Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειραγωγέω-ῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειραγωγέω-»
 
χειραγωγ = οδηγώ με το χέρι
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χειραγωγ, χειραγωγες, χειραγωγε, χειραγωγομεν, χειραγωγετε, χειραγωγοσι(ν)
Υποτακτική
χειραγωγ, χειραγωγς, χειραγωγ, χειραγωγμεν, χειραγωγτε, χειραγωγσι(ν)
Ευκτική
χειραγωγομι, χειραγωγος, χειραγωγο, ή χειραγωγοίην, χειραγωγοίης, χειραγωγοίη, χειραγωγομεν, χειραγωγοτε, χειραγωγοεν
Προστακτική
---, χειραγώγει, χειραγωγείτω, ---, χειραγωγετε, χειραγωγούντων (ή χειραγωγείτωσαν)
Απαρέμφατο
χειραγωγεν
Μετοχή
χειραγωγν, χειραγωγοσα, χειραγωγον
 
Παρατατικός
Οριστική
χειραγώγουν, χειραγώγεις, χειραγώγει, χειραγωγομεν, χειραγωγετε, χειραγώγουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
χειραγωγήσω, χειραγωγήσεις, χειραγωγήσει, χειραγωγήσομεν, χειραγωγήσετε, χειραγωγήσουσι(ν)
Ευκτική
χειραγωγήσοιμι, χειραγωγήσοις, χειραγωγήσοι, χειραγωγήσοιμεν, χειραγωγήσοιτε, χειραγωγήσοιεν
Απαρέμφατο
χειραγωγήσειν
Μετοχή
χειραγωγήσων, χειραγωγήσουσα, χειραγωγσον
 
Αόριστος
Οριστική
χειραγώγησα, χειραγώγησας, χειραγώγησε(ν), χειραγωγήσαμεν, χειραγωγήσατε, πχειραγώγησαν
Υποτακτική
χειραγωγήσω, χειραγωγήσς, χειραγωγήσ, χειραγωγήσωμεν, χειραγωγήσητε, χειραγωγήσωσι(ν)
Ευκτική
χειραγωγήσαιμι, χειραγωγήσαις ή χειραγωγήσειας, χειραγωγήσαι ή χειραγωγήσαιε(ν) χειραγωγήσαιμεν, χειραγωγήσαιτε, χειραγωγήσαιεν ή χειραγωγήσειαν
Προστακτική
---, χειραγώγησον, χειραγωγησάτω, ---, χειραγωγήσατε, χειραγωγησάντων (ή χειραγωγησάτωσαν)
Απαρέμφατο
χειραγωγσαι
Μετοχή
χειραγωγήσας, χειραγωγήσασα, χειραγωγσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεχειραγώγηκα, κεχειραγώγηκας, κεχειραγώγηκε, κεχειραγωγήκαμεν, κεχειραγωγήκατε, κεχειραγωγήκασι(ν)
 
Υποτακτική
κεχειραγωγηκώς- κεχειραγωγηκυα- κεχειραγωγηκός
κεχειραγωγηκώς- κεχειραγωγηκυα- κεχειραγωγηκός ς
κεχειραγωγηκώς- κεχειραγωγηκυα- κεχειραγωγηκός
κεχειραγωγηκότες- κεχειραγωγηκυαι- κεχειραγωγηκότα μεν
κεχειραγωγηκότες- κεχειραγωγηκυαι- κεχειραγωγηκότα τε
κεχειραγωγηκότες- κεχειραγωγηκυαι- κεχειραγωγηκότα σι
 
Ευκτική
κεχειραγωγηκώς- κεχειραγωγηκυα- κεχειραγωγηκός εην
κεχειραγωγηκώς- κεχειραγωγηκυα- κεχειραγωγηκός εης
κεχειραγωγηκώς- κεχειραγωγηκυα- κεχειραγωγηκός εη
κεχειραγωγηκότες- κεχειραγωγηκυαι- κεχειραγωγηκότα εημεν (εμεν)
κεχειραγωγηκότες- κεχειραγωγηκυαι- κεχειραγωγηκότα εητε (ετε)
κεχειραγωγηκότες- κεχειραγωγηκυαι- κεχειραγωγηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεχειραγωγηκώς- κεχειραγωγηκυα- κεχειραγωγηκός σθι
κεχειραγωγηκώς- κεχειραγωγηκυα- κεχειραγωγηκός στω
---
κεχειραγωγηκότες- κεχειραγωγηκυαι- κεχειραγωγηκότα στε
κεχειραγωγηκότες- κεχειραγωγηκυαι- κεχειραγωγηκότα στων
 
Απαρέμφατο
κεχειραγωγηκέναι
Μετοχή
κεχειραγωγηκώς- κεχειραγωγηκυα- κεχειραγωγηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κεχειραγωγήκειν, κεχειραγωγήκεις, κεχειραγωγήκει, κεχειραγωγήκεμεν, κεχειραγωγήκετε, κεχειραγωγήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
χειραγωγομαι, χειραγωγ ή χειραγωγε, χειραγωγεται, χειραγωγούμεθα, χειραγωγεσθε, χειραγωγονται
Υποτακτική
χειραγωγμαι, χειραγωγ, χειραγωγται, χειραγωγώμεθα, χειραγωγσθε, χειραγωγνται
Ευκτική
χειραγωγοίμην, χειραγωγοο, χειραγωγοτο, χειραγωγοίμεθα, χειραγωγοσθε, χειραγωγοντο
Προστακτική
---, χειραγωγο, χειραγωγείσθω, ---, χειραγωγεσθε, χειραγωγείσθων ή χειραγωγείσθωσαν
Απαρέμφατο
χειραγωγεσθαι
Μετοχή
χειραγωγούμενος
χειραγωγουμένη
χειραγωγούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
χειραγωγούμην, χειραγωγο, χειραγωγετο, χειραγωγούμεθα, χειραγωγεσθε, χειραγωγοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
χειραγωγηθήσομαι, χειραγωγηθήσ ή χειραγωγηθήσει, χειραγωγηθήσεται, χειραγωγηθησόμεθα, χειραγωγηθήσεσθε, χειραγωγηθήσονται
Ευκτική
χειραγωγηθησοίμην, χειραγωγηθήσοιο, χειραγωγηθήσοιτο, χειραγωγηθησοίμεθα, χειραγωγηθήσοισθε, χειραγωγηθήσοιντο
Απαρέμφατο
χειραγωγηθήσεσθαι
Μετοχή
χειραγωγηθησόμενος
χειραγωγηθησομένη
χειραγωγηθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
χειραγωγήθην, χειραγωγήθης, χειραγωγήθη, χειραγωγήθημεν, χειραγωγήθητε, χειραγωγήθησαν
Υποτακτική
χειραγωγηθ, χειραγωγηθς, χειραγωγηθ, χειραγωγηθμεν, χειραγωγηθτε, χειραγωγηθσι(ν)
Ευκτική
χειραγωγηθείην, χειραγωγηθείης, χειραγωγηθείη, χειραγωγηθείημεν ή χειραγωγηθεμεν, χειραγωγηθείητε ή χειραγωγηθετε, χειραγωγηθείησαν ή χειραγωγηθεεν
Προστακτική
---, χειραγωγήθητι, χειραγωγηθήτω, ---, χειραγωγήθητε, χειραγωγηθέντων ή χειραγωγηθήτωσαν
Απαρέμφατο
χειραγωγηθναι
Μετοχή
χειραγωγηθείς
χειραγωγηθεσα
χειραγωγηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κεχειραγώγημαι, κεχειραγώγησαι, κεχειραγώγηται, κεχειραγωγήμεθα, κεχειραγώγησθε, κεχειραγώγηνται
 
Υποτακτική
κεχειραγωγημένος- κεχειραγωγημένη- κεχειραγωγημένον
κεχειραγωγημένος- κεχειραγωγημένη- κεχειραγωγημένον ς
κεχειραγωγημένος- κεχειραγωγημένη- κεχειραγωγημένον
κεχειραγωγημένοι- κεχειραγωγημέναι- κεχειραγωγημένα μεν
κεχειραγωγημένοι- κεχειραγωγημέναι- κεχειραγωγημένα τε
κεχειραγωγημένοι- κεχειραγωγημέναι- κεχειραγωγημένα σι
 
Ευκτική
κεχειραγωγημένος- κεχειραγωγημένη- κεχειραγωγημένον εην
κεχειραγωγημένος- κεχειραγωγημένη- κεχειραγωγημένον εης
κεχειραγωγημένος- κεχειραγωγημένη- κεχειραγωγημένον εη
κεχειραγωγημένοι- κεχειραγωγημέναι- κεχειραγωγημένα εημεν (εμεν)
κεχειραγωγημένοι- κεχειραγωγημέναι- κεχειραγωγημένα εητε (ετε)
κεχειραγωγημένοι- κεχειραγωγημέναι- κεχειραγωγημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κεχειραγώγησο, κεχειραγωγήσθω, --- κεχειραγώγησθε, κεχειραγωγήσθων ή κεχειραγωγήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεχειραγωγσθαι
Μετοχή
κεχειραγωγημένος,
κεχειραγωγημένη,
κεχειραγωγημένον
 
Υπερσυντέλικος
κεχειραγωγήμην, κεχειραγώγησο, κεχειραγώγητο, κεχειραγωγήμεθα, κεχειραγώγησθε, κεχειραγώγηντο

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατηγορέω- κατηγορῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατηγορέω-κατηγορ»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατηγορ, κατηγορες, κατηγορε, κατηγορομεν, κατηγορετε, κατηγοροσι(ν)
Υποτακτική
κατηγορ, κατηγορς, κατηγορ, κατηγορμεν, κατηγορτε, κατηγορσι(ν)
Ευκτική
κατηγορομι, κατηγορος, κατηγορο (ή κατηγοροίην, κατηγοροίης, κατηγοροίη), κατηγορομεν, κατηγοροτε, κατηγοροεν
Προστακτική
---, κατηγόρει, κατηγορείτω, ---, κατηγορετε, κατηγορούντων
Απαρέμφατο
κατηγορεν
Μετοχή
κατηγορν, κατηγοροσα, κατηγορον
 
Παρατατικός
Οριστική
κατηγόρουν, κατηγόρεις, κατηγόρει, κατηγορομεν, κατηγορετε, κατηγόρουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
κατηγορήσω, κατηγορήσεις, κατηγορήσει, κατηγορήσομεν, κατηγορήσετε, κατηγορήσουσι(ν)
Ευκτική
κατηγορήσοιμι, κατηγορήσοις, κατηγορήσοι, κατηγορήσοιμεν, κατηγορήσοιτε, κατηγορήσοιεν
Απαρέμφατο
κατηγορήσειν
Μετοχή
κατηγορήσων, κατηγορήσουσα, κατηγορσον
 
Μέλλοντας συνηρημένος
Οριστική
κατερ, κατερες, κατερε, κατερομεν, κατερετε, κατεροσι(ν)
Ευκτική
κατερομι ή κατεροίην, κατερος ή κατεροίης, κατερο ή κατεροίη, κατερομεν, κατεροτε, κατεροεν
Απαρέμφατο
κατερεν
Μετοχή
κατερν, κατεροσα, κατερον
 
Αόριστος
Οριστική
κατηγόρησα, κατηγόρησας, κατηγόρησε(ν), κατηγορήσαμεν, κατηγορήσατε, κατηγόρησαν
Υποτακτική
κατηγορήσω, κατηγορήσς, κατηγορήσ, κατηγορήσωμεν, κατηγορήσητε, κατηγορήσωσι(ν)
Ευκτική
κατηορήσαιμι, κατηγορήσαις ή κατηγορήσειας, κατηγορήσαι ή κατηγορήσειε(ν), κατηγορήσαιμεν, κατηγορήσαιτε, κατηγορήσαιεν ή κατηγορήσειαν
Προστακτική
---, κατηγόρησον, κατηγορησάτω, ---, κατηγορήσατε, κατηγορησάντων (ή κατηγορησάτωσαν)
Απαρέμφατο
κατηγορσαι
Μετοχή
κατηγορήσας, κατηγορήσασα, κατηγορσαν
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
κατεπον, κατεπες, κατεπε, κατείπομεν, κατείπετε, κατεπον
Υποτακτική
κατείπω, κατείπς, κατείπ, κατείπωμεν, κατείπητε, κατείπωσι(ν)
Ευκτική
κατείποιμι, κατείποις, κατείποι, κατείποιμεν, κατείποιτε, κατείποιεν
Προστακτική
---, κάτειπε, κατειπέτω, ---, κατείπετε, κατειπόντων ή κατειπέτωσαν
Απαρέμφατο
κατειπεν
Μετοχή
κατειπών, κατειποσα, κατειπόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κατηγόρηκα, κατηγόρηκας, κατηγόρηκε, κατηγορήκαμεν, κατηγορήκατε, κατηγορήκασι(ν)
 
Υποτακτική
κατηγορηκώς- κατηγορηκυα- κατηγορηκός
κατηγορηκώς- κατηγορηκυα- κατηγορηκός ς
κατηγορηκώς- κατηγορηκυα- κατηγορηκός
κατηγορηκότες- κατηγορηκυαι- κατηγορηκότα μεν
κατηγορηκότες- κατηγορηκυαι- κατηγορηκότα τε
κατηγορηκότες- κατηγορηκυαι- κατηγορηκότα σι
 
Ευκτική
κατηγορηκώς- κατηγορηκυα- κατηγορηκός εην
κατηγορηκώς- κατηγορηκυα- κατηγορηκός εης
κατηγορηκώς- κατηγορηκυα- κατηγορηκός εη
κατηγορηκότες- κατηγορηκυαι- κατηγορηκότα εημεν (εμεν)
κατηγορηκότες- κατηγορηκυαι- κατηγορηκότα εητε (ετε)
κατηγορηκότες- κατηγορηκυαι- κατηγορηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κατηγορηκώς- κατηγορηκυα- κατηγορηκός σθι
κατηγορηκώς- κατηγορηκυα- κατηγορηκός στω
---
κατηγορηκότες- κατηγορηκυαι- κατηγορηκότα στε
κατηγορηκότες- κατηγορηκυαι- κατηγορηκότα στων
 
Απαρέμφατο
κατηγορηκέναι
Μετοχή
κατηγορηκώς- κατηγορηκυα- κατηγορηκός
 
& Παρακείμενος
Οριστική
κατείρηκα, κατείρηκας, κατείρηκε, κατειρήκαμεν, κατειρήκατε, κατειρήκασι(ν)
 
Υποτακτική
κατειρηκώς- κατειρηκυα- κατειρηκός
κατειρηκώς- κατειρηκυα- κατειρηκός ς
κατειρηκώς- κατειρηκυα- κατειρηκός
κατειρηκότες- κατειρηκυαι- κατειρηκότα μεν
κατειρηκότες- κατειρηκυαι- κατειρηκότα τε
κατειρηκότες- κατειρηκυαι- κατειρηκότα σι
 
Ευκτική
κατειρηκώς- κατειρηκυα- κατειρηκός εην
κατειρηκώς- κατειρηκυα- κατειρηκός εης
κατειρηκώς- κατειρηκυα- κατειρηκός εη
κατειρηκότες- κατειρηκυαι- κατειρηκότα εημεν (εμεν)
κατειρηκότες- κατειρηκυαι- κατειρηκότα εητε (ετε)
κατειρηκότες- κατειρηκυαι- κατειρηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κατειρηκώς- κατειρηκυα- κατειρηκός σθι
κατειρηκώς- κατειρηκυα- κατειρηκός στω
---
κατειρηκότες- κατειρηκυαι- κατειρηκότα στε
κατειρηκότες- κατειρηκυαι- κατειρηκότα στων
 
Απαρέμφατο
κατειρηκέναι
Μετοχή
κατειρηκώς- κατειρηκυα- κατειρηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κατηγορήκειν, κατηγορήκεις, κατηγορήκει, κατηγορήκεμεν, κατηγορήκετε, κατηγορήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατηγορομαι, κατηγορ ή κατηγορε, κατηγορεται, κατηγορούμεθα, κατηγορεσθε, κατηγορονται
Υποτακτική
κατηγορμαι, κατηγορ, κατηγορται, κατηγορώμεθα, κατηγορσθε, κατηγορνται
Ευκτική
κατηγορομην, κατηγοροο, κατηγοροτο, κατηγοροίμεθα, κατηγοροσθε, κατηγοροντο
Προστακτική
---, κατηγορο, κατηγορείσθω, ---, κατηγορεσθε, κατηγορείσθων ή κατηγορείσθωσαν
Απαρέμφατο
κατηγορεσθαι
Μετοχή
κατηγορούμενος
κατηγορουμένη
κατηγορούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κατηγορούμην, κατηγορο, κατηγορετο, κατηγορούμεθα, κατηγορεσθε, κατηγοροντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κατηγορηθήσομαι, κατηγορηθήσ ή κατηγορηθήσει, κατηγορηθήσεται, κατηγορηθησόμεθα, κατηγορηθήσεσθε, κατηγορηθήσονται
Ευκτική
κατηγορηθησοίμην, κατηγορηθήσοιο, κατηγορηθήσοιτο, κατηγορηθησοίμεθα, κατηγορηθήσοισθε, κατηγορηθήσοιντο
Απαρέμφατο
κατηγορηθήσεσθαι
Μετοχή
κατηγορηθησόμενος
κατηγορηθησομένη
κατηγορηθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κατηγορήθην, κατηγορήθης, κατηγορήθη, κατηγορήθημεν, κατηγορήθητε, κατηγορήθησαν
Υποτακτική
κατηγορηθ, κατηγορηθς, κατηγορηθ, κατηγορηθμεν, κατηγορηθτε, κατηγορηθσι(ν)
Ευκτική
κατηγορηθείην, κατηγορηθείης, κατηγορηθείη, κατηγορηθείημεν ή κατηγορηθεμεν, κατηγορηθείητε ή κατηγορηθετε, κατηγορηθείησαν ή κατηγορηθεεν
Προστακτική
---, κατηγορήθητι, κατηγορηθήτω, ---, κατηγορήθητε, κατηγορηθέντων ή κατηγορηθήτωσαν
Απαρέμφατο
κατηγορηθναι
Μετοχή
κατηγορηθείς
κατηγορηθεσα
κατηγορηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κατηγόρημαι, κατηγόρησαι, κατηγόρηται, κατηγορήμεθα, κατηγόρησθε, κατηγόρηνται
 
Υποτακτική
κατηγορημένος- κατηγορημένη- κατηγορημένον
κατηγορημένος- κατηγορημένη- κατηγορημένον ς
κατηγορημένος- κατηγορημένη- κατηγορημένον
κατηγορημένοι- κατηγορημέναι- κατηγορημένα μεν
κατηγορημένοι- κατηγορημέναι- κατηγορημένα τε
κατηγορημένοι- κατηγορημέναι- κατηγορημένα σι
 
Ευκτική
κατηγορημένος- κατηγορημένη- κατηγορημένον εην
κατηγορημένος- κατηγορημένη- κατηγορημένον εης
κατηγορημένος- κατηγορημένη- κατηγορημένον εη
κατηγορημένοι- κατηγορημέναι- κατηγορημένα εημεν (εμεν)
κατηγορημένοι- κατηγορημέναι- κατηγορημένα εητε (ετε)
κατηγορημένοι- κατηγορημέναι- κατηγορημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κατηγόρησο, κατηγορήσθω, ---, κατηγόρησθε, κατηγορήσθων ή κατηγορήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κατηγορσθαι
Μετοχή
κατηγορημένος,
κατηγορημένη,
κατηγορημένον
 
Υπερσυντέλικος
κατηγορήμην, κατηγόρησο, κατηγόρητο, κατηγορήμεθα, κατηγόρησθε, κατηγόρηντο
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...