William Bouguereau
Γρηγόριος
Ξενόπουλος «Το ψωμί» (απόσπασμα) [Τράπεζα Θεμάτων Β΄ Λυκείου]
Το
ψωμί (απόσπασμα)
Το μεγάλο σάστισμα, η μεγάλη τρεμούλα
τής είχαν περάσει. Και πιο ψυχρά τώρα, καθώς περπατούσε μηχανικά, συλλογιζόταν
σε τι συμφορά την έριχνε η άρνηση του κουμπάρου κι’ η άργητα του μπάρμπα...
Ούτε ο ένας τής έφταιγε, ούτε ο άλλος,
ούτε κανείς. Κι’ όμως μαζί με τη λύπη της, αισθανόταν τώρα κ’ ένα θυμό. Ένα
μεγάλο θυμό, μια λύσσα, που γύρευε να ξεθυμάνει. Και στην ταραγμένη της σκέψη,
ξεχνώντας ακόμα και το γιο της τον προκομμένο, τάβαλε... με το ψωμί.
«Ωχ! αδερφέ! συλλογιζόταν. Ούλα για
τούτο το ψωμί! Μόχτος, κόπος, πόνος, αγώνας, για το ψωμί! Όβολα για το ψωμί!
Οχτρίες, φιλίες, κουμπαρίες, για το ψωμί! Ανακατώματα, σούσουρα, καυγάδες,
φονικά, για το ψωμί! Κι’ ατιμίες ακόμα, για το ψωμί... Να, κι’ εγώ η ίδια τώρα,
αν ήμουν πηλιό νια, ποίος το ξέρει τι θάκανα για το ψωμί... ποίος το ξέρει!...
Ο Διάολος, καλέ, θα φώτισε τον Αδάμ να το κάμει! Τι τόθελε; Δεν άφηνε καλύτερα
να τρώμε το σταράκι ωμό και φρέσκο σαν το γάλα, όπως τρώμε και την πιτσούνα του
καλαμποκιού;...
Όχι, λέει, ναν το ξεράνεις! ναν το
αλέσεις, ναν το ζυμώσεις! ναν το ψήσεις! να γένεις φούρναρης! Και πάλε, μήπως,
μπορούν ούλοι να γενούνε φουρναρέοι; Πέντε-δέκα μοναχά, κι’ ούλοι οι άλλοι
κρεμασμένοι από δαύτους! Κι’ εγώ σήμερα να πηγαίνω στο φούρνο, ναν τόνε βλέπω
γιομάτο καρβέλια, να πεινάνε στο σπίτι τα παιδιά μου και να γυρίζω με αδειανά
χέρια!... Α, δεν είναι πράμα του Θεού το ψωμί!... Είναι του Διαόλου!
Ποτές δε θα ησυχάσει ο κόσμος, αν δεν
πάψει να κάνει ψωμί! Πόσ’ άλλα πράματα δε μας έδωκε ο Θεός να τρώμε! Και το
στάρι βέβαια. Μα δε μας είπε ναν το κάνουμε αλεύρι και πίτουρο και νάχουμε
μαύρο ψωμί για τους φτωχούς, άσπρο για τους μέτριους, παντεσπάνι για τους
πλούσιους, κι’ αέρα φρέσκο για όσους δεν έχουνε φαρδίνι;!... Να χαθεί το
παλιό-ψωμο! το πράμα του Διαόλου!»
Σ’ αυτή τη βλαστήμια είχε σταματήσει η
σκέψη της, όταν, καθώς περνούσε από ένα πεζοδρόμιο σ’ άλλο της Στράτας-Μαρίνας,
είδ’ εκεί χάμου, στο κοκκινόχωμα του δρόμου στον ήλιο, ένα κομματάκι ψωμί. Ήταν
ψίχα με λίγη πέτσα. Αποφαούδι κανενός χορτασμένου, ίσως και σκύλου... Δε
φαινόταν ούτε πολύ ξερό ούτε πατημένο. Και τα μερμήγια, ένα πλήθος, τόχαν
περιζωσμένο, και το τρώγανε.
- Α!...
Η Νικολέττα η Καλούνενα στάθηκε,
έσκυψε, το σήκωσε, το τίναξε, το φύσηξε, το φίλησε ευλαβικά, το έφερε στο
μέτωπό της, έκαμε το σταυρό της και το απίθωσε εκεί στο πεζούλι μιας παρεθύρας,
για να μην το πατούνε...
Ψωμί πεταμένο! Τι αμαρτία!
«Θε μου και συχώρεσέ με! είπε μέσα της.
Ξαστόχησα πως είναι το Σώμα του Χριστού, η Αγία Κοινωνία, Μεταλάβωμα και το
Μυστήριό σου!... Συχώρεσέ με που βλαστήμησα. Δεν είναι του Διαόλου. Είναι δικό
σου! Εσύ Θε μου, εφώτισες τον άνθρωπο να το φτιάνει. Είναι καλό κ’ ευλοημένο!
Ψωμί ψωμάκι το λένε...»
Όλος της ο θυμός είχε γυρίσει σε μια
κατάνυξη που της ανέβαζε δάκρυα... Όλο της το μίσος είχε διαδεχθεί μια
επιείκεια για τους ανθρώπους, που την αδικούσαν -και πρώτα-πρώτα το γιο της τον
προκομμένο- και μια τρυφερότη για τανήλικα, ταθώα, που την περίμεναν τώρα ήσυχα
στο σπίτι να τους πάει ψωμί, -ψωμί καλό κ’ ευλοημένο, ψωμί- ψωμάκι, πράμα του
Θεού...
Έπρεπε να τους πάει με κάθε θυσία.
Και δεν της έμενε άλλο, παρά ν’ απλώσει
το χέρι και στο διαβάτη.
Θα τόκανε κι’ αυτό –διακονιάρισσα για
το ψωμί.
Μπήκε σ’ έναν ισκιερό δρομάκο,
ακούμπησε σ’ έναν παλιότοιχο, σκέπασε ακόμα το χλωμό πρόσωπό της με το μαύρο
της μαντηλόνι και, όταν πέρασε από μπρος της ο πρώτος καλοντυμένος, θαρρετά,
αποφασιστικά, η Νικολέττα η Καλούνενα, άπλωσε το χέρι της κι’ επρόφερε:
- Ελεημοσύνη!
Στον τόμο: Ο Μινώταυρος, έκδοση
«Γραμμάτων Αλεξανδρείας», 1925
1. άργητα = καθυστέρηση, αργοπορία
2. ούλος = όλος
3. όβολα = χρήματα
4. οχτρία = έχθρα
5. κουμπαρία = κουμπαριά
6. πήλιο = πιο
7. πιτσούνα = μεγάλο ψωμί, επίμηκες και
τραπεζοειδές
8. κρεμασμένος = εξαρτημένος
9. ναν = να
10. μέτριος = αυτός που ανήκει στη
μεσαία κοινωνική τάξη
11. παντεσπάνι = παρασκεύασμα
ζαχαροπλαστικής από αλεύρι, αυγά και ζάχαρη, που ψήνεται στο φούρνο
12. φαρδίνι = νόμισμα τριών λεπτών κατά
την περίοδο της Αγγλικής Προστασίας στα Επτάνησα
13. αποφαούδι = αποφάγι
14. απιθώνω = τοποθετώ, αποθέτω
15. παρεθύρα = μεγάλο παράθυρο
16. ξαστοχώ = λησμονώ
17. τρυφερότη = τρυφερότητα
18. διακονιάρισσα = ζητιάνα
19. μαντηλόνι = κάλυμμα του κεφαλιού
και των ώμων των γυναικών
Ερωτήσεις:
α.
Η ηρωίδα του κειμένου υιοθετεί δύο αντιτιθέμενες μεταξύ τους απόψεις για το
ψωμί. Να τις παρουσιάσετε με συντομία
(10 μονάδες) και να αιτιολογήσετε τη
στάση της. (15 μονάδες)
Η πρώτη άποψη της ηρωίδας για το ψωμί
-απόρροια της αγανάκτησής της- είναι πως αυτό είναι δημιούργημα του Διαβόλου. Η
ηρωίδα θεωρεί πως εξαιτίας του ψωμιού, και κατ’ επέκταση εξαιτίας των χρημάτων
που απαιτούνται για την απόκτησή του, οι άνθρωποι καταφεύγουν και καταλήγουν σ’
ένα σωρό αδικίες και άσχημες καταστάσεις. Όλος ο αγώνας των ανθρώπων, η
καθημερινή τους κούραση, οι στεναχώριες τους, αλλά κι οι φιλίες που κάνουν,
όπως και οι έχθρες τους· όλα έχουν το ίδιο κίνητρο. Οι άνθρωποι τσακώνονται,
σκοτώνουν, αδικούν και κάνουν κάθε είδους ατιμίες και ανηθικότητες προκειμένου
να μπορούν να αποκτήσουν τα αναγκαία χρήματα για το ψωμί.
~ Αιτιολόγηση: Η ηρωίδα βρίσκεται σε
δεινή οικονομική θέση και το γεγονός πως ο κουμπάρος της αρνείται να τη
βοηθήσει, ενώ συνάμα κι ο μπάρμπας της που θα μπορούσε να κάνει κάτι καθυστερεί
πολύ, τη φέρνουν σε ακόμη δυσκολότερη κατάσταση. Η ευθύνη για τα προβλήματά της
βαρύνει και το γιο της, ο οποίος χαρακτηρίζεται ειρωνικά «προκομμένος». Είναι,
όμως, τέτοια η απελπισία της ηρωίδας, ώστε αντί να σταθεί στα πρόσωπα που της
έχουν προκαλέσει την παρούσα δυσκολία, προχωρά ακόμη παραπέρα τη σκέψη της και
εντοπίζει και στοχοποιεί ως πρωταίτιο όλων των σχετικών προβλημάτων το ψωμί.
Στο ψωμί, και άρα στα αναγκαία γι’ αυτό χρήματα, η ηρωίδα βρίσκει το βασικό
υπεύθυνο για όλες τις πράξεις των ανθρώπων, καθώς είτε επιλέγουν να δημιουργήσουν
μια φιλία είτε αποκτούν έναν εχθρό, είτε κάνουν μια κουμπαριά είτε κάνουν ένα
φόνο, όλα μα όλα αυτά έχουν ως μοναδικό κίνητρο το ψωμί. Ακόμη κι ίδια, όπως
χαρακτηριστικά σχολιάζει, αν ήταν νεότερη, κανείς δεν ξέρει μέχρι που θα έφτανε
αυτή τη στιγμή για να εξασφαλίσει το ψωμί για τα παιδιά της.
Είναι προφανές, λοιπόν, πως το βάρος
των οικονομικών υποχρεώσεων και η ένδεια της ηρωίδας την ωθούν σε πολύ
δυσάρεστες σκέψεις για το ψωμί -για τα χρήματα-, αφού θεωρεί πως αν δεν υπήρχαν
αυτά στον κόσμο, οι άνθρωποι θα ζούσαν ήσυχοι, χωρίς τις συνεχείς έγνοιες και
στεναχώριες.
Η δεύτερη άποψη της ηρωίδας -εκ
διαμέτρου αντίθετη με την πρώτη- είναι πως το ψωμί είναι δημιούργημα του Θεού.
Σε μια καθαρά θρησκευτική θέαση του ψωμιού, η ηρωίδα φέρνει στη σκέψη της πως
το ψωμί στη Θεία Κοινωνία συμβολίζει το σώμα του Χριστού, και πως είναι άρα εξ
ορισμού ευλογημένο.
~ Αιτιολόγηση: Μόλις η ηρωίδα βλέπει
ένα μικρό κομμάτι ψωμί ριγμένο στο δρόμο, αιφνιδίως αλλάζει στάση, καθώς φέρνει
στη σκέψη της τον ιερό συμβολισμό του ψωμιού· αυτό είναι το σώμα του Χριστού,
που οι πιστοί έχουν την ευλογία να δεχτούν μέσω της Μετάληψης. Η ηρωίδα αμέσως
ζητά συγχώρεση από τον Θεό για την βλασφημία της να ισχυριστεί πως το ψωμί
είναι έργο του Διαβόλου. Αμέσως αναγνωρίζει στο ψωμί όλη του την ιερή αξία κι
όλη του την ευλογία που προσφέρει στους ανθρώπους. Είναι, άλλωστε, δημιούργημα
θεϊκής υπόδειξης και μεταδίδει στους ανθρώπους την ευδαίμονα θέληση της συγχώρεσης,
της αποδοχής και της αρμονικής συνύπαρξης. Έτσι, με αφορμή αυτό το μικρό
κομμάτι ψωμί, η ηρωίδα απαλλάσσεται από τα αισθήματα μίσους που την κλόνιζαν
προηγουμένως κι αρχίζει να αντικρίζει με επιείκεια όλους εκείνους που την
αδικούσαν. Η καρδιά της γεμίζει συγκίνηση, διάθεση συγχώρεσης, αλλά και μεγάλη
τρυφερότητα για τα ανήλικα παιδιά της που την περίμεναν να τους φέρει στο σπίτι
το ψωμί.
β1.
Ο Ξενόπουλος καλλιεργεί το ρεαλιστικό αστικό μυθιστόρημα στο οποίο συχνά
εντοπίζονται σχόλια για την κοινωνική αδικία. Μπορείτε να τεκμηριώσετε αυτή την
άποψη με τρία (3) στοιχεία από το κείμενο; (15 μονάδες)
- Η κοινωνική αδικία γίνεται έντονα
αισθητή μέσα από την πικρή παρατήρηση της ηρωίδας πως τη στιγμή που ο φούρνος
είναι γεμάτος ψωμί, η ίδια δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει ούτε ελάχιστο για
τα παιδιά της που πεινάνε: «Κι’ εγώ σήμερα να πηγαίνω στο φούρνο, ναν τόνε
βλέπω γιομάτο καρβέλια, να πεινάνε στο σπίτι τα παιδιά μου και να γυρίζω με
αδειανά χέρια!...»
- Η κοινωνική αδικία γίνεται, επίσης,
φανερή από το γεγονός πως υπάρχουν διαφορετικές ποιότητες ψωμιού για τις
επιμέρους κοινωνικές τάξεις, αλλά κι από το ειρωνικό σχόλιο πως για τους
φτωχούς διατίθεται φρέσκος αέρας: «και νάχουμε μαύρο ψωμί για τους φτωχούς,
άσπρο για τους μέτριους, παντεσπάνι για τους πλούσιους, κι’ αέρα φρέσκο για
όσους δεν έχουνε φαρδίνι;!...»
- Εναργή αποτύπωση της κοινωνικής
αδικίας έχουμε και στην παρουσίαση της επαιτείας: «Μπήκε σ’ έναν ισκιερό
δρομάκο, ακούμπησε σ’ έναν παλιότοιχο, σκέπασε ακόμα το χλωμό πρόσωπό της με το
μαύρο της μαντηλόνι και, όταν πέρασε από μπρος της ο πρώτος καλοντυμένος,
θαρρετά, αποφασιστικά, η Νικολέττα η Καλούνενα, άπλωσε το χέρι της κι’
επρόφερε: - Ελεημοσύνη!»
β2.
Να εντοπίσετε στο κείμενο πέντε (5) εικόνες συνδεδεμένες με το ψωμί. (10 μονάδες)
- Η εικόνα των μικρών παιδιών που
περιμένουν στο σπίτι τη μητέρα να τους φέρει ψωμί: «και μια τρυφερότη για
τανήλικα, ταθώα, που την περίμεναν τώρα ήσυχα στο σπίτι να τους πάει ψωμί»
- Η εικόνα της ηρωίδας που καταφεύγει
στην επαιτεία προκειμένου να διασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα για το ψωμί των
παιδιών της: «Και δεν της έμενε άλλο, παρά ν’ απλώσει το χέρι και στο διαβάτη. Θα
τόκανε κι’ αυτό –διακονιάρισσα για το ψωμί.»
- Η εικόνα των μυρμηγκιών που έχουν περιζώσει
το πεταμένο κομμάτι ψωμιού: «Και τα μερμήγια, ένα πλήθος, τόχαν περιζωσμένο,
και το τρώγανε.»
- Η εικόνα της ηρωίδας που μαζεύει το
μικρό κομμάτι ψωμιού από το δρόμο: «Η Νικολέττα η Καλούνενα στάθηκε, έσκυψε, το
σήκωσε, το τίναξε, το φύσηξε, το φίλησε ευλαβικά, το έφερε στο μέτωπό της,
έκαμε το σταυρό της και το απίθωσε εκεί στο πεζούλι μιας παρεθύρας, για να μην
το πατούνε...»
- Η εικόνα του ψωμιού που είναι ριγμένο
στο δρόμο: «είδ’ εκεί χάμου, στο κοκκινόχωμα του δρόμου στον ήλιο, ένα
κομματάκι ψωμί. Ήταν ψίχα με λίγη πέτσα.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου