Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Δισσοί λόγοι (Καταλήψεις σχολείων) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Δισσοί λόγοι (Καταλήψεις σχολείων)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Δισσοί λόγοι (Καταλήψεις σχολείων)

Στο πλαίσιο ενός διαλόγου το άτομο καλείται να είναι σε θέση να παρουσιάσει και να στηρίξει την άποψή του με επιχειρήματα, διατηρώντας ωστόσο μια δεκτική στάση απέναντι στις ιδέες και τις απόψεις του συνομιλητή του, έστω κι αν αυτές αντιτίθενται στις δικές του. Το κέρδος του διαλόγου, άλλωστε, δεν προκύπτει από το κατά πόσο καθίσταται εφικτό το να πειστεί ο συνομιλητής, αλλά από τη δυνατότητα που προσφέρεται στο άτομο να αντικρίσει το εξεταζόμενο θέμα από μια διαφορετική οπτική γωνία και να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη θέασή του.
Το άτομο οφείλει, επομένως, να συμμετέχει στις συζητήσεις με σαφή διάθεση να ακούσει και να σεβαστεί την αντίθετη άποψη, και όχι με μόνη πρόθεση να πείσει το συνομιλητή του, ούτε με την λανθασμένη και εν δυνάμει επικίνδυνη σκέψη πως όποιος διαφωνεί μαζί του έχει άδικο ή δεν είναι αρκετά «ευφυής». Μια από τις βασικές δυσκολίες του διαλόγου, άρα, είναι ακριβώς αυτή η θετική στάση απέναντι στον συνομιλητή∙ ιδίως όταν εκείνος έχει τελείως διαφορετικές απόψεις.
Ο κάθε συνομιλητής, αν δίνει μεγάλη προσοχή στα επιχειρήματα του άλλου, έχει αφενός τη δυνατότητα να αποκομίσει κάποια ιδέα που λειτουργεί συμπληρωματικά στις δικές του, βελτιώνοντας εν τέλει την άποψή του, κι αφετέρου έχει την ευκαιρία να εντοπίσει τα τρωτά σημεία του αντίθετου συλλογισμού, ώστε να διαμορφώσει κατάλληλα τη δική του απάντηση, και να αναδείξει έτσι τις ελλείψεις στην επιχειρηματολογία του «αντιπάλου» του. 

Άσκηση:
Σκεφτείτε ένα γεγονός που δίχασε την κοινή γνώμη, π.χ. τις καταλήψεις των σχολείων, και γράψτε ένα άρθρο για το μαθητικό περιοδικό. Στο άρθρο σας να παρουσιάσετε όχι μόνο τα επιχειρήματα, με τα οποία υποστηρίζετε τη δική σας θέση, αλλά και τα επιχειρήματα της αντίθετης πλευράς, προσπαθώντας να τα ανασκευάσετε.

Επιχειρήματα κατά των καταλήψεων

- Η απώλεια μαθημάτων, παρά το γεγονός ότι αποσκοπεί στο να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την επίλυση σημαντικών προβλημάτων, λειτουργεί εν τέλει εις βάρος των ίδιων των μαθητών, εφόσον διακόπτεται η ομαλή ροή των παραδόσεων, αποδιοργανώνεται η σειρά στη μελέτη και στην προσπάθεια κατανόησης των διδακτικών αντικειμένων, μειώνονται οι διδακτικές ώρες και υπονομεύεται έτσι ακόμη περισσότερο το ήδη ελλιπές έργο των δημόσιων σχολείων. Το τέλος του διδακτικού έτους βρίσκει, επομένως, τους μαθητές με εμφανείς ελλείψεις στα διάφορα αντικείμενα, εφόσον η διδασκαλία τους δεν έγινε με την αναγκαία πληρότητα.

- Το γεγονός ότι οι καταλήψεις σχολείων τείνουν να λάβουν το χαρακτήρα μαθητικής παράδοσης, αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητά τους, καθώς τόσο από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου όσο κι από μεγάλο μέρος της κοινωνίας, γίνονται αντιληπτές περισσότερο ως προσπάθεια αποφυγής των μαθημάτων. Έτσι, αντί οι μαθητές να αποκτήσουν τον τίτλο της μαχόμενης γενιάς, περνούν στη συνείδηση των πολιτών ως φυγόπονοι και αδιάφοροι απέναντι στα οφέλη της μάθησης.

- Σε πολλές περιπτώσεις καταλήψεων υπάρχει η υπόνοια -ή είναι προφανές- πως η λήψη της σχετικής απόφασης έγινε χωρίς την απαραίτητη δημοκρατικότητα, εφόσον εκείνοι που επιθυμούσαν την κατάληψη ήταν λιγότεροι σε αριθμό από εκείνους που ζητούσαν την απρόσκοπτη συνέχιση των μαθημάτων. Η διενέργεια και η διατήρηση της κατάληψης, επομένως, αναλαμβάνεται από μια μικρή ομάδα μαθητών, η οποία τις περισσότερες φορές περιλαμβάνει μαθητές χαμηλής βαθμολογικής απόδοσης, που δεν έχουν κατ’ ανάγκη ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά έχουν πιο έντονη επιθυμία από τους άλλους να διακόψουν τη συνέχιση των μαθημάτων.
Εξίσου ή ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως αρκετές φορές η πρωτοβουλία για την κατάληψη δεν ανήκει καν στους ίδιους τους μαθητές. Συχνά υποκινητές των καταλήψεων είναι καθηγητές, οι οποίοι με την αγωνιστική τους διάθεση φέρνουν τους μαθητές αντιμέτωπους με την ανάγκη να διεκδικήσουν δυναμικά όσα θεωρούν πως απαιτούνται για την καλύτερη λειτουργία της εκπαίδευσης ή καθηγητές, οι οποίοι επιζητώντας λίγες μέρες απραξίας, υποδαυλίζουν την αντίστοιχη επιθυμία των μαθητών και μετακυλούν σε αυτούς την ευθύνη. Άλλες φορές, ωστόσο, η υποκίνηση προέρχεται από άτομα που δεν ανήκουν στο χώρο της εκπαίδευσης, τα οποία επιδιώκουν τη δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων εις βάρος της εκάστοτε κυβέρνησης, προκειμένου να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη για το κόμμα τους.

- Κατά τη διάρκεια των καταλήψεων πραγματοποιούνται συχνά βανδαλισμοί και σημαντικές υλικές καταστροφές που επιβαρύνουν τις δημοτικές αρχές με ένα δυσβάσταχτο και μη προγραμματισμένο οικονομικό κόστος. Ενώ, δε λείπουν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ηλεκτρονικές συσκευές που έχουν καταστραφεί -ή κλαπεί- μένουν χωρίς αντικατάσταση, λόγω οικονομικής αδυναμίας, παρεμποδίζοντας την ορθή λειτουργία του σχολείου.   
Είναι προφανές, βέβαια, πως τέτοιου είδους περιστατικά επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ήδη αρνητική εικόνα των πολιτών για τους καταληψίες μαθητές, μειώνοντας έτσι περαιτέρω την ήδη ελλιπή αποτελεσματικότητα της προσπάθειάς τους.

- Η ανάγκη διατήρησης της κατάληψης απαιτεί την παρουσία μαθητών ακόμη και κατά τις βραδινές ή πολύ πρωινές ώρες στο σχολείο, γεγονός που σημαίνει την απουσία γονικού ελέγχου και, άρα, την ορισμένες φορές παραβατική συμπεριφορά των μαθητών, οι οποίοι μακριά από την αποτρεπτική παρουσία ενηλίκων δέχονται στο χώρο του σχολείου εξωσχολικά στοιχεία και καταφεύγουν στη χρήση αλκοόλ ή και ναρκωτικών ουσιών.

- Οι καταλήψεις των σχολείων τείνουν επί της ουσίας να εξυπηρετούν τις προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας να υπονομεύσει και να απαξιώσει τη λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης, που αποτελεί ένα ανεπιθύμητο βάρος για τον κρατικό προϋπολογισμό. Η απώτερη στόχευση, άλλωστε, της πολιτικής ηγεσίας είναι να προτιμούν οι γονείς τα ιδιωτικά σχολεία -όπως γίνεται σε πολλές χώρες του εξωτερικού-, και το κόστος λειτουργίας της υποτιμημένης δημόσιας εκπαίδευσης να περάσει κατ’ αποκλειστικότητα στους δήμους, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι να διατηρήσουν τα σχολεία, έστω και με χορηγίες του ιδιωτικού τομέα.    
Ενδεικτική, ως προς αυτό, είναι η ηπιότητα με την οποία αντιμετωπίζονται κάθε χρόνο οι καταλήψεις των σχολείων, τις οποίες ούτως ή άλλως το Υπουργείο υποδέχεται ως μια ανώδυνη εκτόνωση της έντασης των μαθητών. Ας ληφθεί, άλλωστε, υπόψη πως η πολιτική ηγεσία γνωρίζει τη δυναμικότητα των νέων και πόσο επιζήμια μπορεί να φανεί για την εκάστοτε κυβέρνηση, γι’ αυτό και ικανοποιείται όταν η εκτόνωση αυτής της δυναμικότητας εξαντλείται σε μια τόσο επουσιώδη για την κυβέρνηση πράξη, όπως είναι η απώλεια μερικών μαθημάτων. 

- Οι καταλήψεις σχολείων -όπως και η παρεμπόδιση λειτουργίας οποιαδήποτε άλλη δημόσιας υπηρεσίας- είναι παράνομες και οι υπεύθυνοι αυτής της πράξης ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ποινικές κυρώσεις.
Ειδικότερα: Ποινικός Κώδικας, Άρθρο 334.3: «Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέληση τού δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της, και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών».

Επιχειρήματα υπέρ των καταλήψεων

- Οι μαθητές ως μέλη της πολιτείας θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα -όπως αυτό, για παράδειγμα, αναγνωρίζεται μέσω του θεσμού της απεργίας στους εργαζομένους- να διαμαρτυρηθούν για τις ελλείψεις ή τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο χώρο εκπαίδευσής τους. Η κατάληψη του σχολείου αποτελεί έναν -κατά περίπτωση- αποτελεσματικό τρόπο για να ακουστεί η φωνή των μαθητών και να δοθεί έτσι προσοχή στα αιτήματά τους.
Στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης των μαθητών και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την απόκτηση πολιτικής συνείδησης, και άρα μιας διάθεσης για δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, που εύλογα θα πρέπει να τους χαρακτηρίζει ως ενήλικες, οι καταλήψεις αποτελούν μια ήπια έκφανση διεκδίκησης που τους μυεί στο πνεύμα της αγωνιστικότητας και της αντίδρασης απέναντι στην κρατική αδιαφορία.

- Με δεδομένη την πάγια τακτική της πολιτικής ηγεσίας να μειώνει κάθε χρόνο και περισσότερο τις δαπάνες για την παιδεία, είναι σχεδόν υποκριτική η εναντίωση στις καταλήψεις, από τη στιγμή που για τους μαθητές είναι το πιο επαρκές μέσο να εκφράσουν την αντίθεσή τους σ’ αυτή την πολιτική επιλογή υπονόμευσης της δημόσιας εκπαίδευσης. Το Υπουργείο Παιδείας, αλλά και η πολιτεία εν γένει, δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν υποτιμητικά τις καταλήψεις των μαθητών, από τη στιγμή που δεν φροντίζουν για την ικανοποιητική λειτουργία των σχολείων. Αν η Πολιτεία παρείχε όσα απαιτούνταν για την άρτια οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, τότε οι καταλήψεις θα αποτελούσαν πράγματι μια κενή πράξη, που θα αποσκοπούσε μόνο στην απώλεια μαθημάτων. Εφόσον, όμως, οι ελλείψεις στις υποδομές, οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και πλείστα άλλα στοιχεία παθογένειας των σχολείων είναι γνωστά και δεδομένα, οι καταλήψεις θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές ως σεβαστή -και αναμενόμενη- μορφή αντίδρασης.

