Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φενακίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φενακίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φενακίζω»
 
φενακίζω = εξαπατώ
- Το ι του ρήματος είναι βραχύχρονο
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φενακίζω, φενακίζεις, φενακίζει, φενακίζομεν, φενακίζετε, φενακίζουσι(ν)
Υποτακτική
φενακίζω, φενακίζς, φενακίζ, φενακίζωμεν, φενακίζητε, φενακίζωσι(ν)
Ευκτική
φενακίζοιμι, φενακίζοις, φενακίζοι, φενακίζοιμεν, φενακίζοιτε, φενακίζοιεν
Προστακτική
---, φενκάκιζε, φενακιζέτω, ---, φενακίζετε, φενακιζόντων (ή φενακιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
φενακίζειν
Μετοχή
φενακίζων, φενακίζουσα, φενακίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
φενάκιζον, φενάκιζες, φενάκιζε, φενακίζομεν, φενακίζετε, φενακιζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
φενακι, φενακιες, φενακιε, φενακιομεν, φενακιετε, φενακιοσι(ν)
Ευκτική
φενακιομι, φενακιος, φενακιο, ή φενακιοίην, φενακιοίης, φενακιοίη, φενακιομεν, φενακιοτε, φενακιοεν
Απαρέμφατο
φενακιεν
Μετοχή
φενακιν, φενακιοσα, φενακιον
 
Αόριστος
Οριστική
φενάκισα, φενάκισας, φενάκισε(ν), φενακίσαμεν, φενακίσατε, φενάκισαν
Υποτακτική
φενακίσω, φενακίσς, φενακίσ, φενακίσωμεν, φενακίσητε, φενακίσωσι(ν)
Ευκτική
φενακίσαιμι, φενακίσαις ή φενακίσειας, φενακίσαι ή φενακίσειε(ν), φενακίσαιμεν, φενακίσαιτε, φενακίσαιεν ή φενακίσειαν
Προστακτική
---, φενάκισον, φενακισάτω, ---, φενακίσατε, φενακισάντων (ή φενακισάτωσαν)
Απαρέμφατο
φενακίσαι
Μετοχή
φενακίσας, φενακίσασα, φενακίσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεφενάκικα, πεφενάκικας, πεφενάκικε, πεφενακίκαμεν, πεφενακίκατε, πεφενακίκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός ς
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα μεν
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα τε
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα σι
 
Ευκτική
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός εην
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός εης
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός εη
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα εημεν (εμεν)
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα εητε (ετε)
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός σθι
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός στω
---
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα στε
πεφενακικότες- πεφενακικυαι- πεφενακικότα στων
 
Απαρέμφατο
πεφενακικέναι
Μετοχή
πεφενακικώς- πεφενακικυα- πεφενακικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεφενακίκειν, πεφενακίκεις, πεφενακίκει, πεφενακίκεμεν, πεφενακίκετε, πεφενακίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
φενακίζομαι, φενακίζ ή φενακίζει, φενακίζεται, φενακιζόμεθα, φενακίζεσθε, φενακίζονται
Υποτακτική
φενακίζωμαι, φενακίζ, φενακίζηται, φενακιζώμεθα, φενακίζησθε, φενακίζωνται
Ευκτική
φενακιζοίμην, φενακίζοιο, φενακίζοιτο, φενακιζοίμεθα, φενακίζοισθε, φενακίζοιντο
Προστακτική
---, φενακίζου, φενακιζέσθω, ---, φενακίζεσθε, φενακιζέσθων ή φενακιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
φενακίζεσθαι
Μετοχή
φενακιζόμενος
φενακιζομένη
φενακιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
φενακιζόμην, φενακίζου, φενακίζετο, φενακιζόμεθα, φενακίζεσθε, φενακίζοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φενακισθήσομαι, φενακισθήσ ή φενακισθήσει, φενακισθήσεται, φενακισθησόμεθα, φενακισθήσεσθε, φενακισθήσονται
Ευκτική
φενακισθησοίμην, φενακισθήσοιο, φενακισθήσοιτο, φενακισθησοίμεθα, φενακισθήσοισθε, φενακισθήσοιντο
Απαρέμφατο
φενακισθήσεσθαι
Μετοχή
φενακισθησόμενος
φενακισθησομένη
φενακισθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
φενακίσθην, φενακίσθης, φενακίσθη, φενακίσθημεν, φενακίσθητε, φενακίσθησαν
Υποτακτική
φενκισθ, φενακισθς, φενακισθ, φενακισθμεν, φενακισθτε, φενακισθσι(ν)
Ευκτική
φενακισθείην, φενακισθείης, φενακισθείη, φενακισθείημεν ή φενακισθεμεν, φενακισθείητε ή φενακισθετε, φενακισθείησαν ή φενακισθεεν
Προστακτική
---, φενακίσθητι, φενακισθήτω, ---, φενακίσθητε, φενακισθέντων ή φενακισθήτωσαν
Απαρέμφατο
φενακισθναι
Μετοχή
φενακισθείς
φενακισθεσα
φενακισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πεφενάκισμαι, πεφενάκισαι, πεφενάκισται, πεφενακίσμεθα, πεφενάκισθε, πεφενακισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον ς
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα μεν
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα τε
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα σι
 
Ευκτική
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον εην
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον εης
πεφενακισμένος- πεφενακισμένη- πεφενακισμένον εη
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα εημεν (εμεν)
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα εητε (ετε)
πεφενακισμένοι- πεφενακισμέναι- πεφενακισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πεφενάκισο, πεφενακίσθω, --- πεφενάκισθε, πεφενακίσθων ή πεφενακίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεφενακίσθαι
Μετοχή
πεφενακισμένος,
πεφενακισμένη,
πεφενακισμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεφενακίσμην, πεφενάκισο, πεφενάκιστο, πεφενακίσμεθα, πεφενάκισθε, πεφενακισμένοι σαν 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...