Amy Haselhurst
Ιστορία Προσανατολισμού: Διαγώνισμα (Η
κρίση του 1932 – Δικτατορία Ι. Μεταξά)
ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων
ιστορικών όρων:
α. Διχοτόμηση της δραχμής (Μάρτιος
1922)
β. Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος
(Σ.Ε.Κ.Ε.)
γ. Αγροτική μεταρρύθμιση
Μονάδες 15
ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που
ακολουθούν, γράφοντας στην κόλλα αναφοράς που σας δόθηκε το γράμμα που
αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση και δίπλα του τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση
είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη:
α. Οι ιδιώτες συμμετείχαν στο κόστος
κατασκευής του σιδηροδρομικού δικτύου με μικρότερο ποσοστό (περίπου 20%).
β. Τα 97 ελληνικά ατμόπλοια του 1890
έγιναν 191 το 1901 και 389 το 1912.
γ. Το 1840 τα ελληνικά πλοία είχαν
συνολική χωρητικότητα 100.000 τόνους, ενώ το 1886 ξεπερνούσαν τους 300.000
τόνους.
δ. Μόνο προς το τέλος του 19ου
αιώνα η ελληνική ναυτιλία ακολούθησε ανοδική πορεία.
ε. Οι Εκλεκτικοί υποστήριζαν την
ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού και τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Μονάδες 10
ΘΕΜΑ Β1
α) Ποια ήταν η οικονομική λειτουργία
της Εθνικής Τράπεζας κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της; (μονάδες 5)
β) Ποιοι ήταν οι λόγοι ίδρυσης της
Τράπεζας της Ελλάδος (μονάδες 5) και ποιος ήταν ο ρόλος της στη διαχείριση των
δημοσίων οικονομικών της χώρας μέχρι τις αρχές του 1932; (μονάδες 5)
Μονάδες 15
ΘΕΜΑ Β2
Πώς διαμορφώθηκε η διαδικασία επιλογής
των υποψηφίων βουλευτών και το εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα κατά το τελευταίο
τέταρτο του 19ου αιώνα;
Μονάδες 10
ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και
αντλώντας στοιχεία από το κείμενο που σας δίνεται: α) να καταγράψετε τους
λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα στην επιλογή του κρατικού παρεμβατισμού στα
οικονομικά ζητήματα (μονάδες 6), β) τις επιπτώσεις που προέκυψαν στις
συναλλαγές της με το εξωτερικό (μονάδες 7), και γ) να παρουσιάσετε διεξοδικά τη
μέθοδο διακανονισμού «κλήριγκ» (μονάδες 12).
Μονάδες 25
Κείμενο
Το συνολικό εξωτερικό εμπόριο, δηλ.
εισαγωγές και εξαγωγές, μετά το 1929 δεν έπαυσε να μειώνεται: από 1.363 εκ.
χρυσών δραχμών, το 1929, κατήλθε σε 1.127 εκ. το 1930, σε 817 εκ. το 1931, και
σε 524 εκ. το 1932. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, δηλ. από το 1923 οι
συνθήκες του εξωτερικού εμπορίου δεν έπαψαν να βελτιώνονται, από την άποψη του
ισοσκελισμού. Έτσι, μεταξύ 1923 και 1939, η αύξηση των εισαγωγών περιορίσθηκε
σε 103%, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 268%. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη
σημαντική βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου:
ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ
Έτος %
1923 41,6%
1928 50,8
1938 68,7
1939 75,4
Η βελτίωση του ισοζυγίου ήταν
αποτέλεσμα της πολιτικής της σχετικής αυτάρκειας και της αυξήσεως των εξαγωγών
μέσω των συμψηφιστικών ανταλλαγών. […]
Η βασική αρχή της νέας εμπορικής
πολιτικής ήταν ότι οι εισαγωγές έπρεπε, όσο ήταν δυνατόν, να πληρώνονται με τα
εξαγόμενα εθνικά προϊόντα. Η μέθοδος των clearing αποφεύγει σε μεγάλο βαθμό την
παρεμβολή του συναλλάγματος και γι’ αυτό συγκρίνεται με τις πρωτόγονες μορφές
των ανταλλαγών. Με το μηχανισμό αυτό, κάθε χώρα εξωθείται να μην εισάγει προϊόντα
άλλης, παρά μόνο υπό τον όρο ότι και αυτή η τελευταία δέχεται να εισαγάγει σ’
αντιστάθμιση προϊόντα ίσης αξίας της πρώτης. Η μορφή αυτή του εμπορίου
προτιμήθηκε στο μεσοπόλεμο από πολλές χώρες, γιατί επέτρεπε την εξοικονόμηση
συναλλάγματος και για τις δύο εμπορευόμενες πλευρές. Ήδη στα 1932 η Ελλάδα είχε
υπογράψει τέτοιες συμφωνίες συμψηφιστικών ανταλλαγών με 10 χώρες (Γερμανία,
Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Τσεχοσλοβακία, Αργεντινή, Περσία, Σουηδία,
Ουγγαρία, Αλβανία).
