Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διψήω / διψῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διψήω / διψ»
 
Ενεστώτας
Οριστική
διψ, διψς, διψ, διψμεν, διψτε, διψσι(ν)
Υποτακτική
διψ, διψς, διψ, διψμεν, διψτε, διψσι(ν)
Ευκτική
διψμι, διψς, διψ ή διψην, διψης, διψη, διψμεν, διψτε, διψεν
Προστακτική
---, δίψη, διψήτω, ---, διψτε, διψώντων
Απαρέμφατο
διψν
Μετοχή
διψν, διψσα, διψν
 
Παρατατικός
δίψων, δίψης, δίψη, διψμεν, διψτε, δίψων
 
Αόριστος
Οριστική
δίψησα, δίψησας, δίψησε(ν), διψήσαμεν, διψήσατε, δίψησαν
Υποτακτική
διψήσω, διψήσς, διψήσ, διψήσωμεν, διψήσητε, διψήσωσι(ν)
Ευκτική
διψήσαιμι, διψήσαις ή διψήσειας, διψήσαι ή διψήσειε(ν), διψήσαιμεν, διψήσαιτε, διψήσαιεν ή διψήσειαν
Προστακτική
---, δίψησον, διψησάτω, ---, διψήσατε, διψησάντων (ή διψησάτωσαν)
Απαρέμφατο
διψσαι
Μετοχή
διψήσας, διψήσασα, διψσαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀποδιδράσκω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ποδιδράσκω»
 
ποδιδράσκω = δραπετεύω
 
Ενεστώτας
Οριστική
ποδιδράσκω, ποδιδράσκεις, ποδιδράσκει, ποδιδράσκομεν, ποδιδράσκετε, ποδιδράσκουσι(ν)
Υποτακτική
ποδιδράσκω, ποδιδράσκς, ποδιδράσκ, ποδιδράσκωμεν, ποδιδράσκητε, ποδιδράσκωσι(ν)
Ευκτική
ποδιδράσκοιμι, ποδιδράσκοις, ποδιδράσκοι, ποδιδράσκοιμεν, ποδιδράσκοιτε, ποδιδράσκοιεν
Προστακτική
---, ποδίδρασκε, ποδιδρασκέτω, ---, ποδιδράσκετε, ποδιδρασκόντων (ή ποδιδρασκέτωσαν)
Απαρέμφατο
ποδιδράσκειν
Μετοχή
ποδιδράσκων, ποδιδράσκουσα, ποδίδρασκον
 
Παρατατικός
Οριστική
πεδίδρασκον, πεδίδρασκες, πεδίδρασκε, πεδιδράσκομεν, πεδιδράσκετε, πεδίδρασκον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποδράσομαι, ποδράσ ή ποδράσει, ποδράσεται, ποδρασόμεθα, ποδράσεσθε, ποδράσονται
Ευκτική
ποδρασοίμην, ποδράσοιο, ποδράσοιτο, ποδρασοίμεθα, ποδράσοισθε, ποδράσοιντο
Απαρέμφατο
ποδράσεσθαι
Μετοχή
ποδρασόμενος
ποδρασομένη
ποδρασόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πέδραν, πέδρας, πέδρα, πέδραμεν, πέδρατε, πέδρασαν
Υποτακτική
ποδρ, ποδρς, ποδρ, ποδρμεν, ποδρτε, ποδρσι(ν)
Ευκτική
ποδραίην, ποδραίης, ποδραίη, ποδραμεν, ποδρατε, ποδραεν
Προστακτική
---, πόδραθι, ποδράτω, ---, ποδρτε, ποδράντων (ή ποδράτωσαν)
Απαρέμφατο
ποδρναι
Μετοχή
ποδράς, ποδρσα, ποδράν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ποδέδρακα, ποδέδρακας, ποδέδρακε, ποδεδράκαμεν, ποδεδράκατε, ποδεδράκασι(ν)
 
Υποτακτική
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός ς
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα μεν
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα τε
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα σι(ν)
 
Ευκτική
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός εην
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός εης
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός εη
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα εημεν/ εμεν
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα εητε/ ετε
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα εησαν/ εεν
 
Προστακτική
---
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός σθι
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός στω
---
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα στε
ποδεδρακότες- ποδεδρακυαι- ποδεδρακότα στων
 
Απαρέμφατο
ποδεδρακέναι
 
Μετοχή
ποδεδρακώς- ποδεδρακυα- ποδεδρακός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεδεδράκειν, πεδεδράκεις, πεδεδράκει, πεδεδράκεμεν, πεδεράκετε, πεδεδράκεσαν

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χώννυμι ή χῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χώννυμι ή χ»
 
χώννυμι: φράζω ή σκεπάζω με χώμα, σωρεύω χώμα
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χώννυμι, χώννυς, χώννυσι, χώννυμεν, χώννυτε, χωννύασι(ν)
& χ, χος, χο, χομεν, χοτε, χοσι(ν)
Υποτακτική
χωννύω, χωννύς, χωννύ, χωννύωμεν, χωννύητε, χωννύωσι(ν)
Ευκτική
χωννύοιμι, χωννύοις, χωννύοι, χωννύοιμεν, χωννύοιτε, χωννύοιεν
Προστακτική
---, χώννυ, χωννύτω, ---, χώννυτε, χωννύντων (ή χωννύτωσαν)
Απαρέμφατο
χωννύναι & χον
Μετοχή
χωννύς, χωννσα, χωννύν
 
Παρατατικός
Οριστική
χουν, χους, χου, χομεν, χοτε, χουν
& χώννυν, χώννυς, χώννυ, χώννυμεν, χώννυτε, χώννυσαν
 
Μέλλοντας
Οριστική
χώσω, χώσεις, χώσει, χώσομεν, χώσετε, χώσουσι(ν)
Ευκτική
χώσοιμι, χώσοις, χώσοι, χώσοιμεν, χώσοιτε, χώσοιεν
Απαρέμφατο
χώσειν
Μετοχή
χώσων, χώσουσα, χσον
 
Αόριστος
Οριστική
χωσα, χωσας, χωσε(ν), χώσαμεν, χώσατε, χωσαν
Υποτακτική
χώσω, χώσς, χώσ, χώσωμεν, χώσητε, χώσωσι(ν)
Ευκτική
χώσαιμι, χώσαις ή χώσειας, χώσαι ή χώσειε(ν), χώσαιμεν, χώσαιτε, χώσαιεν ή χώσειαν
Προστακτική
---, χσον, χωσάτω, ---, χώσατε, χωσάντων (ή χωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
χσαι
Μετοχή
χώσας, χώσασα, χσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέχωκα, κέχωκας, κέχωκε(ν), κεχώκαμεν, κεχώκατε, κεχώκασι(ν)
 
Υποτακτική
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός ς
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα μεν
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα τε
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα σι
 
Ευκτική
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός εην
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός εης
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός εη
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα εημεν (εμεν)
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα εητε (ετε)
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός σθι
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός στω
---
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα στε
κεχωκότες- κεχωκυαι- κεχωκότα στων
 
Απαρέμφατο
κεχωκέναι
Μετοχή
κεχωκώς- κεχωκυα- κεχωκός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χομαι, χο, χοται, χούμεθα, χοσθε, χονται
Υποτακτική
χμαι, χο, χται, χώμεθα, χσθε, χνται
Ευκτική
χοίμην, χοο, χοτο, χοίμεθα, χοσθε, χοντο
Προστακτική
---, χο, χούσθω, ---, χοσθε, χούσθων ή χούσθωσαν
Απαρέμφατο
χοσθαι
Μετοχή
χούμενος
χουμένη
χούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
χούμην (χο, χοτο, χούμεθα, χοσθε, χοντο
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
χώσθην, χώσθης, χώσθη, χώσθημεν, χώσθητε, χώσθησαν
Υποτακτική
χωσθ, χωσθς, χωσθ, χωσθμεν, χωσθτε, χωσθσι(ν)
Ευκτική
χωσθείην, χωσθείης, χωσθείη, χωσθείημεν ή χωσθεμεν, χωσθείητε ή χωσθετε, χωσθείησαν ή χωσθεεν
Προστακτική
---, χώσθητι, χωσθήτω, ---, χώσθητε, χωσθέντων ή χωσθήτωσαν
Απαρέμφατο
χωσθναι
Μετοχή
χωσθείς
χωσθεσα
χωσθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέχωσμαι, κέχωσαι, κέχωσται, κεχώσμεθα, κέχωσθε, κεχωσμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον ς
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα μεν
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα τε
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα σι
 
Ευκτική
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον εην
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον εης
κεχωσμένος- κεχωσμένη- κεχωσμένον εη
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα εημεν (εμεν)
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα εητε (ετε)
κεχωσμένοι- κεχωσμέναι- κεχωσμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κέχωσο, κεχώσθω, --- κέχωσθε, κεχώσθων ή κεχώσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεχσθαι
Μετοχή
κεχωσμένος,
κεχωσμένη,
κεχωσμένον
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...