Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Παραδείγματα περίληψης (Αμαρτήματα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Melanie Viola

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Παραδείγματα περίληψης

Αμαρτήματα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης

Δύο είναι, κατά τη γνώμη μου, τα αμαρτήματα των M.M.E. Το πρώτο έχει σχέση με την ίδια την υπόστασή τους και το δεύτερο με τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω απ’ αυτά. Υποτίθεται πως, ως μέσα μαζικής πληροφόρησης, πρέπει, δεοντολογικά, να δίνουν στους ακροατές ή θεατές τους μια σωστή πληροφόρηση. Τέτοια πληροφόρηση, για πολλούς λόγους, δεν μπορούν να δώσουν. Όσα συμβαίνουν στον κόσμο είναι πολυεδρικά και πολυσήμαντα. Τα M.M.E. είναι αδύνατον να δουν τα πράγματα απ’ όλες τους τις μεριές. Εμποδίζονται από την ταχύτητα των γεγονότων και το κυνήγι της επικαιρότητας. Τρέχουν να προλάβουν· να νικήσουν, αν είναι δυνατόν, το χρόνο. Για να αγγίξουμε όμως την αλήθεια, πρέπει να σταθούμε. Με τη στάση μπορούμε να αποστασιοποιηθούμε από τα γεγονότα και να τα εξετάσουμε από περισσότερες πλευρές. Όταν είμαστε στο ποτάμι, δεν μπορούμε να δούμε πού πηγαίνει και τι κουβαλά και από πού το κουβαλά. Εκείνο που αισθανόμαστε είναι η δίνη που μας παρασύρει και τίποτε άλλο. Αυτή η δίνη μεταποιείται σε συναισθηματική φόρτιση, μια φόρτιση που μας οδηγεί σε χειρονομίες και κραυγαλέους λόγους κενούς. Τέτοιοι λόγοι μένουν συνήθως στην επιφάνεια και αντιστρατεύονται την ουσία.
Χειρότερα γίνονται τα πράγματα με την τηλεόραση. H εικόνα και το χρώμα μάς θαμπώνουν και θολώνουν την ευθυκρισία μας. Μειώνουν ή μεγεθύνουν τα γεγονότα. Αποκρύπτουν λεπτομέρειες αλλά και υπερτονίζουν άλλες. Είναι φευγαλέα και δε μας αφήνουν περιθώρια να εμβαθύνουμε. Μένουμε πάντα με την πρώτη εντύπωση.
Άλλο μειονέκτημα των M.M.E. είναι η χειμαρρώδης ροή των πληροφοριών. Βομβαρδιζόμαστε κυριολεκτικά με πληροφορίες, όχι μόνον τοπικού αλλά και παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Αυτή η πληθώρα πληροφοριών ταράζει την ατομική αλλά και την εθνική μας ισορροπία. Είναι αδύνατον πια ο άνθρωπος να μπορέσει να χωνέψει όλο αυτό το υλικό, δίχως να χάσει, ως ένα βαθμό, αυτή την ισορροπία. Από την άλλη, η ιδιαιτερότητα του εθνικού πολιτισμού κινδυνεύει να εξαφανισθεί και η παράδοση να απεμποληθεί. Όσο και να θέλουμε να κρατήσουμε τις παραδόσεις μας, ο κραδασμός που υφιστάμεθα από την εισβολή αλλοτρίων τρόπων ζωής –παραμορφωτικών τις πιο πολλές φορές– είναι τόσο μεγάλος, που στο τέλος η παράδοση εξασθενίζει και δεν είναι ικανή να θρέψει το καινούριο. O παραδοσιακός συγκρητισμός των πολιτισμών είχε πίστωση χρόνου. Το αλλότριο ενσωματωνότανε φυσιολογικά στο γηγενές και η εξέλιξη ήταν σχεδόν ομαλή.
Tα πιο πάνω αρνητικά στοιχεία είναι σύμφυτα με την ίδια τη φύση των M.M.E. Το δεύτερο αμάρτημα έχει σχέση με όσους εμπλέκονται σ’ αυτά. Πίσω από το μικρόφωνο ή την τηλεοπτική κάμερα δε στέκονται, κατά κανόνα, ολοκληρωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι νιώθουν την ευθύνη που έχουν απέναντι στην κοινωνία, στους θεσμούς της και την ιστορία της. Ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος, χάριν της ακροαματικότητας και της δικής τους προβολής, να διολισθήσουν στο λαϊκισμό. O λαϊκισμός, τελικά, είναι το ήθος των M.M.E. Από τη στιγμή που αυτά επιδιώκουν, πάση θυσία, ακροαματικότητα και θεαματικότητα, είναι επόμενο να κολακεύουν το φτηνό γούστο του ακροατή ή θεατή. Από καλοί γίνονται κακοί παιδαγωγοί του λαού. Δεν κατεβαίνουν στο λαό για να τον ανεβάσουν, αλλά υποβαθμίζουν και το λαό και τους εαυτούς τους.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της γλώσσας. O Σολωμός έλεγε πως πρέπει να κατεβούμε στο λαό, αλλά, από ’κει και πέρα, να υψωθούμε κάθετα. Έτσι, και εμείς οι ίδιοι, χωρίς να απομακρυνόμαστε από τις ρίζες μας, ανεβαίνουμε ψηλότερα στην πνευματική κλίμακα και το λαό βοηθούμε ν’ ανέβει. Τι γίνεται με τη γλώσσα των M.M.E.; Γεμάτη από σολοικισμούς και ασυνταξίες, από περιθωριακές φράσεις και ξενικές εκφράσεις. Θα ήταν άστοχη αυτή η παρένθεση, αν η επίδραση των M.M.E. στο γλωσσικό αισθητήριο του λαού, και γενικά στην εξέλιξη της γλώσσας, ήταν περιορισμένη. Δυστυχώς όμως τα M.M.E. υποκατέστησαν σχεδόν όλα τα παραδοσιακά σχολεία και πήραν τη γλωσσική παιδεία (ίσως και όλη την παιδεία) στα χέρια τους. H επίδραση του σχολείου, όσες προσπάθειες κι αν καταβάλει κι όσες μεθοδολογίες κι αν εφεύρει, είναι περιορισμένη. Ούτε το οικογενειακό περιβάλλον επιδρά όσο άλλοτε. Ούτε γιαγιά υπάρχει με τα παραμύθια της ούτε παππούς. Έτσι, η ανέκαθεν κληροδοτούμενη κουλτούρα (η γλώσσα είναι η σημαντικότερή της μορφή) ξέφυγε από τα χέρια των παραδοσιακών φορέων της. Tα M.M.E. έγιναν τα σημαντικότερο πια σχολείο και το πιο αποτελεσματικό.
Μια κι έτσι έχουν τα πράγματα, οι άνθρωποι που δουλεύουν στα M.M.E. πρέπει να είναι επαρκείς από κάθε άποψη. Επαρκείς στη γνώση τού αντικειμένου τους, επαρκείς στη γενική τους συγκρότηση και, προπάντων, άνθρωποι με ήθος. Απαιτούμε από τους δασκάλους καλή κατάρτιση και ήθος. Γιατί δεν πρέπει να απαιτούμε το ίδιο και από εκείνους που δουλεύουν στα M.M.E., εφόσον, όπως είπα, και αυτοί εκτελούν έργο δασκάλου; Κι αν μιλούμε για λειτούργημα για τις καθιερωμένες μορφές παιδείας, γιατί να μη μιλούμε και για τον τύπο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση; Όμως, το λειτούργημα συνεπάγεται και ορισμένες υποχρεώσεις. Αν όσοι εργάζονται στα M.M.E. δεν είναι ολοκληρωμένες προσωπικότητες, τίμιες και υπεύθυνες, πώς θα παραγάγουν έργο τίμιο και υπεύθυνο;
Εύκολες λύσεις για τη σωστή λειτουργία των M.M.E. δεν υπάρχουν. Μπορεί, φυσικά, να λέμε πως πρέπει ο πολίτης να θωρακιστεί με τη σωστή παιδεία, έτσι που να αντέχει στα τυχόν δηλητηριώδη βέλη των M.M.E. Όμως, ο πολίτης διαμορφώνεται, εξ απαλών ονύχων, απ’ αυτά. Το παιχνίδι είναι χαμένο από την αρχή. Ίσως ίσως κάποια αποτελέσματα να φέρουν οι συντονισμένες προσπάθειες των πνευματικών και πολιτικών ανθρώπων, που πρέπει να κινηθούν προς δυο κατευθύνσεις: στη διαφώτιση του κοινού και στην επάνδρωση των M.M.E. Προσπάθειες και οι δυο πολύ δύσκολες σε μια κοινωνία που καταναλώνει άπληστα κάθε είδος προσφερόμενο. Και ό,τι προσφέρεται από τα M.M.E. είναι κατ’ εξοχήν καταναλώσιμο και όσο πιο εύπεπτο και φανταχτερό είναι, τόσο πιο εύκολα γίνεται αποδεκτό. Οι καιροί για όλο τον κόσμο, και ιδιαίτερα για τον τόπο μας, είναι πολύ δύσκολοι.

Κυριάκος Πλησής

Περίληψη:
Ο συγγραφέας αναφέρεται στις αρνητικές πτυχές των Μ.Μ.Ε. και των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτά. Αρχικά επισημαίνει πως είναι αδύνατη η έγκυρη ενημέρωση, αφού για χάρη του επίκαιρου δεν εξετάζονται με πληρότητα τα γεγονότα. Ενώ, συνάμα, η δύναμη της εικόνας υπονομεύει τη λογική επεξεργασία των ειδήσεων. Επιπλέον, η πληθώρα των ειδήσεων καθιστά αφενός ανέφικτη την ορθή τους κατανόηση κι αφετέρου απειλεί την πολιτιστική μας ακεραιότητα, λόγω των συνεχών ξενικών επιδράσεων. Κατόπιν, σχετικά με τους ανθρώπους των Μ.Μ.Ε. υποστηρίζει πως στερούνται την αναγκαία ηθική και γνωστική αρτιότητα. Οι δημοσιογράφοι λαϊκίζουν, δεν έχουν πλήρη συναίσθηση της ευθύνης του επαγγέλματός τους, και, παράλληλα, ενώ σχεδόν υποκαθιστούν το σχολείο, ζημιώνουν την ελληνική γλώσσα εξαιτίας της ελλιπούς καλλιέργειάς τους. Ο συγγραφέας καταλήγει πως προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν αυτά τα φαινόμενα θα πρέπει να ενισχυθεί η κριτική αντίληψη του κοινού και να επανδρώνονται με συγκροτημένους ανθρώπους τα Μ.Μ.Ε.
[Λέξεις: 141]

Τα ΜΜΕ και η Δημοκρατία του 21ου αιώνα

Η αρχή του 21ου αιώνα καθιερώνει για το καλύτερο και για το χειρότερο, τον θρίαμβο των ΜΜΕ. Και αυτό κάτω από τον διπλό αστερισμό της εικόνας και της στιγμής. Η εικόνα αναδεικνύει την κυριαρχία του συναισθήματος πάνω στη λογική και στη γνώση, ενώ η στιγμή, τυραννική και επιθετική, διώκει τη διάρκεια και εξουδετερώνει τη μνήμη. Μέσα λοιπόν σε αυτό το νέο περιβάλλον, το οποίο κυριαρχείται από την «άχρηστη γνώση» και από την «πολιτική-θέαμα-ψέμα», τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά και ζωτικά.
Πρέπει να τιθασευτεί η ισχύς των ΜΜΕ; Και αν ναι, με ποιον τρόπο; Πού σταματά η ευθύνη των δημοσιογράφων; Τι είναι τελικά η ελευθερία του Τύπου; Ποιες σχέσεις διατηρούν τα ΜΜΕ με την πολιτική εξουσία και με τη Δικαιοσύνη; Πόσο θέατρο παίζουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι; Οι πωλητές τρόμου και μαζικής βλακείας ασκούν δημοσιογραφικό έργο; Ποια η στάση του πολίτη απέναντι στην ψευδολογία, στη λασπολογία και στη συνειδητή παραπλάνησή του; Γιατί η νοθεία τιμωρείται στο εμπόριο και στη βιομηχανία και όχι στη δημοσιογραφία;
Οι πιθανές απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα θα αποτελούσαν έναυσμα για βαθύ προβληματισμό. Έναν προβληματισμό άγνωστο στη χώρα μας, σε μια περίοδο που ο λαϊκισμός, ο ρατσισμός, η παραπληροφόρηση και η υπεραπλούστευση τείνουν να γίνουν μόνιμο δημοσιογραφικό καθεστώς. Με αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να συγχέει την πληροφορία με το εύκολο και το ευτελές και τελικώς να μεταβάλλεται σε χύδην όχλο. Τίθεται έτσι ένα σοβαρό πρόβλημα ποιότητας της δημοκρατίας. Όταν οι ειδήσεις κατασκευάζονται και τα συνθήματα προεπιλέγονται από τους παραγωγούς ειδήσεων, τότε για ποια δημοκρατία μπορούμε να ομιλούμε; Και σε ποιους;
Οι απίστευτες πρόοδοι των τεχνολογιών της πληροφόρησης και το στιγμιαίο της διάχυσης των πληροφοριών, σε συνδυασμό με την ηγεμονία της τηλεόρασης, άλλαξαν σε βάθος το δημοσιογραφικό τοπίο. Σήμερα, ο δημοσιογράφος είναι θεατής του μεγάλου παγκόσμιου θεάτρου, τις παραστάσεις του οποίου πρέπει να μεταφέρει «έντιμα και πιστά». Δυστυχώς, όμως, τα σημερινά ΜΜΕ όχι μόνον «οικοδομούν τη δική τους πραγματικότητα και άρα σμιλεύουν την κοινή μας ιστορία», αλλά αλλάζουν κατά βούληση και τα γεγονότα.
Επιπλέον, πολλές τρομοκρατικές πράξεις δεν θα γίνονταν αν δεν υπήρχαν τα τηλεοπτικά ΜΜΕ. Αρκετές βιαιότητες δεν θα γίνονταν αν οι πρωταγωνιστές τους γνώριζαν ότι καμία κάμερα δεν θα καταγράψει τα ανοσιουργήματά τους. Κατά συνέπεια, τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν αρκούνται μόνο στο να καταγράφουν την πραγματικότητα, αλλά προκαλούν και την ύπαρξή της. Πρόκειται για μία τεράστια εξουσία των ΜΜΕ έναντι της πραγματικότητας, γεγονός που δημιουργεί τεράστιες ευθύνες.
Τις νέες αυτές πραγματικότητες, οι πολιτικοί τις έχουν από καιρό καταλάβει και έχουν συνειδητοποιήσει ποια είναι η δύναμη επιρροής των τηλεοπτικών ΜΜΕ. Η εικόνα δεν έχει στα εγκεφαλικά μας νεύρα την ίδια επίδραση που ασκεί το κείμενο. Προκαλεί το συναίσθημα, αλλά όχι τη σκέψη. Αδειάζει την πολιτική από το περιεχόμενό της γιατί καλλιεργεί το στιγμιαίο και όχι το διαρκές. Συμβαίνει όμως η πολιτική να στηρίζεται στη διάρκεια και όχι στο πρόσκαιρο. Κατά συνέπεια οι συνεπείς με τον εαυτό τους πολιτικοί άνδρες θα πρέπει να αποφεύγουν τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, όταν αυτά επιδιώκουν να τους οδηγήσουν στη συνθηματολογία και την υπεραπλούστευση». Τα σύγχρονα ΜΜΕ, άλλωστε, μπορεί να συγκινούν, πλην όμως εξοστρακίζουν τη μνήμη, απεχθάνονται την σε βάθος έρευνα, ενδιαφέρονται για τα αποτελέσματα αλλά όχι για τα αίτιά τους και τελικά αναγορεύουν το επιφανειακό και το υπεραπλουστευμένο σε κυρίαρχο τρόπο σκέψης.
Η τηλεόραση μπορεί να χρησιμοποιεί τη δικτατορία του στιγμιαίου, για να ντύνει όπως αυτή θέλει την πραγματικότητα και άρα να νοθεύει την ιστορική μνήμη. Στο πλαίσιο αυτό αρκετοί δημοσιογράφοι είναι συνένοχοι των πολιτικών και τους διευκολύνουν να μετατρέπουν την πολιτική τέχνη σε τεχνική ψευδολογίας. Το φαινόμενο είναι απαράδεκτο και προσβλητικό για την κοινωνία των πολιτών, πλην όμως υπάρχει και κατέχει δεσπόζουσα θέση. Όλα αυτά οδηγούν σε ολισθηρούς δρόμους τη δημοσιογραφία και δημιουργούν τεράστιες ευθύνες σε δημοσιογράφους, εκδότες, πολιτικούς και ιδιοκτήτες ΜΜΕ.
Κατά τη γνώμη μας, μοναδικό αντίδοτο στην όχι ευχάριστη κατάσταση των ΜΜΕ είναι η σε βάθος εκπαίδευση και επιμόρφωση των δημοσιογράφων, η καλλιέργεια κριτικού πνεύματος στο ευρύ κοινό και η ανάδειξη μιας «άλλης πληροφόρησης». Ενός διαφορετικού δηλαδή τρόπου άντλησης και επεξεργασίας πληροφοριών, οι οποίες θα στηρίζονται στον γραπτό λόγο και όχι στη στιγμιαία εικόνα. Είναι καιρός, με άλλα λόγια, η έντυπη δημοσιογραφία να αφυπνιστεί και να αναλάβει την πρωτοβουλία να προωθήσει πρακτικές που θέλουν να απευθύνονται σε πολίτες και όχι σε υπηκόους.

Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος [Διασκευασμένο κείμενο]

Περίληψη:

Ο συγγραφέας αναφέρεται στην κυριαρχία των ΜΜΕ και την επίδραση που ασκούν στην πολιτική πράξη, αλλά και τη δημοκρατία εν γένει. Αρχικά τονίζει το ρόλο που διαδραματίζουν σ’ αυτά η εικόνα και το επίκαιρα στιγμιαίο. Έπειτα, θέτοντας καίρια ερωτήματα για τη δύναμη και τη θεμιτή λειτουργία των ΜΜΕ, αναδεικνύει την ελλιπή ποιότητά τους στη χώρα μας· έλλειψη που ενέχει κινδύνους ακόμη και για την δημοκρατία. Άλλωστε, όπως σχολιάζει, οι δημοσιογράφοι τείνουν να αποδίδουν τα γεγονότα, όπως οι ίδιοι το επιθυμούν, παραποιώντας την πραγματικότητα. Ενώ, συνάμα, τα ΜΜΕ έχουν τη δύναμη να παρακινούν ακόμη και σε βίαιες πράξεις τους πολίτες. Πρόκειται για την ισχυρή επιρροή της εικόνας, που αξιοποιείται εύλογα από τους πολιτικούς, με τη συνέργεια μάλιστα των ίδιων των δημοσιογράφων. Διαπίστωση που οδηγεί τον συγγραφέα σ’ ένα κάλεσμα για επιστροφή στην αντικειμενικότητα της έντυπης δημοσιογραφίας.
[Λέξεις: 135]

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος «Το σπίτι του δασκάλου» (ερωτήσεις σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Guido Borelli

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος «Το σπίτι του δασκάλου» (ερωτήσεις σχολικού)

Με τη συλλογή του Τάσω, στο σκοτάδι κι άλλα διηγήματα ο Χατζόπουλος επιχειρεί μια ανατομία της κοινωνικής πραγματικότητας. Ώριμος και κατασταλαγμένος στη γλώσσα και την αφήγηση, με προσωπικό τόνο στην έκφραση, καταγράφει τα γεγονότα και τις κοινωνικές συνθήκες, μέσα στις οποίες ζει ο άνθρωπος. Όπως θα διαπιστώσετε, ο συγγραφέας τηρεί τη θέση του αντικειμενικού παρατηρητή, που δε σχολιάζει τα διαδραματιζόμενα, αλλά αφήνει να μιλήσουν τα ίδια τα γεγονότα, οι ίδιες οι πράξεις των προσώπων. Έτσι ο αναγνώστης μένει ανεπηρέαστος, για να κρίνει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Νατουραλισμός:
Ο νατουραλιστής συγγραφέας καταγγέλλει μέσα από το έργο του την κοινωνική εξαθλίωση και, γενικά, τις απαράδεκτες συνθήκες στις οποίες είναι αναγκασμένοι να ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Η κοινωνία μας και ο πολιτισμός της, υποστηρίζουν οι νατουραλιστές, δεν είναι αντάξια του ανθρώπου· γι’ αυτό και στα έργα τους υπερτονίζουν τις πιο αρνητικές και άσχημες καταστάσεις της ζωής, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα γυμνή, χωρίς καμία προσπάθεια για ωραιοποίηση ή συγκάλυψη των αποκρουστικών πλευρών της, χωρίς πρόσθετα σχόλια ή συναισθηματισμούς. Με αυτόν τον τρόπο, φιλοδοξούν να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση του κοινού, ίσως και τη διαμαρτυρία ή την εξέγερση.
Οι νατουραλιστές, μάλιστα, επιμένουν ιδιαίτερα στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συμπεριφορά και η ηθική του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Zola, η ελευθερία αλλά και η ηθική ευθύνη του ανθρώπου περιορίζονται δραματικά εξαιτίας των δυνάμεων που επιδρούν επάνω του. Οι δυνάμεις αυτές είναι τόσο εξωτερικές, όπως λ.χ. η κοινωνία, οι περιστάσεις ή η φύση, όσο και εσωτερικές, όπως οι βιολογικές καταβολές και η κληρονομικότητα, οι έμφυτες ορμές, το ένστικτο και γενικά οι δυνάμεις του ασυνείδητου. Μ’ άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν έχει πολλά περιθώρια επιλογής και δρα κάτω από συνεχείς καταναγκασμούς.

Ερωτήσεις:

Μια από τις βασικές αρχές του νατουραλισμού ήταν πως ο άνθρωπος διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος και των περιστάσεων. Αριστοτεχνική εφαρμογή αυτής της αρχής αποτελεί και το διήγημα που διαβάσατε. Αφού το μελετήσετε, ν’ απαντήσετε στα παρακάτω ερωτήματα:

1. α. Πώς διαγράφεται ο χαρακτήρας του πατέρα από την αρχή ως το τέλος; Πού οφείλεται η αλλαγή της συμπεριφοράς του;

Ο πατέρας στο σημείο που ξεκινά η αφήγηση βρίσκεται σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του, καθώς αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια του πεθερού του. Το γεγονός, μάλιστα, πως ο πεθερός του τον αντιμετωπίζει συνεχώς με υποτιμητικό τρόπο έχει προκαλέσει ισχυρά συναισθήματα ηττοπάθειας και απογοήτευσης στον πατέρα, που πλέον το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σκύβει το κεφάλι, χωρίς να τολμά να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στον δεσποτικό πεθερό του.
Ο πατέρας έχει περάσει ήδη σημαντικές αλλαγές στη ζωή του, καθώς προτού παντρευτεί και έρθει στην πόλη ζούσε στο χωριό, όπου οι απαιτήσεις ήταν σαφώς μικρότερες και ασκούσε περιστασιακά διάφορα επαγγέλματα. Έτσι, είχε κατά καιρούς εργαστεί ως καταμετρητής, ως εισπράκτορας, ως αστυνομικός αλλά και ως πάρεδρος. Μόλις, όμως, ήρθε στην πόλη και παντρεύτηκε, επειδή δεν υπήρχε κάποια ανάλογη θέση, εξωθήθηκε στην ενασχόληση με το εμπόριο· ενασχόληση, η οποία αν και ξεκίνησε κατά τρόπο πρόχειρο, του διασφάλισε ωστόσο σημαντική επιτυχία για ένα διάστημα. Εντούτοις, επειδή ο πατέρας δεν είχε την αναγκαία εμπειρία κι επειδή το εμπόριο δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, οδηγήθηκε στη χρεοκοπία, με τους δανειστές να κατάσχουν και να πωλούν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.
Η μόνη επαγγελματική επιλογή που προσφέρθηκε στον πατέρα αμέσως μετά την οικονομική αυτή αποτυχία ήταν η είσπραξη οφειλόμενων ποσών από συμπολίτες του που αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Έγινε, λοιπόν, ο πατέρας ένα είδος εισπράκτορα ή δικαστικού επιμελητή, χωρίς όμως να έχει την απαιτούμενη σκληρότητα χαρακτήρα για να επιτελέσει αυτό το δύσκολο και ψυχοφθόρο επάγγελμα. Έτσι, παρά τη γενικότερη αποτελεσματικότητά του στο να πιστοποιεί τις οφειλές και να εκδίδει τα εκτελεστά, αδυνατούσε να προχωρήσει στην είσπραξη των χρημάτων, διότι ήταν ανέκαθεν άνθρωπος αγαθός και συμπονετικός.
Η καλοσύνη και η αγαθότητα του πατέρα, ωστόσο, είχαν φέρει την οικογένειά του σε δεινή οικονομική θέση, αφού όσο εκείνος λυπόταν τους άλλους οφειλέτες, η γυναίκα του και τα παιδιά του ζούσαν μέσα στις στερήσεις. Ενώ, συνάμα, η κατάσταση γινόταν ακόμη πιο δυσάρεστη από τη συνεχή γκρίνια του παππού και τις ακατάπαυστες προσβολές που εξαπέλυε εις βάρος του πονόψυχου πατέρα. Έτσι, παρά τις προσπάθειες της μητέρας να τον δικαιολογήσει, επικαλούμενη την καλοσύνη που τον διέκρινε, και παρά τις διστακτικές απόπειρες του ίδιου ν’ αντιταχθεί στον πεθερό του, ισχυριζόμενος πως δεν είχε καν τη στήριξη του κόμματος, γινόταν σταδιακά ολοένα και πιο σαφές πως δεν υπήρχαν πια άλλα περιθώρια δισταγμών και απραξίας.    
Υπό την αφόρητη πίεση των οικονομικών προβλημάτων, και με τον κίνδυνο να τους εγκαταλείψει ο πεθερός, επιλέγοντας να ζήσει με την οικογένεια της άλλης του κόρης, στερώντας τους την οικονομική του ενίσχυση, ο πατέρας αναγκάστηκε να αλλάξει αποφασιστικά τη συμπεριφορά και τη στάση του. Μόλις, λοιπόν, βρέθηκε υποψήφιος αγοραστής για ένα μικρό σπίτι που ανήκε στη μητέρα, ο πατέρας θέλησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, έστω κι αν σε αυτό έμενε για χρόνια μια πολυμελής φτωχή οικογένεια.
Ο πατέρας αντιλαμβάνεται πως το ποσό που θα εισέπραττε από αυτή την πώληση θα αποτελούσε σημαντική ενίσχυση για την οικογένειά του, κι εφόσον ο δάσκαλος που κατοικούσε σ’ αυτό το σπιτάκι είχε πολύ καιρό να πληρώσει το ενοίκιο, αποφασίζει να προχωρήσει στην πώληση, διώχνοντας τον φτωχό ενοικιαστή του. Η διαδικασία, μάλιστα, της έξωσης φέρνει τον πατέρα αντιμέτωπο με τη γυναίκα του δασκάλου και τα μικρά της παιδιά, χωρίς ωστόσο να κάμψει την αποφασιστικότητά του.
Η σκληρή αυτή πράξη, της έξωσης, σηματοδοτεί τη μεγάλη αλλαγή στη συμπεριφορά του πατέρα, ο οποίος μη μπορώντας πλέον να ανέχεται την περιφρόνηση του πεθερού του και μη θέλοντας να βλέπει άλλο την οικογένειά του να υποφέρει, εγκαταλείπει την πρότερη καλοσύνη του και προσαρμόζεται στις δύσκολες απαιτήσεις της πραγματικότητας.     

β. Πώς παρουσιάζονται από το συγγραφέα τα άλλα πρόσωπα του διηγήματος και ιδιαίτερα ο παππούς (πώς αντιδρά η μητέρα και πώς ο παππούς όσο ο πατέρας δείχνεται ανίκανος ν’ ανταποκριθεί σε ό,τι του επιβάλλει το υλικό του συμφέρον; Τι αντιπροσωπεύει ο παππούς;).

Ο παππούς παρουσιάζεται ιδιαίτερα αυστηρός και επικριτικός απέναντι στον πατέρα, για τον οποίο δεν φαίνεται να έχει καθόλου σεβασμό, ιδίως κατά την κρίσιμη περίοδο, όπου ο πατέρας αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εργασίας του. Με τρόπο εξαιρετικά σκληρό τον προσβάλλει συνεχώς «Να μην είσαι για τίποτε! να μην είσαι για τίποτε», «Κουτός, χαμένος, ανίκανος για καθετί», και δεν δείχνει καμία κατανόηση για τις προφανείς ευαισθησίες του πατέρα, που τον εμποδίζουν από το να επιτελέσει το δύσκολο καθήκον της είσπραξης οφειλών από ανθρώπους που βρίσκονται σε άσχημη οικονομική κατάσταση.
Ο παππούς, βέβαια, είχε εξαρχής αρνητική εντύπωση για τον πατέρα, αφού ήδη από τον πρώτο καιρό που τον δέχτηκε στην οικογένειά του, ο πατέρας αδυνατούσε να βρει κάποια επαγγελματική απασχόληση στην πόλη, κι ο παππούς αισθανόταν πως ντροπιάζεται στα μάτια της τοπικής κοινωνίας. Ήταν, λοιπόν, η συνεχής πίεση του παππού, η οποία ώθησε τότε τον πατέρα να καταπιαστεί με το εμπόριο, κι είναι τώρα οι συνεχείς προσβολές του παππού, οι οποίες τον εξαναγκάζουν να παραμερίσει τις ευαισθησίες του και να συμπεριφερθεί με τρόπο ανάλγητο στη φτωχή οικογένεια του δασκάλου.
Καθίσταται, επομένως, σαφές πως ο παππούς αντιπροσωπεύει, στο πλαίσιο του κειμένου, την σκληρή πλευρά της πραγματικότητας, που δεν επιτρέπει φιλάνθρωπα συναισθήματα και δισταγμούς. Ο παππούς είναι το πρότυπο του οικογενειάρχη που φροντίζει πρωτίστως για την οικογένειά του, διασφαλίζοντας τα αναγκαία για την επιβίωσή τους, έστω κι αν πρέπει να φερθεί κατά τρόπο στυγνό, για να επιτύχει το σκοπό του. Με βάση την οπτική του παππού εκείνο που προέχει είναι το ατομικό συμφέρον και η προσωπική ευπορία, οπότε, όταν απειλείται η οικονομική ασφάλεια της άμεσης οικογένειας, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για ευαισθησίες ή συναισθήματα αλληλεγγύης προς του άλλους ανθρώπους. Ο προστάτης της οικογένειας, εν προκειμένω ο πατέρας, οφείλει να κάνει χωρίς δισταγμούς οτιδήποτε κρίνει αναγκαίο για να εξασφαλίσει τον βιοπορισμό και την επιβίωση των παιδιών και της γυναίκας του.  
Σε αντίθεση, ωστόσο, με την αυστηρή αντιμετώπιση του παππού, η μητέρα κατανοεί τους λόγους για τους οποίους ο άντρας της δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του δύσκολου επαγγέλματός του. Αντιλαμβάνεται και γνωρίζει πως ο πατέρας είναι πονόψυχος άνθρωπος με καλοσύνη και αγαθότητα, γι’ αυτό και στενοχωριέται όταν βλέπει τον παππού να του φέρεται με τόσο άσχημο τρόπο. Έτσι, παρ’ όλο που η ίδια και τα παιδιά της διαβιούν υπό δύσκολες οικονομικές συνθήκες, δεν φτάνει στο σημείο να κατηγορήσει τον άντρα της ή να απαιτήσει από αυτόν ν’ αλλάξει τη συμπεριφορά του. Η μητέρα, άλλωστε, συμμερίζεται τα συναισθήματα του πατέρα, καθώς κι η ίδια αντιμετωπίζει με συμπόνια τα προβλήματα των άλλων ανθρώπων. Ακόμη κι όταν έρχεται η ώρα να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου, διστάζει να δώσει την έγκρισή της, διότι σκέφτεται τη δασκάλα και τα παιδιά της.

γ. Το διήγημα τελειώνει α) με την έξωση του «δασκάλου» και της οικογένειάς του και β) με τη γεμάτη ικανοποίηση επιστροφή του πατέρα στο σπίτι. Τι θέλει να πετύχει ο συγγραφέας με την αντιπαράθεση των δυο αυτών σκηνών;

Η έξωση της οικογένειας του δασκάλου, που διασφαλίζει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για τον πατέρα χάρη στην πώληση εκείνου του σπιτιού, σηματοδοτεί την αλλαγή στη συμπεριφορά και τη νοοτροπία του πατέρα. Μέσα από αυτή την πράξη σκληρότητας κατορθώνει να διεκδικήσει εκ νέου την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του, ώστε να μπορέσει να σταθεί ως ισάξιος απέναντι στον παππού. Έτσι, ενώ μέχρι πρότινος αναγκαζόταν να σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένος μπροστά στις κατηγορίες και τα υποτιμητικά σχόλια του πεθερού του, τώρα είναι πλέον σε θέση να τον αντικρίσει κατάματα, αφού έχει αποδείξει πως μπορεί να φερθεί με την απανθρωπιά και την αναλγησία που απαιτούν οι δύσκολες περιστάσεις.
Η έξωση, επομένως, λειτουργεί ως η αναγκαία επιβεβαίωση της ικανότητας του πατέρα να φροντίσει την οικογένειά του, και συνάμα ως η πράξη που του διασφαλίζει το σεβασμό του παππού. Στοιχεία τα οποία τονίζονται στην τελική σκηνή του διηγήματος, όπου ο πατέρας γυρίζει στο σπίτι με τους ώμους του να κουνιούνται σαν φτερά, και τολμά για πρώτη φορά να καθίσει στο τραπέζι με σηκωμένο μέτωπο και να κοιτάξει κατάματα τον παππού.
Προσέχουμε, μάλιστα, την έμφαση που δίνει ο συγγραφέας στους ώμους του πατέρα, με τους οποίους παρουσιάζεται η μεταστροφή στην ψυχολογική του κατάσταση. Έτσι, ενώ το αμέσως προηγούμενο διάστημα οι ώμοι του πατέρα μαζεύουν από το διαρκές σκύψιμο μπροστά στην αυταρχικότητα του παππού, στη συνέχεια και μόλις μαθαίνει ότι υπάρχει κάποιος αγοραστής για το σπίτι του δασκάλου, η κίνηση των ώμων εκφράζει την αποφασιστικότητά του να δράσει «Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο, κι οι πλάτες του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία», κι ακόμη περισσότερο, όταν ολοκληρώνει την έξωση της οικογένειας του δασκάλου «οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά». Ο πατέρας μοιάζει να απαλλάσσεται από το συναισθηματικό εκείνο βάρος της ταπείνωσης που τον ωθούσε να παραμένει σκυφτός και αποκτά τον αέρα και τη δυναμικότητα ενός ανθρώπου γεμάτου αυτοπεποίθηση και ικανοποίηση.

δ. Η αφήγηση, παρ’ όλο που ο συγγραφέας τηρεί στάση αντικειμενική, είναι λιτή και ζωντανή. Να υποστηρίξετε αυτή την άποψη επισημαίνοντας τις αρετές της στις δυο παραπάνω σκηνές.

Ο συγγραφέας, αν και τηρεί αντικειμενική στάση, σύμφωνα με τις αρχές του ρεαλισμού, ώστε να αφήνεται ο αναγνώστης ελεύθερος να διαμορφώσει την άποψή του, χωρίς να επηρεάζεται από συναισθηματικές υπερβολές της αφήγησης ή από σχόλια του αφηγητή, κατορθώνει εντούτοις να δώσει με ζωντάνια τη διήγηση των γεγονότων. Διαπιστώνουμε, έτσι, τη χρήση σύντομων κύριων προτάσεων, που ενισχύουν την αίσθηση της δράσης και της γοργής εξέλιξης των γεγονότων: «Ο κλητήρας ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.», «Ο πατέρας έκραξε αμέσως μαραγκό και ξαναέστησε την πόρτα. Την κλείδωσε έπειτα, και φύγαμε.».
Παρατηρούμε, επίσης, πως η αφήγηση αποκτά ιδιαίτερη παραστατικότητα μέσα από την παρουσίαση των κινήσεων και της συμπεριφοράς των υπόλοιπων προσώπων που συμμετέχουν στις συγκεκριμένες σκηνές, όπως είναι η δασκάλα και τα παιδιά της. Τονίζεται, άρα, η δραματικότητα (θεατρικότητα) των επεισοδίων αυτών, χωρίς μάλιστα να απαιτείται απ’ τη μεριά του συγγραφέα η χρήση περίτεχνων σχημάτων λόγου. Με εκφραστική λιτότητα ο συγγραφέας ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη τη βουβή απελπισία της φτωχής γυναίκας: «Η δασκάλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή κι ασάλευτη. Δεν έκαμε ούτε κίνημα ν’ αντισταθεί.». Ενώ, αντίστοιχη εκφραστική δύναμη, παρά τη λιτότητα της γλώσσας, εντοπίζουμε και στην επόμενη σκηνή, όπου με μια μόλις φράση συνειδητοποιούμε το μέγεθος της εσωτερικής αλλαγής του πατέρα: «και να τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια».
Σε ό,τι αφορά τα ελάχιστα σχήματα λόγου του κειμένου, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως αυτά υπηρετούν με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα την παραστατικότητα της αφήγησης. Έτσι, στη σκηνή της έξωσης, η επανάληψη και μόνο της λέξης «σωρός» επιτυγχάνει να τονίσει το μέγεθος του δράματος που βιώνει η δασκάλα, αφού είναι μια πολύτεκνη γυναίκα που βρίσκεται αίφνης χωρίς σπίτι για να στεγάσει τα παιδιά της: «Η δασκάλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή κι ασάλευτη.», «Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο. Απάνω στο σωρό καθίσαν τα ξιπόλητα παιδιά, άλλος σωρός αυτά...». Αντιστοίχως, στην ίδια σκηνή τα επίθετα με τα οποία χαρακτηρίζεται η δασκάλα, αλλά και τα παιδιά της, αποκαλύπτουν δραστικά την έκταση της ένδειας που ταλανίζει τη φτωχή αυτή οικογένεια «χλωμή, ασάλευτη, αχτένιστα, ξιπόλητα».
Ενώ, στη σκηνή με την επιστροφή του πατέρα στο σπίτι, η παρομοίωση που χρησιμοποιείται για τους ώμους του, υποδηλώνει έξοχα την ανάκτηση της αυτοπεποίθησης και τη δικαίωση που βιώνει «οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά».
Αξίζει να προσεχθεί πως αφηγητής της ιστορίας είναι ένα από τα παιδιά του πατέρα, όπως φανερώνεται από τη σκηνή της έξωσης: «Μπρος ο πατέρας κι ο κλητήρας, πίσω εμείς τα δυο παιδιά.». Ενώ, η ταυτότητα του αφηγητή υπονοείται και σε άλλα σημεία, όπως για παράδειγμα στην ακόλουθη αναφορά: Για να πληρώνει όμως αυτούς, έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με παντούφλες τρύπιες, και στο σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι.». Εντούτοις, ο αφηγητής προκειμένου να διαφυλάξει την αντικειμενικότητα της καταγραφής αποφεύγει να δηλώσει κατά τρόπο εμφανή την άμεση εμπλοκή του στην όλη ιστορία. Έτσι, παρατηρούμε πως κάθε φορά που αναφέρεται στον πατέρα, τη μητέρα και τον παππού δεν χρησιμοποιεί κτητικές αντωνυμίες, οι οποίες και θα προσέδιδαν πιο έντονα το βιωματικό στοιχείο στην αφήγηση, και άρα μιαν αίσθηση υποκειμενικότητας.

Κείμενο:

«Να μην είσαι για τίποτε! να μην είσαι για τίποτε» γκρίνιαζε ο παππούς κάθε φορά που ο πατέρας γύριζε το μεσημέρι σπίτι δίχως να μπορέσει να εκτελέσει μιαν απόφαση, να εισπράξει ένα χρέος που είχε βγει πρωί επίτηδες για να το εισπράξει.
Ο πατέρας έσκυβε το κεφάλι και δε μιλούσε. Έσκυβε το κεφάλι τόσο που τα μουστάκια του ‘γγίζανε το πιάτο εκεί που έτρωγε.
Ο παππούς δεν έπαυε να μουρμουρίζει, κι η μητέρα κοίταζε πότε τον πατέρα λυπημένα, πότε τον παππού παρακαλεστικά. Μα ο παππούς δεν έπαυε, κι ο πατέρας έσκυβε και δε μιλούσε.
Το πράμα κατάντησε τόσο συχνό, έγινε ταχτικό, σχεδόν καθημερινό στο σπίτι. Το στόμα του παππού συνήθισε να μουρμουρίζει, οι ώμοι του πατέρα μαζέψαν από το σκύψιμο, το πρόσωπό του πήρε όψη περσότερο κουτή παρά θλιμμένη.
Κι όμως τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας. Μονάχα πως δεν ήταν καμωμένος για έμπορος, όπως το θέλησε η περίσταση να γίνει, όταν κατέβηκε στην πόλη και παντρεύτηκε με τη μητέρα. Πρωτύτερα ζούσε στο χωριό του απάνω στα βουνά, όπου οι άνθρωποι περνούν τα χρόνια τους παίζοντας χαρτιά, μιλώντας για πολιτικά και κλέβοντας ο ένας του άλλου την κατσίκα. Καμιά ανάγκη, φαίνεται, δε βιάζει εκεί κανέναν να έχει μια ξεχωριστή δουλειά. Τα μόνα γνώριμα έργα είναι του καταμετρητή, του εισπράκτορα, του πάρεδρου* και του αστυνόμου. Απ’ όλα αυτά είχε περάσει κι ο πατέρας στο χωριό του, μα κάτω στην πόλη που κατέβηκε, δε βρέθηκε εύκαιρη καμιά από αυτές τις θέσεις, κι ο πεθερός του ντρεπόταν από τον κόσμο να τον βλέπει να κάθεται άεργος και τον βίαζε να πιάσει κατιτί να κάνει. Κι ο πατέρας, το προχειρότερο που βρήκε ήταν το εμπόριο. Το άρχισε στο πόδι και σα στα χωρατά. Κι άξαφνα βρέθηκε χωμένος μέσα στα γεμάτα. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε μια στιγμή να έχει στο χέρι του όλο σχεδόν το γύρο της επαρχίας. Τα κάρα που δουλεύαν από το σκάλωμα ως την πόλη δεν του ήταν πια αρκετά, κι έφερε τα δικά του κάρα, οι αποθήκες που ήταν για νοίκιασμα στην πόλη δεν του χωρούσανε το πράμα, κι έχτισε δικές του, τ’ αγώγια που πλήρωνε για να ταξιδεύει εδώ και κει στοιχίζανε πολύ, ώστε αγόρασε δικό του αμάξι. Κάποιοι το βλέπαν πως παραξανοίχτηκε, και ταχτικά του το ψιθύριζε η μητέρα, μα ο πατέρας είχε πάρει φόρα πια κι ήταν αδύνατο να σταματήσει. Σταμάτησε μόνο όταν ήρθαν ξαφνικά δυο δανειστές απ’ το Τριέστι* και κλείσαν τις αποθήκες με σφραγίδες, κατασχέσαν κάρα κι άλογα και πούλησαν το αμάξι. Ο παππούς πρόλαβε κι έσωσε κάτι από την προίκα της μητέρας, και του πατέρα για να έχει πάλι μια δουλειά τού αφήσανε να εισπράξει ό,τι είχαν παραιτήσει ανείσπραχτο οι δανειστές απ’ το Τριέστι.
Κι έτσι ο πατέρας βρέθηκε πάλι με δουλειά. Έστησε το γραφείο του σε μια κάμαρα στο σπίτι, έβαλε σε τάξη χαρτιά και συναλλάγματα* κι άνοιξε πράξη με κλητήρες και με δικηγόρους. Για να πληρώνει όμως αυτούς, έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με παντούφλες τρύπιες, και στο σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι. Είναι αλήθεια πως ο πατέρας δεν αργούσε πολύ να πάρει τελεσίδικες απόφασες, και τα εκτελεστά* είχαν γεμίσει το συρτάρι. [Μα μέναν πάντα κλειδωμένα στο συρτάρι]. Κι όσα βγαίναν, ξαναγύριζαν γλήγορα και κλειδωνόντανε. Θα νόμιζε κανείς πως ο πατέρας λυπότανε να τα βγάλει απ’ το συρτάρι, κι ο παππούς τον περγελούσε πως του βάλθηκε να κάνει συλλογή από εκτελεστά. Η μητέρα όμως έριχνε το σφάλμα στην καλοσύνη του, στην αγαθή ψυχή που είχε ο πατέρας. Και τότε θύμωνε ο παππούς κι έμπηγε πάλι τη φωνή:
«Κουτός, χαμένος, ανίκανος για καθετί».
Ο πατέρας έσκυβε. Κι έπαιρνε κάθε πρωί κι ένα δικόγραφο* στην τσέπη. Μα το μεσημέρι γύριζε πίσω με το άλλο που είχε πάρει χτες μαζί. Το έφερνε πίσω, έλεγε, γιατί του έλειπε μια υπογραφή. Και την άλλη μέρα ξαναέφερνε και το άλλο. Αλλού βάζανε κάτι στο χέρι του κλητήρα, κι ο κλητήρας γύριζε πίσω το εκτελεστό, αλλού τον φοβέριζαν, κι ο κλητήρας φοβόταν κι έφευγε.
Ο πατέρας πήγαινε στον υπομοίραρχο για να ζητήσει χωροφύλακες να πάνε μαζί με τον κλητήρα. Ο υπομοίραρχος τον δεχότανε φιλικά, έκανε τσιγάρο από την ταμπακέρα που του άνοιγε ο πατέρας, δεν πρόσεχε ούτε το λαθραίο τσιγαρόχαρτο που είχε η ταμπακέρα, μιλούσε μαζί του για τα νέα της αγοράς και τα πολιτικά, μα χωροφύλακες δεν του περισσεύανε ποτέ.
Ο πατέρας ένιωθε την αφορμή. Γύριζε σπίτι πότε σκυφτός και πότε πεισμωμένος. Κι όταν του ξαναγκρίνιαζε ο παππούς, τολμούσε και ψιθύριζε καμιά φορά:
«Σαν κι έχω και το κόμμα να με υποστηρίξει».
Και τότε ήταν που θύμωνε διπλά ο παππούς. Το έπαιρνε σαν πείραγμα δικό του, σαν υπαινιγμό για τη συνήθεια που είχε να είναι πάντα με το κόμμα που δεν ήταν στην αρχή.
«Μας θέλει ν’ αλλάξουμε κιόλα κορδέλα*!» φώναζε. Και πετούσε την πετσέτα.
Η μητέρα μαζευόταν φοβισμένη κι ο πατέρας δοκίμαζε κάτι να πει. Μα ένα νόημα της μητέρας τον κρατούσε: Ο παππούς είχε κι άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να πάρει στο δικό της σπίτι τον παππού.
Πατέρας και μητέρα σκύβαν τότε τα κεφάλια ως που ξεθύμωνε πάλι ο παππούς. Κι έτσι περνούσε η ζωή στενόχωρη στο σπίτι. Η μητέρα δεν είχε πια να δίνει έξοδα για νέες δίκες, και στο συρτάρι του πατέρα δε μαζευόντανε νέα χαρτιά.
Εκεί ήρθε ξαφνικά, ο πατέρας χαρούμενος μια μέρα και ψιθύρισε κάτι της μητέρας: Η μητέρα μέσα σε κείνα που της απόμειναν είχε κι ένα μικρό σπιτάκι, μια κάμαρα όλο όλο μ’ ένα κομμάτι αυλή. Από χρόνια το είχε νοικιασμένο ένας παπουτσής και κατοικούσε με τη φαμελιά του. Είχε έρθει από τα νησιά δάσκαλος του χορού μαζί και παπουτσής. Τα πρώτα χρόνια έμαθε κάποιους νέους χορό, έπειτα τον ξέχασε κι ο ίδιος, και τώρα ζούσε μπαλώνοντας περσότερα παρά όσα έφτιανε παπούτσια. Όσο ο πατέρας ήταν στα καλά του, δεν του ζητούσαμε νοίκι ποτέ· το έκλεινε η μητέρα στα σιδερωτικά και στη μαστίχα το γλυκό που έστελνε και της έφτιανε η γυναίκα του. Έπειτα που έπεσε* ο πατέρας, δοκίμασε να το κλείσει σε μπαλώματα και μετζοσόλες*. Μα ο δάσκαλος δούλευε ψεύτικα όσο δεν τον πλήρωναν μετρητά, κι η μητέρα άρχισε να στέλνει να ζητά το νοίκι της δασκάλας, αφού απελπίστηκε πως ο πατέρας θα το έπαιρνε από το δάσκαλο. Η δασκάλα έβγαινε στην πόρτα τριγυρισμένη από ένα πλήθος πόδια ξιπόλητα και αχτένιστα κεφάλια και μας έλεγε πως θα το φέρει μόνη της μητέρας. Έτσι είχαν μαζευτεί κάπου δυο χρόνων νοίκια και σημειωθήκανε και κείνα στα βιβλία του πατέρα.
Γι’ αυτό λοιπόν το σπίτι του δασκάλου, όπως το λέγαμε, βρέθηκε αγοραστής ανέλπιστα, κι ο πατέρας ήρθε στη μητέρα γελαστός εκείνη την ημέρα. Η μητέρα χρειαζόταν χρήματα κι αυτή κι έμεινε αμέσως σύμφωνη να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου. Μα φαίνεται το άκουσε ο δάσκαλος, φοβέριξε πως δεν το αδειάζει, κι έτσι ο πατέρας ξαναήρθε βαρύς και σκοτεινός την άλλη μέρα. Ο αγοραστής του είπε πως το παίρνει μόνο αν του το δώσουν αδειανό. Και σα δεν ήταν ο παππούς μπροστά, φώναξε ο πατέρας θυμωμένα:
«Θα του κάνω χαρτιά, να τον πετάξω έξω με το νόμο».
Κι ετοίμασε την αγωγή. Μα η μητέρα λυπόταν τη δασκάλα και το πλήθος τα παιδιά της και δεν ήθελε να υπογράψει. Μα πάλι στοχάστηκε ύστερα τα χρήματα που θα μετρούσε ο αγοραστής —χίλιες δραχμές και παραπάνω— κι αναγκάστηκε να στέρξει*. Υπόγραψε, κι ο πατέρας πήγε στον πρόεδρο και πήρε την απόφαση. Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο, κι οι πλάτες του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία*, όταν ξανάφυγε με αυτή. Το απόγεμα ξεκίνησε με τον κλητήρα. Χωροφύλακες δεν του χρειαζόταν να ζητήσει. Πήρε μονάχα τα δυο αγόρια του μαζί και διάλεξε μιαν ώρα που έλειπε από το σπίτι ο δάσκαλος.
Προχωρήσαμε κι οι τέσσερες μαζί. Μπρος ο πατέρας κι ο κλητήρας, πίσω εμείς τα δυο παιδιά. Άμα φτάσαμε, ο κλητήρας έδεσε στο μπράτσο μια κορδέλα μπλάβα και χτύπησε την πόρτα. Μα οι γειτόνοι, φαίνεται, μόλις μας είδαν το προφτάσαν της δασκάλας, και κείνη κλείστηκε μέσα και σύρτωσε την πόρτα. Ο κλητήρας ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.
Η δασκάλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή κι ασάλευτη. Δεν έκαμε ούτε κίνημα ν’ αντισταθεί. Βοήθησε μάλιστα και κουβαλήσαμε έξω το ξύλινο κρεβάτι, όπου κοιμόταν με το δάσκαλο, ένα κουτσό τραπέζι με μερικά σκαμνιά, και δύο τρία παλιά παπλώματα και στρώματα. Από τα στρώματα χυνόταν τ’ άχυρα καθώς τα φέρναμε έξω, και μέσα σε άλλα δυο τρία ξακάρφωτα σεντούκια και καλάθια στοίβαξε η δασκάλα τα ρούχα των παιδιών μαζί με πιάτα, μπρίκια, καυκιά* κι ό,τι άλλο είχαν. Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο. Απάνω στο σωρό καθίσαν τα ξιπόλητα παιδιά, άλλος σωρός αυτά, και γύρω μαζευτήκαν οι γειτόνοι και κοιτάζαν.
Ο πατέρας έκραξε αμέσως μαραγκό και ξαναέστησε την πόρτα. Την κλείδωσε έπειτα, και φύγαμε.
Ο αγοραστής περίμενε στο μαγαζί του άλλου δρόμου και πρόσταξε και φέρανε ρακιά, όταν ο πατέρας τού έδωσε το κλειδί εμπρός στον κλητήρα.
Όπως γυρίζαμε ύστερα στο σπίτι, οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά· και το βράδυ στο τραπέζι τον είδαμε να κάθεται πρώτη φορά με σηκωμένο μέτωπο και να τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια.

πάρεδρος: ο αναπληρωτής ενός άρχοντα (δημάρχου, προέδρου κτλ.).
Τριέστι: Τεργέστη. Γνώρισε μεγάλη εμπορική ακμή κατά το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρεται το διήγημα (τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα).
συνάλλαγμα: συναλλαγματική ή ξένο τραπεζογραμμάτιο.
εκτελεστά: οι δικαστικές αποφάσεις που πρέπει να εκτελεστούν.
δικόγραφο: δικαστικό έγγραφο.
θ’ αλλάξουμε κορδέλα: εννοεί ν’ αλλάξουμε κόμμα, παράταξη.
έπεσε: ξέπεσε οικονομικά.
μετζοσόλα: μισή σόλα.
στέργω: υποχωρώ.
βία: βιασύνη.

καυκί: μικρό (ξύλινο κυρίως) πλατύστομο δοχείο.

Γεώργιος Αθάνας «Ο τέταρτος άντρας» [Τράπεζα Θεμάτων]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jon Jacobsen 

Γεώργιος Αθάνας «Ο τέταρτος άντρας»

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
Τάξη: Α΄ Ημερήσιου ΓΕΛ
Ενότητα: «Τα φύλα στη Λογοτεχνία»
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987)

Ο τέταρτος άντρας (απόσπασμα)

Η αδελφή των Κοντραίων έπεσε σε βαρύ σφάλμα. Αγάπησε με όλη την τρέλα των εικοσιδυό της χρόνων τον Κωστάκη Ντούφη και του παραδόθηκε […]. Όταν αισθάνθηκε το σφάλμα της αξίωσε απ’ τον Κωστάκη μέσα σε οχτώ μέρες να την ζητήσει απ’ τ’ αδέλφια της. Κι όταν είδε πως οι οχτώ μέρες πέρασαν χωρίς να κάμει έτσι, μα και πως την απόφευγε συστηματικά, τότε δε δίστασε καθόλου να τα μαρτυρήσει όλα στη μάνα της για να πάρει το ζήτημα μια λύση. Τ’ αδέρφια της έγιναν έξω φρενών. Ζήτησαν να τη σκοτώσουν αμέσως. Και θα τη σκότωναν. Μα η μάνα πρόβλεψε και την έδιωξε στην αδερφή της.
«Να μην ξαναπατήσει στο σπίτι η άτιμη θα τη σφάξω ανάποδα!»
«Στο σουβλί θα την περάσω!»
«Θα την μαδήσω ζωντανή!» κάθε αδερφός κι απόναν σκληρό θάνατο της απειλούσε. Μόνον ο πιο μικρός, ο τέταρτος, δε μιλούσε, παρά, καθώς αντίκριζε την πρωτόφανη άγρια τρικυμία του σπιτιού του, έτρεμε σύγκορμος κι έκλαιγε μαζεμένος σε μια άκρη. Ήταν παιδί δεκάξι χρονών και κανείς δεν πρόσεχε σε δαύτο, ούτε περίμενε απ’ αυτό άλλη βοήθεια περισσότερη απ’ τα φοβητσιάρικα δάκρυά του.
Αποφασίστηκε, ο Σωτήρης, ο μεγαλύτερος, να πιάσει τον Κωστάκη και να του απαιτήσει ορθά κοφτά σε τρεις μέρες μέσα ν’ αρραβωνιάσει την προσβλημένη αδελφή τους.
Αν αρνιόταν, τότε θα λάβαιναν άλλην απόφαση. Ο Κωστάκης ορφανό πλουσιόπαιδο, μονάκριβος γιος μιας διαβολεμένης χήρας, που κρατούσε την περιουσία  του άντρα της καλύτερα κι απ’ όταν ζούσε ο ίδιος, δεν είχε δική του γνώμη και θέληση. Αν και πάτησε τώρα πια τα είκοσι πέντε, δεν έλεγε και δεν έκανε παρά ό,τι κανοναρχούσε η μητέρα του. Γλεντούσε όταν, όπου κι όπως ήθελε εκείνη. Πήγαινε με τους φίλους που του διάλεγε. Ζούσε τη ζωή που του είχε κανονίσει. Τα είχε όλα στο χέρι, για τίποτα δε φρόντιζε, κι όσο για την περιουσία του, ήταν ένας απλός υπάλληλος της μητέρας του. Η πρώτη λεύτερη, αυτόβουλη και μυστική απ’ τη μητέρα του πράξη, ήταν ο έρωτάς του με τη Φωτεινή. Αυτός σπάζει πάντα τις αλυσίδες και των σκλαβωμένων κοριτσιών και των υποταγμένων αγοριών. Ήταν φυσικό κι επόμενο στο πρώτο απόχτημα της λευτεριάς του να μη λογαριάσει τίποτα, να μην κρατηθεί πουθενά. […]
Τη μέρα που τον φώναξε ιδιαίτερα ο Σωτήρης το προαίσθημά του έγινε βαρύτερο. Κάτι του απάντησε, ούτε ναι ούτε όχι, δεν ξέρει τίποτα, όμως τη θέλει την αδερφή του μα πρέπει να θελήσει κι η μητέρα του, αλλιώς πώς να το κάνει.
― Αυτές δεν είναι αντρίκιες κουβέντες!... Εκείνο που μας έκανες όμως είναι  αντρίκιο και πολύ αντρίκιο μάλιστα… Δεν έχω να κάμω με τη μητέρα σου τίποτα. Έχω μ’ εσένα… Σε τρεις μέρες περιμένουμε τον αρρεβώνα της αδερφής μας. Αλλιώς  είμαστε τρεις… μπορεί να λείψει ο ένας. Μα κι εσύ δε χωράς άλλο στον απάνω κόσμο!...
― Με φοβερίζεις;…
― Κάθε άλλο. Σε τέτοια ζητήματα δεν πάνε φοβέρες!... Σ’ αφήνω στην καλή σου διάθεση και σε προειδοποιώ…
― Δεν παραδέχομαι τίποτα απ’ όσα μου λες…
― Τότε μας κοροϊδεύει η αδερφή μας και πρέπει να σφάξουμε αυτήν πρώτα…
― Όχι! Όχι! Αν η μητέρα μου παραδεχτεί… την αδερφή σου εγώ θα την πάρω.
― Η μητέρα σου;… Δεν ξέρω!... Σε τρεις μέρες περιμένουμε τον αρρεβώνα. Τίποτ’ άλλο!...
Σε τρεις μέρες. Δε γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να το πει της μητέρας του.
― Ξέρεις μητέρα θέλω να παντρευτώ!
― Μακάρι κι απόψε παιδί μου.
― Πρέπει να βρω νύφη…
― Σου ‘χω διαλέξει την καλύτερη…
― Μα τώρα που διάλεξα κι εγώ;…
― Πες μου. Μπορεί να ‘ναι κι η ίδια…
― Η Φωτεινή του Κόντρα…
― Σε καλό σου!... Πιο κάτω δεν κατέβαινες;… Δεν έχουμε αρχοντοπούλες στον τόπο μας όμορφες, πλούσιες και καλές;…
― Αυτήν αγαπώ!
― Μωρέ σόι κι άνθρωπο που διάλεξες!...[…]
Το βράδυ στο σπίτι ξανάγινε η ίδια σκηνή. Όταν μαζεύτηκαν και τα τρία παιδιά, η μάνα, συδαυλίζοντας τη φωτιά στο τζάκι, ρώτησε χωρίς να τους κοιτάζει.
― Τι θα κάνουμε;
― Να βάλουμε απόψε κλήρο… είπε κάποιος.
― Τι κλήρο και ξεκλήρο! είπε ο άλλος. Να πάει ένας από μας… όποιος!...
― Δεν ξέρω… είστε τρεις άντρες! ξαναείπε μηχανικά στερεότυπα η μάνα.
― Φκιάστε τρεις κλήρους! είπε ο μεγαλύτερος!
Μπήκε ο Λευτέρης με το δίκαννο. Τους κοίταξε περιφρονητικά, ακούγοντας το στερνό λόγο.
― Οι κλήροι ήταν τέσσεροι!..., τους είπε. Και βγήκε ο δικός μου.
Η μάνα τινάχτηκε απ’ το παραγώνι μ’ ένα δαυλί στο χέρι. Οι τρεις αδερφοί πισωπάτησαν αποσβολωμένοι.
― Πώς είπες;
― Τον σκότωσα με το δίκαννο την ώρα που γύριζε απ’ το κτήμα… «Μάνα μου… Φωτεινή μου!», φώναξε καθώς έπεφτε απ’ τ’ άλογο…
― Εσύ!
Η μάνα πέταξε το δαυλί στο τζάκι, χύμηξε, αγκάλιασε το Λευτέρη και τον φίλησε σφιχτά.
― Όλους θα μας πιάσουν τώρα… είπε ο μεγαλύτερος. Θα πούνε πως εμείς σε  βάλαμε!...

(Ανθολογία Νεοελληνικού διηγήματος, τ. Α΄, Αναγέννηση-Φιλολογική)

κανοναρχούσε: υπαγόρευε, του έλεγε τι να κάνει
συδαυλίζω και συνδαυλίζω: ανακινώ τα ξύλα για να δυναμώσει η φλόγα
παραγώνι: ο χώρος μπροστά στο τζάκι

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα της ιστορίας και να προσδιορίσετε τις μεταξύ τους σχέσεις.

Στο πλαίσιο της ιστορίας παρουσιάζονται δύο κεντρικές οικογένειες, απ’ τις οποίες απουσιάζει χαρακτηριστικά η μορφή του πατέρα. Έχουμε, έτσι, την οικογένεια των Κοντραίων, που αποτελείται από τη μητέρα και τα πέντε παιδιά της, εκ των οποίων μόνο το ένα είναι κορίτσι, η Φωτεινή. Ενώ, από τα τέσσερα αγόρια της οικογένειας πληροφορούμαστε για το όνομα μόνο του μεγαλύτερου, του Σωτήρη, και του νεότερου, του Λευτέρη, ο οποίος είναι μόλις δεκαέξι χρονών. Στην οικογένεια των Κοντραίων μπορούμε να συνυπολογίσουμε και την αδερφή της μητέρας, στην οποία και στέλνει τη Φωτεινή η μητέρα, μόλις διαπιστώνει την πρόθεση των γιων της να τη σκοτώσουν για την ατιμία που προκάλεσε στην οικογένειά τους.
Η δεύτερη οικογένεια της ιστορίας αποτελείται από μόλις δύο άτομα, την αυταρχική μητέρα, το όνομα της οποίας δεν μας δίνεται, και τον εικοσιπεντάχρονο γιο της, τον Κωστάκη Ντούφη. Η δεύτερη αυτή οικογένεια είναι πλούσια, αφού η χήρα μητέρα διαχειρίζεται με εξαιρετική αποτελεσματικότητα τη μεγάλη κληρονομιά που της άφησε ο σύζυγός της.
Οι δύο οικογένειες έρχονται σ’ επαφή λόγω της ερωτικής σχέσης που δημιουργείται ανάμεσα στη Φωτεινή του Κόντρα και τον Κωστάκη Ντούφη.

α2. Να εντοπίσετε δύο (2) αναφορές στο χώρο και να τις συνδέσετε με τα πρόσωπα της ιστορίας.

«Το βράδυ στο σπίτι ξανάγινε η ίδια σκηνή. Όταν μαζεύτηκαν και τα τρία παιδιά, η μάνα, συδαυλίζοντας τη φωτιά στο τζάκι, ρώτησε χωρίς να τους κοιτάζει.»

Η αναφορά στο τζάκι του σπιτιού μας παραπέμπει στην ύπαρξη ενός κεντρικού χώρου στο σπίτι, ο οποίος αποτελεί επί της ουσίας το κέντρο της κοινής οικογενειακής ζωής, καθώς σε αυτό το χώρο συγκεντρώνονται και κάθονται όλα μαζί τα μέλη της οικογένειας. Εκεί διαδραματίζονται όλες οι σημαντικές συζητήσεις της οικογένειας των Κοντραίων κι εκεί λαμβάνονται οι αποφάσεις σχετικά με τη μοίρα της Φωτεινής.

«Τον σκότωσα με το δίκαννο την ώρα που γύριζε απ’ το κτήμα… «Μάνα μου… Φωτεινή μου!», φώναξε καθώς έπεφτε απ’ τ’ άλογο…»

Η αναφορά στο κτήμα του Κωστάκη μας παραπέμπει στην πηγή πλούτου της οικογένειάς του, και κατ’ επέκταση μας δίνει ένα στοιχείο για τις ασχολίες των προσώπων της ιστορίας. Πρόκειται, λοιπόν, για μια περιοχή με αγροτική παραγωγή, όπου η οικογένεια του Ντούφη εντάσσεται στους ιδιοκτήτες ή μεγαλοϊδιοκτήτες γης.

β1. Να περιγράψετε το πρόβλημα, το οποίο έχει προκύψει για την οικογένεια των Κοντραίων.

Το κορίτσι της οικογένειας των Κοντραίων, η Φωτεινή, ερωτεύεται και συνάπτει σχέση με τον Κωστάκη Ντούφη, χωρίς να έχει διασφαλίσει τη βεβαίωση πως θα την παντρευτεί και χωρίς να έχει λάβει έγκριση από την οικογένειά της. Έτσι, σύντομα η νεαρή κοπέλα αντιλαμβάνεται πως ο αγαπημένος της δεν είναι διατεθειμένος να προχωρήσει στη νομιμοποίηση της μεταξύ τους σχέσης, καθώς ο ίδιος δεν είναι παρά ένα άβουλο υποχείριο της αυταρχικής του μητέρας. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η οικογένεια της Φωτεινής βρίσκεται οικονομικά σε υποδεέστερη θέση από την οικογένεια του Κωστάκη, δημιουργεί σημαντική δυσκολία, καθώς η Φωτεινή δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογη επιλογή για έναν ευκατάστατο νέο.
Μόλις η Φωτεινή συνειδητοποιεί πως ο Κωστάκης, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στο αίτημά της να την παντρευτεί, αλλά την αποφεύγει κιόλας, αναγκάζεται να ενημερώσει τη μητέρα της για το σφάλμα της, με αποτέλεσμα να γίνει γνωστό και στα αδέρφια της πως η οικογένειά τους έχει εκτεθεί. Η άμεση αντίδραση των αδερφών της κοπέλας είναι να θελήσουν να τη σκοτώσουν, αφού τόλμησε να ατιμάσει κατά τέτοιο τρόπο τους ίδιους και το όνομα της οικογένειάς τους. Η μητέρα, ωστόσο, απομακρύνει την κόρη απ’ τους οργισμένους γιους της και αξιώνει από αυτούς να εξαναγκάσουν τον Κωστάκη να αποκαταστήσει την τιμή της κοπέλας, με το να την παντρευτεί.
Εντούτοις, παρά τις απειλές του μεγαλύτερου αδερφού της Φωτεινής στον Κωστάκη, εκείνος δεν κατορθώνει να ανταποκριθεί, καθώς η μητέρα του δεν καταδέχεται να δώσει τον γιο της σε μια κοπέλα κατώτερης οικογένειας.  

β2. Να σχολιάσετε την αντίδραση του μικρού γιου σε αυτό το πρόβλημα.

«Μόνον ο πιο μικρός, ο τέταρτος, δε μιλούσε, παρά, καθώς αντίκριζε την πρωτόφανη άγρια τρικυμία του σπιτιού του, έτρεμε σύγκορμος κι έκλαιγε μαζεμένος σε μια άκρη. Ήταν παιδί δεκάξι χρονών και κανείς δεν πρόσεχε σε δαύτο, ούτε περίμενε απ’ αυτό άλλη βοήθεια περισσότερη απ’ τα φοβητσιάρικα δάκρυά του.»

Ο μικρότερος γιος της οικογένειας των Κοντραίων, ο Λευτέρης, μόλις γίνεται γνωστή η ατιμία της αδερφής του, παρακολουθεί συγκλονισμένος την οργή των μεγαλύτερων αδερφών του, οι οποίοι διακηρύττουν πως θέλουν να σκοτώσουν τη Φωτεινή, και να επιλύσουν έτσι το ντρόπιασμα της οικογένειάς τους. Ο νεαρός μοιάζει να φοβάται τις προθέσεις των αδερφών του και απομένει σε μια γωνιά να κλαίει, χωρίς να συμμετέχει στο δικό τους ξέσπασμα.
Τα δάκρυα του Λευτέρη γίνονται αντιληπτά από τους άλλους ως ένδειξη φόβου, αφού θεωρούν πως από ένα δεκαεξάχρονο παιδί δεν μπορεί κανείς να περιμένει τίποτε περισσότερο. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη μας την κατοπινή αποφασιστική του παρέμβαση, ίσως θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε διαφορετικά την αρχική του αυτή αντίδραση. Δεν είναι απίθανο, δηλαδή, ο λόγος για τον οποίο ο νεαρός κλαίει και παρακολουθεί τρέμοντας τους αδερφούς του, να είναι η αγανάκτησή του για την επιλογή τους να στρέψουν την οργή τους στη Φωτεινή και όχι εξαρχής στον Κωστάκη. Ίσως ο νεαρός να θεωρεί άδικη τη στάση των αδερφών του και να εκδηλώνει κατά αυτό τον τρόπο τη δική του οργή, που έχει όμως ως αποδέκτη τον πλούσιο Κωστάκη, ο οποίος τόσο προφανώς παραπλάνησε τη Φωτεινή.
Βέβαια, ακόμη κι αν η αρχική αντίδραση του νεαρού υποδηλώνει πως λύγισε μπροστά στην ένταση και τη συναισθηματική φόρτιση των περιστάσεων, στη συνέχεια αποδεικνύει πως κρύβει μέσα του πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και πυγμή απ’ όση τα μεγαλύτερα αδέρφια του. Είναι, άλλωστε, εκείνος που θα σκοτώσει τον Κωστάκη, δίνοντας μια σαφή απάντηση στην προσβολή που γίνεται στην αδερφή του απ’ την πλούσια οικογένεια του Ντούφη.

β3. Να αναφέρετε τον τρόπο που λύθηκε το οικογενειακό αυτό δράμα.

Παρά τις προσπάθειες των μεγαλύτερων αδερφών της οικογένειας να πείσουν τον Κωστάκη Ντούφη να παντρευτεί τη Φωτεινή και παρά τους πολλούς δισταγμούς τους για το πώς να αντιμετωπίσουν την απροθυμία του, τη λύση δίνει τελείως απρόσμενα ο νεότερος γιος. Ο δεκαεξάχρονος Λευτέρης, δίχως να ενημερώσει τα υπόλοιπα αδέρφια του, στήνει καρτέρι στον Κωστάκη και την ώρα που επέστρεφε έφιππος από το οικογενειακό του κτήμα, τον σκοτώνει με το δίκαννο.
Την ώρα, μάλιστα, που ο Λευτέρης γυρίζει στο σπίτι, έχοντας πια δολοφονήσει τον αναποφάσιστο και δειλό Κωστάκη, βρίσκει τα αδέρφια του να ετοιμάζουν τρεις κλήρους για να επιλεγεί τυχαία ποιος από τους τρεις άντρες του σπιτιού θα ξεκαθάριζε την κατάσταση με τον Κωστάκη. Τους υπενθυμίζει, λοιπόν, πως στο σπίτι υπάρχουν τέσσερεις άντρες, και πως ο κλήρος έτυχε ήδη στον τέταρτο άντρα της οικογένειας, σ’ αυτόν τον ίδιο δηλαδή, ο οποίος και φρόντισε να ξεπλύνει την ντροπή που βάραινε τη φτωχή του οικογένεια.  

β4. Να κατονομάσετε με απλή αναφορά στο κείμενο ποιος είναι ο τέταρτος άντρας του τίτλου.

― Τον σκότωσα με το δίκαννο την ώρα που γύριζε απ’ το κτήμα… «Μάνα μου… Φωτεινή μου!», φώναξε καθώς έπεφτε απ’ τ’ άλογο…
― Εσύ!
Η μάνα πέταξε το δαυλί στο τζάκι, χύμηξε, αγκάλιασε το Λευτέρη και τον φίλησε σφιχτά.

Ο τέταρτος άντρας του τίτλου είναι ο μικρότερος γιος της οικογένειας των Κοντραίων, ο δεκαεξάχρονος Λευτέρης, ο οποίος μη ανεχόμενος την προσβολή που έχει γίνει στην αδερφή του, λαμβάνει την πρωτοβουλία και σκοτώνει τον Κωστάκη.

Ο έφηβος Λευτέρης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή αντιμετωπιζόταν σαν δειλό παιδί από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, ανδρώνεται αίφνης και περνά στην ενηλικίωση με τη βίαιη, αλλά αποφασιστική, παρέμβασή του. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...