Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Το Τέλος του Αντωνίου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Maryam Mughal

Κωνσταντίνος Καβάφης «Το Τέλος του Αντωνίου»

Αλλά σαν άκουσε που εκλαίγαν οι γυναίκες
και για το χάλι του που τον θρηνούσαν,
με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,
κ’ οι δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα,
η υπερηφάνεια μες στην ψυχή του
σηκώθηκεν, αηδίασε το ιταλικό του αίμα,
και τον εφάνηκαν ξένα κι αδιάφορα
αυτά που ώς τότε λάτρευε τυφλά —
όλ’ η παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του —
κ’ είπε «Να μην τον κλαίνε. Δεν ταιριάζουν τέτοια.
Μα να τον εξυμνούνε πρέπει μάλλον,
που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,
κι απέκτησε τόσ’ αγαθά και τόσα.
Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,
αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένος».

Το ποίημα «Το Τέλος του Αντωνίου» (1907) ανήκει στα κρυμμένα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και παρουσιάζει ένα θέμα που ο ποιητής προσέγγισε αργότερα με μεγαλύτερη πληρότητα στο εμβληματικό «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (1911).
Η στάση του Αντώνιου από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτό πως έχει ηττηθεί οριστικά και πως δεν έχει καμία δυνατότητα να επανακτήσει την πρότερη θέση του, αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τον Καβάφη, αφού στο πρόσωπο του Αντώνιου αναγνωρίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται αντιμέτωπος με την αιφνίδια απώλεια όλων όσων κατόρθωσε με κόπο να αποκτήσει στη ζωή του. Το ζητούμενο της αξιοπρεπούς διαχείρισης της ήττας και της απώλειας, που δίνεται με τρόπο παραινετικό από τον ποιητή στο «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», παρουσιάζεται εδώ ως επιλογή του ίδιου του Αντώνιου.

Αλλά σαν άκουσε που εκλαίγαν οι γυναίκες
και για το χάλι του που τον θρηνούσαν,
με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,
κ’ οι δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα,
η υπερηφάνεια μες στην ψυχή του
σηκώθηκεν, αηδίασε το ιταλικό του αίμα,
και τον εφάνηκαν ξένα κι αδιάφορα
αυτά που ώς τότε λάτρευε τυφλά —
όλ’ η παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του —

Τον Αύγουστο του 30 π.Χ. ο Μάρκος Αντώνιος ηττάται για μια ακόμη φορά από τις δυνάμεις του Οκταβιανού, που είχαν πλέον αρχίσει να εισδύουν στην Αίγυπτο, φέρνοντας τον κάποτε πανίσχυρο στρατηγό αντιμέτωπο με την πραγματικότητα ενός πλήρους αδιεξόδου, ιδίως αφού οι περισσότεροι από τους στρατιώτες του προσχώρησαν στις δυνάμεις του αντιπάλου του. Η είδηση, μάλιστα, πως εν τω μεταξύ η Κλεοπάτρα είχε αυτοκτονήσει -έστω κι αν όπως φάνηκε στη συνέχεια δεν ήταν αληθινή- λειτούργησε ως το ύστατο χτύπημα που ώθησε τον Αντώνιο στην απόφαση να αφαιρέσει τη ζωή του.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης μας μεταφέρει νοητά στις τελευταίες στιγμές της ζωής του Αντώνιου και δημιουργεί τη δική του εκδοχή για τις ύστατες σκέψεις του Ρωμαίου στρατηγού. Ο ποιητής χρησιμοποιεί, βέβαια, ως πηγή την τραγωδία του William Shakespeare «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», αλλά προχωρά σε ορισμένες διαφοροποιήσεις, ώστε το τελικό αποτέλεσμα της παρουσίασης του Αντωνίου να υπηρετεί πληρέστερα την εικόνα ενός ανθρώπου, ο οποίος, έστω και την τελευταία στιγμή, ανακτά την αξιοπρέπειά του και αποτινάσσει τη συναισθηματική εκείνη εξάρτηση που επίσπευσε το τέλος του.  
Μόλις ο Αντώνιος ακούει τα κλάματα των γυναικών και τον θρήνο τους για τον ξεπεσμό του∙ μόλις διαπιστώνει την υπερβολή στις ανατολίτικες θρηνητικές χειρονομίες της Κλεοπάτρας και ακούει τα «βαρβαρίζοντα», τα άθλια ελληνικά με τα οποία οι δούλες της επιχειρούν να εκφράσουν τη θλίψη τους, νιώθει την υπερηφάνεια του να ξεσηκώνεται και να αντιδρά. Το ιταλικό του αίμα, που διόλου δεν αναγνωρίζει και δεν αποδέχεται τέτοιες υπερβολές, αηδίασε, κι ο Αντώνιος αίφνης ένιωσε πως όλα αυτά του είναι τελείως ξένα και αδιάφορα. Η Αίγυπτος, η ίδια η Κλεοπάτρα κι όλη αυτή η παράφορη ζωή στην Αλεξάνδρεια, που κάποτε τα λάτρευε με πάθος κι ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα γι’ αυτά, τώρα πια δεν του προκαλούσαν καμία συγκίνηση.
Ο Αντώνιος που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν πλήρως δοσμένος στον έρωτά του για την Κλεοπάτρα, συνειδητοποιεί πως παρασύρθηκε σ’ έναν τρόπο ζωής που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική του ταυτότητα. Το πάθος του για εκείνη τον απομάκρυνε από την επιδίωξη των στόχων του και τον έκανε να παραμελήσει τη διαφύλαξη των κεκτημένων του, με αποτέλεσμα να τα χάνει τώρα όλα. Μια επώδυνη συνειδητοποίηση που του επιτρέπει -έστω και την τελευταία στιγμή- να ανακτήσει ό,τι απέμεινε από την αξιοπρέπειά του και να αντιδράσει σ’ αυτή την ελεεινολογία και σ’ αυτόν τον θρήνο που καθόλου δεν ταιριάζουν σ’ έναν ικανότατο και ένδοξο στρατηγό, όπως ήταν εκείνος.
Ο Αντώνιος γνωρίζει πως έχει ηττηθεί και πως δεν έχει κανένα τρόπο διαφυγής, αυτό όμως, δεν σημαίνει πως θα επιτρέψει στον εαυτό του να ξεπέσει μέχρι του σημείου να τον θεωρούν άξιο λύπησης και να κλαίνε γι’ αυτόν, σαν να είναι κάποιος άδοξος ή αποτυχημένος.       

κ’ είπε «Να μην τον κλαίνε. Δεν ταιριάζουν τέτοια.
Μα να τον εξυμνούνε πρέπει μάλλον,
που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,
κι απέκτησε τόσ’ αγαθά και τόσα.
Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,
αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένος».

Ο Αντώνιος αντιδρά στους θρήνους της Κλεοπάτρας και των υπηρετριών της και ζητά να σταματήσουν τα κλάματα, μιας και τίποτε από αυτά δεν ταιριάζει στο μεγαλείο του. Αντί λοιπόν να τον ελεεινολογούν θα πρέπει να τον εξυμνούν και να θυμούνται πως στάθηκε στη ζωή του μεγάλος εξουσιαστής και κατόρθωσε να αποκτήσει πλήθος αγαθών, μέσα από μια εντυπωσιακή πορεία επιτευγμάτων. Το σημαντικότερο, άλλωστε, είναι πως το τέλος του δεν προήλθε από κάποιον υποδεέστερο, και πως δεν ηττήθηκε από κάποιον άθλιο ξένο∙ γεγονός που θα τον ταπείνωνε. Το τέλος του ήρθε μέσα από την αναμέτρηση με έναν άλλο Ρωμαίο κι αυτό είναι τιμητικό για τον ίδιο, αφού δεν υπέκυψε στη δύναμη κάποιου ξένου, ούτε ηττήθηκε από κάποιο κατώτερο έθνος∙ αντιθέτως, νικήθηκε, Ρωμαίος ο ίδιος, από έναν άλλο Ρωμαίο∙ νικήθηκε από κάποιον ισότιμό του.
Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Αντώνιο να διατηρεί την ψυχραιμία του και να μην αφήνεται σε θρήνους και δάκρυα που θα τον ταπείνωναν πολύ περισσότερο από την στρατιωτική του ήττα, μιας και θα φανέρωναν μια δειλία αταίριαστη με την ως τότε γενναιότητά του. Την κρίσιμη στιγμή που το τέλος του διαφαίνεται αναπόφευκτο, ο Αντώνιος διατηρεί ακέραιο τον αυτοσεβασμό του και δεν ενδίδει σε μάταιους θρήνους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι θυσίασε τα πάντα για χάρη της Κλεοπάτρας και βρέθηκε στη δεινή θέση να βλέπει το έργο μιας ολόκληρης ζωής να καταρρέει, διατηρεί τουλάχιστον
το πολυτιμότερο στοιχείο της ταυτότητάς του∙ διατηρεί την αξιοπρέπειά του.

Ένα από τα αποσπάσματα της τραγωδίας του Shakespeare που αξιοποίησε ο Καβάφης στο ποίημά του:

Αντώνιος:
«Για το άθλιο κατάντημά μου, τώρα, λίγο πριν το τέλος,
μην κλαις και μη λυπάσαι: να γλυκαίνεις το μυαλό σου
ταΐζοντάς το με μνήμες ευχάριστες και εύνοιες της τύχης
παλαιές – τότε που ήμουνα ο μέγιστος του κόσμου ηγεμόνας
και ο πιο γενναίος. Αλλά και τώρα δεν πεθαίνω ντροπιασμένος!
Δεν έβγαλα άνανδρα το κράνος μου μπροστά σ’ άλλο Ρωμαίο:
ως Ρωμαίος αγωνίστηκα γενναία κι από Ρωμαίο έχασα!
Η ψυχή μου φεύγει – δεν αντέχω άλλο!»  

Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», Τέταρτη πράξη, Σκηνή 15
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το πρώτο μέρος της τραγωδίας του Shakespeare, όπου διαφαίνεται ο βαθμός υποδούλωσης του Αντωνίου στα θέλγητρα της Κλεοπάτρας:

Πρώτη Πράξη, Σκηνή 1η

Αλεξάνδρεια. Αίθουσα στο ανάκτορο της Κλεοπάτρας.
(Μπαίνουν ο Δημήτριος και ο Φίλων)

Φίλων:
«Ναι, αλλά κι αυτό το ξελόγιασμα του στρατηγού μας
ξεπερνάει το μέτρο. Τα λαμπερά του μάτια,
που πάνω από τις γραμμές και τις φάλαγγες της μάχης
αστράφταν άλλοτε σαν του αρματωμένου Άρη,
τώρα προσκυνούν, τώρα συγκεντρώνουν όλη τη δύναμη
του βλέμματός τους σ’ ένα μέτωπο μελαχρινό.
Η ετοιμοπόλεμη καρδιά του, που μέσα στην αντάρα της μάχης
φούντωνε κι έσπαγε τις θηλιές της πανοπλίας του,
έχασε όλη την ορμή της και κατάντησε φυσερό,
ριπίδιο που δροσίζει την ακολασία μιας γύφτισσας!

(Σάλπισμα. Μπαίνουν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, η ακολουθία της και οι ευνούχοι που κάνουν αέρα)

Νά τοι, έρχονται! Πρόσεξε τώρα και θα δεις
τον τρίτο στύλο του κόσμου να γίνεται παιχνίδι
στα χέρια μιας πουτάνας. Κοίτα και θα δεις.»

Κλεοπάτρα:
«Αν μ’ αγαπάς αληθινά, πες μου πόσο.»

Αντώνιος:
«Η αγάπη που μετριέται είναι φτωχιά και κακομοίρα.»

Κλεοπάτρα:
«Θα βάλω όριο: να ξέρεις ως που θέλω να μ’ αγαπούν.»

Αντώνιος:
«Τότε, ψάξε να βρεις νέο ουρανό και νέα γη.»

Αντώνιος και Κλεοπάτρα (42-31 π.Χ.)

Προσωπικότητα και σχέδια της Κλεοπάτρας
Με την υποστήριξη του Καίσαρος η Κλεοπάτρα είχε επιτύχει απόλυτα τον σκοπό της, να παραμερίσει δηλαδή τους άλλους διεκδικητές του θρόνου και να γίνει μόνη αυτή βασίλισσα στην Αίγυπτο. Παράλληλα όμως προκάλεσε την αντιπάθεια των Ρωμαίων ακριβώς εξαιτίας των σχέσεών της με τον Καίσαρα, ιδιαίτερα από την εποχή που έμεινε ως φιλοξενούμενη του δικτάτορος στη Ρώμη. Η αντιπάθεια αυτή δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι η Κλεοπάτρα ήταν ξένη «Αιγυπτία» όπως την αποκαλούσαν δυσφημιστικά Ρωμαίοι συγγραφείς, ούτε στο ότι είχε αποκτήσει γιο από τον Καίσαρα (πράγμα που αμφισβητούσαν οι αντίπαλοί της και αμφισβητούν ακόμη και νεότεροι ιστορικοί). Την Κλεοπάτρα αντιπαθούσαν οι Ρωμαίοι κυρίως επειδή, επηρεασμένοι από την προπαγάνδα των αντιπάλων του δικτάτορος, έβλεπαν στον Καίσαρα τον μέλλοντα μονάρχη μιας αυτοκρατορίας με κέντρο όχι τη Ρώμη, αλλά την Αλεξάνδρεια. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ούτε ο Καίσαρ αλλά ούτε και η Κλεοπάτρα είχαν τέτοια σχέδια. Όμως η υποψία υπήρχε και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην κίνηση εναντίον του Καίσαρος, που κατέληξε, όπως είναι γνωστό, στη δολοφονία του.
Εκείνο που ήθελε η Κλεοπάτρα ήταν να καταστήσει το κράτος της ισχυρό βασίλειο, όπως ήταν πριν. Στην πραγμάτωση αυτού του σκοπού απέβλεπαν όλες οι πολιτικές πράξεις της, αλλά και ό,τι έπραξε ως γυναίκα. Φιλόδοξη όσο καμιά ίσως από τις προηγούμενες βασίλισσες της Αιγύπτου και επηρεασμένη από το περιβάλλον όπου είχε μεγαλώσει δεν γνώριζε ηθικούς φραγμούς. Αν δεν είναι απόλυτα βέβαιο ότι αυτή δηλητηρίασε τον αδερφό της, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η θανάτωση της αδερφής της Αρσινόης (το 41 π.Χ.), που είχε καταφύγει ως ικέτης στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, έγινε έπειτα από δική της υπόδειξη προς τον Αντώνιο. Οι ερωτικές σχέσεις που συνήψε με τον Καίσαρα οφείλονταν σε καθαρά πολιτικό υπολογισμό. Το ίδιο ισχύει, όπως παραδέχονται οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί, και για τις σχέσεις της με τον Μάρκο Αντώνιο ο οποίος αντίθετα την αγαπούσε, όπως φαίνεται, πραγματικά. Η Κλεοπάτρα όμως ήξερε να καλύπτει τη σκοπιμότητα με την ελκυστικότητα της συμπεριφοράς της. Εξαιρετικά ωραία, όπως φαίνεται από προτομές της σε νομίσματα και όπως μαρτυρεί ο Πλούταρχος, δεν ήταν. Συνδυάζοντας δυναμικότητα με εξαιρετική ευφυΐα, μεγάλη φιλοδοξία με ρεαλιστικό πνεύμα, η Κλεοπάτρα αποτελεί ασφαλώς μία από τις εντυπωσιακότερες γυναικείες μορφές στην ιστορία του αρχαίου κόσμου.
Η Κλεοπάτρα είχε καταλάβει ότι για να γίνει η Αίγυπτος ισχυρό κράτος χρειαζόταν την υποστήριξη του εκάστοτε ισχυρός αντρός της Ρώμης: έτσι μόνο θα μπορούσε να ανακτήσει μέρος τουλάχιστον των εδαφών που ανήκαν πριν στο πτολεμαϊκό βασίλειο, εδάφη απαραίτητα όχι μόνο για την ενίσχυση της οικονομίας της αλλά και για τη στρατολόγηση μισθοφόρων, όπως και για την πρόσληψη προσώπων (Ελλήνων κυρίως) ικανών να καταλάβουν ηγετικές θέσεις στην οικονομία, στον στρατό και στη διοίκηση της χώρας.
Η πολιτική σύνεση και το ρεαλιστικό πνεύμα της βασίλισσας φάνηκαν από τα πρώτα ήδη χρόνια της βασιλείας της, όταν δηλαδή μετά τη δολοφονία του Καίσαρα ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ των ηγετών της συνωμοσίας και των υποστηρικτών του δικτάτορα. Αν και δεν ήταν καθόλου εύκολο, η Κλεοπάτρα κατόρθωσε να τηρήσει ουδετερότητα παρά τις ευνοϊκές διαθέσεις της προς τους οπαδούς του παλαιού εραστή της. Στον Γάιο Κάσσιο Λογγίνο, έναν από τους αρχηγούς της συνωμοσίας, αρνήθηκε να δώσει τη βοήθεια που της ζήτησε προβάλλοντας ως δικαιολογία την πείνα και την επιδημία που είχε ενσκήψει στη χώρα της (43 π.Χ.). Ωστόσο δεν μπόρεσε να εμποδίσει την προσχώρηση των ρωμαϊκών λεγεώνων που βρίσκονταν στην Αίγυπτο στην παράταξη των συνωμοτών (τις λεγεώνες αυτές έφερε στον Κάσσιο ένας οπαδός του, αξιωματικός του διοικητού της Συρίας Δολαβέλλα, που εκμεταλλεύτηκε την αδράνεια του προϊσταμένου του). Ένα χρόνο αργότερο, μετά την ήττα των συνωμοτών στους Φιλίππους (42 π.Χ.), η Κλεοπάτρα μετέβαλε πολιτική και συγχρόνως εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του χαρακτήρα ενός από τους δύο αρχηγούς των νικητών, του Μάρκου Αντώνιου.

Σχέσεις της Κλεοπάτρας με τον Μάρκο Αντώνιο
Λίγο μετά τη μάχη ο Αντώνιος κάλεσε την Κλεοπάτρα, στέλνοντας στην Αλεξάνδρεια τον αξιωματικό του Κόιντο Δέλλιο, να έλθει στην Ταρσό για να δώσει εξηγήσεις σχετικά με την επιφυλακτική της στάση προς τους οπαδούς του Καίσαρα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Μάρκος Αντώνιος ήθελε να φέρει υπό την επιρροή του την Αίγυπτο, σύμφωνα με το γενικό του σχέδιο να γίνει κύριος όλης της ελληνιστικής Ανατολής. Αλλά η πρόσκληση δεν είχε μόνο πολιτικά ελατήρια. Εξίσου, ή ίσως περισσότερο, ενδιαφερόταν ο Μάρκος Αντώνιος για την ίδια τη βασίλισσα. Η Κλεοπάτρα είχε ακούσει για τη φιληδονία του (αδυναμία που δεν τον εμπόδιζε όμως να είναι λαμπρός στρατηγός) και προετοιμάστηκε όπως έπρεπε για τη συνάντηση. Το θέαμα που είδαν οι κάτοικοι της Ταρσού όταν έφτασε, περνώντας τον ποταμό Κύδνο, στην πόλη η βασίλισσα ήταν, σύμφωνα τουλάχιστον με την περιγραφή που δίνει ο Πλούταρχος (στη βιογραφία του Μάρκου Αντώνιου), φαντασμαγορικό. Τη βασίλισσα, που ήταν ντυμένη ως Αφροδίτη και περιστοιχιζόταν από Νηρηίδες, Χάριτες και Έρωτες, υποδέχτηκε ο Νέος Διόνυσος, όπως ονομαζόταν από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας (και εμφανιζόταν άλλωστε) ο Μάρκος Αντώνιος. Αντί να απολογηθεί η Κλεοπάτρα κάλεσε τον Ρωμαίο στρατηγό σε δείπνο και συνέχισε την ερωτική ζωή μαζί του αρκετές ημέρες. Έπειτα ήλθαν και οι δύο στην Αλεξάνδρεια όπου πέρασαν διασκεδάζοντας όλο τον χειμώνα (41/40 π.Χ.). Ο Αντώνιος αδιαφορούσε τόσο για τη νόμιμη σύζυγό του Φουλβία, όσο και για τα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στην Ιταλία. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξήσει την επιρροή του στην Ιταλία ο ανταγωνιστής του Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός κερδίζοντας τον πόλεμο που προκάλεσαν εναντίον του -εξεγείροντας τους παλαιμάχους που περίμεναν την απονομή κλήρων από τον Οκταβιανό- ο αδελφός του Μάρκου Αντώνιου Λεύκιος (ύπατος το 41 π.Χ.) και η γυναίκα του Φουλβία. Μόνο η εισβολή των Πάρθων στη Μικρά Ασία ανάγκασε τον Μάρκο Αντώνιο να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια και την ερωμένη του.
Μακριά από την Κλεοπάτρα ο Μάρκος Αντώνιος ακολούθησε ακριβώς αντίθετη πολιτική από εκείνη που συνέφερε τη βασίλισσα: τον Σεπτέμβριο του 40 π.Χ. συμβιβάστηκε, υπό την πίεση του στρατού, με τον αντίπαλό του και νυμφεύτηκε μάλιστα μερικούς μήνες μετά τον θάνατο της Φουλβίας την αδελφή του Οκταβιανού Οκταβία.
Αλλά ο χωρισμός ήταν προσωρινός. Στο τέλος του Φθινοπώρου του 37 π.Χ. ο Μάρκος Αντώνιος, προετοιμάζοντας την εκστρατεία εναντίον των Πάρθων, ήρθε στη Συρία (πιθανότατα στην Αντιόχεια), όπου έφθασε και η Κλεοπάτρα. Τη συνόδευε στο ταξίδι της από την Αλεξάνδρεια ως εκεί ο αξιωματικός του Αντωνίου Γάιος Φοντήιος Καπίτων που στάλθηκε για τον σκοπό αυτό στην Αίγυπτο. Τη συνάντηση με την Κλεοπάτρα επιδίωξε ο Μάρκος Αντώνιος, επειδή χρειαζόταν την οικονομική υποστήριξη της βασίλισσας στην εκστρατεία του εναντίον των Πάρθων ή ακόμη επειδή έβλεπε ότι ο συμβιβασμός με τον Οκταβιανό δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Οπωσδήποτε όμως τον ώθησε και η αγάπη που έτρεφε προς τη βασίλισσα, με την οποία είχε αποκτήσει δύο δίδυμα παιδιά, τον Αλέξανδρο Ήλιο και την Κλεοπάτρα Σελήνη. Την άνοιξη του 36 π.Χ. ο Μάρκος Αντώνιος νυμφεύθηκε την Κλεοπάτρα, χωρίς όμως να διαλύσει τον γάμο του με την Οκταβία, μολονότι γνώριζε ότι ο γάμος του με τη βασίλισσα της Αιγύπτου ήταν, σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, άκυρος. Όπως υποστηρίζουν νεότεροι ιστορικοί, είναι πολύ πιθανό ότι ο Αντώνιος σκεπτόταν και ενεργούσε όχι πια ως Ρωμαίος άρχων, αλλά ως ελληνιστικός μονάρχης. Το 36 ή 35 π.Χ. η Κλεοπάτρα απέκτησε και τρίτο παιδί από τον Μάρκο Αντώνιο, που το ονόμασε Πτολεμαίο Φιλάδελφο.
Η Κλεοπάτρα δεν περιορίστηκε μόνο στην αναγνώρισή της ως νόμιμης συζύγου. Πέτυχε να της δοθούν από τον Μάρκο Αντώνιο ως «δώρα» η περιοχή της Χαλκίδος στη νότια ή Κοίλη Συρία (μετά τη θανάτωση του ηγεμόνα Λυσανία που κατηγορήθηκε από τη βασίλισσα ότι είχε συμμαχήσει με τους Πάρθους), τμήμα της συριακής παραλίας (από τον ποταμό Ελεύθερο ως τη Σιδώνα), θέσεις στην Κιλικία, Κρήτη, και στη χώρα των Ναβαταίων.
Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Μάρκου Αντώνιου κατά των Πάρθων, η Κλεοπάτρα εφοδίασε τον στρατό του με ρουχισμό, του έδωσε χρήματα και τον συνόδευσε η ίδια στη Συρία. Εκεί έφθασε η είδηση ότι η αδελφή του Οκταβιανού και σύζυγος, όπως αναφέραμε, του Μάρκου Αντώνιου Οκταβία ερχόταν με 2.000 άνδρες και αρκετά εφόδια να τον συναντήσει και ότι περίμενε απάντησή του στην Αθήνα. Ο Αντώνιος κατάλαβε -δεν ήταν άλλωστε και πολύ δύσκολο- ότι η ενέργεια της Οκταβίας οφειλόταν σε υπόδειξη του Οκταβιανού που τον έφερνε έτσι σε δίλημμα ή να δεχτεί να την συναντήσει, οπότε όχι μόνο θα εγκατέλειπε την Κλεοπάτρα, αλλά και θα δήλωνε την υποταγή του σε αυτόν, ή να αρνηθεί, συνδέοντας έτσι στενότερα την πολιτική του με τα σχέδια της Κλεοπάτρας, πράγμα όμως που θα ενίσχυε την προπαγανδιστική εκστρατεία του Οκταβιανού εναντίον του. Ο Μάρκος Αντώνιος προτίμησε το δεύτερο. Στην απόφασή του συνέβαλε βέβαια και η ίδια η Κλεοπάτρα (έπεσε σε μελαγχολία και απειλούσε ακόμη ότι θα αυτοκτονήσει), πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι και χωρίς αυτές τις κάπως επιτηδευμένες εκδηλώσεις της βασίλισσας ο Μάρκος Αντώνιος πάλια θα απέρριπτε την πρόσκληση της Οκταβίας, εφόσον δεν ήθελε να υποταχθεί στον (πολύ νεότερο και ως προς τις στρατιωτικές του ικανότητες πολύ κατώτερο) Οκταβιανό.

Σύγκρουση Μάρκου Αντώνιου και Οκταβιανού
Ο Μάρκος Αντώνιος δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εχθρός του λαού», όχι μόνο γιατί ήταν Ρωμαίος πολίτης (και μάλιστα ευγενούς καταγωγής), αλλά και γιατί ως ικανός στρατηγός και στενός φίλος του Καίσαρα συγκέντρωνε το θαυμασμό και τη συμπάθεια πολλών Ρωμαίων∙ και ο Οκταβιανός ήθελε με κάθε τρόπο να διαλύσει την εντύπωση ότι διεξήγαγε εμφύλιο πόλεμο.
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του αρχαίου κόσμου δεν είχε γίνει ίσως κατασυκοφάντηση πολιτικού αντιπάλου σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο στην προπαγάνδα του Οκταβιανού. Ο Μάρκος Αντώνιος παριστανόταν στους Ρωμαίους ως τυφλό όργανο μιας ξένης μάγισσας(!), δηλαδή της Κλεοπάτρας. Με την έλλειψη κάθε ηθικού δισταγμού που τον διέκρινε προκειμένου να εξοντώσει ηθικά τον αντίπαλό του, ο Οκταβιανός διέταξε να αποσπαστεί με βία η διαθήκη του Μάρκου Αντώνιου από τον ναό της Εστίας όπου φυλασσόταν, την άνοιξε και ανακοίνωσε ο ίδιος το περιεχόμενό της στη Σύγκλητο. Η επιθυμία του Μάρκου Αντώνιου να ταφεί μαζί με την Κλεοπάτρα στην Αλεξάνδρεια ερμηνεύτηκε ως πρόθεσή του να καταστήσει πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους της πόλη του Νείλου∙ έτσι στα μάτια των Ρωμαίων ο Μάρκος Αντώνιος έγινε «προδότης του έθνους».    
Όπως συμβαίνει συνήθως, έτσι λίγο πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών οι δύο αντίπαλοι προσπαθούσαν να αποσείσουν από τον εαυτό τους την ευθύνη του πολέμου. Ο Οκταβιανός κατηγορούσε τον Μάρκο Αντώνιο για τον γάμο του με την Κλεοπάτρα και την αναγνώριση των παιδιών που είχε αποκτήσει από αυτήν, πράξεις άκυρες κατά το ρωμαϊκό δίκαιο, όπως ήταν και οι «δωρεές» του έτους 34 π.Χ. και η αναγνώριση του Καισαρίωνος ως γιου του Καίσαρα. Στην τελευταία πράξη απέδιδε ιδιαίτερη σημασία ο Οκταβιανός, επειδή ήθελε να εμφανίζεται μόνος αυτός γιος και επομένως κληρονόμος του Καίσαρα. Ο Μάρκος Αντώνιος απάντησε σε πολύ οξύ τόνο ότι ο γάμος του με την Κλεοπάτρα αποτελούσε υπόθεση της ιδιωτικής του ζωής και ότι ο ίδιος ως ώριμος άνθρωπος είχε σαφή επίγνωση των πράξεών του.
Τον Οκτώβριο του 32 π.Χ., λίγο μετά την επίσημη κήρυξη του πολέμου από τη Σύγκλητο που, κατά την υπόδειξη του Οκταβιανού, στρεφόταν κατά της Κλεοπάτρας, η βασίλισσα και ο Μάρκος Αντώνιος ήρθαν στην Κέρκυρα, από εκεί στην Πάτρα και με την έναρξη των επιχειρήσεων στο Άκτιο. Ο στόλος τους κάλυπτε την έκταση από τα νότια παράλια της Πελοποννήσου ως την Κέρκυρα. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του στρατού είχε συγκεντρωθεί στα παράλια της Ακαρνανίας. Οι δυσκολίες του επισιτισμού και ο αποκλεισμός των δυνάμεων του Μάρκου Αντώνιου στον Αμβρακικό κόλπο από τον ικανό στρατηγό του Οκταβιανού Μάρκο Ουιψάνιο Αγρίππα δημιούργησαν πνεύμα ηττοπάθειας στον στρατό του. Αρκετοί στρατιώτες του αυτομόλησαν στο στρατόπεδο του αντιπάλου του. Τον Μάρκο Αντώνιο εγκατέλειψαν επίσης, κυρίως από την αντιπάθεια που έτρεφαν προς την Κλεοπάτρα, οι στρατηγοί του Γνάιος Δομίτιος Αηνόβαρβος και ο Κόιντος Δέλλιος.
Με σχετική ευκολία μπόρεσε ο Αγρίππας να καταλάβει τη Λευκάδα, έπειτα την Κόρινθο και την Πάτρα, αποκλείοντας έτσι εντελώς τον Μάρκο Αντώνιο από τη θάλασσα. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε τη διαταγή της επιθέσεως. Ενώ η ναυμαχία συνεχιζόταν αμφίρροπη μεγάλο μέρος του στόλου του τον εγκατέλειψε και ο Μάρκος Αντώνιος υποχρεώθηκε να δώσει το σύνθημα της φυγής, αναγκάστηκε μάλιστα να εγκαταλείψει τη ναυαρχίδα του και να επιβιβαστεί σε άλλο πλοίο. Ωστόσο κατόρθωσε να συνενωθεί με την Κλεοπάτρα, ώστε με τα υπόλοιπα πλοία και όλα σχεδόν τα χρήματα του πολεμικού ταμείου να διαφύγουν και να έλθουν στην παραλία της Λιβύης. Έτσι έληξε η περίφημη ναυμαχία του Ακτίου.

Θάνατος του Μάρκου Αντώνιου
Αφού έμεινε για λίγο στη Λιβύη μόνος (η Κλεοπάτρα είχε φτάσει εν τω μεταξύ στην Αλεξάνδρεια) αναγκάστηκε να έλθει και αυτός στην Αίγυπτο, όταν είδε να τον εγκαταλείπουν και οι στρατιώτες του. Μάταια προσπάθησε η Κλεοπάτρα να διώξει τη μελαγχολία του με συμπόσια και εορτές. Άλλωστε άρχισε να χάνει και η ίδια το θάρρος της. Σκεπτόταν, μάλιστα, να συνεχίσει τον πόλεμο, οργανώνοντας την άμυνα της χώρας της και συγκεντρώνοντας νέες δυνάμεις από την Ασία∙ άλλοτε σχεδίαζε να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ισπανία. Ακόμη σκεπτόταν να φύγει, παίρνοντας όλους τους θησαυρούς της, προς την Ερυθρά θάλασσα. Τέλος σκέφτηκε να αυτοκτονήσει, αφού προηγουμένως εξασφάλιζε το μέλλον των παιδιών της.
Αλλά το μέλλον των παιδιών της, όπως και το δική της και του Αντωνίου, για τον οποίο βέβαια ενδιαφερόταν λιγότερο, εξαρτιόταν από τον Οκταβιανό. Γι’ αυτό έπρεπε οπωσδήποτε να έρθει σε συνεννόηση μαζί του, όσο κι αν αυτό έθιγε την υπερηφάνεια της. Δυστυχώς γι’ αυτήν ο Οκταβιανός ήταν ένας ψυχρός υπολογιστής και μοναδικός του σκοπός ήταν να γίνει κύριος των θησαυρών της βασίλισσας. Και το μόνο που δεν θα μπορούσε να δεχτεί ως βάση διαπραγματεύσεων ήταν η αναγνώριση του κράτους των Πτολεμαίων με βασιλιά έναν από τους γιους της Κλεοπάτρας, έστω και υποτελή στη Ρώμη. Κατάλυση όμως του κράτους των Πτολεμαίων χωρίς να προηγηθεί ο θάνατος της Κλεοπάτρας ήταν, κατά τον Οκταβιανό, εσφαλμένη πολιτική∙ γιατί η παρουσία και μόνο της βασίλισσας, που εκπροσωπούσε τη νόμιμη δυναστεία, θα αρκούσε για να προκαλέσει εξέγερση κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Με τις προτάσεις και τις αντιπροτάσεις που έκανε στο διάστημα των υπόλοιπων μηνών ο Οκταβιανός φρόντισε να κρατά την Κλεοπάτρα σε αβεβαιότητα. Την πρώτη φορά, όταν ήλθαν πρέσβεις της Κλεοπάτρας στη Συρία, όπου βρισκόταν, και του προσέφεραν τα σύμβολα της βασιλικής εξουσίας (σκήπτρο και διάδημα), ο Οκταβιανός απάντησε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη των διαπραγματεύσεων ήταν να αφοπλισθεί∙ μυστικά όμως παρήγγειλε στη βασίλισσα ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κλεοπάτρας και Οκταβιανού συνεχίστηκαν, ακόμη και όταν τα στρατεύματα του τελευταίου άρχισαν να εισχωρούν (καλοκαίρι του 30 π.Χ.) στο έδαφος της Αιγύπτου. Ο Μάρκος Αντώνιος κατόρθωσε να αποκρούσει επίθεση του ιππικού στην περιοχή του Δέλτα, στην επόμενη όμως μάχη (1η Αυγούστου του 30 π.Χ.) εγκαταλείφθηκε από τους περισσότερους στρατιώτες του που προσχώρησαν στον Οκταβιανό. Όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, έμαθε ότι είχε αυτοκτονήσει η Κλεοπάτρα. Στην πραγματικότητα η βασίλισσα είχε αποσυρθεί με δύο θαλαμηπόλους της στο μαυσωλείο που είχε κτιστεί λίγο πριν. Αλλά ο Μάρκος Αντώνιος πίστεψε στην είδηση. Η ψυχική αντοχή του είχε πια εξαντληθεί∙ αφήνοντας το σώμα του να πέσει στο ξίφος του αυτοκτόνησε. Ενώ ακόμη ψυχορραγούσε, έμαθε ότι η Κλεοπάτρα ζούσε και είπε να τον φέρουν κοντά της∙ και ξεψύχησε δίπλα της.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Κλεοπάτρα δεν αισθανόταν την ίδια αγάπη που έτρεφε γι’ αυτήν ο Μάρκος Αντώνιος∙ ίσως να μην τον αγαπούσε καθόλου. Σύντομα, πάντως, ακολούθησε τη μοίρα του Αντωνίου, τερματίζοντας τη ζωή της, αφού πρώτα προσέφερε νεκρικές θυσίες στον τάφο του.


[Οι ιστορικές πληροφορίες έχουν αντληθεί από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών, τόμος Ε΄]    

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Εξάρτηση των νέων από το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Εξάρτηση των νέων από το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια

Το πλήθος των δυνατοτήτων που προσφέρει το διαδίκτυο στον τομέα της διασκέδασης και της επικοινωνίας, όπως και το εντυπωσιακό των ηλεκτρονικών παιχνιδιών που είναι διαθέσιμα σε αυτό, προσελκύουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον των παιδιών προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η χρήση του διαδικτύου από άτομα νεαρής ηλικίας φτάνει σε σημεία υπερβολής και αποκτά το χαρακτήρα ψυχαναγκασμού. Το άτομο παραμελεί τις καθημερινές του υποχρεώσεις ή απομονώνεται από τον κοινωνικό του περίγυρο, μόνο και μόνο για να διασφαλίσει περισσότερες ώρες ενασχόλησης με το διαδίκτυο, και αντιδρά με εκνευρισμό απέναντι στο ενδεχόμενο να στερηθεί τη δυνατότητα αυτή.

Αίτια εξάρτησης από το διαδίκτυο

- Η ενασχόληση με το διαδίκτυο χάρη στο συνδυασμό ερεθισμάτων που αυτό προσφέρει και στις ποικίλες δυνατότητές του -πρόσβαση σε αρχεία μουσικής, βίντεο, κινηματογραφικές ταινίες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χώρους συζήτησης, παιχνίδια- επιδρά σημαντικά στη διάθεση του ατόμου και του δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα, τα οποία έρχονται πιθανώς σε αντίθεση με την καθημερινή του πραγματικότητα. Το άτομο αναζητά υπ’ αυτή την έννοια τα θετικά εκείνα συναισθήματα που αδυνατεί να αντλήσει από το οικογενειακό ή κοινωνικό του περιβάλλον.
Η διαρκής καταφυγή στο διαδίκτυο μπορεί να είναι δείκτης αυξημένων εντάσεων ή δυσκολιών στο πλαίσιο της οικογένειας, και να αποτελεί απότοκο της επιθυμίας του νέου να αποστασιοποιηθεί από το συγκρουσιακό κλίμα που βιώνει στο σπίτι του.

- Στο χώρο του διαδικτύου ο νέος -και ιδίως ο έφηβος- αισθάνεται την ελευθερία να υιοθετήσει και να διαμορφώσει μια προσωπικότητα διαφορετική από την πραγματική, επωφελούμενος από την απουσία οπτικής επαφής και δια ζώσης συναναστροφής με τους άλλους χρήστες. Έτσι, ζητήματα εμφάνισης, που πιθανώς του προκαλούν ανασφάλεια, αισθήματα συστολής ή αμηχανίας, που χαρακτηρίζουν την πραγματική του συμπεριφορά, όπως και κάθε πιθανό σύμπλεγμα που δυσχεραίνει τις διαπροσωπικές του σχέσεις, αίρονται χάρη στην ανωνυμία του διαδικτύου και προσφέρουν στον νέο την ευκαιρία να «συμπεριφερθεί» και να «αλληλεπιδράσει» με άλλα άτομα με την επιθυμητή άνεση, καθώς και με το αναγκαίο αίσθημα ασφάλειας, αφού μπορεί να διακόψει ανά πάσα στιγμή την επικοινωνία αυτή.

- Το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια συνιστούν για τους νέους μια σαφώς προτιμότερη ενασχόληση απ’ ό,τι η μελέτη των σχολικών μαθημάτων ή ακόμη και ο αθλητισμός∙ ιδίως, μάλιστα, για τους νέους που δεν έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο ή στις αθλητικές δραστηριότητες. Αρκετοί έφηβοι επιλέγουν, έτσι, το διαδίκτυο, αφού αυτό δεν αποτελεί για εκείνους πηγή απογοητεύσεων ή υπενθύμισης των μειονεκτημάτων τους, όπως συμβαίνει κάθε φορά που επιχειρούν να αθληθούν ή να καταπιαστούν με τα μαθήματα του σχολείου.

- Συχνά η κατάθλιψη αποτελεί παράγοντα που ωθεί τους νέους στην υπερβολική χρήση του διαδικτύου∙ χωρίς εντούτοις, να παραγνωρίζεται το γεγονός πως η εξάρτηση αυτή λειτουργεί και αντίστροφα ως γενεσιουργός αιτία καταθλιπτικών συναισθημάτων.
Πέρα, πάντως, από την κατάθλιψη, ακόμη και αγχώδεις διαταραχές ή η δυσκολία του ατόμου να διαχειριστεί αποτελεσματικά το αίσθημα πίεσης που του προκαλούν οι καθημερινές υποχρεώσεις, ενδέχεται να λειτουργήσουν ως παράγοντες εξώθησης στο διαδίκτυο.

- Η εξάρτηση από το διαδίκτυο, μπορεί, υπό μία έννοια, να γίνει αντιληπτή όπως και κάθε άλλη μορφή εξάρτησης, γεγονός που την καθιστά πιθανότερη σε άτομα που είναι εν γένει επιρρεπή στις εξαρτήσεις (addictive personality). Σε πολλές περιπτώσεις η σχετικά ήπια αυτή μορφή εξάρτησης μπορεί να αποτελέσει τον έγκαιρο δείκτη αναγνώρισης της τάσης του ατόμου να εξαρτάται από ουσίες ή δραστηριότητες, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί αρνητικά συναισθήματα, όπως αυτά μιας μη διαγνωσμένης κατάθλιψης.

- Συμπληρωματικά σε άλλες πιθανές αιτίες λειτουργεί συχνά η τάση του εφήβου να υιοθετεί ή να αποδέχεται ως κοινωνικώς ορθές τις συμπεριφορές των συνομηλίκων του. Έτσι, αν ο στενός φιλικός κύκλος του εφήβου δαπανά πολλές ώρες καθημερινά στο διαδίκτυο, τότε είναι πολύ πιθανό να παρασυρθεί ο έφηβος σε μια ανάλογη συμπεριφορά προκειμένου να αισθάνεται πως έχει κοινά ενδιαφέροντα με τους φίλους του.

Συνέπειες - συμπτώματα της εξάρτησης από το διαδίκτυο

- Ο έφηβος που είναι εξαρτημένος από το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια τείνει να αφιερώνει σε αυτές τις δραστηριότητες αρκετές ώρες καθημερινά με άμεση συνέπεια να παραμελεί τις σχολικές του υποχρεώσεις. Οι επιδόσεις του στα σχολικά μαθήματα παρουσιάζουν σημαντική κάμψη, ενώ αντιστοίχως παρατηρείται ασυνέπεια στην ολοκλήρωση των εργασιών του και συχνές καθυστερήσεις στις διάφορες εξωσχολικές υποχρεώσεις του.

- Ο έφηβος παρουσιάζει συναισθήματα εκνευρισμού, άγχους ή και κατάθλιψης σε περίπτωση που δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο. Συνάμα, σε περίπτωση που οφείλει να λάβει άδεια από τους γονείς του για να χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο, τείνει να είναι ανειλικρινής σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση της μελέτης και των σχολικών του εργασιών.

- Ο έφηβος αρνείται ή επιχειρεί να αποφύγει την εκτέλεση ακόμη και απλών καθημερινών οικιακών εργασιών, όπως είναι για παράδειγμα η τακτοποίηση του δωματίου του, και δείχνει να είναι ευδιάθετος μόνο όταν βρίσκεται μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή του.

- Σε πιο έντονες περιπτώσεις εξάρτησης ο έφηβος απομονώνεται τόσο από τα μέλη της οικογένειάς του όσο και από τους φίλους του, επιλέγοντας να περνά κάθε στιγμή του ελεύθερου χρόνου του στο διαδίκτυο. Συμπεριφορά που συνοδεύεται συχνά από αισθήματα κατάθλιψης ή και διαρκούς σωματικής κόπωσης και απροθυμίας για κάθε σωματική δραστηριότητα, όπως είναι η άθληση.

- Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις αυτής της εξάρτησης σε σωματικό επίπεδο, μπορούν να καταγραφούν οι διαταραχές στο σωματικό βάρος του εφήβου -αύξηση ή απώλεια βάρους-, οι πονοκέφαλοι, το θόλωμα της όρασης λόγω της συνεχούς έκθεσης στην ακτινοβολία του υπολογιστή, πόνοι στην πλάτη, καθώς και το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, λόγω της πολύωρης χρήσης του πληκτρολογίου. Ενώ, συχνές είναι και οι διαταραχές ύπνου που συνδέονται με την κατάθλιψη που προκαλείται στο άτομο, αλλά και με την επιθυμία του να παρατείνει, όσο μπορεί, τη χρήση του διαδικτύου κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Τρόποι πρόληψης και αντιμετώπισης

- Η πρόληψη αυτής της κατάστασης βαρύνει κυρίως τους γονείς του εφήβου και του παιδιού, οι οποίοι οφείλουν να αφιερώνουν καθημερινά ικανό χρόνο στην επικοινωνία μαζί του. Δεν είναι, άλλωστε, λίγες οι φορές κατά τις οποίες οι γονείς εκλαμβάνουν την ενασχόληση του παιδιού τους με το διαδίκτυο ως μια ευτυχή συγκυρία που τους απαλλάσσει από την «υποχρέωση» να δαπανήσουν χρόνο ασχολούμενοι μαζί του, ιδίως όταν λόγω του ασφυκτικού εργασιακού τους προγράμματος δεν έχουν τέτοιου είδους χρονικά περιθώρια. Το διαδίκτυο έχει υπό μία έννοια υποκαταστήσει την τηλεόραση στο να αποσπά την προσοχή των παιδιών και να προσφέρει στους γονείς τη δυνατότητα να ασχοληθούν με τις δικές τους λοιπές υποχρεώσεις. Το διαδίκτυο, εντούτοις, δεν είναι τόσο «ασφαλές» όσο τα επιλεγμένα από τους γονείς τηλεοπτικά προγράμματα, εφόσον εκθέτει το παιδί σε διαδικτυακές συναναστροφές και επιδράσεις με εν δυνάμει επικίνδυνες συνέπειες.
Οι γονείς οφείλουν να εξοικειωθούν με το διαδίκτυο και να κατανοήσουν το πλήθος των δυνατοτήτων που αυτό προσφέρει στους χρήστες του. Οφείλουν, επιπλέον, να μην το αντιμετωπίζουν με αθωότητα και να μην εθελοτυφλούν απέναντι στο γεγονός ότι ο έφηβος μπορεί εύκολα να εκτεθεί σε περιεχόμενο ακατάλληλο για την ηλικία του ή να εμπλακεί σε συζητήσεις με άτομα δόλιων προθέσεων. Οφείλουν, άρα, να προνοήσουν, ώστε μέσω των αναγκαίων φίλτρων να εμποδίζουν την εμφάνιση ιστοσελίδων με ακατάλληλο περιεχόμενο και παράλληλα να διατηρούν διαρκή επαφή με το παιδί τους, ώστε να ενημερώνονται για τη διαδικτυακή του δραστηριότητα. Καίρια, άλλωστε, είναι η έγκαιρη συζήτηση σχετικά με τα οφέλη αλλά και τους κινδύνους του διαδικτύου, ώστε τα παιδιά να είναι ενήμερα τόσο για τη μεγάλη σημασία που έχει η προφύλαξη της ιδιωτικότητάς τους, όσο και για τις συνέπειες που επιφέρει η υπερβολική χρήση του διαδικτύου.  

- Το γεγονός ότι ο εθισμός στο διαδίκτυο μπορεί να προκύπτει ως αποτέλεσμα κατάθλιψης ή κάποιας άλλης διαταραχής, σημαίνει πως οι γονείς οφείλουν να ζητήσουν εγκαίρως ιατρική συνδρομή. Θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει πρώτα σαφές πως η συνεχής ενασχόληση με το διαδίκτυο δεν συνιστά κατ’ ανάγκη εξάρτηση από αυτό. Ο έφηβος ενδέχεται να το χρησιμοποιεί συχνά προκειμένου να αξιοποιήσει τις ποικίλες δυνατότητες που αυτό προσφέρει, αντιμετωπίζοντάς το κυρίως ως εργαλείο για την εκπαίδευσή του και ως μέσο για την ενίσχυση της κοινωνικότητάς του. Στην περίπτωση αυτή η διάθεση του εφήβου δεν εξαρτάται από το αν μπορεί ή όχι να περάσει αρκετές ώρες στο διαδίκτυο, και συνάμα, δεν υπάρχουν ανησυχητικές ενδείξεις σε σχέση με τη συμπεριφορά του, τις επιδόσεις του στο σχολείο και τις κοινωνικές του δεξιότητες.
Στον αντίποδα της υγιούς αυτής στάσης τοποθετείται η συμπεριφορά του εξαρτημένου από το διαδίκτυο εφήβου∙ πτώση στις σχολικές επιδόσεις, μελαγχολική διάθεση, εκνευρισμός, ασυνέπεια στις υποχρεώσεις και επίμονη προσκόλληση στο διαδίκτυο αποτελούν μερικούς από τους δείκτες που θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τη μεριά των γονιών.

- Σημαντικό βήμα για τον περιορισμό της εξάρτησης από το διαδίκτυο είναι η σταδιακή ένταξη άλλων δραστηριοτήτων στο πρόγραμμα του εφήβου∙ δραστηριοτήτων που εμπεριέχουν το στοιχείο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Η ενασχόληση με τον αθλητισμό, τη μουσική, το θέατρο ή η συμμετοχή σε κάποια εθελοντική ομάδα, μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή του εφήβου από το διαδίκτυο και να προσφέρουν πιο αποτελεσματικές διεξόδους στην κοινωνικότητά του.

- Οι γονείς μπορούν, συνάμα, να λειτουργήσουν οι ίδιοι ως θετικά πρότυπα για τον έφηβο σε ό,τι αφορά την ορθή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του. Η μελέτη βιβλίων, οι αθλητικές δραστηριότητες, όπως και κάθε άλλη δημιουργική δραστηριότητα που δεν απαιτεί τη χρήση υπολογιστή, λειτουργούν -έστω και έμμεσα- ως καίρια ερεθίσματα για την πιθανή υιοθέτηση νέων συνηθειών από τον έφηβο.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, οι γονείς οφείλουν να θέσουν συγκεκριμένα όρια χρήσης του υπολογιστή, αν έχουν διαπιστώσει πως το παιδί τους αντιμετωπίζει πρόβλημα εξάρτησης. Στόχος δεν είναι η πλήρης αποχή από το διαδίκτυο, αλλά η λελογισμένη χρήση αυτού.

[Η αναζήτηση εξειδικευμένης υποστήριξης από ειδικούς είναι το πρώτο και καθοριστικό βήμα για την αντιμετώπιση της εξαρτητικής συμπεριφοράς. Τα προγράμματα ΚΕΘΕΑ ΠΛΕΥΣΗ και ΚΕΘΕΑ ΕΞΑΝΤΑΣ προσφέρουν από το 2008 υπηρεσίες σε νέους εθισμένους στο Διαδίκτυο και στα video games. Στόχοι των προγραμμάτων αυτών  είναι να περιοριστεί ο χρόνος που καταναλώνεται μπροστά στον υπολογιστή και στα video games και  να μπορέσει ο νέος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις δυσκολίες της ηλικίας του. Παράλληλα, υποστήριξη προσφέρεται και στο οικογενειακό περιβάλλον, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά προς τέτοιες συμπεριφορές. Μέσα από το πρόγραμμα επιδιώκεται η ενίσχυση των παραγόντων εκείνων που μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος, πάντα με την υποστήριξη του παιδιού από την οικογένειά του.

Σε αυτό το πλαίσιο ενθαρρύνονται δραστηριότητες, όπως η εκπαίδευση, η συναναστροφή με φίλους, η ενασχόληση με άλλα χόμπι τα οποία μπορεί να το ενδιαφέρουν. Παράλληλα, ενισχύονται οι δεξιότητες επικοινωνίας του εφήβου με σημαντικούς άλλους και η αυτοαποτελεσματικότητά του, ενώ διερευνώνται τυχόν ψυχικές διαταραχές που μπορεί να συνυπάρχουν με τον εθισμό ή την συμπεριφορά κατάχρησης. Όσον αφορά στους γονείς, τα προγράμματα βοηθούν στην ενίσχυση του ρόλου τους και των δεξιοτήτων τους (συνεπείς τακτικές πειθαρχίας, γονικός έλεγχος, ενεργητική ακρόαση, δεξιότητες διαπραγμάτευσης), ενώ επιδιώκεται η αποκατάσταση των ορίων και της εσωτερικής ιεραρχίας μέσα στην οικογένειας, η διαμόρφωση σχέσης εμπιστοσύνης με τα παιδιά κ.ά.]   

Κωνσταντίνος Καβάφης «Πάρθεν»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Fossati Gaspard

Κωνσταντίνος Καβάφης «Πάρθεν»

Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»

[Μάρτιος 1921]

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης συνθέτει το «Πάρθεν» -που ανήκει στα Κρυμμένα ποιήματά του- αντλώντας την έμπνευσή του από δημοτικά τραγούδια∙ στοιχείο που το καθιστά ξεχωριστό, αφού οι συνήθεις πηγές έμπνευσής του για ανάλογα ποιήματα ιστορικού περιεχομένου προέρχονται από ιστορικά αναγνώσματα ή άλλα κείμενα πολύ παλαιότερων περιόδων. Το ενδιαφέρον, πάντως, του Καβάφη για τα δημοτικά αυτά ποιήματα μπορεί να αιτιολογηθεί αφενός με βάση την καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη και, άρα, την εύλογη συγκίνηση που του προκαλούν αναφορές στην άλωση της Πόλης, κι αφετέρου λόγω της προφανούς αγάπης του ποιητή για κάθε έκφανση του ελληνικού λόγου. Η «παράξενη» ποντιακή διάλεκτος μιλά στην ψυχή του Καβάφη, που τόσο εκτιμούσε τον εκτός των ελληνικών συνόρων ελληνισμό.

[Πάρθεν: γ΄ ενικό παθητικού αορίστου του ποντιακού ρήματος επαίρω = επάρθηκε, αλώθηκε (εάλω).]  

Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά∙ δικά μας, Γραικικά.

Το ποίημα ξεκινά με μια αναφορά του ποιητή στον εαυτό του -αυτοαναφορικότητα- και στην πρόσφατη ενασχόλησή του με τα δημοτικά τραγούδια, εξηγώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη γένεση του ποιήματός του. Τα δημοτικά τραγούδια που διαβάζει ο Καβάφης είναι κυρίως κλέφτικα και ιστορικά∙ εκείνα, δηλαδή, που αντιστοιχούν περισσότερο στα ενδιαφέροντά του.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει τα κατορθώματα των κλεφτών και τις πολεμικές περιπέτειες των Ελλήνων που καταγράφονται στα δημοτικά αυτά τραγούδια, πράγματα «συμπαθητικά», προκειμένου να τονίσει την ιδιαίτερη συγκίνηση που του προκαλούν, κι ακόμη περισσότερο τα χαρακτηρίζει πράγματα «δικά μας», «Γραικικά», καθιστώντας σαφή τον συγκινησιακό αντίκτυπο που έχουν οι σχετικές αναφορές σε όλους τους Έλληνες, είτε πρόκειται γι’ αυτούς που βρίσκονται στον κυρίως ελληνικό χώρο, είτε σ’ αυτούς που, όπως ο ίδιος ο ποιητής, βρίσκονται σε περιοχές του ευρύτερου ελληνισμού. Τα δραματικά βιώματα των Ελλήνων που προέκυψαν από τις αναμετρήσεις τους με τους Οθωμανούς και οι μεγάλες απώλειες, όπως ήταν αυτή της Κωνσταντινούπολης, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας.
Ο Καβάφης, μάλιστα, επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον όρο «Γραικικά», αντί για το πλησιέστερο στην καβαφική γλώσσα «Ελληνικά», θέλοντας να φανερώσει το πόσο ταυτίζεται ως Έλληνας με τη δημοτική παράδοση, αλλά και με την οδυνηρή περίοδο που ξεκίνησε για το ελληνικό έθνος ύστερα από την άλωση της Πόλης. Ο ποιητής που ανατρέχει συνήθως στην αλεξανδρινή περίοδο για να αντλήσει την έμπνευσή του∙ ο ποιητής που δείχνει να νοσταλγεί περισσότερο τις ένδοξες στιγμές του γεωγραφικά εξαπλωμένου ελληνισμού των χρόνων της ύστερης αρχαιότητας, εκφράζει εδώ τη βαθιά συγκίνηση που του προκαλούν ο λαϊκός, δημοτικός λόγος και τα γεγονότα που σημάδεψαν τα πιο σκοτεινά χρόνια του ελληνισμού.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως ο όρος «Γραικοί» που άρχισε να χρησιμοποιείται κυρίως στην προεπαναστατική Ελλάδα, ήταν γνωστός ήδη από την αρχαιότητα και αναφέρεται ως ονομασία των Ελλήνων κι από τον Αριστοτέλη στο έργο του Μετεωρολογικά (I, 352α).  
Ο αυτοαναφορικός τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης ξεκινά το «Πάρθεν» μας παραπέμπει στο ποίημά του «Καισαρίων», όπου επιλέγει έναν παρόμοιο τρόπο εκκίνησης, φανερώνοντας παράλληλα την πηγή της ποιητικής του έμπνευσης: «Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή, / εν μέρει και την ώρα να περάσω, / την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή / επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω».
Ο Γ. Π. Σαββίδης γράφει τα ακόλουθα για τους εισαγωγικούς στίχους του ποιήματος: «Μολονότι η μελέτη δημοτικών τραγουδιών από τον Κ. μαρτυρείται ήδη στα 1914, ο ποιητής πιθανώς εδώ αναφέρεται στην ειδική απασχόλησή του με την σύνταξη μαθητικής ανθολογίας για τον Εκπαιδευτικό Όμιλο της Αιγύπτου. Η απασχόληση αυτή μπορεί να χρονολογηθεί μεταξύ Αυγούστου 1919 και Σεπτεμβρίου 1920.»

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την∙ πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την∙ πήραν την Σαλονίκη.

Πέρα από τα κλέφτικα ποιήματα, ο Καβάφης διαβάζει και τα πένθιμα εκείνα για τον χαμό της Πόλης, που εύλογα του προκαλούν μεγάλη συγκίνηση, εφόσον η άλωση της Κωνσταντινούπολης σήμανε το τέλος μιας λαμπρής πορείας για το ελληνικό έθνος. Ο ποιητής, μάλιστα, νιώθει σε τέτοιο βαθμό τη δύναμη του δημοτικού λόγου να περνά στους αναγνώστες του συγκίνηση και ρίγος για τα δραματικά γεγονότα που καταγράφει, ώστε προχωρά στην αυτούσια παράθεση εκτενών αποσπασμάτων από τα δημοτικά αυτά τραγούδια. Πρόκειται για τις εκτενέστερες παραθέσεις κειμένων που συναντάμε στην καβαφική ποίηση.
Η άλωση της Θεσσαλονίκης (Μάρτης 1430) και κυρίως η άλωση της Κωνσταντινούπολης (Τρίτη, 29 Μαΐου 1453) αποτέλεσαν γεγονότα με τρομερές συνέπειες για τον ελληνισμό, αφού σήμαναν με τον πλέον απόλυτο τρόπο το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το ξεκίνημα μιας δυσβάσταχτης για τους Έλληνες υποδούλωσης στους Οθωμανούς. Μια οδυνηρή πραγματικότητα που αποδίδεται στο δημοτικό τραγούδι για την Άλωση, που παραθέτει ο Καβάφης, με το επιτακτικό κάλεσμα προς τους παπάδες να κλείσουν τα χαρτιά που διαβάζουν, να κλείσουν τα ευαγγέλια, και να πάψουν τις ψαλμωδίες, αφού τώρα πια όλα είναι μάταια∙ αφού τώρα πια οι Τούρκοι πήραν την Κωνσταντινούπολη. Οι προσευχές και οι ικεσίες δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν∙ ο χαμός της Πόλης συντελέστηκε κι είναι οριστικός.
Ο Γ. Π. Σαββίδης επισημαίνει σχετικά με την πηγή των δημοτικών τραγουδιών: «Λόγια πηγή του ποιήματος είναι η συλλογή του Αρνόλδου Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα – Popularia carmina Graeciae recentioris, Λιψία 1860, αρ. cxciv και cxcv, και ιδίως ο αρ. cxcviii. Ο Κ., αντιγράφοντας τους στίχους που τον ενδιέφεραν να ενσωματώσει, αλλοίωσε κάπως το πρωτότυπο, ορθογραφικά μα και συντακτικά – με μια απροσδόκητη μετρική συνέπεια, όπως παρατήρησεν ο Peter Mackridge: 15 απαί: απέ // 16 με στο φτερούλιν: και στ’ άλλο το φτερούλν’ // 18 κυπαρίσ’: κυπαρέσσ’ // 23 αοιλλή: αοιλλοί.»

Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

Ο Καβάφης σχολιάζει πως, αν και τον συγκίνησαν όλα τα σχετικά με την Άλωση τραγούδια, εκείνο που τον άγγιξε περισσότερο ήταν αυτό που προέρχεται από την Τραπεζούντα, με την «παράξενη» γλώσσα του, που εκφράζει τη λύπη των Γραικών από τα μακρινά μέρη του Εύξεινου Πόντου. Ο Καβάφης αναγνωρίζει στο ποντιακό άσμα τόσο τη θλίψη των εκεί Ελλήνων για το χαμό της Πόλης, όσο και την κρυφή ελπίδα τους πως ίσως υπάρχει ακόμη η δυνατότητα να αντιστραφεί η κατάσταση και οι Έλληνες να σωθούν απ’ την φονική επέλαση των Οθωμανών.
Ο Καβάφης, που μελετά και θαυμάζει τις ποικίλες εκφάνσεις του ελληνικού λόγου σε όλη του τη μακραίωνη ιστορική πορεία, δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει και να θαυμάσει την ηχητική και λεκτική ποιότητα της ποντιακής διαλέκτου. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού στα άσματα του ποντιακού λαού εκφράζεται με τρόπο απερίφραστο η αναγνώριση της κοινής ελληνικής ταυτότητας και ο πόνος για την απώλεια των μεγάλων κέντρων του ελληνισμού. Οι Έλληνες του Πόντου θρηνούν για την άλωση της Πόλης με την ίδια οδύνη που αισθάνονται κι οι Έλληνες του κυρίως ελληνικού χώρου∙ κάτι που φανερώνει πως η ελληνική συνείδηση και η αγάπη για τον ελληνισμό δεν καθορίζεται με τοπικούς προσδιορισμούς.   
Ό,τι διαφοροποιεί, ίσως, τους Έλληνες του Πόντου είναι πως εκείνοι διατηρούν, όπως το διαπιστώνει ο ποιητής, την ελπίδα πως υπάρχει ακόμη η δυνατότητα να διασωθούν οι Έλληνες και να γλιτώσουν από την μανία των Τούρκων. Μια μάταιη ελπίδα που αν συνδυαστεί με την εποχή σύνθεσης του ποιήματος (1921), του προσδίδει μια επιπλέον ιστορική διάσταση, εφόσον το συνδέει με τα τραγικά γεγονότα της πραγματοποιούμενης εκείνα τα χρόνια γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τους Νεότουρκους. Ο Καβάφης επιλέγει -πιθανώς- το θρηνητικό ποντιακό άσμα, όχι τόσο για να αναφερθεί στην άλωση της Πόλης, αλλά για να στηλιτεύσει έμμεσα τους εκτοπισμούς των Ελλήνων από την περιοχή του Πόντου, και για να δηλώσει τον πόνο του για τις μαζικές σφαγές των εκεί Ελλήνων.

Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»

Τα νέα για την άλωση της Κωνσταντινούπολης φτάνουν στην Τραπεζούντα μ’ ένα μοιραίο πουλί, το οποίο έχει στη μια του φτερούγα ένα γράμμα∙ ένα χαρτί γραμμένο. Ένα μοιραίο πουλί που δεν σταματά το ταξίδι του μήτε σε κάποιο αμπέλι, μήτε στο περιβόλι, αλλά στη ρίζα ενός κυπαρισσιού, δημιουργώντας έτσι δυσοίωνες συσχετίσεις σχετικά με την είδηση που έχει φέρει. Οι αρχιερείς της πόλης δεν μπορούν ή καλύτερα δεν θέλουν να διαβάσουν το μήνυμα που έχει μόλις φτάσει, φοβούμενοι προφανώς πως πρόκειται για κάτι το πολύ δυσάρεστο. Ο γιος μιας χήρας είναι τελικά αυτός που θα πάρει το χαρτί στα χέρια του και θ’ αρχίσει να θρηνεί μόλις το διαβάσει.
Αμέσως, εκεί στη ρίζα του κυπαρισσιού το διαβάζει και κλαίει∙ αμέσως το διαβάζει και συνταράσσεται η καρδιά του. Αλί σ’ εμάς, αναφωνεί, ο νέος, αλίμονο σ’ εμάς, η Ρωμανία αλώθηκε.
Ας σημειωθεί πως με τη λέξη Ρωμανία δηλώνεται η Πόλη και κατ’ επέκταση η ανατολική Χριστιανοσύνη.
Με το ποίημα αυτό και με τις επιλογές από τα δημοτικά μας τραγούδια, ο Αλεξανδρινός ποιητής έρχεται να δηλώσει πως η οδύνη για την απώλεια της Πόλης υπήρξε κοινή και παρόμοιας έντασης για όλους τους Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονταν αυτοί. Από την Αίγυπτο μέχρι τον Πόντο κι από την κυρίως Ελλάδα μέχρι το πιο απομακρυσμένο σημείο του ελληνισμού, όλοι ένιωσαν τη σημασία αυτού του γεγονότος κι όλοι κατάλαβαν σε πόσο επώδυνη δοκιμασία θα έμπαινε ο ήδη πολλαπλά δοκιμασμένος ελληνισμός.

Τα δημοτικά τραγούδια που αξιοποίησε ο Καβάφης από τη συλλογή του Passow:

CXCIV
ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Πήραν την πόλι, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη,
Πήραν και την αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Πούχε τρακόσια σήμαντρα κ’ εξήντα δυό καμπάναις∙
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά ναβγούν τα άγια κι’ ο βασιλιάς του κόσμου,
Φωνή τους ήρτ’ εξ ουρανού αγγέλων απ’ το στόμα∙
«Αφήτ’ αυτή την ψαλμωδιά, να χαμηλώσουν τ’ άγια∙
Και στείλτε λόγο στην Φραγκιά, νάρτουνε να τα πιάσουν,
Να πάρουν τον χρυσό σταυρό και τ’ άγιο το βαγγέλιο,
Και την αγία τράπεζα, να μην την αμολύνουν.» -
Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν η εικόνες∙
«Σώπασε κυρά Δέσποινα, μην κλαίγης, μη δακρύζης∙
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σας είναι.»

CXCV
Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Σημαίν’ ο Θιός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα πουράνια,
Σημαίνει κ’ η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα, μ’ εξήντα δυό καμπάναις,
Πώχει τριακόσιαις καλογριαίς και χίλιους καλογέρους∙
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης∙
Φωνή τους ήρτ’ από το Θιό κι’ απ’ την αγγέλου κρίσι∙
«Πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια∙
Πήραν την Πόλι, πήρανε, πήραν την Σαλονίκη,
Πήραν και την αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Πήραν παιδιά ‘π’ το δάσκαλο, κοράσι’ απ’ το γκεργκέφι,
Πήρανε μανάδες με παιδιά, κυράδες με τους άντρες.» -

CXCVIII
ΤΡΑΠΕΖΟΥΣ

Την πόλιν όταν έκτιζεν ο Ζάπι Κωνσταντίνων,
Είχεν πορτάρους δίκλοπους κι’ αφέντας φοβετσάρους,
Είχεν και σκύλον μάρμαρον, που εδούνεν τα κλειδία.
...
Κ’ έναν πουλίν, καλόν πουλίν κι’ απέ την πόλιν έρται,
Και τ’ έναν το φτερούλν’ αθε στ’ αίμαν έτον βαμμένον,
Και στ’ άλλο το φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον,
Κι’ ουδέ στην άμπελον κόνευ’ μηδέ στο περιβόλι,
Επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρρέσ’ την ρίζαν.
Έρχονται χίλιοι πατριάρχ’ και μύριοι δεσποτάδες,
Κανείς ατό πάλ’ κι’ αναγνώθ’, κανείς ξάν κι’ αναγνώθει.
Χέρας υιός Γιανίκας έν’, ατός ατ’ αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’, σίτ’ ανακλαίγ’, σίτ’ ανακρούγ’ τήν κάρδιαν∙
Ν’ αοιλλοί εμάς, νά βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν,
Επάρθαν τά προπύλαια καί τά βασιλοσκάμνια,
Επάρθαν καί αι εκκλησιαίς κι’ όλα τα μοναστήρια,
Επάρθεν και Αγεσοφιά, το μέγαν μοναστήριν∙
Είχεν σαράντα καλογέρ’ς κ’ εξηνταπέντε διάκους∙
Είχεν δώδεκα σήμαντρα, δεκαοχτώ καμπάνας∙
Είχεν και την εγάπην μου στ’ έναν καφές κρυμμένην.
Τον κόσμον εδιαπάτεσα, την γην τροχόν εποίκα,
Κι’ αμόν εσέν το κοράσιον στην οικουμένην ‘κ εύρα∙
Τ’ ομμάτια σ’ κόφνε τόν πασάν, τ’ οφρύδια στον βεζύρην,
Κι’ ατό τό ματοχόσιαμαν σκοτόν’ εμέν κι’ άλλ’ έναν.

Το ζήτημα του Πόντου

Πριν ακόμη υπογραφεί η ανακωχή στο Μούδρο, Πόντιοι πρόσφυγες στον Καύκασο και στην Ευρώπη άρχισαν να οργανώνονται και να συντονίζουν τις ενέργειές τους για την προβολή και προώθηση των εθνικών τους διεκδικήσεων.
Το Φεβρουάριο του 1918, σε ένα πρώτο συνέδριό τους στη Μασσαλία, όπου πρωτοστάτησε ο Μ. Κωνσταντινίδης, καθώς και σε ένα δεύτερο στο Βατούμ, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, οι αντιπρόσωποι των διαφόρων ποντιακών οργανώσεων εξέφραζαν το εθνικό τους αίτημα για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους. Λίγους μήνες αργότερα, πάλι στη Μασσαλία, εξετάστηκε για πρώτη φορά η προοπτική ιδρύσεως ενός Ποντοαρμενικού κράτους (Νοέμβριος 1918) και εκλέχτηκε πενταμελής επιτροπή που, με την υποστήριξη όπως ήλπιζε της ελληνικής διπλωματικής αντιπροσωπείας, θα προωθούσε τις ποντιακές διεκδικήσεις στο Συνέδριο της Ειρήνης. Οι απόψεις όμως του Βενιζέλου σχετικά με το ποντιακό ζήτημα, που σχηματίστηκαν με βάση τις εκθέσεις του ειδικού στρατιωτικού εκπροσώπου του στον Πόντο συνταγματάρχη Καθενιώτη, όπως ο Έλληνας πρωθυπουργός τις εξέφρασε και σε δηλώσεις του προς τον τύπο τον Ιανουάριο του 1919, έτειναν προς τη λύση συνεργασίας του ελληνικού και αρμενικού στοιχείου σε ένα αρμενικό κράτος. Σ’ αυτή τη λύση προσανατολίζονταν και Ελληνοαρμενικοί κύκλοι στην Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα το Αρμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και το Ελληνικό Συμβούλιο. Αντίθετα τα αιτήματα των Ποντίων για ανεξάρτητο κράτος και ακόμη περισσότερο για ένωση με την Ελλάδα κρίνονταν από το Βενιζέλο τουλάχιστον ως ουτοπικά. Οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων των ποντιακών οργανώσεων, που με διαβήματά τους προς τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων στο Παρίσι επέμεναν στην ένωση του Πόντου με την Ελλάδα. 
Στις 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου, αναπτύσσοντας ο Βενιζέλος στο Ανώτατο Συμβούλιο τις ελληνικές διεκδικήσεις, εξέφρασε την αντίθεσή του για τη δημιουργία Ποντιακής Δημοκρατίας και υποστήριξε την ένταξη της Τραπεζούντας στο Αρμενικό κράτος. Η υποχωρητικότητα του Έλληνα πρωθυπουργού σε αίτημα, που είχε ελάχιστες πιθανότητες να γίνει δεκτό, αποσκοπούσε στην αποτελεσματικότερη προβολή των υπόλοιπων εθνικών διεκδικήσεων. Όπως ήταν φυσικό όμως προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις των Ποντίων, που στην Κωνσταντινούπολη εκδηλώθηκαν με την υποβολή υπομνημάτων προς τους αρμοστές των Δυνάμεων, στα οποία επαναλάμβαναν το αίτημα της ενώσεως με την Ελλάδα ή τουλάχιστον της δημιουργίας «Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου». Εξάλλου, ένα νέο ποντιακό συμβούλιο στο Βατούμ ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να στείλει στρατεύματα για να καταλάβει τον Πόντο (τέλη Φεβρουαρίου 1919).
Η συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία της Ουκρανίας ανάγκασε το Βενιζέλο να αναθεωρήσει κάπως την ποντιακή του πολιτική: χιλιάδες Έλληνες της νότιας Ρωσίας, που διώκονταν από το νέο ρωσικό καθεστώς, κατέφευγαν στον Πόντο, ενισχύοντας αριθμητικά τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής.
Από τον Απρίλιο του 1919 η εκπροσώπηση των ποντιακών διεκδικήσεων ανατίθεται στο μητροπολίτη Χρύσανθο, που πείθεται να υιοθετήσει τη συμβιβαστική άποψη του Βενιζέλου για ομοσπονδιακό Αρμενικό κράτος, όπου θα ίσχυε για τους Έλληνες καθεστώς αυτονομίας. Στις επαφές του με τους ιθύνοντες του Συνεδρίου ο μητροπολίτης συνάντησε ευνοϊκή αποδοχή των απόψεών του. Ο Ουίλσον, ο Κλεμανσώ και ο Ταρντιέ έδειξαν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν τις προτάσεις του, που αντίθετα προκάλεσαν την αντίδραση τόσο των Αρμενίων όσο και των Ελλήνων του Πόντου.
Την 1/4 Μαΐου 1919 οι εκπρόσωποι των Ποντίων στο Παρίσι με υπόμνημά τους στη Συνδιάσκεψη επιμένουν στη δημιουργία ανεξάρτητης Ποντιακής δημοκρατίας κάτω από την ελληνική προστασία ή με εντολή (mandat) των ΗΠΑ. Αλλά τα αλλεπάλληλα αντιφατικά διαβήματα των ενδιαφερομένων μερών εξάντλησαν την υπομονή των Συνέδρων και είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ποντιακή υπόθεση. Ο Βρετανός αρμόδιος Forbes Adam, που μελέτησε τις προτάσεις του Χρύσανθου, αποφάνθηκε ότι η δημιουργία αυτόνομου κράτους στον Πόντο θα εγκαινίαζε νέα σειρά ποντιακών αξιώσεων για ένωση με την Ελλάδα και επικίνδυνο προηγούμενο για ανάλογες διεκδικήσεις των υπολοίπων μειονοτήτων της Αρμενίας.
Από τον Απρίλιο του 1919 οι Πόντιοι προσανατολίζονται στη δημιουργία εθνικού στρατού για την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους. Παράλληλα ο Χρύσανθος, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του 1919, συζητεί με Τούρκους ιθύνοντες και αντιπροσώπους του Κεμάλ την προοπτική αυτονομίας του Πόντου με ισοπολιτεία Τούρκων και Ελλήνων υπό την κηδεμονία της Κοινωνίας των Εθνών.
Τελικά όμως προκρίθηκε η λύση Ποντοαρμενικής ομοσπονδίας και τον Ιανουάριο του 1920 υπογράφηκε σχετική συμφωνία από το μητροπολίτη Χρύσανθο και τον πρόεδρο της Αρμενικής Δημοκρατίας Χατισιάν. Συμφωνήθηκε ακόμη στρατιωτική συνεργασία Ελλάδος και Αρμενίας για την προστασία του Πόντου από τουρκικά στρατεύματα. Η άρνηση των Άγγλων να επιτρέψουν την εφαρμογή του στρατιωτικού μέρους της συμφωνίας και τη συγκρότηση εθνικών ποντιακών ταγμάτων συνετέλεσε στην ήττα των Αρμενίων στο Ερζερούμ, στη συνθηκολόγησή τους με τον Κεμάλ (Δεκέμβριος 1920) και στην εγκατάλειψη του ποντιακού πληθυσμού στο έλεος των τουρκικών στρατευμάτων.

[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών] 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...