Paul Taylor
Κωνσταντίνος Καβάφης «Σύγχυσις»
Είν’
η ψυχή μου εν τω μέσω της νυκτός
συγκεχυμένη και παράλυτος. Εκτός,
εκτός αυτής γίνεται η ζωή της.
Και
περιμένει την απίθανον ηώ.
Και περιμένω, φθείρομαι, και ανιώ
κ’ εγώ εντός της ή μαζί της.
Μάρτιος
1986
Κ.
Π. Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Εκδόσεις Ίκαρος
Το ποίημα Σύγχυσις του Κωνσταντίνου Καβάφη
ανήκει στα επονομαζόμενα Κρυμμένα ποιήματά του, καθώς, αν και ολοκληρωμένο, δεν
δημοσιεύτηκε από τον ποιητή. Στο «Σύγχυσις» ο Καβάφης ακολουθεί τις αρχές του
συμβολισμού, δίνοντας έμφαση στην παρουσίαση μιας ψυχικής κατάστασης και
αποφεύγοντας τη μετάδοση κάποιου διδακτικού ή ηθικού μηνύματος. Καθ’ επίδραση,
μάλιστα, του συμβολισμού ο Καβάφης αξιοποιεί στο ποίημα αυτό ομοιοκαταληξία και
επαναλήψεις, ώστε να ενισχύσει τη λυρική διάσταση των στίχων του.
Ο Καβάφης είχε εντάξει το ποίημα αυτό στο κεφάλαιο «Φυλακαί» του θεματικού του καταλόγου, όπως επισημαίνει ο Γ. Π. Σαββίδης.
«Είν’
η ψυχή μου εν τω μέσω της νυκτός
συγκεχυμένη και παράλυτος. Εκτός,
εκτός αυτής γίνεται η ζωή της.»
Ο ποιητής, όπως αυτό αποδίδεται στην πρώτη
στροφή του ποιήματος, βιώνει μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, εφόσον κατά τη
διάρκεια της νύχτας, αντί να έχει κοιμηθεί, παλεύει με μια αίσθηση ψυχικής
παράλυσης. Η ψυχή του βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης, μη έχοντας τη δυνατότητα
να βρει την αναγκαία ηρεμία. Όπως τονίζεται με την επανάληψη του επιρρήματος «εκτός»,
η ζωή του ποιητικού υποκειμένου συντελείται έξω από τον έλεγχο και χωρίς τη
συμμετοχή της ίδιας του της ψυχής. Η διάσταση ανάμεσα στο άτομο και στην ψυχή
του, που υπονοείται στην πρώτη στροφή, δηλώνεται ξεκάθαρα στην επόμενη.
Πρόκειται για μια φαινομενικώς παράδοξη κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας ο
συναισθηματικός-ψυχικός κόσμος του ποιητή παραδίδεται σε μια ανεξέλεγκτη δίνη
αναστάτωσης και οδύνης, χωρίς αυτό, ωστόσο, να αποτρέπει την έλλογη πτυχή του
εαυτού του να παρατηρεί, να εξετάζει και να καταγράφει την εσώτερη διαμάχη της ψυχής
του.
«Και
περιμένει την απίθανον ηώ.
Και περιμένω, φθείρομαι, και ανιώ
κ’ εγώ εντός της ή μαζί της.»
Η ψυχή του ποιητή, αδύναμη ούσα να βρει το
σθένος να διαχειριστεί την ένταση των συναισθημάτων και των φόβων που την
κατακλύζουν, αναμένει εναγώνια το ξημέρωμα, χωρίς καν να έχει τη βεβαιότητα πως
αυτό θα έρθει κάποια στιγμή («την απίθανον ηώ») ή πως εκείνη θα αντέξει μέχρι
τότε. Ο φόβος της ψυχής του ποιητή πως δεν θα μπορέσει να επιβιώσει μήτε καν ως
το ξημέρωμα, καθιστά εναργώς εμφανή την κρίσιμη μάχη που δίνει με το
ανεξέλεγκτο των συναισθημάτων της. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το ενσυνείδητο
μέρος του ποιητή αναγκάζεται να περιμένει κι εκείνο το ξημέρωμα, για να ξεκινήσει
την ημέρα του, χωρίς το βάρος της ψυχικής του αναστάτωσης. Το έλλογο μέρος του,
ωστόσο, δεν μπορεί να καθησυχάσει ή να ελέγξει την ψυχή του, με αποτέλεσμα να
υφίσταται κι εκείνο τις συνέπειες της ολονύχτιας αγωνίας της («φθείρομαι»).
Ενδιαφέρον, μάλιστα, έχει η δήλωση του ποιητή πως το έλλογο μέρος του εαυτού του βαριέται («ανιώ») τη διαδικασία αυτή -έστω κι αν αποτελεί μια εναγώνια μάχη της ίδιας του της ψυχής-, κάτι που πιθανώς υποδηλώνει πως δεν είναι η πρώτη φορά που έχει βρεθεί στη θέση να «περιμένει» πότε θα καταλαγιάσει η ψυχική του αγωνία. Ο ποιητής, συνάμα, δεν είναι απόλυτα βέβαιος, αν όσο η ψυχή του βιώνει την επώδυνη αυτή δοκιμασία, ο ίδιος -το έλλογο μέρος του- αποτελεί ενιαίο με εκείνη σύνολο («εντός της») ή αν λειτουργεί ως απλός συμπαραστάτης της («μαζί της»).
Ο διαχωρισμός των ψυχικών βιωμάτων του ποιητή από το έλλογο μέρος του εαυτού του φανερώνει, υπό μία έννοια, την απροθυμία του να παρασυρθεί πλήρως από τη δύναμη των συναισθημάτων του είτε γιατί θεωρεί μη αποδεκτό το γεγονός πως αυτά έχουν τόση ένταση, ώστε να είναι σε θέση να τον επηρεάζουν σε τέτοιο βαθμό, είτε γιατί δεν θέλει να αναγνωρίσει την πραγματική τους σημασία. Ο ποιητής θεωρεί, πιθανώς, προτιμότερο να παρακολουθεί -στο βαθμό του εφικτού- ως αμέτοχος θεατής την ίδια του τη συναισθηματική αναστάτωση, παρά να αποδεχτεί την πραγματική βαρύτητα των συναισθημάτων αυτών και να επιχειρήσει να κατανοήσει γιατί οδηγούν την ψυχή του σε μια τόσο ακραία κατάσταση.
Τα ψυχικά τραύματα και η εσωτερική αγωνία των ανθρώπων συνεχίζουν ακόμη και σήμερα -ατυχώς- να αντιμετωπίζονται ως κάτι το δευτερεύον ή ως κάτι που μπορεί να επιλυθεί από μόνο του, χωρίς να αναγνωρίζεται στην ψυχική υγεία η σημασία που της αντιστοιχεί. Υπ’ αυτή την έννοια, η απροθυμία του ποιητή να αποδώσει στα συναισθήματά του την οφειλόμενη αξία, μοιάζει δικαιολογημένη, αν ληφθεί υπόψη η εποχή που έζησε και κυρίως η εποχή σύνθεσης του ποιήματός του.
Κωνσταντίνος Καβάφης «Σύγχυσις»
συγκεχυμένη και παράλυτος. Εκτός,
εκτός αυτής γίνεται η ζωή της.
Και περιμένω, φθείρομαι, και ανιώ
κ’ εγώ εντός της ή μαζί της.
Ο Καβάφης είχε εντάξει το ποίημα αυτό στο κεφάλαιο «Φυλακαί» του θεματικού του καταλόγου, όπως επισημαίνει ο Γ. Π. Σαββίδης.
συγκεχυμένη και παράλυτος. Εκτός,
εκτός αυτής γίνεται η ζωή της.»
Και περιμένω, φθείρομαι, και ανιώ
κ’ εγώ εντός της ή μαζί της.»
Ενδιαφέρον, μάλιστα, έχει η δήλωση του ποιητή πως το έλλογο μέρος του εαυτού του βαριέται («ανιώ») τη διαδικασία αυτή -έστω κι αν αποτελεί μια εναγώνια μάχη της ίδιας του της ψυχής-, κάτι που πιθανώς υποδηλώνει πως δεν είναι η πρώτη φορά που έχει βρεθεί στη θέση να «περιμένει» πότε θα καταλαγιάσει η ψυχική του αγωνία. Ο ποιητής, συνάμα, δεν είναι απόλυτα βέβαιος, αν όσο η ψυχή του βιώνει την επώδυνη αυτή δοκιμασία, ο ίδιος -το έλλογο μέρος του- αποτελεί ενιαίο με εκείνη σύνολο («εντός της») ή αν λειτουργεί ως απλός συμπαραστάτης της («μαζί της»).
Ο διαχωρισμός των ψυχικών βιωμάτων του ποιητή από το έλλογο μέρος του εαυτού του φανερώνει, υπό μία έννοια, την απροθυμία του να παρασυρθεί πλήρως από τη δύναμη των συναισθημάτων του είτε γιατί θεωρεί μη αποδεκτό το γεγονός πως αυτά έχουν τόση ένταση, ώστε να είναι σε θέση να τον επηρεάζουν σε τέτοιο βαθμό, είτε γιατί δεν θέλει να αναγνωρίσει την πραγματική τους σημασία. Ο ποιητής θεωρεί, πιθανώς, προτιμότερο να παρακολουθεί -στο βαθμό του εφικτού- ως αμέτοχος θεατής την ίδια του τη συναισθηματική αναστάτωση, παρά να αποδεχτεί την πραγματική βαρύτητα των συναισθημάτων αυτών και να επιχειρήσει να κατανοήσει γιατί οδηγούν την ψυχή του σε μια τόσο ακραία κατάσταση.
Τα ψυχικά τραύματα και η εσωτερική αγωνία των ανθρώπων συνεχίζουν ακόμη και σήμερα -ατυχώς- να αντιμετωπίζονται ως κάτι το δευτερεύον ή ως κάτι που μπορεί να επιλυθεί από μόνο του, χωρίς να αναγνωρίζεται στην ψυχική υγεία η σημασία που της αντιστοιχεί. Υπ’ αυτή την έννοια, η απροθυμία του ποιητή να αποδώσει στα συναισθήματά του την οφειλόμενη αξία, μοιάζει δικαιολογημένη, αν ληφθεί υπόψη η εποχή που έζησε και κυρίως η εποχή σύνθεσης του ποιήματός του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου