Frank Ramspott
Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Το πρώτο ενωτικό Ψήφισμα των Κρητών (επεξεργασία πηγών)
Με
βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας
δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στις διεθνείς εξελίξεις του 1908 που
επηρέασαν την πορεία του Κρητικού Ζητήματος
(μονάδες 4) και στις σχετικές
αντιδράσεις των Κρητών, (μονάδες 8)
β. στις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων
και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Τουρκίας) που προκάλεσαν οι ενέργειες των
Κρητών. (μονάδες 13)
Μονάδες 25
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Χειρόγραφη προκήρυξη του Ελευθερίου Βενιζέλου:
Τρίτη μεσονύκτιον 22 Σεπτεμβρίου 1908
Αγαπητοί συμπατριώται,
Της Βουλγαρίας ανακηρυχθείσης εις Βασίλειον, ανάγκη αμέσως αύριον να κηρύξωμεν και ημείς την ένωσιν. Παραλάβατε όσους περισσοτέρους δύνασθε αόπλους και έλθετε αύριον εις Χανιά έως τας 2 μ.μ.
Ζήτω το Έθνος, ζήτω η ένωσις.
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Διάγγελμα της Κυβερνήσεως της Κρήτης:
Προς τον Λαόν της Κρήτης
Αγαπητοί συμπατριώται,
Ιερόν καθήκον επέβαλεν και εις τον λαόν και εις την κυβέρνησιν να λύσωσι και τον τελευταίον δεσμόν τον κωλύοντα την πλήρη ανεξαρτησίαν της αγαπητής μας πατρίδος και να κηρύξωμεν την ένωσιν της Κρήτης μετά της Μητρός Ελλάδος. Τα κωλύματα, άτινα παρενεβάλλοντο μέχρι τούδε εις την αγαθήν θέλησιν των Προστατίδων Δυνάμεων, [...] ήρθησαν εντελώς, διότι από προχθές ο τηλέγραφος μας ανήγγελεν ότι η μεν Βουλγαρία ανεκηρύχθη εις ανεξάρτητον Βασίλειον, η δε Βοσνία και Ερζεγοβίνη προσαρτάται εις την Αυστροουγγαρίαν. [...]
Εναπόκειται ήδη εις πάντας ημάς να δείξωμεν ότι είμεθα άξιοι του μεγάλου επιτελεσθέντος βήματος, τηρούντες μετά ζήλου την δημοσίαν τάξιν και περιφρουρούντες μετά πατρικής μερίμνης τα συμφέροντα των συμπατριωτών μας Μουσουλμάνων.
Έχομεν ακράδαντον πεποίθησιν ότι ο Κρητικός Λαός, ο οποίος εις τας κρισίμους περιστάσεις ανεφάνη πάντοτε πιστός εκτελεστής του καθήκοντός του δεν θα υστερήση σήμερον τούτου.
ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
Το Ενωτικό Ψήφισμα της Κυβερνήσεως της Κρήτης:
Η Κυβέρνησις της Κρήτης, διερμηνεύουσα
το αναλλοίωτον φρόνημα του Κρητικού Λαού, κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης
και την ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ’ αυτής αποτελέση αδιαίρετον και
αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον. [...]
Εντέλλεται εις τας Αρχάς της νήσου, όπως, συμφώνως τω Ψηφίσματι τούτω, εξακολουθήσωσι ν’ ασκώσι τα καθήκοντα της υπηρεσίας των.
Εγένετο εν Χανίοις τη 24η Σεπτεμβρίου 1908.
Ιστορία Γ΄ Λυκείου: Το πρώτο ενωτικό Ψήφισμα των Κρητών (επεξεργασία πηγών)
Χειρόγραφη προκήρυξη του Ελευθερίου Βενιζέλου:
Αγαπητοί συμπατριώται,
Της Βουλγαρίας ανακηρυχθείσης εις Βασίλειον, ανάγκη αμέσως αύριον να κηρύξωμεν και ημείς την ένωσιν. Παραλάβατε όσους περισσοτέρους δύνασθε αόπλους και έλθετε αύριον εις Χανιά έως τας 2 μ.μ.
Ζήτω το Έθνος, ζήτω η ένωσις.
