Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Μάντης, Οι απαρχές της Μεγάλης Ιδέας

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Michael Tompsett

 
Κωνσταντίνος Μάντης, Οι απαρχές της Μεγάλης Ιδέας
 
     Η αποκρυστάλλωση των προσδοκιών που είχαν οι Έλληνες για τη διεύρυνση των συνόρων του νεοσύστατου κράτους τους και, κατ’ επέκταση, για την απελευθέρωση όλων των ως τότε αλύτρωτων ομοεθνών τους έγινε από τον Ιωάννη Κωλέττη στις 14 Ιανουαρίου του 1844, σε μια ομιλία του κατά τη διαδικασία οριστικοποίησης και ψήφισης του τότε Συντάγματος. Η έκφραση «μεγάλη ιδέα» που χρησιμοποίησε ο Κωλέττης αφενός για να δηλώσει τον ευρύτερο πολιτισμικό ρόλο που είχε να επιτελέσει το ελληνικό κράτος και αφετέρου για να υπομνήσει τον πρωταρχικό στόχο της Επανάστασης του 1821 που όφειλε να ολοκληρώσει το ελληνικό έθνος, αποτέλεσε από τότε την επιγραμματική και σχεδόν συνθηματική διατύπωση του συνόλου των ελπίδων των εντός και εκτός συνόρων Ελλήνων (Πλουμίδης, 2018: 555-556).
 
Ιστορική αφορμή για τη διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας
     Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την υποχώρηση του Όθωνα στο ζήτημα του Συντάγματος, ξεκίνησε τις εργασίες της στις 8 Νοεμβρίου 1843 η Εθνοσυνέλευση για τη σύνταξη και την ψήφισή του. Στο πλαίσιο των σχετικών συζητήσεων, που άρχισαν τον Ιανουάριο του 1844 μετά την ολοκλήρωση του προσχεδίου του Συντάγματος, προέκυψε έντονη διαφωνία ανάμεσα στους «αυτόχθονες» και τους «ετερόχθονες» σχετικά με τις προϋποθέσεις που όφειλε να πληροί κάποιος για να λάβει την ελληνική ιθαγένεια. Οι Έλληνες που κατοικούσαν εντός των ορίων του ελληνικού κράτους (αυτόχθονες) ενοχλούνταν από το γεγονός πως Έλληνες από αλύτρωτες περιοχές (ετερόχθονες) είχαν ενταχθεί ως υπάλληλοι στον κρατικό μηχανισμό και είχαν δημιουργήσει ήδη σημαντικές περιουσίες (Διαμαντούρος, 1977: 106-111). Η διαφωνία αυτή που προκαλούσε έναν ανεπιθύμητο διχασμό ανάμεσα σε ανθρώπους που ανήκαν στο ίδιο έθνος και είχαν αγωνιστεί για τον ίδιο σκοπό, προκάλεσε την παρέμβαση του Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος με την ομιλία του θέλησε να στηλιτεύσει τη στάση των υπέρμαχων του αυτοχθονισμού, υπενθυμίζοντας τον τεχνητό χαρακτήρα αυτού του διαχωρισμού, που είχε προκύψει λόγω της περιορισμένης έκτασης του πρόσφατα ιδρυθέντος ελληνικού κράτους. Ήταν, κατ’ εκείνον, προφανές πως αν τα όρια του ελληνικού κράτους ήταν περισσότερο εκτεταμένα δεν θα υπήρχε λόγος να γίνονται ανούσιες διακρίσεις ανάμεσα σε Έλληνες και Έλληνες (Πλουμίδης, 2018: 556).
 
Η άμεση ανταπόκριση των Ελλήνων στη Μεγάλη Ιδέα
     Η αναφορά του Κωλέττη στη Μεγάλη Ιδέα του ελληνικού έθνους έγινε δεκτή με ενθουσιώδη τρόπο από τους συγκαιρινούς του, καθώς συνόψιζε, παρά τη σχετική της ασάφεια, τις βαθύτερες προσδοκίες τους σχετικά με την ενδυνάμωση και επέκταση του ελληνικού κράτους. Τόσο οι αυτόχθονες Έλληνες, όσο και εκείνοι που κατοικούσαν σε περιοχές που δεν είχαν ενταχθεί στα όρια του ελληνικού κράτους υιοθέτησαν την Ιδέα αυτή και έθεσαν έκτοτε ως στόχο τους την υλοποίησή της (Κλαψής, 2019: 102). Η Μεγάλη Ιδέα, συνάμα, παρά ή χάρη στην ασάφειά της προσέφερε στους Έλληνες της εποχής την ελπίδα πως υπήρχε μια θεωρητικώς εφικτή διέξοδος από τα συνεχή οικονομικά τους προβλήματα. Πίστευαν, δηλαδή, πως η δημιουργία ενός μεγάλου ελληνικού κράτους, το οποίο θα συμπεριελάμβανε τις ευπορότερες περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, όπως και τα λιμάνια τους, θα άνοιγε το δρόμο για τη ζητούμενη οικονομική ανάπτυξη και, άρα, για τη δραστική αντιμετώπιση των ποικίλων κοινωνικών προβλημάτων που τους ταλάνιζαν (Παπαγεωργίου, 2005: 424).
 
Το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο γένεσης της Μεγάλης Ιδέας
     Τον Ιούνιο του 1839 ο Μωχάμετ Άλυ επιχειρεί για μια ακόμη φορά την αποδέσμευση της Αιγύπτου από τον οθωμανικό έλεγχο και περνώντας με τα στρατεύματά του μέσα από τη Συρία επιτυγχάνει μια σημαντική νίκη εις βάρος των Τούρκων, στην περιοχή του Νεζίπ (Nizip). Η νίκη του αυτή, αν και δεν οδήγησε στο επιθυμητό αποτέλεσμα λόγω της παρέμβασης των μεγάλων ευρωπαϊκών Δυνάμεων, έφερε εκ νέου στο προσκήνιο το Ανατολικό Ζήτημα και έθεσε σε κίνηση έναν εσωτερικό αναβρασμό στον ελληνικό χώρο. Υπήρξε, μάλιστα, τόσο εμφανής η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος των Ελλήνων για την πιθανότητα νέων εξεγέρσεων στις υπόδουλες ακόμη περιοχές, ώστε ο Όθωνας δέχτηκε ισχυρές πιέσεις από τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις να εκτονώσει την κατάσταση αυτή. Διαδικασία όχι εύκολη, όπως αποδείχτηκε, καθώς οι Κρητικοί δεν δίστασαν να ξεκινήσουν τη δική τους εξέγερση το 1841, όταν ύστερα από σχετική απόφαση των ευρωπαϊκών Δυνάμεων οι αιγυπτιακές δυνάμεις του Μωχάμετ Άλυ καλούνταν να αποχωρήσουν από  την Κρήτη και να την παραδώσουν εκ νέου στον έλεγχο των Τούρκων. Η επανάσταση αυτή των Κρητικών διήρκησε λίγους μόλις μήνες και τερματίστηκε από τις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις. Αποτέλεσε, ωστόσο, ένα φανέρωμα των διαθέσεων που επικρατούσαν στο σύνολο του ελληνικού χώρου (Διαμαντούρος, 1977: 81-83).   
 
Συμπεράσματα
     Ο Ιωάννης Κωλέττης κατόρθωσε με την ομιλία του να εκφράσει τις προσδοκίες και τις ελπίδες όλων των Ελλήνων, έστω κι αν τη στιγμή εκείνη δεν ήταν κανείς σε θέση να προσδιορίσει με ακριβή τρόπο το σύνολο των εδαφών που θα έπρεπε να περιλαμβάνει το επιζητούμενο μεγάλο ελληνικό κράτος. Ανεξάρτητα, άλλωστε, από το πώς ερμήνευε κάθε Έλληνας τον όρο αυτό, η Μεγάλη Ιδέα λειτούργησε ως το όραμα εκείνο που κινητοποίησε ένα ολόκληρο έθνος για τουλάχιστον οκτώ δεκαετίες και το οδήγησε στην υλοποίηση ενός αρχικά ασαφούς εθνικού στόχου, ο οποίος αποκτούσε καθοδόν μια όλο και πιο ξεκάθαρη εικόνα.  
 
Βιβλιογραφία
 
Κλάψης, Α., 2019. Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923. Αθήνα: Πεδίο.
 
Παπαγεωργίου, Στ., 2005. Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821-1862. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήσης.
 
Πλουμίδης, Σπ., 2018. Της μεγάλης ταύτης ιδέας: Οι αφετηρίες της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Στο Κατσιαρδή-Hering, Όλ. κ.ά. (επιμ.), Έλλην, Ρωμηός, Γραικός: Συλλογικοί προσδιορισμοί και ταυτότητες (σ. 555-569). Αθήνα: Ευρασία.
 
Διαμαντούρος, Ν., 1977. Περίοδος συνταγματικής μοναρχίας. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (σ. 105-132). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

Κωνσταντίνος Μάντης, Η «σχολή» των Annales και νέα αντικείμενα ιστορικής μελέτης

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sd Smart  

Κωνσταντίνος Μάντης, Η «σχολή» των Annales και νέα αντικείμενα ιστορικής μελέτης
 
     Η «σχολή» των Annales με κύριο μέσο έκφρασης το περιοδικό «Annales d’histoire économique et sociale», που άρχισε να εκδίδεται το 1929 από δύο καθηγητές του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, τους Lucien Febvre και Marc Bloch, ανανέωσε δραστικά την προσέγγιση της ιστορίας. Η επίγνωση πως η αφηγηματική ιστορία με επίκεντρο τα πολιτικά γεγονότα ήταν πια παρωχημένη και πως απαιτούνταν μια συνολικότερη θέαση της ιστορίας με τη συνδρομή της διεπιστημονικής συνεργασίας διεύρυνε τα εξεταζόμενα αντικείμενα και οδήγησε στην υιοθέτηση νέων μεθόδων μελέτης του «ιστορικού» υλικού. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ιστορία των νοοτροπιών, η ιστορία του πολιτισμού, η εξέταση του γεωγραφικού παράγοντα, η κοινωνική διαστρωμάτωση, η οικονομική δραστηριότητα, οι ποικίλες τελετουργίες, η στάση απέναντι στην παιδική ηλικία και πολλές ακόμη πτυχές της ανθρώπινης δράσης αποτέλεσαν νέα αντικείμενα ενδιαφέροντος για τους ιστορικούς. Αντικείμενα που προσεγγίζονταν πλέον με νέες μεθόδους, όπως ήταν η ανάλυση ποσοτικών και στατιστικών δεδομένων, η σύγκριση του ίδιου φαινομένου σε διαφορετικές περιοχές ή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, η αναδρομική μέθοδος με αρκτικό σημείο εξέτασης το παρόν και σταδιακή μετάθεση προς το παρελθόν, η αξιοποίηση πηγών που παλαιότερα έμεναν αναξιοποίητες, καθώς και με διαφοροποιημένη αντίληψη της έννοιας του χρόνου (Campbell, 1999: 2-18).
 
Οικονομική και κοινωνική ιστορία
     Όπως φανερώνει ο αρχικός τίτλος του περιοδικού των Annales πρόθεση των ιδρυτών του ήταν μια γόνιμη συνεργασία με τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες προκειμένου να φωτιστεί πιο αποτελεσματικά η ανθρώπινη δράση τόσο του παρόντος όσο και του παρελθόντος. Η χρονική συγκυρία, άλλωστε, της σημαντικής οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε κατά το πρώτο έτος κυκλοφορίας του περιοδικού έστρεψε το ενδιαφέρον των πολιτών στον οικονομικό τομέα, επιτρέποντας στους συνεργάτες του περιοδικού να αναδείξουν τρέχοντα θέματα της εποχής, όπως ήταν η κρίση του τραπεζικού συστήματος, η επισιτιστική κρίση και αγροτικά προβλήματα (Βόγλη, 2015: 180-183). Στο 9ο τεύχος του περιοδικού, για παράδειγμα, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1931, μεταξύ των άρθρων του εντοπίζει κανείς εκείνο του Jacques Houdaille για τα χρηματιστήρια και τις τράπεζες της Αμερικής (Questions américaines: bourses et banques), όπως κι εκείνο του κοινωνιολόγου Paul Descamps για την εξέλιξη των κοινωνικών ομάδων στην Αυστραλία (L'évolution des types sociaux en Australie), αλλά κι εκείνο του Lucien Febvre στην ενότητα «Ιδιωτικά αρχεία και ιστορία», που αναφέρεται στα λογιστικά βιβλία και τα εμπορικά αρχεία που τηρούνταν στο Βέλγιο (Livres de comptes et papiers commerciaux conservés en Belgique). Άρθρα ενδεικτικά τόσο του διεπιστημονικού χαρακτήρα του περιοδικού όσο και της επιδίωξης των συντακτών του για τον εντοπισμό νέων πηγών προς όφελος της ιστορικής μελέτης.
 
Annales και νέα αντικείμενα μελέτης
     Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν οι ιστορικοί των Annales για αντικείμενα που δεν είχαν θέση στην πολιτική ιστορία του παρελθόντος. Ένα από αυτά ήταν η ιστορία των νοοτροπιών, μέσω της οποίας επιχειρούνταν η διερεύνηση των αντιλήψεων και των ιδεολογιών που επέτρεπαν στους ανθρώπους μιας δεδομένης ιστορικής εποχής να ερμηνεύουν και να κατανοούν την πραγματικότητα. Επιχειρούνταν, έτσι, η μελέτη συλλογικών αντιλήψεων, ώστε να γίνει εφικτή η κατανόηση κυρίαρχων συμπεριφορών και δράσεων που χαρακτήριζαν κοινωνικά σύνολα του παρελθόντος. Ενδεικτικό έργο του αντικειμένου αυτού είναι το «The Problem of Unbelief in the Sixteenth Century: The Religion of Rabelais» του Lucien Febvre, στο πλαίσιο του οποίου ο ιστορικός διερευνά τις αντιλήψεις και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων του 16ου αιώνα προκειμένου να απορρίψει την άποψη πως ο Rabelais ήταν αθεϊστής (Campbell, 1999: 2-18, Βόγλη, 2015: 184-185).
     Θεματικά πρωτότυπη υπήρξε η σύλληψη ενός ακόμη εμβληματικού έργου της «σχολής» των Annales. Πρόκειται για το «The Mediterranean and the Mediterranean World in the Age of Philip II» του Fernand Braudel στο πλαίσιο του οποίου διερευνάται, μεταξύ άλλων, η έννοια του χρόνου, εφόσον σε αντίθεση με την παραδοσιακή αντίληψη πως η πάροδός του οδηγεί σε συνεχή εξέλιξη προβάλλονται τρεις διαφορετικές κινήσεις του χρόνου. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου που παρουσιάζεται το μεσογειακό περιβάλλον και η γεωγραφία της περιοχής ο χρόνος μοιάζει σχεδόν να ακινητοποιείται. Στο δεύτερο μέρος που σχετίζεται με τις τοπικές κοινωνίες και την εξέλιξη του πολιτισμού τους η κίνηση του χρόνου γίνεται με πιο αργούς ρυθμούς και σταδιακά με γοργότερους. Στο τρίτο μέρος, όμως, όπου και γίνεται η καταγραφή γεγονότων πολιτικής και στρατιωτικής σημασίας, ο χρόνος αποκτά ένταση, συντομία και εμφανή ταχύτητα (Campbell, 1999: 2-18, Βόγλη, 2015: 185-187).
 
Νέες μέθοδοι
     Υπό την επίδραση των Annales έγινε αντιληπτή η δυναμική νέων μεθόδων αναζήτησης και αξιοποίησης πηγών. Η σειραϊκή προσέγγιση της ιστορίας, για παράδειγμα, που αποσκοπεί στη μελέτη ομοιογενών στοιχείων και την εξέλιξη αυτών στο πέρασμα του χρόνου βασίστηκε στην ύπαρξη μετρήσιμων -συχνά ανά έτος- δεδομένων, όπως είναι αυτά που σχετίζονται με τη δημογραφία ή την αγροτική παραγωγή. Προσέγγιση, μάλιστα, η οποία αν και ξεκίνησε από την οικονομική ιστορία βρήκε σταδιακά εφαρμογή και σε άλλες πτυχές της ιστορικής μελέτης (Βόγλη, 2015: 188-189, Dosse, 1993: 199-202).  
 
Συμπεράσματα
     Η «σχολή» των Annales θέτοντας ως στόχο της την ανανέωση της ιστοριογραφίας μέσω της διεπιστημονικής προσέγγισης κατόρθωσε να δώσει εξαίρετα παραδείγματα νέων προσανατολισμών και αναζητήσεων, επηρεάζοντας σημαντικά τον τρόπο θέασης της ιστορίας παγκοσμίως. Η ιστορία απομακρύνθηκε από την απλή αφηγηματική παράθεση γεγονότων και κινήθηκε προς μια πιο επιστημονική κατεύθυνση με την αξιοποίηση νέων πηγών και μεθόδων μελέτης τους.
    
Βιβλιογραφία
 
Βόγλη, Ελ., 2015. Τι πρέπει να γνωρίζει ο ιστορικός για την επιστήμη και το επάγγελμά του;. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Ανακτήθηκε από Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις, http://hdl.handle.net/11419/3821
 
Campbell, P., 1999. The New History: the Annales School of History and Modern Historiography. Ανακτήθηκε από academia.edu  
https://www.academia.edu/5008858/_The_Annales_School_and_Modern_Historiography_in_W_Lamont_ed_Historical_controversies_and_Historians_UCL_Press_London_1999_8_000_wds
 
Descamps P., L'évolution des types sociaux en Australie. In: Annales d'histoire économique et sociale. 3 année, N. 9, 1931. pp. 47-67.
DOI : https://doi.org/10.3406/ahess.1931.1299
 
Dosse, F., 1993. Η Ιστορία σε Ψίχουλα. Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
 
Febvre L., Livres de comptes et papiers commerciaux conservés en Belgique. In: Annales d'histoire économique et sociale. 3 année, N. 9, 1931. pp. 68-69.
DOI : https://doi.org/10.3406/ahess.1931.1302
 
Houdaille J., Questions américaines: bourses et banques. In: Annales d'histoire économique et sociale. 3 année, N. 9, 1931. pp. 88-94.
DOI: https://doi.org/10.3406/ahess.1931.1315

Κωνσταντίνος Μάντης, Το Ολοκαύτωμα ως τραυματική μνήμη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Bruno Lavi  

Κωνσταντίνος Μάντης, Το Ολοκαύτωμα ως τραυματική μνήμη
 
     Η έννοια του τραυματικού γεγονότος και ο αντίκτυπος που έχει αυτό στη συλλογική μνήμη τόσο των θυμάτων όσο και των θυτών σχετίζεται με μια πρωτοφανούς έκτασης βιαιότητα, η οποία τους σημαδεύει σε βάθος και αλλάζει κατά τρόπο οριστικό την ίδια τους την ταυτότητα. Υπ’ αυτή την έννοια, η τραυματική μνήμη στις ιστορικές σπουδές συνδέεται κυρίως με ακραία γεγονότα, τα οποία πέρα από τη δραστική επίδραση που ασκούν στους μετέχοντες εμφανίζουν, συνήθως, ιδιαίτερη δυσκολία στην ιστορική τους προσέγγιση. Πρόκειται, δηλαδή, για γεγονότα η ερμηνεία των οποίων μπορεί να ιδωθεί από διαφορετικές οπτικές ή με διαφορετική κάθε φορά σκοπιμότητα, καθιστώντας δυσχερή την κατανόησή τους (Δεμερτζής & Ρουδομέτωφ, 2015: 1-9). Κατεξοχήν ενδεικτικό παράδειγμα δυσχερούς προσέγγισης ενός ακραίου γεγονότος συνιστά το «Ολοκαύτωμα», η γενοκτονία του εβραϊκού πληθυσμού της ευρωπαϊκής ηπείρου από τη ναζιστική Γερμανία στο πλαίσιο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ακραίο ως προς τη βιαιότητά του και μοναδικό ως προς την έκτασή του, το γεγονός αυτό παρέμεινε δύσκολα προσεγγίσιμο για δεκαετίες τόσο από τη μεριά των θυτών και των συνεργατών τους όσο και από τη μεριά των θυμάτων του (Καβάλα, 2015: 144-148).
 
Ο όρος «γενοκτονία»
      Το πλήθος των θυμάτων, η σκληρότητα και η συστηματικότητα των μεθόδων εξόντωσής τους, όπως και κυρίως η πρόθεση «αφανισμού» μια συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας κατέστησαν αναγκαία τη διάκριση του εγκλήματος αυτού από τον ευρύτερο όρο «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» που είχε αρχικώς αξιοποιηθεί. Έτσι, στη Συνέλευση του Ο.Η.Ε., το 1948, υιοθετήθηκε ο επινοημένος από τον νομικό Raphael Lemkin όρος της γενοκτονίας προκειμένου να διακριθεί η επιδίωξη ολοκληρωτικής εξόντωσης μιας εκ των προτέρων προσδιορισμένης ομάδας από άλλα εγκλήματα πολέμου, τα οποία, αν και φρικτά, δεν ενείχαν ανάλογες στοχεύσεις (Καβάλα: 2015: 148-150). Σύμφωνα με τον συνοπτικό ορισμό της γενοκτονίας, όπως διαμορφώθηκε το 1948 από τη Συνέλευση του Ο.Η.Ε., ως τέτοια ορίζεται κάθε πράξη που ενεργείται με την πρόθεση να καταστραφεί ολικώς ή μερικώς μια εθνική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα. Ως εκ τούτου, οι φόνοι, η υποβολή μελών συγκεκριμένης ομάδας σε συνθήκες ικανές να τα βλάψουν, η ζημίωση της σωματική ή της νοητικής τους ικανότητας, όπως και τα μέτρα που επιχειρούν να περιορίσουν την αναπαραγωγική τους δυνατότητα, εντάσσονται στο έγκλημα της γενοκτονίας.    
 
Η μοναδικότητα και η παραδειγματικότητα του Ολοκαυτώματος
     Το Ολοκαύτωμα απέκτησε μοναδικό και παραδειγματικό χαρακτήρα λόγω της ακραίας βιαιότητάς του, καθώς και της αποτελεσματικότητας στην πραγμάτωσή του. Ο χαρακτηρισμός του, ωστόσο, ως «μοναδικού» γεγονότος, αν και εξυπηρετεί για διαφορετικούς λόγους τόσο τους θύτες όσο και τα θύματα, θέτει περιορισμούς στην πληρέστερη δυνατή κατανόησή του. Οι Γερμανοί επιχείρησαν, ως ένα βαθμό, με την αναγνώριση της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος να αποδώσουν την πρόκλησή του σε ένα πλαίσιο συγκυριών που δεν πρόκειται να επαναληφθεί προκειμένου να διευκολυνθούν στη διαχείριση αυτής της μνήμης. Οι Εβραίοι, από τη δική τους μεριά, θεωρούσαν ίσως πως με την αναγνώριση της μοναδικότητας του γεγονότος αυτού καθίστατο εμφανέστερη η πρωτόφαντη αγριότητά του και η υπέρμετρη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε το έθνος τους. Διεκδικούσαν, υπ’ αυτό το πρίσμα, τη συλλογική αποδοχή πως συντελέστηκε εις βάρος τους ένα έγκλημα που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία. Η αποκοπή, εντούτοις, του Ολοκαυτώματος από συνθήκες που προϋπήρχαν και η θέασή του ως μιας εν πολλοίς τυχαίας κλιμάκωσης του αντισημιτισμού θα μπορούσε πιθανώς να λειτουργήσει περισσότερο προς όφελος των Γερμανών, εφόσον θα τους απήλλασσε από την ευθύνη να διερευνήσουν, να απομονώσουν και να αντιμετωπίσουν τις παθογένειες εκείνες που οδήγησαν σε αυτή την ακραία βιαιότητα. Ένας τέτοιος ακρωτηριασμός όμως θα αποσιωπούσε κρίσιμες πτυχές του και θα καθιστούσε ανέφικτη την ερμηνεία του. Υπ’ αυτό το πρίσμα το Ολοκαύτωμα διακρίνεται σαφώς για την παραδειγματικότητά του, αλλά δεν θα πρέπει να απομονώνεται εντελώς από προγενέστερα γεγονότα και αίτια ως κάτι το απολύτως μοναδικό (Κόκκινος, 2015: 192-198).
 
