μετάφραση: Λένε για εκείνον πως και η μητέρα του είπε σε οικεία της πρόσωπα πως δεν ήταν γιος του συζύγους της, του Σαββαττίου, ούτε κάποιου ανθρώπου. Όταν επρόκειτο να τον κυοφορήσει, την πλησίασε ένας δαίμονας που δεν ήταν ορατός, της μετέδιδε όμως την αίσθηση ότι ήρθε σε επαφή μαζί της, όπως όταν ένας άνδρας πλησιάζει μια γυναίκα, κι έπειτα εξαφανίστηκε σαν σε όνειρο.
 
Τινς δ τν ατ παρντων τε πρρω που τν νυκτν κα ξυγγινομνων ν Παλατίῳ δηλοντι, οσπερ ν καθαρ ψυχ ν, φντασμ τι θεσασθαι δαιμνιον ηθες σφσιν ντ’ ατο δοξαν. μν γρ φασκεν φνω μν ατν θρνου το βασιλεου ξαναστντα περιπτους νταθα ποιεν· συχνν γρ καθσθαι οδαμ εθιστο· τς δ κεφαλς ν τ παραυτκα τ ουστινιαν φανισθεσης τ λλο ο σμα τοτους δ τος μακρος διαλους ποιεν δοκεν, ατν τε τε ο τν μμτων περ τν θαν ς κιστα γιαινντων, σχλλοντα κα διαπορομενον π πλεστον στναι.
Μετάφραση: Κάποιοι από εκείνους που ήταν μαζί του αργά τις νύχτες και τον συναναστρέφονταν στο Παλάτι, των οποίων η σκέψη ήταν καθαρή, τούς φάνηκε πως στη θέση εκείνου είδαν κάποιο παράδοξο θέαμα, ένα ανοίκειο δαιμόνιο. Ένας, λοιπόν, έλεγε πως ξαφνικά εκείνος σηκώθηκε από τον βασιλικό του θρόνο και βάδιζε εκεί γύρω -κάτι που γινόταν συχνά, βέβαια, γιατί καθόλου δεν συνήθιζε να κάθεται- και πως αμέσως το κεφάλι του Ιουστινιανού εξαφανίστηκε, ενώ το υπόλοιπο σώμα του κινούνταν στους μακρούς διαδρόμους. Αυτός που το είδε, παρέμεινε για πολύ ώρα αναστατωμένος και σε μεγάλη απορία, θεωρώντας πως η όρασή του, εξαιτίας των όσων έβλεπε, δεν ήταν σε καλή κατάσταση.
 
