Κωνσταντίνος Μάντης, Το Ολοκαύτωμα ως τραυματική μνήμη | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Μάντης, Το Ολοκαύτωμα ως τραυματική μνήμη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Bruno Lavi  

Κωνσταντίνος Μάντης, Το Ολοκαύτωμα ως τραυματική μνήμη
 
     Η έννοια του τραυματικού γεγονότος και ο αντίκτυπος που έχει αυτό στη συλλογική μνήμη τόσο των θυμάτων όσο και των θυτών σχετίζεται με μια πρωτοφανούς έκτασης βιαιότητα, η οποία τους σημαδεύει σε βάθος και αλλάζει κατά τρόπο οριστικό την ίδια τους την ταυτότητα. Υπ’ αυτή την έννοια, η τραυματική μνήμη στις ιστορικές σπουδές συνδέεται κυρίως με ακραία γεγονότα, τα οποία πέρα από τη δραστική επίδραση που ασκούν στους μετέχοντες εμφανίζουν, συνήθως, ιδιαίτερη δυσκολία στην ιστορική τους προσέγγιση. Πρόκειται, δηλαδή, για γεγονότα η ερμηνεία των οποίων μπορεί να ιδωθεί από διαφορετικές οπτικές ή με διαφορετική κάθε φορά σκοπιμότητα, καθιστώντας δυσχερή την κατανόησή τους (Δεμερτζής & Ρουδομέτωφ, 2015: 1-9). Κατεξοχήν ενδεικτικό παράδειγμα δυσχερούς προσέγγισης ενός ακραίου γεγονότος συνιστά το «Ολοκαύτωμα», η γενοκτονία του εβραϊκού πληθυσμού της ευρωπαϊκής ηπείρου από τη ναζιστική Γερμανία στο πλαίσιο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ακραίο ως προς τη βιαιότητά του και μοναδικό ως προς την έκτασή του, το γεγονός αυτό παρέμεινε δύσκολα προσεγγίσιμο για δεκαετίες τόσο από τη μεριά των θυτών και των συνεργατών τους όσο και από τη μεριά των θυμάτων του (Καβάλα, 2015: 144-148).
 
Ο όρος «γενοκτονία»
      Το πλήθος των θυμάτων, η σκληρότητα και η συστηματικότητα των μεθόδων εξόντωσής τους, όπως και κυρίως η πρόθεση «αφανισμού» μια συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας κατέστησαν αναγκαία τη διάκριση του εγκλήματος αυτού από τον ευρύτερο όρο «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» που είχε αρχικώς αξιοποιηθεί. Έτσι, στη Συνέλευση του Ο.Η.Ε., το 1948, υιοθετήθηκε ο επινοημένος από τον νομικό Raphael Lemkin όρος της γενοκτονίας προκειμένου να διακριθεί η επιδίωξη ολοκληρωτικής εξόντωσης μιας εκ των προτέρων προσδιορισμένης ομάδας από άλλα εγκλήματα πολέμου, τα οποία, αν και φρικτά, δεν ενείχαν ανάλογες στοχεύσεις (Καβάλα: 2015: 148-150). Σύμφωνα με τον συνοπτικό ορισμό της γενοκτονίας, όπως διαμορφώθηκε το 1948 από τη Συνέλευση του Ο.Η.Ε., ως τέτοια ορίζεται κάθε πράξη που ενεργείται με την πρόθεση να καταστραφεί ολικώς ή μερικώς μια εθνική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα. Ως εκ τούτου, οι φόνοι, η υποβολή μελών συγκεκριμένης ομάδας σε συνθήκες ικανές να τα βλάψουν, η ζημίωση της σωματική ή της νοητικής τους ικανότητας, όπως και τα μέτρα που επιχειρούν να περιορίσουν την αναπαραγωγική τους δυνατότητα, εντάσσονται στο έγκλημα της γενοκτονίας.    
 
Η μοναδικότητα και η παραδειγματικότητα του Ολοκαυτώματος
     Το Ολοκαύτωμα απέκτησε μοναδικό και παραδειγματικό χαρακτήρα λόγω της ακραίας βιαιότητάς του, καθώς και της αποτελεσματικότητας στην πραγμάτωσή του. Ο χαρακτηρισμός του, ωστόσο, ως «μοναδικού» γεγονότος, αν και εξυπηρετεί για διαφορετικούς λόγους τόσο τους θύτες όσο και τα θύματα, θέτει περιορισμούς στην πληρέστερη δυνατή κατανόησή του. Οι Γερμανοί επιχείρησαν, ως ένα βαθμό, με την αναγνώριση της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος να αποδώσουν την πρόκλησή του σε ένα πλαίσιο συγκυριών που δεν πρόκειται να επαναληφθεί προκειμένου να διευκολυνθούν στη διαχείριση αυτής της μνήμης. Οι Εβραίοι, από τη δική τους μεριά, θεωρούσαν ίσως πως με την αναγνώριση της μοναδικότητας του γεγονότος αυτού καθίστατο εμφανέστερη η πρωτόφαντη αγριότητά του και η υπέρμετρη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε το έθνος τους. Διεκδικούσαν, υπ’ αυτό το πρίσμα, τη συλλογική αποδοχή πως συντελέστηκε εις βάρος τους ένα έγκλημα που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία. Η αποκοπή, εντούτοις, του Ολοκαυτώματος από συνθήκες που προϋπήρχαν και η θέασή του ως μιας εν πολλοίς τυχαίας κλιμάκωσης του αντισημιτισμού θα μπορούσε πιθανώς να λειτουργήσει περισσότερο προς όφελος των Γερμανών, εφόσον θα τους απήλλασσε από την ευθύνη να διερευνήσουν, να απομονώσουν και να αντιμετωπίσουν τις παθογένειες εκείνες που οδήγησαν σε αυτή την ακραία βιαιότητα. Ένας τέτοιος ακρωτηριασμός όμως θα αποσιωπούσε κρίσιμες πτυχές του και θα καθιστούσε ανέφικτη την ερμηνεία του. Υπ’ αυτό το πρίσμα το Ολοκαύτωμα διακρίνεται σαφώς για την παραδειγματικότητά του, αλλά δεν θα πρέπει να απομονώνεται εντελώς από προγενέστερα γεγονότα και αίτια ως κάτι το απολύτως μοναδικό (Κόκκινος, 2015: 192-198).
 
Η διαχείριση της μνήμης του Ολοκαυτώματος από τους Γερμανούς
     Αν η Γερμανία έχει αυτή τη στιγμή στην πρωτεύουσά της ένα μνημείο προς τιμήν των θυμάτων της, ένδειξη πως γίνεται αντιληπτή η κρίσιμη σημασία να μην ξεχαστεί το Ολοκαύτωμα και η παραδειγματική του αξία, η διαχείριση αυτής της μνήμης δεν υπήρξε εύκολη. Η γενιά του πολέμου, η γενιά των Γερμανών που ήταν παρούσα ή συμμετείχε ενεργά στα ναζιστικά εγκλήματα προτίμησε την οδό της συγκάλυψης και της αποσιώπησης, διότι δεν ήταν σε θέση ούτε να διαχειριστεί το βάρος της ευθύνης ούτε να ερμηνεύσει την πραγματικότητα κινούμενη έξω από τα όρια του παραδοσιακού εθνικισμού με τις αρχές του οποίου είχε γαλουχηθεί. Η γενιά που ακολούθησε μετά τα γεγονότα του πολέμου θεώρησε μη αποδεκτή την αποσιώπηση και την απώθηση. Υιοθέτησε απορριπτική στάση απέναντι στη γενιά που πρωταγωνίστησε στις εγκληματικές αυτές δράσεις και επιδίωξε να αντιμετωπίσει τις οδυνηρές μνήμες μέσω της μέριμνας να αποδώσει ηθική διάσταση στον δικό της βίο. Τα ανθρώπινα δικαιώματα απέκτησαν τότε κυρίαρχη θέση στη σκέψη των Γερμανών. Η επιλογή αυτή, ωστόσο, δεν μπορούσε να επιφέρει μια ουσιαστική επίλυση του προβλήματος της ιστορικής μνήμης, εφόσον δεν ερχόταν σε γόνιμη αναμέτρηση με τη γενιά των δραστών. Η αμέσως επόμενη γενιά -τα εγγόνια των πρωταγωνιστών- αντιλήφθηκε πως είναι αναγκαία η εκ νέου ενσωμάτωση της γενιάς των ενόχων στην ιστορική συνέχεια της χώρας. Επρόκειτο για μια δύσκολη απόφαση μέσω της οποίας όμως αποκαθίστατο η συνολική γερμανική ταυτότητα. Τα εγκλήματα δεν μπορούσαν να αγνοηθούν ή να λησμονηθούν, δεν μπορούσαν όμως και να αποτρέπουν διαχρονικά την εξέλιξη ενός ολόκληρου έθνους. Η δική τους επιδίωξη ήταν να αναγνωρίσουν πλήρως τα λάθη του παρελθόντος, να κατανοήσουν τη σημασία που έχουν στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους και ακολούθως να προχωρήσουν μπροστά με νέες αρχές (Rüsen, 2012: 14-18).  
     Πλέον οι Γερμανοί αντιμετωπίζουν το Ολοκαύτωμα ως ένα μοναδικό γεγονός, το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναληφθεί, γι’ αυτό και η μνήμη του χρειάζεται να διατηρηθεί ως διαρκής υπόμνηση των συνεπειών του ολοκληρωτισμού. Η επώδυνη αυτή μνήμη, άλλωστε, δεν μπορεί να λησμονηθεί, εφόσον συνιστά στοιχείο της ιστορικής τους πορείας (Καβάλα, 2015: 145-148).    
 
Η διαχείριση της μνήμης από τα συνένοχα κράτη
Η τραυματική μνήμη του Ολοκαυτώματος δεν επηρεάζει μόνο τους Γερμανούς, καθώς εμπλέκονται σε αυτό με σχέση συνενοχής και άλλα ευρωπαϊκά κράτη (π.χ. Σουηδία, Ελβετία, Αυστρία, Ρουμανία), τα οποία ακολούθησαν τη δική τους πορεία προς την αποδοχή της ευθύνης που τους αναλογεί. Είναι αξιοσημείωτο, βέβαια, πως σε πολλές περιπτώσεις τα κράτη που συνεργάστηκαν με τη ναζιστική Γερμανία επιχείρησαν αρχικώς να παρουσιαστούν ως αθώα θύματα που ενεπλάκησαν ακουσίως στη φονική δράση των Γερμανών. Η στάση αυτή, η οποία για κάποια κράτη διήρκησε πολλές δεκαετίες, φανερώνει εναργώς τη δυσκολία διαχείρισης μιας τέτοιας εμπλοκής. Η περίπτωση της Ελβετίας, για παράδειγμα, είναι ενδεικτική της δυσχερούς διαχείρισης και πλήρους αποδοχής της συνενοχής σε ένα έγκλημα τέτοιας έκτασης, όπως είναι αυτό του Ολοκαυτώματος (Καβάλα, 215: 145-148).
 
Η ελληνική περίπτωση
     Η ναζιστική Γερμανία επιδίωξε να αφανίσει τους Εβραίους από κάθε χώρα της Ευρώπης και το κατόρθωσε αυτό φυσικά κυρίως στις περιοχές που έθεσε υπό τον έλεγχό της. Ως εκ τούτου η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποφύγει τη φονική αυτή δράση των Γερμανών, εφόσον βρέθηκε υπό την κατοχή τους. Όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες η αποτελεσματικότητα των Γερμανών υπήρξε εξαιρετικά υψηλή εις βάρος των Εβραίων του ελληνικού χώρου με το ποσοστό εξόντωσής τους να ξεπερνά το 80%. Η μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, η οποία τέθηκε υπό τον έλεγχο των Γερμανών από την αρχή της κατάκτησης της χώρας, με αποτέλεσμα το εις βάρος τους χτύπημα να είναι εξαιρετικά δραστικό. Ακόμη, ωστόσο, και στις ελληνικές περιοχές που τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Βουλγαρίας τα ποσοστά εξόντωσης του εβραϊκού πληθυσμού ήταν εξαιρετικά υψηλά, όπως, άλλωστε, και στις περιοχές που αν και αρχικώς ελέγχονταν από τους Ιταλούς πέρασαν μετά τη συνθηκολόγηση εκείνων στη δικαιοδοσία των Γερμανών. Η εξόντωση αυτή τόσο των Εβραίων της Θεσσαλονίκης όσο και των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών αποτέλεσε σημαντική απώλεια μιας ακμάζουσας εθνικής κοινότητας που άλλαξε την εικόνα και την ιστορία των επιμέρους περιοχών (Βαρών-Βασάρ, 2016: 13-16).
 
Ιστορικοί πρόδρομοι του Ολοκαυτώματος
     Το Ολοκαύτωμα, αν κι έχει παραδειγματική αξία και συνιστά υπό μία έννοια μοναδικό γεγονός, δεν αναδύθηκε από μηδενική βάση, καθώς αφενός είχαν προηγηθεί γεγονότα ανάλογου χαρακτήρα και αφετέρου η ιδεολογία που κινητοποίησε τους θύτες προϋπήρχε, έστω και με ορισμένες καίριες διαφοροποιήσεις. Η γενοκτονία των Αρμενίων κατά την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου από τους Οθωμανούς αποτελούσε γεγονός γνωστό στον Χίτλερ και λειτούργησε πιθανώς ως παράδειγμα για τη διαμόρφωση του δικού του φονικού σχεδίου. Ο αντισημιτισμός που οδηγήθηκε στην ακραία του έκφανση από τη ναζιστική Γερμανία δεν ήταν δικό της δημιούργημα, αφού προϋπήρχε στην Ευρώπη. Αντιστοίχως, ακόμη και οι θεωρίες περί ευγονισμού προϋπήρχαν τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Έτι περαιτέρω οι μαζικές δολοφονίες αποτελούν κομμάτι της ευρωπαϊκής δράσης, αν ληφθεί υπόψη η στάση των αποικιοκρατών απέναντι στους ιθαγενείς πληθυσμούς των περιοχών που έθεταν υπό τον έλεγχό τους. Υπ’ αυτή την έννοια η κατανόηση του Ολοκαυτώματος δεν μπορεί να είναι πλήρης αν δεν γίνει αντιληπτό το γεγονός πως οι ιδεολογικές του καταβολές, καθώς και ανάλογες τακτικές αποτελούσαν ήδη κομμάτι της ευρωπαϊκής ιστορίας (Traverso, 2016: 189-203).
 
Συμπεράσματα
    Η διαχείριση της τραυματικής μνήμης συνιστά μια διαδικασία δύσκολη και χρονοβόρα, εφόσον το νόημα ή η ερμηνεία που θα δοθεί στο τραυματικό γεγονός αργεί να αποκρυσταλλωθεί, καθυστερώντας κατ’ επέκταση και τη συμφιλίωση με αυτό. Αναγκαία, άλλωστε, προϋπόθεση προκειμένου να προχωρήσει η εξέλιξη των εθνών και των ατόμων είναι η δυνατότητα επούλωσης των πληγών, ώστε να μην υπονομεύεται στο διηνεκές η προσπάθεια ειρηνικής συνύπαρξης.
 
 Βιβλιογραφία
 
Rüsen J., 2011. Using History: The Struggle over Traumatic Experiences of the Past in the Historical Culture. Historein, 11.
 
Traverso E., 2016. Η ιστορία ως πεδίο μάχης – ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ου αιώνα. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
 
Βαρών-Βασάρ Ο., 2016. Η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων: Ιστορία και μνήμη, στο 16ο Σεμινάριο για εκπαιδευτικούς: Διδάσκοντας για το ολοκαύτωμα στην Ελλάδα. Αθήνα: Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας.
 
Δεμερτζής Ν., & Ρουδομέτωφ Β., 2015. Πολιτισμικό τραύμα: Μια προβληματική της πολιτισμικής κοινωνιολογίας. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 28. https://doi.org/10.12681/sas.818
 
Καβάλα Μ., 2015. Η καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας (1941-1944). Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.
 
Κόκκινος Γ., 2015. Το Ολοκαύτωμα – Η διαχείριση της τραυματικής μνήμης – Θύτες και θύματα. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...