- Οι καταλήψεις δεν θα πρέπει να καταδικάζονται συλλήβδην υπό την έννοια πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι λόγοι που ωθούν τους μαθητές σε μια τέτοια πράξη ενδέχεται να είναι εξαιρετικά σημαντικοί. Ένα σχολείο, για παράδειγμα, που έχει αφεθεί χωρίς θέρμανση ή έχει υποστεί ζημιές που το καθιστούν επικίνδυνο για την ασφάλεια των μαθητών, είναι λογικό να εξωθεί τη μαθητική κοινότητα στα άκρα.

- Το γεγονός ότι οι καταλήψεις επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο, υποδηλώνει, όχι κατ’ ανάγκη τη διάθεση των μαθητών να αποφύγουν λίγες μέρες μαθημάτων, αλλά τη σταθερότητα των προβλημάτων στο χώρο της εκπαίδευσης. Εφόσον οι μαθητές έρχονται αντιμέτωποι με την απροθυμία της πολιτείας να επιλύσει τα χρόνια ζητήματα της εκπαίδευσης, έχουν κάθε λόγο να επαναφέρουν τα αιτήματά τους, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα εκληφθούν με την προσήκουσα σοβαρότητα από την πολιτική ηγεσία.
Υπό το ίδιο πνεύμα, στις καταλήψεις δεν μπορεί να βρίσκει εφαρμογή ο νόμος που απαγορεύει τη διακοπή λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας, καθώς από τη μία πλευρά για τους μαθητές το σχολείο δεν αποτελεί μια απρόσωπη δημόσια υπηρεσία, αλλά ένα χώρο στον οποίο αφιερώνουν σημαντικό μέρος του χρόνου τους προσδοκώντας ορισμένα οφέλη κι από την άλλη διότι η διακοπή λειτουργίας του σχολείου δεν γίνεται χωρίς λόγο, αλλά με πολύ συγκεκριμένα αιτήματα, η εκπλήρωση των οποίων θα μπορούσε να σημάνει μια σημαντική βελτίωση στη λειτουργία του και στη δυνατότητά του να προσφέρει ουσιαστική και άρτια αγωγή.

«Η διαιώνιση των προβλημάτων φέρνει καταλήψεις!»

Οι καταλήψεις των σχολείων δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αυτόνομο πρόβλημα, αλλά ως ένδειξη πως η κατάσταση στο χώρο της εκπαίδευσης δεν βρίσκεται ποιοτικώς σε τέτοιο επίπεδο, ώστε οι μαθητές να λαμβάνουν μια ικανοποιητική εμπειρία μάθησης. Είναι, άρα, τα χρόνια και συνεχώς επιδεινούμενα προβλήματα της εκπαιδευτικού συστήματος που θα έπρεπε να τεθούν υπό έλεγχο και όχι η εύλογη αγανάκτηση των μαθητών.
Θα ήταν, επομένως, σαφώς πιο λογικό να διερευνηθούν οι λόγοι που ωθούν τους μαθητές σε μια τέτοια αντίδραση, παρά να επιχειρείται η υποτίμηση και ο στιγματισμός των καταλήψεων ως πράξη, τάχα, φυγόπονων και απρόθυμων μαθητών. Είναι, όμως, ευκολότερο για την πολιτεία να θεωρεί τους μαθητές υπεύθυνους γι’ αυτό το φαινόμενο, παρά να στρέψει την αυστηρότητα του ελέγχου της στις δικές τις ελλείψεις και παραλείψεις. Το κόστος, άλλωστε, για την επίλυση των προβλημάτων της παιδείας είναι τέτοιο, που πολύ δύσκολα πλέον η πολιτεία θα αποτολμούσε έστω και μια προσπάθεια αντιμετώπισής τους.
Ιδίως, μάλιστα, όταν το κόστος αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό, αφού μέρος του προβλήματος είναι συχνά και αρκετοί εκπαιδευτικοί, που σταθερά καλυμμένοι υπό τον αδιαπέραστο μανδύα της μονιμότητας, έχουν επιλέξει μια διαχειριστική προσέγγιση του εκπαιδευτικού τους έργου, χωρίς να προσπαθούν να προσφέρουν κάτι καλύτερο ή πιο ουσιαστικό. Οι μαθητές το βιώνουν καθημερινά και αντιδρούν, ζητώντας την αξιολόγηση, κι αν χρειαστεί την απομάκρυνση, εκείνων των εκπαιδευτικών που αδυνατούν πια να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας σχολικής τάξης. Οι κυβερνήσεις, εντούτοις, προτιμούν να δυσαρεστούν τους μαθητές, παρά να θίξουν έναν πολυπληθή κλάδο, που αποτελεί υπολογίσιμο μέρος του εκλογικού σώματος.
Αν, όμως, οι εκπαιδευτικοί έχουν το νόμιμο δικαίωμα της απεργίας και άρα της αντίδρασης απέναντι σε μια απόφαση που τους θίγει, όπως θα ήταν πιθανώς η σχετική απόφαση για την αξιολόγησή τους, γιατί να μην έχουν κι οι μαθητές το δικαίωμα να αντιδρούν στην ελλιπή και αναποτελεσματική εκπαίδευση που τους παρέχεται; Γιατί μια δημοκρατική κοινωνία να επιδιώκει τη φίμωση των εφήβων της, όταν, μάλιστα, σκοπίμως μειώνει τους πόρους που αφιερώνει κάθε χρόνο στην εκπαίδευση και εξαναγκάζει τους μαθητές να υπομένουν μια εκπαίδευση που βασίζεται σε παρωχημένες διδακτικές μεθόδους, με ελλιπώς καταρτισμένο προσωπικό και χωρίς τις αναγκαίες υποδομές;
Η πολιτεία θα πρέπει να υποδέχεται με σεβασμό τις αντιδράσεις των μαθητών μπροστά στα προφανή προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς αυτό υποδηλώνει πως με μια παρόμοια αγωνιστικότητα θα σταθούν απέναντι και στα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν ως ενήλικες. Η εκπαίδευση των νέων δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην αποστήθιση προεπιλεγμένων κειμένων, ούτε να αποσκοπεί στην αδρανοποίησή τους∙ η εκπαίδευση οφείλει να λειτουργεί αφυπνιστικά για τη δυναμικότητά τους και για το δικαίωμά τους να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, παιδείας και μελλοντικών προοπτικών. Αναπόσπαστη έκφανση, άλλωστε, της εφηβικής ηλικίας είναι η αντίδραση απέναντι στα κακώς κείμενα της κοινωνικής πραγματικότητας που έχει ήδη διαμορφωθεί από τους ενήλικες.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως σε αρκετές περιπτώσεις οι καταλήψεις προκύπτουν, όχι ως αντίδραση στα γενικευμένα προβλήματα της εκπαίδευσης, αλλά ως εκκλήσεις για την άμεση αντιμετώπιση πολύ συγκεκριμένων και πολύ σημαντικών ζητημάτων που ταλανίζουν ορισμένα σχολεία. Η έλλειψη χρηματοδότησης, άλλωστε, έχει αρκετές φορές μεγαλύτερο αντίκτυπο σε κάποιες σχολικές μονάδες, οι οποίες καλούνται να λειτουργήσουν υπό χειρότερες προϋποθέσεις σε σύγκριση με άλλα σχολεία. Ένα σχολείο της επαρχίας, για παράδειγμα, που απομένει χωρίς εκπαιδευτικούς για τρεις ή και τέσσερις μήνες, είναι λογικό να προκαλεί την έντονη αντίδραση των μαθητών, αλλά και των γονιών τους.
Οι καταλήψεις, επομένως, αποτελούν ένα ξέσπασμα και άρα μια σοβαρότατη ένδειξη, πως η παρεχόμενη εκπαίδευση δεν καλύπτει τις ανάγκες των μαθητών. Κι αν για έναν οποιοδήποτε πολίτη ή πολιτικό το γεγονός ότι οι μαθητές φτάνουν στο σημείο να διακόψουν τη λειτουργία του σχολείου τους δεν είναι παρά μια ανούσια πράξη, για έναν εκπαιδευτικό είναι ένα σαφές μήνυμα πως πρέπει να ληφθεί η αναγκαία μέριμνα για τη δραστική βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.


[Λέξεις: 617] 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...