Οδυσσέας Ελύτης «Οι κλεψύδρες του αγνώστου» [Α΄] | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Οδυσσέας Ελύτης «Οι κλεψύδρες του αγνώστου» [Α΄]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Anton Raphael Mengs

 
Οδυσσέας Ελύτης «Οι κλεψύδρες του αγνώστου» [Α΄]
 
                                                       α΄
 
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και
        μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες
        των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
        τ’ άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους
 
Μια μέρα θα ‘ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και
        θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα ‘ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
        τραγούδι
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου
 
Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιούν εκεί
        ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
        κι έγινε άνεμος
Δυνατός - η αθανασία φαίνεται ήρθε.
 
Οι κλεψύδρες που μετρούν τον χρόνο αντίστροφα μέχρι την αποκάλυψη άγνωστων πτυχών της ανθρώπινης μοίρας ξεκινούν με ένα πρώτο δραματικό φανέρωμα, εκείνο του πρόωρου θανάτου. Τον θάνατο που έρχεται να κόψη το νήμα της ζωής νέων ανθρώπων, διακόπτοντας αναπάντεχα την αναμέτρηση με τον εαυτό τους, τις προσδοκίες και τις αγωνίες τους. Στην ενότητα α΄ της ποιητικής σύνθεσης καταγράφεται το γεγονός του θανάτου, ενώ στην ενότητα β΄ ο ποιητής εστιάζει περισσότερο στη θεματική της οδύνης που τον ακολουθεί και της προσπάθειας αποδοχής του επώδυνου αυτού γεγονότος.
 
«Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και
        μυρώνει τα πάντα»
 
Η εποχή στην οποία τοποθετεί το γεγονός του θανάτου ο ποιητής είναι αυτή του χειμώνα. Ο προσωποποιημένος ήλιος είναι θυμωμένος, διότι τα σύννεφα που καλύπτουν τον ουρανό έχουν «αλυσοδέσει» το φως του, με αποτέλεσμα μόνο ο ίσκιος του να εμφανίζεται σποραδικά πάνω στη θάλασσα, σαν να την κυνηγάει. Την ίδια στιγμή, παρά την αδυναμία του ήλιου να φωτίσει πλήρως τη γη, οι άνθρωποι ξυπνούν και ξεκινούν τη μέρα τους ο ένας μετά τον άλλον, όπως αυτό αποδίδεται μετωνυμικά («Ένα σπιτάκι, δύο σπιτάκια»), σαν μια χούφτα που ανοίγει από την πρωινή δροσιά και προσφέρει το ιδιαίτερο άρωμά της παντού γύρω της. Η οσφρητική αυτή εικόνα ανακαλεί στη μνήμη του αναγνώστη το πόσο έντονα μπορεί να μυρίσει το χώμα, τα φυτά και την ατμόσφαιρα χάρη ακριβώς στην πρωινή δροσιά.
 
«Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες
        των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους»
 
Οι φλόγες, το τεχνητό φως που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να ξυπνήσουν τους συνανθρώπους τους και να τους βγάλουν από τον ασφαλή και γεμάτο ευτυχία χώρο του σπιτιού τους, υποδηλώνουν την ένταση του χειμώνα. Το φως του ήλιου δεν είναι καν ορατό κι αυτό φανερώνει πως βρισκόμαστε σε περίοδο βαρυχειμωνιάς. Οι άνθρωποι, ωστόσο, οφείλουν πάνε στις δουλειές τους, έστω κι αν ο καιρός είναι κακός. Με τη δυσοίωνη διαπίστωση πως «είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους» ο ποιητής κινείται μεταξύ μετωνυμίας -μια επικίνδυνη περίοδος για τους ναυτικούς- και προϊδεασμού -κάτι το δυσάρεστο ενδέχεται να συμβεί- διαμορφώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο μια ποιητική ατμόσφαιρα που προετοιμάζει τον αναγνώστη για μια επικείμενη άσχημη εξέλιξη.
 
«Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
        τ’ άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους»
 
Τη στιγμή που οι άνθρωποι ξυπνούν, γνωρίζοντας τον ρόλο και τις υποχρεώσεις τους, υπάρχουν κι εκείνοι οι νέοι που ακόμη δεν έχουν προσδιορίσει τη δική τους πορεία στη ζωή. Η παρέμβαση της προσωποποιημένης αχτίδας, όπως και της προσωποποιημένης ελπίδας, με το άσπρο πουκάμισό της, υποδηλώνει την επικουρία της φύσης τόσο στην υλική όσο και στη συναισθηματική της πτυχή στους νέους, οι οποίοι δικαιούνται πρόσθετη βοήθεια στη διαδρομή τους. Το κρίσιμο ερώτημα προς αυτούς τι είναι εκείνο που θέλουν -το πάντοτε καίριο ερώτημα που τίθεται στους νέους- δεν βρίσκει απάντηση, διότι το συγκεκριμένο πρόσωπο («δυο μάτια σκέπτονται») δεν έχει ακόμη καταλήξει στο τι επιθυμεί και στο τι προσδοκά. Το μέλλον, άλλωστε, των νέων ανθρώπων είναι -υπό κανονικές συνθήκες- πολύ πυκνό, εφόσον έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε ένα πλήθος προοπτικών την προσωπική τους φιλοδοξία και τη δική τους ξεχωριστή πορεία. Ο άνεμος, ωστόσο, έχει στερέψει τη ζέστη κι ο κόσμος έχει περάσει στην κυριαρχία του χειμώνα. Μια εποχή δύσκολη για ξεκινήματα και ανεμπόδιστη δράση.
 
«Μια μέρα θα ‘ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και
        θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα ‘ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί»
 
Η φαινομενικώς παράδοξη πρόβλεψη του ποιητή πως κάποια μέρα ο φελλός θα μιμηθεί τις ιδιότητες της άγκυρας και θα μπορέσει, έτσι, να γνωρίσει κι εκείνος την αίσθηση του βυθού, παραπέμπει στην απρόοπτη, αλλά κάποτε αναπότρεπτη σύνδεση των δύο αντίθετων φύσεων ή καταστάσεων ενός όντος. Όπως στην περίπτωση του φελλού ενδέχεται να ενωθούν κάποτε οι δύο αντίθετες όψεις του (ελαφρύς – βαρύς), έτσι και σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα όντα, κάποτε δύο ακραία αντίθετες καταστάσεις φτάνουν να συνυπάρξουν απρόοπτα μαζί, όπως όταν η γεμάτη ζωτικότητα και δύναμη νεότητα συναντάται με την αντίθετή της κατάσταση, τον θάνατο.
 
«Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
        τραγούδι
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου»
 
Η απρόσμενη συνάντηση των δύο αντιθέτων (ελαφρύς/βαρύς, νεότητα/θάνατος) θα συμβεί λίγο ψηλότερη ή χαμηλότερο από την κορυφή ενός δέντρου που ράγισε με το θρηνητικό τραγούδι του ο Έσπερος. Με τη διακειμενική αναφορά στον Έσπερο, έναν νεαρό που, σύμφωνα με τη μυθολογία, εξαφανίστηκε από μια θύελλα, όταν ανέβηκε σ’ ένα βουνό να παρατηρήσει τα αστέρια, ο ποιητής υποδηλώνει έμμεσα τη θεματική του θανάτου, ώστε, παραλλήλως, να διαφανεί η διαχρονικότητα της τραγικότητας αυτού του συμβάντος. Το σε ποιο ακριβώς σημείο θα συναντηθούν η νεότητα με τον θάνατο δεν έχει σημασία, σύμφωνα με τον ποιητή, εφόσον το ουσιώδες είναι η απώλεια που θα προκύψει από τη συνάντηση αυτή.
 
«Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιούν εκεί
        ακριβώς οι νύχτες»
 
Η παρουσίαση του θανάτου γίνεται με μια τρυφερή εικόνα∙ ένα, δυο κορίτσια γέρνουν πάνω στα λευκά -αγνά- γιασεμιά τους, στον κορμό του σώματός τους και χάνονται. Ο θάνατός τους επέρχεται αιφνίδια κι ό,τι απομένει από εκείνες είναι ένα ρυάκι, ποτισμένο ίσως από τα δάκρυά τους. Το ρυάκι αυτό θα ήταν σε θέση να εξιστορήσει τις τελευταίες τους στιγμές και τον πόνο που τις λύγισε, αλλά σε εκείνο ακριβώς το ρυάκι έσκυψαν διαδοχικά οι νύχτες να πιούν θολώνοντας με το πέρασμά τους την ανάμνηση των κοριτσιών και καλύπτοντας με λήθη τα ακριβή γεγονότα. Το πέρασμα του χρόνου, όπως αυτό δηλώνεται με τις προσωποποιημένες νύχτες, είναι η κοινή μοίρα όλων των θνητών, καθώς εξαιτίας αυτού οι μνήμες των ανθρώπων χάνονται σιγά-σιγά.
 
«Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους»
 
Οι νύχτες που ήπιαν από το ρυάκι -από τα δάκρυα- των αφανισμένων κοριτσιών παραμένουν σιωπηλές και δεν μιλούν για τις χαμένες νέες. Μια σιωπή επιβεβλημένη από το βάρος των αισθημάτων που αφενός ένιωθαν οι ίδιες κι αφετέρου που θα προκαλούσε η αποκάλυψη της ιστορίας τους. Ακόμη κι η φύση συμβάλλει στη διατήρηση της σιγή με μεγάλα περιστέρια που έρχονται να αποκρύψουν τα ίχνη του χαμού τους. Συγκάλυψη που υποδηλώνει πως το πάθος που βίωσαν τα νέα κορίτσια υπήρξε «ανεπανόρθωτο»∙ μια βαθιά οδύνη που δεν υπήρχε δυνατότητα να βρει την ίασή της. Παραμένει, μάλιστα, άγνωστο αν θα έρθει ποτέ ο προσωποποιημένος πόνος να φανερωθεί πλάι τους και να αποκαλύψει την πηγή του. Είναι, άλλωστε, δύσκολο να τον παγιδέψει κάποιος, ώστε να εκμαιεύσει από αυτόν την ιστορία των κοριτσιών και το αίτιο πίσω από τον χαμό τους. Ορισμένα αισθήματα είναι τόσο βαθιά αφού τα ίδια τα αστέρια μεταδίδουν τα μάγια τους στους επίδοξους εραστές, προκειμένου να κερδίσουν την καρδιά των κοριτσιών. Αναφορά που καθιστά επιτρεπτή την εικασία πως ο πόνος κι ο καημός των χαμένων κοριτσιών ήταν αποτέλεσμα μιας ερωτικής απογοήτευσης.
 
«Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
        κι έγινε άνεμος
Δυνατός - η αθανασία φαίνεται ήρθε.»
 
Ο χαμός των νέων κοριτσιών δεν έχει άλλη ουσιαστική παραμυθία πέρα από την επικείμενη διασφάλιση της αθανασίας, καθώς η ψυχή τους κάνει το πέρασμά της σε μια διαφορετική διάσταση ύπαρξης. Η μετάβαση αυτή γίνεται αντιληπτή από τον ποιητή, ο οποίος αποδίδει μια ξαφνική κινητικότητα στον φυσικό χώρο∙ όλα γύρω μετακινούνται ελαφρά και τείνουν να συσπειρωθούν, καθώς συναισθάνονται τον ερχομό της αθανασίας. Πρόκειται για το μόνο κέρδος των νέων εκείνων ανθρώπων που σφίγγουν γερά τη μοίρα τους μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν πως εκείνη τρέπεται ξαφνικά σ’ έναν δυνατό άνεμο και τους οδηγεί πέρα και πάνω από τα εγκόσμια. Η μετατροπή αυτή της μοίρας σε άνεμο υποδηλώνει αφενός το αιφνίδιο του νεανικού θανάτου και αφετέρου παραπέμπει στον χαμό του Έσπερου, ο οποίος, σύμφωνα με τον μύθο, παρασύρθηκε αιφνιδίως από έναν θυελλώδη άνεμο.
Τα μάτια των νέων ανθρώπων που έχουν να διαλέξουν μέσα από ένα πλήθος επιλογών για το πώς θα διαμορφώσουν το μέλλον τους, αντικρίζουν κάποτε τον θάνατο που τερματίζει απρόσμενα τη ζωή τους και τις ποικίλες προοπτικές της. Λαμβάνουν τότε ως μόνη ανταμοιβή τη διασφάλιση της αθανασίας, η οποία έρχεται να παρηγορήσει με τα δώρα της την αγνή τους ψυχή.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...