Διάγγελμα της Κυβερνήσεως της Κρήτης:
Αγαπητοί συμπατριώται,
Ιερόν καθήκον επέβαλεν και εις τον λαόν και εις την κυβέρνησιν να λύσωσι και τον τελευταίον δεσμόν τον κωλύοντα την πλήρη ανεξαρτησίαν της αγαπητής μας πατρίδος και να κηρύξωμεν την ένωσιν της Κρήτης μετά της Μητρός Ελλάδος. Τα κωλύματα, άτινα παρενεβάλλοντο μέχρι τούδε εις την αγαθήν θέλησιν των Προστατίδων Δυνάμεων, [...] ήρθησαν εντελώς, διότι από προχθές ο τηλέγραφος μας ανήγγελεν ότι η μεν Βουλγαρία ανεκηρύχθη εις ανεξάρτητον Βασίλειον, η δε Βοσνία και Ερζεγοβίνη προσαρτάται εις την Αυστροουγγαρίαν. [...]
Εναπόκειται ήδη εις πάντας ημάς να δείξωμεν ότι είμεθα άξιοι του μεγάλου επιτελεσθέντος βήματος, τηρούντες μετά ζήλου την δημοσίαν τάξιν και περιφρουρούντες μετά πατρικής μερίμνης τα συμφέροντα των συμπατριωτών μας Μουσουλμάνων.
Έχομεν ακράδαντον πεποίθησιν ότι ο Κρητικός Λαός, ο οποίος εις τας κρισίμους περιστάσεις ανεφάνη πάντοτε πιστός εκτελεστής του καθήκοντός του δεν θα υστερήση σήμερον τούτου.
Το Ενωτικό Ψήφισμα της Κυβερνήσεως της Κρήτης:
Εντέλλεται εις τας Αρχάς της νήσου, όπως, συμφώνως τω Ψηφίσματι τούτω, εξακολουθήσωσι ν’ ασκώσι τα καθήκοντα της υπηρεσίας των.
Εγένετο εν Χανίοις τη 24η Σεπτεμβρίου 1908.
Στέλλα Κ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική
προκήρυξη της 22 Σεπτεμβρίου 1908, Συμβολή στην Κρητική Ιστορία της περιόδου
της Αυτονομίας, Αθήνα 1982, σ. 71 και 89-90, στο Θέματα Νεοελληνικής
Ιστορίας, Γ΄ Λυκείου, βιβλίο καθηγητή.
ΚΕΙΜΕΝΟ Δ
Η αντίδραση των προστάτιδων Δυνάμεων απέναντι στην επαναστατική πρωτοβουλία του κρητικού λαού δεν ήταν απόλυτα αρνητική. Οι τέσσερις κυβερνήσεις, μετά από ολιγοήμερες διαβουλεύσεις, έσπευδαν να τονίσουν ότι «δεν θα απείχον του να αποβλέψουν μετ’ ευμενείας προς την συζήτησιν του ζητήματος τούτου μετά της Τουρκίας, εάν η τάξις διατηρηθή εν τη νήσω και εξασφαλισθή η προστασία του μουσουλμανικού πληθυσμού». [...] Οι Νεότουρκοι εθνικιστές, μετά την αναγκαστική υποχώρηση απέναντι στη Βουλγαρία (:ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο βασίλειο) και στην Αυστρο-Ουγγαρία (:προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης), αναζητούσαν στη ματαίωση της ενωτικής λύσεως το έρεισμα μιας πρώτης διπλωματικής επιτυχίας. [...] Πίσω από την παράταση των διαπραγματεύσεων δεν ήταν πλέον δύσκολο να διαφανεί η επιφυλακτικότητα αρχικά και η υπαναχώρηση στη συνέχεια των προστάτιδων Δυνάμεων. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, η Τουρκία έκρινε σκόπιμο να ζητήσει και την πλήρη διευκρίνιση των ευρωπαϊκών προθέσεων. [...]
Η ουσιαστική εντούτοις απεμπόληση της διαπραγματευτικής διαδικασίας με άμεσο στόχο την ένωση δεν ανέστειλε την εφαρμογή της αποφάσεως των Δυνάμεων να αποσύρουν από τη Μεγαλόνησο τα υπόλοιπα στρατεύματά τους. [...] Στις 30 Ιουνίου οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων συνόδευαν την επαναβεβαίωση της 24ης Ιουλίου 1909 σαν ημέρα αποχωρήσεως των τελευταίων αγημάτων τους, με την εξαγγελία της σταθερής τους προθέσεως να προστατεύσουν, αν παραστεί ανάγκη, τη μουσουλμανική μειονότητα και να διαφυλάξουν πιστά την έννομη τάξη και τα επικυριαρχικά δικαιώματα του σουλτάνου.
Κ. Σβολόπουλος, «Η Κρητική Πολιτεία από
το 1899 ως το 1909», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΔ΄,
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σ. 214-215.
Ενδεικτική
απάντηση
α) Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα ήρθαν το 1908 να ταράξουν πάλι την πορεία των κρητικών πραγμάτων: η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με ταυτόχρονη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη υπέδειξε στους Κρήτες την ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων, για την κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Άμεση, μάλιστα, όπως προκύπτει από τη χειρόγραφη προκήρυξή του (Κείμενο Α), ήταν και η αντίδραση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος αργά τη νύχτα στις 22 Σεπτεμβρίου 1908 καλούσε τους συντοπίτες του να εκμεταλλευτούν αμέσως την ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, για να κηρύξουν κι εκείνοι την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Σύμφωνα με την πρόταση του Βενιζέλου, θα έπρεπε να συγκεντρωθούν όσο γίνεται περισσότεροι άοπλοι πολίτες στα Χανιά, μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας, ώστε να διακηρυχθεί η ένωση στο πλαίσιο μιας ειρηνικής λαϊκής συγκέντρωσης. Όπως διαφαίνεται, άλλωστε, από το Διάγγελμα της Κυβερνήσεως της Κρήτης (Κείμενο Β), οι εξελίξεις στη Βουλγαρία, όπως και η κίνηση της Αυστρίας, προσέφεραν στους Κρητικούς τη ζητούμενη ευκαιρία για να διακηρύξουν την ένωση με την Ελλάδα, εφόσον θεωρούσαν πως τα διεθνή αυτά γεγονότα θα επέτρεπαν στις Μεγάλες Δυνάμεις τη δυνατότητα να εφαρμόσουν ελεύθερα τη ευμενή για την Κρήτη βούλησή τους. Η Κυβέρνηση της Κρήτης ήταν έτοιμη να αποκηρύξει την οθωμανική επικυριαρχία, λάμβανε, όμως, σοβαρά υπόψη της την ανάγκη να διατηρηθεί η δημόσια τάξη και να μην υπάρξουν περιστατικά βίας εις βάρος της μουσουλμανικής κοινότητας, τονίζοντας εξαρχής τη σημασία αυτής της βασικής προϋπόθεσης και καλώντας τους πολίτες του νησιού να τη σεβαστούν. Σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά εγκρίθηκε ομόφωνα το πρώτο ψήφισμα της ένωσης και η Κρητική Κυβέρνηση εξέδωσε με τη σειρά της επίσημο Ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908). Σύμφωνα με το Ενωτικό Ψήφισμα (Κείμενο Γ), η Κυβέρνηση της Κρήτης δρούσε ακολουθώντας την πάγια και απαράλλακτη θέληση του κρητικού λαού για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ώστε να συναποτελέσουν ένα ενιαίο και «αδιάσπαστο» Συνταγματικό Βασίλειο. Οι αρχές του νησιού, πάντως, λάμβαναν την εντολή να συνεχίσουν κανονικά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Για την επίσημη έναρξη της νέας
περιόδου της πολιτικής ζωής στην Κρήτη, σχηματίστηκε προσωρινή διακομματική
Κυβέρνηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση, για να μην προκαλέσει διεθνείς περιπλοκές με
την αντίδραση της Τουρκίας, απέφυγε να αναγνωρίσει επίσημα την ένωση και
περιορίστηκε σε παρασκηνιακές οδηγίες στη νέα Προσωρινή Κυβέρνηση της Κρήτης.
β) Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της
Τουρκίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν αντέδρασαν δυναμικά και φάνηκαν να
αποδέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις. Σύμφωνα
με τις σχετικές πληροφορίες του Κειμένου Δ, ενώ οι κυβερνήσεις των τεσσάρων
Μεγάλων Δυνάμεων ύστερα από ολιγοήμερες μεταξύ τους διασκέψεις δήλωναν πως δεν
είχαν αντίρρηση να συζητήσουν το ζήτημα της Ένωσης με την Τουρκία, υπό την
αναγκαία προϋπόθεση πως θα εξασφαλιζόταν η προστασία των Μουσουλμάνων του νησιού,
η αντίδραση της Τουρκίας ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. Οι σημαντικές υποχωρήσεις
που είχαν γίνει απέναντι στη Βουλγαρία και την Αυστρία εξωθούσαν τους Νεότουρκους
εθνικιστές στην αναζήτηση μιας διπλωματικής επιτυχίας, την οποία πίστευαν πως
θα μπορούσαν να πετύχουν ματαιώνοντας τις όποιες σκέψεις για την ένωση της Κρήτης
με την Ελλάδα. Έτσι, παρά την αρχικώς διαφαινόμενη πρόθεση συναίνεσης των Μεγάλων
Δυνάμεων, υπό τη συνεχή πίεση της Τουρκίας και καθώς παρατείνονταν οι
διαπραγματεύσεις γινόταν φανερή η μεταστροφή του κλίματος και η αλλαγή στη στάση
τους απέναντι στο θέμα της ένωσης. Η Τουρκία, μάλιστα, αναγνωρίζοντας την κατάσταση
αυτή ζήτησε από τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις να αποσαφηνίσουν πλήρως τις προθέσεις τους.
Δεν προχώρησαν, έτσι, οι Μεγάλης Δυνάμεις σε καμιά επίσημη αναίρεση του
πολιτικού καθεστώτος, όπως το είχαν υπογράψει το 1898. Ωστόσο, όπως τονίζεται από τον Κωνσταντίνο Σβολόπουλο (Κείμενο Δ),
το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις έπαψαν να αποσκοπούν στην επιλογή της ένωσης
δεν απέτρεψε τις Μεγάλες Δυνάμεις από το να υλοποιήσουν την ειλημμένη απόφασή τους
να αποσύρουν από την Κρήτη τα στρατεύματά τους. Έτσι, στις 30 Ιουνίου οι εκπρόσωποι
των Δυνάμεων δήλωναν πως η 24η Ιουλίου 1909 θα αποτελούσε τη μέρα
κατά την οποία θα εγκατέλειπαν το νησί και τα τελευταία αγήματά τους. Η δήλωση
αυτή, πάντως, συνοδευόταν από την υπενθύμιση πως σταθερή πρόθεσή τους παρέμενε
η διαφύλαξη της ασφάλειας των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας, της έννομης
τάξης, αλλά και των επικυριαρχικών δικαιωμάτων του σουλτάνου. Για τον λόγο αυτό,
όταν υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά η ελληνική σημαία, οι Μ. Δυνάμεις απαίτησαν
αμέσως την υποστολή της. Η Κυβέρνηση της Κρήτης δεν υπάκουσε και παραιτήθηκε.
Και καθώς δεν βρέθηκε Κρητικός να υποστείλει την ελληνική σημαία, οι Μ.
Δυνάμεις αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα, το οποίο απέκοψε τον ιστό της.
Το πολιτικό κενό στη διακυβέρνηση της
Κρήτης μετά την παραίτηση της Προσωρινής Κυβέρνησης καλύφθηκε με προσωρινά
κυβερνητικά σχήματα, έως τις εκλογές του Μαρτίου 1910. Το κόμμα του Ελ.
Βενιζέλου πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση δύο μήνες αργότερα (17 Μαΐου
1910). Για το Κρητικό Ζήτημα άνοιγε μια νέα περίοδος, κατά την οποία ο κύριος
διαχειριστής του ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε οριστικά επιβληθεί ως η
κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στην Κρήτη.
Η αντίδραση των προστάτιδων Δυνάμεων απέναντι στην επαναστατική πρωτοβουλία του κρητικού λαού δεν ήταν απόλυτα αρνητική. Οι τέσσερις κυβερνήσεις, μετά από ολιγοήμερες διαβουλεύσεις, έσπευδαν να τονίσουν ότι «δεν θα απείχον του να αποβλέψουν μετ’ ευμενείας προς την συζήτησιν του ζητήματος τούτου μετά της Τουρκίας, εάν η τάξις διατηρηθή εν τη νήσω και εξασφαλισθή η προστασία του μουσουλμανικού πληθυσμού». [...] Οι Νεότουρκοι εθνικιστές, μετά την αναγκαστική υποχώρηση απέναντι στη Βουλγαρία (:ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο βασίλειο) και στην Αυστρο-Ουγγαρία (:προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης), αναζητούσαν στη ματαίωση της ενωτικής λύσεως το έρεισμα μιας πρώτης διπλωματικής επιτυχίας. [...] Πίσω από την παράταση των διαπραγματεύσεων δεν ήταν πλέον δύσκολο να διαφανεί η επιφυλακτικότητα αρχικά και η υπαναχώρηση στη συνέχεια των προστάτιδων Δυνάμεων. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, η Τουρκία έκρινε σκόπιμο να ζητήσει και την πλήρη διευκρίνιση των ευρωπαϊκών προθέσεων. [...]
Η ουσιαστική εντούτοις απεμπόληση της διαπραγματευτικής διαδικασίας με άμεσο στόχο την ένωση δεν ανέστειλε την εφαρμογή της αποφάσεως των Δυνάμεων να αποσύρουν από τη Μεγαλόνησο τα υπόλοιπα στρατεύματά τους. [...] Στις 30 Ιουνίου οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων συνόδευαν την επαναβεβαίωση της 24ης Ιουλίου 1909 σαν ημέρα αποχωρήσεως των τελευταίων αγημάτων τους, με την εξαγγελία της σταθερής τους προθέσεως να προστατεύσουν, αν παραστεί ανάγκη, τη μουσουλμανική μειονότητα και να διαφυλάξουν πιστά την έννομη τάξη και τα επικυριαρχικά δικαιώματα του σουλτάνου.
α) Δύο μεγάλα εξωτερικά γεγονότα ήρθαν το 1908 να ταράξουν πάλι την πορεία των κρητικών πραγμάτων: η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με ταυτόχρονη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη υπέδειξε στους Κρήτες την ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων, για την κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Άμεση, μάλιστα, όπως προκύπτει από τη χειρόγραφη προκήρυξή του (Κείμενο Α), ήταν και η αντίδραση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος αργά τη νύχτα στις 22 Σεπτεμβρίου 1908 καλούσε τους συντοπίτες του να εκμεταλλευτούν αμέσως την ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, για να κηρύξουν κι εκείνοι την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Σύμφωνα με την πρόταση του Βενιζέλου, θα έπρεπε να συγκεντρωθούν όσο γίνεται περισσότεροι άοπλοι πολίτες στα Χανιά, μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας, ώστε να διακηρυχθεί η ένωση στο πλαίσιο μιας ειρηνικής λαϊκής συγκέντρωσης. Όπως διαφαίνεται, άλλωστε, από το Διάγγελμα της Κυβερνήσεως της Κρήτης (Κείμενο Β), οι εξελίξεις στη Βουλγαρία, όπως και η κίνηση της Αυστρίας, προσέφεραν στους Κρητικούς τη ζητούμενη ευκαιρία για να διακηρύξουν την ένωση με την Ελλάδα, εφόσον θεωρούσαν πως τα διεθνή αυτά γεγονότα θα επέτρεπαν στις Μεγάλες Δυνάμεις τη δυνατότητα να εφαρμόσουν ελεύθερα τη ευμενή για την Κρήτη βούλησή τους. Η Κυβέρνηση της Κρήτης ήταν έτοιμη να αποκηρύξει την οθωμανική επικυριαρχία, λάμβανε, όμως, σοβαρά υπόψη της την ανάγκη να διατηρηθεί η δημόσια τάξη και να μην υπάρξουν περιστατικά βίας εις βάρος της μουσουλμανικής κοινότητας, τονίζοντας εξαρχής τη σημασία αυτής της βασικής προϋπόθεσης και καλώντας τους πολίτες του νησιού να τη σεβαστούν. Σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά εγκρίθηκε ομόφωνα το πρώτο ψήφισμα της ένωσης και η Κρητική Κυβέρνηση εξέδωσε με τη σειρά της επίσημο Ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908). Σύμφωνα με το Ενωτικό Ψήφισμα (Κείμενο Γ), η Κυβέρνηση της Κρήτης δρούσε ακολουθώντας την πάγια και απαράλλακτη θέληση του κρητικού λαού για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ώστε να συναποτελέσουν ένα ενιαίο και «αδιάσπαστο» Συνταγματικό Βασίλειο. Οι αρχές του νησιού, πάντως, λάμβαναν την εντολή να συνεχίσουν κανονικά την άσκηση των καθηκόντων τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου