Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διψήω / διψῶ»
Ενεστώτας
Οριστική
διψῶ, διψῇς, διψῇ, διψῶμεν, διψῆτε, διψῶσι(ν)
διψῶ, διψῇς, διψῇ, διψῶμεν, διψῆτε, διψῶσι(ν)
διψῷμι, διψῷς, διψῷ ή διψῴην, διψῴης, διψῴη, διψῷμεν, διψῷτε, διψῷεν
---, δίψη, διψήτω, ---, διψῆτε, διψώντων
διψῆν
διψῶν, διψῶσα, διψῶν
Παρατατικός
ἐδίψων, ἐδίψης, ἐδίψη, ἐδιψῶμεν, ἐδιψῆτε, ἐδίψων
Οριστική
ἐδίψησα, ἐδίψησας, ἐδίψησε(ν), ἐδιψήσαμεν, ἐδιψήσατε, ἐδίψησαν
διψήσω, διψήσῃς, διψήσῃ, διψήσωμεν, διψήσητε, διψήσωσι(ν)
διψήσαιμι, διψήσαις ή διψήσειας, διψήσαι ή διψήσειε(ν), διψήσαιμεν, διψήσαιτε, διψήσαιεν ή διψήσειαν
Προστακτική
---, δίψησον, διψησάτω, ---, διψήσατε, διψησάντων (ή διψησάτωσαν)
Απαρέμφατο
διψῆσαι
διψήσας, διψήσασα, διψῆσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου