Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φαρμακολύτρια», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φαρμακολύτρια», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια εἶν’ ἐκείνη, ἥτις χαλνᾷ τά μάγια, ἤτοι λύει πᾶσαν γοητείαν καί μεθοδείαν πονηράν ὑπ’ ἐχθρῶν γινομένην. Εἰς ἐμέ, παρευρεθέντα κατά τύχην ἐκεῖ, τό πρᾶγμα ἐφαίνετο παράξενον, ὅσον ἤθελε φανῆ εἰς μαθητήν τῆς γ΄ τάξεως ἐπαρχιακοῦ γυμνασίου, δραπετεύσαντα ἅμα τῇ ἐνάρξει τῶν μαθημάτων, εἰς τό μέσον τοῦ ἔτους. Ἀλλ’ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἤξευρε τί ἔκαμνεν.
Ἕνα υἱόν, μονάκριβον, τόν εἶχε. Καί εἶχε τέσσαρας κόρας μικράς, τῶν ὁποίων ἡ μεγαλυτέρα ἦτον ἤδη δεκαέξ χρόνων. Καί ὁ υἱός της, πρωτότοκος, ἤγγιζεν ἤδη τό εἰκοστόν ἔτος. Καί ἤδη ἔχανε τόν νοῦν του κ’ ἐζητοῦσε νά νυμφευθῇ.
Τοῦ εἶχαν κάμει μάγια, αἱ γυναῖκες, ἀπό τόν Πέρα Μαχαλᾶν. Καί τοῦ εἶχαν σηκώσει τά μυαλά του. Ποῖος ἠξεύρει τί μαγγανείας τοῦ ἔκαμαν, καί τί τοῦ ἔδωκαν νά πίῃ. Ἐγνώριζαν ἐκεῖναι ἀπό μαγείας...
Κι ἀγάπησε μίαν κόρην, ἥτις ἦτον μεγαλυτέρα ἀπ’ αὐτόν στά χρόνια, καί ἤθελε νά τήν λάβῃ σύζυγον.
«Ἤ θά τήν πάρω, μάνα, ἤ θά σκοτωθῶ». Τό εἶχε πάρει κατάκαρδα. Ἦτον «ἐρωτοχτυπημένος». Τώρα, τί νά κάμῃ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν’ ἀφήσῃ τόν υἱόν της νά ἐμβῇ στά βάσανα, τόσον νέος, κι αὐτή νά ἔχῃ τέσσαρας κόρας ἀνυπάνδρους, νά τάς καμαρώνῃ; Καί ποιός γονιός τό δέχεται αὐτό;
Λοιπόν ἔπεσε στά θεωτικά πράγματα. Ἔκαμε λειτουργίας πολλάς, καί ἁγιασμούς, καί παρακλήσεις. Ἐπῆρε τά ροῦχα τοῦ γυιοῦ της, καί τά ἔβαλε νά λειτουργηθοῦν ὑπό τήν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἐπαίδευσε τόν ἑαυτόν της μέ πολλάς νηστείας, ἀγρυπνίας, καί γονυκλισίας.
Τελευταῖον προσέφυγεν εἰς τήν χάριν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Αὕτη εἶχε παρά Θεοῦ τό χάρισμα νά διαλύῃ τάς μαγείας καί γοητείας. Ἐπῆγε, τήν ἐλειτούργησεν, ἔζωσε τόν ναόν της ἑπτά φοράς (τελοῦσα μόνη της ἰδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθῆ ἐκ μητρικῆς στοργῆς) μέ κηρίον ἑκατονταόργυιον, τό ὁποῖον ἡ ἰδία εἶχε παρασκευάσει μέ τάς χεῖράς της, καί παρεκάλει τήν Ἁγίαν νά χαλάσῃ τά μάγια, νά ἔλθῃ στόν νοῦν του ὁ υἱός της, ὁ ἐρωτοχτυπημένος καί ποτισμένος ἀπό κακάς μαγγανείας, καί νά μή χάνῃ τά μυαλά του ἄδικα...
(Α. Παπαδιαμάντης, Η Φαρμακολύτρια. Απάνθισμα διηγημάτων Α. Παπαδιαμάντη, Ανθολόγηση: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Εκδόσεις Δόμος [Αθήνα, 2001], σσ. 356-357.)

Να σχολιάσετε ως προς το περιεχόμενο το παρακάτω απόσπασμα από τη «Φαρμακολύτρια» του Α. Παπαδιαμάντη συγκρίνοντάς το με το κείμενο του Γ. Βιζυηνού.

Η Μαχούλα, η γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Η Φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη, έχει τέσσερις κόρες κι ένα γιο, τον οποίο έχει πλανέψει μια μεγαλύτερή του γυναίκα. Το γεγονός ότι ο γιος της, που είναι μόλις είκοσι χρονών, θέλει με κάθε τρόπο να παντρευτεί μια γυναίκα μεγαλύτερο από αυτόν, τη στιγμή μάλιστα που οι αδερφές του είναι ακόμη ανύπαντρες, η Μαχούλα δεν μπορεί να το δεχτεί ως κάτι το λογικό, γι’ αυτό και το αποδίδει στη χρήση μαγείας.
Η Μαχούλα είναι πεπεισμένη ότι οι γυναίκες του Πέρα Μαχαλά έχουν πάρει τα μυαλά του γιου της με μάγια και είναι αποφασισμένη να τα λύσει. Για το λόγο αυτό προσφεύγει στην Αγία Αναστασία, η οποία πιστεύεται ότι λύνει τα μάγια που έχουν γίνει με κακές προθέσεις από εχθρικά πρόσωπα. Η μητέρα του παιδιού λειτουργεί την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στην Αγία και ύστερα την κυκλώνει εφτά φορές με ένα κερί που είχε η ίδια φτιάξει, τελώντας μια λειτουργία με ιδιαίτερη ένταση, καθώς η μητρική της αγάπη τη φόρτιζε συναισθηματικά, παρακαλώντας την Αγία Αναστασία να λύσει τα μάγια που έχουν παρασύρει το γιο της.
Η μητέρα του διηγήματος αυτού, παρά το γεγονός ότι ο γιος της είναι ήδη είκοσι χρονών και άρα ικανός να παίρνει τις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή του, θεωρώντας πως το παιδί της βρίσκεται υπό την επίδραση κάποιας εξωλογικής δύναμης, θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να βοηθήσει το γιο της να βρει ξανά τη λογική του.
Η Μαχούλα θεωρεί πως είναι αδύνατον ένα άντρας είκοσι χρονών να θέλει να παντρευτεί μια μεγαλύτερη γυναίκα, χωρίς να τον έχουν επηρεάσει με κάποιο τρόπο, γι’ αυτό και καταλήγει στο συμπέρασμα πως η γυναίκα που επιχειρεί να της πάρει το γιο, του έχει κάνει μάγια. Η απλοϊκή αυτή σκέψη της Μαχούλας, που δεν μπορεί να αποδεχτεί το ενδεχόμενο ο γιος της να έχει πραγματικά αγαπήσει τη γυναίκα που θέλει να παντρευτεί, μας παραπέμπει στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου ο Βιζυηνός μας εξηγεί πως αντιμετώπιζαν τότε τις ασθένειες. Αν μια αρρώστια παραταθεί για πολύ καιρό χωρίς να θεραπευτεί ή χωρίς να επιφέρει το θάνατο του ασθενούς, τότε χαρακτηρίζεται ως «εξωτικόν» και αποδίδεται στην παρουσία του κακού. Η Μαχούλα θεωρεί πως η μόνη λογική εξήγηση για τη συμπεριφορά του γιου της είναι να του έχουν κάνει μάγια, όπως ακριβώς παλιότερα πίστευαν πως μια παρατεταμένη ασθένεια, δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν της κακόβουλης παρουσίας κάποιας αρνητικής δύναμης. Οτιδήποτε, δηλαδή, απομακρύνεται από τον διαδεδομένο τρόπο σκέψης και οτιδήποτε δεν μπορεί να εξηγηθεί, αποδίδεται σε εξωλογικές δυνάμεις και αντιμετωπίζεται με τη βοήθεια του Θεού.
Πέρα, πάντως, από το γεγονός ότι η Μαχούλα βρίσκει μια υπερφυσική εξήγηση για τα συναισθήματα του γιου της, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως οι πράξεις της υπαγορεύονται από τη μεγάλη αγάπη που αισθάνεται για το παιδί της. Όπως η μητέρα του Αμαρτήματος, θα κάνει κάθε τι για να σώσει το παιδί της, έτσι και η Μαχούλα, θεωρώντας πως πασχίζει για τη σωτηρία του παιδιού της, θα καταφύγει σε κάθε δυνατή λύση. Η προσφυγή, μάλιστα, στη δύναμη της χριστιανικής πίστης, είναι κοινή και για τις δύο μητέρες, οι οποίες προσφέροντας κεριά που έχουν φτιάξει με τα ίδια τους τα χέρια, ζητούν τη συνδρομή των Αγίων για τη σωτηρία των παιδιών τους.
Ενδιαφέρουσα είναι και στα δύο κείμενα η συνύπαρξη της χριστιανικής πίστης με δυνάμεις που βρίσκονται πέρα από τη δύναμη του καλού που εκπροσωπεί η θρησκεία μας. Στη σκέψη των ανθρώπων η δύναμη του Θεού γίνεται αισθητή σ’ έναν κόσμο που κατατρύχεται από τις δυνάμεις του κακού, γι’ αυτό και δεν είχαν καμία δυσκολία στο να πιστέψουν την ύπαρξη, αλλά και τη μεγάλη δύναμη, της μαγείας καθώς και άλλων εκφάνσεων του κακού.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Bond

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φόνισσα», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

«Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ' αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουν –αν και τόσον σπάνια μεταξύ του φύλου– παρ' όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»! ...
Την στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμυρίζη. Η γραία αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως.
Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.
Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα.
Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής.
— Ε! θα σκάσης; είπε.
Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση».
Ήξευρον ότι δεν ήτο τόσον συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδία. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τί έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.
Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν• είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους, και τον έσφιγξεν επ' ολίγα δευτερόλεπτα.
Αυτό ήτο όλον.»

Το αμάρτημα της μητρός μου
«Σαν ἐξεχορέψαμε κ' ἐκείνο τὸ χορὸ, ἐπήραμε τὴ στράτα.
Ὁ γαμβρὸς ἔστειλε τὰ παιχνίδια καὶ μας ἐξεπροβόδησαν ὡς τὸ μισὸ τὸ δρόμο. Μὰ εἴχαμε ἀκόμη πολὺ ὡς τὸ σπίτι. Γιατὶ ὁ γάμος ἔγινε 'στὸν Καρσιμαχαλᾶ. Ὁ δοῦλος ἐπήγαινε 'μπροστὰ μὲ τὸ φανάρι. Ὁ πατέρας σου ἐσήκωνε τὸ παιδί, καὶ 'βαστοῦσε καὶ 'μένα ἀπὸ τὸ χέρι.
- Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα!
- Ναὶ, Μιχαλιό. Κουράσθηκα.
- Ἄιντε βὰλ' ἀκόμα κομμάτι δύναμι, ὡς ποῦ νὰ φθάσουμε στὸ σπίτι, θὰ στρώσω τὰ στρώματα μοναχός μου. Ἐμετάνοιωσα ποῦ σ' ἔβαλα κ' ἐχόρεψες τόσο πολύ.
- Δὲν πειράζει, ἄνδρα, τοῦ εἶπα. Τὸ ἔκαμα γιὰ τὸ χατῆρι σου. Αὔριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Ἔτσι ἤρθαμε στὸ σπίτι. Ἐγὼ ἐφάσκιωσα κ' ἐβύζαξα τὸ παιδὶ κ' ἐκεῖνος ἔστρωσε. Ὁ Χρηστάκης ἐκοιμᾶτο μαζὶ μὲ τὴν Βενετειά, ποὺ τὴν ἀφῆκα νὰ τὸν φυλάγῃ. Σε 'λίγο ἐπλαγιάσαμε καὶ 'μεῖς. Ἐκεῖ, μέσα στὸν ὕπνο μου, μ' ἐφάνηκε πῶς ἔκλαψε τὸ παιδί. τὸ καϋμένο! εἶπα, δὲν ἔφαγε σήμερα χορταστικά. Καὶ ἀκούμβησα στὴν κούνια του νὰ τὸ βυζάξω. Μὰ ἤμουν πολὺ κουρασμένη καὶ δὲν 'μποροῦσα νὰ κρατηθῶ. Τὸ ἔβγαλα λοιπὸν, καὶ τὸ ἔβαλα κοντά μου, μὲσ' στὸ στρῶμα, καὶ τοῦ ἔδωσα τὴ ρόγα στὸ στόμα του. Ἐκεῖ μὲ 'ξαναπῆρεν ὁ ὕπνος.
Δὲν ἠξεύρω πόσην ὥρα ἤθελεν ὡς τὸ πουρνό. Μὰ 'σὰν ἔνοιωσα νὰ χαράζῃ - ἂς τὸ βάλω, εἶπα, τὸ παιδὶ στὸν τόπο του.
Μὰ 'κεῖ ποὺ πῆγα νὰ τὸ σηκώσω, τί νὰ διῶ! τὸ παιδὶ δὲν ἐσάλευε!
Ἐξύπνησα τὸν πατέρα σου• τὸ 'ξεφασκιώσαμε, τὸ 'ζεστάναμε, τοῦ ἐτρίψαμε τὸ μυτούδι του, τίποτε! - ἦταν ἀπεθαμένο!»

Στην αριστουργηματική νουβέλα του Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα», η ηρωίδα, η Φραγκογιαννού, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που έχοντας περάσει όλη της τη ζωή να υπηρετεί τους ανθρώπους της οικογένειάς της, έχει αρχίσει να θεωρεί πως η μοίρα των γυναικών είναι να περνούν τη ζωή τους μέσα στα βάσανα και τις ταλαιπωρίες. Η ίδια από μικρό παιδί υπηρετούσε τους γονείς της, μετά τέθηκε στην υπηρεσία του άντρα της, των παιδιών της ύστερα και τώρα φροντίζει τα εγγόνια της. Η Φραγκογιαννού σκέφτεται πλέον πως για τα φτωχά κορίτσια που είναι καταδικασμένα να δουλεύουν διαρκώς για τους άλλους, η μόνη λύτρωση είναι ο θάνατος.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Φραγκογιαννού θα τελέσει το πρώτο της έγκλημα, πνίγοντας το εγγόνι της. Ο Παπαδιαμάντης θα προετοιμάσει με ιδιαίτερη προσοχή τη στιγμή που η ηρωίδα του θα φτάσει στο σημείο να σκοτώσει το πρώτο κορίτσι, το ίδιο της το εγγόνι, παρουσιάζοντάς μας τη διαδρομή της Φραγκογιαννούς και τις συνεχείς ταλαιπωρίες που την έχουν κάνει πια να πιστεύει πως τέτοια ζωή δυστυχίας δεν την αξίζει καμία γυναίκα.
Η Φραγκογιαννού έχοντας θυμηθεί σταδιακά όλα όσα έχει περάσει στη ζωή της, χάνει σταδιακά τον έλεγχο των πράξεών της, αρχίζει «να ψηλώνει ο νους της» κι όταν το μωρό που είναι άρρωστο αρχίσει να βήχει και να κλαίει, η γυναίκα αυτή δε θα είναι πλέον σε κατάσταση να σκεφτεί λογικά. Το κλάμα του μωρού ξεκινά όταν η ηρωίδα μετά από μια δύσκολη νύχτα αγρύπνιας, έχει επιτέλους παραδοθεί στον ύπνο. Η Φραγκογιαννού θέλει να αφεθεί στον ύπνο της, αλλά το κλάμα του μωρού επιμένει, προκαλώντας αγανάκτηση στην ηρωίδα, η οποία θέλοντας να το κάνει να σταματήσει το ανυπόφορο κλάμα του, βάζει τα δάχτυλά της στο στόμα του για να το «σκάσει», όπως έκαναν τότε σε μεγαλύτερα παιδιά για να διακόψουν το κλάμα τους.
Η Φραγκογιαννού, όμως, δε θα αρκεστεί στο σταμάτημα του κλάματος, καθώς μη θέλοντας να το παραδεχτεί ούτε στον ίδιο της τον εαυτό, είναι αποφασισμένη να προχωρήσει πολύ περισσότερο. Πιάνει το λαιμό του μωρού και το σφίγγει για λίγο, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να πνίξει το μικρό κορίτσι, προσφέροντάς του έτσι μια διαφυγή από τα αμέτρητα βάσανα που το περιμένουν.
Η ηρωίδα φτάνει στο έγκλημα επηρεασμένη από τις πικρές αναμνήσεις του παρελθόντος, αλλά κι από τη μειωμένη συνείδηση στην οποία βρέθηκε, καθώς το μωρό την ανάγκασε να σηκωθεί ενώ εκείνη νύσταζε «ακρατήτως». Η πράξη της Φραγκογιαννούς είναι σαφώς εγκληματική, αλλά ο συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει όλες τις ειδικές εκείνες συνθήκες που ώθησαν την ηρωίδα να κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο.
Η μέριμνα του συγγραφέα να παρουσιάσει τις συνθήκες που οδήγησαν την ηρωίδα του στο έγκλημα, μας παραπέμπει σ’ ένα εξίσου εξαιρετικό κείμενο, το Αμάρτημα της μητρός μου, στο οποίο ο συγγραφέας επίσης φροντίζει να δώσει την ευκαιρία στην ηρωίδα του να εξηγήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διέπραξε το αμάρτημά της.
Η μητέρα του αμαρτήματος εξηγεί πως μετά από ένα γλέντι στο οποίο ήπιε και χόρεψε πολύ, ήταν τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο ξύπνια, γι’ αυτό και δεν είχε το κουράγιο να θηλάσει το μωρό της στην κούνια του. Η μητέρα, χωρίς βέβαια να έχει καμία εγκληματική πρόθεση, θα πάρει το μωρό στο κρεβάτι της, θα το βάλει στο στήθος της κι αμέσως θα αποκοιμηθεί.
Το πλάκωμα του μωρού ήταν ένα ατύχημα, το οποίο επειδή θα μπορούσε ίσως να έχει αποτραπεί, καθίσταται για τη μητέρα ένα τραγικό αμάρτημα για το οποίο θα υποφέρει μια ζωή.
Το πνίξιμο του μωρού από τη Φραγκογιαννού ήταν ένα σχεδόν σκόπιμο έγκλημα, το οποίο τελέστηκε βέβαια από την ηρωίδα σε μια κατάσταση περιορισμένης διαύγειας, αλλά καθίσταται εν τέλει ένα αποτρόπαιο έγκλημα, καθώς η ηρωίδα στη συνέχεια θα επαναλάβει τη φονική της πράξη.
Παρόλο που και οι δύο γυναίκες θα τερματίσουν τη ζωή ενός παιδιού μετά από μια κουραστική νύχτα, όπου η ανάγκη να κοιμηθούν επηρεάζει αποφασιστικά την ικανότητά τους να σκεφτούν λογικά. Η μητέρα θα πλακώσει το μωρό την ώρα που κοιμάται, χωρίς να έχει καμία επίγνωση του αμαρτήματός της, ενώ η Φόνισσα θα πνίξει το εγγόνι της ούσα ξύπνια, έστω κι αν λίγο πριν είχε πέσει σε βαθύ ύπνο ύστερα από μια νύχτα επίπονων αναμνήσεων και σκοτεινών συλλογισμών.

Γιώργος Ιωάννου «Το Μέντιουμ», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Γιώργος Ιωάννου «Το Μέντιουμ», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

«Άρχισαν να γυρίζουν στις γειτονιές, στα επιταγμένα σχολεία και στα υπόγεια κι όπου έβρισκαν πρώην φαντάρους να τους ρωτούν. Έπιαναν φιλίες με αγνώστους, ανακάλυψαν ένα σωρό γνωστούς, αλλά για το παιδί τους δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτε το βέβαιο. Δεν ξέραμε πώς να τους συμμαζέψουμε και πώς να τους δώσουμε να καταλάβουν την αλήθεια.
Σηκώνονταν τα πρωινά και πήγαιναν για πληροφορίες έξω απ’ τους φούρνους, όπου οι χθεσινοί πολεμιστές με απλωμένο χέρι ζητιάνευαν. Φυσικά, πήγε άδικα κι αυτός ο κόπος τους. Οι κρητικοί όχι μόνο για το γιο τους δεν ήξεραν, αλλά ούτε καν για τα μακεδονικά οχυρά....
Ο καιρός περνούσε, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν κάπως καλύτερα, μα ο καημός του παιδιού ολοένα και τους κυρίευε. Δεν εννοούσαν να το αποφασίσουν.
Άλλωστε, φήμες και διαδόσεις, μηνύματα που κατάφθαναν ξαφνικά από ανθρώπους που τους είχαν όλοι για χαμένους, φούντωναν κάθε τόσο τις ελπίδες τους...
Πρώτα το ‘ριξαν στα αγιωτικά. Έκαμναν παρακλήσεις, ευχέλαια, ακόμα και λειτουργίες σε ξωκλήσια. Έφερναν απ’ το χωριό κάτι αφράτα και μοσκοβολιστά πρόσφορα, που τα έκλαιγε η καρδιά μας, και τα πήγαιναν στην Παναγία Δεξιά, μη παραλείποντας να ρίχνουν στο ειδικό κουτί της εκκλησίας ένα χαρτάκι με το ίδιο πάντα αίτημα: «Παναγία μου, να γυρίσει γρήγορα και γερό το παιδί μας».
Σιγά σιγά, χωρίς ν’ αφήσουν τ’ αγιωτικά, ξανοίχτηκαν στις χαρτούδες και τις φλυτζανούδες. Κάθε φορά που κατέβαιναν, πήγαιναν τουλάχιστο σε μιά απ’ αυτές. Οι μαγίστρες απ’ τα πολλά που τους έλεγαν πετούσαν ποτέ ποτέ και κάτι το πετυχημένο, οπότε η καρδιά των δικών μας αναγάλλιαζε απ’ την ελπίδα πως θα μάθουν.»

Το αμάρτημα της μητρός μου



«Ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλ' οὐδὲ μίαν ἐπιστολὴν κατώρθωσα νὰ τῇ στείλω. Ἐπὶ πολλὰ ἔτη παρεμόνευεν εἰς τοὺς δρόμους, ἐρωτῶσα τοὺς διαβάτας μὴ μὲ εἶδον πουθενὰ.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐτούρκευσα.
- Νὰ φᾶνε τὴ γλῶσσα τους ποὺ τὤβγαλαν! - Ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτὸς ποῦ λένε, δὲν 'μπορεῖ νὰ ἦτον τὸ παιδί μου! - Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τὸ εἰκονοστάσιόν μας, καὶ προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μου.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Κύπρου, καὶ ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τοὺς δρόμους.
- Φωτιὰ νὰ τοὺς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τὸ λὲν ἀπὸ τη ζούλια τους. Τὸ παιδί μου θενάκανε κατάστασι καὶ πά' στὸν Ἅγιο Τάφο.
Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τοὺς δρόμους, ἐξετάζουσα τοὺς διαβατικοὺς ἐπαίτας, καὶ μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανεὶς καραβοτσακισμένος μὲ τὴν θλιβερὰν ἐλπίδα ν' ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τὸ ἴδιον της τέκνον, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὰ στερήματά της, ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων.»

Στο διήγημα του Ιωάννου «Το Μέντιουμ» μια συγγενική οικογένεια του αφηγητή αναζητά το γιο τους, το Νίκο, που έχοντας συμμετάσχει στις εχθροπραξίες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αγνοείται και κανείς δε γνωρίζει τι του έχει συμβεί.
Η οικογένεια του αφηγητή υποψιάζεται πως ο Νίκος δε ζει πια, αλλά οι γονείς του δε σκέφτονται καν αυτό το ενδεχόμενο και για πολλά χρόνια συνεχίζουν με αγωνία να αναζητούν το παιδί τους.
Οι γονείς του Νίκου ρωτούν οποιονδήποτε φαντάρο συναντούν που έχει επιστρέψει από το πεδίο της μάχης, ρωτούν οποιονδήποτε ενδέχεται να γνωρίζει κάτι για το παιδί τους και δε σταματούν την αναζήτησή του, παρά το γεγονός ότι κανείς δε φαίνεται να γνωρίζει κάτι γι’ αυτόν. Στρέφουν τις ελπίδες τους στην Παναγία και φροντίζουν πάντοτε να προσφέρουν στην εκκλησία χρήματα και πρόσφορα, με την ελπίδα ότι η δύναμη της Παναγίας θα τους φανερώσει το παιδί τους. Ενώ, παράλληλα, βλέποντας ότι ο Νίκος δεν επιστρέφει, αρχίζουν να απευθύνονται σε χαρτορίχτρες και καφετζούδες, με την ελπίδα πως ίσως εκείνες μπορέσουν να τους πουν κάτι για την τύχη του παιδιού τους.
Η εναγώνια αναζήτηση των γονιών του Νίκου μας παραπέμπει στις διαρκείς προσπάθειες της μητέρας στο Αμάρτημα της μητρός μου, να μάθει νέα για το παιδί της, καθώς δε γνώριζε ούτε που βρίσκεται ούτε αν είναι καλά στην υγεία του. Η μητέρα ρωτά τους περαστικούς με αγωνία και αναστατώνεται κάθε φορά που κάποιος της λέει κάτι άσχημο για το παιδί της. Όπως οι γονείς στο Μέντιουμ αρνούνται να αποδεχτούν το ενδεχόμενο το παιδί τους να μη ζει πια, έτσι και η μητέρα δε θέλει να πιστέψει πως το παιδί της μπορεί να έχει πάθει κάτι κακό.
Η μητέρα στρέφεται στην εκκλησία και προσεύχεται για την υγεία του παιδιού της, ενώ σε μια προσπάθεια να συμπαρασταθεί ενεργότερα στο παιδί της, προσφέρει τη βοήθειά της σ’ όποιον τη χρειάζεται, με την ελπίδα πως αν το παιδί της έχει ανάγκη θα βρεθεί κάποιος εκεί στα ξένα να του την προσφέρει.
Ενδιαφέρουσα, μάλιστα, είναι η παραλληλία ανάμεσα στη στάση των γονιών του Νίκου με τη συμπεριφορά της μητέρας όταν ήταν άρρωστη η Αννιώ. Όπως οι γονείς στο Μέντιουμ στρέφονται στη θρησκεία κι από εκεί στη βοήθεια που τους υπόσχονται οι χαρτορίχτρες και η καφετζούδες, έτσι και η μητέρα είχε στραφεί στην εκκλησία και κατόπιν, μέσα στην απελπισία της, είχε δοκιμάσει τα χαϊμαλιά και τα σαλαβάτια των μαγισσών.
Οι αντιδράσεις, βέβαια, τόσο της μητέρας όσο και των γονιών του Νίκου είναι απολύτως δικαιολογημένες και αναμενόμενες, καθώς οι γονείς είναι πάντοτε διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε για το παιδί τους, ειδικά αν πιστεύουν πως βρίσκεται σε κίνδυνο.

Ιωάννης Πολέμης «Η Μάννα» ως παράλληλο στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michel Rouhana

Ιωάννης Πολέμης «Η Μάννα»

Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος
με χέρια αφορεσμένα,
κτυπά και δέρνει αλύπητα
τη μάννα που τον ‘γέννα.

Ως που μια μέρα η δύστυχη,
μες του καημού το βάρος,
πικρά τον καταράστηκε:
- Που να σε κόψει ο Χάρος!

Το λόγο δεν απόσωσε
να κι η κατάρα πιάνει,
να τον κι ο Χάρος πούρχεται
με κοφτερό δρεπάνι.

Τα κόκκαλά του τρίζουνε
τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
τα παγωμένα χνώτα του
του λιβανιού μυρίζουν.

- Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε Χάρο
πούναι τον, μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να τον πάρω;

- Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
όχι για το παιδί μου!

Να συγκρίνετε τη μητέρα του διηγήματος του Βιζυηνού με τη μάνα του παραπάνω ποιήματος.


Η μητέρα στο ποίημα του Πολέμη, μη αντέχοντας άλλο τον ξυλοδαρμό από το γιο της, τον καταριέται να πεθάνει. Η μητέρα αυτή βιώνει όχι μόνο το σωματικό πόνο αλλά και τον πολύ βαθύτερο συναισθηματικό πόνο που της προκαλεί η επίγνωση ότι το παιδί που μεγάλωσε με τόσες θυσίες και τόση αγάπη, τώρα πια έχει στραφεί εναντίον της και την αντιμετωπίζει με σκληρότητα και μίσος. Η κατάρα της είναι βέβαια σκληρή, αλλά εκφράζει τη δίκαιη αγανάκτησή της.
Όταν, όμως, η μητέρα συνειδητοποιεί ότι η κατάρα της έπιασε κι ο Χάρος έχει εμφανιστεί έτοιμος να πάρει τη ζωή του παιδιού της, τότε ξεχνά κάθε χτύπημα, κάθε πόνο και πίκρα κι αμέσως ζητά από το Χάρο να πάρει τη δική της ζωή κι όχι του παιδιού της. Η μητέρα παρά τις πίκρες που της έχει δώσει το παιδί της, δεν παύει να το αγαπά ολόψυχα και δεν παύει να είναι πρόθυμη να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή της για χάρη του.
Η κατάρα της μητέρας του ποιήματος του Πολέμη, μας παραπέμπει στην προσευχή της μητέρας του αφηγητή, στο Αμάρτημα της μητρός μου, η οποία ζητά από το Θεό να της πάρει το αγόρι σε αντάλλαγμα για τη σωτηρία του άρρωστου κοριτσιού της.
«- Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ μου τὸ κορίτσι. Τὸ βλέπω πῶς εἶνε γιὰ νὰ γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ ἐβάλθηκες νὰ μοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, καθ' ἥν τὰ δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπὶ τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καὶ ἔπειτα ἐπρόσθεσεν
- Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου τὸ κορίτσι!»

Η προσευχή αυτή ηχεί στα αυτιά του μικρού αφηγητή ως ακλόνητη απόδειξη ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά και πως είναι έτοιμη να τον θυσιάσει προκειμένου να σώσει την αγαπημένη της κόρη.
Στην πραγματικότητα η ευχή αυτή δεν είναι παρά η έκφραση του πόνου και της απελπισίας που αισθάνεται η μητέρα, η οποία προσπαθώντας να σώσει το παιδί της έκανε ό,τι μπορούσε, δοκίμασε κάθε πιθανή θεραπεία, κάθε πιθανό γιατροσόφι, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπη με το αναπότρεπτο του χαμού της μικρής της κόρης. Η μητέρα δεν ζητά από το Θεό να της πάρει το αγόρι, πιστεύοντας ότι υπάρχει περίπτωση να εισακουστεί η προσευχή της, εκφράζει απλώς την απόγνωσή της και δηλώνει πως δεν έχει μείνει τίποτε άλλο που να μπορεί να κάνει για τη σωτηρία του παιδιού της, παρά μόνο να προσφέρει σε αντάλλαγμα τη ζωή του αγοριού της. Η προσευχή αυτή αποτελεί την ύστατη κραυγή απελπισίας, μιας μητέρας που πολύ σύντομα θα αποδεχτεί τη σκληρή μοίρα του κοριτσιού της και θα αφήσει τα πράγματα να πάρουν τη φυσική τους πορεία.
Η μητέρα του μικρού αφηγητή σαφώς και δεν είχε καμία πρόθεση να θυσιάσει τη ζωή του παιδιού της κι αυτό άλλωστε μας το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο αφηγητής παραθέτοντας τη σκηνή της διάσωσής του από τη μητέρα του, όταν τον παρέσυρε ο χείμαρρος.

«Καὶ ἐσήκωσα τὰ φορέματά μου καὶ εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τὸ ρεῦμα, πρὶν ἐκείνη προφθάσῃ νὰ μὲ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῇ εἰς τὰς δυνάμεις μου πλέον ἢ ὅτι ἔπρεπε. Διότι πρὶν σκεφθῶ νὰ ὑποχωρήσω, τὰ γόνατά μου ἐλύγισαν, οἱ πόδες μου ἔχασαν τὸ στήριγμα των, καὶ, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπὸ τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτικὴ κραυγὴ φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνὴ τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τὰ ρεύματα διὰ νὰ μὲ σώσῃ.
Πῶς δὲν ἔγεινα αἰτία νὰ πνιγῇ καὶ ἐκείνη μετ' ἐμοῦ, εἶναι θαύμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακὴν φήμην παρ' ἡμῖν. Καὶ ὅταν λέγουν περί τινος “τὸν ἐπῆρε τὸ ποτάμι”, ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν χείμαρρον.
Καὶ ὅμως ἡ μήτηρ λιγόθυμος καθὼς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρημένη ἀπὸ ἐπαρχιακὰ φορέματα, ἰκανὰ νὰ πνίξουν καὶ τὸν δεξιώτερον κολυμβητήν, δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκθέσῃ τὴν ζωὴν αὐτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νὰ μὲ σώσῃ, καὶ ἂς ἤμην ἐκεῖνο της τὸ τέκνον, τὸ ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν θεὸν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ τῆς θυγατρός της.»

Η μητέρα θα διακινδυνεύσει τη ζωή της για να σώσει το παιδί της, έστω κι αν είναι το παιδί που λίγο καιρό πριν είχε προσφερθεί να θυσιάσει για να γίνει καλά η Αννιώ. Η μητέρα αγαπά το γιο της με την ίδια ένταση που αγαπά και τα υπόλοιπα παιδιά της και είναι σαφώς πρόθυμη να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της για να διασφαλίσει τη σωτηρία του.
Όπως, λοιπόν η μητέρα του ποιήματος προτιμά να πεθάνει παρά να αφήσει το Χάροντα να πάρει τη ζωή του παιδιού της, έτσι και η μητέρα στο Αμάρτημα της μητρός μου, είναι πρόθυμη να πέσει στα νερά του ορμητικού χειμάρρου, για να μπορέσει να σώσει το παιδί της που κινδυνεύει.

Γεώργιος Βιζυηνός «Νοσταλγία»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Brandi Solomon

Γεώργιος Βιζυηνός «Νοσταλγία»

Εψές ο ήλιος έδυνε στην άγια μου πατρίδα
κ’ ένα του δώκαν φίλημα σε θλιβερήν αχτίδα
Να μου το φέρ’ εμένα.
Θέλω να δω τη μάνα μου, τ’ δέρφια μ’ να φιλήσω,
στον τάφο του πατέρα μου θέλω να προσκυνήσω,
βαρέθηκα τα ξένα.

Μικρό μικρό μ’ ωρφάνεψε η αλύπητή μου μοίρα,
μικρό μικρό της ξενητειάς το μονοπάτι πήρα,
με χείλη πικραμένα.
Μα τώρα πια τα χόρτασα της ξενητειάς τα κάλλη,
αν είναι και παράδεισος θα την αφήσω πάλι,
βαρέθηκα τα ξένα.
………………………………………………………
(απόσπασμα, Βοσπορίδες Αύραι)

Ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία του Βιζυηνού που επισημάνατε στο διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου υπάρχουν και στο ποίημα «Νοσταλγία»;


Ο Βιζυηνός έχοντας φύγει σε μικρή ηλικία από το χωριό του τη Βιζύη για να πάει στην Κωνσταντινούπολη (1860, όταν ήταν μόλις 11 χρονών) και στην πορεία έχοντας ακολουθήσει μια πολύχρονη παραμονή σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού [Κωνσταντινούπολη (1860-1868), Λευκωσία (1868-1872), Χάλκη (1872), Αθήνα (1873-1875), Γοτίγγη (1875), Λιψία (1877), Βερολίνο (1879), Λονδίνο (1882), Αθήνα (1884)], βρίσκεται εκ των πραγμάτων μακριά από την οικογένειά του για πολύ καιρό κι αυτό του προκαλεί έντονη στεναχώρια. Ο Βιζυηνός χάνει νωρίς τον πατέρα του (1854), όταν δηλαδή ο συγγραφέας ήταν μόλις 5 ετών, κι αυτό ενισχύει το συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα και τα αδέρφια του.
Η συνεχής απουσία του συγγραφέα, κρατά τη μητέρα του σε μια διαρκή αγωνία, καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει μαζί του και πολύ περισσότερο καθώς δεν μπορεί να γνωρίζει αν το παιδί της είναι καλά ή αν αντιμετωπίζει προβλήματα. Η μητέρα του, όπως διαπιστώνουμε τόσο στο Αμάρτημα της μητρός μου, όσο και στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, μη έχοντας άλλο τρόπο να σταθεί στο παιδί της, βοηθά όποιον ξένο έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι η βοήθεια που προσφέρει στους ξένους θα ανταποδοθεί στο παιδί της από κάποιον άλλο εκεί στη ξενιτιά που βρίσκεται ο γιος της. Τις προσπάθειες αυτές της μητέρας του ο Βιζυηνός της αποδίδει στο ποίημά του με το φίλημα που οι δικοί του δίνουν στην αχτίνα του ήλιου, για να το μεταφέρει σ’ αυτόν, όπου κι αν είναι.
Ο Βιζυηνός αισθάνεται έντονη νοσταλγία για την άγια πατρίδα του, αλλά και για τους δικούς του, καθώς τόσα χρόνια στην ξενιτιά νιώθει πια έντονη την ανάγκη να δει ξανά τη μητέρα και τους αδερφούς του, και φυσικά να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του.
Ο συγγραφέας τονίζει στους στίχους του ποιήματος τον πρόωρο χαμό του πατέρα του, καθώς και το γεγονός ότι έχει φύγει από την πατρίδα κι από τους δικούς του από μικρό παιδί, κι ότι πια δεν αντέχει άλλο τις πίκρες της ξενιτιάς. Παρά το γεγονός ότι οι ξένες χώρες του προσέφεραν άφθονες εμπειρίες και παρά το γεγονός ότι η ζωή στο εξωτερικό μοιάζει σαν παράδεισος, σε σύγκριση με την Ελλάδα που είχε ελάχιστα αναπτυχθεί εκείνα τα χρόνια, ο ίδιος αισθάνεται πως έχει πια κουραστεί κι έχει βαρεθεί τη ζωή της ξενιτιάς.
Παρόλο που στο διήγημα το Αμάρτημα της μητρός μου ο συγγραφέας καταγράφει την απουσία του περισσότερο ως προς τον αντίκτυπο που είχε στη μητέρα του, εδώ -με έντονα εξομολογητική διάθεση- μας παρουσιάζει κυρίως τα δικά του συναισθήματα.

Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου;» ως παράλληλο στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Γεώργιος Βιζυηνός «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου;»

- Διες εσύ! είπε, πώς περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ’ αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ’ ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην’ ανοιχτή την θύρα έως τα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μιχαήλε, μπορεί να έλθ’ ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να βρει κλειστή την θύρα μου. Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ’ έβλεπα στον ύπνο μου, και μ’ εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ’ εσηκωνόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; - Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο.
(απόσπασμα)

Να αναζητήσετε αναλογίες στη συμπεριφορά της μητέρας του παραπάνω αποσπάσματος και της μητέρας του «Αμαρτήματος της μητρός μου».


«Το αμάρτημα της μητρός μου»

Ἐπὶ πολλὰ ἔτη παρεμόνευεν εἰς τοὺς δρόμους, ἐρωτῶσα τοὺς διαβάτας μὴ μὲ εἶδον πουθενὰ.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐτούρκευσα.
- Νὰ φᾶνε τὴ γλῶσσα τους ποὺ τὤβγαλαν! - Ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτὸς ποῦ λένε, δὲν 'μπορεῖ νὰ ἦτον τὸ παιδί μου! - Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τὸ εἰκονοστάσιόν μας, καὶ προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μου.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Κύπρου, καὶ ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τοὺς δρόμους.
- Φωτιὰ νὰ τοὺς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τὸ λὲν ἀπὸ τη ζούλια τους. Τὸ παιδί μου θενάκανε κατάστασι καὶ πά' στὸν Ἅγιο Τάφο.
Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τοὺς δρόμους, ἐξετάζουσα τοὺς διαβατικοὺς ἐπαίτας, καὶ μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανεὶς καραβοτσακισμένος μὲ τὴν θλιβερὰν ἐλπίδα ν' ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τὸ ἴδιον της τέκνον, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὰ στερήματά της, ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων.

Οι γονείς του Βιζυηνού τον έστειλαν από πολύ μικρή ηλικία στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να μάθει τη ραπτική τέχνη, από εκεί πήγε στα 18 του χρόνια στην Κύπρο, έπειτα συνέχισε της σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και ύστερα ξεκίνησε μια πολύχρονη πορεία σπουδών σε σημαντικά πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η απουσία του υπήρξε μακρόχρονη και επειδή εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ουσιαστικά μέσα επικοινωνίας, η μητέρα του για πολύ μεγάλα διαστήματα αγνοούσε που είναι ο γιος της, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε μια διαρκή αγωνία.
Την ανησυχία της μητέρας του ο συγγραφέας την αποτυπώνει τόσο στο Αμάρτημα της μητρός μου όσο και στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου. Η μητέρα μη έχοντας τρόπο να μάθει για την κατάσταση του παιδιού της, έβγαινε στους δρόμους του χωριού της και ρωτούσε τους περαστικούς μήπως και γνώριζαν κάτι. Φοβόταν πως δε θα προλάβει να τον δει, πως μέχρι να γυρίσει εκείνη θα είχε πεθάνει και τα βράδια άφηνε ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού της, ώστε το παιδί της να καταλάβει πως κάποιος είναι εκεί και τον περιμένει. Την πίκραινε το γεγονός πως το παιδί της βρισκόταν στην ξενιτιά κι επειδή δεν μπορούσε να είναι κοντά του να τον φροντίζει, προσέφερε τη βοήθειά της σ’ όποιον ξένο έβρισκε να ζητιανεύει στους δρόμους, με την ελπίδα πως η προσφορά της θα ανταποδοθεί στο παιδί της από κάποιον άλλο, σε όποια χώρα κι αν βρισκόταν.
Η μητέρα αγανακτούσε με τις κακές ειδήσεις που της έδιναν για το γιο της, αλλά από φόβο μήπως κάτι από αυτά αληθεύει, προσευχόταν στο Θεό με την ελπίδα πως το παιδί της είναι καλά και θα γυρίσει κοντά της.
Ο συγγραφέας φροντίζει βέβαια να μην επαναλάβει στα δύο διηγήματά του την ίδια ακριβώς περιγραφή των πράξεων της μητέρας του, οπότε το κοινό στοιχείο και στις δυο περιγραφές είναι η συνήθεια της μητέρας να ρωτά τους περαστικούς για το παιδί της και φυσικά η εμφανής αγωνία της για την τύχη του γιου της που βρίσκεται στα ξένα. Αν και στα δύο διηγήματα η αγωνία εκφράζεται με διαφορετικές πράξεις, αυτό που έχει σημασία είναι πως η μητέρα προσπαθεί με κάθε τρόπο να μάθει για το παιδί της και φυσικά να το βοηθήσει, έστω κι αν βρίσκεται μακριά του. Ακόμη και το γεγονός ότι αφήνει την πόρτα της ανοιχτή τα βράδια, είναι έκφραση της μεγάλης αγάπης που του έχει και σκέφτεται πως θα αισθανθεί ο γιος της γυρνώντας ξαφνικά από την ξενιτιά αν βρει την πόρτα του σπιτιού κλειστή.

Γεώργιου Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tobi Czumak

Γεώργιου Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» παράλληλο για το "Αμάρτημα της μητρός μου"

- Ω, ο αρίσκος! ανέκραξεν η μήτηρ μου μετ’ απεριγράπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ’ ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελός ο καημένος! …
… εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μεσ’ στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από κοντά μου ό,τι κι αν του κάμουν. Μόνο σαν τον στενοχωρήσουν πάρα πολύ, μόνο σαν ταραχθή, βγάζει μια παράξενη φωνή - Για τον Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! Άλλο απ’ αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!…
… Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήλθεν εις εμένα. Κουβαλεί νερό, πάγει εις τον μύλον, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ’ αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ’ ανάφτη με το χέρι του!
(απόσπασμα)

Να συγκρίνετε την αντίδραση του Κιαμήλη και της μητέρας μετά τον ακούσιο φόνο.

[Ο Κιαμήλης σκοτώνει το Χρηστάκη, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι γιος της γυναίκας που τον είχε περιθάλψει και του είχε σώσει τη ζωή. Ο Κιαμήλης μαθαίνει την αλήθεια μετά από χρόνια, ενώ η μητέρα του Χρηστάκη ποτέ. Στο απόσπασμα η μητέρα περιγράφει τη συμπεριφορά του Κιαμήλη στον αφηγητή ο οποίος της είχε ζητήσει να τον διώξει από το σπίτι τους.]

Ο Κιαμήλης που έχει σκοτώσει άθελά του το γιο της γυναίκας που τον φρόντισε σαν παιδί της όταν ήταν άρρωστος, μόλις συνειδητοποιεί πως αντί να σκοτώσει το φονιά του αδελφοποιτού του, σκότωσε το γιο της ευεργέτιδάς του, από τις τύψεις χάνει τα λογικά του και βρίσκει ψυχική ηρεμία μόνο όταν βρίσκεται κοντά της να τη βοηθά και να την υπηρετεί. Η αφοσίωση του Κιαμήλη στη μητέρα του αφηγητή λειτουργεί ως μια προσπάθεια εξιλέωσης για το μεγάλο κακό που της έχει προκαλέσει και παρόλο που η μητέρα δεν γνωρίζει την αλήθεια εκείνος αισθάνεται καλύτερα όταν βρίσκεται κοντά της να τη φροντίζει. Ο Κιαμήλης δε θέλει, βέβαια, για κανένα λόγο να μάθει η μητέρα την αλήθεια, γιατί θεωρεί πως δε θα τον συγχωρέσει ποτέ για το έγκλημά του, οπότε μένει πλάι της φροντίζοντάς την κι εκείνη, μη γνωρίζοντας τον πραγματικό λόγο της αφοσίωσής του, πιστεύει πως είναι εκεί για να της ξεπληρώσει την πολύμηνη φροντίδα που του είχε προσφέρει όταν ήταν άρρωστος. Οι τύψεις του Κιαμήλη αποτελούν ένα πανίσχυρο κίνητρο να αφιερώσει τη ζωή του στη μητέρα του αφηγητή, αφενός γιατί σκότωσε το γιο της κατά λάθος κι αφετέρου γιατί εκείνη χωρίς να τον γνωρίζει τον είχε πάρει σπίτι της και τον φρόντιζε μέχρι να γίνει καλά από την αρρώστια που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έτσι, αφοσιώνεται στη μητέρα και η μόνη του ανησυχία είναι να μη μάθει ποτέ την αλήθεια η μητέρα του αφηγητή: «Για το Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα!», αυτά ήταν τα λόγια που είχε αναφωνήσει ο Κιαμήλης πέφτοντας λιπόθυμος στα πόδια του αφηγητή όταν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει.
Οι τύψεις και οι ενοχές εξουσιάζουν και τη ζωή της μητέρας, η οποία έχοντας πλακώσει άθελά της το πρώτο της κορίτσι, προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει εξιλέωση για το αμάρτημά της. Ο θάνατος και του δεύτερου κοριτσιού της, παρά το γεγονός ότι η ίδια έκανε ό,τι μπορούσε για να το βοηθήσει, θα δημιουργήσουν στη μητέρα την εντύπωση πως ο Θεός την τιμωρεί για το αμάρτημά της κι αυτό θα την ωθήσει να παλέψει με κάθε τρόπο για να κερδίσει τη συγχώρεσή του. Η μητέρα θα υιοθετήσει δύο ξένα κορίτσια και θα τα μεγαλώσει, παρά τις αντιξοότητες, καλύτερα και από τα δικά της παιδιά, πιστεύοντας πως όσο περισσότερο ταλαιπωρηθεί φροντίζοντας τα παιδιά που υιοθέτησε, τόσο μικρότερη θα είναι η τιμωρία που θα της επιφυλάσσει ο Θεός. Η μητέρα παλεύει ολόκληρη τη ζωή της με τις τύψεις, προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να φτάσει στην κάθαρση, αλλά τίποτε δε μοιάζει ικανό να απαλύνει τον πόνο και τις ενοχές της. Με τον ίδιο τρόπο που ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του από τις τύψεις του όταν συνειδητοποιεί το λάθος του, έτσι και η μητέρα πασχίζει μια ολόκληρη ζωή να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της, αλλά η πραγματικότητα δεν αναιρείται και το γεγονός παραμένει πως η μητέρα σκότωσε το ίδιο της το παιδί.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...