Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Προσανατολισμού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Προσανατολισμού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιστορία Προσανατολισμού: Η διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων (επεξεργασία πηγής)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Bess Hamiti
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Η διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων (επεξεργασία πηγής)
 
Κείμενο I
Η κρίση στις σχέσεις αυτοχθόνων και ετεροχθόνων
 
Στα 1844 (...) για πρώτη φορά περιγράφονται με κάποια ακρίβεια τα διακυβευόμενα. Στο τρίτο άρθρο του Συντάγματος (...) επρόκειτο πάλι για τον καθορισμό των ιδιοτήτων του Έλληνα πολίτη, που όμως τώρα, στη συζήτηση, συγχεόταν με τον ορισμό των προσόντων του Έλληνα δημοσίου υπαλλήλου. Η σύγχυση υπαινίσσεται το κύριο πρακτικό όφελος που έμοιαζε να έχει για πολλούς ο τίτλος του πολίτη. Το θέμα ήταν να αποδειχθεί σε ποιους χρωστούσε το ελληνικό κράτος μια θέση στη δημοσιοϋπαλληλία.
Στη συζήτηση ο άξονας αναφοράς είναι κοινός για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη: είναι το 1821, που οι μεν ετεροχθονιστές εξαίρουν ως επανάσταση όλης της ελληνικής φυλής, απέναντι στην οποία η Ελλάδα έχει αναλάβει ορισμένες δεσμεύσεις. Ενώ οι αυτοχθονιστές επιμένουν στα πράγματα (...). Γι’ αυτούς δεν ενδιέφεραν οι αρχικές προθέσεις, αλλά το γεγονός ότι η επανάσταση εντοπίστηκε έτσι κι αλλιώς στον ελλαδικό χώρο, και συνεπώς η ίδια η ύπαρξη του κράτους οφειλόταν στις υπηρεσίες των κατοίκων αυτού του χώρου. Και ενώ οι πρώτοι είχαν την άνεση να κινηθούν στα λίγο ή πολύ γνωστά πλαίσια της επαναστατικής συνθηματολογίας, η επιχειρηματολογία των δεύτερων αποτελούσε ακριβώς παρέκκλιση από την αναδρομική αυτή ομοψυχία.
 
Έλλη Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, Αθήνα 1988, σσ. 51-52.
 
Κείμενο II
Τελικά, όπως συνέβη και με άλλα θέματα, η λύση του προβλήματος αυτού αντιπροσώπευε συμβιβασμό ανάμεσα στις θέσεις των μετριοπαθών και των ακραίων φιλελεύθερων. Μολονότι οι αυτόχθονες πέτυχαν να περιορίσουν τον ορισμό της ελληνικής ιθαγένειας, ο Μαυροκορδάτος κατόρθωσε να μην ενταχθεί ο προσδιορισμός αυτός στο Σύνταγμα αλλά σε ειδική κατηγορία νόμων, στα «Ψηφίσματα». Επίσης, πέτυχε, σε συνεργασία με τον Κωλέττη, να αλλοιώσει το μέτρο με μια σειρά από επεξηγήσεις, που στο σύνολό τους διεύρυναν τον προσδιορισμό του αυτόχθονος. Έτσι στους αυτόχθονες συμπεριλαμβάνονταν, εκτός από τους κατοίκους των περιοχών που είχαν αποτελέσει το ελληνικό βασίλειο το 1832, όλοι όσοι είχαν λάβει μέρος σε επαναστατικές ενέργειες σε οποιοδήποτε μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας και είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα ως το 1827. Επίσης, αν και αποκλείονταν από τις δημόσιες υπηρεσίες όσοι δε συμπεριλαμβάνονταν στις παραπάνω κατηγορίες, εξαιρούνταν εκείνοι που υπηρετούσαν στο στρατό, στο ναυτικό, στην προξενική υπηρεσία και στην εκπαίδευση. Τέλος από εκείνους που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά το 1827 μπορούσαν να διορισθούν σε δημόσια υπηρεσία μετά από δύο χρόνια όσοι είχαν εγκατασταθεί ανάμεσα στα 1827-1833, μετά τρία χρόνια όσοι είχαν εγκατασταθεί ανάμεσα στα 1833-1837 και μετά από τέσσερα χρόνια όσοι είχαν εγκατασταθεί ανάμεσα στα 1837-1843.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών
 
Με βάση τα στοιχεία που θα αντλήσετε από τα πιο πάνω παραθέματα και το σχολικό εγχειρίδιο, να απαντήσετε στα εξής ερωτήματα:
α) Πώς εμφανίζεται στο πολιτικό πεδίο η κρίση στις σχέσεις αυτοχθόνων και ετεροχθόνων;
β) Πώς επιλύθηκε η αντιδικία αυτοχθόνων-ετεροχθόνων σχετικά με τη στελέχωση του δημοσίου;
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α) Οι προσπάθειες αποκατάστασης του προσφυγικού στοιχείου κατά τα πρώτα χρόνια της οθωνικής περιόδου προκάλεσαν αντιδράσεις. Η παρουσία μορφωμένων προσφύγων σε δημόσιες θέσεις και η διάκρισή τους στην πολιτική ζωή προκάλεσαν μεγάλη δυσφορία στους άλλους Έλληνες. Κατηγορούσαν τους ομογενείς πρόσφυγες γενικά, επειδή διαπίστωναν ότι, ενώ αυτοί είχαν αγωνιστεί για να απελευθερώσουν τη χώρα, παραγκωνίζονταν τώρα από τους νεοφερμένους. Όπως επισημαίνεται στο Κείμενο I, οι αυτοχθονιστές, παραμερίζοντας τις όποιες προθέσεις των ετεροχθόνων, επέμεναν στο γεγονός πως η επανάσταση υλοποιήθηκε κυρίως στον ελλαδικό χώρο και, άρα, πως ήταν οι αγώνες των ντόπιων που κατέστησαν δυνατή τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Η στάση αυτή υποδήλωνε την ύπαρξη ενός βαθύτερου ανταγωνισμού, τον οποίο προκαλούσε η συνύπαρξη του ντόπιου ελληνικού στοιχείου (αυτόχθονες) και του προσφυγικού, αλλά ομογενούς (ετερόχθονες). Το θέμα των σχέσεων αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, που δίχασε την κοινή γνώμη, παρουσιάστηκε στο πολιτικό πεδίο ως διαμάχη στις θυελλώδεις συζητήσεις της Εθνοσυνέλευσης που συνήλθε μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Η κύρια κρίση ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1844 με την έναρξη της συζήτησης για το δημόσιο δίκαιο των Ελλήνων και ειδικά για το άρθρο που καθόριζε τις προϋποθέσεις για την απόκτηση της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη. Στο Κείμενο I, μάλιστα, διευκρινίζεται πως στο πλαίσιο της συζήτησης για το τρίτο άρθρο του Συντάγματος που αφορούσε τον καθορισμό των ιδιοτήτων του Έλληνα πολίτη, το ζήτημα συγχεόταν με τον καθορισμό των προσόντων του δημοσίου υπαλλήλου, καθώς ζητούμενο για τους αυτοχθονιστές ήταν το ποιος θα αποκομίσει το πρακτικό όφελος που πρόσφερε ο τίτλος του πολίτη, δηλαδή μια θέση εργασίας στο δημόσιο. Αφορμή για το ξέσπασμα της κρίσης αποτέλεσε πρόταση που υποβλήθηκε στην Εθνοσυνέλευση και η οποία ζητούσε την απομάκρυνση από δημόσιες θέσεις όλων αυτών που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση, περιορίζοντας τις θέσεις απασχόλησης για τους αγωνιστές και τις οικογένειές τους. Στη συζήτηση που ακολούθησε, άλλοι πληρεξούσιοι απαίτησαν συνταγματική απαγόρευση της κατάληψης δημόσιων θέσεων από τους ετερόχθονες (συνεπώς και την απόλυση όσων ήδη κατείχαν δημόσιες θέσεις), ενώ άλλοι εναντιώθηκαν με οργή σε κάθε συνταγματική ρύθμιση που θα καθιέρωνε διακρίσεις μεταξύ Ελλήνων. Σύμφωνα με το Κείμενο I, άλλωστε, οι ετεροχθονιστές αντιμετώπιζαν την Επανάσταση ως κοινό έργο όλης της ελληνικής φυλής και δεν αποδέχονταν την επιχειρηματολογία των αυτοχθονιστών, η οποία παραγνώριζε την ομοψυχία αυτή.
 
β) Τελικά, το πρόβλημα δεν λύθηκε με συνταγματική ρύθμιση, αποφασίστηκε όμως να υπάρξει στο μέλλον σχετική νομοθετική πράξη. Η εξέλιξη αυτή, όπως αναφέρεται στο Κείμενο II, υπήρξε αποτέλεσμα της παρέμβασης του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ο οποίος, παρά την αρχική επιτυχία των αυτοχθόνων να τεθούν περιορισμοί στον ορισμό της ελληνικής ιθαγένειας, κατόρθωσε αφενός να μην ενταχθεί ο ορισμός αυτός στο Σύνταγμα αλλά σε ειδική κατηγορία νομοθετημάτων, στα «Ψηφίσματα», και αφετέρου να τον διευρύνει, σε συνεργασία με τον Κωλέττη, προσθέτοντας σειρά επεξηγήσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο Έλληνες πολίτες θεωρήθηκαν, πέρα από εκείνους που διέμεναν από πριν στα όρια του ελληνικού κράτους, κι εκείνοι που είχαν συμμετάσχει σε επαναστατικές δράσεις, οπουδήποτε στην Οθωμανική αυτοκρατορία κι είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα μέχρι το 1827. Το θέμα της στελέχωσης του δημοσίου -τα προσόντα δηλαδή του δημοσίου υπαλλήλου- ρυθμίστηκε με το Β΄ ψήφισμα, που όριζε ότι δημόσιοι υπάλληλοι μπορεί να είναι: α) οι αυτόχθονες της ελληνικής επικράτειας και όσοι αγωνίσθηκαν σε αυτή μέχρι το τέλος του 1827 ή ήρθαν και εγκαταστάθηκαν κατά την ίδια περίοδο, β) όσοι αποδεδειγμένα συμμετείχαν σε πολεμικά γεγονότα της Επανάστασης μέχρι το 1829. Επιπροσθέτως, όπως σημειώνεται στο Κείμενο II, ο Μαυροκορδάτος κατόρθωσε να περιορίσει χρονικά τον αποκλεισμό των ετεροχθόνων από τις δημόσιες θέσεις. Πιο συγκεκριμένα, όσοι είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από το 1827 έως το 1833, μπορούσαν να διοριστούν στο δημόσιο μετά από δύο χρόνια, όσοι είχαν εγκατασταθεί από το 1833 έως το 1837, μετά από τρία χρόνια, κι όσοι είχαν εγκατασταθεί από το 1837 έως το 1844, μετά από τέσσερα χρόνια. Τέλος, ύστερα από την παρέμβαση του Μαυροκορδάτου, εξαιρούνταν από τον αποκλεισμό στο δημόσιο τομέα, όσοι ετερόχθονες εργάζονταν στον στρατό, στο ναυτικό, στην εκπαίδευση και στην προξενική υπηρεσία.

Ιστορία Προσανατολισμού: Διαγώνισμα (Η κρίση του 1932 – Δικτατορία Ι. Μεταξά)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Amy Haselhurst 

Ιστορία Προσανατολισμού: Διαγώνισμα (Η κρίση του 1932 – Δικτατορία Ι. Μεταξά)

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων ιστορικών όρων:
α. Διχοτόμηση της δραχμής (Μάρτιος 1922)
β. Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.)
γ. Αγροτική μεταρρύθμιση
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στην κόλλα αναφοράς που σας δόθηκε το γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση και δίπλα του τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Οι ιδιώτες συμμετείχαν στο κόστος κατασκευής του σιδηροδρομικού δικτύου με μικρότερο ποσοστό (περίπου 20%). 
β. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1890 έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912.
γ. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1886 ξεπερνούσαν τους 300.000 τόνους.
δ. Μόνο προς το τέλος του 19ου αιώνα η ελληνική ναυτιλία ακολούθησε ανοδική πορεία.
ε. Οι Εκλεκτικοί υποστήριζαν την ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. 
Μονάδες 10

ΘΕΜΑ Β1
α) Ποια ήταν η οικονομική λειτουργία της Εθνικής Τράπεζας κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της; (μονάδες 5)
β) Ποιοι ήταν οι λόγοι ίδρυσης της Τράπεζας της Ελλάδος (μονάδες 5) και ποιος ήταν ο ρόλος της στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της χώρας μέχρι τις αρχές του 1932; (μονάδες 5)
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Β2
Πώς διαμορφώθηκε η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων βουλευτών και το εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα;
Μονάδες 10

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται: α) να καταγράψετε τους λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα στην επιλογή του κρατικού παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα (μονάδες 6), β) τις επιπτώσεις που προέκυψαν στις συναλλαγές της με το εξωτερικό (μονάδες 7), και γ) να παρουσιάσετε διεξοδικά τη μέθοδο διακανονισμού «κλήριγκ» (μονάδες 12).
Μονάδες 25

Κείμενο
Το συνολικό εξωτερικό εμπόριο, δηλ. εισαγωγές και εξαγωγές, μετά το 1929 δεν έπαυσε να μειώνεται: από 1.363 εκ. χρυσών δραχμών, το 1929, κατήλθε σε 1.127 εκ. το 1930, σε 817 εκ. το 1931, και σε 524 εκ. το 1932. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, δηλ. από το 1923 οι συνθήκες του εξωτερικού εμπορίου δεν έπαψαν να βελτιώνονται, από την άποψη του ισοσκελισμού. Έτσι, μεταξύ 1923 και 1939, η αύξηση των εισαγωγών περιορίσθηκε σε 103%, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 268%. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη σημαντική βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου:
ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ
Έτος                                       %
1923                                        41,6%
1928                                       50,8
1938                                       68,7
1939                                        75,4
Η βελτίωση του ισοζυγίου ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής της σχετικής αυτάρκειας και της αυξήσεως των εξαγωγών μέσω των συμψηφιστικών ανταλλαγών. […]
Η βασική αρχή της νέας εμπορικής πολιτικής ήταν ότι οι εισαγωγές έπρεπε, όσο ήταν δυνατόν, να πληρώνονται με τα εξαγόμενα εθνικά προϊόντα. Η μέθοδος των clearing αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό την παρεμβολή του συναλλάγματος και γι’ αυτό συγκρίνεται με τις πρωτόγονες μορφές των ανταλλαγών. Με το μηχανισμό αυτό, κάθε χώρα εξωθείται να μην εισάγει προϊόντα άλλης, παρά μόνο υπό τον όρο ότι και αυτή η τελευταία δέχεται να εισαγάγει σ’ αντιστάθμιση προϊόντα ίσης αξίας της πρώτης. Η μορφή αυτή του εμπορίου προτιμήθηκε στο μεσοπόλεμο από πολλές χώρες, γιατί επέτρεπε την εξοικονόμηση συναλλάγματος και για τις δύο εμπορευόμενες πλευρές. Ήδη στα 1932 η Ελλάδα είχε υπογράψει τέτοιες συμφωνίες συμψηφιστικών ανταλλαγών με 10 χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Τσεχοσλοβακία, Αργεντινή, Περσία, Σουηδία, Ουγγαρία, Αλβανία). 
Η μέθοδος των clearing επέτρεπε διάφορες παραλλαγές γύρω από το ποσοστό των εισαγωγών που θα καλυπτόταν με εξαγόμενα προϊόντα και γύρω από το ποσοστό που θα καλυπτόταν με καθαρό συνάλλαγμα.
Το πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής ήταν ότι στηριζόταν σε συμφωνίες ολιγόμηνης διάρκειας, ανανεώσιμες, πράγμα που έδινε στον μηχανισμό των clearing μια ιδιαίτερη ευκαμψία και ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η Γερμανία συμφώνησε αρχικά να πληρώνει σε δραχμές το 30% της αξίας των εισαγόμενων ελληνικών προϊόντων. Η συμφωνία είχε την έννοια ότι η Γερμανία για να διαθέτει δραχμές όφειλε, πουλώντας γερμανικά είδη στην Ελλάδα, να δέχεται, μέχρις ενός ορίου, να πληρωθεί με δραχμές. Η συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία προέβλεπε ότι 35% των γιουγκοσλαβικών εξαγωγών στην Ελλάδα θα πληρωνόταν με δραχμές, τις οποίες φυσικά η Γιουγκοσλαβία, με τη σειρά της, όφειλε να καταναλώσει αγοράζοντας ελληνικά προϊόντα.
Ως το 1936, διέρχονταν από τα γραφεία συμψηφισμών περίπου τα 76,5% των εξαγωγών και τα 52,5% των εισαγωγών της Ελλάδος. Η εξέλιξη αυτή επέφερε, όπως ήταν φυσικό, έναν ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο του κράτους πάνω στο εξωτερικό εμπόριο. Τα 95% των συμψηφιστικών πληρωμών διέρχονταν πια από τα λογιστικά γραφεία του κράτους. Το κράτος όμως παράλληλα ανέλαβε, με τον τρόπο αυτό, την προώθηση των ελληνικών εξαγωγών, σαν ένα μέσο για τη βελτίωση των δημοσιονομικών πραγμάτων.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών

ΘΕΜΑ Δ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Ποιες υπήρξαν οι πολιτικές συνθήκες της εποχής που επέτρεψαν την άνοδο του Ι. Μεταξά στην εξουσία;
β) Ποια στάση τήρησαν τα άλλα κόμματα απέναντι στον Μεταξά;

Κείμενο Α
Η συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως έγινε στις 27 Απριλίου. Ο Σοφούλης θεώρησε τις δηλώσεις πλούσιες και ότι έθιγαν όλους σχεδόν τους τομείς του δημόσιου βίου και τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής, αλλά η εκτέλεση ενός τέτοιου προγράμματος «ατυχώς» δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί «εντός των τεταγμένων ορίων μιας κυβερνητικής διάρκειας». Τόνισε όμως την αποσιώπηση από μέρους του πρωθυπουργού ενός σπουδαίου ζητήματος: του αποτακτικού. […] Δήλωσε όμως ότι το κόμμα των Φιλελευθέρων θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, «με την ιδιαιτέραν όμως σύστασιν» να τακτοποιήσει πλήρως και ικανοποιητικά «το ζήτημα το αποτακτικόν». Ο Τσαλδάρης υποσχέθηκε να δώσει ψήφο ανοχής, κάνοντας και αυτός μια σύσταση στην κυβέρνηση: να λάβει μέτρα για «την εσωτερικήν γαλήνην και τάξιν της χώρας» και να μη δεχτεί προτάσεις ή πιέσεις για την κατάργηση παρόμοιων μέτρων που ίσχυαν, όπως ο νόμος 4229, γιατί, όπως τόνισε, «και αν υποτεθή ότι περιορίζεται κατά τι η κακή χρήσις του δικαιώματος της ελευθερίας ωρισμένων προσώπων πρέπει να γνωρίζωμεν και να να είμεθα βέβαιοι και πάντες έχομεν υπόψη τούτο ότι η ελευθερία δεν υφίσταται παρά όταν εξασφαλίζεται η ελευθερία όλων, και τα μέτρα ταύτα προς τον σκοπόν τούτον τείνοντα, μολονότι ελήφθησαν παρά του αντιθέτου κόμματος, τα επικροτώ δια την περίπτωσην καθ’ ην ελήφθησαν, δια την υπεράσπισιν της ελευθερίας του συνόλου του λαού». […]
Ο Καφαντάρης [Προοδευτικό Κόμμα] αρνήθηκε ψήφο εμπιστοσύνης και τόνισε την ανάγκη επαναφοράς των απότακτων αξιωματικών και της αποκαταστάσεως 1.200 υπαλλήλων που είχαν απολυθεί μετά το κίνημα. Ο Παπαναστασίου [Δημοκρατική Ένωσις] δήλωσε ότι ούτε ψήφο εμπιστοσύνης θα έδινε ούτε και θα καταψήφιζε την κυβέρνηση και ότι η άρνησή του ήταν «ψήφος διαμαρτυρίας» κατά των μεγάλων κομμάτων που δε συνεννοούνταν. […]
Ψήφο εμπιστοσύνης αρνήθηκε και ο Σκλάβαινας του Παλλαϊκού Μετώπου, αφού καταδίκασε πρώτα τον «αντικοινοβουλευτικό» χαρακτήρα της κυβερνήσεως και τον τρόπο διορισμού της, με την περιφρόνηση δηλ. της Βουλής, και διατύπωσε την απορία «πώς τα κόμματα, που λέγουν ότι αγωνίζονται δια την αποκατάστασιν των λαϊκών ελευθεριών και της λαϊκής κυριαρχίας, γίνονται συνυπεύθυνα αυτής της ανωμαλίας και αυτής της ολοφάνερης παραβιάσεως του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος».

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών

Κείμενο Β
Την παραμονή του Μεταξά στην εξουσία εξασφαλίζει και η ψήφος εμπιστοσύνης ή ανοχής που του έδωσαν στις 25 Απριλίου οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων […]. Ενόμιζαν ότι η λύση του πολιτικού θέματος με την κυβέρνηση Μεταξά ήταν προσωρινή και ότι θα τους επέτρεπε να εξακολουθούν με άνεση τα παζαρέματά τους. Οι πολιτικοί με τη γενικότερη απερίσκεπτη συμπεριφορά τους, αλλά και με την πράξη τους αυτή περνούσαν οι ίδιοι τον βρόχο γύρω από τον λαιμό τους και άνοιγαν τον δρόμο προς τη δικτατορία. Η ιδέα της τρεφόταν από την κατάσταση αυτή και καλλιεργούνταν έντεχνα. Στις 4 Ιουνίου ο Παπαναστασίου μάταια παρατηρούσε: «Εις την Ελλάδα υπό την επήρειαν του μεγάλου κομματικού πάθους, μικραί διαφοραί εξωγκώθησαν εις σύμβολα μέχρι βαθμού επικινδύνου και αι αγαθώτεραι προσπάθειαι συνετρίβησαν. Υπό τοιούτους όρους εμφανίζεται επιτηδείως το φάσμα αυταρχικής διακυβερνήσεως, δηλαδή επιβολής της δικτατορίας. Το φαινόμενο είναι πράγματι απογοητευτικόν». […]
Στις 28 Ιουλίου ο Σοφούλης με επίσημες ανακοινώσεις του στις εφημερίδες δηλώνει ότι μετά τη λήξη του πενταμήνου θα άρει την εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση Μεταξά. Η δήλωση αυτή επισπεύδει την κήρυξη της δικτατορίας: ο Μεταξάς δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει την εξουσία, εφόσον μάλιστα είχε παγιώσει τη θέση του και είχε αρχίσει να εφαρμόζει ορισμένα μέτρα του προγράμματός του.

Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος «Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985», Εκδόσεις Βάνιας 

Ενδεικτικές απαντήσεις

ΘΕΜΑ Α1
α. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδας έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβει σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της.

β. Το 1918 ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.) από συνέδριο σοσιαλιστών. Βασικές θέσεις του προγράμματός του ήταν δημοκρατία, παροχή εκλογικού δικαιώματος στις γυναίκες, αναλογικό εκλογικό σύστημα, εθνικοποίηση των μεγάλων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Σχετικά με την εξωτερική πολιτική ζητούσε ειρήνη, χωρίς προσάρτηση εδαφών, βασισμένη στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών. Τα προβλήματα που αφορούσαν τα διαμφισβητούμενα εδάφη, θα λύνονταν με δημοψηφίσματα. Ήταν το πιο αυστηρά οργανωμένο κόμμα της εποχής. Το 1919 απομακρύνθηκε από την αρχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και υιοθέτησε την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το 1924 προσχώρησε στην τρίτη κομμουνιστική διεθνή και μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (Κ.Κ.Ε.).

γ. Καθώς η κατοχή γης έπαυε προοδευτικά να είναι πηγή εξουσίας και κοινωνικού -ταξικού- κύρους, λόγω της βιομηχανικής επανάστασης, άνοιξαν οι δρόμοι για την αγροτική μεταρρύθμιση. Την κατάργηση δηλαδή των μεγάλων ιδιοκτησιών και την κατάτμηση των αξιοποιήσιμων εδαφών σε μικρές παραγωγικές μονάδες, οικογενειακού χαρακτήρα, που ανταποκρίνονταν καλύτερα στις νέες παραγωγικές και κοινωνικές συνθήκες.

ΘΕΜΑ Α2
α. Λάθος
β. Σωστό
γ. Λάθος
δ. Λάθος
ε. Λάθος

ΘΕΜΑ Β1
α) Η δραστηριότητα της Εθνικής Τράπεζας στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία τους.

β) Το 1927, με αφορμή το αίτημα της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών για παροχή πρόσθετου δανείου, τέθηκε το ζήτημα της δημιουργίας μιας κεντρικής κρατικής τράπεζας, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση των χρεών, την έκδοση χαρτονομίσματος και την ενιαία εφαρμογή της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Παρά τις αντιδράσεις της Εθνικής Τράπεζας και κάτω από την πίεση των ξένων συμβούλων, το Μάιο του 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία άρχισε τη λειτουργία της ένα χρόνο αργότερα. Πολύ γρήγορα πέτυχε σταθερές ισοτιμίες της δραχμής με τα ξένα νομίσματα, στηρίζοντας την έκδοση χαρτονομίσματος στα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας τη μετατρεψιμότητα του εθνικού νομίσματος σε χρυσό. Η επιτυχία αυτή οδήγησε τα δημόσια οικονομικά σε περίοδο ευφορίας, βελτίωσε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενίσχυσε την εισροή συναλλάγματος και τις επενδύσεις και προκάλεσε μία ισχυρή δυναμική που επέτρεψε τις σημαντικές πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της τελευταίας κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932). Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τις αρχές του 1932, οπότε εκδηλώθηκαν στη χώρα οι συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη το 1929.

ΘΕΜΑ Β2
Για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών, δηλαδή για την τοποθέτηση συγκεκριμένων υποψηφίων στο «ψηφοδέλτιο», έπαιζε ρόλο το αν είχαν ένα δικό τους τοπικό κύκλο οπαδών, ο οποίος επηρεαζόταν βεβαίως από πελατειακές σχέσεις και εξυπηρετήσεις. Οι υποψήφιοι βουλευτές προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο. Πολλοί ήταν δικηγόροι και δημόσιοι υπάλληλοι.
Το εκλογικό σύστημα δεν επέβαλλε να ψηφίζει κανείς ένα μόνο κόμμα, αλλά έδινε τη δυνατότητα να ψηφίζονται όλοι οι υποψήφιοι θετικά ή αρνητικά. Επίσης, ένας εκλογέας μπορούσε να ψηφίσει θετικά κάποιον υποψήφιο στον οποίο είχε υποχρέωση, παράλληλα όμως μπορούσε να δώσει θετική ψήφο και σε κάποιον άλλο τον οποίο θεωρούσε ικανό.
Μολαταύτα, και ιδιαίτερα μετά το 1882, όλο και συχνότερα παρουσιάζεται το φαινόμενο οι εκλογείς να ψηφίζουν με κομματικά κριτήρια και να περιορίζεται η συνήθεια να ψηφίζονται θετικά και πολιτικοί άλλων κομμάτων. Κατά τη δεκαετία του 1890 οι εκλογείς συνήθιζαν να ψηφίζουν πολιτικούς με επιρροή, μόνο εφόσον είχαν δηλώσει με σαφήνεια την κομματική τους τοποθέτηση. Ακόμα και η εκλογή ανεξάρτητων τοπικών προσωπικοτήτων άρχισε να περιορίζεται. Το 1879 π.χ. υπήρχαν στις εκλογές 24 τοπικά ψηφοδέλτια, ενώ το 1885 μόνο 4. Έτσι παρουσιαζόταν και το φαινόμενο να περιλαμβάνονται σε κομματικά ψηφοδέλτια ανεξάρτητοι υποψήφιοι, για να έχουν πιθανότητες επιτυχίας στις εκλογές. Δηλαδή ο ρόλος των κομμάτων ενισχύθηκε, απέκτησαν κύρος στη δημόσια ζωή.

ΘΕΜΑ Γ1
α)  Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1932 έφτασε στην Ελλάδα σε μία εποχή «ευημερίας». Η «ευημερία» σήμαινε ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων σε ένα καλύτερο οικονομικά μέλλον είχε αποκατασταθεί, οι σκοτεινές εποχές της δεκαετίας του 1920 έδειχναν να απομακρύνονται, οι πληγές έκλειναν, η φτώχεια περιοριζόταν και το ελληνικό κράτος έδειχνε να σχεδιάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό και συνάλλαγμα. Την άνοιξη του 1932, όμως, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποφύγει την αναστολή της μετατρεψιμότητας του εθνικού νομίσματος, καθώς και την αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Έτσι εγκαινιάστηκε μια περίοδος ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα, ιδιαίτερα στις εξωτερικές συναλλαγές, και μια πολιτική προστατευτισμού, με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας. Η Ελλάδα μπήκε με τη σειρά της στο χώρο της κλειστής οικονομίας, όπου οι συναλλαγές καθορίζονταν περισσότερο από γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά από ελεύθερες οικονομικές συμφωνίες.

β) Στο εξωτερικό εμπόριο κυριάρχησε προοδευτικά η μέθοδος του διακανονισμού «κλήριγκ». Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου οι συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν έντονα ελλειμματικές, η διαδικασία αυτή, πέρα από τα αρνητικά, είχε και θετικά στοιχεία. Ειδικότερα, θετική επίπτωση αποτέλεσε, σύμφωνα με το παράθεμα, η βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, ακριβώς εξαιτίας της προσπάθειας για τη διασφάλιση σχετικής αυτάρκειας, καθώς και της αύξησης των εξαγωγών μέσω της διαδικασίας των συμψηφιστικών ανταλλαγών. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία του παραθέματος τη στιγμή που η αύξηση των εισαγωγών περιορίστηκε σε 103%, οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 268%, οδηγώντας σε σημαντική αλλαγή τη συσχέτιση μεταξύ εισαγωγών κι εξαγωγών. Όπως προκύπτει από τον πίνακα του παραθέματος, ενώ το 1923 οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο 41% των εισαγωγών και το 1928 στο 50,8%, μετά την οικονομική κρίση και λόγω του αυξημένου κρατικού παρεμβατισμού, οι εξαγωγές φτάνουν το 1938 να αντιστοιχούν στο 68,7% των εισαγωγών και το 1939 στο 75,4%. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης το συνολικό εξωτερικό εμπόριο της χώρας -εισαγωγές και εξαγωγές- μειωνόταν συνεχώς. Έτσι, από 1.363 εκ. χρυσών δραχμών το 1929, έπεσε σε 1.127 εκ. το 1930, σε 817 εκ. το 1931 και σε μόλις 524 εκ. το 1932.
Επιπλέον, όπως σημειώνεται στο παράθεμα, επειδή μέχρι το 1936 περνούσαν από τα γραφεία συμψηφισμών περίπου τα 76,5% των εξαγωγών και τα 52% των εισαγωγών, ενισχύθηκε σημαντικά ο έλεγχος του κράτους στο εξωτερικό εμπόριο, καθώς τα 95% των συμψηφιστικών πληρωμών περνούσαν από τα λογιστικά του γραφεία. Αποτέλεσμα αυτού, εντούτοις, υπήρξε το γεγονός ότι το κράτος ανέλαβε την προώθηση των ελληνικών εξαγωγών, εφόσον μέσω της σχετικής αύξησης είχε τη δυνατότητα να βελτιώσει τη δημοσιονομική κατάσταση.

γ) Η μέθοδος του διακανονισμού «κλήριγκ» προέβλεπε ότι οι διεθνείς συναλλαγές δεν θα γίνονταν με βάση το μετατρέψιμο συνάλλαγμα αλλά με βάση διακρατικές συμφωνίες που θα κοστολογούσαν τα προς ανταλλαγή προϊόντα και θα φρόντιζαν να ισοσκελίσουν την αξία των εισαγωγών με την αντίστοιχη των εξαγωγών, στο πλαίσιο ειδικών λογαριασμών. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο αυτή μάς παρέχει το παράθεμα, όπου διευκρινίζεται πως ζητούμενος στόχος ήταν να πληρώνονται οι εισαγωγές με εξαγόμενα εθνικά προϊόντα, ώστε να εξοικονομούν κι οι δύο εμπορευόμενες πλευρές συνάλλαγμα, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται πλήρως η χρήση συναλλάγματος. Στο πλαίσιο της μεθόδου των clearing μπορούσαν να υπάρξουν διάφορες παραλλαγές σχετικά με το ποσοστό των εισαγωγών που θα καλυπτόταν με εξαγόμενα προϊόντα και σ’ εκείνο που θα καλυπτόταν με καθαρό συνάλλαγμα.
Ένα από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής ήταν πως βασιζόταν σε βραχύχρονες συμφωνίες διάρκειας λίγων μηνών, που μπορούσαν να ανανεωθούν, διασφαλίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ευκαμψία στον μηχανισμό των clearing, εφόσον μπορούσε να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Ενδεικτικό παράδειγμα της λειτουργίας αυτού του μηχανισμού πληρωμών αποτελεί η περίπτωση της Ελλάδας, η οποία ήδη στα 1932 είχε υπογράψει συμφωνίες συμψηφιστικών ανταλλαγών με 10 χώρες, μεταξύ των οποίων ήταν η Γερμανία και η Γιουγκοσλαβία. Η συμφωνία με τη Γερμανία προέβλεπε την πληρωμή του 30% της αξίας των εισαγόμενων ελληνικών προϊόντων σε δραχμές, κάτι που σήμαινε πως προκειμένου να διαθέτει η Γερμανία ελληνικό συνάλλαγμα, όφειλε να δέχεται μέχρις ενός σημείου να πληρώνεται σε δραχμές για τα γερμανικά είδη που πουλούσε στην Ελλάδα. Η αντίστοιχη συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία προέβλεπε πως το 35% των εξαγωγών της στην Ελλάδα θα πληρωνόταν με δραχμές, τις οποίες, εκ των πραγμάτων, η Γιουγκοσλαβία όφειλε να αξιοποιήσει αγοράζοντας ελληνικά προϊόντα. 

ΘΕΜΑ Δ1
α) Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, με στόχο την παλινόρθωση της βασιλείας. Το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου 1935 έδωσε τέλος στην αβασίλευτη δημοκρατία με ποσοστό 97,6%, προϊόν πρωτόγνωρης νοθείας και τρομοκρατίας. Μετά την άφιξη του βασιλιά, το καθεστώς του Κονδύλη αποσύρθηκε από την εξουσία. Ο Γεώργιος Β', έχοντας την υποστήριξη των βασιλικών αξιωματικών, ακολούθησε προσωπική πολιτική. Διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και προκήρυξε εκλογές για τις 26 Ιανουαρίου 1936. Στη νέα Βουλή, οι Αντιβενιζελικοί είχαν μία έδρα περισσότερη από τους αντιπάλους τους και κανείς δεν μπορούσε να να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις 27 Απριλίου, επειδή τα μεγάλα κόμματα αδυνατούσαν να συνεννοηθούν για το σχηματισμό κυβέρνησης, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήθελε να υποστηρίξει κυβέρνηση Φιλελευθέρων, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στον I. Μεταξά, ο οποίος είχε πάρει μόλις το 4% των ψήφων στις εκλογές. Σύμφωνα με το Κείμενο Β οι άλλοι αρχηγοί πολιτικών κομμάτων θεώρησαν εσφαλμένα πως η δημιουργία κυβέρνησης από τον Ι. Μεταξά αποτελούσε μια προσωρινή λύση, που θα τους προσέφερε χρόνο για να συνεχίσουν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις. Όπως σχολιάζει, όμως, ο ιστορικός επρόκειτο για μια ασύνετη επιλογή, η οποία οδηγούσε τη χώρα στη δικτατορία κι έφερνε τους πολιτικούς αρχηγούς αντιμέτωπους με τα λάθη τους. Μάταια, άλλωστε, ο Αλέξανδρος Παναστασίου διαπίστωνε στις 4 Ιουνίου πως υπό το βάρος του κομματικού φανατισμού μικρές στην ουσία τους διαφορές λάμβαναν διαστάσεις συμβόλου και καταδίκαζαν σε αποτυχία ακόμη και τις πιο αγαθές προσπάθειες συνεννοήσεως. Όπως ο ίδιος τόνιζε κάτω από τέτοιες συνθήκες το ενδεχόμενο της αυταρχικής διοίκησης, δηλαδή η επιβολή δικτατορίας, εμφανίζεται ως πιθανό. Ο δρόμος, επομένως, για την υλοποίηση των δικτατορικών σχεδίων του Μεταξά ήταν πλέον ανοιχτός. Έτσι, την 4η Αυγούστου 1936, με την προσυπογραφή των περισσότερων υπουργών και με την πρόφαση του κομμουνιστικού κινδύνου λόγω επικείμενης 24ωρης πανελλαδικής απεργίας, ο Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά, ανέστειλε την ισχύ βασικών άρθρων του συντάγματος και διέλυσε τη Βουλή. Όπως προκύπτει μάλιστα από το Κείμενο Β η επίσημη ανακοίνωση του Θεμιστοκλή Σοφούλη ότι σκόπευε να άρει την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά μόλις συμπληρώνονταν πέντε μήνες, αποτέλεσε αφορμή για την επίσπευση των εξελίξεων, εφόσον ο Μεταξάς δεν είχε καμία πρόθεση να εγκαταλείψει την εξουσία, ιδίως αφού είχε εδραιώσει τη θέση του κι είχε αρχίσει να εφαρμόζει κάποια από τα μέτρα του κυβερνητικού του προγράμματος. Ο Μεταξάς ήταν, άλλωστε, σε όλη του τη σταδιοδρομία εχθρός του κοινοβουλευτισμού και υποστηρικτής αυταρχικών μεθόδων στην πολιτική. Όταν του δόθηκε η ευκαιρία, έκανε πράξη τις θεωρίες του. Η δικτατορία του Μεταξά έβαλε τέλος στη Δημοκρατία του Μεσοπολέμου και σε μία ολόκληρη εποχή της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας.

β) Με βάση τις πληροφορίες του Κειμένου Α, που αποτελεί έμμεση πηγή μιας και αντλείται από το συλλογικό ιστορικό έργο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, συμφώνησε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Ι. Μεταξά, με τη βασική σύσταση να επιλύσει το αποτακτικό ζήτημα (ζητούσε, δηλαδή, την επαναφορά στο στράτευμα των βενιζελικών αξιωματικών). Κατά τη δική του γνώμη, οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης του Μεταξά ήταν ικανοποιητικές, εφόσον αφορούσαν όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου και καίρια προβλήματα της κοινωνικής ζωής, έστω κι αν δεν μπορούσαν επί της ουσίας να υλοποιηθούν στα στενά χρονικά πλαίσια μιας κυβερνητικής θητείας. Ο Παναγής Τσαλδάρης, αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, από την άλλη, δήλωσε πως θα δώσει ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Μεταξά, προτείνοντάς του να φροντίσει για τη διασφάλιση της εσωτερικής γαλήνης και την τήρηση της τάξης στη χώρα. Κατά τη δική του γνώμη, μάλιστα, ο Μεταξάς όφειλε να διατηρήσει τα μέτρα που απέβλεπαν σε αυτό τον σκοπό, όπως ήταν ο νόμος 4229 -έστω κι αν τον είχαν ψηφίσει οι Φιλελεύθεροι, που ήταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Λαϊκού κόμματος-, διότι χάρη σε αυτόν περιοριζόταν η «κακή» χρήση της ελευθερίας ορισμένων πολιτών, προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία του συνόλου των πολιτών.
Ο Γεώργιος Καφαντάρης, αρχηγός του Προοδευτικού κόμματος, αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Μεταξά, τονίζοντας πως ήταν ανάγκη να επανέλθουν στο στράτευμα οι απότακτοι αξιωματικοί, αλλά και να προσληφθούν εκ νέου οι 1.200 υπάλληλοι που είχαν απολυθεί μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1935. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αρχηγός της Δημοκρατικής Ένωσις, δήλωσε πως δεν θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά ούτε και θα καταψηφίσει την κυβέρνηση Μεταξά, εκφράζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη διαμαρτυρία του απέναντι στα μεγάλα κόμματα που αδυνατούσαν να συνεννοηθούν και να συγκροτήσουν κυβέρνηση. Τέλος, ο Στέλιος Σκλάβαινας, αρχηγός του Παλλαϊκού Μετώπου, αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης, έχοντας πρώτα στηλιτεύσει τον αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα της κυβέρνησης, η οποία είχε διοριστεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συνταγματικοί κανονισμοί που διέπουν τη λειτουργία της Βουλής. Εξέφρασε, μάλιστα, την απορία πώς οι υπόλοιποι αρχηγοί συναινούσαν στην καταστρατήγηση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, τη στιγμή που δήλωναν πως αγωνίζονται για τη διασφάλιση των λαϊκών ελευθεριών.

Ιστορία Προσανατολισμού: Διαγώνισμα (Βιομηχανία - Εμπορική ναυτιλία)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Rainer Inderst

Ιστορία Προσανατολισμού: Διαγώνισμα (Βιομηχανία - Εμπορική ναυτιλία)

ΘΕΜΑ Α1
Να αιτιολογήσετε γιατί:
α. Υπήρξε ραγδαία εξέλιξη στον τομέα της εκμετάλλευσης ορυχείων μετά το 1860.  
β. Η δημιουργία κεντρικής τράπεζας αποτέλεσε κεντρικό σημείο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς από την ίδρυση κιόλας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
γ. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα παρατηρήθηκε σημαντική ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα σε παραλιακές περιοχές και νησιά του ελληνικού χώρου. 
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Η σταφιδική κρίση προκάλεσε ένα μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης προς το Δούναβη, τη Μ. Ασία και την Αίγυπτο. 
β. Η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου ολοκληρώθηκε το 1881.
γ. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1880 έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912.
δ. Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν το 1/3 (σε αξία) του συνόλου.
ε. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 200.000 τόνους.
Μονάδες 5

ΘΕΜΑ Β1
Πόσος χρόνος χρειάστηκε για την ολοκλήρωση του σιδηροδρομικού δικτύου και για ποιους λόγους; Ποια τα τεχνικά του χαρακτηριστικά; Ποιοι ανέλαβαν τη χρηματοδότησή του; 
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Β2
Σε ποια κατάσταση βρίσκονταν οι υποδομές του ελληνικού κράτους κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την Ανεξαρτησία; Ποιοι παράγοντες δυσχέραιναν τη βελτίωσή τους; Πώς προσπάθησε το κράτος να ξεπεράσει τις δυσκολίες αυτές;
Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Γ1
Αντλώντας στοιχεία από τον παρακάτω πίνακα και από το κείμενο που σας δίνονται και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να παρουσιάσετε την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας από το 1870 έως το 1917.
Μονάδες 25

ΠΙΝΑΚΑΣ
Ανάπτυξη της βιομηχανίας
                     Αριθμός
                    βιομηχανιών
Αριθμός
εργατών
Ιπποδύναμη
(σε ατμόϊππους)
1867
22
7.300
300
1873
95
7.342
1967
1875
95
-
-
1878
108
-
2.884
1889
(145)
-
8.568
1892
-
-
10.000
1917
2.213
35.500
70.000
Από το έργο του Κ. Τσουκαλά,
Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, Αθήνα 1977 σελ. 260

Κείμενο
Στην ίδια περίοδο (1870), η εγχώρια βιομηχανία παρουσιάζει πολύ βραδεία πρόοδο, αν όχι στασιμότητα. Ένας από τους κυριότερους λόγους ήταν η έλλειψη ουσιαστικής δασμολογικής προστασίας που θα επέτρεπε στις νεαρές ελληνικές βιομηχανικές μονάδες να αντιμετωπίσουν τον οξύ ανταγωνισμό των ξένων προϊόντων που διαρκώς κέρδιζαν έδαφος στην ελληνική αγορά. Μόλις κατά το 1867, και ιδιαίτερα το 1871, νομοθετήθηκαν ορισμένες προστατευτικές διατάξεις για την υποστήριξη κλάδων της ατμοκίνητης βιομηχανίας, όπως η αλευροβιομηχανία και η βαμβακουργία.
Εκτός από την έλλειψη κρατικής προστασίας, η έλλειψη ειδικών κρατικών κινήτρων μοιραία έστρεφε το περιορισμένο, άλλωστε, επενδυτικό κεφάλαιο σε πιο δοκιμασμένους και αποδοτικούς τομείς, όπως το εμπόριο, τη ναυτιλία και την τραπεζική δραστηριότητα. Αποτρεπτικά επενεργούσαν επίσης στην ανάπτυξη της βιομηχανίας η άθλια κατάσταση των συγκοινωνιών, η περιορισμένη εγχώρια καταναλωτική αγορά, η έλλειψη καταρτισμένων στελεχών και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και, τέλος, τα πρωτόγονα τεχνικά μέσα για την αξιοποίηση των τοπικών πρώτων υλών.
Γύρω στα 1875 στην Ελλάδα λειτουργούσαν 95 ατμοκίνητες βιομηχανικές μονάδες με συνολική κινητήρια δύναμη 1.967 ίππων και 7.342 εργάτες. Τα περισσότερα από τα εργοστάσια αυτά ήταν εγκατεστημένα στον Πειραιά.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών 

ΘΕΜΑ Δ1
Αντλώντας στοιχεία από τον πίνακα που σας δίνεται και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να αναλύσετε το γεγονός της μετάβασης της ελληνικής ναυτιλίας από την εποχή του ιστιοφόρου στην εποχή του ατμόπλοιου. Μονάδες 25

ΠΙΝΑΚΑΣ
Η εξέλιξη της ελληνικής ναυτιλίας κατά την περίοδο 1840-1910
                                      ΙΣΤΙΟΦΟΡΑ
    ΑΤΜΟΠΛΟΙΑ
ΕΤΟΣ
αριθμός πλοίων
χωρητικότητα (τόνοι)
αριθμός πλοίων
χωρητικότητα (τόνοι)
1840
837
94.000
-
-
1850
1.482
248.000
-
-
1860
1.212
234.000
1
150
1875
1.107
210.000
27
8.200
1892
1.292
213.000
103
60.400
1903
1.030
145.000
209
202.000
1911
760
102.000
347
384.000

Ενδεικτικές απαντήσεις

ΘΕΜΑ Α1
Να αιτιολογήσετε γιατί:
α. Υπήρξε ραγδαία εξέλιξη στον τομέα της εκμετάλλευσης ορυχείων μετά το 1860.
Η Ελλάδα, έστω και στις περιορισμένες διαστάσεις της του 19ου αιώνα, είχε ικανοποιητική ποικιλία κοιτασμάτων, συνήθως όμως σε μικρές ποσότητες. Η ενθάρρυνση της μεθοδικής τους εκμετάλλευσης στις αρχές της δεκαετίας του 1860 με νομοθεσία που επέτρεπε την «εκχώρηση» μεταλλευτικών δικαιωμάτων με ευνοϊκούς όρους, προκάλεσε τη ραγδαία εξέλιξη του κλάδου. Την ίδια εποχή το ενδιαφέρον για μεταλλευτικά και οικοδομικά υλικά είχε ενισχυθεί εξαιτίας διαφόρων συγκυριών, όπως ήταν π.χ. τα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (έργο που ολοκληρώθηκε το 1869) αλλά και το ίδιο το άνοιγμα της διώρυγας, που αναβάθμισε συνολικά την Ανατολική Μεσόγειο.
 
β. Η δημιουργία κεντρικής τράπεζας αποτέλεσε κεντρικό σημείο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς από την ίδρυση κιόλας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το θέμα της δημιουργίας κεντρικής τράπεζας, αλλά και τραπεζικού συστήματος αντάξιου εκείνων που λειτουργούσαν στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αποτέλεσε κεντρικό σημείο στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Η ίδρυση τραπεζικών ιδρυμάτων δεν θα εξυπηρετούσε μόνο τις κυβερνητικές ανάγκες, τη διαχείριση του κρατικού δανεισμού, την έκδοση χαρτονομίσματος κ.λπ., αλλά θα έδινε λύση στο χρόνιο πρόβλημα των πιστωτικών αναγκών της οικονομίας. Θα εξασφάλιζε δηλαδή στις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες τα απαραίτητα κεφάλαια με όρους οργανωμένης αγοράς και όχι τοκογλυφίας.

γ. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα παρατηρήθηκε σημαντική ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα σε παραλιακές περιοχές και νησιά του ελληνικού χώρου.
Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, παρατηρήθηκε σημαντική ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα σε πολλές παραλιακές περιοχές του ελληνικού χώρου και σε νησιά. Η δραστηριότητα αυτή ευνοήθηκε από διάφορες συγκυρίες, και ιδιαίτερα από την έξοδο της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και το εμπόριο που αναπτύχθηκε στα λιμάνια της περιοχής (λ.χ. στην Οδησσό) και της Μεσογείου. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα χριστιανικά -ελληνικά- πλοία προστατεύονταν από τη ρωσική ισχύ και έτσι ευνοήθηκε η ραγδαία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους. Λίγο αργότερα, με τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους, ευνοήθηκε ιδιαίτερα η ελληνική ναυτιλία. Η διάσπαση του ηπειρωτικού αποκλεισμού, τον οποίο είχε επιβάλει το αγγλικό ναυτικό στα γαλλικά λιμάνια, έφερνε μεγάλα κέρδη, ενώ ταυτόχρονα η εξαφάνιση των γαλλικών πλοίων από την Ανατολική Μεσόγειο δημιούργησε κενά, πού έσπευσαν να εκμεταλλευτούν οι Έλληνες.

ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Η σταφιδική κρίση προκάλεσε ένα μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης προς το Δούναβη, τη Μ. Ασία και την Αίγυπτο. [Λάθος]  
β. Η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου ολοκληρώθηκε το 1881. [Λάθος]
γ. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1880 έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912. [Λάθος]  
δ. Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. [Σωστό]  
ε. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν συνολική χωρητικότητα 200.000 τόνους. [Λάθος]

ΘΕΜΑ Β1
Πόσος χρόνος χρειάστηκε για την ολοκλήρωση του σιδηροδρομικού δικτύου και για ποιους λόγους; Ποια τα τεχνικά του χαρακτηριστικά; Ποιοι ανέλαβαν τη χρηματοδότησή του;     

Το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας ολοκληρώθηκε σε τρεις περίπου δεκαετίες, από το 1880 και μετά. Μέχρι τη δεκαετία του 1880 η μόνη σιδηροδρομική γραμμή που είχε κατασκευαστεί στην Ελλάδα ήταν αυτή που συνέδεε την Αθήνα με τον Πειραιά και είχε μήκος μόλις 9 χιλιομέτρων. Αλλά και αυτή χρειάστηκε δώδεκα χρόνια και πολλές περιπέτειες για να κατασκευαστεί. Όλες οι υπόλοιπες περί σιδηροδρόμου διακηρύξεις και τα φιλόδοξα σχέδια παρέμεναν ανεφάρμοστα, καθώς η υλοποίησή τους συγκινούσε μόνο αμφίβολης αξιοπιστίας κερδοσκόπους. Η μεγάλη ώθηση δόθηκε στις πρώτες πρωθυπουργίες του Χαρίλαου Τρικούπη (1882-1892), οπότε και κατασκευάστηκαν 900 χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής. Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος επιβράδυναν την κατασκευή του έργου στη δεκαετία του 1890 και το δίκτυο ολοκληρώθηκε μόλις το 1909. Στο μεγαλύτερο τμήμα του το δίκτυο ήταν μετρικό, με γραμμές πλάτους ενός μόνο μέτρου, τη στιγμή που οι διεθνείς προδιαγραφές προέβλεπαν γραμμές πλάτους 1,56 μέτρων. Αυτό σήμαινε ότι το δίκτυο σχεδιάστηκε για να εξυπηρετεί τοπικές κυρίως ανάγκες, χωρίς φιλοδοξίες να αποτελέσει τμήμα του διεθνούς δικτύου.
Το κράτος ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του κόστους του έργου και επωμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού, που έγινε κυρίως από ξένα πιστωτικά ιδρύματα. Οι ιδιώτες συμμετείχαν με μικρότερο ποσοστό (περίπου 30%), σ' ένα έργο του οποίου η αποδοτικότητα ήταν πολύ αμφίβολη. Πραγματικά, το σιδηροδρομικό δίκτυο κλήθηκε να εξυπηρετήσει τη διακίνηση αγροτικών κυρίως προϊόντων και από την αρχή της λειτουργίας του παρουσίαζε σοβαρή υστέρηση στα έσοδά του σε σχέση με τους αισιόδοξους υπολογισμούς που οδήγησαν στη δημιουργία του. Το γεγονός αυτό οδήγησε και στη διακοπή των περαιτέρω επενδύσεων στο χώρο του σιδηροδρόμου.

ΘΕΜΑ Β2
Σε ποια κατάσταση βρίσκονταν οι υποδομές του ελληνικού κράτους κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την Ανεξαρτησία; Ποιοι παράγοντες δυσχέραιναν τη βελτίωσή τους; Πώς προσπάθησε το κράτος να ξεπεράσει τις δυσκολίες αυτές;

Το 1830, οι υποδομές του ελληνικού κράτους ήταν ακόμη πρωτόγονες. Γέφυρες, αμαξιτοί δρόμοι, λιμάνια, υδραγωγεία, δημόσια κτίρια, όλα όσα στηρίζουν την οικονομική και διοικητική λειτουργία του κράτους, είτε δεν υπήρχαν καθόλου, είτε βρίσκονταν σε κακή κατάσταση. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν απόλυτα φυσικό να στραφεί το ενδιαφέρον της διοίκησης προς την κατασκευή των απαραίτητων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, έργων. Οι προθέσεις, που ήταν και στον τομέα αυτό πολύ καλές, προσέκρουσαν στις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν, και ειδικότερα στην αδυναμία εξεύρεσης των αναγκαίων οικονομικών πόρων. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι το ελληνικό κράτος ξεκίνησε με ένα βαρύ δημοσιονομικό φορτίο, την εξυπηρέτηση δηλαδή των δανείων που είχαν συναφθεί στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια του Αγώνα αλλά και αργότερα, στους δύσκολους καιρούς της κρατικής του συγκρότησης.
Στις χερσαίες συγκοινωνίες αλλά και στα περισσότερα από τα δημόσια έργα που είχε ανάγκη η χώρα, η έλλειψη του ιδιωτικού ενδιαφέροντος ήταν δεδομένη, καθώς οι επενδύσεις στις βασικές αυτές υποδομές δεν ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρες. Το κράτος είτε απ’ ευθείας, είτε μέσω των δήμων, προσπάθησε να ξεπεράσει τις δυσκολίες αυτές με τις δικές του δυνάμεις. Η δραστηριότητα του ήταν μάλλον υποτονική, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1870, καθώς τα χρήματα έλειπαν και οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν δεν ήταν δημοφιλείς (για παράδειγμα, οι αγγαρείες των αγροτών στην κατασκευή δρόμων).

ΘΕΜΑ Γ1
Αντλώντας στοιχεία από τον παρακάτω πίνακα και από το κείμενο που σας δίνονται και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να παρουσιάσετε την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας από το 1870 έως το 1917.

Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα περίπου χρόνια από την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για να παρατηρηθεί μια πρώτη απόπειρα ανάπτυξης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Γύρω στα 1870 σημειώθηκε κάποιο κύμα ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων, περισσότερων από εκατό, ενώ ταυτόχρονα παρατηρήθηκε κάποια τάση αύξησης του δυναμικού των ήδη υπαρχουσών μονάδων. Οι πληροφορίες αυτές, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνονται πλήρως από τον πίνακα, όπου καταγράφεται πως το σύνολο των βιομηχανιών στην Ελλάδα το 1873 ήταν 95 από 22 που ήταν το 1867. Ενώ το σύνολο του εργατικού δυναμικού γνώρισε το ίδιο διάστημα μηδαμινή αύξηση, καθώς από 7.300 το 1867 ανήλθε στους 7.342 το 1873. Πολύ γρήγορα όμως, η απόπειρα αυτή έχασε τη δυναμική της και οι σχετικές δραστηριότητες επέστρεψαν στην ύφεση και τη στασιμότητα. Η εικόνα αυτή της στασιμότητας επιβεβαιώνεται τόσο από τον πίνακα όσο και από το παράθεμα. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία του πίνακα το 1875 ο αριθμός των βιομηχανιών παρέμεινε ίδιος (95), ενώ σημειώθηκε μια μικρή άνοδος κατά το 1878 με τον αριθμό των σχετικών επιχειρήσεων να φτάνει τις 108. 11 χρόνια μετά, άλλωστε, το 1889 οι βιομηχανίες είχαν γνωρίσει περιορισμένη αύξηση, εφόσον ήταν συνολικά 145. Σύμφωνα με το παράθεμα οι λόγοι αυτής της αργής προόδου και της στασιμότητας σχετίζονταν πρωτίστως με κρατικούς χειρισμούς. Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές βιομηχανίες είχαν να ανταγωνιστούν τα ξένα προϊόντα που διεκδικούσαν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στην ελληνική αγορά, το κράτος δεν είχε μεριμνήσει για την ύπαρξη δασμολογικής προστασίας των ελληνικών προϊόντων. Μόλις το 1867, και περισσότερο το 1871, αρκετές, δηλαδή, δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία, το κράτος νομοθέτησε ορισμένες προστατευτικές διατάξεις για να ενισχύσει κάποιους κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας, όπως ήταν αυτοί της αλευροβιομηχανίας και της βαμβακουργίας. Η απουσία, συνάμα, ειδικών κρατικών κινήτρων για τη δραστηριοποίηση στο χώρο της βιομηχανίας είχε ως αποτέλεσμα τα ούτως ή άλλως περιορισμένα κεφάλαια της αγοράς να στρέφονται σε τομείς πιο σίγουρης απόδοσης, όπως ήταν το εμπόριο, η ναυτιλία και ο τραπεζικός κλάδος. Επιπροσθέτως, ανασταλτικά για την ανάπτυξη της βιομηχανίας επενεργούσαν κι άλλοι παράγοντες, όπως ήταν η απουσία οργανωμένων συγκοινωνιών, η περιορισμένη εγχώρια αγορά, η έλλειψη καταρτισμένων στελεχών και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, καθώς κι η απουσία σύγχρονων τεχνικών μέσων που θα επέτρεπαν την αξιοποίηση των πρώτων υλών της χώρας. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, όπως ακριβώς σημειώνεται και στον πίνακα του Κ. Τσουκαλά, να υπάρχουν το 1875 στην Ελλάδα μόλις 95 βιομηχανίες με 7.342 εργάτες. Οι όροι άρχισαν να μεταβάλλονται μόλις στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και, κυρίως, στα πρώτα χρόνια του 20ού. Τότε δημιουργήθηκε ένα βιομηχανικό δυναμικό σχετικά σταθερό, πολυδιάστατο, με τάσεις ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, της μεταλλουργίας, της ναυπηγικής και της τσιμεντοβιομηχανίας, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του νέου αιώνα.
Η βιομηχανία, ωστόσο, υπέφερε, όπως και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, από την έλλειψη κεφαλαίων και τη διασπορά των υπαρχόντων σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την ασφυκτικά περιορισμένη -εδαφικά και πληθυσμιακά- βάση οικονομικής εξάπλωσης, από την έλλειψη πρώτων υλών και τη χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στα παραπάνω την έλλειψη παιδείας τεχνικής αλλά και γενικής. Η ελλιπής κατάρτιση περιόριζε τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη.
Ούτε η προσάρτηση των Επτανήσων (1864) και της Θεσσαλίας (1881) άλλαξαν τις παραπάνω περιοριστικές συνθήκες. Η αλλαγή των δεδομένων ήρθε μετά το 1912-1913, με την ενσωμάτωση μεγάλων εκτάσεων και πληθυσμών. Η άνοδος αυτή αποτυπώνεται και στον πίνακα, όπου καταγράφεται ότι το 1917 ο αριθμός των βιομηχανιών είχε ανέλθει στις 2.213 με το εργατικό δυναμικό να φτάνει τους 35.500. Σημαντικότατη αύξηση, αν συγκριθεί με την καταγραφή του 1889 και τις 145 βιομηχανίες που λειτουργούσαν εκείνη τη χρονιά.  Και τότε όμως οι χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής βιομηχανίας συνέχισαν να εμποδίζουν την ανάδειξή της σε κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας. Αδύναμη να αντέξει τον εξωτερικό ανταγωνισμό, η βιομηχανία παρέμεινε προσηλωμένη σε δευτερεύουσες δραστηριότητες, αναζητώντας τη σωτηρία της στην παρέμβαση του κράτους, με δασμολογικά ή άλλα ενισχυτικά μέτρα.

ΘΕΜΑ Δ1
Αντλώντας στοιχεία από τον πίνακα που σας δίνεται και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να αναλύσετε το γεγονός της μετάβασης της ελληνικής ναυτιλίας από την εποχή του ιστιοφόρου στην εποχή του ατμόπλοιου.

Οι πρωτοβουλίες και οι συγκροτημένες προσπάθειες για την είσοδο της ελληνικής ναυτιλίας στην εποχή του ατμού ξεκίνησαν μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Όπως προκύπτει από τον πίνακα, η εμφάνιση του πρώτου ελληνικού ατμόπλοιου σημειώνεται το 1860, ενώ θα χρειαστούν 15 ακόμη χρόνια για να γίνουν τα ελληνικά ατμόπλοια 27. Κατά το ίδιο διάστημα ο αριθμός των ιστιοφόρων πλοίων θα γνωρίσει σχετική μείωση, καθώς από τα 1.212 ιστιοφόρα του 1860 θα βρεθούμε στα 1.107 το 1875. Τα κεφάλαια που χρειάζονταν για την κατασκευή ή την αγορά και τη συντήρηση των ατμοπλοίων ήταν σημαντικά, με αποτέλεσμα να ανατραπούν οι παραδοσιακές εφοπλιστικές σχέσεις που ίσχυαν για τα ιστιοφόρα και να αναζητηθούν κεφάλαια μέσω εταιρειών και ισχυρών επιχειρηματικών σχημάτων. Το κράτος, οι τράπεζες (η Εθνική Τράπεζα ιδιαίτερα) και οι εκτός συνόρων ομογενείς συμμετείχαν ενεργά σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες. Παρ’ όλα αυτά, η περιορισμένη διαθεσιμότητα κεφαλαίων και ο αυξημένος επιχειρηματικός κίνδυνος ανέστειλαν την ανάπτυξη της ελληνικής ατμοπλοΐας. Αξιοσημείωτο ως προς αυτό είναι -όπως προκύπτει από τον πίνακα- το γεγονός ότι ενώ τα ιστιοφόρα έχουν μειωθεί το 1875, θα αυξηθούν εκ νέου το 1892, φτάνοντας τα 1.292. Ενώ, την ίδια περίοδο ο αριθμός των ατμόπλοιων σημειώνει μικρή μόνο αύξηση. Η παρουσία της ατμοπλοΐας άρχισε να γίνεται αισθητή μόλις την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1890 έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912. Ενδεικτική της στροφής προς τα ατμόπλοια είναι η παράλληλη μείωση που καταγράφεται στον αριθμό των ιστιοφόρων. Έτσι, όπως αυτό προκύπτει από τον πίνακα, το 1903 τα ατμόπλοια θα μειωθούν στα 1.030, ενώ τα ατμόπλοια θα αυξηθούν στα 209, ξεπερνώντας, όμως, για πρώτη φορά τα ιστιοφόρα σε χωρητικότητα. Ειδικότερα, τα ιστιοφόρα παρά την αριθμητική τους υπεροχή έχουν χωρητικότητα 145.000 τόνους, ενώ τα ατμόπλοια, αν και σημαντικά λιγότερα, έχουν σαφώς μεγαλύτερη χωρητικότητα, η οποία ανέρχεται στους 202.000 τόνους. Η μείωση των ιστιοφόρων θα συνεχιστεί με γοργούς ρυθμούς, εφόσον το 1911 θα έχουν υποχωρήσει στα 760, με τα ατμόπλοια να έχουν ανέλθει στα 347, έχοντας, πλέον, τριπλάσια χωρητικότητα σε σχέση με τα ιστιοφόρα. Πιο συγκεκριμένα τα ιστιοφόρα έχουν πια 102.000 τόνους χωρητικότητα, ενώ τα ατμόπλοια έχουν φτάσει στους 384.000 τόνους. Η ανάπτυξη αυτή στηρίχθηκε στην κυριαρχία Ελλήνων επιχειρηματιών στις μεταφορές στην περιοχή του Δέλτα του Δούναβη αλλά και στην κίνηση στο ίδιο το ποτάμι.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...