Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Ψαριανοί, Σμυρναίοι & Σουλιώτες πρόσφυγες κατά τον 19ο αιώνα (επεξεργασία πηγής)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Αίγινα 
 
ΘΕΜΑ Γ1
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται, να παρουσιάσετε:
α. Τη σχέση των Ψαριανών προσφύγων με την Αίγινα, όπως και την απόφαση για την αποκατάστασή τους στην Εύβοια το 1836. (μονάδες 8)
β. Τα αιτήματα των Σμυρναίων προσφύγων, όπως τα διατύπωσαν κατά την Γ΄ Εθνοσυνέλευση. (μονάδες 7)
γ. Την απόπειρα εγκατάστασης των Σουλιωτών στο Ζαπάντι και τις αποφάσεις που λήφθηκαν γι’ αυτούς κατά την Οθωνική περίοδο. (μονάδες 10)
Μονάδες 25
 
Κείμενο
Παρά το ότι ήταν από τους τελευταίους που κατέφυγαν στις απελευθερωμένες περιοχές, οι Σουλιώτες διεκδικούν πρώτοι συγκεκριμένα εδάφη για τη μόνιμη εγκατάσταση και αποκατάστασή τους. Έτσι, ζήτησαν από την κυβέρνηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την εγκατάστασή τους στο Ζαπάντι, κωμόπολη κοντά στο Αγρίνιο, γνωστή σήμερα ως Μεγάλη Χώρα. Το γεγονός αυτό όμως εξερέθισε τους ντόπιους σε τέτοιο βαθμό ώστε να απειλείται εμφύλιος πόλεμος. Η κυβέρνηση, ενώ είχε κατ’ αρχάς αποδεχθεί το αίτημα, μπροστά στον κίνδυνο της σύρραξης, προσπάθησε να κερδίσει χρόνο αναβάλλοντας την οριστική απόφαση ωσόσου μεταβή ο έπαρχος Μεσολογγίου στο Ζαπάντι για να ενεργήσει αυτοψία.
[…]
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τη νοοτροπία των Σουλιωτών και την υπεροψία με την οποία αντιμετώπιζαν τους γύρω τους. Οι ίδιοι πίστευαν ότι υπερείχαν όλων κι έτσι είχαν το δικαίωμα να προβάλλουν κάθε είδους αξίωση απλά και μόνο επειδή κατάγονταν από μια ηρωική περιοχή. Αυτή η συμπεριφορά είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται συχνά επεισόδια, τα οποία πολλές φορές είχαν δραματική κατάληξη. Για το κλίμα αντιπάθειας και αποστροφής λοιπόν που δημιουργήθηκε γύρω τους, ήταν κι οι ίδιοι ως ένα βαθμό υπεύθυνοι.
[…]
Από τους άλλους πρόσφυγες, οι Ψαριανοί έχουν αποκρυσταλλωμένη άποψη σχετικά με την αποκατάστασή τους, έχοντας μάλιστα βρει και συγκεκριμένο τόπο στην Εύβοια και τον Πειραιά, ενώ άλλο μέρος τους παραμένει στην Αίγινα όπου αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα.
Οι Σμυρναίοι, όπως και άλλοι Μικρασιάτες, κρίνοντας ότι είναι αδύνατη η απελευθέρωση της πατρικής τους γης, στράφηκαν προς την απόκτηση τόπου για να οικοδομήσουν συνοικισμό στην ελεύθερη Ελλάδα. Γι’ αυτό ήδη από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση είχαν ζητήσει και είχε εγκριθεί άδεια να χτίσουν πόλη κοντά στον Ισθμό.
 
Κωνσταντίνος Α. Κωσταβασίλης, Εγκαταστάσεις Ηπειρωτών και Θεσσαλών προσφύγων στο ελεύθερο κράτος 1832-1862, Ιωάννινα, 2002
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Στην Αίγινα, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, οι Ψαριανοί βρήκαν το χώρο της μόνιμης εγκατάστασης που επιδίωκαν. Ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα, όπως επιβεβαιώνεται κι από τον Κωνσταντίνο Κωσταβασίλη, στα κοινά θέματα του νησιού, αλλά και στις υποθέσεις του έθνους γενικότερα. Ίδρυσαν σχολείο, διέδωσαν τα έθιμά τους και μέχρι τα μέσα του αιώνα διατήρησαν το κοινοτικό τους σύστημα.
Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση οι Ψαριανοί ζήτησαν με καθυστέρηση να καθοριστεί τόπος προσφυγικού συνοικισμού τους. Έχοντας εξασφαλίσει στην πράξη χώρο εγκατάστασης στην Αίγινα δεν πιέζονταν, όπως άλλοι.
Κατά την οθωνική περίοδο, δραστηριοποιήθηκαν ιδιαίτερα οι Χίοι, οι Ψαριανοί, οι Μακεδόνες και οι Κρήτες πρόσφυγες για την αποκατάστασή τους. Στο αίτημα των Ψαριανών ανταποκρίθηκε η κυβέρνηση το 1836. Και πρωτύτερα είχαν γίνει κρατικές παρεμβάσεις για την ίδρυση συνοικισμού των Ψαριανών στην Ερέτρια, αλλά δεν απέδωσαν, περισσότερο λόγω διαφωνιών για τη θέση και τη διανομή των οικοπέδων. Όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Κωσταβασίλης οι Ψαριανοί επιδίωκαν συνειδητά να αποκατασταθούν στην Εύβοια, έχοντας επιλέξει οι ίδιοι συγκεκριμένη τοποθεσία εκεί για τη δημιουργία συνοικισμού. Τους δόθηκε, λοιπόν, για οικοδόμηση όλη η παραθαλάσσια περιοχή της Ερέτριας και παρεχόταν στο δήμο Ψαριανών το δικαίωμα να διαχειριστεί ελεύθερα την εθνική γη του συνοικισμού. Παράλληλα μάλιστα, σύμφωνα με το παράθεμα, οι Ψαριανοί είχαν εντοπίσει και στον Πειραιά συγκεκριμένη περιοχή που τους ήταν αρεστή.
 
β. Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826-1827) διάφορες ομάδες προσφύγων που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα επιχείρησαν να θέσουν το αίτημα της αποκατάστασής τους και ειδικά της μόνιμης εγκατάστασής τους. Γι’ αυτό επιδίωξαν την εκπροσώπησή τους στη Συνέλευση. Από τους Μικρασιάτες, μόνο οι Σμυρναίοι ενεργοποιήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Κωσταβασίλης οι Σμυρναίοι έχοντας συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν πια εφικτή η απελευθέρωση του τόπου τους επιδίωκαν τη διασφάλιση τόπου μόνιμης εγκατάστασης στο ελεύθερο τμήμα της Ελλάδας. Ζητούσαν, έτσι, από τη Συνέλευση: α) να εκπροσωπούνται σ’ αυτήν και β) να προσδιοριστεί τόπος για τη δημιουργία συνοικισμού των διασκορπισμένων ελεύθερων Σμυρναίων. Μόνο το αίτημα του τόπου έγινε καταρχήν δεκτό. Αποφασίστηκε, όπως επιβεβαιώνεται κι από το παράθεμα, να δοθεί χώρος στην περιοχή του Ισθμού για να δημιουργηθεί πόλη με την επωνυμία «Νέα Σμύρνη». Η Συνέλευση παρέπεμψε το θέμα στη Βουλή, η οποία όμως δεν το προώθησε.
 
γ. Μεγάλα κύματα προσφύγων από την Ήπειρο κατευθύνθηκαν στη Δυτική Στερεά, για να αποφύγουν τα τουρκικά αντίποινα, μετά την καταστολή του κινήματος, το καλοκαίρι του 1821. Πλήθη συνέρρευσαν στο Μεσολόγγι. Τελευταίοι κατέφθασαν στο Μεσολόγγι οι Σουλιώτες στις αρχές του 1823, μέσω των Ιόνιων νησιών, μετά τη λύση της πολιορκίας του Σουλίου. Οι Σουλιώτες πρόσφυγες έφτασαν σε μια περίοδο κατά την οποία το Μεσολόγγι, μετά την εκδίωξη των Τούρκων από τη Δυτική Στερεά, είχε πλέον επιβαρυνθεί υπερβολικά. Οι εγχώριοι δυσφορούσαν έντονα γι’ αυτήν τη συνεχή εισροή προσφυγικών πληθυσμών. Για να ανακουφιστεί η πόλη, το Βουλευτικό παραχώρησε στους Σουλιώτες το Ζαπάντι, βορειοδυτικά του Αγρινίου, μια κωμόπολη, όπως αναφέρεται στο παράθεμα, η οποία είναι σήμερα γνωστή ως Μεγάλη Χώρα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κωσταβασίλη, την εγκατάστασή τους στο Ζαπάντι την είχαν ζητήσει οι ίδιοι οι Σουλιώτες από την κυβέρνηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οργανωμένες όμως αντιδράσεις των ντόπιων ματαίωσαν τη σχεδιαζόμενη παραχώρηση γης για εγκατάσταση προσφύγων. Όπως διευκρινίζει ο Κωνσταντίνος Κωσταβασίλης, οι αντιδράσεις των ντόπιων ήταν τέτοιας έντασης, ώστε υπήρξε κίνδυνος να προκληθεί εμφύλια σύρραξη. Υπό τον φόβο αυτό, επομένως, η κυβέρνηση επιδίωξε να μεταθέσει χρονικά τη λήψη οριστικής απόφασης, αναβάλλοντας προσωρινά τη μετεγκατάσταση των Σουλιωτών μέχρι να ελέγξει την κατάσταση στο Ζαπάντι ο έπαρχος του Μεσολογγίου. Προκειμένου, πάντως, να αιτιολογήσει ο Κωνσταντίνος Κωσταβασίλης την οργισμένη αντίδραση των ντόπιων επισημαίνει πως μέρος της ευθύνης βαρύνει τους ίδιους τους Σουλιώτες, οι οποίοι λόγω της υπεροπτικής τους συμπεριφοράς προκαλούσαν αισθήματα αντιπάθειας και αποστροφής. Οι Σουλιώτες προερχόμενοι από μια περιοχή γνωστή για τον ηρωισμό της θεωρούσαν πως υπερέχουν και πως είχαν αυτοδικαίως τη δυνατότητα να προβάλλουν όποια αξίωση ήθελαν. Η στάση τους αυτή, εντούτοις, προκαλούσε αντιδράσεις, οι οποίες συχνά είχαν άσχημη κατάληξη  Παρά την αποτυχία, πάντως, της όλης προσπάθειας η απόφαση αυτή αποτελεί την πρώτη ιδέα για αποκατάσταση προσφύγων στα χρόνια του Αγώνα και έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα αξιοποίησης των «εθνικών γαιών», που επρόκειτο να απασχολήσει αργότερα το νεοελληνικό κράτος.
Από τους Ηπειρώτες πρόσφυγες, πάντως, πρώτοι οι Σουλιώτες πέτυχαν να εκπροσωπηθούν στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, όπου έθεσαν ως βασικό θέμα την παραχώρηση τόπου για μόνιμη εγκατάσταση. Αν και ήταν από τους τελευταίους που έφτασαν στις απελευθερωμένες περιοχές, όπως τονίζει ο Κωνσταντίνος Κωσταβασίλης, έσπευσαν να διεκδικήσουν πρώτοι περιοχές της επιλογής τους προκειμένου να εγκατασταθούν μόνιμα.
Για τους Σουλιώτες, όμως, οι αναβολές δεν είχαν ούτε κατά την οθωνική περίοδο τέλος. Αποφασίστηκε το 1837 η ίδρυση συνοικισμού τους στο Αντίρριο, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Σοβαρότερη φαίνεται ότι ήταν η προσπάθεια ίδρυσης ενός συνοικισμού Ηπειρωτών στην Κυλλήνη το 1840. Άλλοι Ηπειρώτες και Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν στη Ναύπακτο.

Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Το πρώτο ενωτικό Ψήφισμα των Κρητών (επεξεργασία πηγών)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Frank Ramspott
 
Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Το πρώτο ενωτικό Ψήφισμα των Κρητών (επεξεργασία πηγών)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στις διεθνείς εξελίξεις του 1908 που επηρέασαν την πορεία του Κρητικού Ζητήματος (μονάδες 4) και στις σχετικές αντιδράσεις των Κρητών, (μονάδες 8)
β. στις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Τουρκίας) που προκάλεσαν οι ενέργειες των Κρητών. (μονάδες 13)
Μονάδες 25
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Χειρόγραφη προκήρυξη του Ελευθερίου Βενιζέλου:
 
Τρίτη μεσονύκτιον 22 Σεπτεμβρίου 1908
Αγαπητοί συμπατριώται,
Της Βουλγαρίας ανακηρυχθείσης εις Βασίλειον, ανάγκη αμέσως αύριον να κηρύξωμεν και ημείς την ένωσιν. Παραλάβατε όσους περισσοτέρους δύνασθε αόπλους και έλθετε αύριον εις Χανιά έως τας 2 μ.μ.
Ζήτω το Έθνος, ζήτω η ένωσις.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Διάγγελμα της Κυβερνήσεως της Κρήτης:
 
Προς τον Λαόν της Κρήτης
Αγαπητοί συμπατριώται,
Ιερόν καθήκον επέβαλεν και εις τον λαόν και εις την κυβέρνησιν να λύσωσι και τον τελευταίον δεσμόν τον κωλύοντα την πλήρη ανεξαρτησίαν της αγαπητής μας πατρίδος και να κηρύξωμεν την ένωσιν της Κρήτης μετά της Μητρός Ελλάδος. Τα κωλύματα, άτινα παρενεβάλλοντο μέχρι τούδε εις την αγαθήν θέλησιν των Προστατίδων Δυνάμεων, [...] ήρθησαν εντελώς, διότι από προχθές ο τηλέγραφος μας ανήγγελεν ότι η μεν Βουλγαρία ανεκηρύχθη εις ανεξάρτητον Βασίλειον, η δε Βοσνία και Ερζεγοβίνη προσαρτάται εις την Αυστροουγγαρίαν. [...]
Εναπόκειται ήδη εις πάντας ημάς να δείξωμεν ότι είμεθα άξιοι του μεγάλου επιτελεσθέντος βήματος, τηρούντες μετά ζήλου την δημοσίαν τάξιν και περιφρουρούντες μετά πατρικής μερίμνης τα συμφέροντα των συμπατριωτών μας Μουσουλμάνων.
Έχομεν ακράδαντον πεποίθησιν ότι ο Κρητικός Λαός, ο οποίος εις τας κρισίμους περιστάσεις ανεφάνη πάντοτε πιστός εκτελεστής του καθήκοντός του δεν θα υστερήση σήμερον τούτου.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Το Ενωτικό Ψήφισμα της Κυβερνήσεως της Κρήτης:
Η Κυβέρνησις της Κρήτης, διερμηνεύουσα το αναλλοίωτον φρόνημα του Κρητικού Λαού, κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ’ αυτής αποτελέση αδιαίρετον και αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον. [...]
Εντέλλεται εις τας Αρχάς της νήσου, όπως, συμφώνως τω Ψηφίσματι τούτω, εξακολουθήσωσι ν’ ασκώσι τα καθήκοντα της υπηρεσίας των.
Εγένετο εν Χανίοις τη 24η Σεπτεμβρίου 1908.

Στέλλα Κ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22 Σεπτεμβρίου 1908, Συμβολή στην Κρητική Ιστορία της περιόδου της Αυτονομίας, Αθήνα 1982, σ. 71 και 89-90, στο Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Γ΄ Λυκείου, βιβλίο καθηγητή.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Δ
Η αντίδραση των προστάτιδων Δυνάμεων απέναντι στην επαναστατική πρωτοβουλία του κρητικού λαού δεν ήταν απόλυτα αρνητική. Οι τέσσερις κυβερνήσεις, μετά από ολιγοήμερες διαβουλεύσεις, έσπευδαν να τονίσουν ότι «δεν θα απείχον του να αποβλέψουν μετ’ ευμενείας προς την συζήτησιν του ζητήματος τούτου μετά της Τουρκίας, εάν η τάξις διατηρηθή εν τη νήσω και εξασφαλισθή η προστασία του μουσουλμανικού πληθυσμού». [...] Οι Νεότουρκοι εθνικιστές, μετά την αναγκαστική υποχώρηση απέναντι στη Βουλγαρία (:ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο βασίλειο) και στην Αυστρο-Ουγγαρία (:προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης), αναζητούσαν στη ματαίωση της ενωτικής λύσεως το έρεισμα μιας πρώτης διπλωματικής επιτυχίας. [...] Πίσω από την παράταση των διαπραγματεύσεων δεν ήταν πλέον δύσκολο να διαφανεί η επιφυλακτικότητα αρχικά και η υπαναχώρηση στη συνέχεια των προστάτιδων Δυνάμεων. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, η Τουρκία έκρινε σκόπιμο να ζητήσει και την πλήρη διευκρίνιση των ευρωπαϊκών προθέσεων. [...]
Η ουσιαστική εντούτοις απεμπόληση της διαπραγματευτικής διαδικασίας με άμεσο στόχο την ένωση δεν ανέστειλε την εφαρμογή της αποφάσεως των Δυνάμεων να αποσύρουν από τη Μεγαλόνησο τα υπόλοιπα στρατεύματά τους. [...] Στις 30 Ιουνίου οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων συνόδευαν την επαναβεβαίωση της 24ης Ιουλίου 1909 σαν ημέρα αποχωρήσεως των τελευταίων αγημάτων τους, με την εξαγγελία της σταθερής τους προθέσεως να προστατεύσουν, αν παραστεί ανάγκη, τη μουσουλμανική μειονότητα και να διαφυλάξουν πιστά την έννομη τάξη και τα επικυριαρχικά δικαιώματα του σουλτάνου.
 
Κ. Σβολόπουλος, «Η Κρητική Πολιτεία από το 1899 ως το 1909», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σ. 214-215.
 
Ενδεικτική απάντηση
α) Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα ήρθαν το 1908 να ταράξουν πάλι την πορεία των κρητικών πραγμάτων: η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με ταυτόχρονη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη υπέδειξε στους Κρήτες την ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων, για την κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Άμεση, μάλιστα, όπως προκύπτει από τη χειρόγραφη προκήρυξή του (Κείμενο Α), ήταν και η αντίδραση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος αργά τη νύχτα στις 22 Σεπτεμβρίου 1908 καλούσε τους συντοπίτες του να εκμεταλλευτούν αμέσως την ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, για να κηρύξουν κι εκείνοι την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Σύμφωνα με την πρόταση του Βενιζέλου, θα έπρεπε να συγκεντρωθούν όσο γίνεται περισσότεροι άοπλοι πολίτες στα Χανιά, μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας, ώστε να διακηρυχθεί η ένωση στο πλαίσιο μιας ειρηνικής λαϊκής συγκέντρωσης. Όπως διαφαίνεται, άλλωστε, από το Διάγγελμα της Κυβερνήσεως της Κρήτης (Κείμενο Β), οι εξελίξεις στη Βουλγαρία, όπως και η κίνηση της Αυστρίας, προσέφεραν στους Κρητικούς τη ζητούμενη ευκαιρία για να διακηρύξουν την ένωση με την Ελλάδα, εφόσον θεωρούσαν πως τα διεθνή αυτά γεγονότα θα επέτρεπαν στις Μεγάλες Δυνάμεις τη δυνατότητα να εφαρμόσουν ελεύθερα τη ευμενή για την Κρήτη βούλησή τους. Η Κυβέρνηση της Κρήτης ήταν έτοιμη να αποκηρύξει την οθωμανική επικυριαρχία, λάμβανε, όμως, σοβαρά υπόψη της την ανάγκη να διατηρηθεί η δημόσια τάξη και να μην υπάρξουν περιστατικά βίας εις βάρος της μουσουλμανικής κοινότητας, τονίζοντας εξαρχής τη σημασία αυτής της βασικής προϋπόθεσης και καλώντας τους πολίτες του νησιού να τη σεβαστούν. Σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά εγκρίθηκε ομόφωνα το πρώτο ψήφισμα της ένωσης και η Κρητική Κυβέρνηση εξέδωσε με τη σειρά της επίσημο Ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908). Σύμφωνα με το Ενωτικό Ψήφισμα (Κείμενο Γ), η Κυβέρνηση της Κρήτης δρούσε ακολουθώντας την πάγια και απαράλλακτη θέληση του κρητικού λαού για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ώστε να συναποτελέσουν ένα ενιαίο και «αδιάσπαστο» Συνταγματικό Βασίλειο. Οι αρχές του νησιού, πάντως, λάμβαναν την εντολή να συνεχίσουν κανονικά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Για την επίσημη έναρξη της νέας περιόδου της πολιτικής ζωής στην Κρήτη, σχηματίστηκε προσωρινή διακομματική Κυβέρνηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση, για να μην προκαλέσει διεθνείς περιπλοκές με την αντίδραση της Τουρκίας, απέφυγε να αναγνωρίσει επίσημα την ένωση και περιορίστηκε σε παρασκηνιακές οδηγίες στη νέα Προσωρινή Κυβέρνηση της Κρήτης.
 
β) Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Τουρκίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν αντέδρασαν δυναμικά και φάνηκαν να αποδέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις. Σύμφωνα με τις σχετικές πληροφορίες του Κειμένου Δ, ενώ οι κυβερνήσεις των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων ύστερα από ολιγοήμερες μεταξύ τους διασκέψεις δήλωναν πως δεν είχαν αντίρρηση να συζητήσουν το ζήτημα της Ένωσης με την Τουρκία, υπό την αναγκαία προϋπόθεση πως θα εξασφαλιζόταν η προστασία των Μουσουλμάνων του νησιού, η αντίδραση της Τουρκίας ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. Οι σημαντικές υποχωρήσεις που είχαν γίνει απέναντι στη Βουλγαρία και την Αυστρία εξωθούσαν τους Νεότουρκους εθνικιστές στην αναζήτηση μιας διπλωματικής επιτυχίας, την οποία πίστευαν πως θα μπορούσαν να πετύχουν ματαιώνοντας τις όποιες σκέψεις για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Έτσι, παρά την αρχικώς διαφαινόμενη πρόθεση συναίνεσης των Μεγάλων Δυνάμεων, υπό τη συνεχή πίεση της Τουρκίας και καθώς παρατείνονταν οι διαπραγματεύσεις γινόταν φανερή η μεταστροφή του κλίματος και η αλλαγή στη στάση τους απέναντι στο θέμα της ένωσης. Η Τουρκία, μάλιστα, αναγνωρίζοντας την κατάσταση αυτή ζήτησε από τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις να αποσαφηνίσουν πλήρως τις προθέσεις τους. Δεν προχώρησαν, έτσι, οι Μεγάλης Δυνάμεις σε καμιά επίσημη αναίρεση του πολιτικού καθεστώτος, όπως το είχαν υπογράψει το 1898. Ωστόσο, όπως τονίζεται από τον Κωνσταντίνο Σβολόπουλο (Κείμενο Δ), το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις έπαψαν να αποσκοπούν στην επιλογή της ένωσης δεν απέτρεψε τις Μεγάλες Δυνάμεις από το να υλοποιήσουν την ειλημμένη απόφασή τους να αποσύρουν από την Κρήτη τα στρατεύματά τους. Έτσι, στις 30 Ιουνίου οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων δήλωναν πως η 24η Ιουλίου 1909 θα αποτελούσε τη μέρα κατά την οποία θα εγκατέλειπαν το νησί και τα τελευταία αγήματά τους. Η δήλωση αυτή, πάντως, συνοδευόταν από την υπενθύμιση πως σταθερή πρόθεσή τους παρέμενε η διαφύλαξη της ασφάλειας των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας, της έννομης τάξης, αλλά και των επικυριαρχικών δικαιωμάτων του σουλτάνου. Για τον λόγο αυτό, όταν υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά η ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις απαίτησαν αμέσως την υποστολή της. Η Κυβέρνηση της Κρήτης δεν υπάκουσε και παραιτήθηκε. Και καθώς δεν βρέθηκε Κρητικός να υποστείλει την ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα, το οποίο απέκοψε τον ιστό της.
Το πολιτικό κενό στη διακυβέρνηση της Κρήτης μετά την παραίτηση της Προσωρινής Κυβέρνησης καλύφθηκε με προσωρινά κυβερνητικά σχήματα, έως τις εκλογές του Μαρτίου 1910. Το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση δύο μήνες αργότερα (17 Μαΐου 1910). Για το Κρητικό Ζήτημα άνοιγε μια νέα περίοδος, κατά την οποία ο κύριος διαχειριστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε οριστικά επιβληθεί ως η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στην Κρήτη.

