Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζα Θεμάτων (Λογοτεχνία Β΄ Λυκείου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζα Θεμάτων (Λογοτεχνία Β΄ Λυκείου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Άγγελος Τερζάκης «Το Κατινάκι» [απόσπασμα]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Lee Zanghetti

Άγγελος Τερζάκης «Το Κατινάκι» [απόσπασμα]

Το βασίλειό της, φυσικά, ήταν η σκάλα της υπηρεσίας. Ένα κλουβί ψηλό-ψηλό, τετράγωνο, αρματωμένο γύρω-γύρω με σίδερα. Όταν σήκωνες ανάσκελα το κεφάλι, μα τόσο πολύ που να σου πονέσει ο σβέρκος, έβλεπες, εκεί, ψηλά, πολύ ψηλά, ένα κομμάτι γαλάζιον ουρανό, κομμένο στις τέσσερες πλευρές σα με το μαχαίρι. Γυάλιζε η τετράγωνη πλάκα τ’ ουρανού ολοκάθαρη, σμαλτωμένη, – ψυχή μου! – λες και την είχανε σφουγγαρίσει με μανία αποβραδίς οι άγγελοι. Αχ, τι ωραία που ήταν! Όμως κι όταν η πλάκα θάμπωνε από συννεφιά, κι όταν μελάνιαζε κακιωμένη από το μπουρίνι, κι όταν η βροντή κυλιότανε μουγκά, φοβερίζοντας – μάννα μου! – πάλι το Κατινάκι τραγουδούσε.
– Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι, π’ ανάθεμά το, αυτό το δουλάκι του δεύτερου!
Ήτανε ξεμυαλισμένο, ούτε λόγος. Χαιρότανε και τη λιακάδα και τη μπόρα. Μέσα στα νερά της βροχής, που κρουνελιάζανε σαν καταρράχτες από τα λούκια και τα σιδερένια πλατύσκαλα, εκείνο πλατσούριζε ξεμυαλισμένο, μπήγοντας ψιλές-ψιλές φωνούλες σα γαρδέλι που το μπουχίσανε και ξαφνιάστηκε. Και πάλι το τραγούδι, τ’ άσωστο τραγούδι.
Αθήνα και πάλι Αθήνα
Αθήνα μ’ αρέσεις πολύ! …
Της άρεσε η Αθήνα, αυτό ν’ ακούγεται. Ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά το μπακάλη, το μανάβη, το φούρναρη. Ήξερε και τα τρία παιδιά της κυρίας Παρασκευής του μοίραρχου, αντίκρυ.
Ήξερε και τον συνοικιακό κινηματογράφο, τρία τετράγωνα πιο πέρα. Εκεί έτρεχε, με την ψυχή στο στόμα, κάθε δεκαπέντε, που είχε την έξοδο. Αχ, και πού να ήταν από πουθενά η μάνα της να τη βλέπει πόσο μορφωμένη είχε γίνει τώρα, εδώ στην Αθήνα!
Στην είσοδο, όταν συναντιότανε με τον καθηγητή της Γαλλικής που καθότανε στο ισόγειο, θα ’βρισκε πάντα την ευκαιρία να του πει «μερσί». – Πες-πες, συλλογιζόταν, να ιδείς που μια μέρα θα τα καταφέρνω και στα Γαλλικά. Αμ τι νόμισες!
– Κατίνα! Βρε θεοσκοτωμένη, που είσαι;
Πάει, ξεχάστηκε! Η κυρά της, με τα μούτρα γυαλιστερά σαν αυγό λαδωμένο, πασαλειμμένη κρέμες, έφερνε βόλτα τις κάμαρες να τη βρει.
– Άνοιξε, μωρέ, η γη και σε κατάπιε;
– Έφτασα, έφτασα! έμπηξε μια τσιριχτή φωνούλα, για να κερδίσει καιρό, και φρρτς! έχωνε βιαστικά στο μπαουλάκι το κομμάτι από τον καθρέφτη και το χτένι. Αχ, κρίμα, κι ό,τι πήγαινε να το πετύχει αυτό το καινούργιο χτένισμα!
– Έφτασα!
Τσακίζεται να κατέβει, όμως είναι, βλέπεις, κι αυτή η ψηλοκρεμαστή σκαλίτσα, που τρέμει ολάκαιρη σαν πατάς, και πιάνεται η πνοή σου.
Κούρνιαζε σ’ ένα είδος πατάρι, πάνω από την κουζίνα, αντάμα με μια παλιά κασέλα όπου χώνανε τ’ άπλυτα. Δεν της ερχόταν άσχημα. Φλωριά να της δώσεις ν’ αλλάξει κάμαρα, δε θα θελήσει. Την έχει τόσο αγαπήσει αυτήν εδώ! Ίσα-ίσα στα μέτρα της, κι ας μη μπορείς να σταθείς παρά μονάχα καθισμένος. Όμως τι έχει να κάνει; Εδώ, νιώθει τον εαυτό της μόνον, ήσυχο, ασφαλισμένο. Έχει το μπαουλάκι της, το κομμάτι του καθρέφτη, το χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εικονογραφημένα περιοδικά και
– Θε μου, ναι! – κι ένα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια αληθινή. Όταν τη βλέπει να παραλιγοστεύει, της βάζει μέσα νερό.
Όχι, όχι, καθόλου δεν είναι δυσαρεστημένο το Κατινάκι. Η κυρά της έχει τις ώρες της, όπως όλες οι κυράδες, όμως είναι καλή. Συχνά τυχαίνει, την ώρα που κάθεται στην τουαλέτα της και μακιγιάρεται, να έρθει πίσω της να σταθεί και το Κατινάκι, τεντώνοντας τα μάτια από θαυμασμό. Ζητάει εξηγήσεις, λεπτομέρειες. Της δίνουν.
Ύστερα ξεθαρρεύεται:
– Κυρία, σήμερα, που πήγαινα στο μπακάλη, ένας, μου είπε στο δρόμο: «Κουκλίτσα μου, τι ωραίο σωματάκι που έχεις!» Αλήθεια, κυρία έχω ωραίο σωματάκι;
– Ωραίο έχεις, Κατινίτσα, ωραίο.
Η κυρά της ξεκαρδίζεται στα γέλια χωρίς αυτό να το πάρει η Κατινίτσα από κακό. Ρίχνει μια ματιά μονάχα στον ψηλό καθρέφτη και κορδώνεται. Άλλοτε πάλι:
– Κυρία, μου είπανε πως έχω ωραία μαλλιά. Αλήθεια;
–Αλήθεια, ου! Θαύμα!
Και δώστου γέλια. Και το Κατινάκι είναι ευτυχισμένο. […]

(περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα)

κρουνελιάζω: < κρουνός, τρέχω σαν από μεγάλη βρύση, άφθονα.
γαρδέλι: το πουλί, καρδερίνα
μπουχίζω: καταβρέχω με νερό

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Να χαρακτηρίσετε το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στην παραπάνω σκηνή και να περιγράψετε τον χώρο μέσα στον οποίο ζει και εργάζεται τεκμηριώνοντας τις απαντήσεις σας με στοιχεία του κειμένου.