Η μέθοδος των clearing επέτρεπε διάφορες παραλλαγές γύρω από
το ποσοστό των εισαγωγών που θα καλυπτόταν με εξαγόμενα προϊόντα και γύρω από
το ποσοστό που θα καλυπτόταν με καθαρό συνάλλαγμα.
Το πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής ήταν
ότι στηριζόταν σε συμφωνίες ολιγόμηνης διάρκειας, ανανεώσιμες, πράγμα που έδινε
στον μηχανισμό των clearing
μια ιδιαίτερη ευκαμψία και ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Η Γερμανία συμφώνησε αρχικά να πληρώνει σε δραχμές το 30% της αξίας των
εισαγόμενων ελληνικών προϊόντων. Η συμφωνία είχε την έννοια ότι η Γερμανία για
να διαθέτει δραχμές όφειλε, πουλώντας γερμανικά είδη στην Ελλάδα, να δέχεται,
μέχρις ενός ορίου, να πληρωθεί με δραχμές. Η συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία
προέβλεπε ότι 35% των γιουγκοσλαβικών εξαγωγών στην Ελλάδα θα πληρωνόταν με
δραχμές, τις οποίες φυσικά η Γιουγκοσλαβία, με τη σειρά της, όφειλε να
καταναλώσει αγοράζοντας ελληνικά προϊόντα.
Ως το 1936, διέρχονταν από τα γραφεία
συμψηφισμών περίπου τα 76,5% των εξαγωγών και τα 52,5% των εισαγωγών της
Ελλάδος. Η εξέλιξη αυτή επέφερε, όπως ήταν φυσικό, έναν ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο
του κράτους πάνω στο εξωτερικό εμπόριο. Τα 95% των συμψηφιστικών πληρωμών
διέρχονταν πια από τα λογιστικά γραφεία του κράτους. Το κράτος όμως παράλληλα
ανέλαβε, με τον τρόπο αυτό, την προώθηση των ελληνικών εξαγωγών, σαν ένα μέσο
για τη βελτίωση των δημοσιονομικών πραγμάτων.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος
ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών
ΘΕΜΑ Δ1
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και
αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα που σας δίνονται, να απαντήσετε στα ακόλουθα
ερωτήματα:
α) Ποιες υπήρξαν οι πολιτικές συνθήκες
της εποχής που επέτρεψαν την άνοδο του Ι. Μεταξά στην εξουσία;
β) Ποια στάση τήρησαν τα άλλα κόμματα
απέναντι στον Μεταξά;
Κείμενο Α
Η συζήτηση για τις προγραμματικές
δηλώσεις της κυβερνήσεως έγινε στις 27 Απριλίου. Ο Σοφούλης θεώρησε τις
δηλώσεις πλούσιες και ότι έθιγαν όλους σχεδόν τους τομείς του δημόσιου βίου και
τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής, αλλά η εκτέλεση ενός τέτοιου προγράμματος
«ατυχώς» δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί «εντός των τεταγμένων ορίων μιας
κυβερνητικής διάρκειας». Τόνισε όμως την αποσιώπηση από μέρους του πρωθυπουργού
ενός σπουδαίου ζητήματος: του αποτακτικού. […] Δήλωσε όμως ότι το κόμμα των
Φιλελευθέρων θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, «με την ιδιαιτέραν όμως
σύστασιν» να τακτοποιήσει πλήρως και ικανοποιητικά «το ζήτημα το αποτακτικόν».
Ο Τσαλδάρης υποσχέθηκε να δώσει ψήφο ανοχής, κάνοντας και αυτός μια σύσταση
στην κυβέρνηση: να λάβει μέτρα για «την εσωτερικήν γαλήνην και τάξιν της χώρας»
και να μη δεχτεί προτάσεις ή πιέσεις για την κατάργηση παρόμοιων μέτρων που
ίσχυαν, όπως ο νόμος 4229, γιατί, όπως τόνισε, «και αν υποτεθή ότι περιορίζεται
κατά τι η κακή χρήσις του δικαιώματος της ελευθερίας ωρισμένων προσώπων πρέπει
να γνωρίζωμεν και να να είμεθα βέβαιοι και πάντες έχομεν υπόψη τούτο ότι η
ελευθερία δεν υφίσταται παρά όταν εξασφαλίζεται η ελευθερία όλων, και τα μέτρα
ταύτα προς τον σκοπόν τούτον τείνοντα, μολονότι ελήφθησαν παρά του αντιθέτου
κόμματος, τα επικροτώ δια την περίπτωσην καθ’ ην ελήφθησαν, δια την υπεράσπισιν
της ελευθερίας του συνόλου του λαού». […]
Ο Καφαντάρης [Προοδευτικό Κόμμα]
αρνήθηκε ψήφο εμπιστοσύνης και τόνισε την ανάγκη επαναφοράς των απότακτων
αξιωματικών και της αποκαταστάσεως 1.200 υπαλλήλων που είχαν απολυθεί μετά το
κίνημα. Ο Παπαναστασίου [Δημοκρατική Ένωσις] δήλωσε ότι ούτε ψήφο εμπιστοσύνης
θα έδινε ούτε και θα καταψήφιζε την κυβέρνηση και ότι η άρνησή του ήταν «ψήφος
διαμαρτυρίας» κατά των μεγάλων κομμάτων που δε συνεννοούνταν. […]
Ψήφο εμπιστοσύνης αρνήθηκε και ο
Σκλάβαινας του Παλλαϊκού Μετώπου, αφού καταδίκασε πρώτα τον
«αντικοινοβουλευτικό» χαρακτήρα της κυβερνήσεως και τον τρόπο διορισμού της, με
την περιφρόνηση δηλ. της Βουλής, και διατύπωσε την απορία «πώς τα κόμματα, που
λέγουν ότι αγωνίζονται δια την αποκατάστασιν των λαϊκών ελευθεριών και της
λαϊκής κυριαρχίας, γίνονται συνυπεύθυνα αυτής της ανωμαλίας και αυτής της
ολοφάνερης παραβιάσεως του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος».
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος
ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών
Κείμενο Β
Την παραμονή του Μεταξά στην εξουσία
εξασφαλίζει και η ψήφος εμπιστοσύνης ή ανοχής που του έδωσαν στις 25 Απριλίου
οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων […]. Ενόμιζαν ότι η λύση του πολιτικού
θέματος με την κυβέρνηση Μεταξά ήταν προσωρινή και ότι θα τους επέτρεπε να
εξακολουθούν με άνεση τα παζαρέματά τους. Οι πολιτικοί με τη γενικότερη
απερίσκεπτη συμπεριφορά τους, αλλά και με την πράξη τους αυτή περνούσαν οι
ίδιοι τον βρόχο γύρω από τον λαιμό τους και άνοιγαν τον δρόμο προς τη
δικτατορία. Η ιδέα της τρεφόταν από την κατάσταση αυτή και καλλιεργούνταν
έντεχνα. Στις 4 Ιουνίου ο Παπαναστασίου μάταια παρατηρούσε: «Εις την Ελλάδα υπό
την επήρειαν του μεγάλου κομματικού πάθους, μικραί διαφοραί εξωγκώθησαν εις
σύμβολα μέχρι βαθμού επικινδύνου και αι αγαθώτεραι προσπάθειαι συνετρίβησαν.
Υπό τοιούτους όρους εμφανίζεται επιτηδείως το φάσμα αυταρχικής διακυβερνήσεως,
δηλαδή επιβολής της δικτατορίας. Το φαινόμενο είναι πράγματι απογοητευτικόν».
[…]
Στις 28 Ιουλίου ο Σοφούλης με επίσημες
ανακοινώσεις του στις εφημερίδες δηλώνει ότι μετά τη λήξη του πενταμήνου θα
άρει την εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση Μεταξά. Η δήλωση αυτή επισπεύδει την
κήρυξη της δικτατορίας: ο Μεταξάς δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει την εξουσία,
εφόσον μάλιστα είχε παγιώσει τη θέση του και είχε αρχίσει να εφαρμόζει ορισμένα
μέτρα του προγράμματός του.
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος «Νέα Ελληνική
Ιστορία 1204-1985», Εκδόσεις Βάνιας
Ενδεικτικές απαντήσεις
ΘΕΜΑ Α1
α.
Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδας έφτασαν σε πλήρες
αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν
από την κατάρρευση του Ελληνικού Μετώπου στη Μικρά Ασία, η Κυβέρνηση προέβει σε
ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος.
Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας,
ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Η επιχείρηση στέφθηκε από
επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε
το 1926. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη
Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της.
β.
Το 1918 ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.) από συνέδριο
σοσιαλιστών. Βασικές θέσεις του προγράμματός του ήταν δημοκρατία, παροχή
εκλογικού δικαιώματος στις γυναίκες, αναλογικό εκλογικό σύστημα, εθνικοποίηση
των μεγάλων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Σχετικά με την εξωτερική πολιτική ζητούσε
ειρήνη, χωρίς προσάρτηση εδαφών, βασισμένη στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών.
Τα προβλήματα που αφορούσαν τα διαμφισβητούμενα εδάφη, θα λύνονταν με
δημοψηφίσματα. Ήταν το πιο αυστηρά οργανωμένο κόμμα της εποχής. Το 1919
απομακρύνθηκε από την αρχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και υιοθέτησε την
αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το 1924 προσχώρησε στην τρίτη
κομμουνιστική διεθνή και μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (Κ.Κ.Ε.).
γ.
Καθώς η κατοχή γης έπαυε προοδευτικά να είναι πηγή εξουσίας και κοινωνικού
-ταξικού- κύρους, λόγω της βιομηχανικής επανάστασης, άνοιξαν οι δρόμοι για την
αγροτική μεταρρύθμιση. Την κατάργηση δηλαδή των μεγάλων ιδιοκτησιών και την κατάτμηση
των αξιοποιήσιμων εδαφών σε μικρές παραγωγικές μονάδες, οικογενειακού
χαρακτήρα, που ανταποκρίνονταν καλύτερα στις νέες παραγωγικές και κοινωνικές
συνθήκες.
ΘΕΜΑ Α2
α. Λάθος
β. Σωστό
γ. Λάθος
δ. Λάθος
ε. Λάθος
ΘΕΜΑ Β1
α)
Η δραστηριότητα της Εθνικής Τράπεζας στα πρώτα στάδια ήταν μάλλον χωρίς σαφή
προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική οικονομία δεν
ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο της πλεονέκτημα και
ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό δικαίωμα, η δυνατότητα της
να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή, για λογαριασμό του
ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και επέβαλλε την κυκλοφορία
τους.
β)
Το 1927, με αφορμή το αίτημα της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών για παροχή
πρόσθετου δανείου, τέθηκε το ζήτημα της δημιουργίας μιας κεντρικής κρατικής
τράπεζας, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση των χρεών, την έκδοση χαρτονομίσματος
και την ενιαία εφαρμογή της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Παρά τις
αντιδράσεις της Εθνικής Τράπεζας και κάτω από την πίεση των ξένων συμβούλων, το
Μάιο του 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία άρχισε τη λειτουργία της
ένα χρόνο αργότερα. Πολύ γρήγορα πέτυχε σταθερές ισοτιμίες της δραχμής με τα
ξένα νομίσματα, στηρίζοντας την έκδοση χαρτονομίσματος στα αποθέματά της σε
χρυσό και συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας τη μετατρεψιμότητα του εθνικού
νομίσματος σε χρυσό. Η επιτυχία αυτή οδήγησε τα δημόσια οικονομικά σε περίοδο
ευφορίας, βελτίωσε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενίσχυσε την εισροή
συναλλάγματος και τις επενδύσεις και προκάλεσε μία ισχυρή δυναμική που επέτρεψε
τις σημαντικές πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της τελευταίας
κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932). Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι
τις αρχές του 1932, οπότε εκδηλώθηκαν στη χώρα οι συνέπειες της μεγάλης
οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη το 1929.
ΘΕΜΑ Β2
Για την επιλογή των υποψηφίων
βουλευτών, δηλαδή για την τοποθέτηση συγκεκριμένων υποψηφίων στο «ψηφοδέλτιο»,
έπαιζε ρόλο το αν είχαν ένα δικό τους τοπικό κύκλο οπαδών, ο οποίος επηρεαζόταν
βεβαίως από πελατειακές σχέσεις και εξυπηρετήσεις. Οι υποψήφιοι βουλευτές
προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά
στρώματα, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο. Πολλοί ήταν δικηγόροι και
δημόσιοι υπάλληλοι.
Το εκλογικό σύστημα δεν επέβαλλε να
ψηφίζει κανείς ένα μόνο κόμμα, αλλά έδινε τη δυνατότητα να ψηφίζονται όλοι οι
υποψήφιοι θετικά ή αρνητικά. Επίσης, ένας εκλογέας μπορούσε να ψηφίσει θετικά
κάποιον υποψήφιο στον οποίο είχε υποχρέωση, παράλληλα όμως μπορούσε να δώσει
θετική ψήφο και σε κάποιον άλλο τον οποίο θεωρούσε ικανό.
Μολαταύτα, και ιδιαίτερα μετά το 1882,
όλο και συχνότερα παρουσιάζεται το φαινόμενο οι εκλογείς να ψηφίζουν με
κομματικά κριτήρια και να περιορίζεται η συνήθεια να ψηφίζονται θετικά και
πολιτικοί άλλων κομμάτων. Κατά τη δεκαετία του 1890 οι εκλογείς συνήθιζαν να
ψηφίζουν πολιτικούς με επιρροή, μόνο εφόσον είχαν δηλώσει με σαφήνεια την
κομματική τους τοποθέτηση. Ακόμα και η εκλογή ανεξάρτητων τοπικών
προσωπικοτήτων άρχισε να περιορίζεται. Το 1879 π.χ. υπήρχαν στις εκλογές 24
τοπικά ψηφοδέλτια, ενώ το 1885 μόνο 4. Έτσι παρουσιαζόταν και το φαινόμενο να
περιλαμβάνονται σε κομματικά ψηφοδέλτια ανεξάρτητοι υποψήφιοι, για να έχουν
πιθανότητες επιτυχίας στις εκλογές. Δηλαδή ο ρόλος των κομμάτων ενισχύθηκε,
απέκτησαν κύρος στη δημόσια ζωή.
ΘΕΜΑ Γ1
α)
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1932
έφτασε στην Ελλάδα σε μία εποχή «ευημερίας». Η «ευημερία» σήμαινε ότι η
εμπιστοσύνη των Ελλήνων σε ένα καλύτερο οικονομικά μέλλον είχε αποκατασταθεί,
οι σκοτεινές εποχές της δεκαετίας του 1920 έδειχναν να απομακρύνονται, οι
πληγές έκλειναν, η φτώχεια περιοριζόταν και το ελληνικό κράτος έδειχνε να
σχεδιάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης
να αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό και
συνάλλαγμα. Την άνοιξη του 1932, όμως, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποφύγει την
αναστολή της μετατρεψιμότητας του εθνικού νομίσματος, καθώς και την αναστολή
εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Έτσι εγκαινιάστηκε μια περίοδος ισχυρού
κρατικού παρεμβατισμού στα οικονομικά ζητήματα, ιδιαίτερα στις εξωτερικές
συναλλαγές, και μια πολιτική προστατευτισμού, με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας.
Η Ελλάδα μπήκε με τη σειρά της στο χώρο της κλειστής οικονομίας, όπου οι
συναλλαγές καθορίζονταν περισσότερο από γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά από
ελεύθερες οικονομικές συμφωνίες.
β)
Στο εξωτερικό εμπόριο κυριάρχησε προοδευτικά η μέθοδος του διακανονισμού
«κλήριγκ». Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου οι συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν
έντονα ελλειμματικές, η διαδικασία αυτή, πέρα από τα αρνητικά, είχε και θετικά
στοιχεία. Ειδικότερα, θετική επίπτωση αποτέλεσε, σύμφωνα με το παράθεμα,
η βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, ακριβώς εξαιτίας της προσπάθειας για τη
διασφάλιση σχετικής αυτάρκειας, καθώς και της αύξησης των εξαγωγών μέσω της
διαδικασίας των συμψηφιστικών ανταλλαγών. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία του
παραθέματος τη στιγμή που η αύξηση των εισαγωγών περιορίστηκε σε 103%, οι
εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 268%, οδηγώντας σε σημαντική αλλαγή τη συσχέτιση μεταξύ
εισαγωγών κι εξαγωγών. Όπως προκύπτει από τον πίνακα του παραθέματος, ενώ το
1923 οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο 41% των εισαγωγών και το 1928 στο 50,8%,
μετά την οικονομική κρίση και λόγω του αυξημένου κρατικού παρεμβατισμού, οι
εξαγωγές φτάνουν το 1938 να αντιστοιχούν στο 68,7% των εισαγωγών και το 1939
στο 75,4%. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως λόγω της διεθνούς οικονομικής
κρίσης το συνολικό εξωτερικό εμπόριο της χώρας -εισαγωγές και εξαγωγές-
μειωνόταν συνεχώς. Έτσι, από 1.363 εκ. χρυσών δραχμών το 1929, έπεσε σε 1.127
εκ. το 1930, σε 817 εκ. το 1931 και σε μόλις 524 εκ. το 1932.
Επιπλέον, όπως σημειώνεται στο
παράθεμα, επειδή μέχρι το 1936 περνούσαν από τα γραφεία συμψηφισμών περίπου τα
76,5% των εξαγωγών και τα 52% των εισαγωγών, ενισχύθηκε σημαντικά ο έλεγχος του
κράτους στο εξωτερικό εμπόριο, καθώς τα 95% των συμψηφιστικών πληρωμών
περνούσαν από τα λογιστικά του γραφεία. Αποτέλεσμα αυτού, εντούτοις, υπήρξε το
γεγονός ότι το κράτος ανέλαβε την προώθηση των ελληνικών εξαγωγών, εφόσον μέσω
της σχετικής αύξησης είχε τη δυνατότητα να βελτιώσει τη δημοσιονομική
κατάσταση.
γ)
Η μέθοδος του διακανονισμού «κλήριγκ» προέβλεπε ότι οι διεθνείς συναλλαγές δεν θα
γίνονταν με βάση το μετατρέψιμο συνάλλαγμα αλλά με βάση διακρατικές συμφωνίες
που θα κοστολογούσαν τα προς ανταλλαγή προϊόντα και θα φρόντιζαν να
ισοσκελίσουν την αξία των εισαγωγών με την αντίστοιχη των εξαγωγών, στο πλαίσιο
ειδικών λογαριασμών. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο αυτή μάς
παρέχει το παράθεμα, όπου διευκρινίζεται πως ζητούμενος στόχος ήταν να
πληρώνονται οι εισαγωγές με εξαγόμενα εθνικά προϊόντα, ώστε να εξοικονομούν κι
οι δύο εμπορευόμενες πλευρές συνάλλαγμα, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται πλήρως η
χρήση συναλλάγματος. Στο πλαίσιο της μεθόδου των clearing μπορούσαν
να υπάρξουν διάφορες παραλλαγές σχετικά με το ποσοστό των εισαγωγών που θα
καλυπτόταν με εξαγόμενα προϊόντα και σ’ εκείνο που θα καλυπτόταν με καθαρό
συνάλλαγμα.
Ένα από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου
αυτής ήταν πως βασιζόταν σε βραχύχρονες συμφωνίες διάρκειας λίγων μηνών, που
μπορούσαν να ανανεωθούν, διασφαλίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ευκαμψία στον
μηχανισμό των clearing, εφόσον
μπορούσε να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Ενδεικτικό παράδειγμα της λειτουργίας
αυτού του μηχανισμού πληρωμών αποτελεί η περίπτωση της Ελλάδας, η οποία ήδη στα
1932 είχε υπογράψει συμφωνίες συμψηφιστικών ανταλλαγών με 10 χώρες, μεταξύ των
οποίων ήταν η Γερμανία και η Γιουγκοσλαβία. Η συμφωνία με τη Γερμανία προέβλεπε
την πληρωμή του 30% της αξίας των εισαγόμενων ελληνικών προϊόντων σε δραχμές,
κάτι που σήμαινε πως προκειμένου να διαθέτει η Γερμανία ελληνικό συνάλλαγμα,
όφειλε να δέχεται μέχρις ενός σημείου να πληρώνεται σε δραχμές για τα γερμανικά
είδη που πουλούσε στην Ελλάδα. Η αντίστοιχη συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία
προέβλεπε πως το 35% των εξαγωγών της στην Ελλάδα θα πληρωνόταν με δραχμές, τις
οποίες, εκ των πραγμάτων, η Γιουγκοσλαβία όφειλε να αξιοποιήσει αγοράζοντας
ελληνικά προϊόντα.
ΘΕΜΑ Δ1
α)
Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης επιχείρησε στρατιωτικό κίνημα, με στόχο την
παλινόρθωση της βασιλείας. Το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου 1935 έδωσε τέλος
στην αβασίλευτη δημοκρατία με ποσοστό 97,6%, προϊόν πρωτόγνωρης νοθείας και
τρομοκρατίας. Μετά την άφιξη του βασιλιά, το καθεστώς του Κονδύλη αποσύρθηκε
από την εξουσία. Ο Γεώργιος Β', έχοντας την υποστήριξη των βασιλικών
αξιωματικών, ακολούθησε προσωπική πολιτική. Διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και
προκήρυξε εκλογές για τις 26 Ιανουαρίου 1936. Στη νέα Βουλή, οι Αντιβενιζελικοί
είχαν μία έδρα περισσότερη από τους αντιπάλους τους και κανείς δεν μπορούσε να
να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις 27 Απριλίου, επειδή τα μεγάλα κόμματα αδυνατούσαν
να συνεννοηθούν για το σχηματισμό κυβέρνησης, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν
ήθελε να υποστηρίξει κυβέρνηση Φιλελευθέρων, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στον I.
Μεταξά, ο οποίος είχε πάρει μόλις το 4% των ψήφων στις εκλογές. Σύμφωνα με
το Κείμενο Β οι άλλοι αρχηγοί πολιτικών κομμάτων θεώρησαν εσφαλμένα πως η
δημιουργία κυβέρνησης από τον Ι. Μεταξά αποτελούσε μια προσωρινή λύση, που θα
τους προσέφερε χρόνο για να συνεχίσουν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις. Όπως
σχολιάζει, όμως, ο ιστορικός επρόκειτο για μια ασύνετη επιλογή, η οποία
οδηγούσε τη χώρα στη δικτατορία κι έφερνε τους πολιτικούς αρχηγούς αντιμέτωπους
με τα λάθη τους. Μάταια, άλλωστε, ο Αλέξανδρος Παναστασίου διαπίστωνε στις 4
Ιουνίου πως υπό το βάρος του κομματικού φανατισμού μικρές στην ουσία τους
διαφορές λάμβαναν διαστάσεις συμβόλου και καταδίκαζαν σε αποτυχία ακόμη και τις
πιο αγαθές προσπάθειες συνεννοήσεως. Όπως ο ίδιος τόνιζε κάτω από τέτοιες
συνθήκες το ενδεχόμενο της αυταρχικής διοίκησης, δηλαδή η επιβολή δικτατορίας,
εμφανίζεται ως πιθανό. Ο δρόμος, επομένως, για την υλοποίηση των δικτατορικών
σχεδίων του Μεταξά ήταν πλέον ανοιχτός. Έτσι, την 4η Αυγούστου 1936, με την
προσυπογραφή των περισσότερων υπουργών και με την πρόφαση του κομμουνιστικού
κινδύνου λόγω επικείμενης 24ωρης πανελλαδικής απεργίας, ο Μεταξάς, με τη
σύμφωνη γνώμη του βασιλιά, ανέστειλε την ισχύ βασικών άρθρων του συντάγματος
και διέλυσε τη Βουλή. Όπως προκύπτει μάλιστα από το Κείμενο Β η επίσημη
ανακοίνωση του Θεμιστοκλή Σοφούλη ότι σκόπευε να άρει την ψήφο εμπιστοσύνης
στην κυβέρνηση Μεταξά μόλις συμπληρώνονταν πέντε μήνες, αποτέλεσε αφορμή για
την επίσπευση των εξελίξεων, εφόσον ο Μεταξάς δεν είχε καμία πρόθεση να
εγκαταλείψει την εξουσία, ιδίως αφού είχε εδραιώσει τη θέση του κι είχε αρχίσει
να εφαρμόζει κάποια από τα μέτρα του κυβερνητικού του προγράμματος. Ο Μεταξάς
ήταν, άλλωστε, σε όλη του τη σταδιοδρομία εχθρός του κοινοβουλευτισμού και
υποστηρικτής αυταρχικών μεθόδων στην πολιτική. Όταν του δόθηκε η ευκαιρία,
έκανε πράξη τις θεωρίες του. Η δικτατορία του Μεταξά έβαλε τέλος στη Δημοκρατία
του Μεσοπολέμου και σε μία ολόκληρη εποχή της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας.
β)
Με βάση τις πληροφορίες του Κειμένου Α, που αποτελεί έμμεση πηγή μιας και
αντλείται από το συλλογικό ιστορικό έργο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο
Θεμιστοκλής Σοφούλης, αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, συμφώνησε να δώσει
ψήφο εμπιστοσύνης στον Ι. Μεταξά, με τη βασική σύσταση να επιλύσει το
αποτακτικό ζήτημα (ζητούσε, δηλαδή, την επαναφορά στο στράτευμα των βενιζελικών
αξιωματικών). Κατά τη δική του γνώμη, οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης
του Μεταξά ήταν ικανοποιητικές, εφόσον αφορούσαν όλες τις πτυχές του δημόσιου
βίου και καίρια προβλήματα της κοινωνικής ζωής, έστω κι αν δεν μπορούσαν επί
της ουσίας να υλοποιηθούν στα στενά χρονικά πλαίσια μιας κυβερνητικής θητείας.
Ο Παναγής Τσαλδάρης, αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, από την άλλη, δήλωσε πως θα
δώσει ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση Μεταξά, προτείνοντάς του να φροντίσει για τη
διασφάλιση της εσωτερικής γαλήνης και την τήρηση της τάξης στη χώρα. Κατά τη
δική του γνώμη, μάλιστα, ο Μεταξάς όφειλε να διατηρήσει τα μέτρα που απέβλεπαν
σε αυτό τον σκοπό, όπως ήταν ο νόμος 4229 -έστω κι αν τον είχαν ψηφίσει οι
Φιλελεύθεροι, που ήταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Λαϊκού κόμματος-, διότι χάρη
σε αυτόν περιοριζόταν η «κακή» χρήση της ελευθερίας ορισμένων πολιτών,
προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία του συνόλου των πολιτών.
Ο Γεώργιος Καφαντάρης, αρχηγός του
Προοδευτικού κόμματος, αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Μεταξά,
τονίζοντας πως ήταν ανάγκη να επανέλθουν στο στράτευμα οι απότακτοι
αξιωματικοί, αλλά και να προσληφθούν εκ νέου οι 1.200 υπάλληλοι που είχαν
απολυθεί μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1935. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου,
αρχηγός της Δημοκρατικής Ένωσις, δήλωσε πως δεν θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά
ούτε και θα καταψηφίσει την κυβέρνηση Μεταξά, εκφράζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο
τη διαμαρτυρία του απέναντι στα μεγάλα κόμματα που αδυνατούσαν να συνεννοηθούν και
να συγκροτήσουν κυβέρνηση. Τέλος, ο Στέλιος Σκλάβαινας, αρχηγός του Παλλαϊκού
Μετώπου, αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης, έχοντας πρώτα στηλιτεύσει τον
αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα της κυβέρνησης, η οποία είχε διοριστεί χωρίς να
ληφθούν υπόψη οι συνταγματικοί κανονισμοί που διέπουν τη λειτουργία της Βουλής.
Εξέφρασε, μάλιστα, την απορία πώς οι υπόλοιποι αρχηγοί συναινούσαν στην
καταστρατήγηση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, τη στιγμή που δήλωναν πως
αγωνίζονται για τη διασφάλιση των λαϊκών ελευθεριών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου