Ιστορία Προσανατολισμού: Τα κόμματα κατά την περίοδο 1933-1935 (πηγή) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Προσανατολισμού: Τα κόμματα κατά την περίοδο 1933-1935 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Προσανατολισμού: Τα κόμματα κατά την περίοδο 1933-1935 (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις και τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφέρετε τα πολιτικά γεγονότα που σχετίζονται με τη δράση των κομμάτων κατά την περίοδο 1933-1935.
 
Κείμενο Α
Στην κατάθεσή του ενώπιον του ανακριτή, ο Βενιζέλος υπέδειξε ως οργανωτή της απόπειρας τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, ενώ καταλόγισε στην κυβέρνηση «γενικώς πολιτικήν ευθύνην δια την σιωπήν της», εφόσον ακόμη και ο ίδιος ήταν από καιρό ενήμερος για τα δολοφονικά σχέδια εναντίον του, τα οποία μάλιστα υποκινούσε και μια μερίδα του αντιβενιζελικού Τύπου. Η σύλληψη του Πολυχρονόπουλου στις 8 Ιουνίου, για την αυτουργία του οποίου υπήρχαν σημαντικές ενδείξεις, αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για το κύρος της κυβέρνησης, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος είχε τοποθετηθεί στην εν λόγω θέση κατόπιν διαταγής του ίδιου του Τσαλδάρη.
Οι υποψίες των βενιζελικών, ωστόσο, δεν εξαντλούνταν στα εκτελεστικά όργανα της απόπειρας. Στους ηθικούς αυτουργούς συγκαταλέγονταν εξέχοντες βουλευτές και υπουργοί, όπως ο Ιωάννης (Τζων) Θεοτόκης, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, ο Γ. Κονδύλης, ο Ι. Μεταξάς, αλλά ακόμη και η σύζυγος του πρωθυπουργού, Λίνα Τσαλδάρη, την οποία η Πηνελόπη Δέλτα στόλιζε με το διόλου κολακευτικό επίθετο «φόνισσα». Πέραν όμως της φημολογίας, από την ανάκριση προέκυψαν ισχυρές ενδείξεις εις βάρος του υπουργού Εσωτερικών, Ι. Ράλλη, ως πολιτικού προϊσταμένου των Σωμάτων Ασφαλείας.
 
Δημήτριος Ντούρος, Κρίση και Διχασμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου (1932-1936): Η πολιτική συζήτηση και ο κοινωνικός προβληματισμός.
 
Κείμενο Β
Σε επιστολή του, τον Φεβρουάριο του 1935, προς φίλο του αξιωματικό του ναυτικού, ο Βενιζέλος έγραφε: «Το ργον τς στρατιωτικς παναστάσεως πρέπει να συγκεντρωθ κυρίως ες την κκαθάρισην το στρατο και τς χωροφυλακς και τς στυνομίας πό τα λίγα στοιχεα τα ποα δια τς “γιγαντικς” διαγωγς των (“γίγαντες” αποκαλούσαν οι βενιζελικοί τους αδιάλλακτους αντιβενιζελικούς) κατά την τελευταίαν διετίαν πέδειξαν τι δεν μπορον να θεωρηθον ελικρινς ναγνωρίσαντα την δημοκρατίαν. Και ες την καθιέρωσιν τς ρχής, τι ες το μέλλον κανείς δεν γίνεται δεκτός ες διαγωνισμόν πως εσέλθει ς ξιωματικός παξιωματικός νός τν σωμάτων τούτων, άν πιτροπή πολύτου μπιστοσύνης δεν ποφανθ, πί τ βάσει λεπτομερούς ρεύνης, τι και το προσωπικόν παρελθόν το ποψηφίου, λλά και το παρελθόν τν στενοτέρων συγγενν του, γγυνται τι θα εναι, ες πσαν περίστασιν, φερέγγυος προασπιστής το δημοκρατικο πολιτεύματος». Στη συνέχεια, αφού αναφερόταν στην ανάγκη ανεφοδιασμού του στρατού και στην εκπόνηση νέου συντάγματος, έγραφε ότι, παρά τις φιλοδοξίες του Πλαστήρα να κυβερνήσει τη χώρα δικτατορικά, η στρατιωτική δικτατορία δεν έπρεπε να παραταθεί «πέραν το πολύτως ναγκαίου χρόνου».
 
Γρ. Δάφνης, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, Αθήναι 1955.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
     Το 1933 ο Πλαστήρας, με την ανοχή του Βενιζέλου, επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, θέλοντας να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Πλαστήρας συμμεριζόταν τις ανησυχίες των βενιζελικών αξιωματικών, οι οποίοι έβλεπαν να εκτίθεται σε κίνδυνο η επαγγελματική τους εξέλιξη, εάν σχημάτιζε κυβέρνηση το Λαϊκό Κόμμα. Το κίνημα κατεστάλη, όμως στην πολιτική ζωή έκανε ξανά έντονη την παρουσία της η τακτική της βίας. Εκτός από τους στρατιωτικούς άρχισαν και πολιτικοί να δικαιολογούν ξανά τη χρήση βίας. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη, που προέκυψε από τις εκλογές του 1933, επιχείρησε να ακολουθήσει έναν ήπιο δρόμο και ανακοίνωσε ότι δεν θα υιοθετούσε την τακτική των αυθαίρετων διώξεων των αντιπάλων, αλλά θα στηριζόταν μόνο στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Τρεις μήνες, όμως, μετά το κίνημα του Πλαστήρα, έγινε απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Σύμφωνα με τον Δημήτριο Ντούρο (Κείμενο Α), ο Βενιζέλος υπέδειξε στον αρμόδιο ανακριτή ως οργανωτή της εις βάρος του απόπειρας τον Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, ο οποίος κατέληξε να συλληφθεί στις 8 Ιουνίου, καθώς υπήρχαν πράγματι σημαντικές ενδείξεις για την αυτουργία του. Η σύλληψη αυτή έπληξε σημαντικά το κύρος της κυβέρνησης Τσαλδάρη, ιδίως εφόσον ο Πολυχρονόπουλος είχε καταλάβει τη συγκεκριμένη θέση με εντολή του ίδιου του πρωθυπουργού. Ο Βενιζέλος επέρριψε γενικότερα πολιτικές ευθύνες στην κυβέρνηση για τη σιωπή της απέναντι στο γεγονός, καθώς ακόμη κι εκείνος είχε γνώση των δολοφονικών εις βάρος του σχεδίων, τα οποία, άλλωστε, υποκινούνταν από μέρος των αντιβενιζελικών εφημερίδων. Οι βενιζελικοί, πάντως, δεν αρκούνταν μόνο στον εντοπισμό εκείνων που υλοποίησαν την απόπειρα, ήθελαν να προσδιοριστούν και οι ηθικοί αυτουργοί της. Οι υποψίες ως προς αυτό στρέφονταν σε πρόσωπα της κυβέρνησης, τόσο βουλευτές όσο και υπουργούς, όπως ήταν ο Ιωάννης Θεοτόκης, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, ο Γ. Κονδύλης, ο Ι. Μεταξάς, αλλά και η σύζυγος του πρωθυπουργού, Λίνα Τσαλδάρη, την οποία η Πηνελόπη Δέλτα δεν δίστασε να χαρακτηρίσει «φόνισσα». Οι ευθύνες αυτές, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν στο επίπεδο της φημολογίας, καθώς στο πλαίσιο της ανάκρισης προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις για την εμπλοκή του Ιωάννη Ράλλη, υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος ήταν τότε πολιτικός προϊστάμενος των Σωμάτων Ασφαλείας. Το γεγονός της απόπειρας δολοφονίας όξυνε τα πνεύματα και ο φανατισμός και στα δύο στρατόπεδα έφτασε στο αποκορύφωμα με την αποστράτευση βενιζελικών αξιωματικών. Αυτό προκάλεσε ανασφάλεια στους βενιζελικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Οι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί, όσο ενίσχυαν τις θέσεις τους, τόσο ασκούσαν πίεση στον Τσαλδάρη να διακόψει τις συνεννοήσεις με τους Φιλελευθέρους. Οι έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα οδήγησαν και τα δύο στο φόβο ότι το καθένα αποσκοπεί στην διάλυση του άλλου.
     Αυτήν την περίοδο σχηματίσθηκαν συνωμοτικοί κύκλοι αξιωματικών διαφόρων αποχρώσεων, οι οποίοι λειτουργούσαν ως ομάδες πίεσης στα θεσμικά όργανα και περίμεναν να βρουν την ευκαιρία για επέμβαση. Ο Βενιζέλος προχώρησε τον Μάρτιο του 1935 σε αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα, αποσκοπώντας και πάλι στην κάθαρση του στρατού και της αστυνομίας από τους βασιλικούς. Οι προθέσεις του Βενιζέλου επιβεβαιώνονται από επιστολή του ίδιου (Κείμενο Β), που είχε αποστείλει τον Φεβρουάριο του 1935 σε φίλο του αξιωματικό του ναυτικού. Ειδικότερα, ο Βενιζέλος προσδιόριζε ως στόχο της «στρατιωτικής επανάστασης» την εκκαθάριση τόσο του στρατού και της αστυνομίας όσο και της χωροφυλακής από τους «γίγαντες», από τους αδιάλλακτους, δηλαδή, αντιβενιζελικούς, οι οποίοι με τις πράξεις τους τα αμέσως προηγούμενα χρόνια είχαν δείξει πως δεν σέβονται τη δημοκρατία. Έτι περαιτέρω, ωστόσο, ο Βενιζέλος επιθυμούσε να υπάρξει η εκπόνηση νέου συντάγματος, αλλά και η καθιέρωση απαραβίαστης αρχής πως πλέον κανείς δεν θα μπορούσε να συμμετέχει σε διαγωνισμούς για τη στελέχωση των σωμάτων αυτών ως αξιωματικός ή υπαξιωματικός, αν δεν είχε επιβεβαιωθεί πρώτα από επιτροπή που θα έχαιρε απόλυτης εμπιστοσύνης πως τόσο ο ίδιος ο υποψήφιος όσο και οι πιο στενοί συγγενείς του ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στο δημοκρατικό πολίτευμα. Στο συμπέρασμα αυτό θα κατέληγε η επιτροπή ύστερα από λεπτομερή έλεγχο του παρελθόντος τους. Ο Βενιζέλος, ωστόσο, αν και αναγνώριζε την πρόθεση του Πλαστήρα να κυβερνήσει ως δικτάτορας τη χώρα, καθιστούσε σαφές πως η δικτατορία δεν έπρεπε να παραταθεί πέρα από το απολύτως αναγκαίο για την ευόδωση των συγκεκριμένων στόχων διάστημα. Ακριβώς αυτό το αποτυχημένο κίνημα έδωσε λαβή στην κυβέρνηση, υπό την πίεση αξιωματικών της άλλης πλευράς, να σκληρύνει τη στάση της: διέλυσε το Κοινοβούλιο, παραβιάζοντας το σύνταγμα, και προκήρυξε εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι Φιλελεύθεροι απείχαν από τις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, με στόχο την παλινόρθωση της βασιλείας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...