Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Δισσοί λόγοι (Καταλήψεις σχολείων)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Δισσοί λόγοι (Καταλήψεις σχολείων)

Στο πλαίσιο ενός διαλόγου το άτομο καλείται να είναι σε θέση να παρουσιάσει και να στηρίξει την άποψή του με επιχειρήματα, διατηρώντας ωστόσο μια δεκτική στάση απέναντι στις ιδέες και τις απόψεις του συνομιλητή του, έστω κι αν αυτές αντιτίθενται στις δικές του. Το κέρδος του διαλόγου, άλλωστε, δεν προκύπτει από το κατά πόσο καθίσταται εφικτό το να πειστεί ο συνομιλητής, αλλά από τη δυνατότητα που προσφέρεται στο άτομο να αντικρίσει το εξεταζόμενο θέμα από μια διαφορετική οπτική γωνία και να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη θέασή του.
Το άτομο οφείλει, επομένως, να συμμετέχει στις συζητήσεις με σαφή διάθεση να ακούσει και να σεβαστεί την αντίθετη άποψη, και όχι με μόνη πρόθεση να πείσει το συνομιλητή του, ούτε με την λανθασμένη και εν δυνάμει επικίνδυνη σκέψη πως όποιος διαφωνεί μαζί του έχει άδικο ή δεν είναι αρκετά «ευφυής». Μια από τις βασικές δυσκολίες του διαλόγου, άρα, είναι ακριβώς αυτή η θετική στάση απέναντι στον συνομιλητή∙ ιδίως όταν εκείνος έχει τελείως διαφορετικές απόψεις.
Ο κάθε συνομιλητής, αν δίνει μεγάλη προσοχή στα επιχειρήματα του άλλου, έχει αφενός τη δυνατότητα να αποκομίσει κάποια ιδέα που λειτουργεί συμπληρωματικά στις δικές του, βελτιώνοντας εν τέλει την άποψή του, κι αφετέρου έχει την ευκαιρία να εντοπίσει τα τρωτά σημεία του αντίθετου συλλογισμού, ώστε να διαμορφώσει κατάλληλα τη δική του απάντηση, και να αναδείξει έτσι τις ελλείψεις στην επιχειρηματολογία του «αντιπάλου» του. 

Άσκηση:
Σκεφτείτε ένα γεγονός που δίχασε την κοινή γνώμη, π.χ. τις καταλήψεις των σχολείων, και γράψτε ένα άρθρο για το μαθητικό περιοδικό. Στο άρθρο σας να παρουσιάσετε όχι μόνο τα επιχειρήματα, με τα οποία υποστηρίζετε τη δική σας θέση, αλλά και τα επιχειρήματα της αντίθετης πλευράς, προσπαθώντας να τα ανασκευάσετε.

Επιχειρήματα κατά των καταλήψεων

- Η απώλεια μαθημάτων, παρά το γεγονός ότι αποσκοπεί στο να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την επίλυση σημαντικών προβλημάτων, λειτουργεί εν τέλει εις βάρος των ίδιων των μαθητών, εφόσον διακόπτεται η ομαλή ροή των παραδόσεων, αποδιοργανώνεται η σειρά στη μελέτη και στην προσπάθεια κατανόησης των διδακτικών αντικειμένων, μειώνονται οι διδακτικές ώρες και υπονομεύεται έτσι ακόμη περισσότερο το ήδη ελλιπές έργο των δημόσιων σχολείων. Το τέλος του διδακτικού έτους βρίσκει, επομένως, τους μαθητές με εμφανείς ελλείψεις στα διάφορα αντικείμενα, εφόσον η διδασκαλία τους δεν έγινε με την αναγκαία πληρότητα.

- Το γεγονός ότι οι καταλήψεις σχολείων τείνουν να λάβουν το χαρακτήρα μαθητικής παράδοσης, αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητά τους, καθώς τόσο από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου όσο κι από μεγάλο μέρος της κοινωνίας, γίνονται αντιληπτές περισσότερο ως προσπάθεια αποφυγής των μαθημάτων. Έτσι, αντί οι μαθητές να αποκτήσουν τον τίτλο της μαχόμενης γενιάς, περνούν στη συνείδηση των πολιτών ως φυγόπονοι και αδιάφοροι απέναντι στα οφέλη της μάθησης.

- Σε πολλές περιπτώσεις καταλήψεων υπάρχει η υπόνοια -ή είναι προφανές- πως η λήψη της σχετικής απόφασης έγινε χωρίς την απαραίτητη δημοκρατικότητα, εφόσον εκείνοι που επιθυμούσαν την κατάληψη ήταν λιγότεροι σε αριθμό από εκείνους που ζητούσαν την απρόσκοπτη συνέχιση των μαθημάτων. Η διενέργεια και η διατήρηση της κατάληψης, επομένως, αναλαμβάνεται από μια μικρή ομάδα μαθητών, η οποία τις περισσότερες φορές περιλαμβάνει μαθητές χαμηλής βαθμολογικής απόδοσης, που δεν έχουν κατ’ ανάγκη ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά έχουν πιο έντονη επιθυμία από τους άλλους να διακόψουν τη συνέχιση των μαθημάτων.
Εξίσου ή ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως αρκετές φορές η πρωτοβουλία για την κατάληψη δεν ανήκει καν στους ίδιους τους μαθητές. Συχνά υποκινητές των καταλήψεων είναι καθηγητές, οι οποίοι με την αγωνιστική τους διάθεση φέρνουν τους μαθητές αντιμέτωπους με την ανάγκη να διεκδικήσουν δυναμικά όσα θεωρούν πως απαιτούνται για την καλύτερη λειτουργία της εκπαίδευσης ή καθηγητές, οι οποίοι επιζητώντας λίγες μέρες απραξίας, υποδαυλίζουν την αντίστοιχη επιθυμία των μαθητών και μετακυλούν σε αυτούς την ευθύνη. Άλλες φορές, ωστόσο, η υποκίνηση προέρχεται από άτομα που δεν ανήκουν στο χώρο της εκπαίδευσης, τα οποία επιδιώκουν τη δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων εις βάρος της εκάστοτε κυβέρνησης, προκειμένου να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη για το κόμμα τους.

- Κατά τη διάρκεια των καταλήψεων πραγματοποιούνται συχνά βανδαλισμοί και σημαντικές υλικές καταστροφές που επιβαρύνουν τις δημοτικές αρχές με ένα δυσβάσταχτο και μη προγραμματισμένο οικονομικό κόστος. Ενώ, δε λείπουν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ηλεκτρονικές συσκευές που έχουν καταστραφεί -ή κλαπεί- μένουν χωρίς αντικατάσταση, λόγω οικονομικής αδυναμίας, παρεμποδίζοντας την ορθή λειτουργία του σχολείου.   
Είναι προφανές, βέβαια, πως τέτοιου είδους περιστατικά επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ήδη αρνητική εικόνα των πολιτών για τους καταληψίες μαθητές, μειώνοντας έτσι περαιτέρω την ήδη ελλιπή αποτελεσματικότητα της προσπάθειάς τους.

- Η ανάγκη διατήρησης της κατάληψης απαιτεί την παρουσία μαθητών ακόμη και κατά τις βραδινές ή πολύ πρωινές ώρες στο σχολείο, γεγονός που σημαίνει την απουσία γονικού ελέγχου και, άρα, την ορισμένες φορές παραβατική συμπεριφορά των μαθητών, οι οποίοι μακριά από την αποτρεπτική παρουσία ενηλίκων δέχονται στο χώρο του σχολείου εξωσχολικά στοιχεία και καταφεύγουν στη χρήση αλκοόλ ή και ναρκωτικών ουσιών.

- Οι καταλήψεις των σχολείων τείνουν επί της ουσίας να εξυπηρετούν τις προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας να υπονομεύσει και να απαξιώσει τη λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης, που αποτελεί ένα ανεπιθύμητο βάρος για τον κρατικό προϋπολογισμό. Η απώτερη στόχευση, άλλωστε, της πολιτικής ηγεσίας είναι να προτιμούν οι γονείς τα ιδιωτικά σχολεία -όπως γίνεται σε πολλές χώρες του εξωτερικού-, και το κόστος λειτουργίας της υποτιμημένης δημόσιας εκπαίδευσης να περάσει κατ’ αποκλειστικότητα στους δήμους, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι να διατηρήσουν τα σχολεία, έστω και με χορηγίες του ιδιωτικού τομέα.    
Ενδεικτική, ως προς αυτό, είναι η ηπιότητα με την οποία αντιμετωπίζονται κάθε χρόνο οι καταλήψεις των σχολείων, τις οποίες ούτως ή άλλως το Υπουργείο υποδέχεται ως μια ανώδυνη εκτόνωση της έντασης των μαθητών. Ας ληφθεί, άλλωστε, υπόψη πως η πολιτική ηγεσία γνωρίζει τη δυναμικότητα των νέων και πόσο επιζήμια μπορεί να φανεί για την εκάστοτε κυβέρνηση, γι’ αυτό και ικανοποιείται όταν η εκτόνωση αυτής της δυναμικότητας εξαντλείται σε μια τόσο επουσιώδη για την κυβέρνηση πράξη, όπως είναι η απώλεια μερικών μαθημάτων. 

- Οι καταλήψεις σχολείων -όπως και η παρεμπόδιση λειτουργίας οποιαδήποτε άλλη δημόσιας υπηρεσίας- είναι παράνομες και οι υπεύθυνοι αυτής της πράξης ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ποινικές κυρώσεις.
Ειδικότερα: Ποινικός Κώδικας, Άρθρο 334.3: «Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέληση τού δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της, και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών».

Επιχειρήματα υπέρ των καταλήψεων

- Οι μαθητές ως μέλη της πολιτείας θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα -όπως αυτό, για παράδειγμα, αναγνωρίζεται μέσω του θεσμού της απεργίας στους εργαζομένους- να διαμαρτυρηθούν για τις ελλείψεις ή τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο χώρο εκπαίδευσής τους. Η κατάληψη του σχολείου αποτελεί έναν -κατά περίπτωση- αποτελεσματικό τρόπο για να ακουστεί η φωνή των μαθητών και να δοθεί έτσι προσοχή στα αιτήματά τους.
Στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης των μαθητών και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την απόκτηση πολιτικής συνείδησης, και άρα μιας διάθεσης για δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, που εύλογα θα πρέπει να τους χαρακτηρίζει ως ενήλικες, οι καταλήψεις αποτελούν μια ήπια έκφανση διεκδίκησης που τους μυεί στο πνεύμα της αγωνιστικότητας και της αντίδρασης απέναντι στην κρατική αδιαφορία.

- Με δεδομένη την πάγια τακτική της πολιτικής ηγεσίας να μειώνει κάθε χρόνο και περισσότερο τις δαπάνες για την παιδεία, είναι σχεδόν υποκριτική η εναντίωση στις καταλήψεις, από τη στιγμή που για τους μαθητές είναι το πιο επαρκές μέσο να εκφράσουν την αντίθεσή τους σ’ αυτή την πολιτική επιλογή υπονόμευσης της δημόσιας εκπαίδευσης. Το Υπουργείο Παιδείας, αλλά και η πολιτεία εν γένει, δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν υποτιμητικά τις καταλήψεις των μαθητών, από τη στιγμή που δεν φροντίζουν για την ικανοποιητική λειτουργία των σχολείων. Αν η Πολιτεία παρείχε όσα απαιτούνταν για την άρτια οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, τότε οι καταλήψεις θα αποτελούσαν πράγματι μια κενή πράξη, που θα αποσκοπούσε μόνο στην απώλεια μαθημάτων. Εφόσον, όμως, οι ελλείψεις στις υποδομές, οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και πλείστα άλλα στοιχεία παθογένειας των σχολείων είναι γνωστά και δεδομένα, οι καταλήψεις θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές ως σεβαστή -και αναμενόμενη- μορφή αντίδρασης.

- Οι καταλήψεις δεν θα πρέπει να καταδικάζονται συλλήβδην υπό την έννοια πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι λόγοι που ωθούν τους μαθητές σε μια τέτοια πράξη ενδέχεται να είναι εξαιρετικά σημαντικοί. Ένα σχολείο, για παράδειγμα, που έχει αφεθεί χωρίς θέρμανση ή έχει υποστεί ζημιές που το καθιστούν επικίνδυνο για την ασφάλεια των μαθητών, είναι λογικό να εξωθεί τη μαθητική κοινότητα στα άκρα.

- Το γεγονός ότι οι καταλήψεις επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο, υποδηλώνει, όχι κατ’ ανάγκη τη διάθεση των μαθητών να αποφύγουν λίγες μέρες μαθημάτων, αλλά τη σταθερότητα των προβλημάτων στο χώρο της εκπαίδευσης. Εφόσον οι μαθητές έρχονται αντιμέτωποι με την απροθυμία της πολιτείας να επιλύσει τα χρόνια ζητήματα της εκπαίδευσης, έχουν κάθε λόγο να επαναφέρουν τα αιτήματά τους, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα εκληφθούν με την προσήκουσα σοβαρότητα από την πολιτική ηγεσία.
Υπό το ίδιο πνεύμα, στις καταλήψεις δεν μπορεί να βρίσκει εφαρμογή ο νόμος που απαγορεύει τη διακοπή λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας, καθώς από τη μία πλευρά για τους μαθητές το σχολείο δεν αποτελεί μια απρόσωπη δημόσια υπηρεσία, αλλά ένα χώρο στον οποίο αφιερώνουν σημαντικό μέρος του χρόνου τους προσδοκώντας ορισμένα οφέλη κι από την άλλη διότι η διακοπή λειτουργίας του σχολείου δεν γίνεται χωρίς λόγο, αλλά με πολύ συγκεκριμένα αιτήματα, η εκπλήρωση των οποίων θα μπορούσε να σημάνει μια σημαντική βελτίωση στη λειτουργία του και στη δυνατότητά του να προσφέρει ουσιαστική και άρτια αγωγή.

«Η διαιώνιση των προβλημάτων φέρνει καταλήψεις!»

Οι καταλήψεις των σχολείων δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αυτόνομο πρόβλημα, αλλά ως ένδειξη πως η κατάσταση στο χώρο της εκπαίδευσης δεν βρίσκεται ποιοτικώς σε τέτοιο επίπεδο, ώστε οι μαθητές να λαμβάνουν μια ικανοποιητική εμπειρία μάθησης. Είναι, άρα, τα χρόνια και συνεχώς επιδεινούμενα προβλήματα της εκπαιδευτικού συστήματος που θα έπρεπε να τεθούν υπό έλεγχο και όχι η εύλογη αγανάκτηση των μαθητών.
Θα ήταν, επομένως, σαφώς πιο λογικό να διερευνηθούν οι λόγοι που ωθούν τους μαθητές σε μια τέτοια αντίδραση, παρά να επιχειρείται η υποτίμηση και ο στιγματισμός των καταλήψεων ως πράξη, τάχα, φυγόπονων και απρόθυμων μαθητών. Είναι, όμως, ευκολότερο για την πολιτεία να θεωρεί τους μαθητές υπεύθυνους γι’ αυτό το φαινόμενο, παρά να στρέψει την αυστηρότητα του ελέγχου της στις δικές τις ελλείψεις και παραλείψεις. Το κόστος, άλλωστε, για την επίλυση των προβλημάτων της παιδείας είναι τέτοιο, που πολύ δύσκολα πλέον η πολιτεία θα αποτολμούσε έστω και μια προσπάθεια αντιμετώπισής τους.
Ιδίως, μάλιστα, όταν το κόστος αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό, αφού μέρος του προβλήματος είναι συχνά και αρκετοί εκπαιδευτικοί, που σταθερά καλυμμένοι υπό τον αδιαπέραστο μανδύα της μονιμότητας, έχουν επιλέξει μια διαχειριστική προσέγγιση του εκπαιδευτικού τους έργου, χωρίς να προσπαθούν να προσφέρουν κάτι καλύτερο ή πιο ουσιαστικό. Οι μαθητές το βιώνουν καθημερινά και αντιδρούν, ζητώντας την αξιολόγηση, κι αν χρειαστεί την απομάκρυνση, εκείνων των εκπαιδευτικών που αδυνατούν πια να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας σχολικής τάξης. Οι κυβερνήσεις, εντούτοις, προτιμούν να δυσαρεστούν τους μαθητές, παρά να θίξουν έναν πολυπληθή κλάδο, που αποτελεί υπολογίσιμο μέρος του εκλογικού σώματος.
Αν, όμως, οι εκπαιδευτικοί έχουν το νόμιμο δικαίωμα της απεργίας και άρα της αντίδρασης απέναντι σε μια απόφαση που τους θίγει, όπως θα ήταν πιθανώς η σχετική απόφαση για την αξιολόγησή τους, γιατί να μην έχουν κι οι μαθητές το δικαίωμα να αντιδρούν στην ελλιπή και αναποτελεσματική εκπαίδευση που τους παρέχεται; Γιατί μια δημοκρατική κοινωνία να επιδιώκει τη φίμωση των εφήβων της, όταν, μάλιστα, σκοπίμως μειώνει τους πόρους που αφιερώνει κάθε χρόνο στην εκπαίδευση και εξαναγκάζει τους μαθητές να υπομένουν μια εκπαίδευση που βασίζεται σε παρωχημένες διδακτικές μεθόδους, με ελλιπώς καταρτισμένο προσωπικό και χωρίς τις αναγκαίες υποδομές;
Η πολιτεία θα πρέπει να υποδέχεται με σεβασμό τις αντιδράσεις των μαθητών μπροστά στα προφανή προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς αυτό υποδηλώνει πως με μια παρόμοια αγωνιστικότητα θα σταθούν απέναντι και στα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν ως ενήλικες. Η εκπαίδευση των νέων δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην αποστήθιση προεπιλεγμένων κειμένων, ούτε να αποσκοπεί στην αδρανοποίησή τους∙ η εκπαίδευση οφείλει να λειτουργεί αφυπνιστικά για τη δυναμικότητά τους και για το δικαίωμά τους να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, παιδείας και μελλοντικών προοπτικών. Αναπόσπαστη έκφανση, άλλωστε, της εφηβικής ηλικίας είναι η αντίδραση απέναντι στα κακώς κείμενα της κοινωνικής πραγματικότητας που έχει ήδη διαμορφωθεί από τους ενήλικες.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως σε αρκετές περιπτώσεις οι καταλήψεις προκύπτουν, όχι ως αντίδραση στα γενικευμένα προβλήματα της εκπαίδευσης, αλλά ως εκκλήσεις για την άμεση αντιμετώπιση πολύ συγκεκριμένων και πολύ σημαντικών ζητημάτων που ταλανίζουν ορισμένα σχολεία. Η έλλειψη χρηματοδότησης, άλλωστε, έχει αρκετές φορές μεγαλύτερο αντίκτυπο σε κάποιες σχολικές μονάδες, οι οποίες καλούνται να λειτουργήσουν υπό χειρότερες προϋποθέσεις σε σύγκριση με άλλα σχολεία. Ένα σχολείο της επαρχίας, για παράδειγμα, που απομένει χωρίς εκπαιδευτικούς για τρεις ή και τέσσερις μήνες, είναι λογικό να προκαλεί την έντονη αντίδραση των μαθητών, αλλά και των γονιών τους.
Οι καταλήψεις, επομένως, αποτελούν ένα ξέσπασμα και άρα μια σοβαρότατη ένδειξη, πως η παρεχόμενη εκπαίδευση δεν καλύπτει τις ανάγκες των μαθητών. Κι αν για έναν οποιοδήποτε πολίτη ή πολιτικό το γεγονός ότι οι μαθητές φτάνουν στο σημείο να διακόψουν τη λειτουργία του σχολείου τους δεν είναι παρά μια ανούσια πράξη, για έναν εκπαιδευτικό είναι ένα σαφές μήνυμα πως πρέπει να ληφθεί η αναγκαία μέριμνα για τη δραστική βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.


[Λέξεις: 617] 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Καταναλωτισμός

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Miles Aldridge

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Καταναλωτισμός

Καταναλωτισμός: Στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας, όπου η βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο συνιστούν βασικούς παράγοντες της οικονομικής λειτουργίας, η συνεχής επιθυμία αγοράς και κατανάλωσης αγαθών αποτελεί βασικό ζητούμενο προκειμένου να είναι εφικτή η οικονομική ανάπτυξη και η κερδοφορία των εταιρειών. Η επιθυμία αυτή, βέβαια, υποδαυλίζεται έντεχνα μέσω των διαφημίσεων, ώστε αφενός να είναι ακατάπαυστη κι αφετέρου να κατακτά ολοένα και πιο κεντρική θέση στη ζωή των ανθρώπων, καθορίζοντας επί της ουσίας τις περισσότερες επιλογές τους.
Ο καταναλωτισμός, αν και βασίζεται στην ήδη υπάρχουσα και εύλογη επιθυμία του ανθρώπου να κατέχει υλικά αγαθά, προωθείται συστηματικά με έμμεσους τρόπους επηρεασμού της καταναλωτικής συμπεριφοράς των πολιτών. Απώτερος στόχος των οποίων δεν είναι απλώς η επιλογή του ενός ή του άλλου προϊόντος ή αγαθού, αλλά η εδραίωση μιας αντίληψης που να επιτρέπει τον προσδιορισμό του ίδιου του ατόμου με βάση το πλήθος των υλικών αγαθών που κατέχει και καταναλώνει. Ο πολίτης παύει, έτσι, να κρίνεται ως προς το ποιος είναι, και αξιολογείται πλέον με βάση το πόσα έχει.

Μέσα προώθησης του καταναλωτισμού
Η εδραίωση του καταναλωτικού προτύπου ζωής έχει επιτευχθεί κατά κύριο λόγο μέσω των διαφημίσεων, οι οποίες έχουν πάψει προ πολλού να αποτελούν απλά ενημερωτικά μηνύματα για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος∙ πλέον βασίζονται στην προσπάθεια έμμεσης ή και τελείως πρόδηλης σύνδεσης των υλικών αγαθών με μια κατάσταση ευδαιμονίας και επιτυχίας. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εκτίθενται σε χιλιάδες διαφημιστικά μηνύματα από την πιο μικρή τους ηλικία, επιτρέπει στους διαφημιστές να επηρεάζουν τους πολίτες προτού αποκτήσουν μια σχετική ικανότητα κριτικής σκέψης και αντίστασης απέναντι στη θελκτική εικόνα της επίπλαστης αυτής ευδαιμονίας.
Η επιχειρούμενη σύνδεση, άλλωστε, της ευτυχίας με τα υλικά αγαθά ενισχύεται και μέσα από τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές του δυτικού κόσμου, στις οποίες τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα είτε ζουν είτε πασχίζουν για να ζήσουν σ’ ένα κόσμο πολυτέλειας και άφθονης κατανάλωσης. Προκύπτει, έτσι, μια αδιάκοπη προβολή του υλικού πλούτου και των καταναλωτικών αγαθών τόσο από τα Μ.Μ.Ε., όσο και από τη βιομηχανία του θεάματος, που κατορθώνει τελικά να επηρεάσει την πλειοψηφία των πολιτών.

Συνέπειες του καταναλωτισμού
Η υπέρμετρη έμφαση που δίνεται λόγω της καταναλωτικής επιθυμίας στην απόκτηση υλικών αγαθών και προϊόντων επηρεάζει ποικίλες εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου. Ειδικότερα:

- Τα άτομα δείχνουν ολοένα και λιγότερο ενδιαφέρον για την πνευματική τους καλλιέργεια. Η αίσθηση που δημιουργείται στους πολίτες πως η καταξίωση και η αποδοχή προκύπτουν ως απόρροια της πρόσκτησης υλικών αγαθών, τους ωθεί σε μια διαρκή προσπάθεια υλικού πλουτισμού, που λειτουργεί φυσικά εις βάρος της πιο ουσιώδους προσπάθειας για την ηθική και πνευματική τους βελτίωση. Οι πνευματικές και ηθικές αρετές που κάποτε αποτελούσαν βασικό κριτήριο για την ποιότητα ενός ανθρώπου, υποχωρούν πλέον μπροστά στην αυξανόμενη βαρύτητα που έχουν λάβει τα χρήματα και ο υλικός πλούτος.

- Θυσιάζεται στο βωμό του πλουτισμού η ηθική αρτιότητα των ανθρώπων. Οι πολίτες με το να θέτουν ως κύριο στόχο τους τον υλικό πλουτισμό έρχονται από νωρίς αντιμέτωποι με την ανάγκη να περιορίσουν τις ηθικές αντιστάσεις τους, προκειμένου να γίνουν πιο «αποτελεσματικοί» στον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χώρο της ελεύθερης αγοράς. Παρατηρείται, έτσι, ενίσχυση αρνητικών πτυχών της ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως είναι ο εγωκεντρισμός και ο τυχοδιωκτισμός, αφού πολλοί είναι πρόθυμοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί για να πετύχουν τους στόχους τους. Η αλληλεγγύη και η συμπόνια για τους άλλους ανθρώπους καταπιέζονται ή και εξαλείφονται, υπό την πίεση της αξίωσης για μια πιο ανταγωνιστική και πιο σκληρή στάση.
Κι ενώ η ανταγωνιστική διάθεση, ακόμη και παρά το γεγονός ότι αλλοιώνει την ηθική υπόσταση των ατόμων, μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή, το κυνήγι του χρήματος οδηγεί συχνά ακόμη και σε τελείως παραβατικές και άνομες συμπεριφορές. Πολλοί είναι εκείνοι που θέλοντας να πλουτίσουν με κάθε κόστος επιλέγουν, όχι τη συστηματική και κοπιώδη εργασία, αλλά την παρανομία και την απάτη, που τους επιτρέπει να αποκτήσουν όσα επιθυμούν εις βάρος των συμπολιτών τους.

- Δημιουργία σημαντικών κοινωνικών ανισοτήτων.  Η έμφαση που δίνεται στον υλικό πλουτισμό έχει ως αναγκαία συνέπεια τη βάθυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στους ευκατάστατους και τους οικονομικά ασθενείς, καθώς το περίσσευμα πλούτου που διεκδικεί η μία μερίδα προκύπτει επί της ουσίας από την εκμετάλλευση της άλλης. Οι οικονομικά ισχυροί δεν διστάζουν να αυξήσουν τα δικά τους περιθώρια κέρδους με το να μειώνουν όλο και περισσότερο τους μισθούς και τα προνόμια των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.

- Αρνητική ψυχολογική επίδραση. Ο καταναλωτισμός και η διαρκής ανάγκη για χρήματα που τον ακολουθεί προκαλεί σημαντικό άγχος και έντονη αίσθηση πίεσης σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι συνειδητοποιούν πόσο δύσκολο είναι να αντεπεξέλθει κανείς στα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής. Η επίγνωση πως προκειμένου να θεωρηθούν επιτυχημένοι από τους συνανθρώπους τους οφείλουν να αποκτήσουν σημαντική οικονομική επιφάνεια τους ωθεί σ’ ένα ψυχοφθόρο αγώνα επαγγελματικής ανέλιξης. Μια αδιάκοπη σειρά επαγγελματικών υποχρεώσεων που μειώνουν δραστικά τα περιθώρια ελεύθερου χρόνου και, άρα, τα περιθώρια ηρεμίας και πραγματικής βίωσης της ζωής, επισφραγίζουν επί της ουσίας την ιδιότυπη αυτή υποδούλωση των ανθρώπων στα υλικά αγαθά.

- Υπονόμευση των άλλων πτυχών του ανθρώπινου βίου. Λόγω ακριβώς της αυξημένης επιθυμίας και ανάγκης για την απόκτηση περισσότερων χρημάτων, ο κάθε άνθρωπος θέτει τις ατομικές του επιδιώξεις στο επίκεντρο των καθημερινών του προσπαθειών. Αυτός ο ατομικισμός, όμως, έχει ως συνέπεια την παραγνώριση της κοινωνικής και πολιτικής διάστασης του ανθρώπινου βίου∙ η συμμετοχή στα κοινά, το ενδιαφέρον για τους άλλους, η ενεργή παρακολούθηση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, η κοινωνική και φιλανθρωπική δράση, που τόσο πλουτίζουν την ψυχή του ανθρώπου και τον καθιστούν πολύτιμο μέλος της κοινωνίας, παραμελούνται πλήρως, οδηγώντας σε μια επιζήμια αποξένωση.

- Σημαντικός αντίκτυπος στο περιβάλλον. Η αύξηση της ζήτησης καταναλωτικών προϊόντων, οδηγεί αλυσιδωτά στην αύξηση ζήτησης πρώτων υλών καθώς και καυσίμων. Προκύπτει, έτσι, μια άκρως εξοντωτική για το περιβάλλον υπερεκμετάλλευση που εξαντλεί τους φυσικούς του πόρους και εντείνει τη μόλυνσή του. Είναι, άρα, σαφές πως η επιδίωξη οικονομικού κέρδους μέσα από την εντατικοποίηση της παραγωγής και την υπερβολική κατανάλωση, ακόμη και προϊόντων που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε το σημαντικό στους ανθρώπους, λειτουργεί επιβαρυντικά για το περιβάλλον και υπονομεύει το επίπεδο ζωής.

Προτάσεις για τον περιορισμό του καταναλωτισμού
Η αποδέσμευση των ανθρώπων από την καταπιεστική και ψυχικά επιζήμια καταναλωτική μανία αποτελεί καίριο ζητούμενο της εποχής μας, και απαιτεί μια ουσιαστική αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η ζωή και οι αξίες της. Ειδικότερα:

- Έμφαση στην αξία του ανθρώπου και της ανθρώπινης ζωής. Το γεγονός ότι ο καταναλωτισμός έχει δημιουργήσει επονείδιστες καταστάσεις με την εκμετάλλευση ανθρώπων -ακόμη και παιδιών- στις αναπτυσσόμενες χώρες που εργάζονται νυχθημερόν για έναν ελάχιστο μισθό, σε χώρους που δεν πληρούν καμία από τις προϋποθέσεις ασφάλειας και υγιεινής, οφείλει να αποτελέσει το έναυσμα για έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό των αξιών και των επιδιώξεών μας.
Με όχημα την ανθρωπιστική παιδεία, η πολιτεία και οι φορείς αγωγής θα πρέπει να αποζητήσουν μια ουσιαστική αλλαγή στις βασικές προτεραιότητες των πολιτών. Τα υλικά αγαθά δεν μπορούν -και δεν πρέπει- να θεωρούνται σημαντικότερα από τους ίδιους τους ανθρώπους∙ η επιδίωξη του υλικού πλουτισμού δεν μπορεί να ωθεί στην απάνθρωπη εκμετάλλευση των άλλων ή ακόμη και στο άσκοπο ξόδεμα της ίδιας της ζωής του ατόμου μέσα στο άγχος και την ένταση.
Οι άνθρωποι καλούνται να κατανοήσουν πως η ευδαιμονία που προκύπτει μέσα από τη δημιουργικότητα, τον αθλητισμό, την τέχνη, καθώς και από τη συμπαράσταση στους άλλους μέσα από την κοινωνική δράση και τον εθελοντισμό, είναι σαφώς πιο ουσιαστική και διαρκής, απ’ ό,τι η υποτιθέμενη ευδαιμονία που αντλείται από την κατοχή υλικών αγαθών.
Προκύπτει, επομένως, το αίτημα για μια διαφορετική ιεράρχηση των επιδιώξεων του κάθε πολίτη, ώστε η έμφαση να δίνεται στην προσπάθεια συγκρότησης μιας ολοκληρωμένης και άρτιας προσωπικότητας, με ηθικές αρχές και πνευματική καλλιέργεια, κι όχι στην αλόγιστη επιθυμία για την πρόσκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών. Η ηθική και πνευματική ποιότητα του ανθρώπου θα πρέπει να βαρύνει περισσότερο στη σκέψη των πολιτών απ’ ό,τι η οικονομική και κοινωνική θέση.  

- Μέριμνα για τη διαμόρφωση ορθών καταναλωτικών συνηθειών. Με προφανές ζητούμενο να μην παρασύρονται οι πολίτες, και ιδίως οι νέοι, σε μια δίχως μέτρο καταναλωτική μανία, κρίνεται εξαιρετικά σημαντική η έγκαιρη διαμόρφωση των αναγκαίων αντιστάσεων απέναντι στα κελεύσματα του καταναλωτισμού. Οι νέοι οφείλουν να κατανοούν τη διαφορά ανάμεσα στα προϊόντα που τους είναι αναγκαία και σ’ εκείνα που δεν έχουν να τους προσφέρουν τίποτε το σημαντικό ή το ωφέλιμο. Οφείλουν, επίσης, να αντιλαμβάνονται τα τεχνάσματα των διαφημιστών και τις προσπάθειες έμμεσου επηρεασμού τους με την επίκληση στο συναίσθημα και τη δημιουργία ανέφικτων προσδοκιών.
Ζητούμενα που μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσα από την ενίσχυση της κριτικής τους ικανότητας, ώστε να συνειδητοποιούν και να διακρίνουν ακόμη και τις πλάγιες προσπάθειες για τον δελεασμό και την προσέλκυσή τους να υιοθετήσουν έναν τρόπο ζωής που ταυτίζει την ευτυχία με τα υλικά αγαθά. Οι νέοι θα πρέπει να έχουν επίγνωση πως ένα οποιοδήποτε προϊόν, όσο ελκυστική και να είναι η διαφημιστική παρουσίασή του δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ικανοποίηση που προέρχεται από πολύ πιο ουσιαστικές εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, όπως είναι η φιλία, η συντροφικότητα, η επαφή με τη φύση, ο αθλητισμός και η τέχνη.
Ενώ, συνάμα, οι νέοι θα πρέπει να έχουν πλήρη επίγνωση της ζημιάς που προκαλεί στο φυσικό περιβάλλον η τακτική των μεγάλων εταιρειών να αυξάνουν όλο και περισσότερο την παραγωγή τους, και να κατανοούν πως η δική τους στάση μπορεί να επιφέρει μια ουσιώδη διαφορά, καθώς αν εκείνοι απορρίψουν τον καταναλωτισμό και την άκριτη αγορά προϊόντων, οι εταιρείες θα αναγκαστούν να μειώσουν την παραγωγή τους, και άρα την αναίτια καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.

- Αναγκαία κρίνεται και η συμβολή της Πολιτείας. Με δεδομένη την κυριαρχία της διαφήμισης, αλλά και της ιδιαίτερα ανταγωνιστικής προσπάθειας προσέλκυσης αγοραστών, η πολιτεία καλείται να μεριμνήσει ώστε να γίνονται σεβαστές οι αρχές που οφείλουν να διέπουν τα διαφημιστικά μηνύματα. Οι εταιρείες δεν θα πρέπει να αφήνονται ελεύθερες να αξιοποιούν κάθε πιθανό τέχνασμα για τη θελκτικότερη παρουσίαση των προϊόντων τους, ιδίως όταν η παρουσίαση αυτή δημιουργεί ψευδείς προσδοκίες στους αγοραστές και τους εξαπατά ως προς τις ιδιότητες των προϊόντων.
Αντιστοίχως, ιδιαίτερης σημασίας είναι και οι έλεγχοι ποιότητας των προϊόντων, καθώς οι εταιρείες στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους καταφεύγουν σε διάφορες τακτικές μείωσης του κόστους παραγωγής.

- Συνειδητοποίηση της προσωπικής ευθύνης. Ο κάθε πολίτης οφείλει να κατανοεί πως τόσο οι καταναλωτικές του επιλογές όσο και η στάση του απέναντι στο γενικότερο υλιστικό πνεύμα της εποχής, έχουν σημαντική βαρύτητα, υπό την έννοια πως αν αφήνεται στο ρεύμα του καταναλωτισμού προσφέρει τη συναίνεσή του και το ενισχύει. Ένας γονιός, για παράδειγμα, που έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει από νωρίς υγιείς καταναλωτικές συνήθειες στο παιδί του και να του διδάξει την αξία της ορθής επιλογής, προκειμένου να μην παρασύρεται από τα τεχνάσματα των διαφημιστών, έχει την ευθύνη να αναλάβει έγκαιρα τη σχετική μέριμνα.

- Συλλογική αντίδραση απέναντι στην απληστία των πολυεθνικών εταιρειών. Η συνειδητοποίηση πως ο καταναλωτισμός είναι επιζήμιος για το περιβάλλον, αλλά και πως η οικονομική ανάπτυξη πολλών εταιρειών βασίζεται στην ανελέητη εκμετάλλευση των εργαζομένων τους, αφού οι μονάδες παραγωγής τους εδράζονται σε χώρες όπου οι μισθοί είναι εξαιρετικά χαμηλοί, θα πρέπει να ωθήσουν τους πολίτες σε μια συντονισμένη αντίδραση. Με την αποχή από τα προϊόντα εταιρειών που δεν σέβονται είτε το περιβάλλον είτε το εργατικό τους προσωπικό, μπορεί να προκύψει ένα ιδιαίτερα σημαντικό αποτέλεσμα, το οποίο θα λειτουργήσει παραδειγματικά προς όλες εκείνες τις επιχειρήσεις που ακολουθούν αντίστοιχες τακτικές.

Είναι το δίχως άλλο αναγκαίο να γίνει αντιληπτό πως πίσω από την επίπλαστη εικόνα ευδαιμονίας που παρουσιάζουν οι διαφημιστές κρύβεται μια άλλη απάνθρωπη εικόνα εκμετάλλευσης και καταστροφής∙ μια εικόνα, μάλιστα, που συνεχίζει να υφίσταται με τη σιωπηλή συναίνεση των ίδιων των πολιτών. 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Αθλητισμός

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Finlay MacKay 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Αθλητισμός

Αθλητισμός είναι η συστηματική ενασχόληση και επίδοση σε αθλητικά αγωνίσματα. Ενώ, με τον ίδιο όρο αποδίδουμε, επίσης, το σύνολο των αθλητικών δραστηριοτήτων και την όλη οργάνωση του συστήματος αθλήσεως.

Πρωταθλητισμός είναι η ενασχόληση με τον αθλητισμό που έχει υψηλούς στόχους, που στοχεύει σε υψηλές επιδόσεις και όχι στην προσωπική αναψυχή.

Η προσφορά του αθλητισμού

Η ενασχόληση με τον αθλητισμό είτε αφορά κάποιο ομαδικό είτε κάποιο ατομικό άθλημα ωφελεί ποικιλοτρόπως το άτομο, αφού λειτουργεί ευεργετικά τόσο για τη σωματική όσο και για την πνευματική του υγεία. Ειδικότερα:

Σωματικά και πνευματικά οφέλη:
- Η συστηματική άθληση καθιστά εφικτή τη διαμόρφωση και διατήρηση ενός αρμονικού και καλοσχηματισμένου σώματος, προσφέροντας παράλληλα ευεργετική επίδραση στην υγεία του. Προκύπτει, μάλιστα, μια σημαντική ενίσχυση της δύναμης, αλλά και των δεξιοτήτων του ατόμου.

- Σε πνευματικό επίπεδο το άτομο ενισχύει την αντίληψη και την κρίση του, εφόσον κάθε άθλημα απαιτεί από το άτομο να κατανοεί τους αναγκαίους κανόνες, να τους εφαρμόζει κάθε φορά, αλλά και να επιχειρεί το ξεπέρασμα τυχόν δυσκολιών κατά τη διάρκεια της προπόνησης ή της αγωνιστικής περιόδου. Ιδίως τα ομαδικά αθλήματα ωθούν το άτομο σε διαδικασίες αυτοσχεδιασμού και επινοητικότητας, καθώς ερχόμενο αντιμέτωπο με τις τεχνικές και τους σχεδιασμούς της αντίπαλης ομάδας καλείται να διεκδικήσει την επίτευξη μιας καλύτερης απόδοσης, αναγνωρίζοντας και παρακάμπτοντας τα στοιχεία υπεροχής των αντιπάλων. 
Ενώ, στο πλαίσιο κάθε αθλητικής ενασχόλησης το άτομο μαθαίνει να αντιλαμβάνεται τα μηνύματα του ίδιου του σώματός του∙ γνωρίζει, έτσι, πότε έχει το περιθώριο να εντείνει την προσπάθειά του και πότε οφείλει να χαλαρώσει τους ρυθμούς του. Μαθαίνει, συνάμα, τα όρια των δυνατοτήτων του, αλλά και τις ιδιαίτερες δεξιότητες και ικανότητες, που μπορούν να του διασφαλίσουν κάποιο αναγκαίο προβάδισμα έναντι του αντιπάλου. Οδηγείται, άρα, σε μια μορφή αυτογνωσίας, που σχετίζεται κυρίως με τις σωματικές αντοχές και δυνατότητες.

Ψυχικά οφέλη:
- Το άτομο έχει την ευκαιρία μέσω του αθλητισμού να επιτύχει μια ουσιαστική και γόνιμη εκτόνωση των προβληματισμών και των εντάσεων της καθημερινότητας. Ενώ, η προερχόμενη από την άθληση βιοχημική ανταπόκριση του σώματος και του εγκεφάλου, του χαρίζει ευδιαθεσία, ενέργεια και καθαρότητα σκέψης.

- Το άτομο αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη αυτοπειθαρχία, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του προγραμματισμού του, και παράλληλα μια αίσθηση αντοχής και καρτερίας, που του επιτρέπει την ψυχραιμότερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση δυσκολιών ή προβλημάτων σε άλλους τομείς της ζωής του. Ενώ, η αγωνιστική -ή και ανταγωνιστική- διάθεση που εγείρεται κατά τη διάρκεια των αθλητικών δοκιμασιών, ενισχύει την αυτοπεποίθηση του ατόμου, το οποίο έχοντας πλέον μια καλύτερη γνώση των δυνατοτήτων του, εμμένει με μεγαλύτερη πίστη στις προσπάθειες και στις επιδιώξεις του.

- Ο αθλητισμός λειτουργεί, άλλωστε, ως πηγή εμπειριών, επιτεύξεων, αλλά και καθημερινών στιγμών εκτόνωσης ή ευχαρίστησης, γεγονός που τον καθιστά σημαντικό αντίβαρο απέναντι σ’ εκείνες τις ψυχοφθόρες καταστάσεις που βιώνει το άτομο στον εργασιακό και κοινωνικό του βίο.

Οφέλη σε επίπεδο ηθικής διαμόρφωσης:
-  Το άτομο μυείται στην αξία της προσωπικής προσπάθειας και μαθαίνει να εκτιμά τα οφέλη που προκύπτουν από τη συστηματική και κοπιώδη ενασχόληση μ’ ένα αντικείμενο. Η ικανοποίηση που λαμβάνει από την επίγνωση ότι σημειώνει σημαντικές επιδόσεις σ’ ένα άθλημα, αλλά και οι αλλαγές που βλέπει στη σωματική του διάπλαση, του διδάσκουν πως η επίμοχθη προσπάθεια ανταμείβεται με επιτεύγματα και οφέλη που δεν είναι προσιτά με άλλο τρόπο.

- Αν, μάλιστα, το άτομο συμμετέχει σε κάποιο ομαδικό άθλημα μαθαίνει να συνεργάζεται αρμονικά, καθώς και να δείχνει απεριόριστο σεβασμό στον κόπο και στην προσπάθεια του συναθλητή του, αφού γνωρίζει και το ίδιο πόσο επίμοχθη είναι η διεκδίκηση της νίκης. Ενώ, παράλληλα, έχοντας πάντοτε κατά νου τη διάκριση της ομάδας, αναγνωρίζει και αναλαμβάνει τις ευθύνες που του αναλογούν στο πλαίσιο της συλλογικής αυτής προσπάθειας. Κατανοεί, άλλωστε, πως με το να επιχειρήσει να αποποιηθεί τις ευθύνες του ή να τις μεταθέσει σε κάποιον άλλο, θα ζημιώσει την απόδοση της ομάδας του, και άρα τον εαυτό του.

- Ο χώρος του αθλητισμού προσφέρει ιδανικά πρότυπα για τους νέους, καθώς τους ωθεί σε μια δημιουργική ενασχόληση, σε μια γόνιμη αφοσίωση και προσπάθεια, αλλά και στη διεκδίκηση διαρκώς υψηλότερων επιδόσεων. Πρόκειται, άρα, για ένα χώρο πραγματικής διαπαιδαγώγησης, που βρίσκεται στον αντίποδα της αναποτελεσματικής αδράνειας και των εύκολων λύσεων, που οι νέοι συναντούν συχνά γύρω τους.

- Ο αθλητισμός, μάλιστα, οδηγεί στην ανάπτυξη και την εδραίωση ενός ουσιαστικού σεβασμού για τους άλλους ανθρώπους, χωρίς αυτός ο σεβασμός να γνωρίζει σύνορα, εθνικότητες ή άλλες διακρίσεις. Το κοινό ενδιαφέρον και οι κοινές προσδοκίες, λειτουργούν ως ισχυρός συνεκτικός δεσμός, που δεν κάμπτεται από επιμέρους διαφοροποιήσεις.

- Χαρακτηριστικό παράδειγμα θετικών προτύπων που προκύπτουν από το χώρο του αθλητισμού αποτελούν οι συμμετέχοντες στους Παραολυμπιακούς Αγώνες, οι οποίοι παρά τις πλείστες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνεχίζουν την προσπάθειά τους και αποδεικνύουν πως οι άνθρωποι έχουν περισσότερες αντοχές και περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι πιθανώς πιστεύουν εκείνοι που επιλέγουν την απραξία και την παραίτηση μπροστά στις αντιξοότητες που προκύπτουν στη ζωή τους.

Αρνητικά φαινόμενα στο χώρο του αθλητισμού

- Η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και ειδικότερα του πρωταθλητισμού έχει επιφέρει σημαντικές αλλοιώσεις στο πνεύμα του συναγωνισμού και της ευγενούς άμιλλας, καθώς πλέον το οικονομικό δέλεαρ είναι τέτοιο που ωθεί πολλούς αθλητές στην υιοθέτηση αθέμιτων τακτικών προκειμένου να διασφαλίσουν τη διάκριση και τη νίκη. Παρατηρείται, έτσι, η χρήση αναβολικών ουσιών, για την επίτευξη όλο και καλύτερων επιδόσεων, ο χρηματισμός αθλητικών παραγόντων, για να αντιμετωπίσουν ευνοϊκά κάποια ομάδα, καθώς και γενικότερα φαινόμενα διαφθοράς, με στόχο πάντοτε τη μεγιστοποίηση των κερδών μιας αθλητικής ομάδας ή ενός μεμονωμένου αθλητή.

- Η επιδίωξη του οικονομικού κέρδους έχει αλώσει προ πολλού ακόμη και το σημαντικότερο αθλητικό γεγονός, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, που έχουν πλέον μετατραπεί σε μια πολυέξοδη εμπορική δραστηριότητα. Οι «καθαρές» επιδόσεις των αθλητών, καθώς και το πνεύμα ειρήνευσης, που συνόδευαν άλλοτε αυτούς τους αγώνες, έχουν πλέον αντικατασταθεί με ζητήματα όπως είναι τα τηλεοπτικά δικαιώματα, η διαφημιστική προβολή, τα παγκόσμια ρεκόρ -με όποιο κόστος ή τρόπο-, οι διακρατικοί ανταγωνισμοί, αλλά και τα επιμέρους πολιτικά οφέλη από την κατάλληλη εκμετάλλευση ενός τόσο διαδεδομένου και λαοφιλούς γεγονότος.  

- Η εμπορευματοποίηση λειτούργησε τελείως αρνητικά ακόμη και σε αθλήματα που κατά παράδοση έχουν πολύ μεγάλη ανταπόκριση στους πολίτες, όπως είναι το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ. Οι αγώνες που κάποτε αποτελούσαν μια οικογενειακή επιλογή για ψυχαγωγία γεμάτη συγκινήσεις, έχουν τραπεί σ’ ένα πεδίο άκρατου ανταγωνισμού, όπου η διαφθορά και τα οικονομικά συμφέροντα καθοδηγούν και καθορίζουν τα αποτελέσματα και τις νίκες.

- Ενώ, παράλληλα, οι φίλαθλοι που κινούνταν παλαιότερα από καθαρή αγάπη για τις αθλητικές τους ομάδες, έχουν τραπεί σε φανατισμένους οπαδούς, που σπεύδουν να εμπλακούν σε βίαιες αναμετρήσεις με τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, αφαιρώντας από τις αθλητικές αυτές αναμετρήσεις κάθε ψυχαγωγικό και φίλαθλο χαρακτήρα.

Αίτια επικράτησης του φανατισμού και της βίας

- Το ανταγωνιστικό πνεύμα που έχει επικρατήσει στο χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού, λόγω των οικονομικών συμφερόντων, ωθεί τους παράγοντες των αθλητικών ομάδων σε μια στάση ανοχής -αν όχι και στήριξης- απέναντι στο φανατισμό των οπαδών. Οι οπαδοί αποτελούν αφενός πηγή εσόδων -αγορά εισιτηρίων και εμπορικών ειδών με το λογότυπο της ομάδας, στοιχήματα κ.ά.- κι αφετέρου μέσω των τοπικών συνδέσμων κάθε ομάδας αποτελούν έναν ανέξοδο τρόπο ενίσχυσης και διατήρησης του πλήθους υποστηρικτών της. Μη θέλοντας, επομένως, οι ομάδες να χάσουν αυτά τα οφέλη, επιτρέπουν ή έστω ανέχονται τις συχνές παρεκτροπές των οπαδών τους.

- Το ίδιο ανταγωνιστικό πνεύμα, άλλωστε, εξωθεί τις ομάδες στη διεκδίκηση με κάθε τρόπο της νίκης, γεγονός που δυναμιτίζει το κλίμα στο πλαίσιο των αγώνων και ενισχύει το φανατισμό των οπαδών.

- Οι οπαδοί καταφεύγουν στις ομάδες και τις υποστηρίζουν με αφοσίωση, αναζητώντας συχνά ένα μέσο κοινωνικοποίησης∙ ένα χώρο χαμηλών απαιτήσεων στον οποίο να μπορούν να ενταχθούν και να αισθανθούν πως ανήκουν. Η απουσία λοιπών ενδιαφερόντων ή ουσιαστικών προσωπικών επιδιώξεων, αφήνει το άτομο έκθετο σε αντίστοιχες επιρροές που το δελεάζουν με την υπόσχεση της συντροφικότητας και της αποδοχής. Έτσι πολλοί νέοι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να βρουν την ασφάλεια της ομαδικής δράσης και συνύπαρξης, για να καλύψουν συναισθηματικές ελλείψεις, αλλά και την υποτυπώδη προσωπικότητά τους, γίνονται μέλη αθλητικών συνδέσμων, και καταφεύγουν ακόμη και σε βιαιότητες προκειμένου να αναδείξουν την προθυμία και την αφοσίωσή τους και να προασπίσουν τη θέση τους σε αυτούς.

- Η παρουσία των οπαδών στους αγώνες -ιδίως εκείνων που αποτελούν πολυπληθείς παρέες από τους κατά τόπους αθλητικούς συνδέσμους- μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε βίαιες παρεκτροπές, καθώς η ένταση κατά τη διάρκεια του αγώνα, αλλά και η επιθυμία να προβληθούν μπροστά στους «φίλους» τους, τούς ωθεί σε αναποτελεσματικές συμπεριφορές. Είναι, μάλιστα, τέτοια η πίεση που ασκεί η μαζική δράση, ώστε η ψυχολογία του όχλου επηρεάζει και παρασύρει ακόμη κι εκείνους που είναι πιο μετριοπαθείς και πιο ψύχραιμοι. 

- Είναι σημαντικό, άλλωστε, να έχουμε υπόψη μας πως τις περισσότερες φορές οι βίαιοι οπαδοί των ομάδων μεταφέρουν στο χώρο του γηπέδου τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους εντάσεις. Η ανεργία, οι οικονομικές δυσκολίες, τα οικογενειακά και προσωπικά προβλήματα, αποτελούν ένα ψυχολογικό φορτίο που απαιτεί μια διέξοδο εκτόνωσης, ένα ξέσπασμα, έστω κι αν αυτό προκύπτει στο πλαίσιο ενός αθλητικού αγώνα και εις βάρος άλλων οπαδών. Οι νέοι αυτοί οπαδοί μη έχοντας τη δυνατότητα να εκφράσουν την απογοήτευση και τις εντάσεις τους σ’ εκείνους που είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία των σύγχρονων δεινών οικονομικών συνθηκών, επιλέγουν την καταφυγή στην τυφλή βιαιότητα, χωρίς να αντιλαμβάνονται πόσο επιζήμια είναι η εκτόνωση που επιδιώκουν. Εμφανής είναι εδώ η ελλιπής παιδεία των νέων αυτών, όπως και η απουσία μιας κατάλληλης αγωγής και καλλιέργειας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα της αυτοσυγκράτησης, αλλά και του σεβασμού απέναντι στους άλλους ανθρώπους.

- Ενισχυτικά στην εμφάνιση αυτών των αρνητικών φαινομένων λειτουργεί και η στάση ανοχής της Πολιτείας, που αντιμετωπίζει με επιείκεια ή και με αδιαφορία ανάλογα περιστατικά. Ενώ είναι προφανές πως αν τιμωρούσε με μεγάλη αυστηρότητα κάθε τέτοιο ξέσπασμα βίας, θα είχε διαφοροποιηθεί εδώ και καιρό η συμπεριφορά των οπαδών.

Τρόποι για την αποκατάσταση των αρνητικών πτυχών του αθλητισμού

- Είναι σαφές πως πολλά από τα αρνητικά σημεία στο χώρο του αθλητισμού έχουν προκύψει από την εμπορευματοποίηση του επαγγελματικού αθλητισμού και του πρωταθλητισμού. Με δεδομένο, όμως, το γεγονός ότι πλέον οι επαγγελματίες αθλητές αντιμετωπίζονται ως διασημότητες και μπορούν να αποκομίσουν τεράστια χρηματικά ποσά από την εκμετάλλευση του ονόματος και της εικόνας τους, μέσω κυρίως της προώθησης προϊόντων, γίνεται αντιληπτό πως είναι δύσκολο να επιδιωχθεί μια επιστροφή σε πιο αθώες -και άρα λιγότερο προσοδοφόρες- εποχές. Η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού είναι πια μη αναστρέψιμη, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για τις νέες συνήθειες στο χώρο αυτό, όπως είναι η χρήση αναβολικών και η διαφθορά. Εκείνο που απαιτείται, βέβαια, είναι μια εντατικοποίηση των σχετικών ελέγχων, αλλά και μια αυξημένη αυστηρότητα στην αντιμετώπιση των σχετικών κρουσμάτων.

- Οι αθλητές μπορούν να αποζητούν τα οικονομικά οφέλη της διασημότητας και των επιτυχιών τους, αλλά θα πρέπει να το κάνουν αυτό μέσα από καθαρές νίκες και κυρίως μέσα από την προσωπική τους προσπάθεια, χωρίς την τεχνητή ενίσχυση των αναβολικών ουσιών. Το ζητούμενο, όμως, είναι διττό, καθώς απαιτείται αφενός η συμβολή της Πολιτείας, ώστε να μην γίνονται ανεκτές τέτοιες αθέμιτες παρεκτροπές, κι αφετέρου η απόκτηση από τους αθλητές εκείνου του ήθους κι εκείνης της συνείδησης, που να τους ωθεί στο να απορρίπτουν κάθε ανάλογη παρανομία.

- Η καλλιέργεια και η εδραίωση μιας ορθής και άρτιας ηθικής στους νέους αθλητές μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από την κατάλληλη πνευματική αγωγή, ώστε να είναι εφικτή η έγκαιρη δημιουργία αντιστάσεων απέναντι στα κελεύσματα του -εύκολου- πλουτισμού και της διασημότητας. Οι νέοι αθλητές θα πρέπει να εκτιμήσουν πρωτίστως την ομορφιά και τα οφέλη του αθλητισμού, ώστε να στραφούν στην υπηρέτηση του καθαρού αθλητισμού και όχι στη με κάθε μέσο διεκδίκηση της διάκρισης, με μόνο κίνητρο το κέρδος.

- Την ισχυροποίηση του ορθού αθλητικού πνεύματος και την επιδίωξη επιτυχιών που να βασίζονται καθαρά και μόνο στην προσωπική προσπάθεια, μπορούν να ενισχύσουν και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αφενός με την προβολή εκείνων των αθλητών που αποδεδειγμένα έχουν σημειώσει καθαρές διακρίσεις κι αφετέρου με τη στηλίτευση των φαινομένων διαφθοράς και εξαπάτησης. Αν, επομένως, οι φορείς αγωγής και παιδείας, η Πολιτεία και τα Μ.Μ.Ε., επιδιώξουν συστηματικά την επιβράβευση των αθλητών που απορρίπτουν τα αναβολικά και τη διαφθορά, τότε θα εδραιωθεί με τον καιρό ένα πιο ενάρετο πνεύμα στον αθλητισμό∙ κάθε αθλητής θα το θεωρεί θέμα αρχής και αξιοπρέπειας να επιτυγχάνει αξιόλογες επιδόσεις βασιζόμενος στην σκληρή προπόνηση και μόνο.

- Η Πολιτεία θα πρέπει από τη μεριά της να επιδιώξει την απαρέγκλιτη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, ώστε τόσο η χρήση αναβολικών όσο και φαινόμενα χρηματισμού ή βίας να τιμωρούνται με συνέπεια και αυστηρότητα. Η σταθερή εφαρμογή των νόμων θα λειτουργήσει αποτρεπτικά σε κάθε τέτοια παρεκτροπή και θα επαναφέρει στον αθλητισμό την αναγκαία αξιοπιστία και εμπιστοσύνη.

- Σημαντική είναι, άλλωστε, η ενίσχυση του ερασιτεχνικού αθλητισμού, που επιτρέπει στους πολίτες, και κυρίως στους νέους, την απόλαυση των αθλητικών δραστηριοτήτων, χωρίς τις εντάσεις, το φανατισμό και τις τεχνητές διακρίσεις, που έχουν τόσο αλλοιώσει τον εμπορευματοποιημένο επαγγελματικό αθλητισμό. Προκύπτει, έτσι, το αίτημα για τη δημιουργία και συντήρηση αθλητικών εγκαταστάσεων σε κάθε δήμο και σε κάθε σχολείο, ώστε οι νέοι να μπορούν να αθλούνται και να αποκτούν συνάμα -μέσα από την αντίστοιχη αγωγή στο πλαίσιο της εκπαίδευσή τους- μια υγιή επαφή με τον αθλητισμό.

- Μέριμνα της πολιτείας θα πρέπει να αποτελέσει η ύπαρξη πλήρους διαφάνειας στα οικονομικά στοιχεία των επαγγελματικών ομάδων, προκειμένου να παρεμποδίζονται περιστατικά χρηματισμού ή άλλης άνομης δραστηριότητας. Κάθε χορηγός, κάθε εμπορικός ή άλλος συνεργάτης των ομάδων, όπως και κάθε οικονομική συναλλαγή των παραγόντων των ομάδων θα πρέπει να τίθεται υπό αυστηρό έλεγχο, ώστε να διαπιστώνεται έγκαιρα η ύπαρξη ύποπτων ή αδικαιολόγητων οικονομικών δοσοληψιών.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...