Η διαχείριση της μνήμης του Ολοκαυτώματος από τους Γερμανούς
     Αν η Γερμανία έχει αυτή τη στιγμή στην πρωτεύουσά της ένα μνημείο προς τιμήν των θυμάτων της, ένδειξη πως γίνεται αντιληπτή η κρίσιμη σημασία να μην ξεχαστεί το Ολοκαύτωμα και η παραδειγματική του αξία, η διαχείριση αυτής της μνήμης δεν υπήρξε εύκολη. Η γενιά του πολέμου, η γενιά των Γερμανών που ήταν παρούσα ή συμμετείχε ενεργά στα ναζιστικά εγκλήματα προτίμησε την οδό της συγκάλυψης και της αποσιώπησης, διότι δεν ήταν σε θέση ούτε να διαχειριστεί το βάρος της ευθύνης ούτε να ερμηνεύσει την πραγματικότητα κινούμενη έξω από τα όρια του παραδοσιακού εθνικισμού με τις αρχές του οποίου είχε γαλουχηθεί. Η γενιά που ακολούθησε μετά τα γεγονότα του πολέμου θεώρησε μη αποδεκτή την αποσιώπηση και την απώθηση. Υιοθέτησε απορριπτική στάση απέναντι στη γενιά που πρωταγωνίστησε στις εγκληματικές αυτές δράσεις και επιδίωξε να αντιμετωπίσει τις οδυνηρές μνήμες μέσω της μέριμνας να αποδώσει ηθική διάσταση στον δικό της βίο. Τα ανθρώπινα δικαιώματα απέκτησαν τότε κυρίαρχη θέση στη σκέψη των Γερμανών. Η επιλογή αυτή, ωστόσο, δεν μπορούσε να επιφέρει μια ουσιαστική επίλυση του προβλήματος της ιστορικής μνήμης, εφόσον δεν ερχόταν σε γόνιμη αναμέτρηση με τη γενιά των δραστών. Η αμέσως επόμενη γενιά -τα εγγόνια των πρωταγωνιστών- αντιλήφθηκε πως είναι αναγκαία η εκ νέου ενσωμάτωση της γενιάς των ενόχων στην ιστορική συνέχεια της χώρας. Επρόκειτο για μια δύσκολη απόφαση μέσω της οποίας όμως αποκαθίστατο η συνολική γερμανική ταυτότητα. Τα εγκλήματα δεν μπορούσαν να αγνοηθούν ή να λησμονηθούν, δεν μπορούσαν όμως και να αποτρέπουν διαχρονικά την εξέλιξη ενός ολόκληρου έθνους. Η δική τους επιδίωξη ήταν να αναγνωρίσουν πλήρως τα λάθη του παρελθόντος, να κατανοήσουν τη σημασία που έχουν στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους και ακολούθως να προχωρήσουν μπροστά με νέες αρχές (Rüsen, 2012: 14-18).  
     Πλέον οι Γερμανοί αντιμετωπίζουν το Ολοκαύτωμα ως ένα μοναδικό γεγονός, το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναληφθεί, γι’ αυτό και η μνήμη του χρειάζεται να διατηρηθεί ως διαρκής υπόμνηση των συνεπειών του ολοκληρωτισμού. Η επώδυνη αυτή μνήμη, άλλωστε, δεν μπορεί να λησμονηθεί, εφόσον συνιστά στοιχείο της ιστορικής τους πορείας (Καβάλα, 2015: 145-148).    
 
Η διαχείριση της μνήμης από τα συνένοχα κράτη
Η τραυματική μνήμη του Ολοκαυτώματος δεν επηρεάζει μόνο τους Γερμανούς, καθώς εμπλέκονται σε αυτό με σχέση συνενοχής και άλλα ευρωπαϊκά κράτη (π.χ. Σουηδία, Ελβετία, Αυστρία, Ρουμανία), τα οποία ακολούθησαν τη δική τους πορεία προς την αποδοχή της ευθύνης που τους αναλογεί. Είναι αξιοσημείωτο, βέβαια, πως σε πολλές περιπτώσεις τα κράτη που συνεργάστηκαν με τη ναζιστική Γερμανία επιχείρησαν αρχικώς να παρουσιαστούν ως αθώα θύματα που ενεπλάκησαν ακουσίως στη φονική δράση των Γερμανών. Η στάση αυτή, η οποία για κάποια κράτη διήρκησε πολλές δεκαετίες, φανερώνει εναργώς τη δυσκολία διαχείρισης μιας τέτοιας εμπλοκής. Η περίπτωση της Ελβετίας, για παράδειγμα, είναι ενδεικτική της δυσχερούς διαχείρισης και πλήρους αποδοχής της συνενοχής σε ένα έγκλημα τέτοιας έκτασης, όπως είναι αυτό του Ολοκαυτώματος (Καβάλα, 215: 145-148).
 
Η ελληνική περίπτωση
     Η ναζιστική Γερμανία επιδίωξε να αφανίσει τους Εβραίους από κάθε χώρα της Ευρώπης και το κατόρθωσε αυτό φυσικά κυρίως στις περιοχές που έθεσε υπό τον έλεγχό της. Ως εκ τούτου η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποφύγει τη φονική αυτή δράση των Γερμανών, εφόσον βρέθηκε υπό την κατοχή τους. Όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες η αποτελεσματικότητα των Γερμανών υπήρξε εξαιρετικά υψηλή εις βάρος των Εβραίων του ελληνικού χώρου με το ποσοστό εξόντωσής τους να ξεπερνά το 80%. Η μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, η οποία τέθηκε υπό τον έλεγχο των Γερμανών από την αρχή της κατάκτησης της χώρας, με αποτέλεσμα το εις βάρος τους χτύπημα να είναι εξαιρετικά δραστικό. Ακόμη, ωστόσο, και στις ελληνικές περιοχές που τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Βουλγαρίας τα ποσοστά εξόντωσης του εβραϊκού πληθυσμού ήταν εξαιρετικά υψηλά, όπως, άλλωστε, και στις περιοχές που αν και αρχικώς ελέγχονταν από τους Ιταλούς πέρασαν μετά τη συνθηκολόγηση εκείνων στη δικαιοδοσία των Γερμανών. Η εξόντωση αυτή τόσο των Εβραίων της Θεσσαλονίκης όσο και των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών αποτέλεσε σημαντική απώλεια μιας ακμάζουσας εθνικής κοινότητας που άλλαξε την εικόνα και την ιστορία των επιμέρους περιοχών (Βαρών-Βασάρ, 2016: 13-16).
 
Ιστορικοί πρόδρομοι του Ολοκαυτώματος
     Το Ολοκαύτωμα, αν κι έχει παραδειγματική αξία και συνιστά υπό μία έννοια μοναδικό γεγονός, δεν αναδύθηκε από μηδενική βάση, καθώς αφενός είχαν προηγηθεί γεγονότα ανάλογου χαρακτήρα και αφετέρου η ιδεολογία που κινητοποίησε τους θύτες προϋπήρχε, έστω και με ορισμένες καίριες διαφοροποιήσεις. Η γενοκτονία των Αρμενίων κατά την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου από τους Οθωμανούς αποτελούσε γεγονός γνωστό στον Χίτλερ και λειτούργησε πιθανώς ως παράδειγμα για τη διαμόρφωση του δικού του φονικού σχεδίου. Ο αντισημιτισμός που οδηγήθηκε στην ακραία του έκφανση από τη ναζιστική Γερμανία δεν ήταν δικό της δημιούργημα, αφού προϋπήρχε στην Ευρώπη. Αντιστοίχως, ακόμη και οι θεωρίες περί ευγονισμού προϋπήρχαν τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Έτι περαιτέρω οι μαζικές δολοφονίες αποτελούν κομμάτι της ευρωπαϊκής δράσης, αν ληφθεί υπόψη η στάση των αποικιοκρατών απέναντι στους ιθαγενείς πληθυσμούς των περιοχών που έθεταν υπό τον έλεγχό τους. Υπ’ αυτή την έννοια η κατανόηση του Ολοκαυτώματος δεν μπορεί να είναι πλήρης αν δεν γίνει αντιληπτό το γεγονός πως οι ιδεολογικές του καταβολές, καθώς και ανάλογες τακτικές αποτελούσαν ήδη κομμάτι της ευρωπαϊκής ιστορίας (Traverso, 2016: 189-203).
 
Συμπεράσματα
    Η διαχείριση της τραυματικής μνήμης συνιστά μια διαδικασία δύσκολη και χρονοβόρα, εφόσον το νόημα ή η ερμηνεία που θα δοθεί στο τραυματικό γεγονός αργεί να αποκρυσταλλωθεί, καθυστερώντας κατ’ επέκταση και τη συμφιλίωση με αυτό. Αναγκαία, άλλωστε, προϋπόθεση προκειμένου να προχωρήσει η εξέλιξη των εθνών και των ατόμων είναι η δυνατότητα επούλωσης των πληγών, ώστε να μην υπονομεύεται στο διηνεκές η προσπάθεια ειρηνικής συνύπαρξης.
 
 Βιβλιογραφία
 
Rüsen J., 2011. Using History: The Struggle over Traumatic Experiences of the Past in the Historical Culture. Historein, 11.
 
Traverso E., 2016. Η ιστορία ως πεδίο μάχης – ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ου αιώνα. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
 
Βαρών-Βασάρ Ο., 2016. Η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων: Ιστορία και μνήμη, στο 16ο Σεμινάριο για εκπαιδευτικούς: Διδάσκοντας για το ολοκαύτωμα στην Ελλάδα. Αθήνα: Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας.
 
Δεμερτζής Ν., & Ρουδομέτωφ Β., 2015. Πολιτισμικό τραύμα: Μια προβληματική της πολιτισμικής κοινωνιολογίας. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 28. https://doi.org/10.12681/sas.818
 
Καβάλα Μ., 2015. Η καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας (1941-1944). Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.
 
Κόκκινος Γ., 2015. Το Ολοκαύτωμα – Η διαχείριση της τραυματικής μνήμης – Θύτες και θύματα. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Κωνσταντίνος Μάντης «Πτυχές του Εθνικού Διχασμού (1915-1917)»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mary Evans  

Κωνσταντίνος Μάντης «Πτυχές του Εθνικού Διχασμού (1915-1917)»

Εισαγωγή
     Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η σταδιακά εντεινόμενη ανάγκη να προσδιοριστεί κατά τρόπο σαφή η στάση της Ελλάδας απέναντι στις εμπόλεμες συμμαχίες οδήγησαν το 1915 σε βαθιά ρήξη τις σχέσεις του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Η μεταξύ τους διαφωνία σχετικά με το αν η Ελλάδα θα έπρεπε να εμπλακεί στον πόλεμο ή να διατηρήσει την ουδετερότητά της αποτέλεσε την απαρχή μιας μακράς περιόδου εσωτερικής έντασης, αντεκδικήσεων και συγκρούσεων, η οποία αποκλήθηκε περίοδος του «Εθνικού Διχασμού» (Λεονταρίτης, 1978: 8-46).
 
Συνοριακά ζητήματα κατά τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
     Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), αν και είχαν διασφαλίσει σημαντικά εδαφικά οφέλη για την Ελλάδα -Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρος, νησιά βορειοανατολικού Αιγαίου-, δεν είχαν εντούτοις οδηγήσει σε μια απολύτως ξεκάθαρη συνοριακή οριοθέτηση των βαλκανικών κρατών. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913), που καθόριζε τον τερματισμό του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραιτούνταν από τις ευρωπαϊκές της κτήσεις, οι οποίες βρίσκονταν δυτικά από τη γραμμή Αίνου (παραλιακή πόλη της Ανατολικής Θράκης) και Μηδείας (πόλη του Εύξεινου Πόντου) -πλην της Αλβανίας- και παρείχε στις Μεγάλες Δυνάμεις τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την τύχη των περιοχών αυτών, όπως και τα σύνορα της Αλβανίας. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), που επισφράγιζε τον τερματισμό του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, τα σύνορα της Ελλάδας έφταναν μέχρι τον ποταμό Νέστο διασφαλίζοντάς της την περιοχή της Καβάλας. Παραχωρούσε, όμως, η συνθήκη αυτή την περιοχή της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία, τοποθετώντας στα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας μία δυσαρεστημένη και με αναθεωρητικές τάσεις χώρα, η οποία δεν έκρυβε την επιθυμία της να διεκδικήσει μερίδιο από την ελληνική περιοχή της Μακεδονίας.
     Οι εκκρεμότητες που είχαν κληροδοτήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι στην Ελλάδα ήταν σημαντικές, εφόσον δεν είχε διευθετηθεί η κυριαρχία της επί των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, ούτε είχε προσδιοριστεί με σαφήνεια το τμήμα της Ηπείρου που θα λάμβανε. Επιπροσθέτως, υπήρχαν ακόμη περιοχές με ισχυρή ελληνική πληθυσμιακή παρουσία που τροφοδοτούσαν τις εδαφικές της επιδιώξεις. Η Κύπρος, η Θράκη, τα Δωδεκάνησα, καθώς και η Μικρά Ασία παρέμεναν έξω από την ελληνική εδαφική κυριαρχία, χωρίς να παύουν να αποτελούν «ελληνικά» εδάφη στη σκέψη της πλειονότητας των Ελλήνων.
     Στις 31 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1914 με μια εκβιαστικής υφής κίνηση οι Μεγάλες Δυνάμεις ενημέρωναν την Ελλάδα πως θα αναγνώριζαν την κυριαρχία της στα νησιά του Αιγαίου -εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και το Καστελόριζο που περνούσαν υπό τον έλεγχο των Οθωμανών- μόνο αν αποδεχόταν την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, αντιμέτωπος με το δίλημμα αυτό προτίμησε τα νησιά του Αιγαίου έναντι της Βορείου Ηπείρου λόγω της σημασίας που είχε η γεωγραφική τους θέση, και λαμβάνοντας υπόψη πως για τα ζητήματα της νεοσύστατης Αλβανίας υπήρχε η πιθανότητα μιας μελλοντικής αναθεώρησης (Κλάψης, 2019: 247-263). Η συμμόρφωση της Ελλάδας, πάντως, δεν σήμανε και την επίλυση του ζητήματος των νησιών, εφόσον η Υψηλή Πύλη αμφισβητούσε τη σχετική ρύθμιση αντιτείνοντας πως τουλάχιστον η Χίος και η Μυτιλήνη όφειλαν να αποδοθούν σε εκείνη μιας και αποτελούσαν φυσική προέκταση των ακτών της Μικράς Ασίας (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 328-330).
    
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Οι αντίπαλοι συνασπισμοί
    Στις 15/28 Ιουλίου 1914 η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία με αφορμή τη δολοφονία του διαδόχου του αυστριακού θρόνου στο Σεράγεβο. Η εξέλιξη αυτή επηρέαζε και την Ελλάδα, καθώς στις 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913 είχε υπογράψει αμυντική συμμαχία με τη Σερβία, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση απρόκλητης επίθεσης από άλλη χώρα όφειλε να προσφέρει -όπως αντιστοίχως και να λάβει- στρατιωτική συνδρομή. Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, αποφάσισε να τηρήσει «ευμενή» ουδετερότητα απέναντι στη Σερβία, δηλώνοντας πως θα τη στήριζε στρατιωτικά μόνο αν δεχόταν επίθεση από τη Βουλγαρία. Επρόκειτο, βέβαια, για μια απόφαση που συνιστούσε σαφή παραβίαση της μεταξύ τους αμυντικής συμμαχίας, και η οποία υπαγορευόταν από τη σκέψη πως η Ελλάδα δεν είχε λόγο να εμπλακεί σε μια τοπική διένεξη. Δεν είχε, άλλωστε, γίνει εξαρχής εμφανές πως στον πόλεμο αυτό θα εμπλέκονταν και οι Μεγάλες Δυνάμεις ανατρέποντας οποιονδήποτε επιμέρους σχεδιασμό βασιζόταν στη λογική της εσωτερικής βαλκανικής ισορροπίας (Λεονταρίτης, 1978: 15-16).
     Η επέκταση του πολέμου πέρα από τα στενά όρια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης  διαμόρφωσε δύο αντίπαλους συνασπισμούς, οι οποίοι αναζητούσαν να διευρύνουν τον κεντρικό τους πυρήνα προσελκύοντας νέους συμμάχους. Από τη μία πλευρά υπήρχε η Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ) με μέλη την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, κι από την άλλη η Τριπλή Συμμαχία (Κεντρικές Δυνάμεις) με μέλη την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Βασική επιδίωξη και των δύο συνασπισμών ήταν η διασφάλιση συμμαχίας με τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία λόγω της καίριας γεωγραφικής τους θέσης. Η επίγνωση, μάλιστα, πως οι χώρες αυτές ήταν πιθανότερο να επιλέξουν τον συνασπισμό των Κεντρικών Δυνάμεων αποτελούσε ικανό αίτιο προκειμένου να εξωθείται η Αντάντ σε σημαντικές παραχωρήσεις απέναντί τους, ώστε να τις προσεταιριστεί. Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, μάλιστα, η Αντάντ ήταν διατεθειμένη να της προσφέρει εδαφικά οφέλη εις βάρος της Ελλάδας (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 330-335).
 
Αντικρουόμενες απόψεις στο εσωτερικό της Ελλάδας
     Οι εδαφικές επιδιώξεις τόσο της Βουλγαρίας όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εις βάρος της Ελλάδας ήταν γνωστές στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατανοούσε πως η διαφύλαξη των πρόσφατα αποκτημένων εδαφών, η γενικότερη προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, όπως και η δυνατότητα περαιτέρω διεύρυνσής της, μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο μέσω της συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο. Κατανοούσε, επίσης, πως η μόνη συμφέρουσα επιλογή για τη χώρα ήταν η συνεργασία με τις δυνάμεις της Αντάντ, εφόσον η ναυτική κυριαρχία της Αγγλίας τής προσέδιδε σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των Κεντρικών Δυνάμεων (Μαυρογορδάτος, 2015: 33-40). Ο Βενιζέλος, άλλωστε, πίστευε πως όποια και αν ήταν τελικά η κατάληξη του πολέμου, η Αγγλία θα συνέχιζε να έχει πρωτεύοντα ρόλο στις περιοχές της Εγγύς Ανατολής, γι’ αυτό, κατά τη γνώμη του, η σύμπραξη μαζί της αποτελούσε αναγκαία επιλογή (Λεονταρίτης, 1978: 15-16).
     Η ναυτική υπεροχή της Αγγλίας, όπως και η επίγνωση πως τα συμφέροντα της Γερμανίας και των χωρών που επιδίωκε να προσελκύσει στη συμμαχία της έρχονταν σε σύγκρουση με τις ελληνικές στοχεύσεις, απέτρεπαν τον Κωνσταντίνο να υποστηρίξει τη συνεργασία με τη Γερμανία, έστω κι αν αυτή ήταν η πραγματική του επιθυμία. Ο Κωνσταντίνος, που ήταν παντρεμένος με την αδερφή του Γερμανού Αυτοκράτορα, Γουλιέλμου Β΄, αντιλαμβανόταν πως δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει με πειστικό τρόπο μια πρόταση συνεργασίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ως εκ τούτου, θεώρησε πως η επιλογή που εξυπηρετούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις φιλογερμανικές του διαθέσεις ήταν η διατήρηση της ουδετερότητας. Επρόκειτο, μάλιστα, για μια επιλογή που θα έβρισκε ανταπόκριση στους πολίτες, εφόσον θα έδινε την εντύπωση πως μέσω αυτής προφυλάσσεται αφενός η ακεραιότητα της χώρας και αφετέρου ο ελληνικός πληθυσμός από μια νέα πολεμική περιπέτεια (Μαυρογορδάτος, 2015: 35-40).
     Οι διαφορετικές απόψεις του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, οι μεταξύ τους διαφωνίες και κατ’ επέκταση η εσωτερική κατάσταση της χώρας επηρεάζονταν παράλληλα από τη στάση των αντιμαχόμενων συμμαχιών. Το γεγονός πως οι δυνάμεις της Αντάντ δεν είχαν εξαρχής αποφασίσει αν επιθυμούσαν τη σύμπραξη με την Ελλάδα ή αν τις εξυπηρετούσε καλύτερα η ουδετερότητά της, προκαλούσε δυσχέρειες στη δράση του Ελευθέριου Βενιζέλου και αποδυνάμωνε τη θέση του. Αντιστοίχως, η αδυναμία της Γερμανίας να παράσχει ουσιαστικές εγγυήσεις στον Κωνσταντίνο σχετικά με την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας τον οδηγούσε σε άστοχες παλινωδίες (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 330-351).
    Η εκπεφρασμένη επιθυμία του Βενιζέλου να οδηγήσει την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ έλαβε τη ζητούμενη ευκαιρία πραγμάτωσής της, όταν τον Φεβρουάριο του 1915 ζητήθηκε η συνδρομή της χώρας σε σχεδιαζόμενη επίθεση των συμμάχων στην Καλλίπολη. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, παρά τις επίμονες εισηγήσεις του Βενιζέλου αρνήθηκε να συναινέσει εξαναγκάζοντάς τον σε παραίτηση (21 Φεβρουαρίου 1915). Η αδυναμία όμως του Κωνσταντίνου να συγκροτήσει μια βιώσιμη κυβέρνηση σε ένα κοινοβούλιο που υπερείχαν συντριπτικά οι βενιζελικοί βουλευτές τον οδήγησε στη διάλυση της Βουλής και στη διεξαγωγή νέων εκλογών, τον Μάϊο του 1915. Στις εκλογές αυτές υπερίσχυσε εκ νέου το Κόμμα των Φιλελευθέρων, γεγονός που φανέρωνε πως οι πολίτες ήθελαν στην πρωθυπουργική θέση τον Βενιζέλο. Η λαϊκή αυτή στήριξη, ωστόσο, δεν ήταν επαρκής για να επιτρέψει στον πρωθυπουργό της χώρας να επιβάλει τη δική του πολιτική. Έτσι, η σταθερή άρνηση του Κωνσταντίνου να αποδεχτεί το δικαίωμα του εκλεγμένου πρωθυπουργού να καθορίζει τις στρατηγικές επιλογές της χώρας, τον οδήγησαν σε νέα παραίτηση (5 Οκτωβρίου 1915). Ο Κωνσταντίνος κάνοντας κατάχρηση μιας εθιμικής και όχι συνταγματικής πρακτικής αψήφησε τη λαϊκή βούληση επιβάλλοντας κατά τρόπο αυθαίρετο τη δική του θέληση (Αλιβιζάτος, 2011: 223-233).
      Ο Βενιζέλος, πάντως, λίγο προτού παραιτηθεί ανέλαβε μια πρωτοβουλία, η οποία επηρέασε δραστικά την πορεία των πραγμάτων. Όταν στις 8/21 Σεπτεμβρίου του 1915 η Βουλγαρία προχώρησε στην κήρυξη επιστράτευσης -ένδειξη της πρόθεσής της να επιτεθεί στη Σερβία- η Ελλάδα έπραξε το ίδιο, με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος, μάλιστα, έχοντας κατά νου την τήρηση της αμυντικής συμμαχίας με τη Σερβία, θα θέσει υπόψη του Κωνσταντίνου μια πρόταση προκειμένου να παρακαμφθεί το πρόβλημα που δημιουργούσε η αδυναμία των Σέρβων να διαθέσουν 150.000 στρατιώτες στην κοινή στρατιωτική δύναμη. Θα του προτείνει να καλυφθεί το κενό αυτό από στρατεύματα της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ο Κωνσταντίνος αρχικά θα συμφωνήσει, έστω κι αν δεν είχε καμία πραγματική πρόθεση να στηρίξει την τήρηση της σχετικής αμυντικής συμφωνίας. Λίγο αργότερα θα προχωρήσει σε ανάκληση της αρχικής του συγκατάθεσης, θα είναι, ωστόσο, αργά. Ο Βενιζέλος είχε γνωστοποιήσει άμεσα την πρόταση αυτή στο Παρίσι και το Λονδίνο και είχε διασφαλίσει την έγκριση της πρότασής του (Σβολόπουλος, 1997: 119-121).
 
Ο ρόλος της προπαγάνδας
     Οι Γερμανοί, όπως και ο Κωνσταντίνος, γνώριζαν πως η ευρεία απήχηση του Βενιζέλου στην κοινή γνώμη θα δυσχέραινε σημαντικά την προσπάθειά τους να αποδώσουν στην επιλογή της ουδετερότητας το χαρακτήρα μιας απολύτως συνετής πολιτικής, ώστε να λάβει την απαιτούμενη λαϊκή στήριξη. Αντιλήφθηκαν, έτσι, πως όφειλαν να αξιοποιήσουν τη δύναμη του Τύπου προκειμένου να επηρεάσουν τις απόψεις των πολιτών τόσο απέναντι στο Βενιζέλο όσο και απέναντι στις δυνάμεις της Αντάντ. Η προπαγανδιστική προσπάθεια κατά του Βενιζέλου είχε ξεκινήσει ήδη πριν από τις εκλογές της 31ης Μαΐου/13ης Ιουνίου 1915 με γενναία χρηματοδότηση από τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα προκειμένου να στηριχτεί το κόμμα του Δ. Γούναρη. Η χρηματοδότηση αυτή αποσκοπούσε στην εξαγορά εφημερίδων και δημοσιογράφων προκειμένου να καμφθεί η κυριαρχία του Βενιζέλου (Μαυρογορδάτος, 2015: 35-40, Λεονταρίτης, 1987: 26-30).
     Η αντιβενιζελική προπαγάνδα με τη συνδρομή εφημερίδων, όπως ήταν η Νέα Ημέρα, ο Χρόνος, η Αστραπή, η Ακρόπολις, κ.ά., παρουσίαζε τον Βενιζέλο ως όργανο ξένων δυνάμεων που επιδιδόταν σε έναν αντεθνικό αγώνα. Ο Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του αποτελούσαν φορείς μιας παλαιοκομματικής πολιτικής, η οποία βασιζόταν στη «θεοποίηση» του ενός πολιτικού προσώπου και δεν αναγνώριζε την αξία της ορθής διοίκησης με την αξιοποίηση κατάλληλων κοινωνικών και διοικητικών συστημάτων. Η διακυβέρνηση της χώρας από τον Βενιζέλο αποτελούσε μια μορφή «τυραννίας» που εξυπηρετούσε την πλουτοκρατία και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Για τις εφημερίδες της αντιβενιζελικής πλευράς μόνη εγγύηση για την επιτυχή πορεία του ελληνικού έθνους αποτελούσε η σταθερότητα του θρόνου (Παπαδημητρίου, 1990: 230-241).
     Η προσπάθεια αποδόμησης της θετικής εικόνας του Ελευθέριου Βενιζέλου συνοδευόταν από μια παρόμοια προπαγανδιστική κίνηση εις βάρος των Δυνάμεων της Αντάντ. Απώτερος στόχος ήταν να πληγεί η ηθική διάσταση των δυνάμεων αυτών και να αναδειχθεί η αξία της Γερμανίας ως νέας ανανεωτικής δύναμης στο χώρο της Ευρώπης. Η σχετική προπαγανδιστική προσπάθεια δεν ήταν κατ’ ανάγκη εύκολη, εφόσον οι δεσμοί των Ελλήνων με την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία -τις προστάτιδες δυνάμεις της Ελλάδας- πήγαζαν από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Με την κατάλληλη εκμετάλλευση, ωστόσο, συγκεκριμένων αστοχιών των κρατών αυτών η όλη προσπάθεια δεν άργησε να αποφέρει αποτελέσματα. Ένας από τους βασικούς ισχυρισμούς των δημοσιευμάτων που έθεταν στο στόχαστρό τους τις δυνάμεις αυτές ήταν πως διαιώνιζαν τον έλεγχο που ασκούσαν στην Ελλάδα, κρατώντας την επί της ουσίας σε καθεστώς υποτέλειας. Μια αρνητική κατάσταση που θα έπαυε να ταλαιπωρεί τη χώρα μόνο μετά από μια πιθανή νίκη της Γερμανίας, εφόσον οι Δυνάμεις της Αντάντ δεν θα ήταν πια σε θέση να κρατούν την Ελλάδα υπό την κηδεμονία τους για να εξυπηρετούν τα επιμέρους συμφέροντά τους (Γούναρης & Χριστοπούλου, 2019: 99-136).  
 
Επέμβαση του διεθνούς παράγοντα στην ελληνική επικράτεια
     Η δεύτερη παραίτηση του Βενιζέλου (5 Οκτωβρίου 1915) συνέπεσε χρονικά με την εκκίνηση της απόβασης στρατιωτικών δυνάμεων της Αγγλίας και της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για τις δυνάμεις που είχε συμφωνηθεί να αναπληρώσουν την οφειλόμενη από τη Σερβία στρατιωτική δύναμη, προκειμένου να εκπληρωθούν οι όροι της αμυντικής συνθήκης Ελλάδας-Σερβίας. Η απομάκρυνση, ωστόσο, του Βενιζέλου από την εξουσία και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη προκάλεσε περιπλοκές, καθώς η νέα κυβέρνηση αρνήθηκε να προχωρήσει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της απέναντι στη Σερβία με την αιτιολογία πως η συνθήκη ίσχυε μόνο αν η Σερβία δεχόταν επίθεση από τη Βουλγαρία και όχι αν η επίθεση γινόταν από περισσότερες δυνάμεις. Ο Ζαΐμης, μάλιστα, δεν πείσθηκε να συνδράμει τη Σερβία ούτε όταν οι Δυνάμεις της Αντάντ προσέφεραν στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά της την Κύπρο. Η Σερβία βρέθηκε, έτσι, να αντιμετωπίζει τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις χωρίς καμία συνδρομή από την Ελλάδα και στα τέλη του Οκτωβρίου είχε ήδη συντριβεί. Η κυβέρνηση Ζαΐμη καταψηφίστηκε τελικά στη Βουλή και κατέπεσε (22 Οκτωβρίου 1915), αυτό όμως δεν επίλυε το πρόβλημα της άσκοπης πλέον παρουσίας ξένων στρατευμάτων στην Ελλάδα.
     Παρά το γεγονός ότι η Αντάντ δεν είχε ακόμη αποφασίσει ποιος θα ήταν ο ρόλος των δυνάμεων που είχε αποβιβάσει στη Θεσσαλονίκη, η εκεί παρουσία των στρατευμάτων προκαλούσε ανησυχία στη Γερμανία. Έτσι, υπό την πίεση του Βερολίνου, η ελληνική κυβέρνηση ενημέρωσε την Αντάντ πως ως ουδέτερο κράτος θα εφάρμοζε τη συμφωνία της Χάγης και θα αφόπλιζε τις όποιες ξένες δυνάμεις στο έδαφός της. Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε αγανάκτηση στις χώρες-μέλη της Αντάντ, οι οποίες αντιλαμβάνονταν πως όφειλαν να αντιμετωπίζουν στο εξής με δυναμικό τρόπο την ελληνική κυβέρνηση (Λεονταρίτης, 1978: 25-34).  
     Η δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης πως σκόπευε να τηρήσει «ευμενή» ουδετερότητα απέναντι στις αγγλογαλλικές δυνάμεις δεν κατεύνασε το κλίμα,  εκλήφθηκε όμως ως δυνατότητα μεγαλύτερης ευχέρειας κινήσεων. Η Αγγλία και η Γαλλία αποφάσισαν να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να δεχτεί το ελεύθερο των μετακινήσεών τους στο ελληνικό έδαφος, έθεσαν υπό τον πλήρη έλεγχό τους τη Θεσσαλονίκη, συνέλαβαν διπλωμάτες των Κεντρικών Δυνάμεων και προχώρησαν στην κατάληψη πρόσθετων ελληνικών περιοχών (Μυτιλήνη, Λήμνο, Αργοστόλι, κ.ά.). Προχώρησαν, μάλιστα, ακόμη παραπέρα απαιτώντας από την ελληνική κυβέρνηση να επιτρέψει, τον Απρίλη του 1916, τη μετακίνηση των ανασυγκροτημένων τμημάτων του σερβικού στρατού από τα Επτάνησα προς τη Θεσσαλονίκη μέσω ελληνικών εδαφών. Κίνηση που προκάλεσε έντονη ενόχληση στη Γερμανία, αλλά παρέμεινε χωρίς απάντηση, διότι ο Κάιζερ δε θέλησε να δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη θέση του Κωνσταντίνου (Σβολόπουλος, 1997: 120-125).      
 
Το Μακεδονικό μέτωπο
     Από τα τέλη του 1915 η Ελλάδα βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Κωνσταντίνου, καθώς ο Βενιζέλος δεν είχε λάβει μέρος στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Δεκέμβρη του 1915 και είχε βρεθεί εκτός κοινοβουλίου. Οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν έκτοτε ακολουθούσαν πιστά τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, ο οποίος συνέχιζε να προωθεί το δόγμα της ουδετερότητας, έστω κι αν στο ελληνικό έδαφος κινούνταν ήδη ελεύθερα στρατιωτικές δυνάμεις της Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ την ίδια στιγμή διατηρούσε αδιάκοπη επικοινωνία με το Βερολίνο (Γιανουλόπουλος, 2003: 225-238).
     Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε πως μια γερμανική επίθεση στη Μακεδονία εναντίον των εκεί δυνάμεων της Αντάντ θα αποτελούσε μια απελευθερωτική για την Ελλάδα εξέλιξη, γι’ αυτό και είχε ενημερώσει το Βερολίνο πως δεν θα αντιδρούσε σε μια τέτοια κίνηση. Το μόνο του αίτημα ήταν να μη συμμετάσχουν βουλγαρικά στρατεύματα, διότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε έντονη ανησυχία στην κοινή γνώμη και θα προσέφερε σημαντικά ερείσματα στον Βενιζέλο. Η Γερμανία, ωστόσο, δεν μπορούσε να δεχτεί τον όρο αυτό, καθώς δεν ήταν διατεθειμένη να μετακινήσει δικές της δυνάμεις στην περιοχή τη στιγμή που είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τις βουλγαρικές. Έτσι, στις 13/26 Μαΐου 1916 πραγματοποιήθηκε επίθεση στο οχυρό Ρούπελ από δύναμη 26.000 Βούλγαρων στρατιωτών, υπό τη διοίκηση μιας γερμανικής διμοιρίας. Η επίθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την άμεση και δυναμική αντίδραση της Αντάντ. Η Θεσσαλονίκη τέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας, τα παράλια της Ελλάδας βρέθηκαν υπό μερικό αποκλεισμό και απαιτήθηκε η παραίτηση της ελληνικής κυβέρνησης. Η παρέμβαση της Αντάντ προκάλεσε δυσφορία στους Έλληνες, μιας και καθιστούσε εμφανή την πλήρη παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας. Χάρη, άλλωστε, στη συστηματική γερμανική προπαγάνδα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης αντιμετώπιζε πλέον εχθρικά την Αγγλία και τη Γαλλία.
     Το καλοκαίρι του 1916 βουλγαρικές και γερμανικές δυνάμεις θα πραγματοποιήσουν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίων των δυνάμεων της Αντάντ στη Μακεδονία. Η επίθεση θα αναχαιτιστεί -παρά τις προσδοκίες του Κωνσταντίνου πως θα απαλλασσόταν η χώρα από την παρουσία των αγγλογαλλικών δυνάμεων-, η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας όμως θα βρεθεί υπό τον έλεγχο των Βουλγάρων. Η κατάσταση που θα δημιουργηθεί στην περιοχή λόγω των εκτεταμένων διωγμών του ελληνικού πληθυσμού, όπως και το ίδιο το γεγονός της επίθεσης, θα αποτελέσουν το έναυσμα για την κινητοποίηση των οπαδών του Βενιζέλου στο ελληνικό στράτευμα (Λεονταρίτης, 1978: 34-38).
     Στις 16/29 Αυγούστου η «Εθνική Άμυνα», που είχε δημιουργηθεί από υποστηρικτές του Βενιζέλου, θα προχωρήσει σε επαναστατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη, χωρίς τη δική του συναίνεση. Ο Βενιζέλος ξεπέρασε τους δισταγμούς του μόνο όταν στις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου παραδόθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις η Καβάλα στους Βούλγαρους. Ο Βενιζέλος αποφάσισε τότε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη και στις 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1916 συγκρότησε εκεί προσωρινή κυβέρνηση (Βερέμης & Κολιόπουλος, 2006: 346-350).    
 
Η εξωτερική πολιτική της «διχασμένης» Ελλάδας
     Η στάση των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ δεν ήταν ενιαία απέναντι στο κίνημα του Βενιζέλου. Η Αγγλία θεωρούσε πως η εξέλιξη αυτή προκαλούσε ανεπιθύμητες περιπλοκές σε μια περιοχή από την οποία επιθυμούσε να αποδεσμευτεί. Η Ιταλία, που είχε προσχωρήσει το προηγούμενο έτος στη συμμαχία, αντιμετώπιζε εχθρικά τον Βενιζέλο, όπως και η Ρωσία, διότι στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν δυνητικό αντίπαλο στα επεκτατικά τους σχέδια. Η Αγγλία και η Γαλλία αποφάσισαν τελικά να αναγνωρίσουν μόνο de facto την προσωρινή κυβέρνηση, έχοντας ως απώτερο στόχο να επιτύχουν τη συμφιλίωση του Βενιζέλου με τον Κωνσταντίνο. Ο Βενιζέλος, όμως, απογοητευμένος από την έλλειψη ουσιαστικής στήριξης, προχώρησε στην κατάληψη της Κατερίνης τον Νοέμβριο του 1916, θέλοντας να καταστήσει εμφανή τη δυναμική του κινήματός του. Απέκλεισε, συνάμα, οποιαδήποτε πιθανότητα συμφιλίωσης (Μουρέλος, 1982: 150-188).
       Σύντομα, άλλωστε, έγινε αντιληπτή στις δυνάμεις της Αντάντ η διγλωσσία του Κωνσταντίνου, ο οποίος ενώ έκανε παραχωρήσεις σε εκείνες προκειμένου να διαφυλάξει τον θρόνο του, δεν ενημέρωνε τους συνεργάτες και τους οπαδούς του. Έτσι, όταν στις 18 Νοεμβρίου στρατιωτικές δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας αποβιβάστηκαν στην Αθήνα, για να παραλάβουν πολεμικό υλικό που τους είχε υποσχεθεί ο Κωνσταντίνος, δέχτηκαν επίθεση από δυνάμεις του τακτικού ελληνικού στρατού. Το γεγονός αυτό προκάλεσε εύλογη αγανάκτηση στην Αντάντ και ακολουθήθηκε από αυστηρό αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων. Η Αντάντ αντέδρασε επίσης στις σκληρές διώξεις που ξεκίνησαν εις βάρος των οπαδών του Βενιζέλου απαιτώντας με επιτακτικό τρόπο τον αφοπλισμό των σωμάτων που διέπρατταν τις διώξεις, την αποφυλάκιση όσων βενιζελικών είχαν παράνομα φυλακιστεί, καθώς και την απόδοση τιμών στις σημαίες των συμμάχων της Αντάντ (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Ιταλίας). Η έστω και καθυστερημένη αποδοχή των όρων αυτών από τον Κωνσταντίνο και η υλοποίησή τους στις 14 Ιανουαρίου 1917 θα του διασφαλίσει μερικούς ακόμη μήνες παραμονής στον θρόνο (Μαυρογορδάτος, 2015: 96-107).
     Οι συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ αναζητούσαν πλέον τον κατάλληλο τρόπο για να επαναφέρουν τον Βενιζέλο στην εξουσία και να εκθρονίσουν τον Κωνσταντίνο, χωρίς να προκληθεί περαιτέρω επιδείνωση στην εσωτερική κατάσταση της χώρας. Η δυσκολία επίλυσης του προβλήματος αυτού, καθώς και οι επίμονες αντιρρήσεις της Ιταλίας και της Ρωσίας οδηγούσαν σε μια περιττή και επιζήμια παράταση της εκκρεμότητας, με αποτέλεσμα οι πολίτες να βιώνουν σημαντικές στερήσεις λόγω του ναυτικού αποκλεισμού (Σβολόπουλος, 1997: 127-131).
     Τα δεδομένα άλλαξαν απρόσμενα τον Απρίλιο του 1917 χάρη σε ορισμένα γεγονότα της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Ο τσάρος της Ρωσίας, Νικόλαος Β΄, παραιτήθηκε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πιο δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας στη χώρα και να αρθούν οι ρωσικές ενστάσεις απέναντι στην επαναφορά του Βενιζέλου στην εξουσία, εφόσον η νέα ηγεσία δεν ακολουθούσε την επεκτατική πολιτική του προηγούμενου καθεστώτος. Τον ίδιο μήνα εισήλθαν στον πόλεμο η Η.Π.Α. στερώντας από τον Κωνσταντίνο τη στήριξη που λάμβανε στις καταγγελίες του σχετικά με την παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας. Τον ίδιο μήνα, επίσης, σημειώθηκε αλλαγή κυβέρνησης στη Γαλλία, με την ανατροπή του Briand, ο οποίος επιδίωκε επίμονα τη συμφιλίωση του Κωνσταντίνου με τον Βενιζέλο, και την άνοδο στην εξουσία του Ribot. Όπως, μάλιστα, έγινε εμφανές στη συνάντηση των ηγετών της Αντάντ στις 19 Απριλίου στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννης, η Γαλλία και η Αγγλία ήταν πια έτοιμες να προχωρήσουν στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου (Μουρέλος, 1982: 150-188).
     Στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1917, αφού πρώτα κατέλαβαν τον Ισθμό της Κορίνθου, οι δυνάμεις της Αντάντ απαίτησαν την παραίτηση του Κωνσταντίνου. Εκείνος, αν και δεν παραιτήθηκε, παραχώρησε τον θρόνο στον δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο, και έφυγε από την Ελλάδα. Ακολούθως, στις 14/27 Ιουνίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχημάτισε εκ νέου κυβέρνηση στην Αθήνα, ως πρωθυπουργός όλης της Ελλάδας πλέον, διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις και ενέταξε τη χώρα επίσημα στη συμμαχία της Αντάντ (Κλάψης, 2019: 286-294).
 
Συμπεράσματα
     Η μακρά δοκιμασία του «Εθνικού Διχασμού» υπήρξε απότοκο όχι τόσο ή μόνο της διαφωνίας μεταξύ δύο ηγετικών προσωπικοτήτων, αλλά πολύ περισσότερο της αδυναμίας που διέκρινε τη χώρα εκείνη την περίοδο να καθορίσει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική της. Η Ελλάδα, που είχε μόλις εξέλθει από τους Βαλκανικούς Πολέμους, δεν μπορούσε να διατηρήσει με τις δικές της δυνάμεις τα πρόσφατα εδαφικά της κέρδη, ούτε να παραμείνει -χωρίς κόστος- αμέτοχη στη νέα πολεμική σύγκρουση. Αν δεν αναλάμβανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το σημαντικό πολιτικό και προσωπικό κόστος για να διασφαλίσει τη θέση της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η χώρα όχι μόνο δεν θα πετύχαινε την εδαφική τη διεύρυνση, αλλά θα κατέληγε πολλαπλά ζημιωμένη.
 
Βιβλιογραφία
 
Αλιβιζάτος Ν., 2011. Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
 
Βερέμης, Θ., Κολιόπουλος, Γ., 2006. Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 έως σήμερα. Αθήνα: Καστανιώτης.
 
Γιανουλόπουλος Γ., 2003. «Η ευγενής μας τύφλωσις...», εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
 
Γούναρης, Β., Χριστοπούλου Μ., 2019. «Επαναπροσεγγίζοντας τον Εθνικό Διχασμό: Οι ιδεολογικές συνιστώσες». Ελληνικά, τομ. 68, σ. 99-136.
 
Κλάψης, Α., 2019. Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Αθήνα: Πεδίο.
 
Λεονταρίτης, Γ., 1978. Η Ελλάς και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τΙΕ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
 
Μαυρογορδάτος, Γ. Θ., 2015. 1915: Ο Εθνικός Διχασμός. Αθήνα: Πατάκης.
 
Μουρέλος Ι., 1982. Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης και η σχέση της με τους Συμμάχους, (Σεπτέμβριος 1916- Ιούνιος 1917). Μνήμων, Τομ.8, σσ.150-188.
https://doi.org/10.12681/mnimon.230
 
Παπαδημητρίου Δ., 1990. Ο Τύπος και ο Διχασμός, 1914-1917. Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα. 
 
Σβολόπουλος Κ.,1997. Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945. Αθήνα: Εστία
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...