Ιστορία Προσανατολισμού: Η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο πρόβλημα των τσιφλικιών (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Todd Klassy 
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο πρόβλημα των τσιφλικιών (πηγές)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στο πρόβλημα των τσιφλικιών, που δημιουργήθηκε με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος (1881). (μονάδες 10)
β. στη στάση που τήρησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις απέναντι στο πρόβλημα αυτό από το 1881 έως και το 1907. (μονάδες 15)
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Στην περίοδο 1881-1895 εμφανίσθηκε στο προσκήνιο της ελληνικής κοινωνίας το πρόβλημα μιάς μεγάλης γαιοκτησίας με κέντρο τις νέο-απελευθερωμένες περιοχές της Θεσσαλίας και της Άρτας. Ως τότε το ελληνικό κράτος είχε καταπολεμήσει με συνέπεια κάθε προσπάθεια για τη συγκρότηση μεγάλης γαιοκτησίας. Όμοια είχε καταπολεμήσει τον κολληγικό τρόπο καλλιέργειας του εδάφους και είχε ευνοήσει τη μικρή ιδιοκτησία και την οικογενειακή παραγωγή. […] Με την κυβέρνηση ωστόσο Τρικούπη ήταν η πρώτη φορά που το κράτος εμφανίσθηκε να ευνοεί τη συγκρότηση μιάς μεγάλης γαιοκτησίας. Η αιτία της μεταβολής αυτής πρέπει να αναζητηθεί σε ένα εξαιρετικό γεγονός: δικαιούχοι των τσιφλικικών δικαιωμάτων στη Θεσσαλία - Άρτα δεν ήταν πια οι επαρχιακοί προύχοντες και κοτζαμπάσηδες, αλλά οι Έλληνες χρηματιστές της διασποράς. […] Ο Τρικούπης υποχρεώθηκε να καλύψει πλήρως την επιχείρηση των πλούσιων ομογενών για την τσιφλικοποίηση της Θεσσαλίας, τόσο από νομική και δικαστική άποψη, όσο και από άποψη οικονομικής πολιτικής. Το βασικό επιχείρημα που έπεισε τον Τρικούπη να ακολουθήσει αυτή την πολιτική ήταν η ιδιότητα των νέων αγοραστών των κτημάτων.
 
Κωνσταντίνος Βεργόπουλος, «Ο ανανεωμένος εθνισμός», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, τόμος ΙΔ΄, σσ. 69-70.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Ο Δηλιγιάννης, αντίθετα, αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας είχε καταθέσει νομοσχέδια για τη χορήγηση γης στους αγρότες, για τη δημιουργία ταμείων αγροτικής πίστης και για τη ρύθμιση της σχέσης μεταξύ τσιφλικάδων και αγροτών, τα οποία όμως προσέκρουαν στην αντίσταση των μεγαλογαιοκτημόνων και των Τρικουπικών.
 
Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936 (μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, τόμος Α΄, σ. 604.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Η συντηρητική κυβέρνηση Θεοτόκη, ψηφίζοντας το νόμο ΒΧΗ (9 Ιουλίου του 1899) «Περί εξώσεως δυστροπούντων ενοικιαστών», παραχώρησε στους τσιφλικούχους ένα ισχυρό εργαλείο πειθάρχησης των κολίγων. Η συνεχής, όμως, όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων και η ενίσχυση της θέσης των κολίγων και των υποστηρικτών τους ώθησε την επόμενη κυβέρνηση Θεοτόκη να καταθέσει, το 1906, ένα νέο νομοσχέδιο που περιόριζε και πάλι ουσιωδώς τα δικαιώματα των κολίγων. Παρά ταύτα, και αυτή η συμβιβαστική λύση συνάντησε την αντίδραση των γαιοκτημόνων και εγκαταλείφθηκε.
 
Σωκράτης Δ. Πετμεζάς, «Αγροτική οικονομία: Τα όρια του μοντέλου αγροτικής ανάπτυξης του 19ου αιώνα», στο: Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας, 1900-1940, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σ. 214.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Στον ελληνικό χώρο, το πρόβλημα της έγγειας ιδιοκτησίας δεν γνώρισε τις εντάσεις που παρατηρήθηκαν σε άλλα ευρωπαϊκά ή βαλκανικά κράτη. Η προοδευτική διανομή των εθνικών γαιών που προέκυψαν από τον επαναστατικό αγώνα του 1821-1828 δημιούργησε πλήθος αγροτών με μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες. Τα λίγα εναπομείναντα «τσιφλίκια» στην Αττική και την Εύβοια δεν προκαλούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα. Αργότερα όμως, η διεύρυνση του ελληνικού κράτους με τα Επτάνησα (1864), την Άρτα και τη Θεσσαλία (1881) έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες του Κειμένου Α, στο οποίο συμπληρώνεται πως η διαμόρφωση μεγάλων γαιοκτησιών στις περιοχές αυτές κατά την περίοδο 1881-1895 αποτελούσε μια νέα κατάσταση, καθώς μέχρι εκείνη την περίοδο το ελληνικό κράτος είχε κατορθώσει να αντιμετωπίσει δραστικά κάθε σχετική προσπάθεια δημιουργίας μεγάλων γαιοκτησιών. Κατά παρόμοιο τρόπο, μάλιστα, είχε αντισταθεί και απέναντι στην καλλιέργεια του εδάφους μέσω κολλίγων, ενθαρρύνοντας τις μικρές ιδιοκτησίες και την οικογενειακή παραγωγή.
Τα «τσιφλίκια» της Θεσσαλίας αγοράστηκαν από πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού οι οποίοι , πέρα από το γεγονός ότι διατήρησαν τον αναχρονιστικό θεσμό των κολίγων, άσκησαν πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις για να κερδοσκοπήσουν από την παραγωγή του σιταριού. Επιδίωξαν δηλαδή την επιβολή υψηλών δασμών στο εισαγόμενο από τη Ρωσία σιτάρι, ώστε να μπορούν να καθορίζουν όσο το δυνατόν υψηλότερες τιμές για το εγχώριο, προκαλώντας μάλιστα μερικές φορές και τεχνητές ελλείψεις.
 
β. Η διαμόρφωση των μεγάλων γαιοκτησιών στις περιοχές της Άρτας και της Θεσσαλίας, όπως αυτό καταγράφεται στο Κείμενο Α, συνέπεσε με την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη κατά την οποία ευνοήθηκαν για πρώτη φορά οι μεγάλες γαιοκτησίες. Ο Σ. Πετμεζάς εξηγεί πως η αιτία αυτής της ευνοϊκής στάσης συνδέεται με τη διάθεση του Τρικούπη να προσελκύσει τα κεφάλαια των Ελλήνων ομογενών στη χώρα. Έτσι, ενώ κατά το παρελθόν επίδοξοι αγοραστές μεγάλων εκτάσεων ήταν κοτζαμπάσηδες και προύχοντες των επαρχιακών περιοχών, εκείνη την εποχή αγοραστές ήταν Έλληνες χρηματιστές της διασποράς, ακριβώς δηλαδή εκείνοι στους οποίους αποσκοπούσε ο τότε πρωθυπουργός. Ως εκ τούτου ο Τρικούπης φρόντισε να καλύψει από κάθε άποψη -νομική, δικαστική, οικονομική- την επιδίωξη των πλούσιων ομογενών να οδηγήσουν τη Θεσσαλία σε καθεστώς τσιφλικοποίησης. Αντίθετες, πάντως, υπήρξαν οι προθέσεις του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, πολιτικού αντιπάλου του Τρικούπη, όπως επισημαίνει ο G. Hering (Κείμενο Β). Ο Δηλιγιάννης, ήδη από την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, επιχείρησε να χορηγήσει γη στους αγρότες, να δημιουργήσει πιστωτικά ταμεία για εκείνους και να ρυθμίσει τις σχέσεις τους με τους τσιφλικάδες, χωρίς εντούτοις να επιτύχει τον στόχο του, εφόσον βρήκε αντίσταση τόσο από τους υποστηρικτές του Τρικούπη όσο και από τους μεγαλογαιοκτήμονες. Την πολιτική του Τρικούπη ακολούθησε και ο διάδοχός του, Γεώργιος Θεοτόκης, όπως αναφέρει ο Κ. Βεργόπουλος (Κείμενο Γ). Στις 9 Ιουλίου του 1899 η κυβέρνηση Θεοτόκη ψήφισε τον νόμο ΒΧΗ «Περί εξώσεως δυστροπούντων ενοικιαστών» προκειμένου να βοηθήσει τους τσιφλικάδες να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τους κολίγους. Στην πορεία, μάλιστα, επειδή οι κοινωνικές εντάσεις συνεχίζονταν και οι κολίγοι είχαν αρχίσει να αποκτούν μεγαλύτερη στήριξη από την κοινωνία, ο Θεοτόκης, όταν επανήλθε στην πρωθυπουργία, προσπάθησε το 1906 με νέο νομοσχέδιο να λειτουργήσει συμβιβαστικά περιορίζοντας εκ νέου τα δικαιώματα των κολίγων, αλλά όχι πια με τρόπο που να εξυπηρετεί πλήρως τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι και αντέδρασαν στην προσπάθειά του αυτή.
Οι πρακτικές όμως των πλούσιων ομογενών γαιοκτημόνων δημιούργησαν εντάσεις και οδήγησαν στην ψήφιση νόμων το 1907, οι οποίοι επέτρεπαν στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να απαλλοτριώνει μεγάλες ιδιοκτησίες, ώστε να μπορεί να τις διανέμει σε ακτήμονες. Η εφαρμογή τους αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση και οι τριβές που προκλήθηκαν προκάλεσαν συγκρούσεις, η πιο σημαντική από τις οποίες έγινε στο χωριό Κιλελέρ (1910). Οι εξελίξεις προχώρησαν αργά μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1913), οπότε το ζήτημα έγινε πιο περίπλοκο, καθώς μέσα στα νέα όρια της χώρας υπήρχαν πλέον και μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων.

Ιστορία Προσανατολισμού: Επανάσταση κατά του Όθωνα το 1862 (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Επανάσταση κατά του Όθωνα το 1862 (πηγές)
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται παρακάτω, να απαντήσετε στα εξής ερωτήματα:
α. Ποιοι είναι οι λόγοι που στα τέλη της δεκαετίας του 1850 οδήγησαν σε μια συνολική δυσαρέσκεια εναντίον του βασιλιά Όθωνα;
β. Με ποια αιτήματα συνδέεται αυτή η δυσαρέσκεια;
γ. Πώς και από ποιους εκφράζεται;
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Πρώτον, ο Όθων σε γενικές γραμμές είχε εξευτελίσει το συνταγματικό πολίτευμα, κυβερνώντας ουσιαστικά ως απόλυτος μονάρχης επικεφαλής μιας φιλοβασιλικής φατρίας δουλοπρεπών πολιτικών. Η αντίδραση σε αυτή τη χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος εντεινόταν ολοένα, ιδίως από τους νεότερους και με πανεπιστημιακές σπουδές πολιτικούς, των οποίων οι πολιτικές τάσεις ήταν πιο φιλελεύθερες και δημοκρατικές. Δεύτερον, η αρχική αντίδραση του Όθωνα στην κήρυξη του αγώνα για την ενοποίηση της Ιταλίας το 1859 υπονόμευσε τη δημοτικότητά του στο ευρύ κοινό και προσέφερε στους αντιπάλους του τροφή για να υποδαυλίζουν τη δυσαρέσκεια εναντίον του. Ο λαός γενικά υποστήριζε τον ιταλικό αγώνα, βλέποντας σε αυτόν να αντανακλώνται τα δικά του αλυτρωτικά όνειρα. Ο Όθων αντίθετα υποστήριζε ανοιχτά την Αυστρία στην προσπάθειά της να καταστείλει την εξέγερση των Ιταλών. Τρίτον, πολλοί Έλληνες, βλέποντας την υποστήριξη που προσέφεραν η Μ. Βρετανία και η Γαλλία στους Ιταλούς επαναστάτες, θεώρησαν ότι η αιτία για την οποία οι δυτικές μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούσαν να μη βλέπουν ευνοϊκά τον ελληνικό εθνικιστικό αγώνα ήταν ο Όθων. Τέταρτον, το ζήτημα της διαδοχής εξακολουθούσε να ταλανίζει* τον Όθωνα. Το βασιλικό ζεύγος παρέμενε άτεκνο και έτσι, σε περίπτωση θανάτου του, ο θρόνος θα περνούσε σε κάποιον από τους αδελφούς του, που όλοι τους αρνιόνταν να βαπτιστούν ορθόδοξοι και ως εκ τούτου δήλωναν ανοιχτά ότι θα αποποιούνταν και τον θρόνο. Ο Όθων εξακολουθούσε να αρνείται να αποκαλύψει ποιον θα όριζε διάδοχό του, κι έτσι το ζήτημα της διαδοχής μείωνε τη δημοτικότητά του τόσο στον ελληνικό λαό όσο και στη ρωσική κυβέρνηση, που ανησυχούσε ότι η απουσία ορθόδοξου διαδόχου θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στη θέση της Ρωσίας στην περιοχή.
 
* ταλανίζει: βασανίζει.
Th. W. Gallant, Νεότερη Ελλάδα, Από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας , μτφρ. Γ. Σκαρβέλη, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2017, σ. 130 -131.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Οι διάφορες ιδεολογικές θέσεις, τα πολιτικά προγράμματα και τα κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα συνέκλιναν λοιπόν σε μια σειρά μέτρα, από τα οποία οι αντιπολιτευόμενοι προσδοκούσαν μια εκ βάθρων αλλαγή του πολιτικού συστήματος: ελεύθερες εκλογές, γενικό εξοπλισμό ή σχηματισμό εθνοφυλακής, φορολογική μεταρρύθμιση με στόχο την ελάφρυνση των αγροτών, δημόσιες επενδύσεις υποδομής, λιτότητα και μια λιγότερο περίπλοκη διοίκηση −συνθήματα που ακούγονταν παντού όπου εκδηλωνόταν δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστικό για την κατάσταση και τον πολιτικό λόγο εκείνων των ετών είναι το γεγονός ότι το αίτημα για σεβασμό του ισχύοντος συντάγματος θεωρούνταν επαναστατικό σύνθημα!
 
G. Hering, Tα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821 -1936, τόμ. Α΄, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος , Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004, σ. 356.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Το αντιπολιτευτικό ρεύμα συνεχώς μεγάλωνε και η κατάσταση στην Αθήνα και στις επαρχίες ήταν εκρηκτική. Η δυσαρέσκεια γινόταν αισθητή και στους κόλπους του στρατού και κυρίως των αξιωματικών. [...] Σύντομα όμως άρχισαν πάλι να εκδηλώνονται αντιδυναστικές ενέργειες στην πρωτεύουσα και στις επαρχίες (Ναύπλιο, Τρίπολη, Άργος, Μεσσηνία, Λακωνία). [...] Εν τω μεταξύ η δράση των αντικαθεστωτικών μεγάλωνε και, ενώ όλα έδειχναν ότι η επανάσταση πλησίαζε, οι Βασιλείς αναχώρησαν για περιοδεία στις επαρχίες, όπου πίστευαν ότι είχαν ισχυρά ερείσματα*, ελπίζοντας έτσι να εξουδετερώσουν τις συνωμοτικές ενέργειες. Μετά την αναχώρηση του Όθωνα από την πρωτεύουσα, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Ο Ζαΐμης, ο Βούλγαρης, ο Δεληγιώργης, ο Κουμουνδούρος κ.ά., στις 11 Οκτωβρίου, με ψήφισμα, ανήγγειλαν στον ελληνικό λαό την κατάργηση της Βασιλείας. Κατέλαβαν τα Ανάκτορα, την Αστυνομία και το Πανεπιστήμιο, ενώ σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση.
 
* ερείσματα: στηρίγματα.
 
Λίνα Λούβη, «Το ελληνικό κράτος 1833 -1871», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 4, Τα Νέα-Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 22-23.
 
α. Η παρακμή των ξενικών κομμάτων συμπίπτει με την ανάδειξη μιας νέας γενιάς ανθρώπων με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και καταβολές. Οι ηγετικές προσωπικότητες των ξενικών κομμάτων είχαν βιώσει την Επανάσταση και η νοοτροπία τους, τα ιδανικά τους, οι απόψεις τους είχαν διαμορφωθεί στην προεπαναστατική περίοδο. Για την αμέσως επόμενη γενιά, η Επανάσταση ανήκε στην ιστορία. Η γενιά αυτή βίωνε ραγδαίες αλλαγές λόγω των συχνών πολιτικών μεταβολών και της οικονομικής και τεχνικής ανάπτυξης, που ακολουθούσαν πρωτόγνωρους ρυθμούς. Η οικονομική και κοινωνική μεταβολή είχαν ως συνέπεια την εκ θεμελίων μεταβολή της αντίληψης για τη ζωή. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να ζουν όπως οι πρόγονοι τους. Αυξήθηκε ο αστικός πληθυσμός, ο οποίος βρισκόταν πιο κοντά στα κέντρα λήψης αποφάσεων και είχε μεγαλύτερη δυνατότητα ενημέρωσης για τις εξελίξεις. Εντυπωσιακή ήταν επίσης και η μείωση των αναλφάβητων στον ανδρικό πληθυσμό. Η σχετικά γρήγορη διάδοση της παιδείας αύξησε τις κοινωνικές εντάσεις. Οι απαιτήσεις των ανθρώπων αυξήθηκαν. Ακόμη και οι ημιμαθείς άρχισαν να επικρίνουν τις δυσλειτουργίες του κράτους και την καθυστέρηση σε σχέση με τις χώρες της Δύσης, ενώ εντάθηκε η επιθυμία για συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Η νέα γενιά δεν είχε τις εμπειρίες της προηγούμενης (τουρκοκρατία, επανάσταση, αντιβασιλεία, βοήθεια των Δυνάμεων σε κρίσιμες στιγμές) και αποστασιοποιήθηκε από τις αντιπαραθέσεις που κυριαρχούσαν στην προηγούμενη γενιά και από τα κόμματα που τις εξέφραζαν.
Η νέα γενιά ασκούσε έντονη κριτική στους παλαιότερους και φρονούσε ότι το συνταγματικό πολίτευμα δεν μπορούσε να αναπτυχθεί, καθώς το εμπόδιζαν η Αυλή και ο ίδιος ο βασιλιάς, τον οποίο θεωρούσε πολιτικά ατάλαντο. Όπως μάλιστα επισημαίνει ο Th. Gallant (Κείμενο Α), η αντίδραση απέναντι στον τρόπο διοίκησης του Όθωνα ήταν πιο έντονη από τους νέους σε ηλικία πολιτικούς, οι οποίοι είχαν σπουδάσει και είχαν πιο δημοκρατικές αντιλήψεις. Εκείνοι αδυνατούσαν να αποδεχτούν το γεγονός πως ο Όθωνας αψηφούσε πλήρως το Σύνταγμα και διοικούσε τη χώρα σαν να ήταν ακόμη απόλυτος μονάρχης, βασιζόμενος σε «δουλοπρεπείς πολιτικούς», οι οποίοι του επέτρεπαν να ελέγχει όλο το πολιτικό σύστημα.  Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1850 έγινε φανερή μια συνολική δυσαρέσκεια μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και της δυσλειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Παραλλήλως, όπως το καταγράφει ο Th. Gallant (Κείμενο Α), πηγή δυσαρέσκειας για τους πολίτες αποτέλεσε και η αρνητική στάση του Όθωνα απέναντι στην προσπάθεια των Ιταλών να αποδεσμευτούν από τον έλεγχο της Αυστρίας και να διαμορφώσουν ένα ενιαίο εθνικό κράτος. Η επιλογή του Όθωνα να υποστηρίξει τους αυστριακούς, τη στιγμή που οι Έλληνες έβλεπαν στο κίνημα των Ιταλών έναν αγώνα αντίστοιχο με αυτόν που προσδοκούσαν να δώσουν για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών της χώρας τους, μείωσε δραστικά τη δημοτικότητα του βασιλιά. Όταν, μάλιστα, οι Έλληνες διαπίστωσαν πως η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία υποστήριζαν τον ιταλικό λαό, άρχισαν να πιστεύουν πως η απουσία στήριξης από τους δυτικούς στις δικές τους εθνικές διεκδικήσεις οφειλόταν ίσως στον ίδιο τον Όθωνα. Τέλος, σύμφωνα πάντοτε με τον Th. Gallant (Κείμενο Α), σημαντική αιτία δυσαρέσκειας των πολιτών απέναντι στον Όθωνα αποτελούσε το γεγονός πως ο βασιλιάς ήταν άτεκνος και δεν είχε ορίσει κάποιον ως διάδοχό του. Υπήρχε, έτσι, η ανησυχία πως σε περίπτωση που ο Όθωνας πέθαινε χωρίς να έχει διευθετήσει το ζήτημα αυτό, ο θρόνος θα κατέληγε σε κάποιον από τους αδελφούς του, οι οποίοι δεν είχαν την πρόθεση να τον αποδεχτούν, καθώς δεν ήθελαν να βαπτιστούν ορθόδοξοι. Η απουσία ορθόδοξου χριστιανού διαδόχου δυσαρεστούσε σημαντικά τους Έλληνες και δημιουργούσε ανησυχία ακόμη και στη Ρωσία, η οποία θεωρούσε πως η θέση της θα υπονομευόταν σε περίπτωση που δεν βρισκόταν κάποιος ορθόδοξος να διαδεχτεί τον Όθωνα.
 