Ο Προκόπιος
Έλληνας ιστορικός από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, του οποίου τα έργα αποτελούν άμεσες πηγές για την εποχή και τη δράση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Γεννήθηκε γύρω στο 500 μ.Χ. και σπούδασε ρητορική και νομικά, άγνωστο σε ποιο μέρος. Από το 527 εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος και γραμματέας στο επιτελείο του Βελισσαρίου και ακολούθησε τον στρατηγό στις εκστρατείες του κατά των Περσών στην Ασία (527-531), κατά των Βανδάλων στην Αφρική (533-536) και κατά των Γότθων στην Ιταλία (536-540). Το 542 βρισκόταν πλέον στην Κωνσταντινούπολη όπου, κατά τον Πατριάρχη Νικηφόρο και τη Σούδα, εργάστηκε ως υψηλό στέλεχος της δημόσιας διοίκησης. Πρέπει να πέθανε γύρω στο 562.
Μάς άφησε τρία σημαντικότατα συγγράμματα, που φωτίζουν από διάφορες γωνίες μια καίρια περίοδο της ύστερης αρχαιότητας και τη μετάβαση προς την ελληνική μεσαιωνική αυτοκρατορία:
Το Ιστορικόν εν βιβλίοις οκτώ ή απλά Ιστορία αφηγείται τους πολέμους του Ιουστινιανού εναντίον των Περσών, των Βανδάλων και των Γότθων, και, συνάμα, περιέχει μια συνοπτική έκθεση των μέχρι το 554 γεγονότων. Το έργο όμως έχει ευρύτερο ενδιαφέρον και καλύπτει ουσιαστικά όλη την ιστορική δράση της εποχής του, επειδή αναφέρεται και δε διάφορα άλλα συμβάντα εκτός από τα πολεμικά, παρέχει δε πολύτιμες πληροφορίες για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση της αυτοκρατορίας κατά το πρώτο μισό του 6ου αιώνα. Λόγω της θέσης του αλλά και της παρουσίας του σε πολλές εστίες των γεγονότων, ο Προκόπιος γράφει ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας και συμπληρώνει τις πληροφορίες του είτε με τη βοήθεια άλλων αξιόπιστων μαρτύρων είτε με έρευνα δημοσίων εγγράφων και άλλων γραπτών πηγών.
Τα Ανέκδοτα ή Historia Arcana (Απόκρυφη ή μυστική ιστορία) γράφηκαν γύρω στο 550 και δημοσιεύτηκαν οπωσδήποτε ύστερα από τον θάνατο του Ιουστινιανού. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένα μυστικό ημερολόγιο, στο οποίο ο συγγραφέας κατέγραψε όσα δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να πει στην επίσημη Ιστορία του, αποτελούν δε γι’ αυτό συμπλήρωμα εκείνης. Το έργο δίνει εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ενός εμπαθέστατου λίβελλου, που στρέφεται κατά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, αλλά και κατά του Βελισσαρίου και της συζύγου του. Κατηγορεί τον αυτοκράτορα για δεσποτική διακυβέρνηση και τον κρίνει ως υπεύθυνο για όλα τα δεινά της αυτοκρατορίας είτε πρόκειται για τις βαρβαρικές επιδρομές, είτε για δημοσιονομικά προβλήματα, αλλά ακόμη και για θεομηνίες. Περιγράφει, μερικές φορές άκριτα τα σκάνδαλα της αυλής και δεν διστάζει να μεταχειριστεί ασεμνότατους χαρακτηρισμούς για τη ζωή της αυτοκράτειρας. Κατά βάθος όμως τα Ανέκδοτα αποκαλύπτουν, έστω με κάποιες υπερβολές, την εσωτερική όψη μιας πραγματικότητας και σε λίγες μόνο περιπτώσεις αντιφάσκουν προς την Ιστορία των πολέμων. Αν ο Προκόπιος έγραψε το έργο αυτό παρακινημένος από προσωπικά ελατήρια ή επειδή επιθυμούσε να «ολοκληρώσει την αλήθεια», δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί.
Το Περί των κτισμάτων είναι ένα πανηγυρικό εγκώμιο που γράφηκε γύρω στα 553-555 ή λίγο αργότερα. Επαινεί τον ήπιο χαρακτήρα του Ιουστινιανού, την πολιτική και νομοθετική του δραστηριότητα και περιγράφει τα οικοδομικά του επιτεύγματα σε ολόκληρο το κράτος, θεωρώντας ως προσωπικό έργο του αυτοκράτορα οποιοδήποτε κτίσμα αναγέρθηκε κατά την εποχή του με δημόσιους πόρους. Είναι πιθανόν ότι έγραψε τα Κτίσματά του, ύστερα από αυτοκρατορική εντολή.
 
Ο Ιουστινιανός
Ο Ιουστινιανός Α΄ (πλήρες όνομα: Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος Ιουστινιανός) υπήρξε αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 527 ως το 565. Γεννήθηκε το 482 στο Ταυρήσιο της περιοχής των Σκοπίων της Δαρδανίας από πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σαββάτιος, η δε μητέρα του Βιγιλαντία, αδελφή του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518-527). Η οικογένεια του Ιουστινιανού ήταν εκλατινισμένη ελληνική οικογένεια της Χερσονήσου του Αίμου, ο δε Ιουστινιανός έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του. Ο Ιουστίνος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις σπουδές του και την εξέλιξή του στον δημόσιο βίο.
Η εκλογή του θείου του Ιουστίνου από τη Σύγκλητο για τον θρόνο της αυτοκρατορίας προετοιμάστηκε με την ενεργό συμμετοχή και του Ιουστινιανού, ο οποίος αναδείχθηκε σε πανίσχυρο πλέον πρόσωπο της αυτοκρατορίας. Το 527 υιοθετήθηκε από τον Ιουστίνο και ονομάστηκε συμβασιλεύς, αμέσως δε μετά τον θάνατο του θείου του (527) ανέλαβε και τυπικά τον θρόνο και την εξουσία. Το 525 είχε νυμφευθεί την περίφημη Θεοδώρα, η οποία μετά από μια περίοδο περιπετειώδους πορνικού βίου στην υπηρεσία του Κύπριου αρκτοτρόφου Αρκαδίου, είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη και γνωρίστηκε με τον πανίσχυρο Ιουστινιανό. Ο δυναμικός και αποφασιστικός χαρακτήρας της, όπως επίσης και οι φιλομονοφυσιτικές θρησκευτικές αντιλήψεις της, επηρέασαν σημαντικά την πολιτική του αυτοκράτορα Ιουστινιανού.
Προικισμένος με εξαιρετικά πνευματικά προσόντα, με μοναδική φυσική αντοχή, με ακαταπόνητη εργατικότητα, με σφαιρική πολιτική ενόραση και με δημιουργικό ζήλο, καθόρισε με σαφήνεια τους στόχους και αγωνίστηκε με πάθος για την πραγμάτωση τόσο στην εσωτερική αναδιοργάνωση όσο και στην εξωτερική ακτινοβολία της αυτοκρατορίας. Από τις μαρτυρίες των συγχρόνων του φαίνεται ότι ζούσε ασκητικό βίο στο πολυτελές παλάτι, είχε μεγάλη διάρκεια εργασίας, διατηρούσε συνεχώς επαφές με λόγιους κύκλους της εποχής του, έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία στις θεολογικές συζητήσεις και ήταν πάντοτε σε πνευματική και διοικητική εγρήγορση. Οι ευρύτατες γνώσεις του μετασχηματίζονταν με τις συνεχείς συζητήσεις σε πολιτική θεωρία και πράξη μέσα από την αναδρομή στην ιστορική εμπειρία της ζωής της αυτοκρατορίας. Η διαδικασία αυτή αιτιολογεί όχι μόνο τα μεγαλόπνοα σχέδια, αλλά και τον πολιτικό ρεαλισμό, με τον οποίο προγραμμάτισε την εκπλήρωσή τους.
Ήταν ο αυθεντικός κυβερνήτης της αυτοκρατορίας, έστω και αν δεν σάρκωνε το πρότυπο του αυτοκράτορα-στρατηγού ή του αυτοκράτορα-διοικητή, γιατί αξιοποιούσε σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής του.

Εσωτερική πολιτική
Η κατάσταση της αυτοκρατορίας στις αρχές του 6ου αιώνα παρουσίαζε σοβαρή διαφθορά του διοικητικού μηχανισμού και περίεργη κοινωνική ζύμωση, παρά τα σημαντικά οικονομικά αποθέματα που εξασφάλισε η ορθολογιστική οικονομική πολιτική του αυτοκράτορα Αναστάσιου Α΄ (491-518). Η διαφθορά των διοικητικών υπηρεσιών, που αποδοκιμάζεται με σκληρό τρόπο στην ιουστινιάνεια νομοθεσία, ανέδειξε τις ελλείψεις του θεσμικού πλαισίου, το οποίο άφηνε ευρύτατα περιθώρια στους διοικητικούς υπαλλήλους για καταχρήσεις της εξουσίας των αξιωμάτων τους, αφού τα αγόραζαν με υψηλό αντίτιμο και τα ασκούσαν καταπιεστικά στον λαό, ενώ δεν κατοχύρωνε τους μικρούς γαιοκτήμονες και μικροκαλλιεργητές από την επεκτατική απληστία των μεγάλων γαιοκτημόνων.
Στα πρώτα έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-532) η κοινωνική διαμαρτυρία συντονιζόταν από την οργανωμένη αντίδραση των «δήμων», οι οποίοι τελικά επιδίωξαν την εκθρόνιση του Ιουστινιανού και την ανακήρυξη ως αυτοκράτορα του Υπατίου, ανιψιού του αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄. Οι διαμαρτυρίες κατέληξαν στην περίφημη Στάση του «Νίκα» (από το κοινό σύνθημα των στασιαστών), που αναστάτωσε την Κωνσταντινούπολη για μια εβδομάδα περίπου (11-18 Ιανουαρίου 532) και απείλησε τον θρόνο του Ιουστινιανού. Η δυναμική και αποφασιστική παρέμβαση της Θεοδώρας στον τρομαγμένο αυτοκράτορα και η συνετή γενναιότητα των στρατηγών Βελισσαρίου και Μούνδου κατέστειλαν τη στάση και αποκατέστησαν την τάξη στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ιουστινιανός εξήλθε πανίσχυρος από τη Στάση του Νίκα, αφού εξαρθρώθηκαν οι οργανωμένοι πυρήνες αντίδρασης, και απέκτησε καθαρότερη θέα των εσωτερικών προβλημάτων της αυτοκρατορίας. Επιδόθηκε πλέον με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στη θεσμοθέτηση των αναγκαίων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων. Το ευρύτατο νομοθετικό έργο είναι το θεμέλιο του όλου μεταρρυθμιστικού έργου του. Το σύνολο των νομοθετικών συλλογών, που εκπονήθηκαν από άριστους νομικούς με επικεφαλής τον Τριβωνιανό, συγκροτούν την Ιουστινιάνεια νομοθεσία, που είναι γνωστή στην επιστήμη του Δικαίου ως Corpus Iuris Civillis. Η νομοθεσία αυτή είναι και η βασική πηγή του Βυζαντινού Δικαίου.
Είναι ευνόητο ότι το μοναδικό νομοθετικό αυτό έργο συνδυάστηκε με την προοδευτική εξυγίανση της Δικαιοσύνης, η οποία διερχόταν περίοδο κρίσης από έλλειψη σαφούς και εκσυγχρονισμένου νομικού πλαισίου για τη λειτουργία της. Ανάλογη εξυγίανση πραγματοποιήθηκε στις διοικητικές και στις οικονομικές υπηρεσίες της αυτοκρατορίας, με την εισαγωγή του καθεστώτος της έμμισθης υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων τους με το κράτος, ενώ καθορίστηκαν αυστηρές αρχές για τον έλεγχο της αυθαιρεσίας των μεγάλων γαιοκτημόνων, οι οποίες μείωσαν την ένταση, αν και δεν έλυσαν το πολύπλοκο πρόβλημα.
Κατά την περίοδο της βασιλείας του γνώρισαν μεγάλη ακμή τα γράμματα και οι τέχνες. Στα γράμματα δόθηκαν ισχυρά κίνητρα με την όλη πνευματική κίνηση και την ακτινοβολία των λογίων, αλλά προσαρμόστηκαν στο νέο πνεύμα της πολιτικής ιδεολογίας του Βυζαντίου. Η άνθηση της παιδείας στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν όχι μόνο ποσοτική, αλλά και ποιοτική, γιατί βελτιώθηκε σημαντικά η ανώτερη εκπαίδευση.
Ανάλογη ακμή γνώρισαν και οι τέχνες χάρη στο τεράστιο οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού, το οποίο με θαυμασμό περιγράφει ο ιστορικός Προκόπιος στο έργο του Περί Κτισμάτων. Οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος και Ισίδωρος δημιούργησαν το μοναδικό σε δημιουργική σύνθεση και αισθητική πληρότητα μνημείο του ναού της του Θεού Σοφίας, ενώ άλλοι αρχιτέκτονες δημιούργησαν μνημειακούς ναούς, μοναδικά δημόσια κτήρια, οχυρωματικά έργα, φρούρια, υδραγωγεία κ.λπ. Η όλη ανάπτυξη του τεράστιου οικοδομικού έργου του Ιουστινιανού, που καλύπτει κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας συνδέθηκε με την προώθηση της τέχνης και της τεχνικής, αποτύπωνε την οικουμενική διάσταση της αυτοκρατορίας και οριοθετούσε τους στόχους της.

Εξωτερική πολιτική
Σύμφωνα με τις βασικές αρχές της πολιτικής ιδεολογίας, η προστασία ή η απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών ήταν βασική ευθύνη του βυζαντινού αυτοκράτορα. Η «απέραντος ειρήνη» με τους Πέρσες (Σεπτέμβριος 532), παρά το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε από τους Πέρσες, άνοιξε τις προοπτικές για μια δυναμική πολιτική στη Δύση. Ο στρατηγός Βελισσάριος ανέλαβε την αποστολή να εξουδετερώσει την επεκτατική δραστηριότητα των Βανδάλων στη Βόρεια Αφρική, που ήταν απειλητική για τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Κορσική και τα παράλια της Ιταλίας. Ο Βελισσάριος με δύο νίκες διέλυσε το κράτος των Βανδάλων και κόσμησε με τον αιχμάλωτο ηγεμόνα τους Γελίμερο τον θρίαμβό του στην Κωνσταντινούπολη (534). Αμέσως μετά, με αφορμή τη δολοφονία της βασίλισσας των Γότθων Αμαλασούνθας, που ήταν σύμμαχος του Βυζαντίου, οι στρατηγοί Βελισσάριος και Μούνδος, εξεστράτευσαν στη Δαλματία, όπου πέθανε ο Μούνδος (536), και στην Ιταλία. Παρά την περιορισμένη στρατιωτική δύναμη, ο Βελισσάριος κατέλαβε εύκολα τη Σικελία, τη Νεάπολη, τη Ρώμη και τη Ραβέννα, κλείνοντας έτσι τον Γοτθικό πόλεμο με σημαντικές επιτυχίες.
Η πολιτική του Ιουστινιανού για την αντιμετώπιση των απειλών σε όλη σχεδόν την έκταση των συνόρων της αυτοκρατορίας στηρίχθηκε στην ισχυρή οργάνωση στρατού και στόλου, στην αξιοποίηση της βυζαντινής διπλωματίας, στη χρησιμοποίηση του βυζαντινού θησαυροφυλακίου για την εξαγορά της ειρήνης στην Ανατολή, καθώς και για την εξαγορά των υπηρεσιών διαφόρων βαρβαρικών φύλων προς εξουδετέρωση συγκεκριμένων βαρβαρικών απειλών. Η πολιτική αυτή επιλογή, όπως και η εσωτερική πολιτική, στηρίχθηκε βεβαίως στις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες της αυτοκρατορίας κατά την εποχή του Ιουστινιανού, αλλά οι τεράστιες δαπάνες άδειασαν το θησαυροφυλάκιο και συνδυάστηκαν με συνεχείς φορολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες προκαλούσαν τη συνεχώς αυξανόμενη δυσφορία και αντίδραση του λαού. Η οικονομική άνεση εξανεμίστηκε προοδευτικά, αλλά οι βάρβαροι λαοί γίνονταν συνεχώς απαιτητικότεροι σε οικονομικές παροχές.
Το τεράστιο έργο του Ιουστινιανού τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική πολιτική, παρά τα λάθη επιλογών ή εφαρμογής, πλησίασε πολύ την πραγματοποίηση του οράματος της χριστιανικής οικουμένης, αφού η βυζαντινή κυριαρχία εκτεινόταν σε ολόκληρο σχεδόν τον χριστιανικό κόσμο. Η περιφρούρηση του έργου ήταν σχεδόν αδύνατη, αλλά οπωσδήποτε σφράγισε για πολλούς αιώνες τις οικουμενικές προοπτικές της αυτοκρατορίας και άφησε ανεξίτηλα ίχνη στον ευρωπαϊκό και στον ανατολικό πολιτισμό. Η πραγματοποίηση του μεγάλου οράματος ήταν πολιτικό κατόρθωμα ενός μεγαλόπνοου πολιτικού, η επιβίωση του έργου του απαιτούσε συνεχή εγρήγορση όλων των δυνάμεων της αυτοκρατορίας και ανάλογη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Ο Ιουστινιανός υπήρξε πραγματικά «Μέγας» αυτοκράτορας και πολιτικός, ο μεγαλύτερος ίσως στα 1.100 περίπου έτη της ζωής του Βυζαντίου.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Του έκτου ή του έβδομου αιώνος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Κοινοτικός Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αλεξανδρείας
 
Κωνσταντίνος Καβάφης «Του έκτου ή του έβδομου αιώνος»
 
Είν’ ενδιαφέρουσα πολύ και συγκινητική
η Αλεξάνδρεια του έκτου αιώνος, ή του εβδόμου στες αρχές
πριν έλθει ο κραταιός Αραβισμός.
Ελληνικά ομιλεί ακόμη, επισήμως
ίσως χωρίς πολλήν ζωντάνια, πλην, ως κόσμιον,
την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί.
Από το Ελληνικόν μοιραίως θα σβυσθεί
μ’ ακόμη εντός αυτού βαστιέται όσο μπορεί.
 
Δεν είν’ αφύσικον αν έτσι αισθηματικά
την εποχή της ατενίσομεν αυτήν,
εμείς που τώρα ξαναφέραμεν
ελληνική λαλιά στο έδαφός της.
 
Κ. Π. Καβάφης, Ατελή Ποιήματα 1918-1932, Φιλολογική έκδοση: Renata Lavagnini
 
Η κατάκτηση της Αλεξάνδρειας το 642 μ.Χ., στα μέσα δηλαδή του έβδομου αιώνα, από τους Άραβες, αποτέλεσε το κρίσιμο εκείνο γεγονός που τερμάτισε τη σχεδόν χιλιετή ελληνική παρουσία στη θεμελιωμένη από τον Μέγα Αλέξανδρο (331 π.Χ.) πόλη της Αιγύπτου. Η ελληνική ταυτότητα της πόλης αυτής είχε αρχίσει να χάνει τη δυναμική της ήδη από τον 6ο μ.Χ. αιώνα, όπως το επισημαίνει ο Καβάφης, συνέχιζε όμως να είναι εμφανής στη γλώσσα των ανθρώπων και θα κατόρθωνε -πιθανώς- να διατηρηθεί για μεγαλύτερο διάστημα, αν δεν μεσολαβούσε η βίαιη επέλαση των Αράβων και οι διώξεις κατά του ελληνικού και του χριστιανικού στοιχείου.
Μικρός αριθμός Ελλήνων θα συνεχίσει να υπάρχει στην Αλεξάνδρεια και κατά το επόμενο διάστημα, αλλά μόνο κατά τον 19ο μ.Χ. αιώνα -την εποχή, άρα, του ποιητή- χάρη στην ανάκτηση της αλλοτινής εμπορικής της σημασίας και την οικονομική αναγέννησής της, θα προσελκύσει ξανά η πόλη αυτή μεγάλο αριθμό Ελλήνων και θα ακουστεί ξανά με δυναμισμό η ελληνική γλώσσα στο έδαφός της. Εύλογα, λοιπόν, ο Καβάφης στρέφει τη ματιά του με συγκίνηση στη μακρινή εκείνη εποχή (6ος – 7ος αιώνας μ.Χ.), όταν έσπασε ο τελευταίος κρίκος της μακραίωνης ελληνικής πορείας της πόλης, καθώς ο ίδιος και οι συγκαιρινοί του αποτέλεσαν, κατά κάποιο τρόπο, τη γενιά που κατόρθωσε να επανασυνδέσει την Αλεξάνδρεια με το ένδοξο ελληνικό της παρελθόν, επαναφέροντας τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων στο αιγυπτιακό αυτό έδαφος.
 
«Είν’ ενδιαφέρουσα πολύ και συγκινητική
η Αλεξάνδρεια του έκτου αιώνος, ή του εβδόμου στες αρχές
πριν έλθει ο κραταιός Αραβισμός.»
 
Κατά τον έκτο αιώνα, όπως και στις αρχές του έβδομου αιώνα, η Αλεξάνδρεια αποτελεί ακόμη τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, γεγονός που διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση του ελληνικού της χαρακτήρα. Η περίοδος αυτή, ωστόσο, είναι μεταβατική, εφόσον οδηγεί στο κλείσιμο ενός μεγάλου κεφαλαίου για την ιστορία της πόλης. Αποτελεί, έτσι, μια ενδιαφέρουσα περίοδο -από την οπτική των Ελλήνων τουλάχιστον- εφόσον περικλείει τα τελευταία στάδια της ελληνικής της ταυτότητας. Είναι, συνάμα, συγκινητική, ακριβώς γιατί οι Έλληνες που μελετούν την ιστορική αυτή περίοδο γνωρίζουν πως οδηγεί στη ραγδαία πολιτισμική αλλοίωση της περιοχής, λόγω της επερχόμενης κατάκτησής της από τους Άραβες. Όπως, μάλιστα, σχολίαζε ο ίδιος ο Καβάφης σ’ ένα άρθρο του για το μουσείο της Αλεξάνδρειας: «Η βυζαντινή εποχή της Αιγύπτου ενδιαφέρει ζωηρώς τους νεωτέρους Έλληνας, οίτινες από τινός ήρχισαν σπουδάζοντες μετά περισσοτέρου ζήλου την μακράν μεσαιωνικήν αυτών ιστορίαν, την τόσο πλουσίαν εν ενδόξοις σελίσι».
Ο Καβάφης ως Έλληνας Αλεξανδρινός και «επίγονος» του αλλοτινού ελληνισμού της Αιγύπτου δεν μπορεί παρά να αντικρίζει με συγκίνηση τα τελευταία βήματα της μακράς ελληνικής πολιτισμικής παρουσίας στην Αίγυπτο γενικότερα και στην πόλη του, την Αλεξάνδρεια, ειδικότερα.
 
«Ελληνικά ομιλεί ακόμη, επισήμως
ίσως χωρίς πολλήν ζωντάνια, πλην, ως κόσμιον,
την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί.»
 
Η Αλεξάνδρεια της μεταβατικής εκείνης περιόδου είναι ακόμη ελληνόφωνη, ακολουθώντας την παγιωμένη πεποίθηση πως τα ελληνικά αποτελούν τη γλώσσα των μορφωμένων κι εκείνων που έχουν εκπαιδευτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η χρήση της ελληνικής γλώσσας, ωστόσο, έχει αρχίσει ήδη να χάνει την πρότερη δυναμική της, φανερώνοντας την απαρχή της παρακμής της. Όπως το τονίζει ο Καβάφης, βέβαια, με την αξιοποίηση μιας εμφατικής επανάληψης («Ελληνικά ομιλεί ακόμη / την γλώσσα μας ακόμη ομιλεί»), παρά την όποια απώλεια στη ζωντάνια και τη δυναμική της, η παρουσία της ελληνικής γλώσσας παραμένει εμφανής και συνεχίζει να δηλώνει την ελληνική καταγωγή της Αλεξάνδρειας. 
Για τον Καβάφη το θέμα της διάδοσης του ελληνισμού -και της ελληνικής γλώσσας- πέρα από τα αρχικά γεωγραφικά του όρια, έχει σταθερά ιδιαίτερη σημασία, εφόσον συνιστά καίριο δείκτη τόσο για τη δύναμη της επιρροής του, όσο και για την ποιότητά του. Η ελληνική γλώσσα, άλλωστε, ξεπερνά κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια του κυρίως ελληνισμού, φανερώνοντας πως έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας για πολυπληθείς εθνικές ομάδες και, παράλληλα, να αποτελέσει ουσιαστικό μέσο για τη βαθύτερη πνευματική τους καλλιέργεια. Μια σκέψη που συγκινεί τον Καβάφη, γι’ αυτό και τονίζει πολύ συχνά τη μεγάλη γεωγραφική της εξάπλωση, έστω κι αν γνωρίζει την πορεία παρακμής που ακολούθησε.
 
«Από το Ελληνικόν μοιραίως θα σβυσθεί
μ’ ακόμη εντός αυτού βαστιέται όσο μπορεί.»
 
Η μοίρα της Αλεξάνδρειας μοιάζει προδιαγεγραμμένη, καθώς η αναδυόμενη αραβική δύναμη θα παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της, καθιστώντας ανέφικτη την προσπάθεια των βυζαντινών να διασώσουν τις κτήσεις τους στην περιοχή της Αιγύπτου. Το σβήσιμό της, επομένως, από τον χάρτη των ελληνικών περιοχών είναι δεδομένο, χωρίς αυτό να κάμπτει ακόμη τη θέληση των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας να τη διατηρήσουν στον ελληνικό κόσμο για όσο καιρό μπορούν. Δηλωτική της θέλησης αυτής είναι αφενός η συνέχιση της χρήσης των Ελληνικών κι αφετέρου οι δύσκολες μάχες των βυζαντινών με τους επίδοξους κατακτητές της περιοχής, όπως ήταν -λίγες μόλις δεκαετίες πριν από την τελική της πτώση- οι Πέρσες της δυναστείας των Σασσανιδών.
 
«Δεν είν’ αφύσικον αν έτσι αισθηματικά
την εποχή της ατενίσομεν αυτήν,
εμείς που τώρα ξαναφέραμεν
ελληνική λαλιά στο έδαφός της.»
 
Στην καταληκτική στροφή του ποιήματος το άμεσο προσωπικό ενδιαφέρον του ποιητή σχετικά με την ελληνική παρουσία στην Αλεξάνδρεια επεξηγείται με σαφήνεια, καθώς, όπως το δηλώνει, ανήκει κι ο ίδιος στη γενιά εκείνη που έφερε εκ νέου την ελληνική γλώσσα στο έδαφός της («εμείς που τώρα ξαναφέραμεν…»). Είναι, επομένως, λογικό, ο ίδιος και οι συγκαιρινοί του να συγκινούνται, όταν ανατρέχουν στην τελευταία ιστορική περίοδο κατά την οποία η ελληνική γλώσσα παρέμενε ακόμη ζωντανή στην Αλεξάνδρεια, μιας και αναλογίζονται πως έχουν ξεχωριστή τιμή και ευθύνη, αφού χάρη σ’ εκείνους η τόσο πολύτιμη ελληνική γλώσσα επιστρέφει ξανά -αιώνες μετά- και φωτίζει με τη δύναμή της το αλεξανδρινό έδαφος.
Ο Καβάφης αισθάνεται έντονα τόσο το αίσθημα της τιμής που προκύπτει από την επίγνωση πως ο ίδιος πιάνει εκ νέου το νήμα της ελληνικής ταυτότητας της Αλεξάνδρειας, που τόσο βίαια είχε κοπεί, όσο και, κυρίως, το αίσθημα της ευθύνης, εφόσον αντιλαμβάνεται πως με το έργο του δεν εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό του, αλλά πρωτίστως την ελληνική πνευματική παρουσία, την ελληνική γλώσσα και τη γενικότερη συνέχιση του ελληνισμού στην Αλεξάνδρεια, όπως αυτό φανερώνεται από μια εναλλακτική γραφή της καταληκτικής στροφής:
 
«Δεν είν’ αφύσικον αν έτσι αισθηματικά
την εποχή της ατενίζω αυτήν
εγώ που Έλλην ποιητής, - κι Έλλην δικός της
το ελληνικό μου έργον κάμνω στο έδαφός της.»
 
Σε αυτή την εκδοχή του ποιήματος ο Καβάφης τονίζει περισσότερο και σαφώς πιο εμφατικά τη δική του θέση σε σχέση με την Αλεξάνδρεια, αποκαλύπτοντας τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο έβλεπε τη δική του εθνική ταυτότητα. Ο Καβάφης ήταν, όπως το τονίζει, Έλληνας, αλλά Έλληνας της Αλεξάνδρειας, χωρίς το γεγονός πως ζει σε μια περιοχή πέρα από τον κυρίως ελληνικό χώρο να μειώνει την ελληνικότητά του. Ο Καβάφης αισθάνεται -και δικαίως- πως, αν και η οικογένειά του προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη και ο ίδιος έχει γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια, έχει αμιγώς ελληνική ταυτότητα, θεωρώντας πως τα εδάφη αυτά αποτέλεσαν σημαντικές κοιτίδες του ελληνικού πολιτισμού, κι ας μην ανήκουν -με συμβατικούς όρους- στα όρια του ελληνικού κράτους. Ο ελληνισμός, άλλωστε, υπήρξε και παραμένει απλωμένος πολύ πέρα από τον κατεξοχήν ελληνικό χώρο, καθώς οικονομικοί κυρίως λόγοι ωθούν διαχρονικά τους Έλληνες σε συνεχείς μετακινήσεις.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...