Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φιλοτιμέομαι - φιλοτιμοῦμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φιλοτιμέομαι - φιλοτιμομαι»
 
φιλοτιμομαι = επιζητώ τις τιμές, είμαι φιλόδοξος, ανταγωνίζομαι
 
Ενεστώτας
Οριστική
φιλοτιμομαι, φιλοτιμ ή φιλοτιμε, φιλοτιμεται, φιλοτιμούμεθα, φιλοτιμεσθε, φιλοτιμονται
Υποτακτική
φιλοτιμμαι, φιλοτιμ, φιλοτιμται, φιλοτιμώμεθα, φιλοτιμσθε, φιλοτιμνται
Ευκτική
φιλοτιμοίμην, φιλοτιμοο, φιλοτιμοτο, φιλοτιμοίμεθα, φιλοτιμοσθε, φιλοτιμοντο
Προστακτική
---, φιλοτιμο, φιλοτιμείσθω, ---, φιλοτιμεσθε, φιλοτιμείσθων ή φιλοτιμείσθωσαν
Απαρέμφατο
φιλοτιμεσθαι
Μετοχή
φιλοτιμούμενος
φιλοτιμουμένη
φιλοτιμούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
φιλοτιμούμην, φιλοτιμο, φιλοτιμετο, φιλοτιμούμεθα, φιλοτιμεσθε, φιλοτιμοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
φιλοτιμήσομαι, φιλοτιμήσ ή φιλοτιμήσει, φιλοτιμήσεται, φιλοτιμησόμεθα, φιλοτιμήσεσθε, φιλοτιμήσονται
Ευκτική
φιλοτιμησοίμην, φιλοτιμήσοιο, φιλοτιμήσοιτο, φιλοτιμησοίμεθα, φιλοτιμήσοισθε, φιλοτιμήσοιντο
Απαρέμφατο
φιλοτιμήσεσθαι
Μετοχή
φιλοτιμησόμενος
φιλοτιμησομένη
φιλοτιμησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φιλοτιμηθήσομαι, φιλοτιμηθήσ ή φιλοτιμηθήσει, φιλοτιμηθήσεται, φιλοτιμηθησόμεθα, φιλοτιιμηθήσεσθε, φιλοτιμηθήσονται
Ευκτική
φιλοτιμηθησοίμην, φιλοτιμηθήσοιο, φιλοτιμηθήσοιτο, φιλοτιμηθησοίμεθα, φιλοτιμηθήσοισθε, φιλοτιμηθήσοιντο
Απαρέμφατο
φιλοτιμηθήσεσθαι
Μετοχή
φιλοτιμηθησόμενος
φιλοτιμηθησομένη
φιλοτιμηθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
φιλοτιμησάμην, φιλοτιμήσω, φιλοτιμήσατο, φιλοτιμησάμεθα, φιλοτιμήσασθε, φιλοτιμήσαντο
Υποτακτική
φιλοτιμήσωμαι, φιλοτιμήσ, φιλοτιμήσηται, φιλοτιμησώμεθα, φιλοτιμήσησθε, φιλοτιμήσωνται
Ευκτική
φιλοτιμησαίμην, φιλοτιμήσαιο, φιλοτιμήσαιτο, φιλοτιμησαίμεθα, φιλοτιμήσαισθε, φιλοτιμήσαιντο
Προστακτική
---, φιλοτίμησαι, φιλοτιμησάσθω, ---, φιλοτιμήσασθε, φιλοτιμησάσθων ή φιλοτιμησάσθωσαν
Απαρέμφατο
φιλοτιμήσασθαι
Μετοχή
φιλοτιμησάμενος
φιλοτιμησαμένη
φιλοτιμησάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
φιλοτιμήθην, φιλοτιμήθης, φιλοτιμήθη, φιλοτιμήθημεν, φιλοτιμήθητε, φιλοτιμήθησαν
Υποτακτική
φιλοτιμηθ, φιλοτιμηθς, φιλοτιμηθ, φιλοτιμηθμεν, φιλοτιμηθτε, φιλοτιμηθσι(ν)
Ευκτική
φιλοτιμηθείην, φιλοτιμηθείης, φιλοτιμηθείη, φιλοτιμηθείημεν ή φιλοτιμηθεμεν, φιλοτιμηθείητε ή φιλοτιμηθετε, φιλοτιμηθείησαν ή φιλοτιμηθεεν
Προστακτική
---, φιλοτιμήθητι, φιλοτιμηθήτω, ---, φιλοτιμήθητε, φιλοτιμηθέντων ή φιλοτιμηθήτωσαν
Απαρέμφατο
φιλοτιμηθναι
Μετοχή
φιλοτιμηθείς
φιλοτιμηθεσα
φιλοτιμηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεφιλοτίμημαι, πεφιλοτίμησαι, πεφιλοτίμηται, πεφιλοτιμήμεθα, πεφιλοτίμησθε, πεφιλοτίμηνται
 
Υποτακτική
πεφιλοτιμημένος- πεφιλοτιμημένη- πεφιλοτιμημένον
πεφιλοτιμημένος- πεφιλοτιμημένη- πεφιλοτιμημένον ς
πεφιλοτιμημένος- πεφιλοτιμημένη- πεφιλοτιμημένον
πεφιλοτιμημένοι- πεφιλοτιμημέναι- πεφιλοτιμημένα μεν
πεφιλοτιμημένοι- πεφιλοτιμημέναι- πεφιλοτιμημένα τε
πεφιλοτιμημένοι- πεφιλοτιμημέναι- πεφιλοτιμημένα σι
 
Ευκτική
πεφιλοτιμημένος- πεφιλοτιμημένη- πεφιλοτιμημένον εην
πεφιλοτιμημένος- πεφιλοτιμημένη- πεφιλοτιμημένον εης
πεφιλοτιμημένος- πεφιλοτιμημένη- πεφιλοτιμημένον εη
πεφιλοτιμημένοι- πεφιλοτιμημέναι- πεφιλοτιμημένα εημεν (εμεν)
πεφιλοτιμημένοι- πεφιλοτιμημέναι- πεφιλοτιμημένα εητε (ετε)
πεφιλοτιμημένοι- πεφιλοτιμημέναι- πεφιλοτιμημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πεφιλοτίμησο, πεφιλοτιμήσθω, --- πεφιλοτίμησθε, πεφιλοτιμήσθων ή πεφιλοτιμήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεφιλοτιμσθαι
Μετοχή
πεφιλοτιμημένος,
πεφιλοτιμημένη,
πεφιλοτιμημένον
 
Υπερσυντέλικος
πεφιλοτιμήμην, πεφιλοτίμησο, πεφιλοτίμητο, πεφιλοτιμήμεθα, πεφιλοτίμησθε, πεφιλοτίμηντο

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φενακίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φενακίζω»
 
φενακίζω = εξαπατώ
- Το ι του ρήματος είναι βραχύχρονο
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φενακίζω, φενακίζεις, φενακίζει, φενακίζομεν, φενακίζετε, φενακίζουσι(ν)
Υποτακτική
φενακίζω, φενακίζς, φενακίζ, φενακίζωμεν, φενακίζητε, φενακίζωσι(ν)
Ευκτική
φενακίζοιμι, φενακίζοις, φενακίζοι, φενακίζοιμεν, φενακίζοιτε, φενακίζοιεν
Προστακτική
---, φενκάκιζε, φενακιζέτω, ---, φενακίζετε, φενακιζόντων (ή φενακιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
φενακίζειν
Μετοχή
φενακίζων, φενακίζουσα, φενακίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
φενάκιζον, φενάκιζες, φενάκιζε, φενακίζομεν, φενακίζετε, φενακιζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
φενακι, φενακιες, φενακιε, φενακιομεν, φενακιετε, φενακιοσι(ν)
Ευκτική
φενακιομι, φενακιος, φενακιο, ή φενακιοίην, φενακιοίης, φενακιοίη, φενακιομεν, φενακιοτε, φενακιοεν
Απαρέμφατο
φενακιεν
Μετοχή
φενακιν, φενακιοσα, φενακιον
 
Αόριστος
Οριστική
φενάκισα, φενάκισας, φενάκισε(ν), φενακίσαμεν, φενακίσατε, φενάκισαν
Υποτακτική
φενακίσω, φενακίσς, φενακίσ, φενακίσωμεν, φενακίσητε, φενακίσωσι(ν)
Ευκτική
φενακίσαιμι, φενακίσαις ή φενακίσειας, φενακίσαι ή φενακίσειε(ν), φενακίσαιμεν, φενακίσαιτε, φενακίσαιεν ή φενακίσειαν
Προστακτική
---, φενάκισον, φενακισάτω, ---, φενακίσατε, φενακισάντων (ή φενακισάτωσαν)
Απαρέμφατο
φενακίσαι
Μετοχή
φενακίσας, φενακίσασα, φενακίσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεφενάκικα, πεφενάκικας, πεφενάκικε, πεφενακίκαμεν, πεφενακίκατε, πεφενακίκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός ς
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα μεν
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα τε
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα σι
 
Ευκτική
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός εην
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός εης
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός εη
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα εημεν (εμεν)
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα εητε (ετε)
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός σθι
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός στω
---
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα στε
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα στων
 
Απαρέμφατο
πεφενακικέναι
Μετοχή
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεφενακίκειν, πεφενακίκεις, πεφενακίκει, πεφενακίκεμεν, πεφενακίκετε, πεφενακίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φενακίζομαι, φενακίζ ή φενακίζει, φενακίζεται, φενακιζόμεθα, φενακίζεσθε, φενακίζονται
Υποτακτική
φενακίζωμαι, φενακίζ, φενακίζηται, φενακιζώμεθα, φενακίζησθε, φενακίζωνται
Ευκτική
φενακιζοίμην, φενακίζοιο, φενακίζοιτο, φενακιζοίμεθα, φενακίζοισθε, φενακίζοιντο
Προστακτική
---, φενακίζου, φενακιζέσθω, ---, φενακίζεσθε, φενακιζέσθων ή φενακιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
φενακίζεσθαι
Μετοχή
φενακιζόμενος
φενακιζομένη
φενακιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
φενακιζόμην, φενακίζου, φενακίζετο, φενακιζόμεθα, φενακίζεσθε, φενακίζοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φενακισθήσομαι, φενακισθήσ ή φενακισθήσει, φενακισθήσεται, φενακισθησόμεθα, φενακισθήσεσθε, φενακισθήσονται
Ευκτική
φενακισθησοίμην, φενακισθήσοιο, φενακισθήσοιτο, φενακισθησοίμεθα, φενακισθήσοισθε, φενακισθήσοιντο
Απαρέμφατο
φενακισθήσεσθαι
Μετοχή
φενακισθησόμενος
φενακισθησομένη
φενακισθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
φενακίσθην, φενακίσθης, φενακίσθη, φενακίσθημεν, φενακίσθητε, φενακίσθησαν
Υποτακτική
φενκισθ, φενακισθς, φενακισθ, φενακισθμεν, φενακισθτε, φενακισθσι(ν)
Ευκτική
φενακισθείην, φενακισθείης, φενακισθείη, φενακισθείημεν ή φενακισθεμεν, φενακισθείητε ή φενακισθετε, φενακισθείησαν ή φενακισθεεν
Προστακτική
---, φενακίσθητι, φενακισθήτω, ---, φενακίσθητε, φενακισθέντων ή φενακισθήτωσαν
Απαρέμφατο
φενακισθναι
Μετοχή
φενακισθείς
φενακισθεσα
φενακισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεφενάκισμαι, πεφενάκισαι, πεφενάκισται, πεφενακίσμεθα, πεφενάκισθε, πεφενακισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον ς
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα μεν
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα τε
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα σι
 
Ευκτική
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον εην
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον εης
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον εη
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα εημεν (εμεν)
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα εητε (ετε)
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πεφενάκισο, πεφενακίσθω, --- πεφενάκισθε, πεφενακίσθων ή πεφενακίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεφενακίσθαι
Μετοχή
πεφενακισμένος,
πεφενακισμένη,
πεφενακισμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεφενακίσμην, πεφενάκισο, πεφενάκιστο, πεφενακίσμεθα, πεφενάκισθε, πεφενακισμένοι σαν 

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τύπτω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τύπτω»
 
(τύπτω = χτυπώ)
- Το υ του ρήματος είναι βραχύχρονο  
 
Ενεστώτας
Οριστική
τύπτω, τύπτεις, τύπτει, τύπτομεν, τύπτετε, τύπτουσι(ν)
Υποτακτική
τύπτω, τύπτς, τύπτ, τύπτωμεν, τύπτητε, τύπτωσι(ν)
Ευκτική
τύπτοιμι, τύπτοις, τύπτοι, τύπτοιμεν, τύπτοιτε, τύπτοιεν
Προστακτική
---, τύπτε, τυπτέτω, ---, τύπτετε, τυπτόντων (ή τυπτέτωσαν)
Απαρέμφατο
τύπτειν
Μετοχή
τύπτων, τύπτουσα, τύπτον
 
Παρατατικός
Οριστική
τυπτον, τυπτες, τυπτε, τύπτομεν, τύπτετε, τυπτον
 
Μέλλοντας
Οριστική
τυπτήσω, τυπτήσεις, τυπτήσει, τυπτήσομεν, τυπτήσετε, τυπτήσουσι(ν)
Ευκτική
τυπτήσοιμι, τυπτήσοις, τυπτήσοι, τυπτήσοιμεν, τυπτήσοιτε, τυπτήσοιεν
Απαρέμφατο
τυπτήσειν
Μετοχή
τυπτήσων, τυπτήσουσα, τυπτσον
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τύπτομαι, τύπτ ή τύπτει, τύπτεται, τυπτόμεθα, τύπτεσθε, τύπτονται
Υποτακτική
τύπτωμαι, τύπτ, τύπτηται, τυπτώμεθα, τύπτησθε, τύπτωνται
Ευκτική
τυπτοίμην, τύπτοιο, τύπτοιτο, τυπτοίμεθα, τύπτοισθε, τύπτοιντο
Προστακτική
---, τύπτου, τυπτέσθω, ---, τύπτεσθε, τυπτέσθων ή τυπτέσθωσαν
Απαρέμφατο
τύπτεσθαι
Μετοχή
τυπτόμενος
τυπτομένη
τυπτόμενον
 
Οι υπόλοιποι χρόνοι από τα ρ. παίω, πατάσσω, πλήττω, πληγς δίδωμι κτλ.

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ξέω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ξέω»
 
(ξέω = ξύνω, πελεκώ ροκανίζω)
 
Ενεστώτας
Οριστική
ξέω, ξες, ξε, ξέομεν, ξετε, ξέουσι(ν)
Υποτακτική
ξέω, ξές, ξέ, ξέωμεν, ξέητε, ξέωσι(ν)
Ευκτική
ξέοιμι, ξέοις, ξέοι, ξέοιμεν, ξέοιτε, ξέοιεν
Προστακτική
---, ξε, ξείτω, ---, ξετε, ξεόντων (ή ξείτωσαν)
Απαρέμφατο
ξεν
Μετοχή
ξέων, ξέουσα, ξέον
 
Αόριστος
Οριστική
ξεσα, ξεσας, ξεσε(ν), ξέσαμεν, ξέσατε, ξεσαν
Υποτακτική
ξέσω, ξέσς, ξέσ, ξέσωμεν, ξέσητε, ξέσωσι(ν)
Ευκτική
ξέσαιμι, ξέσαις ή ξέσειας, ξέσαι ή ξέσειε(ν), ξέσαιμεν, ξέσαιτε, ξέσαιεν ή ξέσειαν
Προστακτική
---, ξέσον, ξεσάτω, ---, ξέσατε, ξεσάντων (ή ξεσάτωσαν)
Απαρέμφατο
ξέσαι
Μετοχή
ξέσας, ξέσασα, ξέσαν
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...