Το Κατινάκι, η πρωταγωνίστρια του κειμένου, είναι μια κοπέλα νεαρής ηλικίας που βρίσκει χαρά σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας και απολαμβάνει πλήρως κάθε πτυχή της ζωής της, έστω κι αν είναι αναγκασμένη να εργάζεται ως υπηρέτρια και να ζει σ’ ένα μικροσκοπικό πατάρι. Αντιμετωπίζει με θετική διάθεση ό,τι κι αν της συμβαίνει και εκφράζει βαθιά εκτίμηση για οτιδήποτε της προσφέρει η ζωή, όσο μικρό ή ασήμαντο κι αν είναι αυτό. Έχει, ωστόσο, μια τόσο θετική στάση απέναντι στα πράγματα, που, εύλογα, δημιουργεί στους γύρω της την αίσθηση πως η κοπέλα αυτή δεν είναι πλήρως ισορροπημένη: «– Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι, π’ ανάθεμά το, αυτό το δουλάκι του δεύτερου!». Αίσθηση που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, καθώς, όπως προκύπτει από τις αντιδράσεις της απέναντι σε διάφορες καταστάσεις, είναι εμφανές πως η ηρωίδα είναι αφελής, εύπιστη και υπερβολικά αγαθή.
«Το βασίλειό της, φυσικά, ήταν η σκάλα της υπηρεσίας. Ένα κλουβί ψηλό-ψηλό, τετράγωνο, αρματωμένο γύρω-γύρω με σίδερα.» Ο κυρίως χώρος στον οποίο κινείται το Κατινάκι είναι η σκάλα της υπηρεσίας, απ’ όπου έχει πρόσβαση στο σπίτι όπου εργάζεται, αλλά και στην έξοδο της πολυκατοικίας, προκειμένου να εκπληρώνει τα καθημερινά της καθήκοντα. Ένας μεταλλικός χώρος που επιτρέπει στην ηρωίδα, αν σηκώνει ψηλά το κεφάλι της, «μα τόσο πολύ που να σου πονέσει ο σβέρκος», να αντικρίζει ένα κομμάτι του ουρανού, στον οποίο η κοπέλα αναγνωρίζει εκπληκτική ομορφιά είτε η μέρα είναι καθαρή κι ο ουρανός είναι γαλάζιος, είτε η μέρα είναι βροχερή κι ο ουρανός είναι «μελανιασμένος». Το Κατινάκι, χάρη στην αγαθότητα και την απλότητα του χαρακτήρα της, χαίρεται εξίσου «και τη λιακάδα και τη μπόρα». Χαρακτηριστικό ως προς αυτό, το γεγονός ότι ακόμη κι όταν βρέχει, τη βλέπει κανείς να πλατσουρίζει μέσα στα νερά και να ξεφωνίζει από τον ενθουσιασμό της.
Η ηρωίδα λατρεύει την Αθήνα, στην οποία έχει πιθανώς έρθει από κάποιο χωριό για να εργαστεί, έστω κι αν στην πραγματικότητα κινείται στο περιορισμένο πλαίσιο λίγων μόλις δρόμων: «Ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά το μπακάλη, το μανάβη, το φούρναρη», κι η μόνη της ψυχαγωγική δραστηριότητα είναι η μία της έξοδο στον συνοικιακό κινηματογράφο κάθε δεκαπέντε μέρες. Το Κατινάκι δεν αισθάνεται εγκλωβισμένο στο μικρό αυτό περιβάλλον, ούτε καταπιέζεται από το γεγονός ότι ως εσώκλειστη υπηρέτρια δικαιούται να βγαίνει από το σπίτι για να διασκεδάσει μόνο μια φορά κάθε δύο εβδομάδες. Αντλεί χαρά και ενθουσιάζεται ακόμη και με τα πιο απλά συμβάντα της καθημερινότητάς της, όπως, για παράδειγμα, με το γεγονός ότι όταν συναντά τον καθηγητή της Γαλλικής που διαμένει στο ισόγειο της πολυκατοικίας, έχει την ευκαιρία να του πει «μερσί», μιας και της δημιουργείται η εντύπωση πως έστω κι από αυτή τη σύντομη αλληλεπίδραση, θα καταφέρει κάποτε να «μάθει» και λίγα γαλλικά!
Η ολιγάρκεια της ηρωίδας είναι εντυπωσιακή, καθώς είναι ευτυχισμένη και νιώθει πλήρης ακόμη και με τα ελάχιστα που της έχει παραχωρήσει η γυναίκα για την οποία εργάζεται. Ένα πολύ μικρό πατάρι, στο οποίο, μάλιστα, έχουν και την κασέλα που έβαζαν τα άπλυτα ρούχα, είναι ο χώρος όπου κοιμάται η νεαρή κοπέλα, χωρίς να την ενοχλεί διόλου η στενότητά του: «κι ας μη μπορείς να σταθείς παρά μονάχα καθισμένος». Η κοπέλα νιώθει πως αυτός ο μικρός χώρος είναι δικός της και πως μπορεί εκεί να αισθάνεται ήσυχη και ασφαλής, κι αυτό της αρκεί. Ολιγαρκής είναι, άλλωστε, και σε ό,τι αφορά τα αντικείμενα που της ανήκουν∙ «Έχει το μπαουλάκι της, το κομμάτι του καθρέφτη, το χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εικονογραφημένα περιοδικά και – Θε μου, ναι! – κι ένα μπουκαλάκι κολώνια». Με την ασήμαντη αυτή περιουσία, της οποίας το πιο πολύτιμο κομμάτι είναι το μπουκαλάκι με την κολόνια, η ηρωίδα είναι απολύτως ικανοποιημένη, φανερώνοντας έτσι την απλότητα που τη διακρίνει.
Η προθυμία της πρωταγωνίστριας να αισθάνεται ευγνωμοσύνη και να νιώθει χαρά για τα ελάχιστα υπάρχοντά της, είναι ανάλογη και με την τάση της να δέχεται και την παραμικρή καλή κουβέντα που της απευθύνουν ως σημαντικό δώρο, χωρίς να αντιλαμβάνεται τη δολιότητα που έχουν οι προθέσεις των άλλων ανθρώπων: «– Κυρία, σήμερα, που πήγαινα στο μπακάλη, ένας, μου είπε στο δρόμο: «Κουκλίτσα μου, τι ωραίο σωματάκι που έχεις!» Αλήθεια, κυρία έχω ωραίο σωματάκι;». Με αφοπλιστική αγαθότητα, το Κατινάκι δεν αντιλαμβάνεται μήτε την πρόθεση εκείνου που τη φλερτάρει, μα μήτε την ειρωνική υποδοχή που έχουν τέτοιου είδους μαρτυρίες από την «κυρά της», η οποία γελά εις βάρος της αθώας κοπέλας.
Είναι, εντούτοις, αυτή η αγαθότητα κι αυτή η αδυναμία να κατανοήσει τη δολιότητα των άλλων ανθρώπων που της επιτρέπουν να βρίσκει χαρά στην τόσο φτωχική και περιορισμένη ζωή της, χωρίς να θλίβεται και να καταπιέζεται από τη δυσκολία των συνθηκών που καλείται να αντιμετωπίσει στην καθημερινότητά της.

β.1. Σε πολλά έργα του Τερζάκη περιγράφεται με λεπτομέρειες η ζωή των κατοίκων της πόλης. Να τεκμηριώσετε την άποψη αυτή αναφέροντας τρία (3) στοιχεία του κειμένου που σχετίζονται με τη ζωή στην πόλη.

«– Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι, π’ ανάθεμά το, αυτό το δουλάκι του δεύτερου!»
Το σχόλιο αυτό που ανήκει σε κάποιον από τους ενοίκους της πολυκατοικίας στην οποία εργάζεται το Κατινάκι, είναι δηλωτικό της εξαναγκαστικής επαφής των ανθρώπων στα αστικά κέντρα που συνοικούν στα ίδια πολυώροφα κτήρια, αφού είτε επιθυμούν να έχουν μεταξύ τους σχέσεις είτε όχι, αναγκάζονται να γνωρίζουν ο ένας τον άλλον λόγω του περιορισμένου χώρου στον οποίο κινούνται. Σε αντίθεση με την ιδιωτικότητα που μπορεί να προσφέρει μια μονοκατοικία, οι άνθρωποι των πολυκατοικιών αναγκάζονται να υπομένουν -ακόμη κι αν δεν τις αποδέχονται- τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των άλλων ενοίκων.

«Της άρεσε η Αθήνα, αυτό ν’ ακούγεται. Ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά το μπακάλη, το μανάβη, το φούρναρη. Ήξερε και τα τρία παιδιά της κυρίας Παρασκευής του μοίραρχου, αντίκρυ.
Ήξερε και τον συνοικιακό κινηματογράφο, τρία τετράγωνα πιο πέρα.»

Παρά το μέγεθος που έχει μια μεγάλη πόλη, όπως είναι η Αθήνα, οι άνθρωποι σαν την Κατίνα, που εργάζονται ως εσώκλειστοι υπηρέτες είναι αναγκασμένοι να κινούνται σ’ έναν περιορισμένο χώρο της πόλης. Μέσα στα όρια λίγων δρόμων βρίσκονται όλα τα αναγκαία μαγαζιά που σχετίζονται με τις υποχρεώσεις μιας υπηρέτριας και αυτά είναι που γνωρίζει και το Κατινάκι. Ενώ, η μόνη διασκέδαση που της επιτρέπεται είναι το να πηγαίνει στον συνοικιακό κινηματογράφο μια φορά κάθε δεκαπέντε μέρες που είχε την έξοδό της∙ σ’ έναν κινηματογράφο που βρίσκεται μόλις τρία τετράγωνα από το σπίτι στο οποίο εργάζεται και διαμένει.
Η ηρωίδα είναι, επομένως, περιορισμένη στα όρια της συνοικίας στην οποία διαμένει και παρά το γεγονός ότι έχει φύγει πια από το χωριό της και θα περίμενε κανείς πως θα της δινόταν η ευκαιρία να γνωρίσει πολλές από τις περιοχές της πρωτεύουσας, εκείνη συνεχίζει να κινείται στον μικρόκοσμο μιας και μόνο περιοχής.

«– Κυρία, σήμερα, που πήγαινα στο μπακάλη, ένας, μου είπε στο δρόμο: «Κουκλίτσα μου, τι ωραίο σωματάκι που έχεις!»

Χαρακτηριστικό της ζωής στην πόλη είναι και η συνήθεια που έχουν οι άνδρες να πειράζουν τις γυναίκες που συναντούν στον δρόμο, προφυλαγμένοι από την ανωνυμία που παρέχει μια μεγαλούπολη. Έτσι, σε αντίθεση με τα χωριά, όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, σε μια μεγάλη πόλη συναντάται πιο εύκολα το αίσθημα αυτής της ελευθερίας ή αποθράσυνσης, που καθιστά εφικτά τέτοιου είδους πειράγματα.

β.2. Να εντοπίσετε στο κείμενο δύο (2) υποκοριστικά που αποδίδονται στην ηρωίδα του αποσπάσματος και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους.

«Κατινάκι / Κατινίτσα», «δουλάκι»

Αν και το όνομα της ηρωίδας είναι Κατίνα, οι άνθρωποι γύρω της τη φωνάζουν συνήθως Κατινίτσα ή, όπως καταγράφεται και στον τίτλο του κειμένου, Κατινάκι. Επιλέγουν υποκοριστικά του ονόματός της αφενός διότι πρόκειται για μια κοπέλα νεαρής ηλικίας, οπότε το υποκοριστικό του ονόματός της ταιριάζει περισσότερο με την ηλικία της, κι αφετέρου διότι πρόκειται για μια υπηρέτρια, οπότε μέσω του υποκοριστικού αυτού υποδηλώνεται και η χαμηλή κοινωνική της θέση.
Σχετικό με την ταπεινή κοινωνική της θέση είναι και το υποκοριστικό «δουλάκι», που φανερώνει με μειωτικό τρόπο το γεγονός ότι η κοπέλα είναι μια απλή υπηρέτρια, χωρίς ουσιαστικές ευθύνες στη διαχείριση του σπιτιού, όπου εργάζεται. Ο χαμηλός της μισθός, καθώς και το γεγονός ότι διαμένει σ’ ένα μικροσκοπικό πατάρι πάνω από την κουζίνα, στο οποίο δεν μπορούσε καν να σταθεί όρθια, την εξισώνουν υπό μία έννοια με τους δούλους της παλιάς εποχής.


Γρηγόριος Ξενόπουλος «Το ψωμί» (απόσπασμα) [Τράπεζα Θεμάτων Β΄ Λυκείου]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
William Bouguereau

Γρηγόριος Ξενόπουλος «Το ψωμί» (απόσπασμα) [Τράπεζα Θεμάτων Β΄ Λυκείου]

Το ψωμί (απόσπασμα)

Το μεγάλο σάστισμα, η μεγάλη τρεμούλα τής είχαν περάσει. Και πιο ψυχρά τώρα, καθώς περπατούσε μηχανικά, συλλογιζόταν σε τι συμφορά την έριχνε η άρνηση του κουμπάρου κι’ η άργητα του μπάρμπα...
Ούτε ο ένας τής έφταιγε, ούτε ο άλλος, ούτε κανείς. Κι’ όμως μαζί με τη λύπη της, αισθανόταν τώρα κ’ ένα θυμό. Ένα μεγάλο θυμό, μια λύσσα, που γύρευε να ξεθυμάνει. Και στην ταραγμένη της σκέψη, ξεχνώντας ακόμα και το γιο της τον προκομμένο, τάβαλε... με το ψωμί.
«Ωχ! αδερφέ! συλλογιζόταν. Ούλα για τούτο το ψωμί! Μόχτος, κόπος, πόνος, αγώνας, για το ψωμί! Όβολα για το ψωμί! Οχτρίες, φιλίες, κουμπαρίες, για το ψωμί! Ανακατώματα, σούσουρα, καυγάδες, φονικά, για το ψωμί! Κι’ ατιμίες ακόμα, για το ψωμί... Να, κι’ εγώ η ίδια τώρα, αν ήμουν πηλιό νια, ποίος το ξέρει τι θάκανα για το ψωμί... ποίος το ξέρει!... Ο Διάολος, καλέ, θα φώτισε τον Αδάμ να το κάμει! Τι τόθελε; Δεν άφηνε καλύτερα να τρώμε το σταράκι ωμό και φρέσκο σαν το γάλα, όπως τρώμε και την πιτσούνα του καλαμποκιού;...
Όχι, λέει, ναν το ξεράνεις! ναν το αλέσεις, ναν το ζυμώσεις! ναν το ψήσεις! να γένεις φούρναρης! Και πάλε, μήπως, μπορούν ούλοι να γενούνε φουρναρέοι; Πέντε-δέκα μοναχά, κι’ ούλοι οι άλλοι κρεμασμένοι από δαύτους! Κι’ εγώ σήμερα να πηγαίνω στο φούρνο, ναν τόνε βλέπω γιομάτο καρβέλια, να πεινάνε στο σπίτι τα παιδιά μου και να γυρίζω με αδειανά χέρια!... Α, δεν είναι πράμα του Θεού το ψωμί!... Είναι του Διαόλου!
Ποτές δε θα ησυχάσει ο κόσμος, αν δεν πάψει να κάνει ψωμί! Πόσ’ άλλα πράματα δε μας έδωκε ο Θεός να τρώμε! Και το στάρι βέβαια. Μα δε μας είπε ναν το κάνουμε αλεύρι και πίτουρο και νάχουμε μαύρο ψωμί για τους φτωχούς, άσπρο για τους μέτριους, παντεσπάνι για τους πλούσιους, κι’ αέρα φρέσκο για όσους δεν έχουνε φαρδίνι;!... Να χαθεί το παλιό-ψωμο! το πράμα του Διαόλου!»
Σ’ αυτή τη βλαστήμια είχε σταματήσει η σκέψη της, όταν, καθώς περνούσε από ένα πεζοδρόμιο σ’ άλλο της Στράτας-Μαρίνας, είδ’ εκεί χάμου, στο κοκκινόχωμα του δρόμου στον ήλιο, ένα κομματάκι ψωμί. Ήταν ψίχα με λίγη πέτσα. Αποφαούδι κανενός χορτασμένου, ίσως και σκύλου... Δε φαινόταν ούτε πολύ ξερό ούτε πατημένο. Και τα μερμήγια, ένα πλήθος, τόχαν περιζωσμένο, και το τρώγανε.
- Α!...  
Η Νικολέττα η Καλούνενα στάθηκε, έσκυψε, το σήκωσε, το τίναξε, το φύσηξε, το φίλησε ευλαβικά, το έφερε στο μέτωπό της, έκαμε το σταυρό της και το απίθωσε εκεί στο πεζούλι μιας παρεθύρας, για να μην το πατούνε...
Ψωμί πεταμένο! Τι αμαρτία!
«Θε μου και συχώρεσέ με! είπε μέσα της. Ξαστόχησα πως είναι το Σώμα του Χριστού, η Αγία Κοινωνία, Μεταλάβωμα και το Μυστήριό σου!... Συχώρεσέ με που βλαστήμησα. Δεν είναι του Διαόλου. Είναι δικό σου! Εσύ Θε μου, εφώτισες τον άνθρωπο να το φτιάνει. Είναι καλό κ’ ευλοημένο! Ψωμί ψωμάκι το λένε...»
Όλος της ο θυμός είχε γυρίσει σε μια κατάνυξη που της ανέβαζε δάκρυα... Όλο της το μίσος είχε διαδεχθεί μια επιείκεια για τους ανθρώπους, που την αδικούσαν -και πρώτα-πρώτα το γιο της τον προκομμένο- και μια τρυφερότη για τανήλικα, ταθώα, που την περίμεναν τώρα ήσυχα στο σπίτι να τους πάει ψωμί, -ψωμί καλό κ’ ευλοημένο, ψωμί- ψωμάκι, πράμα του Θεού...
Έπρεπε να τους πάει με κάθε θυσία.
Και δεν της έμενε άλλο, παρά ν’ απλώσει το χέρι και στο διαβάτη.
Θα τόκανε κι’ αυτό –διακονιάρισσα για το ψωμί.
Μπήκε σ’ έναν ισκιερό δρομάκο, ακούμπησε σ’ έναν παλιότοιχο, σκέπασε ακόμα το χλωμό πρόσωπό της με το μαύρο της μαντηλόνι και, όταν πέρασε από μπρος της ο πρώτος καλοντυμένος, θαρρετά, αποφασιστικά, η Νικολέττα η Καλούνενα, άπλωσε το χέρι της κι’ επρόφερε:
- Ελεημοσύνη!

Στον τόμο: Ο Μινώταυρος, έκδοση «Γραμμάτων Αλεξανδρείας», 1925

1. άργητα = καθυστέρηση, αργοπορία
2. ούλος = όλος
3. όβολα = χρήματα
4. οχτρία = έχθρα
5. κουμπαρία = κουμπαριά
6. πήλιο = πιο
7. πιτσούνα = μεγάλο ψωμί, επίμηκες και τραπεζοειδές
8. κρεμασμένος = εξαρτημένος
9. ναν = να
10. μέτριος = αυτός που ανήκει στη μεσαία κοινωνική τάξη
11. παντεσπάνι = παρασκεύασμα ζαχαροπλαστικής από αλεύρι, αυγά και ζάχαρη, που ψήνεται στο φούρνο
12. φαρδίνι = νόμισμα τριών λεπτών κατά την περίοδο της Αγγλικής Προστασίας στα Επτάνησα
13. αποφαούδι = αποφάγι
14. απιθώνω = τοποθετώ, αποθέτω
15. παρεθύρα = μεγάλο παράθυρο
16. ξαστοχώ = λησμονώ
17. τρυφερότη = τρυφερότητα
18. διακονιάρισσα = ζητιάνα
19. μαντηλόνι = κάλυμμα του κεφαλιού και των ώμων των γυναικών

Ερωτήσεις:

α. Η ηρωίδα του κειμένου υιοθετεί δύο αντιτιθέμενες μεταξύ τους απόψεις για το ψωμί. Να τις παρουσιάσετε με συντομία (10 μονάδες) και να αιτιολογήσετε τη στάση της. (15 μονάδες)

Η πρώτη άποψη της ηρωίδας για το ψωμί -απόρροια της αγανάκτησής της- είναι πως αυτό είναι δημιούργημα του Διαβόλου. Η ηρωίδα θεωρεί πως εξαιτίας του ψωμιού, και κατ’ επέκταση εξαιτίας των χρημάτων που απαιτούνται για την απόκτησή του, οι άνθρωποι καταφεύγουν και καταλήγουν σ’ ένα σωρό αδικίες και άσχημες καταστάσεις. Όλος ο αγώνας των ανθρώπων, η καθημερινή τους κούραση, οι στεναχώριες τους, αλλά κι οι φιλίες που κάνουν, όπως και οι έχθρες τους· όλα έχουν το ίδιο κίνητρο. Οι άνθρωποι τσακώνονται, σκοτώνουν, αδικούν και κάνουν κάθε είδους ατιμίες και ανηθικότητες προκειμένου να μπορούν να αποκτήσουν τα αναγκαία χρήματα για το ψωμί.
~ Αιτιολόγηση: Η ηρωίδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση και το γεγονός πως ο κουμπάρος της αρνείται να τη βοηθήσει, ενώ συνάμα κι ο μπάρμπας της που θα μπορούσε να κάνει κάτι καθυστερεί πολύ, τη φέρνουν σε ακόμη δυσκολότερη κατάσταση. Η ευθύνη για τα προβλήματά της βαρύνει και το γιο της, ο οποίος χαρακτηρίζεται ειρωνικά «προκομμένος». Είναι, όμως, τέτοια η απελπισία της ηρωίδας, ώστε αντί να σταθεί στα πρόσωπα που της έχουν προκαλέσει την παρούσα δυσκολία, προχωρά ακόμη παραπέρα τη σκέψη της και εντοπίζει και στοχοποιεί ως πρωταίτιο όλων των σχετικών προβλημάτων το ψωμί. Στο ψωμί, και άρα στα αναγκαία γι’ αυτό χρήματα, η ηρωίδα βρίσκει το βασικό υπεύθυνο για όλες τις πράξεις των ανθρώπων, καθώς είτε επιλέγουν να δημιουργήσουν μια φιλία είτε αποκτούν έναν εχθρό, είτε κάνουν μια κουμπαριά είτε κάνουν ένα φόνο, όλα μα όλα αυτά έχουν ως μοναδικό κίνητρο το ψωμί. Ακόμη κι ίδια, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει, αν ήταν νεότερη, κανείς δεν ξέρει μέχρι που θα έφτανε αυτή τη στιγμή για να εξασφαλίσει το ψωμί για τα παιδιά της.
Είναι προφανές, λοιπόν, πως το βάρος των οικονομικών υποχρεώσεων και η ένδεια της ηρωίδας την ωθούν σε πολύ δυσάρεστες σκέψεις για το ψωμί -για τα χρήματα-, αφού θεωρεί πως αν δεν υπήρχαν αυτά στον κόσμο, οι άνθρωποι θα ζούσαν ήσυχοι, χωρίς τις συνεχείς έγνοιες και στεναχώριες.  

Η δεύτερη άποψη της ηρωίδας -εκ διαμέτρου αντίθετη με την πρώτη- είναι πως το ψωμί είναι δημιούργημα του Θεού. Σε μια καθαρά θρησκευτική θέαση του ψωμιού, η ηρωίδα φέρνει στη σκέψη της πως το ψωμί στη Θεία Κοινωνία συμβολίζει το σώμα του Χριστού, και πως είναι άρα εξ ορισμού ευλογημένο.
~ Αιτιολόγηση: Μόλις η ηρωίδα βλέπει ένα μικρό κομμάτι ψωμί ριγμένο στο δρόμο, αιφνιδίως αλλάζει στάση, καθώς φέρνει στη σκέψη της τον ιερό συμβολισμό του ψωμιού· αυτό είναι το σώμα του Χριστού, που οι πιστοί έχουν την ευλογία να δεχτούν μέσω της Μετάληψης. Η ηρωίδα αμέσως ζητά συγχώρεση από τον Θεό για την βλασφημία της να ισχυριστεί πως το ψωμί είναι έργο του Διαβόλου. Αμέσως αναγνωρίζει στο ψωμί όλη του την ιερή αξία κι όλη του την ευλογία που προσφέρει στους ανθρώπους. Είναι, άλλωστε, δημιούργημα θεϊκής υπόδειξης και μεταδίδει στους ανθρώπους την ευδαίμονα θέληση της συγχώρεσης, της αποδοχής και της αρμονικής συνύπαρξης. Έτσι, με αφορμή αυτό το μικρό κομμάτι ψωμί, η ηρωίδα απαλλάσσεται από τα αισθήματα μίσους που την κλόνιζαν προηγουμένως κι αρχίζει να αντικρίζει με επιείκεια όλους εκείνους που την αδικούσαν. Η καρδιά της γεμίζει συγκίνηση, διάθεση συγχώρεσης, αλλά και μεγάλη τρυφερότητα για τα ανήλικα παιδιά της που την περίμεναν να τους φέρει στο σπίτι το ψωμί.  

β1. Ο Ξενόπουλος καλλιεργεί το ρεαλιστικό αστικό μυθιστόρημα στο οποίο συχνά εντοπίζονται σχόλια για την κοινωνική αδικία. Μπορείτε να τεκμηριώσετε αυτή την άποψη με τρία (3) στοιχεία από το κείμενο; (15 μονάδες)

- Η κοινωνική αδικία γίνεται έντονα αισθητή μέσα από την πικρή παρατήρηση της ηρωίδας πως τη στιγμή που ο φούρνος είναι γεμάτος ψωμί, η ίδια δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει ούτε ελάχιστο για τα παιδιά της που πεινάνε: «Κι’ εγώ σήμερα να πηγαίνω στο φούρνο, ναν τόνε βλέπω γιομάτο καρβέλια, να πεινάνε στο σπίτι τα παιδιά μου και να γυρίζω με αδειανά χέρια!...»

- Η κοινωνική αδικία γίνεται, επίσης, φανερή από το γεγονός πως υπάρχουν διαφορετικές ποιότητες ψωμιού για τις επιμέρους κοινωνικές τάξεις, αλλά κι από το ειρωνικό σχόλιο πως για τους φτωχούς διατίθεται φρέσκος αέρας: «και νάχουμε μαύρο ψωμί για τους φτωχούς, άσπρο για τους μέτριους, παντεσπάνι για τους πλούσιους, κι’ αέρα φρέσκο για όσους δεν έχουνε φαρδίνι;!...»

- Εναργή αποτύπωση της κοινωνικής αδικίας έχουμε και στην παρουσίαση της επαιτείας: «Μπήκε σ’ έναν ισκιερό δρομάκο, ακούμπησε σ’ έναν παλιότοιχο, σκέπασε ακόμα το χλωμό πρόσωπό της με το μαύρο της μαντηλόνι και, όταν πέρασε από μπρος της ο πρώτος καλοντυμένος, θαρρετά, αποφασιστικά, η Νικολέττα η Καλούνενα, άπλωσε το χέρι της κι’ επρόφερε: - Ελεημοσύνη!»

β2. Να εντοπίσετε στο κείμενο πέντε (5) εικόνες συνδεδεμένες με το ψωμί. (10 μονάδες)

- Η εικόνα των μικρών παιδιών που περιμένουν στο σπίτι τη μητέρα να τους φέρει ψωμί: «και μια τρυφερότη για τανήλικα, ταθώα, που την περίμεναν τώρα ήσυχα στο σπίτι να τους πάει ψωμί»

- Η εικόνα της ηρωίδας που καταφεύγει στην επαιτεία προκειμένου να διασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα για το ψωμί των παιδιών της: «Και δεν της έμενε άλλο, παρά ν’ απλώσει το χέρι και στο διαβάτη. Θα τόκανε κι’ αυτό –διακονιάρισσα για το ψωμί.»

- Η εικόνα των μυρμηγκιών που έχουν περιζώσει το πεταμένο κομμάτι ψωμιού: «Και τα μερμήγια, ένα πλήθος, τόχαν περιζωσμένο, και το τρώγανε.»

- Η εικόνα της ηρωίδας που μαζεύει το μικρό κομμάτι ψωμιού από το δρόμο: «Η Νικολέττα η Καλούνενα στάθηκε, έσκυψε, το σήκωσε, το τίναξε, το φύσηξε, το φίλησε ευλαβικά, το έφερε στο μέτωπό της, έκαμε το σταυρό της και το απίθωσε εκεί στο πεζούλι μιας παρεθύρας, για να μην το πατούνε...»


- Η εικόνα του ψωμιού που είναι ριγμένο στο δρόμο: «είδ’ εκεί χάμου, στο κοκκινόχωμα του δρόμου στον ήλιο, ένα κομματάκι ψωμί. Ήταν ψίχα με λίγη πέτσα.» 

Γιάννης Ρίτσος «Ανταπόδοση» [Τράπεζα Θεμάτων Β΄ Λυκείου]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Guido Reni

Γιάννης Ρίτσος «Ανταπόδοση»  [Τράπεζα Θεμάτων Β΄ Λυκείου]

Ανταπόδοση

Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα. Έδωσε
θέση
στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας,
στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη δροσοστάλα
που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι, στις μεγάλες
σημαίες,
στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο. Πλούτισε τον κόσμο
με μόχθο κι εγκαρτέρηση. Σκαλί σκαλί
ανέβηκε την πέτρινη τεράστια σκάλα. Τώρα, εκεί πάνω,
άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη στα γυμνά πλευρά
του.

(Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2001)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Τι προσέφερε, σύμφωνα με το ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο στον κόσμο της φύσης και στον κόσμο των ανθρώπων; (15 μονάδες)

Το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζοντας τις ποικίλες θεματικές που διατρέχουν το έργο του τονίζει πως κάθε στοιχείο της φύσης, μα και κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου, βρήκαν θέση στους στίχους του. Ξεκινά την απαρίθμησή του, μάλιστα, από τον κόσμο της φύσης, θέλοντας να δείξει πως μερίμνησε για την εξύμνηση όχι μόνο των όμορφων στοιχείων της φύσης (πεταλούδα), μα και των πιο ταπεινών ακόμη (χαλίκι), όπως και των πιο ξεχωριστών (αλογάκι της Παναγίας).
Αντιστοίχως, στην ποίησή του βρήκαν θέση πτυχές του φυσικού κόσμου, που βρίσκονται σε στενή σχέση με τη συναισθηματική κατάσταση των ανθρώπων, όπως η βαθιά εκείνη θλίψη που κρατά ξάγρυπνους τους ανθρώπους να κοιτούν τον έναστρο ουρανό (στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων) ή στον αντίποδα, η ζωογόνα αισιοδοξία που προσφέρεται απλόχερα στους ανθρώπους απ’ το κάλλος της πρωινής φύσης, που υποδέχεται μιαν ακόμη καινούρια ημέρα (στη δροσοστάλα / που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο), μα και η φθορά του φυσικού κόσμου (στ’ άρρωστο αηδόνι).
Συνάμα, στην ποίησή του βρήκαν θέση κι οι βαθύτερες αναζητήσεις των ανθρώπων, οι αδιάκοποι αγώνες τους για τα μεγάλα ιδανικά της ζωής. Ο ποιητής ύμνησε τις μεγάλες σημαίες, που συμβολίζουν εδώ τις πιο καίριες μάχες των συνανθρώπων του· τις μάχες για την εθνική και ατομική ανεξαρτησία, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για την ελευθερία, την ισονομία, αλλά και για τον σεβασμό, προσωπικό και εθνικό. Ενώ, παράλληλα, προχώρησε και στην εξύμνηση των πιο εσωτερικών ανθρώπινων αναζητήσεων, όπως αυτές συμβολίζονται με την παράθεση τριών χρωμάτων.
Έτσι, στην ποίησή του βρήκε θέση το γαλάζιο, το χρώμα της δημιουργικότητας και του ονείρου, μα και το χρώμα της ηθικής και πνευματικής ακεραιότητας· της γαλήνης και της μεγαλοψυχίας. Ως το κατεξοχήν χρώμα του ουρανού έρχεται να συμβολίσει πληρέστερα την απαντοχή και την ελπίδα ενός ανώτερου κόσμου, απαλλαγμένου από τις μικροπρέπειες και τις ελλείψεις του γήινου κόσμου. Ενώ, αμέσως μετά ακολουθεί το κόκκινο, το χρώμα του πάθους, του έρωτα και της εκρηκτικής επαναστατικότητας. Άμεσα συνδεδεμένο με το χρώμα του αίματος, το κόκκινο συμβολίζει έντονα τη ζωτικότητα, την ορμητικότητα, το δυναμισμό, μα και τη διάθεση ανανέωσης. Τελευταίο παρατίθεται το κίτρινο, ένα χρώμα που συνδυάζει τόσο την έκφραση του μίσους, όσο και την έκφραση της χαράς, αφού είναι το χρώμα εκείνο που αποδίδει τη λάμψη του ήλιου, αλλά και τη θελκτική ομορφιά πολλών λουλουδιών.
Μέσα, λοιπόν, απ’ τους ποικίλους συμβολισμούς που μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στα χρώματα, όπως και στα στοιχεία του φυσικού κόσμου, που παραθέτει ο ποιητής, γίνεται σαφές πως μέσα από το έργο του βρήκαν έκφραση όλες οι εκφάνσεις του ανθρώπινου συναισθήματος, οι πιο βαθιές του επιθυμίες κι οι πιο σημαντικές του επιδιώξεις. Κατόρθωσε, επομένως, ο ποιητής να «πλουτίσει τον κόσμο» με μια αδιάκοπη προσπάθεια γεμάτη κόπο και επιμονή, καθώς ο αγώνας του αυτός δεν υπήρξε ποτέ εύκολος. Προκειμένου, άλλωστε, να γίνουν κατανοητές οι δυσκολίες που αντιμετώπισε, φροντίζει αφενός να μας τονίσει την πάλη του με τις λέξεις, με το χρόνο και τα πράγματα -πάλη που σηματοδοτεί την ανάγκη να κατακτήσει πλήρως το εκφραστικό του εργαλείο, την ανάγκη να διασφαλίσει τον αναγκαίο χρόνο για τη δημιουργία του, καθώς και την ανάγκη να κατανοήσει σε βάθος την πραγματικότητα της εποχής του- κι αφετέρου την αχαριστία που αντιμετώπισε απ’ τους συνανθρώπους του (άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη στα γυμνά πλευρά / του).

Ποια «ανταπόδοση» δέχθηκε για την προσφορά του; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας δείχνοντας τη σχέση του τίτλου με το περιεχόμενο του ποιήματος. (10 μονάδες)

Η μόνη ανταπόδοση που έχει δεχτεί ο ποιητής για την προσφορά του· τα μόνα παράσημα που έχει να επιδείξει ύστερα από την επίμοχθη πορεία του, είναι τα βέλη πάνω στα γυμνά πλευρά του. Ο ποιητής, αν και αφιέρωσε τη ζωή του στην τέχνη του και στους συνανθρώπους του, δεν έχει ωστόσο δεχτεί καμία άλλη ανταπόδοση απ’ τους συγκαιρινούς του πέρα απ’ τις πληγές που του έχουν προκαλέσει. Πληγές εσωτερικές, γεννήματα της αχαριστίας και της αδιαφορίας των συνανθρώπων του, οι οποίοι δεν εκτίμησαν μήτε την αξία της ποιητικής τέχνης, μήτε τη διάθεση του ποιητή να τους προσφέρει την καθοδηγητική ισχύ των λόγων του. Τις πληγές αυτές, μάλιστα, προκειμένου να τις καταστήσει πιο αποτελεσματικά αισθητές, τις εξωτερικεύει και τις παρουσιάζει ως βέλη πάνω στα γυμνά πλευρά του.
Το γεγονός πως τα βέλη αυτά συνιστούν την αισθητοποίηση των εσωτερικών πληγών του ποιητή, γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό μέσα από τη σχέση που έχει ο τίτλος με το περιεχόμενο του ποιήματος. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως η «ανταπόδοση» -η θετική αναγνώριση που θα περίμενε ίσως ο ποιητή- παρουσιάζεται στους τελευταίους στίχους, όπου με σαφήνεια τονίζει πως άλλα «παράσημα» δεν έχει παρά τα βέλη στα γυμνά πλευρά του. Έτσι, καθίσταται σαφές πως η μόνη αναγνώριση που δέχτηκε ο ποιητής για την προσφορά του -τα μόνα παράσημα που έλαβε-, είναι τα χτυπήματα απ’ τους συνανθρώπους του, τα βέλη πάνω στο γυμνό του σώμα.
Το γυμνό σώμα του ποιητή μας παραπέμπει στη γυμνή κι ευάλωτη ψυχή του, καθώς οι περισσότεροι δημιουργοί της τέχνης, οι περισσότεροι καλλιτέχνες, ξεγυμνώνουν και εκθέτουν την ίδια τους την ψυχή μέσα στο έργο τους, προκειμένου να επιτύχουν το πλέον ειλικρινές και αγαθό αποτέλεσμα.

β.1. Το ποίημα «Ανταπόδοση» θεωρείται ένα ποίημα ποιητικής (δηλαδή ένα ποίημα για τον ρόλο των ποιητών και για την τέχνη της ποίησης). Να επαληθεύσετε αυτή την άποψη παραπέμποντας στο ποίημα. (15 μονάδες)

Ήδη ο εισαγωγικός στίχος του ποιήματος: «Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα.», αναφέρεται στην τέχνη της ποίησης και στον ιδιαίτερο αγώνα κάθε θεράποντα της τέχνης αυτής. Η πάλη με τις λέξεις αποδίδει με ενάργεια τη συνεχή προσπάθεια που απαιτείται προκειμένου ο δημιουργός να κατακτήσει το βασικό του εργαλείο για την παραγωγή της τέχνης του, που δεν είναι άλλο από τη γλώσσα. Ο ποιητής θέλοντας να εκφράσει τις σκέψεις, τα βιώματα και τα συναισθήματά του, οφείλει να βρει κάθε φορά τις καίριες λέξεις, την ορθότερη διατύπωση, κι αυτό τον οδηγεί σε μιαν αέναη πάλη με τις λέξεις. Συνάμα, η πάλη με το χρόνο και τα πράγματα, αποδίδει τον διττό αγώνα του δημιουργού τόσο απέναντι στο γοργό πέρασμα του χρόνου, που δεν του επιτρέπει πάντοτε να αφοσιωθεί στο βαθμό που θα ήθελε στο έργο του, όσο και απέναντι στην ίδια την πραγματικότητα, την οποία οφείλει να κατανοήσει σε βάθος προκειμένου να προσφέρει με το έργο του μια αληθινή και έγκυρη εικόνα της εποχής του.
Οι στίχοι που ακολουθούν «Έδωσε / θέση / στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας...» παρουσιάζουν την πληθώρα των θεματικών που απασχολούν τον πνευματικό δημιουργό, ο οποίος καλείται να παρουσιάσει στο έργο του κάθε πτυχή της ανθρώπινης εμπειρίας. Έτσι, στα ποιήματά του δίνει θέση σε κάθε στοιχείο της φύσης, από το πιο όμορφο (πεταλούδα), στο πιο ταπεινό (χαλίκι), αλλά και στο πιο ξεχωριστό (αλογάκι της Παναγίας). Παράλληλα, βέβαια, θέση στην ποίησή του βρίσκει κι η αλληλεπίδραση της φύσης με τον άνθρωπο, όπως συμβολικά αποδίδεται ο συνεχής καημός του ανθρώπου, που ξενυχτά θλιμμένος ατενίζοντας τον νυχτερινό ουρανό (στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων), αλλά και η αισιοδοξία της καινούριας ημέρας, που μεταδίδεται στον άνθρωπο με το καθημερινό θαύμα της αυγής και της ομορφιάς που αυτή προσδίδει στο φυσικό περιβάλλον (στη δροσοστάλα / που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο), καθώς κι η δυσαρμονία του φυσικού χώρου, η οποία καθρεφτίζει είτε τη βαθιά ανθρώπινη θλίψη είτε την έμφυτη φθορά κάθε φυσικού στοιχείου (άρρωστο αηδόνι). Ενώ, στην ποίησή του βρίσκουν θέση κι οι αμιγώς ανθρώπινες επιδιώξεις, τα ανθρώπινα ιδανικά κι οι αγώνες που δίνουν οι άνθρωποι σε προσωπικό, κοινωνικό και πανεθνικό επίπεδο (στις μεγάλες / σημαίες, / στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο).
Ο ρόλος αυτός του ποιητή, η ευθύνη του απέναντι στους άλλους ανθρώπους, εκπληρώνεται μέσα από το έργο του με πολύ κόπο και μεγάλη υπομονή, καθώς η αποτύπωση των ανθρώπινων επιδιώξεων -μα και απογοητεύσεων-, των συναισθημάτων, των ιδανικών, της ομορφιάς και του πόνου, απαιτεί συνεχή προσπάθεια, και κατ’ επέκταση μια εκπληκτική διάθεση αυταπάρνησης (Πλούτισε τον κόσμο / με μόχθο κι εγκαρτέρηση).
Αυταπάρνηση, όμως, η οποία δεν βρίσκει θετική ανταπόκριση απ’ τους συγκαιρινούς του ποιητή, που τον πληγώνουν με την αχαριστία τους, με την άρνησή τους να δεχτούν τις προφανείς αλήθειες που παρουσιάζει με τα λόγια του, αλλά και με την απροθυμία τους να δεχτούν την εύλογη κριτική που εκείνος ασκεί στα κακώς κείμενα της κοινωνίας τους. Η μόνη «ανταπόδοση», επομένως, που λαμβάνει ο ποιητής είναι τα χτυπήματα απ’ τους συνανθρώπους του (άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη στα γυμνά πλευρά / του).
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο Ρίτσος παρουσιάζει στο ποίημα αυτό το δύσκολο ρόλο των ποιητών, οι οποίοι οφείλουν να αγωνίζονται ποικιλοτρόπως για τους άλλους ανθρώπους, έστω κι αν γνωρίζουν πως η επίμοχθη προσπάθειά τους δεν πρόκειται να βρει κάποια ουσιαστική ανταμοιβή. Άλλωστε, η θέληση των ποιητών δεν έχει ως κίνητρο την πιθανή αναγνώριση ή επιβράβευση, αλλά την επίγνωση πως παρά τις δυσκολίες εκείνοι κάνουν ό,τι περισσότερο μπορούν για να προσφέρουν τη βοήθειά τους στους συνανθρώπους τους.

β.2. Να εντοπίσετε τους τοπικούς και χρονικούς προσδιορισμούς και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους στους εξής στίχους: Τώρα, εκεί πάνω, / άλλα παράσημα δεν έχει πια παρά τα βέλη στα γυμνά πλευρά του. (10 μονάδες)

τώρα: χρονικός προσδιορισμός
Ο χρονικός αυτός προσδιορισμός προσδίδει ζωντάνια στο ποίημα, καθώς δημιουργείται η αίσθηση του παροντικού γεγονότος σε όσα καταγράφονται. Επί της ουσίας, βέβαια, με το «τώρα» ο Ρίτσος προσδιορίζει ειδικότερα τη στιγμή που ο ποιητής έχει πια ολοκληρώσει τη δύσκολη ανοδική του πορεία, κι απομένει πια ευάλωτος στην κρίση των συγκαιρινών του.

εκεί πάνω: τοπικοί προσδιορισμοί
Τα δύο αυτά επιρρήματα αισθητοποιούν το ανέβασμα που με κόπο κατόρθωσε ο ποιητής, και βρίσκεται τώρα πια εκεί πάνω στο τέλος της τεράστιας πέτρινης σκάλας. Ο ποιητής τοποθετείται, έτσι, σ’ ένα σημείο υψηλότερο απ’ τον χώρο όπου κινούνται οι περισσότεροι άνθρωποι.

πια: χρονικός προσδιορισμός
Με το επίρρημα αυτό δηλώνεται η ολοκλήρωση της προσπάθειας του ποιητή, η οποία έχει μείνει ωστόσο χωρίς ουσιαστική αναγνώριση.

στα γυμνά πλευρά του: τοπικός προσδιορισμός

Τα μόνα «παράσημα» που έχει κερδίσει ο ποιητής, φτάνοντας στο τέλος της πορείας του, είναι τα βέλη πάνω στα γυμνά πλευρά του. Με την εικόνα αυτή δίνονται παραστατικότερα τα «χτυπήματα» που έχει δεχτεί ο ποιητής, στην προσπάθειά του να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο.   

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το ψοφίμι» [Τράπεζα Θεμάτων]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mario Sanchez Nevado

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το ψοφίμι» [Τράπεζα Θεμάτων]

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (1851-1911)

Το ψοφίμι

Παρακαλώ, κύριε αστυφύλακα· εδώ απάνω, στο φράχτη, κοντά στον δρόμο, έχουν ρίψει ένα ψοφίμι, ένα μεγάλο σκυλί… Με τέτοια ζέστη, Ιούλιον μήνα… Θα μας κολλήση πανούκλα όλους εδώ… Ίσα-ίσα στο ψήλωμα, εδώ, που είν᾿ εξοχικό μέρος… όπου έρχονται οι άνθρωποι να πάρουν λίγον αέρα καθαρόν.
Ο ομιλών ―ο κύριος Α.― ήτο παχύμισθος υπάλληλος της Κυβερνήσεως. Το δημόσιον του έδιδε, δια τας εκδουλεύσεις του, υπέρ τας τριακοσίας δραχμάς τον μήνα. Αλλά τας δραχμάς αυτάς τας εθεώρει ως ιεράς και δεν απεφάσιζε ν᾿ αποκόψη λεπτά δι᾿ ένα πτωχόν λούστρον, όπως σκάψη λάκκον και θάψη το ψοφίμι. Τοιαύτη θυσία θα του εφαίνετο ίσως μάλλον ιεροσυλία. Η δε οικία του έκειτο πλησιέστατα εκεί, και ήτο ο πρώτος ενδιαφερόμενος.
Όθεν απηυθύνθη εις τον υπ᾿ αριθ. 3 χιλιάδας τόσα αστυφύλακα. Ο αστυφύλαξ εφόρει λευκά, κ᾿ εσύχναζεν εις το εγγύς καφενεδάκι. Απήντησε δε λίαν προθύμως και φιλοφρόνως:
Μάλιστα· τώρα, να πούμε εις ένα αστυφύλακα ―μπορώ να πάω κ᾿ εγώ― να πάρη κ᾿ ένα σκουπιδιάρη, να παν να το πετάξουν αποκεί.
Κ᾿ εκάθισε στο καφενεδάκι, διά να διαβάση τα νέα της ημέρας.
Εν τω μεταξύ ο κύριος Α. απηυθύνθη, εν απουσία του καφετζή, προς τον υπάλληλον του καφενείου, και του είπε:
Δεν σας ήρθε σας η βρώμα; Ειπέ του κυρ Τάσου (το όνομα του καφετζή) να λάβη τα μέτρα του… διά να μην αρρωστήση όλος αυτός ο κόσμος που έρχεται να πάρη τον αέρα του εδώ επάνω.
Ο μικρός υπάλληλος έσεισε την κεφαλήν, ως να ήθελε να είπη: «Δεν βαριέσθε: Και ποιος θα φροντίση; Ό,τι εφροντίσατε σεις, ο πρώτος που ανεκαλύψατε αυτό το σπάνιον φαινόμενον».
** *
Ο αστυφύλαξ, ως να εκεντρίσθηκε από την δευτέραν αυτήν αναψηλάφησιν του ζητήματος, εσηκώθη, εκοίταξε τριγύρω, και ευτυχώς εξάνοιξε μακράν ένα συνάδελφόν του, βαίνοντα εις πλάγιόν τινα δρόμον. Τον έκραξε, κ᾿ εκείνος ήλθε.
Να σου πω, του λέγει: πας στο Τμήμα, να πης του σκοπού, να πη του σταθμάρχη, να στείλη ένα αστυφύλακα, να βρη ένα σκουπιδιάρη, να παν εδώ παραπάνω, που λέει ο κύριος εδώ… είν᾿ ένα σκυλί ψόφιο… να το πάρουν απ᾿ εκεί, να το πετάξουν πουθενά;
Καλά.
Και ο β αστυφύλαξ εκινήθη βραδύς, κατερχόμενος τον δρόμον.
** *
Την νύκτα, όταν ο κ. Α. απεσύρετο δια να απέλθη οίκαδε, εις το φως της σελήνης, έστρεψε τα όμματα και την ρίνα προς το μέρος όπου είχεν ιδεί το δυσάρεστον πράγμα
το πρωί. Το ψοφίμι ήτο ακόμη εκεί, αναδίδον λοιμώδη οσμήν.
Ο άνθρωπος, εν μεγάλη αδημονία, έκλεισε τα παράθυρά του, κ᾿ εκοιμήθη. Την άλλην πρωίαν, εις το μικρόν καφενείον ηύρε πάλιν τον αστυφύλακα.
Δεν εκάματε τίποτε για το ψοφίμι που σας είπα;
Μάλιστα· έστειλα είδηση στον σκοπό… ν᾿ αναφέρη στον σταθμάρχη… να στείλη έναν αστυφύλακα ―μπορούσα να πάω κ᾿ εγώ― να πάρη ένα σκουπιδιάρη, να παν να
λάβουν μέτρα… Και δεν το πέταξαν;
Πεταμένο είναι από προχθές· μάλλον έπρεπε να το θάψουν.
Ας είναι, θα φροντίσω· τώρα πάω στο τμήμα.
Την εσπέραν, όταν ο κυβερνητικός υπάλληλος επανήρχετο εις την οικίαν του, το ψοφίμι ήτο πάντοτε εκεί, δηλητηριάζον τον αέρα με την δυσωδίαν του.
Το πρωί, ο κ. Α. προς τον α αστυφύλακα:
Μα δεν έγινε τίποτε για το ψοφίμι… Ζήτημα, βλέπω, κατήντησε κι αυτό… Καλά που δεν συνεδριάζει πλέον η Βουλή, διά να γίνη επερώτησις.
Τι; Δεν το σήκωσαν αποκεί; Περίεργο! Εγώ έλαβα μέτρα. Ας είναι, ησυχάσατε. Σήμερα, χωρίς άλλο. Πάω επίτηδες να τους βιάσω, να στείλουν ένα αστυφύλακα ―μπορώ να πάω και μόνος μου― με ένα σκουπιδιάρη.
** *
Την επομένην νύκτα, ακόμη το ψοφίμι ήτο εκεί. Ευτυχώς είχε συννεφιάσει, και ήστραπτε ραγδαίως προς τον Μαΐστρον, εις τα ΒΔ του ορίζοντος. Ο κ. Α. μόλις επρόλαβε να φθάση εις την οικίαν, να κλείση τα παράθυρα, κ᾿ ενέσκηψε σφοδροτάτη θύελλα, άνεμος και βροχή, δροσιστική και παρήγορος.
Το πρωί, ανάμεσα εις το ηλλοιωμένον υγρόν έδαφος, μόλις εφαίνοντο πλέον τα ίχνη του θνησιμαίου σκύλου, ολίγα μόνον γυμνά κόκκαλα του σκελετού· η ραγδαία βροχή είχε παρασύρει τας σαπράς σάρκας, και είχε διαλύσει την δυσοσμίαν.
Κ᾿ έτσι δεν έγινεν επερώτησις εις την Βουλήν. Μόνον έγινε χρονογράφημα εις εφημερίδα.

(1906)

όθεν: γι’ αυτό
εξάνοιξε: διέκρινε
ρίνα: μύτη
αδημονία: ανησυχία
Μαΐστρος: ο Βορειοδυτικός άνεμος
σαπράς: σάπιες

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Να προσδιορίσετε το χώρο και το χρόνο που εκτυλίσσεται η σκηνή στην πρώτη αφηγηματική ενότητα. (10 μονάδες)

Ο τόπος στον οποίο εκτυλίσσεται η σκηνή είναι ένα καφενεδάκι σε κάποια εξοχική περιοχή -πιθανότατα- της Αθήνας, όπου ο κύριος Α. συναντά τον αστυφύλακα και του αναφέρει το πρόβλημά του.
Ο χρόνος κατά τον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα είναι ο μήνας Ιούλιος, το μέσο του καλοκαιριού δηλαδή, με αποτέλεσμα η έντονη ζέστη να επιδεινώνει το πρόβλημα, αφού η δυσωδία από τη σήψη του νεκρού σκυλιού γινόταν αφόρητη. Μπορούμε, συνάμα, να υποθέσουμε πως η συνάντηση των δύο προσώπων γίνεται τις πρωινές ώρες, μιας και, όπως σχολιάζει ο αφηγητής, ο αστυφύλακας κάθεται στο καφενεδάκι να διαβάσει τα νέα της ημέρας.    

α.2. Να χαρακτηρίσετε τη συμπεριφορά του κυρίου Α. με αναφορές στο κείμενο. (15μονάδες)

Ο κύριος Α. αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της κακής νοοτροπίας που διαμόρφωναν κυβερνητικοί και δημόσιοι υπάλληλοι κατά το παρελθόν. Το γεγονός ότι έχει λάβει -πιθανώς με πλάγιο τρόπο- μια υψηλόμισθη θέση ως υπάλληλος της Κυβέρνησης, αντί να του δημιουργήσει μια αίσθηση υποχρέωσης απέναντι στην πόλη και τη χώρα του, επιτείνει την αχαριστία και την υπεροψία του. Ο ίδιος περιορίζεται αποκλειστικά στα καθήκοντά του και δεν επιθυμεί να προσφέρει ούτε το ελάχιστο στους άλλους. Τον βλέπουμε, έτσι, ενώ αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα -ένα ψόφιο σκυλί σαπίζει κοντά στο σπίτι του- να μην μπαίνει στη διαδικασία να ξοδέψει ένα μηδαμινό ποσό για να το επιλύσει, αλλά να ζητά τη συνδρομή -και άρα την επιβάρυνση- του κράτους.
Ο κύριος Α. είναι «παχύμισθος» υπάλληλος της κυβέρνησης: «Το δημόσιον του έδιδε, δια τας εκδουλεύσεις του, υπέρ τας τριακοσίας δραχμάς τον μήνα. Αλλά τας δραχμάς αυτάς τας εθεώρει ως ιεράς και δεν απεφάσιζε ν᾿ αποκόψη λεπτά δι᾿ ένα πτωχόν λούστρον, όπως σκάψη λάκκον και θάψη το ψοφίμι. Τοιαύτη θυσία θα του εφαίνετο ίσως μάλλον ιεροσυλία.».
Παρά το γεγονός ότι λαμβάνει έναν εξαιρετικά υψηλό μισθό απ’ το δημόσιο -χωρίς κατά πάσα πιθανότητα να προσφέρει έργο ανάλογης αξίας- εκείνος «τσιγκουνεύεται» ή ακόμη χειρότερα δεν καταδέχεται να δώσει λίγα «λεπτά» σ’ έναν πτωχό λούστρο, για να θάψει τον νεκρό σκύλο. Θεωρεί ότι αυτά τα χρήματα που λαμβάνει απ’ το κράτος τα δικαιούται μέχρι τελευταίας δεκάρας και ότι θα ήταν σχεδόν «ιεροσυλία» να ξοδέψει έστω και ελάχιστα από αυτά για κάτι που θα ήταν επωφελές και γι’ άλλους ανθρώπους, αλλά πρωτίστως για τον εαυτό του. Θεωρεί πως το κράτος, μέσω των δημοσίων υπαλλήλων του, είναι υποχρεωμένο να του λύσει το πρόβλημα, ώστε ο ίδιος να μην επιβαρυνθεί ούτε στο ελάχιστο.
Παρατηρούμε, έτσι, αφενός τη λατρεία που έχει για τα χρήματα, τα οποία τα θεωρεί «ιερά» κι αφετέρου την αχαριστία του, αφού δεν είναι διατεθειμένος να προσφέρει το παραμικρό στους άλλους ανθρώπους. Μπορεί ο ίδιος να παίρνει έναν υπέρογκο μισθό, αλλά αυτό στη δική του σκέψη δεν σημαίνει πως οφείλει να ανταποδώσει κάτι στην υπόλοιποι κοινωνία ή στους φτωχούς συνανθρώπους του.
Με περίσσιο θράσος, λοιπόν, ζητά από έναν αστυφύλακα να τακτοποιήσει το πρόβλημα του νεκρού σκύλου, και ενοχλεί μάλιστα και τον υπάλληλο του μικρού καφενείου, έστω κι αν είναι ο ίδιος που κυρίως αντιμετωπίζει πρόβλημα απ’ τη δυσωδία του σκύλου. Κι είναι τέτοια η απροθυμία του κυρίου Α. να επιβαρυνθεί ο ίδιος για το ζήτημα αυτό, ώστε ακόμη κι όταν περνούν μέρες χωρίς να το επιλύει ο «εργατικός» αστυφύλακας, εκείνος υπομένει τη βρώμα, περιμένοντας και συνεχίζοντας τα παράπονά του προς τον αστυφύλακα.
Προσέχουμε, επίσης, πως ακόμη κι όταν ειρωνεύεται τον αστυφύλακα για την αναποτελεσματικότητά του, δεν διστάζει να επικαλεστεί τη Βουλή των Ελλήνων, υπενθυμίζοντας έμμεσα πως ο ίδιος έχει ισχυρές γνωριμίες. Πρόκειται για μια απ’ τις πιο καυστικές σκηνές του κειμένου, αφού η αναίδεια του κυβερνητικού υπαλλήλου συγκρούεται με την τεμπελιά του επίσης δημοσίου υπαλλήλου. «Μα δεν έγινε τίποτε για το ψοφίμι… Ζήτημα, βλέπω, κατήντησε κι αυτό… Καλά που δεν συνεδριάζει πλέον η Βουλή, διά να γίνη επερώτησις.»
Έχει, τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον πως με τις επαναλαμβανόμενες υπομνήσεις του αφηγητή ότι: «Το ψοφίμι ήτο ακόμη εκεί, αναδίδον λοιμώδη οσμήν.», τονίζονται εξίσου η άκαμπτη τσιγκουνιά του κυρίου Α., που προτιμά να υποφέρει παρά να δώσει ένα μικροποσό, αλλά και η παροιμιώδης απραξία των δημοσίων υπαλλήλων.

β.1. Το κείμενο τελειώνει με μια έντονα ειρωνική διαπίστωση. Να εντοπίσετε την ειρωνεία και να τη σχολιάσετε. (15 μονάδες)

«Κ᾿ έτσι δεν έγινεν επερώτησις εις την Βουλήν. Μόνον έγινε χρονογράφημα εις εφημερίδα.»

Η ειρωνική διαπίστωση με την οποία κλείνει το κείμενο μας παραπέμπει στο ανάλογα ειρωνικό σχόλιο του υπαλλήλου της Κυβερνήσεως, κυρίου Α., προς τον αστυφύλακα πως κατάντησε πια ζήτημα το θέμα του σκύλου και πως ευτυχώς που η Βουλή δεν συνεδριάζει -λόγω θέρους- και δεν μπορεί να γίνει επερώτηση επί του ζητήματος.
Ο αφηγητής επί της ουσίας στρέφει την ειρωνεία του τόσο προς τον κύριο Α. που δεν θέλησε να ξοδέψει ούτε καν ένα μικροποσό προκειμένου να επιλύσει μόνος του το θέμα, αλλά και προς τον «πρόθυμο» αστυφύλακα, ο οποίος ενώ είχε, όπως τόνιζε συνεχώς, τη δυνατότητα να το φροντίσει κι ο ίδιος, ζητούσε από άλλους συναδέλφους του να περάσουν το σχετικό αίτημα στο σταθμάρχη, ώστε να στείλει κάποιον άλλο αστυφύλακα, για να βρει εκείνος έναν σκουπιδιάρη να απομακρύνει το ψοφίμι.
Η ειρωνεία του αφηγητή είναι φυσικά δικαιολογημένη και στις δύο περιπτώσεις, αφού τονίζει από τη μία την απαίτηση του κυρίου Α. να επιλυθεί ένα ζήτημα που τον αφορά άμεσα, με δαπάνη του δημοσίου, έστω κι αν θα μπορούσε μόνος του να το τακτοποιήσει πολύ πιο γρήγορα και σχεδόν ανέξοδα, κι από την άλλη την ραθυμία του αστυφύλακα, ο οποίος προκειμένου να μην «εργαστεί» ο ίδιος, αφήνει ένα ζήτημα, που θα μπορούσε τάχιστα να αντιμετωπιστεί, να παρατείνεται αναίτια για μέρες.
Έτσι, τόσο η αναποτελεσματικότητα κι η τεμπελιά του αστυφύλακα, όσο και η αναιδής τσιγκουνιά του υψηλόμισθου κυβερνητικού υπαλλήλου, βρίσκουν το δρόμο τους στις εφημερίδες μέσω ενός χρονογραφήματος και εκθέτουν -για πολλοστή φορά- το δημόσιο και τους δημόσιους υπαλλήλους.

β.2. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι καθαρεύουσα με στοιχεία δημοτικής. Να καταγράψετε πέντε λέξεις ή φράσεις της καθαρεύουσας και πέντε λέξεις ή φράσεις της δημοτικής. (10 μονάδες)

Καθαρεύουσα:
ð Το δημόσιον του έδιδε, δια τας εκδουλεύσεις του, υπέρ τας τριακοσίας δραχμάς τον μήνα.
ð Η δε οικία του έκειτο πλησιέστατα εκεί...
ð Την νύκτα, όταν ο κ. Α. απεσύρετο δια να απέλθη οίκαδε...
ð κ᾿ ενέσκηψε σφοδροτάτη θύελλα
ð μόλις εφαίνοντο πλέον τα ίχνη του θνησιμαίου σκύλου

Δημοτική:
ð είν᾿ ένα σκυλί ψόφιο
ð μπορώ να πάω και μόνος μου
ð Πεταμένο είναι από προχθές
ð Δεν σας ήρθε σας η βρώμα;

ð τώρα πάω στο τμήμα
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...