β. Συγκροτήθηκαν αντιπολιτευτικοί όμιλοι με εκσυγχρονιστικά κατά κύριο λόγο αιτήματα: ελεύθερες εκλογές, φορολογική μεταρρύθμιση με στόχο την ελάφρυνση των αγροτών, κρατικές επενδύσεις σε έργα υποδομής, ίδρυση αγροτικών τραπεζών, απλούστερη διοίκηση. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τις πληροφορίες του G. Hering (Κείμενο Β), ο οποίος επιπροσθέτως συμπληρώνει την αξίωση πολιτών από διαφορετική ιδεολογική εκκίνηση και από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα να αποκτήσει η χώρα εθνοφυλακή ή έστω να υπάρξει μέριμνα για τον γενικό εξοπλισμό της, καθώς και να αναμορφωθεί το πολιτικό σύστημα προκειμένου η διοίκηση του τόπου να γίνει απλούστερη και λιγότερο δαπανηρή. Ο Hering, μάλιστα, για να τονίσει την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα την εποχή εκείνη επισημαίνει πως ακόμη και το αίτημα για σεβασμό του ισχύοντος συντάγματος εκλαμβάνονταν ως «επαναστατικό σύνθημα». Τα αιτήματα αυτά εξέφρασε σε μεγάλο βαθμό με την πολιτική του δράση ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
 
γ. Το Φεβρουάριο του 1862 η δυσαρέσκεια κατέληξε σε επανάσταση, με αίτημα την απομάκρυνση του βασιλιά. Όπως επισημαίνει η Λ. Λούβη (Κείμενο Γ), το αρνητικό κλίμα και η όξυνση της δυσαρέσκειας ήταν εμφανή, καθώς λάμβαναν χώρα αντιδυναστικές ενέργειες τόσο στην Αθήνα όσο και σε πόλεις της επαρχίας, όπως, ενδεικτικά, στο Ναύπλιο, στην Τρίπολη και στο Άργος. Το βασιλικό ζεύγος αντιλαμβανόμενο την ένταση που επικρατούσε ξεκίνησε περιοδεία στις επαρχιακές περιοχές, διότι θεωρούσε πως εκεί είχε μεγαλύτερη στήριξη και ευελπιστούσε πως θα κατόρθωνε να αποσοβήσει τις όποιες συνωμοτικές ενέργειες. Η αναχώρηση, ωστόσο, του Όθωνα αποτέλεσε το έναυσμα για την ταχύτερη εξέλιξη των γεγονότων, καθώς δόθηκε η ευκαιρία σε πολιτικούς της πρωτεύουσας, όπως ήταν ο Κουμουνδούρος, ο Ζαΐμης, ο Βούλγαρης και ο Δεληγιώργης, να καταλάβουν τα Ανάκτορα, το Πανεπιστήμιο και την Αστυνομία, καθώς και να σχηματίσουν προσωρινή κυβέρνηση. Με ψήφισμά τους, μάλιστα, την 11η Οκτωβρίου 1862, ενημέρωσαν τους πολίτες για την κατάργηση της Βασιλείας. Στην επανάσταση συμμετείχαν κατά κύριο λόγο αξιωματικοί, πληροφορία που επιβεβαιώνεται και από τη Λ. Λούβη (Κείμενο Γ), άνεργοι απόφοιτοι πανεπιστημίου που δεν ήθελαν να εργαστούν στους κλάδους της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής και αισθάνονταν κοινωνικά αδικημένοι. Συμμετείχαν ακόμη και πολλά άτομα ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία ζητούσαν ευκαιρίες για ενεργότερη συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Στις 12 Οκτωβρίου 1862 ο Όθων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα.
 

Ιστορία Προσανατολισμού: Η εξέλιξη της ελληνικής ναυτιλίας από το 1840 (πηγές)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Peter Adams 

 
Ιστορία Προσανατολισμού: Η εξέλιξη της ελληνικής ναυτιλίας από το 1840 (πηγές)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να παρουσιάσετε την εξέλιξη της ελληνικής ναυτιλίας από το 1840 έως και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Αριθμός πλοίων υπό ελληνική σημαία, 1855-1914
 

Έτος

 

Ιστιοφόρα

 

Ατμόπλοια

1855

 

1.525

 

0

1858

 

1.254

 

0

1874

 

1.518

 

20

1887

 

859

 

82

1896

 

718

 

127

1914

 

78

 

407

 
Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017, σ. 110.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Κατά την περίοδο 1830-1860 η ελληνική ναυτιλία ανασυγκροτείται από τα δεινά του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς στη βάση της τεχνογνωσίας, των κεφαλαίων και της εμπειρίας που ήδη διαθέτει. […] Υπολογίστηκε ότι το 1870 τα […] ποντοπόρα πλοία ελληνικής ιδιοκτησίας είχαν σχεδόν όλα κατασκευαστεί στα νησιά και τα λιμάνια του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους. Η πρώτη αυτή περίοδος έχει αποκληθεί χιώτικη φάση, εξαιτίας του μείζονος ρόλου που έπαιξαν οι χιώτες επιχειρηματίες στις εμποροναυτιλιακές επιχειρήσεις. Είναι πράγματι η εποχή της ενδυνάμωσης των επιχειρηματικών οίκων των Ράλλη, Ροδοκανάκη, Πετροκόκκινου, Σκυλίτση κ.ά., οι οποίοι θα αναπτυχθούν σε διεθνή κλίμακα συνδυάζοντας τις εμπορικές, τις πιστωτικές και τις ναυτιλιακές δραστηριότητες.
 
Κώστας Κωστής, «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας»: Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015, σ. 401-402.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Η ανάπτυξη του ελληνικού ατμοκίνητου στόλου συνέπεσε με την έξοδο της παγκόσμιας οικονομίας από τη μεγάλη ύφεση των ετών 1873-1896. Μια θεαματική αύξηση σημειώθηκε […] το 1899-1902, περίοδος που σύμφωνα με τους παλαιότερους ιστορικούς σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Σε μια περίοδο μακροπρόθεσμης ανοδικής τάσης του διεθνούς εμπορίου και των μεταφορών, μια ξαφνική πρόσθετη ζήτηση χωρητικότητας […] δεν μπόρεσε να καλυφθεί από τα αργούντα πλοία1 και προκάλεσε απότομη άνοδο του επιπέδου των ναύλων. Οι πλοιοκτήτες που διέθεταν την κατάλληλη υποδομή στράφηκαν στις επικερδέστερες διαδρομές, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους Έλληνες εφοπλιστές, σε διαδρομές με χαμηλότερους ναύλους, όπως η Μαύρη Θάλασσα και η Μεσόγειος.
 
1 αργούντα πλοία: τα πλοία που δεν συμμετείχαν σε ναυτικές δραστηριότητες
 
Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Η μπελ επόκ του κεφαλαίου: Από την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου μέχρι την κατάρρευση του προπολεμικού διεθνούς οικονομικού συστήματος» στο: Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας,1900-1940, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σ. 245
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Στη διάρκεια των συγκρούσεων, κατά τη δεκαετία της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830), ο ελληνικός εμπορικός στόλος μετατράπηκε σε πολεμικό, οι δρόμοι του εμπορίου έκλεισαν και τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα γνώρισαν την καταστροφή (Ψαρά, Γαλαξίδι) ή την παρακμή. Από την ακμάζουσα προεπαναστατική ναυτιλία απέμειναν λίγα πράγματα. Το κυριότερο από αυτά ήταν η προδιάθεση για τη θάλασσα και η γνώση των ναυτικών υποθέσεων. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Κ. Κωστής (Κείμενο Β), τα χρόνια από το 1830 μέχρι το 1860 αποτελούν περίοδο κατά την οποία οι Έλληνες αξιοποιούν τις γνώσεις, την εμπειρία και τα υπάρχοντα κεφάλαιά τους προκειμένου όχι μόνο να αναπληρώσουν τις απώλειες που γνώρισε η ναυτιλία κατά τη διάρκεια του Αγώνα, αλλά και για να ενισχύσουν την ανάπτυξή της. Το 1855, πάντως, είκοσι πέντε δηλαδή χρόνια μετά το τέλος του Αγώνα, όπως αυτό προκύπτει από τον πίνακα (Κείμενο Α), ο ελληνικός στόλος αριθμούσε 1.525 ιστιοφόρα πλοία.
Στο ελληνικό κράτος, στη θέση των παλιών κέντρων που παρήκμασαν, αναδείχθηκαν νέα. Το πιο σημαντικό απ’ αυτά ήταν η Σύρος, η οποία στη διάρκεια της Επανάστασης δέχθηκε κύματα προσφύγων, κυρίως από τη Χίο. Η στρατηγική θέση του νησιού, στο κέντρο του Αιγαίου και πάνω ακριβώς στις διαδρομές που συνέδεαν τα Στενά και τη Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου, συνέβαλε στη δημιουργία ισχυρότατου -όχι μόνο για τα ελληνικά μέτρα- ναυτιλιακού κέντρου. Η Σύρος, όπως και άλλα νησιά και λιμάνια του Αιγαίου και του Ιονίου, σύμφωνα με τον Κ. Κωστή (Κείμενο Β), διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και στη ναυπήγηση πλοίων, εφόσον τουλάχιστον κατά το 1870 το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στόλου είχε κατασκευαστεί σε αυτές τις περιοχές. Στην ανάπτυξη αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η δυναμική παρουσία και δραστηριότητα των ελληνικών παροικιών στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής: στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στις εκβολές του Δούναβη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αργότερα στην Αίγυπτο. Παραλλήλως, σημαντική υπήρξε κατά το αρχικό αυτό διάστημα, σύμφωνα με τον Κ. Κωστή (Κείμενο Β),  η προσφορά επιχειρηματιών από τη Χίο, οι οποίοι ενίσχυσαν την ελληνική εμπορική ναυτιλιακή δραστηριότητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε η σχετική περίοδος ονομάστηκε χιώτικη. Ορισμένες, μάλιστα, οικογένειες πλούσιων επιχειρηματιών του νησιού κατόρθωσαν να εξαπλώσουν τη δραστηριότητά τους σε διεθνές επίπεδο ασχολούμενοι συνδυαστικά με εμπορικές, πιστωτικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι επιχειρηματικοί οίκοι των Ράλλη, Ροδοκανάκη, Πετροκόκκινου και Σκυλίτση.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η ελληνική ναυτιλία, παρά τις περιόδους κρίσης που πέρασε και παρά τον ανταγωνισμό των υψηλού κόστους και τεχνικών απαιτήσεων ατμοπλοίων, ακολούθησε ανοδική πορεία. Ο αριθμός και η χωρητικότητα των πλοίων της δεν έπαυαν να αυξάνουν. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1866 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους. Ας σημειωθεί, βέβαια, πως σύμφωνα με τον πίνακα (Κείμενο Α) το 1858 η Ελλάδα διέθετε 1.254 ιστιοφόρα, αλλά κανένα ατμόπλοιο ακόμη. Η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν αυτονόητη. Υπήρξαν έντονες αυξομειώσεις στην περίοδο κατά την οποία τα ελληνικά ιστιοφόρα αντικαταστάθηκαν από ατμόπλοια. Το ίδιο χρονικό διάστημα πολλά από τα εθνικά δημόσια έργα έγιναν για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Κατασκευάστηκαν λιμάνια και δημιουργήθηκε ένα σύστημα φάρων, που έκανε πολύ ασφαλέστερη τη ναυσιπλοΐα στις ελληνικές θάλασσες.
Οι πρωτοβουλίες και οι συγκροτημένες προσπάθειες για την είσοδο της ελληνικής ναυτιλίας στην εποχή του ατμού ξεκίνησαν μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον πίνακα (Κείμενο Α) το 1874 πλάι στα 1.518 ιστιοφόρα της η Ελλάδα έχει αποκτήσει και τα πρώτα 20 ατμόπλοιά της. Τα κεφάλαια που χρειάζονταν για την κατασκευή ή την αγορά και τη συντήρηση των ατμοπλοίων ήταν σημαντικά, με αποτέλεσμα να ανατραπούν οι παραδοσιακές εφοπλιστικές σχέσεις που ίσχυαν για τα ιστιοφόρα και να αναζητηθούν κεφάλαια μέσω εταιρειών και ισχυρών επιχειρηματικών σχημάτων. Το κράτος, οι τράπεζες (η Εθνική Τράπεζα ιδιαίτερα) και οι εκτός συνόρων ομογενείς συμμετείχαν ενεργά σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες. Παρ’ όλα αυτά, η περιορισμένη διαθεσιμότητα κεφαλαίων και ο αυξημένος επιχειρηματικός κίνδυνος ανέστειλαν την ανάπτυξη της ελληνικής ατμοπλοΐας. Το ξεκίνημα της απόκτησης ατμόπλοιων από τους Έλληνες, σύμφωνα με τον Χ. Χατζηιωσήφ (Κείμενο Γ), συνέπεσε χρονικά με την περίοδο κατά την οποία η παγκόσμια οικονομία εξερχόταν από μια σημαντική και παρατεταμένη περίοδο κάμψης (1873-1896). Καθώς η διεθνής οικονομία αποκτά εντυπωσιακή δυναμική στο διάστημα μεταξύ 1899-1902 η ελληνική εμπορική ναυτιλία βρίσκει τη ζητούμενη ευκαιρία για να αναδειχθεί. Με δεδομένη την συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση χωρητικότητας για τη μεταφορά εμπορευμάτων λόγω της ενίσχυσης του διεθνούς εμπορίου και λόγω της αδυναμίας των αργούντων πλοίων να καλύψουν το σχετικό κενό, το κόστος των μεταφορών αυξήθηκε σημαντικά, προσελκύοντας εκείνους τους πλοιοκτήτες που μπορούσαν να καλύψουν τις μεγάλες υπερπόντιες διαδρομές. Κατ’ αυτό τον τρόπο, όμως, άφησαν την περιοχή της Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας, που είχε χαμηλότερο κόστος μεταφορών, στους Έλληνες εφοπλιστές, οι οποίοι και εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία. Έτσι,  η παρουσία της ελληνικής ατμοπλοΐας άρχισε να γίνεται αισθητή μόλις την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1890 έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912. Με τα στοιχεία του πίνακα (Κείμενο Α), γίνεται σαφέστερα αντιληπτός ο ρυθμός αύξησης των ατμόπλοιων. Από 191 το 1890 τα ατμόπλοια αυξάνονται σε 127 το 1896 και από 389 το 1912 φτάνουν τα 407 το 1914.  Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε στην κυριαρχία Ελλήνων επιχειρηματιών στις μεταφορές στην περιοχή του Δέλτα του Δούναβη αλλά και στην κίνηση στο ίδιο το ποτάμι.
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, οι καταστροφές που προκάλεσε αλλά και οι μεγάλες οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που έφερε στα κράτη του Ευξείνου Πόντου, μετέβαλαν για μια ακόμα φορά τα δεδομένα. Το 1919 ο ελληνικός εμπορικός στόλος είχε υποδιπλασιαστεί, σε σχέση με το 1914. Στην ουσία χρειάστηκε μια νέα αρχή. 

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...