Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νοέω-νοῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νοέω-νοῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νοέω-νο»
 
νο: σκέπτομαι, εννοώ
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νο, νοες, νοε, νοομεν, νοετε, νοοσι(ν)
Υποτακτική
νο, νος, νο, νομεν, νοτε, νοσι(ν)
Ευκτική
νοομι, νοος, νοο, ή νοοίην, νοοίης, νοοίη, νοομεν, νοοτε, νοοεν
Προστακτική
---, νόει, νοείτω, ---, νοετε, νοούντων (ή νοείτωσαν)
Απαρέμφατο
νοεν
Μετοχή
νον, νοοσα, νοον
 
Παρατατικός
Οριστική
νόουν, νόεις, νόει, νοομεν, νοετε, νόουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
νοήσω, νοήσεις, νοήσει, νοήσομεν, νοήσετε, νοήσουσι(ν)
Ευκτική
νοήσοιμι, νοήσοις, νοήσοι, νοήσοιμεν, νοήσοιτε, νοήσοιεν
Απαρέμφατο
νοήσειν
Μετοχή
νοήσων, νοήσουσα, νοσον
 
Αόριστος
Οριστική
νόησα, νόησας, νόησε(ν), νοήσαμεν, νοήσατε, νόησαν
Υποτακτική
ποιήσω, ποιήσς, ποιήσ, ποιήσωμεν, ποιήσητε, ποιήσωσι(ν)
Ευκτική
νοήσαιμι, νοήσαις ή νοήσειας, νοήσαι ή νοήσαιε(ν) νοήσαιμεν, νοήσαιτε, νοήσαιεν ή νοήσειαν
Προστακτική
---, νόησον, νοησάτω, ---, νοήσατε, νοησάντων (ή νοησάτωσαν)
Απαρέμφατο
νοσαι
Μετοχή
νοήσας, νοήσασα, νοσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νενόηκα, νενόηκας, νενόηκε, νενοήκαμεν, νενοήκατε, νενοήκασι(ν)
 
Υποτακτική
νενοηκώς- νενοηκυα- νενοηκός
νενοηκώς- νενοηκυα- νενοηκός ς
νενοηκώς- νενοηκυα- νενοηκός
νενοηκότες- νενοηκυαι- νενοηκότα μεν
νενοηκότες- νενοηκυαι- νενοηκότα τε
νενοηκότες- νενοηκυαι- νενοηκότα σι
 
Ευκτική
νενοηκώς- νενοηκυα- νενοηκός εην
νενοηκώς- νενοηκυα- νενοηκός εης
νενοηκώς- νενοηκυα- νενοηκός εη
νενοηκότες- νενοηκυαι- νενοηκότα εημεν (εμεν)
νενοηκότες- νενοηκυαι- νενοηκότα εητε (ετε)
νενοηκότες- νενοηκυαι- νενοηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
νενοηκώς- νενοηκυα- νενοηκός σθι
νενοηκώς- νενοηκυα- νενοηκός στω
---
νενοηκότες- νενοηκυαι- νενοηκότα στε
νενοηκότες- νενοηκυαι- νενοηκότα στων
 
Απαρέμφατο
νενοηκέναι
Μετοχή
νενοηκώς- νενοηκυα- νενοηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
νενοήκειν, νενοήκεις, νενοήκει, νενοήκεμεν, νενοήκετε, νενοήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νοομαι, νο ή νοε, νοεται, νοούμεθα, νοεσθε, νοονται
Υποτακτική
νομαι, νο, νοται, νοώμεθα, νοσθε, νονται
Ευκτική
νοοίμην, νοοο, νοοτο, νοοίμεθα, νοοσθε, νοοντο
Προστακτική
---, νοο, νοείσθω, ---, νοεσθε, νοείσθων ή νοείσθωσαν
Απαρέμφατο
νοεσθαι
Μετοχή
νοούμενος
νοουμένη
νοούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
νοούμην, νοο, νοετο, νοούμεθα, νοεσθε, νοοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
νοήσομαι, νοήσ ή νοήσει, νοήσεται, νοησόμεθα, νοήσεσθε, νοήσονται
Ευκτική
νοησοίμην, νοήσοιο, νοήσοιτο, νοησοίμεθα, νοήσοισθε, νοήσοιντο
Απαρέμφατο
νοήσεσθαι
Μετοχή
νοησόμενος
νοησομένη
νοησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
νοηθήσομαι, νοηθήσ ή νοηθήσει, νοηθήσεται, νοηθησόμεθα, νοηθήσεσθε, νοηθήσονται
Ευκτική
νοηθησοίμην, νοηθήσοιο, νοηθήσοιτο, νοηθησοίμεθα, νοηθήσοισθε, νοηθήσοιντο
Απαρέμφατο
νοηθήσεσθαι
Μετοχή
νοηθησόμενος
νοηθησομένη
νοηθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
νοησάμην, νοήσω, νοήσατο, νοησάμεθα, νοήσασθε, νοήσαντο
Υποτακτική
νοήσωμαι, νοήσ, νοήσηται, νοησώμεθα, νοήσησθε, νοήσωνται
Ευκτική
νοησαίμην, νοήσαιο, νοήσαιτο, νοησαίμεθα, νοήσαισθε, νοήσαιντο
Προστακτική
---, νόησαι, νοησάσθω, ---, νοήσασθε, νοησάσθων ή νοησάσθωσαν
Απαρέμφατο
νοήσασθαι
Μετοχή
νοησάμενος
νοησαμένη
νοησάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
νοήθην, νοήθης, νοήθη, νοήθημεν, νοήθητε, νοήθησαν
Υποτακτική
νοηθ, νοηθς, νοηθ, νοηθμεν, νοηθτε, νοηθσι(ν)
Ευκτική
νοηθείην, νοηθείης, νοηθείη, νοηθείημεν ή νοηθεμεν, νοηθείητε ή νοηθετε, νοηθείησαν ή νοηθεεν
Προστακτική
---, νοήθητι, νοηθήτω, ---, νοήθητε, νοηθέντων ή νοηθήτωσαν
Απαρέμφατο
νοηθναι
Μετοχή
νοηθείς
νοηθεσα
νοηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νενόημαι, νενόησαι, νενόηται, νενοήμεθα, νενόησθε, νενόηνται
 
Υποτακτική
νενοημένος- νενοημένη- νενοημένον
νενοημένος- νενοημένη- νενοημένον ς
νενοημένος- νενοημένη- νενοημένον
νενοημένοι- νενοημέναι- νενοημένα μεν
νενοημένοι- νενοημέναι- νενοημένα τε
νενοημένοι- νενοημέναι- νενοημένα σι
 
Ευκτική
νενοημένος- νενοημένη- νενοημένον εην
νενοημένος- νενοημένη- νενοημένον εης
νενοημένος- νενοημένη- νενοημένον εη
νενοημένοι- νενοημέναι- νενοημένα εημεν (εμεν)
νενοημένοι- νενοημέναι- νενοημένα εητε (ετε)
νενοημένοι- νενοημέναι- νενοημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, νενόησο, νενοήσθω, --- νενόησθε, νενοήσθων ή νενοήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
νενοσθαι
Μετοχή
νενοημένος,
νενοημένη,
νενοημένον
 
Υπερσυντέλικος
νενοήμην, νενόησο, νενόητο, νενοήμεθα, νενόησθε, νενόηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...