Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Η Φαρμακολύτρια», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου
Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια εἶν’ ἐκείνη, ἥτις χαλνᾷ τά μάγια, ἤτοι λύει πᾶσαν γοητείαν καί μεθοδείαν πονηράν ὑπ’ ἐχθρῶν γινομένην. Εἰς ἐμέ, παρευρεθέντα κατά τύχην ἐκεῖ, τό πρᾶγμα ἐφαίνετο παράξενον, ὅσον ἤθελε φανῆ εἰς μαθητήν τῆς γ΄ τάξεως ἐπαρχιακοῦ γυμνασίου, δραπετεύσαντα ἅμα τῇ ἐνάρξει τῶν μαθημάτων, εἰς τό μέσον τοῦ ἔτους. Ἀλλ’ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἤξευρε τί ἔκαμνεν.
Ἕνα υἱόν, μονάκριβον, τόν εἶχε. Καί εἶχε τέσσαρας κόρας μικράς, τῶν ὁποίων ἡ μεγαλυτέρα ἦτον ἤδη δεκαέξ χρόνων. Καί ὁ υἱός της, πρωτότοκος, ἤγγιζεν ἤδη τό εἰκοστόν ἔτος. Καί ἤδη ἔχανε τόν νοῦν του κ’ ἐζητοῦσε νά νυμφευθῇ.
Τοῦ εἶχαν κάμει μάγια, αἱ γυναῖκες, ἀπό τόν Πέρα Μαχαλᾶν. Καί τοῦ εἶχαν σηκώσει τά μυαλά του. Ποῖος ἠξεύρει τί μαγγανείας τοῦ ἔκαμαν, καί τί τοῦ ἔδωκαν νά πίῃ. Ἐγνώριζαν ἐκεῖναι ἀπό μαγείας...
Κι ἀγάπησε μίαν κόρην, ἥτις ἦτον μεγαλυτέρα ἀπ’ αὐτόν στά χρόνια, καί ἤθελε νά τήν λάβῃ σύζυγον.
«Ἤ θά τήν πάρω, μάνα, ἤ θά σκοτωθῶ». Τό εἶχε πάρει κατάκαρδα. Ἦτον «ἐρωτοχτυπημένος». Τώρα, τί νά κάμῃ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν’ ἀφήσῃ τόν υἱόν της νά ἐμβῇ στά βάσανα, τόσον νέος, κι αὐτή νά ἔχῃ τέσσαρας κόρας ἀνυπάνδρους, νά τάς καμαρώνῃ; Καί ποιός γονιός τό δέχεται αὐτό;
Λοιπόν ἔπεσε στά θεωτικά πράγματα. Ἔκαμε λειτουργίας πολλάς, καί ἁγιασμούς, καί παρακλήσεις. Ἐπῆρε τά ροῦχα τοῦ γυιοῦ της, καί τά ἔβαλε νά λειτουργηθοῦν ὑπό τήν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἐπαίδευσε τόν ἑαυτόν της μέ πολλάς νηστείας, ἀγρυπνίας, καί γονυκλισίας.
Τελευταῖον προσέφυγεν εἰς τήν χάριν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Αὕτη εἶχε παρά Θεοῦ τό χάρισμα νά διαλύῃ τάς μαγείας καί γοητείας. Ἐπῆγε, τήν ἐλειτούργησεν, ἔζωσε τόν ναόν της ἑπτά φοράς (τελοῦσα μόνη της ἰδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθῆ ἐκ μητρικῆς στοργῆς) μέ κηρίον ἑκατονταόργυιον, τό ὁποῖον ἡ ἰδία εἶχε παρασκευάσει μέ τάς χεῖράς της, καί παρεκάλει τήν Ἁγίαν νά χαλάσῃ τά μάγια, νά ἔλθῃ στόν νοῦν του ὁ υἱός της, ὁ ἐρωτοχτυπημένος καί ποτισμένος ἀπό κακάς μαγγανείας, καί νά μή χάνῃ τά μυαλά του ἄδικα...
(Α. Παπαδιαμάντης, Η Φαρμακολύτρια. Απάνθισμα διηγημάτων Α. Παπαδιαμάντη, Ανθολόγηση: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Εκδόσεις Δόμος [Αθήνα, 2001], σσ. 356-357.)
Να σχολιάσετε ως προς το περιεχόμενο το παρακάτω απόσπασμα από τη «Φαρμακολύτρια» του Α. Παπαδιαμάντη συγκρίνοντάς το με το κείμενο του Γ. Βιζυηνού.
Η Μαχούλα, η γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Η Φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη, έχει τέσσερις κόρες κι ένα γιο, τον οποίο έχει πλανέψει μια μεγαλύτερή του γυναίκα. Το γεγονός ότι ο γιος της, που είναι μόλις είκοσι χρονών, θέλει με κάθε τρόπο να παντρευτεί μια γυναίκα μεγαλύτερο από αυτόν, τη στιγμή μάλιστα που οι αδερφές του είναι ακόμη ανύπαντρες, η Μαχούλα δεν μπορεί να το δεχτεί ως κάτι το λογικό, γι’ αυτό και το αποδίδει στη χρήση μαγείας.
Η Μαχούλα είναι πεπεισμένη ότι οι γυναίκες του Πέρα Μαχαλά έχουν πάρει τα μυαλά του γιου της με μάγια και είναι αποφασισμένη να τα λύσει. Για το λόγο αυτό προσφεύγει στην Αγία Αναστασία, η οποία πιστεύεται ότι λύνει τα μάγια που έχουν γίνει με κακές προθέσεις από εχθρικά πρόσωπα. Η μητέρα του παιδιού λειτουργεί την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στην Αγία και ύστερα την κυκλώνει εφτά φορές με ένα κερί που είχε η ίδια φτιάξει, τελώντας μια λειτουργία με ιδιαίτερη ένταση, καθώς η μητρική της αγάπη τη φόρτιζε συναισθηματικά, παρακαλώντας την Αγία Αναστασία να λύσει τα μάγια που έχουν παρασύρει το γιο της.
Η μητέρα του διηγήματος αυτού, παρά το γεγονός ότι ο γιος της είναι ήδη είκοσι χρονών και άρα ικανός να παίρνει τις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή του, θεωρώντας πως το παιδί της βρίσκεται υπό την επίδραση κάποιας εξωλογικής δύναμης, θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να βοηθήσει το γιο της να βρει ξανά τη λογική του.
Η Μαχούλα θεωρεί πως είναι αδύνατον ένα άντρας είκοσι χρονών να θέλει να παντρευτεί μια μεγαλύτερη γυναίκα, χωρίς να τον έχουν επηρεάσει με κάποιο τρόπο, γι’ αυτό και καταλήγει στο συμπέρασμα πως η γυναίκα που επιχειρεί να της πάρει το γιο, του έχει κάνει μάγια. Η απλοϊκή αυτή σκέψη της Μαχούλας, που δεν μπορεί να αποδεχτεί το ενδεχόμενο ο γιος της να έχει πραγματικά αγαπήσει τη γυναίκα που θέλει να παντρευτεί, μας παραπέμπει στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου ο Βιζυηνός μας εξηγεί πως αντιμετώπιζαν τότε τις ασθένειες. Αν μια αρρώστια παραταθεί για πολύ καιρό χωρίς να θεραπευτεί ή χωρίς να επιφέρει το θάνατο του ασθενούς, τότε χαρακτηρίζεται ως «εξωτικόν» και αποδίδεται στην παρουσία του κακού. Η Μαχούλα θεωρεί πως η μόνη λογική εξήγηση για τη συμπεριφορά του γιου της είναι να του έχουν κάνει μάγια, όπως ακριβώς παλιότερα πίστευαν πως μια παρατεταμένη ασθένεια, δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν της κακόβουλης παρουσίας κάποιας αρνητικής δύναμης. Οτιδήποτε, δηλαδή, απομακρύνεται από τον διαδεδομένο τρόπο σκέψης και οτιδήποτε δεν μπορεί να εξηγηθεί, αποδίδεται σε εξωλογικές δυνάμεις και αντιμετωπίζεται με τη βοήθεια του Θεού.
Πέρα, πάντως, από το γεγονός ότι η Μαχούλα βρίσκει μια υπερφυσική εξήγηση για τα συναισθήματα του γιου της, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως οι πράξεις της υπαγορεύονται από τη μεγάλη αγάπη που αισθάνεται για το παιδί της. Όπως η μητέρα του Αμαρτήματος, θα κάνει κάθε τι για να σώσει το παιδί της, έτσι και η Μαχούλα, θεωρώντας πως πασχίζει για τη σωτηρία του παιδιού της, θα καταφύγει σε κάθε δυνατή λύση. Η προσφυγή, μάλιστα, στη δύναμη της χριστιανικής πίστης, είναι κοινή και για τις δύο μητέρες, οι οποίες προσφέροντας κεριά που έχουν φτιάξει με τα ίδια τους τα χέρια, ζητούν τη συνδρομή των Αγίων για τη σωτηρία των παιδιών τους.
Ενδιαφέρουσα είναι και στα δύο κείμενα η συνύπαρξη της χριστιανικής πίστης με δυνάμεις που βρίσκονται πέρα από τη δύναμη του καλού που εκπροσωπεί η θρησκεία μας. Στη σκέψη των ανθρώπων η δύναμη του Θεού γίνεται αισθητή σ’ έναν κόσμο που κατατρύχεται από τις δυνάμεις του κακού, γι’ αυτό και δεν είχαν καμία δυσκολία στο να πιστέψουν την ύπαρξη, αλλά και τη μεγάλη δύναμη, της μαγείας καθώς και άλλων εκφάνσεων του κακού.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου