Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἰσχύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Stefan Mitterwallner
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σχύω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
σχύω, σχύεις, σχύει, σχύομεν, σχύετε, σχύουσι(ν)
Υποτακτική
σχύω, σχύς, σχύ, σχύωμεν, σχύητε, σχύωσι(ν)
Ευκτική
σχύοιμι, σχύοις, σχύοι, σχύοιμεν, σχύοιτε, σχύοιεν
Προστακτική
---, σχυε, σχυέτω, ---, σχύετε, σχυόντων (ή σχυέτωσαν)
Απαρέμφατο
σχύειν
Μετοχή
σχύων, σχύουσα, σχον
 
Παρατατικός
Οριστική
σχυον, σχυες, σχυε, σχύομεν, σχύετε, σχυον
 
Μέλλοντας
Οριστική
σχύσω, σχύσεις, σχύσει, σχύσομεν, σχύσετε, σχύσουσι(ν)
Ευκτική
σχύσοιμι, σχύσοις, σχύσοι, σχύσοιμεν, σχύσοιτε, σχύσοιεν
Απαρέμφατο
σχύσειν
Μετοχή
σχύσων, σχύσουσα, σχσον
 
Αόριστος
Οριστική
σχυσα, σχυσας, σχυσε(ν), σχύσαμεν, σχύσατε, σχυσαν
Υποτακτική
σχύσω, σχύσς, σχύσ, σχύσωμεν, σχύσητε, σχύσωσι(ν)
Ευκτική
σχύσαιμι, σχύσαις / σχύσειας, σχύσαι / σχύσειε(ν), σχύσαιμεν, σχύσαιτε, σχύσαιεν / σχύσειαν
Προστακτική
---, σχυσον, σχυσάτω, ---, σχύσατε, σχυσάντων (ή σχυσάτωσαν)
Απαρέμφατο
σχσαι
Μετοχή
σχύσας, σχύσασα, σχσαν
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἰσχύθην, ἰσχύθης, ἰσχύθη, ἰσχύθημεν, ἰσχύθητε, ἰσχύθησαν
Υποτακτική
ἰσχυθ, ἰσχυθς, ἰσχυθ, ἰσχυθμεν, ἰσχυθτε, ἰσχυθσι(ν)
Ευκτική
ἰσχυθείην, ἰσχυθείης, ἰσχυθείη, ἰσχυθείημεν ή ἰσχυθεμεν, ἰσχυθείητε ή ἰσχυθετε, ἰσχυθείησαν ή ἰσχυθεεν
Προστακτική
---, ἰσχύθητι, ἰσχυθήτω, ---, ἰσχύθητε, ἰσχυθέντων ή ἰσχυθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἰσχυθναι
Μετοχή
ἰσχυθείς
ἰσχυθεσα
ἰσχυθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σχυκα, σχυκας, σχυκε, σχύκαμεν, σχύκατε, σχύκασι(ν)
 
Υποτακτική
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός ς
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα μεν
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα τε
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα σι
 
Ευκτική
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός εην
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός εης
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός εη
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα εημεν (εμεν)
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα εητε (ετε)
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός σθι
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός στω
---
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα στε
σχυκότες- σχυκυαι- σχυκότα στων
 
Απαρέμφατο
σχυκέναι
Μετοχή
σχυκώς- σχυκυα- σχυκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
σχύκειν, σχύκεις, σχύκει, σχύκεμεν, σχύκετε, σχύκεσαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύττω / κηρύσσω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Aleta Pippin

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύττω / κηρύσσω»  
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύττω, κηρύττεις, κηρύττει, κηρύττομεν, κηρύττετε, κηρύττουσι(ν)
& κηρύσσω, κηρύσσεις, κηρύσσει, κηρύσσομεν, κηρύσσετε, κηρύσσουσι(ν)
Υποτακτική
κηρύττω, κηρύττς, κηρύττ, κηρύττωμεν, κηρύττητε, κηρύττωσι(ν)
Ευκτική
κηρύττοιμι, κηρύττοις, κηρύττοι, κηρύττοιμεν, κηρύττοιτε, κηρύττοιεν
Προστακτική
---, κήρρυττε, κηρυττέτω, ---, κηρύττετε, κηρυττόντων (ή κηρυττέτωσαν)
Απαρέμφατο
κηρύττειν
Μετοχή
κηρύττων, κηρύττουσα, κηρττον
 
Παρατατικός
Οριστική
κήρυττον, κήρυττες, κήρυττε, κηρύττομεν, κηρύττετε, κήρυττον
 
Μέλλοντας
Οριστική
κηρύξω, κηρύξεις, κηρύξει, κηρύξομεν, κηρύξετε, κηρύξουσι(ν)
Ευκτική
κηρύξοιμι, κηρύξοις, κηρύξοι, κηρύξοιμεν, κηρύξοιτε, κηρύξοιεν
Απαρέμφατο
κηρύξειν
Μετοχή
κηρύξων, κηρύξουσα, κηρξον
 
Αόριστος
Οριστική
κήρυξα, κήρυξας, κήρυξε(ν), κηρύξαμεν, κηρύξατε, κήρυξαν       
Υποτακτική
κηρύξω, κηρύξς, κηρύξ, κηρύξωμεν, κηρύξητε, κηρύξωσι(ν)
Ευκτική
κηρύξαιμι, κηρύξαις / κηρύξειας, κηρύξαι / κηρύξειε(ν), κηρύξαιμεν, κηρύξαιτε, κηρύξαιεν / κηρύξειαν
Προστακτική
---, κήρυξον, κηρυξάτω, ---, κηρύξατε, κηρυξάντων (ή κηρυξάτωσαν)
Απαρέμφατο
κηρξαι
Μετοχή
κηρξας, κηρύξασα, κηρξαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκύρηχα, κεκήρυχας, κεκήρυχε, κεκηρύχαμεν, κεκηρύχατε, κεκηρύχασι(ν)
 
Υποτακτική
κεκηρυχώς- κεκηρυχυα- κεκηρυχός  
κεκηρυχώς- κεκηρυχυα- κεκηρυχός ς
κεκηρυχώς- κεκηρυχυα- κεκηρυχός
κεκηρυχότες- κεκηρυχυαι- κεκηρυχότα με
κεκηρυχότες- κεκηρυχυαι- κεκηρυχότα τε
κεκηρυχότες- κεκηρυχυαι- κεκηρυχότα σι
 
Ευκτική
κεκηρυχώς- κεκηρυχυα- κεκηρυχός εην
κεκηρυχώς- κεκηρυχυα- κεκηρυχός εης
κεκηρυχώς- κεκηρυχυα- κεκηρυχός εη
κεκηρυχότες- κεκηρυχυαι- κεκηρυχότα εημεν (εμεν)
κεκηρυχότες- κεκηρυχυαι- κεκηρυχότα εητε (ετε)
κεκηρυχότες- κεκηρυχυαι- κεκηρυχότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεκηρυχώς- κεκηρυχυα- κεκηρυχός σθι
κεκηρυχώς- κεκηρυχυα- κεκηρυχός στω
---
κεκηρυχότες- κεκηρυχυαι- κεκηρυχότα στε
κεκηρυχότες- κεκηρυχυαι- κεκηρυχότα στων
 
Απαρέμφατο
κεκηρυχέναι
Μετοχή
κεκηρυχώς- κεκηρυχυα- κεκηρυχός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κεκηρύχειν, κεκηρύχεις, κεκηρύχει, κεκηρύχεμεν, κεκηρύχετε, κεκηρύχεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κηρύττομαι, κηρύττ/κηρύττει, κηρύττεται, κηρυττόμεθα, κηρύττεσθε, κηρύττονται
Υποτακτική
κηρύττωμαι, κηρύττ, κηρύττηται, κηρυττώμεθα, κηρύττησθε, κηρύττωνται
Ευκτική
κηρυττοίμην, κηρύττοιο, κηρύττοιτο, κηρυττοίμεθα, κηρύττοισθε, κηρύττοιντο
Προστακτική
---, κηρύττου, κηρυττέσθω, ---, κηρύττεσθε, κηρυττέσθων ή κηρυττέσθωσαν
Απαρέμφατο
κηρύττεσθαι
Μετοχή
κηρυττόμενος
κηρυττομένη
κηρυττόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κηρυττόμην, κηρύττου, κηρύττετο, κηρυττόμεθα, κηρύττεσθε, κηρύττοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
κηρύξομαι, κηρύξ/κηρύξει, κηρύξεται, κηρυξόμεθα, κηρύξεσθε, κηρύξονται
Ευκτική
κηρυξοίμην, κηρύξοιο, κηρύξοιτο, κηρυξοίμεθα, κηρύξοισθε, κηρύξοιντο
Απαρέμφατο
κηρύξεσθαι
Μετοχή
κηρυξόμενος
κηρυξομένη
κηρυξόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κηρυχθήσομαι, κηρυχθήσ κηρυχθήσει, κηρυχθήσεται, κηρυχθησόμεθα, κηρυχθήσεσθε, κηρυχθήσονται
Ευκτική
κηρυχθησοίμην, κηρυχθήσοιο, κηρυχθήσοιτο, κηρυχθησοίμεθα, κηρυχθήσοισθε, κηρυχθήσοιντο
Απαρέμφατο
κηρυχθήσεσθαι
Μετοχή
κηρυχθησόμενος
κηρυχθησομένη
κηρυχθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κηρυξάμην, κηρύξω, κηρύξατο, κηρυξάμεθα, κηρύξασθε, κηρύξαντο
Υποτακτική
κηρύξωμαι, κηρύξ, κηρύξηται, κηρυξώμεθα, κηρύξησθε, κηρύξωνται
Ευκτική
κηρυξαίμην, κηρύξαιο, κηρύξαιτο, κηρυξαίμεθα, κηρύξαισθε, κηρύξαιντο
Προστακτική
---, κήρυξαι, κηρυξάσθω, ---, κηρύξασθε, κηρυξάσθων
Απαρέμφατο
κηρύξασθαι
Μετοχή
κηρυξάμενος
κηρυξαμένη
κηρυξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κηρύχθην, κηρύχθης, κηρύχθη, κηρύχθημεν, κηρύχθητε, κηρύχθησαν
Υποτακτική
κηρυχθ, κηρυχθς, κηρυχθ, κηρυχθμεν, κηρυχθτε, κηρυχθσι(ν)
Ευκτική
κηρυχθείην, κηρυχθείης, κηρυχθείη, κηρυχθείημεν ή κηρυχθεμεν, κηρυχθείητε ή κηρυχθετε, κηρυχθείησαν ή κηρυχθεεν
Προστακτική
---, κηρύχθητι, κηρυχθήτω, ---, κηρύχθητε, κηρυχθέντων ή κηρυχθήτωσαν
Απαρέμφατο
κηρυχθναι
Μετοχή
κηρυχθείς
κηρυχθεσα
κηρυχθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεκήρυγμαι, κεκήρυξαι, κεκήρυκται, κεκηρύγμεθα, κεκήρυχθε, κεκηρυγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον ς
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα μεν
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα τε
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα σι
 
Ευκτική
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον εην
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον εης
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον εη
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα εημεν (εμεν)
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα εητε (ετε)
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κεκήρυξο, κεκηρύχθω, --- κεκήρυχθε, κεκηρύχθων ή κεκηρύχθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεκηρχθαι
Μετοχή
κεκηρυγμένος,
κεκηρυγμένη,
κεκηρυγμένον
 
Υπερσυντέλικος
κεκηρύγμην, κεκήρυξο, κεκήρυκτο, κεκηρύγμεθα, κεκήρυχθε, κεκηρυγμένοι σαν

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...