Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Σοφοκλέους Αντιγόνη [Πρόλογος: Στίχοι 1-48]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
James Allen Stewart

Σοφοκλέους «Αντιγόνη» [Πρόλογος: Στίχοι 1-48] 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
κοινν ατάδελφον σμήνης κάρα,
ρ οσθ τι Ζες τν π Οδίπου κακν
ποον οχ νν τι ζώσαιν τελε;
οδν γρ οτ λγεινν οτ της τερ   
οτ ασχρν οτ τιμόν σθ ποον ο
τν σν τε κμν οκ πωπ γ κακν.
κα νν τί τοτ α φασι πανδήμ πόλει
κήρυγμα θεναι τν στρατηγν ρτίως;
χεις τι κεσήκουσας; σε λανθάνει       
πρς τος φίλους στείχοντα τν χθρν κακά;

Ω αγαπημένη όμαιμη αδερφή μου, Ισμήνη,
άραγε ξέρεις αν υπάρχει καμιά συμφορά που μας κληροδότησε ο Οιδίποδας
και να μην την έστειλε ο Δίας σε μας τις δυο όσο ακόμα ζούμε;
Γιατί δεν υπάρχει τίποτε ούτε λυπηρό, ούτε γεμάτο συμφορές,
ούτε ντροπιαστικό, ούτε επονείδιστο,
που εγώ να μην έχω δει μέσα στα δικά σου και τα δικά μου βάσανα.
Και τώρα τι είναι πάλι αυτή η διαταγή που λένε ότι διακήρυξε ο στρατηγός,
πριν από λίγο σ’ ολόκληρη την πόλη;
Ξέρεις τίποτε κι έχεις ακούσει; Ή σου διαφεύγει
ότι έρχονται στους αγαπημένους κακά που ταιριάζουν στους εχθρούς;

ΙΣΜΗΝΗ                  
μο μν οδες μθος, ντιγόνη, φίλων
οθ δς οτ λγεινς κετ, ξ του
δυον δελφον στερήθημεν δύο
μι θανόντων μέρ διπλ χερί·   
πε δ φροδός στιν ργείων στρατς
ν νυκτ τ νν, οδν οδ πέρτερον,
οτ ετυχοσα μλλον οτ τωμένη.     

Σ’ εμένα, Αντιγόνη, κανένας λόγος για τους αγαπημένους
δεν έφτασε, ούτε ευχάριστος ούτε δυσάρεστος, από τότε
που δυο εμείς στερηθήκαμε τα δυο μας αδέλφια,
τα οποία σκοτώθηκαν με αμοιβαίο φόνο την ίδια ημέρα∙
αφότου τράπηκε σε φυγή ο στρατός των Αργείων
τη νύχτα αυτή, τίποτε δεν γνωρίζω περισσότερο,
ούτε ότι είμαι πιο ευτυχισμένη ούτε πιο δυστυχισμένη.

AN. δη καλς καί σ κτς αλείων πυλν
τοδ ονεκ ξέπεμπον, ς μόνη κλύοις.

Ήμουνα σίγουρη, και γι’ αυτό σε κάλεσα έξω
από τις εξώπορτες του ανακτόρου, για να μ’ ακούσεις μόνη.
             
ΙΣ. Τί δ στι; δηλος γάρ τι καλχαίνουσ πος. 

Τι συμβαίνει; Δείχνεις ότι κάποια είδηση σε βασανίζει.

ΑΝ. Ο γρ τάφου νν τ κασιγνήτω Κρέων
τν μν προτίσας, τν δ τιμάσας χει;
τεοκλέα μέν, ς λέγουσι, σν δίκ
χρησθες δικαί κα νόμ, κατ χθονς  
κρυψε τος νερθεν ντιμον νεκρος,
τν δ θλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν
στοσί φασιν κκεκηρχθαι τ μ
τάφ καλύψαι μηδ κωκσαί τινα,
ἐᾶν δ κλαυτον, ταφον, οωνος γλυκν           
θησαυρν εσορσι πρς χάριν βορς.
Τοιατά φασι τν γαθν Κρέοντα σο
κμοί, λέγω γρ κμέ, κηρύξαντ χειν,
κα δερο νεσθαι τατα τοσι μ εδόσιν
σαφ προκηρύξοντα, κα τ πργμ γειν          
οχ ς παρ οδέν, λλ ς ν τούτων τι δρ
φόνον προκεσθαι δημόλευστον ν πόλει.
Οτως χει σοι τατα, κα δείξεις τάχα
ετ εγενς πέφυκας ετ σθλν κακή.

Γιατί, μήπως ο Κρέοντας από τα δυο μας αδέλφια
δεν έκρινε τον έναν άξιο ταφής, ενώ τον άλλο ανάξιο να ταφεί;
Στον Ετεοκλή, όπως λένε, φέρθηκε με δίκαιη κρίση
και σύμφωνα με τη θρησκευτική συνήθεια, και τον έθαψε,
ώστε να είναι τιμημένος στους νεκρούς του κάτω κόσμου,
αλλά το κορμί του Πολυνείκη, ο οποίος πέθανε με αξιολύπητο τρόπο,
λένε ότι διακηρύχθηκε στους πολίτες
κανείς να μη το θάψει και να μη το κλάψει,
αλλά να το αφήσουν άκλαυτο, άταφο, γλυκό
εύρημα για τα όρνια που λαίμαργα ψάχνουν από ψηλά για την τροφή τους.
Τέτοια λένε ότι ο καλός σου Κρέοντας για σένα
και για μένα, λέω και για μένα, έχει κηρύξει δημόσια,
και λένε ότι έρχεται εδώ, αυτά για να διακηρύξει δημόσια,
ώστε να είναι καθαρά σε όσους δεν τα ξέρουν, και ότι το πράγμα δεν το θεωρεί
ασήμαντο, αλλά όποιος τυχόν κάνει κάτι από αυτά
τον περιμένει θάνατος με δημόσιο λιθοβολισμό μες στην πόλη.
Έτσι έχουν αυτά για σένα, και θα δείξεις γρήγορα
αν είσαι από ευγενική γενιά και γενναία στο ήθος ή τιποτένια από ευγενική γενιά.
           
ΙΣ. Τί δ, ταλαφρον, ε τάδ ν τούτοις, γ  
λύουσ ν εθ πτουσα προσθείμην πλέον;       
Μα τι όφελος, ω δύστυχη, αν έτσι έχουν τα πράγματα,
θα μπορούσα να φέρω, ό,τι και αν κάνω εγώ;

ΑΝ. Ε ξυμπονήσεις κα ξυνεργάσ σκόπει.

Σκέψου αν θα με βοηθήσεις και θα συνεργαστείς μαζί μου.
             
ΙΣ. Ποόν τι κινδύνευμα; πο γνώμης ποτ ε;    

Σε ποια επικίνδυνη πράξη; Τι τάχα έχεις στο μυαλό σου;

ΑΝ. Ε τν νεκρν ξν τδε κουφιες χερί.         

Αν θα σηκώσεις τον νεκρό μαζί με αυτό εδώ το χέρι.

ΙΣ. γρ νοες θάπτειν σφ, πόρρητον πόλει;

Αλήθεια, σκέφτεσαι να θάψεις αυτόν, αν και απαγορεύεται ρητά στους πολίτες;
             
ΑΝ. Τν γον μν κα τν σόν, ν σ μ θέλς,
δελφόν· ο γρ δ προδοσ λώσομαι.

Τον δικό μου, βέβαια, και τον δικό σου, αν εσύ δεν θέλεις,
αδελφό∙ γιατί δε θα κατηγορηθώ ότι τον πρόδωσα.
           
ΙΣ. σχετλία, Κρέοντος ντειρηκότος; 

Ω δύστυχη, ενώ το έχει απαγορεύσει ο Κρέων;

ΑΝ. λλ οδν ατ τν μν μ εργειν μέτα.

Αλλά αυτός δεν έχει κανένα δικαίωμα να με εμποδίσει να θάψω τους δικούς μου.

Πρόσωπα: Αντιγόνη-Ισμήνη
Ο σκηνικός χώρος απεικονίζει το προαύλιο των ανακτόρων της Θήβας. Το έργο αρχίζει με την ανατολή του ήλιου. Την προηγούμενη μέρα έχουν σκοτωθεί, μετά από μονομαχία, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Ο στρατός των Αργείων που είχε πολιορκήσει την πόλη, τρέπεται σε φυγή. Ο Κρέων αναλαμβάνει την εξουσία.
Η Αντιγόνη καλεί την αδελφή της Ισμήνη έξω από τα ανάκτορα, για να της ανακοινώσει τη διαταγή του βασιλιά.

Σχολιασμός στίχων
1: Η τρυφερότητα με την οποία η Αντιγόνη προσφωνεί την Ισμήνη αποτελεί ένδειξη της βαθιάς αγάπης που αισθάνεται για εκείνη. Μετά το θάνατο, άλλωστε, των δύο αδερφών τους, οι δυο τους έχουν απομείνει μόνες τους. Έτσι, η Ισμήνη είναι το μόνο πρόσωπο που η Αντιγόνη νιώθει πραγματικά δικό της και μπορεί να εμπιστευτεί χωρίς καμία επιφύλαξη. Αξίζει να προσεχθεί πως η Αντιγόνη δεν πρόκειται να μιλήσει ξανά με τέτοια τρυφερότητα στην αδελφή της, έστω κι αν η αγάπη της για εκείνη θα παραμείνει ακλόνητη. 
2-6: Η συναισθηματική ταραχή της Αντιγόνης είναι έκδηλη, καθώς βλέπει την οικογένειά της να δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας. Η αναφορά στα δεινά που τους έχει κληροδοτήσει ο πατέρας τους Οιδίποδας, έρχεται να υπενθυμίσει στο κοινό την κατάρα που φέρνει διαρκώς νέες συμφορές στον οίκο των Λαβδακιδών. Μετά την τραγική περιπέτεια του Οιδίποδα, ήρθε η διπλή αδελφοκτονία των γιων του και τώρα γεννιέται εύλογη ανησυχία για το τι επιφυλάσσει το μέλλον για τις δύο κόρες του.
Το κοινό ακούγοντας την Αντιγόνη να αναφέρεται στα λυπηρά και ντροπιαστικά βάσανα της οικογένειάς της, αισθάνεται συμπόνια για τη νεαρή ηρωίδα και την αδερφή της.
7-8: Η αναφορά στη διαταγή που έχει μόλις διακηρύξει ο στρατηγός -ο νέος βασιλιάς της πόλης, Κρέοντας- δημιουργεί απορία τόσο στην Ισμήνη όσο και στο κοινό.
9-10: Με το συμπληρωματικό αυτό ερώτημα στο οποίο γίνεται λόγος για δεινά που επέρχονται στα αγαπημένα τους πρόσωπα, γίνεται σαφέστερο πως η διαταγή του Κρέοντα έχει αρνητικό περιεχόμενο και επηρεάζει δυσμενώς τους οικείους των δύο ηρωίδων.
Προσέχουμε πως τα εισαγωγικά λόγια της Αντιγόνης περιέχουν σειρά ερωτημάτων, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται αφενός η δημιουργία κλίματος ανησυχίας και άρα η προσέλκυση του ενδιαφέροντος του κοινού κι αφετέρου η με έμφαση δήλωση της διαφοράς ήθους μεταξύ των δύο αδελφών. Η βρισκόμενη σε διαρκή επαγρύπνηση Αντιγόνη κι η συναισθηματική της ένταση, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την άγνοια και την χαμηλών τόνων αντίδραση της εσωστρεφούς Ισμήνης.
11-14: Η Ισμήνη δηλώνει πως δεν έχει φτάσει σ’ εκείνη καμία νέα είδηση για τα αγαπημένα τους πρόσωπα από τη στιγμή της διπλής αδελφοκτονίας του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Κλεισμένη στον εαυτό της και κινούμενη πιο κοντά στο γυναικείο πρότυπο της εποχής, η Ισμήνη δεν έχει καμία ενημέρωση για τα όσα συμβαίνουν στην πόλη, πέρα, φυσικά, από την τραγική κατάληξη των αδελφών της, που εδώ υπενθυμίζεται μιας και αποτελεί καίριο στοιχείο για την πλοκή της τραγωδίας.
15-17: Η αναφορά πως ο στρατός των Αργείων έφυγε εκείνη τη νύχτα τοποθετεί χρονικά τα γεγονότα του δράματος λίγες μόλις ώρες μετά την ήττα του εχθρικού στρατού και της τραγικής μονομαχίας των δύο αδελφών.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως ενώ η Αντιγόνη έχει αναφερθεί με σαφήνεια σε δεινά που έρχονται στα αγαπημένα τους πρόσωπα, η Ισμήνη επιλέγει να δηλώσει την άγνοιά της για το τι συμβαίνει μέσα από αντιθέσεις που αφήνουν ν’ ακουστεί και το θετικό ενδεχόμενο (οθ δς / οτ ετυχοσα). Πώς θα μπορούσε να είναι πιο ευτυχισμένη αφού μόλις πριν λίγο σκοτώθηκαν τα δύο της αδέλφια; Η Ισμήνη δεν είναι από εκείνους τους ανθρώπους που βιώνουν με συντριβή τα συναισθήματά τους. Λειτουργεί, μάλιστα, περισσότερο ως ένας από τους πολίτες της Θήβας και λαμβάνει έτσι υπόψη της τη γενικότερη αίσθηση ανακούφισης και χαράς που προέρχεται από το γεγονός ότι η πόλη μόλις σώθηκε από έναν ισχυρό εχθρό∙ έστω κι αν το τίμημα για τη δική της οικογένεια υπήρξε υψηλότατο.
18-19: Σαφής η ειρωνική διάθεση της Αντιγόνης απέναντι στην Ισμήνη που, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν γνωρίζει τίποτε για όσα συμβαίνουν. Αν η Αντιγόνη αναζητούσε κάποιον που να συμμερίζεται την αγωνία και την ανησυχία της, αυτός σίγουρα δεν είναι η Ισμήνη. Η απάθειά της, αν και σύμφωνη προς το χαρακτήρα της, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί εκνευρισμό στην Αντιγόνη.
Στους στίχους αυτούς εντοπίζουμε και μια σημαντική σκηνική οδηγία, καθώς αντιλαμβανόμαστε πως τα γεγονότα αυτά εκτυλίσσονται έξω από τις πύλες του ανακτόρου.
20: Η Ισμήνη προβληματίζεται από τα λεγόμενα της αδελφής της, αλλά και από την έκφραση του προσώπου της. Η συναισθηματική ένταση της Αντιγόνης είναι έκδηλη στις εκφράσεις της, οι οποίες όμως δεν είναι ορατές στο κοινό, καθώς οι υποκριτές εμφανίζονταν στη σκηνή με μάσκα. Έτσι, το σχόλιο της Ισμήνης έρχεται να παρουσιάσει στο κοινό με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια αυτό που ήδη αντιλαμβάνονται από τα λόγια της Αντιγόνης∙ την ψυχική της αναστάτωση.
21-22: Η Αντιγόνη απαντά στο ερώτημα της Ισμήνης μ’ ένα δικό της ερώτημα, στο οποίο γίνεται εμφανής η αγανάκτησή της για την επιλογή του Κρέοντα να μην επιτρέψει τον ενταφιασμό και των δύο αδερφών.
23-25: Ο ενταφιασμός του Ετεοκλή, που γίνεται από τον Κρέοντα για να τιμηθεί η προσφορά του νεκρού απέναντι στην πατρίδα, βρίσκει σύμφωνη την Αντιγόνη, όχι όμως ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του, αλλά ως αυτονόητη και απολύτως απαραίτητη ένδειξη σεβασμού απέναντι στο νεκρό.
26-30: Ο Κρέοντας επιφυλάσσει φριχτή αντιμετώπιση στον Πολυνείκη για τον οποίο δίνει εντολή να τον αφήσουν άταφο, προκειμένου να κατασπαράξουν τα όρνια το άψυχο σώμα του. Με τη λογική ότι ο Πολυνείκης στράφηκε ενάντια στην πόλη του και έδρασε ως προδότης της πατρίδας, ο Κρέοντας θεωρεί πως μπορεί να του στερήσει το βασικό και ανθρώπινο δικαίωμα στον ενταφιασμό. Ωστόσο, σύμφωνα με το έθιμο, ακόμη και οι προδότες ενταφιάζονταν, έστω κι αν αυτό γινόταν σε κάποιον χώρο έξω από τα όρια της πόλης. Η απόφαση, επομένως, του Κρέοντα αποτελεί σαφέστατη έκφραση ασέβειας τόσο απέναντι στον νεκρό, όσο και απέναντι στους θεούς του κάτω κόσμου που απαιτούσαν τον ενταφιασμό κάθε νεκρού προκειμένου να καταστεί εφικτή η κάθοδος της ψυχής του στον Άδη.
31-36: Ο Κρέοντας, ως ο νέος βασιλιάς της πόλης, επιθυμεί να στείλει σε κάθε πιθανό εχθρό της Θήβας ένα ξεκάθαρο μήνυμα πως δεν θα υπάρξει καμία επιείκεια απέναντι τους και πως η πόλη προστατεύεται από ανθρώπους που τη βάζουν πάνω απ’ όλα∙ πάνω ακόμη κι από κάθε συγγενική σχέση. Η Αντιγόνη, ωστόσο, όπως και πολλοί άλλοι πολίτες, δεν βλέπουν στη διαταγή του την πρόθεση να υπερασπιστεί την κοινή τους πατρίδα, βλέπουν έναν άνθρωπο που ξεπερνά τα όρια και διαπράττει ασυγχώρητη ύβρη. Έτσι, το επίθετο «αγαθός» που του αποδίδει η Αντιγόνη είναι ξεκάθαρα ειρωνικό.
Η φράση της Αντιγόνης «φαντάσου και για μένα» που αφορά τη διαταγή του Κρέοντα, προμηνύει την απόφασή της να έρθει σε σύγκρουση με τον θείο της και βασιλιά της πόλης, εφόσον η ηρωίδα θεωρεί αδιανόητο το να την εμποδίσει κάποιος να αποδώσει της κατάλληλες τιμές στον νεκρό αδερφό της. Προοικονομία υπάρχει και στην αναφορά ότι ο Κρέοντας έρχεται εδώ για να διακηρύξει δημόσια την απόφασή του, καθώς προετοιμάζεται το κοινό για την εμφάνιση του βασιλιά, καθώς και του χορού.  
Η απόφαση του Κρέοντα να θανατώσει οποιονδήποτε παραβιάσει τη διαταγή του με δημόσιο λιθοβολισμό, φανερώνει το πόσο αποφασισμένος είναι να επιβάλει την πρώτη του αυτή βασιλική διαταγή και να δείξει πως δεν θα γίνει ανεκτή καμία διάθεση απείθειας. Ο δημόσιος λιθοβολισμός αφορούσε κυρίως τους προδότες της πατρίδας και αποτελούσε μια μορφή τιμωρίας υψηλού παραδειγματισμού. Πρόκειται, ωστόσο, για τη μοναδική αναφορά αυτής της μορφής τιμωρίας στο έργο, μιας και όπως θα φανεί στη συνέχεια ο μοναδικός παραβάτης της διαταγής του δεν θα τιμωρηθεί με αυτόν τον τρόπο.
37-38: Με την αναφορά στην αρχαϊκή πεποίθηση πως η αρετή και η ποιότητα του ήθους κληροδοτούνταν στο άτομο από την οικογένειά τους, και πως, άρα, ένας γόνος αριστοκρατικής καταγωγής όφειλε να έχει και ανάλογα υψηλό ήθος, επιχειρείται από την Αντιγόνη η συναισθηματική δέσμευση της Ισμήνης. Η νεαρή κοπέλα καλείται από την αδερφή της να αποδείξει πως είναι αντάξιο μέλος της βασιλικής τους οικογένειας.
39-40: Η παροιμιακή έκφραση «με το να χαλαρώνω ή να σφίγγω τον κόμπο» που επιλέγει η Ισμήνη φανερώνει την έντονη αμηχανία της. Η Ισμήνη αδυνατεί να κατανοήσει τι της ζητά η αδερφής της, αφού το θέμα της ταφής του Πολυνείκη έχει κλείσει ύστερα από την αυστηρότατη διαταγή του Κρέοντα. Η σκέψη μιας πιθανής σύγκρουσης με τον βασιλιά δεν περνά καν απ’ το μυαλό της Ισμήνης.
41: Η Αντιγόνη καλεί την Ισμήνη να αποφασίσει αν θα συνεργαστεί μαζί της, χωρίς ωστόσο να της φανερώνει σε ποια πράξη. Ό,τι είναι προφανές για την Αντιγόνη, που έχει ήδη αποφασίσει να θυσιάσει τη ζωή της προκειμένου να ενταφιάσει τον αδερφό της, δεν είναι καθόλου σαφές για την Ισμήνη.
42: Αν και η Ισμήνη δεν είναι σίγουρη για το τι σκέφτεται η αδερφή της, υποψιάζεται ωστόσο πως κάτι το παράτολμο έχει κατά νου. Εκεί που η Αντιγόνη βλέπει το χρέος που επιβάλλει η αδελφική αγάπη και ο σεβασμός απέναντι στους θεούς, η Ισμήνη βλέπει μόνο κινδύνους.
43: Η Αντιγόνη φανερώνει πλέον ξεκάθαρα το σχέδιό της στην Ισμήνη, προοικονομώντας την εξέλιξη του δράματος, εφόσον γίνεται σαφές πως είναι απολύτως αποφασισμένη να αψηφήσει την ασεβή διαταγή του Κρέοντα.
44: Η Ισμήνη, που από τη φύση της δεν έχει τον δυναμισμό και το σθένος της Αντιγόνης, ξαφνιάζεται από την απόφαση της αδερφής της να παραβεί τη διαταγή του Κρέοντα. Η Ισμήνη διόλου δεν εξετάζει το δίκαιο ή άδικο της απόφασης του βασιλιά, στέκεται μόνο στο γεγονός ότι η ταφή του Πολυνείκη έχει απαγορευτεί. Για εκείνη δεν μπορεί να υπάρξει περαιτέρω συζήτηση του θέματος, εφόσον ο βασιλιάς της πόλης το απαγορεύει. Πλήρως υποταγμένη η Ισμήνη προκαλεί εύλογα τον εκνευρισμό της Αντιγόνης.
45-46: Η Αντιγόνη γνωρίζει, βέβαια, το χαρακτήρα της αδελφής της, δεν παύει όμως να εκπλήσσεται από τη δειλία και την απροθυμία της, εφόσον η συγκεκριμένη πράξη αφορά τον αδερφό τους και θα περίμενε κανείς να δείξει μεγαλύτερη προθυμία για κάτι το τόσο σημαντικό. Το να υπακούσουν στον Κρέοντα θα σήμαινε για την Αντιγόνη ασυγχώρητη προδοσία απέναντι στον νεκρό αδελφό τους, αφού εκείνος δεν έχει κανέναν άλλον να τον νοιαστεί και να του αποδώσει τις πρέπουσες τιμές. Η όποια απαγόρευση του Κρέοντα δεν αναιρεί για κανένα λόγο την ύψιστη υποχρέωση που έχουν η Αντιγόνη και η Ισμήνη απέναντι στον αδελφό τους και απέναντι στους θεούς του κάτω κόσμου. Ποιο το όφελος να δείξουν σεβασμό στον νέο βασιλιά, όταν θα έπρεπε να ζήσουν με την ντροπή και την επίγνωση ότι άφησαν άταφο το σώμα του αδελφού τους να το ξεσκίσουν τα όρνια.  
47: Παρά το γεγονός ότι η Αντιγόνη υπενθυμίζει με σαφήνεια το ιερό καθήκον που έχουν απέναντι στον αδελφό τους, η Ισμήνη δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα από τη διαταγή του Κρέοντα. Στη σκέψη της αδύναμης Ισμήνης δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αντίδρασης απέναντι στον ανώτατο άρχοντα της πόλης.
48: Η Αντιγόνη επισημαίνει εδώ κάτι που θα αιτιολογήσει πιο αναλυτικά σε άλλο σημείο του δράματος∙ το γεγονός ότι ο Κρέοντας δεν έχει κανένα δικαίωμα να της απαγορεύσει να ενταφιάσει τον αδερφό της. Ο νέος βασιλιάς ξεπερνά κατά πολύ τη δικαιοδοσία του, αφού ο απαιτούμενος σεβασμός απέναντι στους νεκρούς συνιστά αξίωση των ίδιων των θεών και βαθιά ανάγκη κάθε ανθρώπου. Έτσι, αν ο Κρέοντας κατορθώνει να αποτρέψει με τις απειλές του την Ισμήνη και άλλους πολίτες που φοβούνται την οργή του βασιλιά, δεν θα μπορέσει εντούτοις να αποτρέψει την Αντιγόνη από το να εκπληρώσει το χρέος της απέναντι στον αδελφό της.

Το ήθος της Αντιγόνης
Η Αντιγόνη, ως ηρωίδα του δράματος, παρουσιάζεται γενναιότερη από τον μέσο άνθρωπο, με πλήρη επίγνωση του καθήκοντός της. Σε αντίθεση με την εσωστρεφή Ισμήνη, δεν είναι κλεισμένη στον εαυτό της, αλλά παρακολουθεί προσεκτικά όσα διαδραματίζονται στην πόλη, και εμφανίζεται έτοιμη να αντιδράσει δυναμικά όταν διαπιστώνει πως ο νέος βασιλιάς επιχειρεί να ατιμάσει τον αδελφό της. Αν και στρέφεται αρχικά στην αδελφή της για να ζητήσει τη σύμπραξή της, δεν έχει εντούτοις κανένα δισταγμό να προχωρήσει έστω και μόνη της στην εκπλήρωση του χρέους της.
Η Αντιγόνη έχει μεγάλη αγάπη στην αδελφή της, δεν μπορεί όμως να αποδεχτεί την αδυναμία του χαρακτήρα της. Το εκπληκτικό σθένος της Αντιγόνης δεν της επιτρέπει να κατανοήσει πώς μπορεί η Ισμήνη να εγκαταλείπει από φόβο τον αδερφό τους. Αντιστοίχως, η ηθική της αρτιότητα και η ξεκάθαρη αντίληψη του ηθικού δικαίου, που τη διακρίνει, δεν της επιτρέπουν να κατανοήσει την υποτιθέμενη θέληση του Κρέοντα να υπερασπιστεί τη μόλις διασωθείσα πόλη τους από νέες εχθρικές ενέργειες.
Η Αντιγόνη γνωρίζει πολύ καλά πως η απόφασή της να παραβιάσει τη διαταγή του Κρέοντα θα επιφέρει τον πρόωρο χαμό της, αυτό όμως δεν την τρομάζει, καθώς έχει σαφή συναίσθηση της υποχρέωσής της απέναντι στον Πολυνείκη. Σε αντίθεση με την Ισμήνη που δεν θα τολμούσε ποτέ να παρακούσει ένα βασιλικό διάταγμα, η Αντιγόνη κρίνει με βάση τη δική της λογική, κι εφόσον το διάταγμα του Κρέοντα της φαίνεται παράλογο και ασεβές, αρνείται να το λάβει υπόψη της. Το ηθικό της χρέος απέναντι στην οικογένειά της τής υποδεικνύει πως είναι σαφώς προτιμότερο το να πεθάνει πρόωρα από το να ζει με την αδιάκοπη ντροπή που θα της προκαλεί η επίγνωση ότι πρόδωσε τον ίδιο της τον αδερφό.
Η Αντιγόνη δεν θεωρεί πως το να αγωνιστεί για τον ενταφιασμό του Πολυνείκη σημαίνει πως παίρνει το μέρος ενός προδότη. Εκείνη, άλλωστε, δεν κρίνει κατ’ αυτόν τον τρόπο τα αδέρφια της. Από τη στιγμή που ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης είναι νεκροί, ανεξάρτητα από το τι έκανε ο καθένας προηγουμένως, τώρα εξισώνονται πλήρως κι οι δύο στη σκέψη της, αφού δικαιούνται και οι δύο ακριβώς το ίδιο∙ τις τιμές ενός ενταφιασμού. Σε αντίθεση με τον Κρέοντα που επιλέγει να τιμήσει μόνο τον Ετεοκλή, αναγνωρίζοντάς του την προσφορά του στην υπεράσπιση της πόλης, η Αντιγόνη θεωρεί πως αποτελεί ανεπίτρεπτη ασέβεια το να «τιμωρηθεί» ο Πολυνείκης ως δήθεν προδότης της πόλης. Ιδίως όταν η τιμωρία αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα πατρογονικά έθιμα και τη θέληση των θεών.

Το ήθος της Ισμήνης
Η Ισμήνη επιτρέπει με τις επιλογές και τη στάση της να αναδειχτεί αντιθετικά το μεγαλείο και το ψυχικό σθένος της Αντιγόνης. Εσωστρεφής, δειλή και πλήρως υποταγμένη στην εξουσία των ισχυρότερών της, η Ισμήνη αποτελεί το ακριβώς αντίθετο της Αντιγόνης.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Χορός υποτάσσεται πλήρως στη θέληση του Κρέοντα και δεν τολμά να ασκήσει κριτική στις αποφάσεις του, έτσι και η Ισμήνη θεωρεί υποχρέωσή της να σεβαστεί τη διαταγή του, εφόσον γνωρίζει πως διαφορετικά θα υποστεί τις αυστηρότατες κυρώσεις του. Αν, μάλιστα, ο Κρέοντας κατορθώνει να επιβληθεί στο σύνολο των πολιτών και δη σ’ εκείνους που είναι οι γεροντότεροι και οι πιο αξιοσέβαστοι, πώς θα μπορούσε η Ισμήνη, μια γυναίκα νεαρής ηλικίας, να τον αψηφήσει και να σταθεί άφοβα απέναντί του; Η Ισμήνη δεν είναι σαν την Αντιγόνη∙ δεν έχει μήτε το δυναμισμό εκείνης, μήτε την ίδια αφοσίωση στο χρέος που γεννά η αδελφική αγάπη και ο σεβασμός απέναντι στους θεούς. Η Ισμήνη αντιδρά όπως θα αντιδρούσε κάθε άλλη γυναίκα της εποχής της. Αναγνωρίζει απόλυτα το κύρος και την εξουσία του βασιλιά, και υποτάσσεται σ’ εκείνον, θεωρώντας αδιανόητο το να κάνει κάτι που ξεπερνά τη γυναικεία της φύση.

Το ήθος του Κρέοντα
Ο Κρέων, αδελφός της Ιοκάστης και άρα θείος της Αντιγόνης και των αδελφών της, λαμβάνει την εξουσία της πόλης μετά τη διπλή αδελφοκτονία ως ο στενότερος συγγενής του πρόωρα χαμένου βασιλιά Ετεοκλή. Με κύριο στόχο του να δείξει στους πολίτες της Θήβας πως είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την πόλη από οποιαδήποτε νέα επίθεση, κι έτσι να περάσει το μήνυμα πως είναι αντάξιος της νέας ηγετικής θέσης που κατέλαβε, προχωρά σ’ ένα διάταγμα που δίχως άλλο θα προκάλεσε ταραχή στους ευσεβείς πολίτες. Απαγορεύει τον ενταφιασμό του Πολυνείκη -πιθανώς και των άλλων νεκρών του στρατού των Αργείων-, προκειμένου να καταστήσει σαφές πως οποιοσδήποτε προδίδει τη Θήβα ή στρέφεται εχθρικά εναντίον της θα αντιμετωπιστεί με ανάλογη σκληρότητα.
Το διάταγμα αυτό, έστω κι αν θεωρητικά αποσκοπεί στο να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα στους εχθρούς της Θήβας, αποτελεί ένα αρνητικό δείγμα για τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ο νέος βασιλιάς, εφόσον ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της δικαιοδοσίας του και ζητά κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη θέληση των θεών. Ο Κρέοντας διαπράττει, δηλαδή, με την πρώτη του κιόλας βασιλική διαταγή, ύβρη, και προκαλεί ανησυχία στους πολίτες, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τόσο τον αυταρχισμό που τον διακρίνει, όσο και το σε πιο βαθμό έχει παρασυρθεί από την αίσθηση παντοδυναμίας που του προσφέρει η βασιλική του θέση.
Ο Κρέοντας έχει, βέβαια, την ανασφάλεια του νέου ηγέτη, που θέλει να διασφαλίσει πως δεν θα βρεθεί κανείς να αμφισβητήσει τη θέση του -ας μην ξεχνάμε πως έλαβε τη βασιλική εξουσία μόλις πριν από λίγο κι αυτό διότι ο Ετεοκλής δεν είχε κάποιον γιο να τον διαδεχτεί ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου-, η ανασφάλειά του, όμως, αυτή δεν δικαιολογεί μια τόσο αυταρχική επιλογή. Ο Κρέοντας όφειλε ως ηγέτης της πόλης να σέβεται αφενός το θρησκευτικό αίσθημα των πολιτών κι αφετέρου τα πατρογονικά έθιμα της πόλης. Θέλησε πιθανότατα να δείξει σε όλους πως δεν θα έβαζε κανέναν πάνω από την πόλη, έστω κι αν ήταν κάποιος στενός συγγενής του, όπως ο Πολυνείκης, μα επιχείρησε να το επιτύχει αυτό φτάνοντας την αυστηρότητά του σε υπερβολικά όρια.  

Σχόλια βιβλίου
1. κοινόν... κάρα· η παρουσίαση των προσώπων γίνεται με προσφωνήσεις (στ. I και II). Ολόκληρη η φράση αποτελεί έκφραση βαθιάς αδελφικής αγάπης. Το πάθος της Αντιγόνης δίνει τον κυρίαρχο τόνο στο δράμα.
2. τν π Οδίπου κακν· η κατάρα των θεών βαραίνει πάνω στον βασιλικό οίκο των Λαβδακιδών. Η κατάρα αυτή οδήγησε τον Οιδίποδα στην πατροκτονία, την αιμομιξία, την αυτοτύφλωση· οδήγησε ακόμη τα παιδιά του στη διπλή αδελφοκτονία και προμηνύει συμφορές για τις δύο κόρες.
7-8. κα νν... ρτίως· η Αντιγόνη αποκαλεί τον Κρέοντα με τον προηγούμενο στρατιωτικό του τίτλο και όχι με τον τίτλο του βασιλιά. Το κήρυγμα, στο οποίο αναφέρεται η Αντιγόνη, είναι η διαταγή του Κρέοντα που εκδίδεται σε ώρες κρίσιμες για την πόλη: ο Πολυνείκης, ως προδότης, πρέπει να μείνει άταφος.
10. πρς τος φίλους... κακά· ο Πολυνείκης θα έχει την ίδια μοίρα με τους Αργείους, τους εχθρούς της πόλης. Ο Σοφοκλής (στ. 1081) παίρνει ως δεδομένο πως η ταφή δεν απαγορεύτηκε μόνο για τον Πολυνείκη αλλά για όλους τους Αργείους νεκρούς. Έτσι οι συμφορές πλήττουν τους εχθρούς αλλά και τους φίλους, δηλαδή τον Πολυνείκη.
11. μο μν... φίλων· απληροφόρητη η Ισμήνη αποκαλύπτει την εσωστρέφεια της προσωπικότητάς της.
13. δυον δελφον... δύο· ο τραγικός θάνατος των δύο αδελφών βαθαίνει την οικογενειακή τραγωδία των Λαβδακιδών.
15. πε δ φροδος... στρατός· από τους επτά ηγέτες που έλαβαν μέρος στην εκστρατεία εναντίον των Θηβαίων διασώθηκε μόνον ο Άδραστος, πεθερός του Πολυνείκη.
16. ν νυκτί τ νν· αυτή τη νύχτα που μόλις πέρασε· δίνεται έτσι από τον ποιητή η χρονική αφετηρία της τραγωδίας. Λίγο αργότερα, στην πάροδο, ο χορός θα χαιρετήσει τον ήλιο που ανατέλλει.
18. δη καλς... πυλν· ειρωνικός ο τόνος της Αντιγόνης μπροστά στην απάθεια της Ισμήνης.
     Με τη φράση αλείων πυλν προσδιορίζεται ο σκηνικός χώρος.
19. τοδ’... κλύοις· δικαιολογείται η πρωινή συνάντηση των δύο αδελφών.
     Η Αντιγόνη προετοιμάζει ψυχολογικά την Ισμήνη για τη σοβαρή ανακοίνωση που θα ακολουθήσει.
20. δηλος γρ... πος· η ταραχή της Αντιγόνης προβληματίζει την Ισμήνη.
21-22.            ο γρ τάφου... χει· απαντά με ερώτηση. Έτσι η Αντιγόνη εκφράζει την οργή, την αγανάκτηση και την αποδοκιμασία της στη διαταγή του Κρέοντα. Η χρήση των περιφραστικών παρακειμένων τονίζει την ψυχική έξαψη της Αντιγόνης.
23. ς λέγουσι· προφανώς αντιδρά στη διαταγή του Κρέοντα. Κατά την Αντιγόνη είναι δίκαιη η ταφή του Ετεοκλή, άδικο όμως είναι να παραμείνει άταφος ο Πολυνείκης.
25. κρυψε... νεκρος· γνωστή από την αρχαιότητα η τιμή αλλά και ο σεβασμός προς τους νεκρούς. Ο νεκρός έπρεπε να ταφεί και να προσφερθούν οι νεκρικές τιμές· διαφορετικά ούτε την πύλη του Άδη μπορούσε να διαβεί ούτε τη μεταθανάτια γαλήνη να εξασφαλίσει, (πρβλ. Ιλ. Ψ 71-74, Οδ. λ. 72-73, Ηροδ. 9, 78-79).
      Η διαταγή του Κρέοντα στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Πολυνείκης στράφηκε εναντίον της πατρίδας του. Εκφράζει δηλαδή την ηθική των χρόνων του: φίλει τν φιλοντα κα μίσει τν μισοντα.
     Ιστορικά, και για τον προδότη υπήρχε ταφή κατ’ ανοχή, έξω όμως από τα όρια της πόλης. Ο στρατηγός Φωκίων, που κατηγορήθηκε ως προδότης, τάφηκε στη Μεγαρίδα. Αυτή την παράδοση της ταφής παραβιάζει ο Κρέων.
26. τν δ’ θλίως... νέκυν· προφανώς αναφέρεται στον θάνατο και όχι στην προδοσία του Πολυνείκη.
27-30.            στοσί φασιν βορς· η Αντιγόνη μεταφέρει στην Ισμήνη τη διαταγή του Κρέοντα.
31. τν γαθν Κρέοντα· ειρωνεία.
32. λέγω γρ κμέ· δείγμα δραματουργικής τελειότητας. Λακωνικά ο ποιητής αποκαλύπτει τον ψυχικό κόσμο της ηρωίδας.
33. κα δερο νεσθαι· προοικονομείται θεατρικά η εμφάνιση του χορού και του Κρέοντα.
36. φόνον.... δημόλευστον· οι αρχαίοι επέβαλλαν τον δημόσιο λιθοβολισμό σε προδότες και ιερόσυλους (πρβλ. Ηροδ. 9,5). Ο δημόλευστος» φόνος δεν αναφέρεται πουθενά αλλού στο δράμα.
38. ετ’ εγενς... κακή· αρχαϊκή ηθική: η καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια επιβάλλει την προσαρμογή σε συγκεκριμένα πρότυπα. Σαφής είναι η προσπάθεια της Αντιγόνης να κεντρίσει τη φιλοτιμία της Ισμήνης.
40. λύουσα πτουσα· έκφραση αμηχανίας και ταραχής από την Ισμήνη.
41. ε ξυμπονήσεις... σκόπει· η Αντιγόνη προτείνει στην Ισμήνη να την βοηθήσει· ταυτόχρονα δηλώνει την αμετάκλητη απόφασή της να θάψει τον Πολυνείκη.
      Η απόφαση της Αντιγόνης προοικονομεί την εξέλιξη του μύθου.
42. ποόν τι κινδύνευμα... ποτ’ ε· η διστακτικότητα της Ισμήνης αποκαλύπτεται από τη φράση ποον κινδύνευμα = ποια επικίνδυνη πράξη. Φανερή η διαφορά του ήθους των δύο αδελφών.

Ενδεικτική κλίση Ουσιαστικών

Ενικός αριθμός
ντιγόνη, τς ντιγόνης, τ ντιγόν, τήν ντιγόνην, () ντιγόνη
κάρα, τς κάρητος, τ κάρητι, τήν κάρη, () κάρα
σμήνη, τς σμήνης, τ σμήν, τήν σμήνην, () σμήνη
Ζεύς, το Διός, τ Διί, τόν Δία, () Ζε
Οδίπους, το Οδίποδος (Οδίπου), τ Οδίποδι, τόν Οδίποδα (Οδίπουν), () Οδίπου (Οδίπους)

Ενικός αριθμός
τη, τς της, τ τ, τήν την, () τη

Πληθυντικός αριθμός
α ται, τν τν, τας ταις, τάς τας, () ται

Ενικός αριθμός
πόλις, τς πόλεως, τ πόλει, τήν πόλιν, () πόλι

Πληθυντικός αριθμός
α πόλεις, τν πόλεων, τας πόλεσι(ν), τάς πόλεις, () πόλεις

Ενικός αριθμός
τό κήρυγμα, το κηρύγματος, τ κηρύγματι, τό κήρυγμα, () κήρυγμα

Πληθυντικός αριθμός
τά κηρύγματα, τν κηρυγμάτων, τος κηρύγμασι(ν), τά κηρύγματα, () κηρύγματα

Ενικός αριθμός
στρατηγός, το στρατηγο, τ στρατηγ, τόν στρατηγόν, () στρατηγέ

Πληθυντικός αριθμός
ο στρατηγοί, τν στρατηγν, τος στρατηγος, τούς στρατηγούς, () στρατηγοί

Ενικός αριθμός
μθος, το μύθου, τ μύθ, τόν μθον, () μθε

Πληθυντικός αριθμός
ο μθοι, τν μύθων, τος μύθοις, τούς μύθους, () μθοι

Ενικός αριθμός
δελφός, το δελφο, τ δελφ, τόν δελφόν, () δελφέ

Πληθυντικός αριθμός
ο δελφοί, τν δελφν, τος δελφος, τούς δελφούς, () δελφοί

Ενικός αριθμός
χείρ, τς χειρός, τ χειρί, τήν χερα, () χείρ

Πληθυντικός αριθμός
α χερες, τν χειρν, τας χερσί(ν), τάς χερας, () χερες

Ενικός αριθμός
νύξ, τς νυκτός, τ νυκτί, τήν νύκτα, () νύξ

Πληθυντικός αριθμός
α νύκτες, τν νυκτν, τας νυξί(ν), τάς νύκτας, () νύκτες

Ενικός αριθμός
πύλη, τς πύλης, τ πύλ, τήν πύλην, () πύλη

Πληθυντικός αριθμός
α πύλαι, τν πυλν, τας πύλαις, τάς πύλας, () πύλαι

Ενικός αριθμός
τό πος, το πους, τ πει, τό πος, () πος

Πληθυντικός αριθμός
τά πη, τν πν, τος πεσι(ν), τά πη, () πη

Ενικός αριθμός
Κρέων, το Κρέοντος, τ Κρέοντι, τόν Κρέοντα, () Κρέον

Ενικός αριθμός
τάφος, το τάφου, τ τάφ, τόν τάφον, () τάφε

Πληθυντικός αριθμός
ο τάφοι, τν τάφων, τος τάφοις, τούς τάφους, () τάφοι

Ενικός αριθμός
τεοκλς, το τεοκλέους, τ τεοκλεί, τόν τεοκλέα, () τεόκλεις

Ενικός αριθμός
Πολυνείκης, το Πολυνείκους, τ Πολυνείκει, τόν Πολυνείκη(ν), () Πολύνεικες

Ενικός αριθμός
δίκη, τς δίκης, τ δίκ, τήν δίκην, () δίκη

Πληθυντικός αριθμός
α δίκαι, τν δικν, τας δίκαις, τάς δίκας, () δίκαι

Ενικός αριθμός
χθών, τς χθονός, τ χθονί, τήν χθόνα, () χθών

Ενικός αριθμός
νέκυς, το νέκυος, τ νέκυϊ, τόν νέκυν, () νέκυ

Πληθυντικός αριθμός
ο νέκυες, τν νεκύων, τος νέκυσι, τούς νέκυς, () νέκυες

Ενικός αριθμός
οωνός, το οωνο, τ οων, τόν οωνόν, () οωνέ

Πληθυντικός αριθμός
ο οωνοί, τν οωνν, τος οωνος, τούς οωνούς, () οωνοί

Ενικός αριθμός
χάρις, τς χάριτος, τ χάριτι, τήν χάριν, () χάρι

Πληθυντικός αριθμός
α χάριτες, τν χαρίτων, τας χάρισι(ν), τάς χάριτας, () χάριτες

Ενικός αριθμός
τό πργμα, το πράγματος, τ πράγματι, τό πργμα, () πργμα

Πληθυντικός αριθμός
τά πράγματα, τν πραγμάτων, τος πράγμασι(ν), τά πράγματα, () πράγματα

Ενικός αριθμός
τό κινδύνευμα, το κινδυνεύματος, τ κινδυνεύματι, τό κινδύνευμα, () κινδύνευμα

Πληθυντικός αριθμός
τά κινδυνεύματα, τν κινδυνευμάτων, τος κινδυνεύμασι(ν), τά κινδυνεύματα, () κινδυνεύματα

Ενικός αριθμός
γνώμη, τς γνώμης, τ γνώμ, τήν γνώμην, () γνώμη

Πληθυντικός αριθμός
α γνμαι, τν γνωμν, τας γνώμαις, τάς γνώμας, () γνμαι

Ενδεικτικές χρονικές αντικαταστάσεις

οσθα, δεις / δησθα, εσει / εδσεις, γνως, γνωκας, γνκεις
τελε, τλει, τελε, τλεσε, τετλεκε, τετελκει
στ, ν, σται, γνετο, γγονε, γεγνει
ρ, ἑώρων, ψομαι, εδον, ἑόρακα / ἑώρακα / πωπα, ωρκειν
φασν, φασαν, φσουσιν, φησαν
χεις, εχες, ξεις / σχσεις, σχες, σχηκας, σχκεις
εσακοεις, εσκουες, εσακοσει (), εσκουσας, εσακκοας, εσηκηκεις
λανθνει, λνθανε, λσει, λαθε, λληθε, λελθει
κνεται, κνετο, ξεται, κετο, κται, κτο
στερομεθα, στερομεθα, στερησμεθα / στερηθησμεθα, στερθημεν, στερμεθα, στερμεθα
οδα, δειν / δη, εσομαι / εδσω, γνων, γνωκα, γνκειν
κπμπω, ξπεμπον, κπμψω, ξπεμψα, κππομφα, ξεπεπμφειν
δηλος, δλους, δηλσεις, δλωσας, δεδλωκας, δεδηλκεις
προτίνει, προέτινε, προτίσει / προτείσει, προέτισε / προέτεισε, προτίσας χει, προτίσας εχε
τιμζει, τμαζε, τιμσει, τμασε, τιμάσας χει, τιμάσας εχε
λγουσι, λεγον, λξουσι / ροσι, επον / λεξαν, ερκασι, ερκεσαν
κρπτει, κρυπτε, κρψει, κρυψε, κκρυφε, κεκρφει
λγω, λεγον, λξω / ρ, επα / λεξα / επον, ερηκα, ερκειν
χει, εχε, σχσει / ξει, σχε, σχηκε, σχκει
δεκνυς, δεκνυς, δεξεις, δειξας, δδειχας
φει (), φου, φσει (), φυς, πφυκας, πεφκεις
ξυμπονες, ξυνεπόνεις, ξυμπονήσεις, ξυνεπόνησας, ξυμπεπόνηκας, ξυνεπεπονήκεις
ξυνεργζει (), ξυνειργζου / ξυνηργζου, ξυνεργσει (), ξυνειργσω / ξυνηργσω / ξυνειργσθης / ξυνεργασαι / ξυνεργασο
κουφζεις, κοφιζες, κουφιες, κοφισας, κεκοφικας
νοες, νεις, νοσεις, νησας, νενηκας, νενοκεις
λσκομαι, λισκμην, λσομαι, ἑάλων / λων, ἑάλωκα / λωκα, λκειν

Ο μύθος των Λαβδακιδών

Η γενιά των Λαβδακιδών, που βασίλεψε στη Θήβα, έδωσε και στους τρεις μεγάλους τραγικούς πλούσιο υλικό για τη σύνθεση των τραγωδιών τους. Τα πρώτα στοιχεία του μύθου βρίσκονται στην Ιλιάδα και στη Νέκυια της Οδύσσειας, ενώ στα έπη Θηβαΐς και Οιδιπόδεια πήρε την οριστική του μορφή.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κάδμος, ιδρυτής της Θήβας, σκότωσε το ιερό φίδι του Άρη που φύλαγε την πηγή του θεού. Ο εγγονός του Λάβδακος καταδίωξε τη λατρεία του θεού Διονύσου και αμάρτησε κατά του θεού. Ο γιος του Λάιος απήγαγε τον γιο του Πέλοπα Χρύσιππο και ο Πέλοπας τον καταράστηκε να πεθάνει άτεκνος ή να σκοτωθεί από το παιδί του. Από εκεί ξεκινούν οι συμφορές του γένους των Λαβδακιδών, που για τρεις συνεχόμενες γενιές υποφέρουν απ' αυτή τη βαριά κατάρα.
Ο Οιδίπους, γιος του Λαΐου, σκότωσε, χωρίς να το γνωρίζει τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του, την Ιοκάστη, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, και δύο κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Όταν αποκαλύφθηκε η τραγική αλήθεια, η Ιοκάστη απαγχονίστηκε και ο Οιδίπους αυτοτυφλώθηκε και αυτοεξορίστηκε. Σε σωζόμενο απόσπασμα της Θηβαΐδας αναφέρεται ότι ο Οιδίποδας καταράστηκε τους δυο γιους του να μοιράσουν την κληρονομιά του με οπλισμένο χέρι και να κατεβούν στον Αδη αλληλοσφαγμένοι, επειδή είχαν παραβεί την εντολή του να μη χρησιμοποιήσουν ποτέ το ασημένιο τραπέζι του Κάδμου και το χρυσό κύπελλο (δέπας), με το οποίο έπινε κρασί ο Λάιος.
Τα δύο αδέλφια, Πολυνείκης και Ετεοκλής, συμφώνησαν να βασιλέψουν διαδοχικά ανά ένα χρόνο. Πρώτος βασίλεψε ο Ετεοκλής, ο οποίος όμως αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία στον Πολυνείκη. Ο Πολυνείκης έφυγε από τη Θήβα και πήγε στο Άργος, όπου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Άδραστου. Μαζί με τον πεθερό του και άλλους πέντε Αργείους ηγεμόνες εκστράτευσε εναντίον της Θήβας, για να διεκδικήσει την εξουσία. Οι επτά Αργείοι αρχηγοί τάχθηκαν απέναντι από τους επτά Θηβαίους ήρωες που υπερασπίζονταν τις επτά πύλες της Θήβας. Απέναντι από τον Ετεοκλή ήταν ο Πολυνείκης. Η τελική μονομαχία των δύο αδερφών επιβεβαίωσε την κατάρα του Οιδίποδα. Τα δύο αδέρφια έπεσαν αλληλοσκοτωμένα μπροστά στα τείχη της πόλης, η οποία όμως σώθηκε.
Ο νέος άρχοντας της πόλης Κρέων, αδελφός της Ιοκάστης και θείος των παιδιών, εκδίδει διαταγή να ταφεί ο Ετεοκλής με τιμές, ενώ το σώμα του Πολυνείκη να μείνει άταφο, βορά στα σκυλιά και τα όρνια, γιατί θέλησε να προδώσει την πατρίδα του. Από το σημείο αυτό αρχίζει η υπόθεση της τραγωδίας.
Η Αντιγόνη είναι το δεύτερο από τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή. Το δίδαξε, το 442 π.Χ., κερδίζοντας την πρώτη νίκη. Στη νεότερη εποχή από τον μύθο της Αντιγόνης εμπνεύστηκαν αρκετοί ξένοι συγγραφείς. Ενδεικτικά αναφέρονται οι σύγχρονοι Ζ. Ανούιγ και Μ. Μπρεχτ.

Γενική θεώρηση του δράματος από τον Albin Lesky

Ο Πολυνείκης προκάλεσε την εκστρατεία των Επτά εναντίον της Θήβας, της πατρίδας του, και σκοτώθηκε σαν προδότης της χώρας του μπροστά στα κάστρα της. Η άποψη να του αρνηθούν την ταφή στο έδαφος της πατρίδας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί σύμφωνα με τις ελληνικές δικαιικές αντιλήψεις, φτάνει να τον ξάπλωναν κάπου πιο πέρα από τα σύνορα στην τελευταία του ανάπαυση. Αυτός ο Κρέοντας, όμως, που ύστερα από την διπλή αδελφοκτονία πήρε την εξουσία στην Θήβα, πάει πολύ πιο πέρα από αυτό. Έβαλε φρουρούς κοντά στον νεκρό, που θα φρόντιζαν να τον ξεσκίσουν τα σκυλιά και τα όρνια, και τα υπολείμματά να σαπίσουν στην λαύρα του ήλιου. Οι Αθηναίοι που άκουγαν αυτόν τον Κρέοντα, θα έπρεπε να αναλογίζονταν την κατάρα που έριξε πάνω σε όλους ένας ιερέας από το γένος των Βουζύγων, γιατί άφησαν να κείτεται άταφος ένας νεκρός. Αυτός ο Κρέοντας δεν είναι η φωνή της Πολιτείας, που ξέρει τα δικαιώματα αλλά και τους περιορισμούς της. Αυτόν τον σπρώχνει εκείνη η υπερβολή, που τίποτε άλλο δεν βλέπει εκτός από τον εαυτό της, μια «ύβρις» διπλά επικίνδυνη και απαράδεκτη, γιατί εμφανίζεται με το κύρος της εξουσίας. Η Αντιγόνη δεν είναι ένα δράμα θέσεων, στην συμπεριφορά όμως και τον πόνο αυτών των ανθρώπων γίνεται αρκετά ευδιάκριτο το πρόβλημα, αν η Πολιτεία μπορεί να θεωρεί τον εαυτό της σαν έσχατη και ανώτατη αξία, ή αν και αυτή πρέπει να σέβεται νόμους, που δεν προήλθαν από αυτήν και που ξεφεύγουν αιώνια από την δικαιοδοσία της.
Στην εξέλιξή του το έργο εμφανίζεται σαν δράμα της αντίστασης εναντίον του Κρέοντα και της βαθμιαίας πραγμάτωσης της αποδοκιμασίας του. Την αντίσταση την αναλαμβάνει η Αντιγόνη, και ο ποιητής την δείχνει να καταπιάνεται δύο φορές με την πράξη της. Την πρώτη φορά πετυχαίνει να σκεπάσει, χωρίς να την δουν, τον νεκρό αδελφό της με ένα στρώμα σκόνης∙ όταν όμως οι φρουροί καθάρισαν ξανά το πτώμα, που είχε αρχίσει να λειώνει, αυτή ξαναγυρνά, και συλλαμβάνεται την στιγμή που ξαναδοκιμάζει μια συμβολική ταφή. Η επανάληψη ου θέματος έχει κυρίως το νόημα να αφήσει να φανεί τόσο γερό το χτύπημα που κατευθύνεται εναντίον του Κρέοντα, όσο το επιτρέπουν γενικά οι δύσκολες συνθήκες αυτής της ταφής. Και μπορούμε έτσι να δούμε την Αντιγόνη για μια στιγμή να πετυχαίνει, πριν να συμμερισθούμε τον πόνο της καταστροφής της.
Μόλις ο Κρέοντας έχει ξεστομίσει την θανατική καταδίκη της Αντιγόνης, κι αρχίζει κιόλας ο δρόμος που οδηγεί προς την καταστροφή του. Ο γιος του ο Αίμονας, ο μνηστήρας της Αντιγόνης, είναι ο πρώτος που τον αποδοκιμάζει. Ύστερα από μεγάλον «αγώνα», που ανεβαίνει από την υπάκουη υιική παράκληση στην κραυγή της απελπισίας, ο Αίμονας αφήνει τον πατέρα του. Από αυτόν πρέπει επίσης να ακούσει ο Κρέοντας (692, 733) ότι η πόλη καταδικάζει ομόφωνα την απόφασή του. Αυτός όμως ακόμα επιμένει σ’ αυτό που θεωρεί δίκαιό του, δίκαιο της πολιτείας. Γιατί αυτός ο Κρέοντας δεν είναι απλά ο κακοποιός που εν γνώσει του θέλει το άδικο. Είναι τόσο αδιέξοδα αιχμάλωτος της πίστης προς την απεριόριστη δύναμη της πολιτείας και την δική του, που την ταυτίζει μ’ εκείνην (738), ώστε ο δρόμος του από την «ύβριν» στην καταστροφή δεν είναι μονάχα ένα ηθικό παράδειγμα, αλλά κι ένα κομμάτι γνήσιας τραγικότητας.
Και οι θεοί αποδοκιμάζουν τον Κρέοντα. Το κάμνουν πρώτα με το στόμα του μάντη Τειρεσία, ο οποίος μιλά για τα φριχτά σημάδια που προδίνουν την μόλυνση της πόλης από το πτώμα που λειώνει. Ο Κρέοντας βρίσκεται και τώρα ακόμα μέσα σε μια γοργοκίνητη παραίσθηση, κι ενώ είναι χτυπημένος από τους θεούς, φαντάζεται ότι ο μάντης τον απατά, και φωνάζει σε μια τελευταία έξαρση της αλαζονείας του να μην ταφεί ο νεκρός, κι αν ακόμα οι αετοί του Δία έφερναν ξεσκλίδια από το πτώμα στον θρόνο του ύψιστου θεού. Όταν όμως ο Τειρεσίας έφυγε με την φοβερή κατάρα ότι ο Κρέοντας θα πληρώσει με την δική του σάρκα και με το δικό του αίμα το έγκλημά του εναντίον του δικαιώματος του νεκρού, τότε όλα μαζί, τύφλωση, περηφάνεια και παραίσθηση σωριάζονται με ένα χτύπημα μέσα του, κι ο Κρέοντας θέλει να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί.
Οι θεοί όμως δεν δέχονται πια την θέλησή του να εξιλεωθεί. Την Αντιγόνη την βρίσκει κρεμασμένη στον υπόγειο θάλαμο, από τον οποίο θέλει να την απελευθερώσει, κι επάνω στο πτώμα της ο Αίμονας, ύστερα από μιαν έκρηξη άγριου μίσους εναντίον του πατέρα του, αυτοκτονεί.  Ένας αγγελιαφόρος αναγγέλλει τα συμβάντα στην Ευρυδίκη, την γυναίκα του Κρέοντα, που αμίλητη ξαναμπαίνει στο παλάτι, για να σκοτωθεί εκεί με μιαν κατάρα εναντίον του αντρός της. Έρημος και τσακισμένος απομένει ο Κρέοντας ζωντανός, γλυτώνοντας από την καθυστερημένη αναγνώριση του σφάλματός του.
Το έργο είναι ένα δράμα με δύο ήρωες, και χωρίς να μεταθέσουμε μονόπλευρα τον τόνο, πρέπει να αναγνωρίσουμε μία τραγωδία του Κρέοντα και μία της Αντιγόνης. Ακολουθώντας τον Hegel προσπάθησαν πολύν καιρό να καταλογίσουν και σ’ αυτήν την ηρωίδα κάτι σαν τραγική ενοχή. Το ωραίο βιβλίο του V. Ehrenberg θα μπορούσε προπάντων να θεωρηθεί κατάλληλο να βάλει μια για πάντα τέλος σ’ αυτήν την λαθεμένη ερμηνεία. Για ποιο πράγμα πολεμά αυτή η Αντιγόνη, το λέει στη μεγάλη συζήτηση με τον Κρέοντα αρκετά καθαρά: αυτή υποστηρίζει τους αιώνιους και ανάλλαγους νόμους των θεών, που δεν μπορεί να τους αχρηστεύσει καμία ανθρώπινη διαταγή. Το ότι αυτή μιλά εδώ με τα πια εσώψυχα λόγια του ποιητή, το νιώθουμε από το «ήθος» του χωρίου∙ και πάνω από αυτό, την αναμφισβήτητη απόδειξη την δίνει ένα προγραμματικό χορικό του πρώτου Οιδίποδα (865). Εκεί ο Σοφοκλής υμνεί τον νόμο του υψηλού Αιθέρα, που κατάγεται από την περιοχή των θεών και δεν έχει την αρχή του στην φύση των ανθρώπων.
Ο Ehrenberg έδειξε πως η τρεχούμενη άποψη, η οποία θεωρεί τον Σοφοκλή και τον Περικλή σαν εκπροσώπους μιας ουσιαστικά ενιαίας περιόδου της κλασικής ακμής, στην πραγματικότητα καλύπτει μιαν πάρα πολύ σημαντική αντίθεση. Ο ποιητής και ο πολιτικός στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον σαν εκπρόσωποι ενός θεόνομου και ανθρωπόνομου κοσμοειδώλου, όχι βέβαια σε ανοιχτή σύγκρουση, αλλά μάλλον σε μιαν ένταση, μέσα στην οποία προετοιμάζεται η γιγαντομαχία (Πλατ. Σοφ. 246a), που μια μεταγενέστερη εποχή, την διεξήγαγε για το «είναι» και τον άνθρωπο. Ο Σοφοκλής έζησε την ορμητική εξέλιξη της εποχής του με μια βαθιάν ανησυχία. Αυτή η εξέλιξη αναγγελλόταν στην πολιτική ζωή με τις τάσεις για δημιουργία ενός κράτους κάτω από την αθηναϊκή ηγεσία, στην πνευματική όμως με τις ιδέες της σοφιστικής, που ανέτρεπαν την παράδοση. Ακριβώς η εποχή που σ’ αυτήν γεννήθηκε η Αντιγόνη, φαινόταν πως ήθελε να διασπάσει όλα τα σύνορα, και τότε τραγούδησε ο ποιητής εκείνο το τραγούδι, που το διαβάζουμε σαν πρώτο στάσιμο στο δράμα που μας απασχολεί και αντηχεί πάνω από τις χιλιετίες όπως δεν αντηχεί κανένα άλλο στις μέρες μας. Μεγάλος και δυνατός, αλλά και φοβερός και παράξενος (και τα δύο υπάρχουν στο δεινός) ονομάζεται ο άνθρωπος, που θέλει να υποτάξει όλες τις περιοχές της φύσης κάτω από την θέλησή του, κι επάνω σ’ αυτόν τον δρόμο να τολμήσει τα πιο τολμηρά πράγματα. Όμως πάντα ένα πράγμα εξακολουθεί να είναι το πιο αποφασιστικό: αν έχει γνώσει του Απόλυτου, που το έβαλαν από πάνω του οι θεοί, ή αν σαν περιφρονητής της αιώνιας τάξης σπρώχνει και τον εαυτό του και την κοινωνία στην εκμηδένιση.
Στο πρώτο σχεδίασμα του Εμπεδοκλή του, σε μιαν ωραία σκηνή, ο Holderlin βάζει την Ρέα να μιλά για το πώς οι Αθηναίες κοπέλες ρωτούν ποιαν από αυτές είχε μπροστά στα μάτια της ψυχής του ο Σοφοκλής, όταν έπλαθε την Αντιγόνη του, την «τρυφερή και σοβαρή ηρωίδα». Εδώ έχει συλληφθεί σε όλην την πληρότητα του ανθρώπινου, που ήθελε να της δώσει ο ποιητής, η μορφή που μερικές σύγχρονες ερμηνείες την έχουν διαστρέψει αλλόκοτα. Από αυτήν την πληρότητα λέχθηκε και ο στίχος (523) «δεν γεννήθηκα για να μισώ μαζί με άλλους, αλλά για ν’ αγαπώ μαζί τους» (Ο τοι συνέχθειν, λλ συμφιλεν φυν). Και τι δεν έχουν μηχανευθεί, για να αμφισβητήσουν σ’ αυτήν την πρώτη φράση της ευρωπαϊκής ανθρωπιάς την έκταση της αξίας της και να την απομακρύνουν από μια έννοια αγάπης, που σύμφωνα με τις απόψεις τους ο Σοφοκλής δεν μπορούσε να την έχει! Ακόμα θέλησαν να εκφράσουν την έκπληξή τους για το ότι η Αντιγόνη στον δρόμο προς τον θάνατο θρηνεί για την χαμένη της ζωή και κλαίει. Και όμως αυτό το δράμα διατηρεί την αξία του πάνω από τον χρόνο κυρίως γι’ αυτό, γιατί η Αντιγόνη δεν είναι μια ηρωίδα υπεράνθρωπων διαστάσεων, αλλά μια από μας, με τους ίδιους πόθους κι ελπίδες σαν κι εμάς, αλλά και με το μεγαλύτερο θάρρος, αντίθετα με την κοινή γνώμη, να ακολουθήσει τον μεγάλο νόμο του θεού. Όμως αυτή, η γεμάτη αγάπη, πρέπει να βαδίσει αυτόν τον δρόμο, σαν όλες τις μεγάλες μορφές του ποιητή, σε απόλυτη μοναξιά. Στην αρχή του έργου ζητά την βοήθεια της αδελφής της Ισμήνης. Του κάκου, γιατί με ένα τέχνασμα που ο ποιητής θα το επαναλάβει στα έργα του, κοντά στην μεγάλη ψυχή που είναι ανέγγιχτη από τον φόβο και την κολακεία, η Ισμήνη αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που είναι έτοιμος για τον συμβιβασμό, που λυγίζει στις δυσκολίες της ύψιστης ηθικής απαίτησης.
Και ο χορός όμως των Θηβαίων γερόντων δεν πάει με το μέρος της Αντιγόνης, κι από αυτό θέλησαν να συμπεράνουν ότι καταδικάζει την στάση της. Όποιος όμως διαβάζει παρακάτω και λογαριάζει πως αυτός ο ίδιος ο χορός, ύστερα από την σκηνή του Τειρεσία, ως τα σπουδαία τελικά λόγια, καταδικάζει τον Κρέοντα, θα αναγνωρίσει αμέσως ότι ο ποιητής, στο πρώτο μέρος, με την επιφυλακτικότητα των γερόντων προσπάθησε να δείξει την απόλυτη απομόνωση της Αντιγόνης. Ο φόβος μπροστά στον Κρέοντα έδινε στον χορό μια εύκολη και ικανοποιητική δικαιολογία για τη στάση του.
Μια φορά μονάχα παραξενεύει εμάς τους σημερινούς αυτή η Αντιγόνη, όπως παραξένεψε και τον Goethe. Είναι το χωρίο στον τελευταίο της λόγο (905), στο οποίο δικαιολογεί την πράξη της με το ότι, αν ήταν παντρεμένη, θα μπορούσε στην ανάγκη να πάρει άλλον άντρα ή να κάμει άλλο παιδί, δεν θα μπορούσε όμως ποτέ, αφού πέθαναν οι γονιοί της, να αποκτήσει άλλον αδελφό. Εδώ διατυπώνεται ένα βασικό γνώρισμα της ελληνικής φύσης, να βρίσκει ακόμα και για ό,τι συμβουλεύει η καρδιά, μια δικαιολογία στην περιοχή του λογικού∙ από την άλλη μεριά όμως το χωρίο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία -όχι τη μοναδική- για την οικειότητα του ποιητή με τον Ηρόδοτο, ο οποίος στην ιστορία του χρησιμοποίησε το θέμα σε κατάλληλη θέση για την γυναίκα του Ινταφέρνη (3, 119).
Σχεδόν δεν θα χρειαζόταν, ύστερα από τις εξηγήσεις που προηγήθηκαν, να υπερασπιστούμε την εσωτερική ενότητα του έργου εναντίον εκείνων που στο τελευταίο τρίτο του βρίσκουν μια ολωσδιόλου αυτοτελή τραγωδία του Κρέοντα. Με αυτό δεν αμφισβητούμε ωστόσο το ότι η συνοχή της σύνθεσης δεν είναι -εδώ μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε καλύτερα «δεν είναι ακόμα»- εκείνη που ο Σοφοκλής πετυχαίνει στα δράματα της ωριμότητάς του.  

Γεώργιος Χορτάτσης «Ερωφίλη»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sir Frank Dicksee

Γεώργιος Χορτάτσης «Ερωφίλη»

Στο παρακάτω απόσπασμα από την τραγωδία του Γεωργίου Χορτάτση Ερωφίλη συνομιλούν οι δύο πρωταγωνιστές και δίνουν υπόσχεση παντοτινής αγάπης. Μια σύντομη αναδρομή στην ερωτική τους ιστορία θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε τη συναισθηματική τους ένταση: O Πανάρετος και η βασιλοπούλα Ερωφίλη ήταν φίλοι από παιδιά. Καθώς μεγάλωναν, το αίσθημά τους εξελίχθηκε σε έρωτα, χωρίς να γνωρίζει και να εγκρίνει ο βασιλιάς τη σχέση τους. Ύστερα από νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Περσών εισβολέων, στον οποίο διακρίθηκε ο Πανάρετος, ο δεσμός των δύο νέων ολοκληρώθηκε «με όρκους και δαχτυλίδι», όπως εξομολογείται μυστικά ο Πανάρετος στο φίλο του Καρπόφορο, στην πρώτη πράξη του έργου. Στο μεταξύ ο βασιλιάς δέχεται προξενιές από τους βασιλιάδες της Μικράς Ασίας και της Περσίας και αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον ισχυρότερο. Η Ερωφίλη αρνείται το γάμο, με την πρόφαση ότι δε θέλει να φύγει μακριά του. Η αγωνία της για το μέλλον κυριαρχεί στη δεύτερη πράξη, γι’ αυτό εμπιστεύεται τον πόνο της στην παραμάνα της. Στην τρίτη πράξη, στο απόσπασμα που επιλέγουμε, ο ίδιος ο Πανάρετος, σταλμένος από το βασιλιά, μεταφέρει στην Ερωφίλη το μήνυμα του βασιλιά για τις προξενιές, ενώ παράλληλα της μιλά με θέρμη για τον έρωτά του αλλά και για το φόβο του μήπως τη χάσει.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή ‘μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ’ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σ’ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’ απολησμονήσεις.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Oϊμένα, νά ‘βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου ‘δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Τούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’ και δεν κατέχω
πως μήδ’ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Τούτό ‘ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ‘καμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ‘ρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.

Γ. Χορτάτσης, Ερωφίλη, Στιγμή

*γεννάται: γεννιέται *γροικώ: ακούω *πρικιά: πίκρα *άμετρο: αμέτρητο *περίσσα: πολύ *οϊμένα: αλίμονο *απείς: αφού *αμμάτια: μάτια *δούσι: δουν *πρικαινομέστανε: πικραινόμαστε *αντάμι: μαζί *αντίδικα: αντίπαλα

1η στροφή: Η Ερωφίλη αποκρινόμενη σε σχόλιο του Πανάρετου που έχει προηγηθεί, πως τα κάλλη της είναι αναρίθμητα, επισημαίνει πως οι ομορφιές και τα κάλλη της δεν είναι στην πραγματικότητα τόσα πολλά, μα είναι από το μέγεθος της αγάπης του που του δημιουργείται αυτή η εντύπωση. Στα μάτια του Πανάρετου, που τόσο την αγαπά, η Ερωφίλη μοιάζει να είναι γεμάτη θελκτικές ομορφιές. Ωστόσο, εκείνο που έχει περισσότερη σημασία δεν είναι η εξωτερική της εμφάνιση, αλλά η απόλυτη αφοσίωση που έχει σ’ εκείνον. Έτσι, η Ερωφίλη τονίζει πως είτε είναι όμορφη είτε άσχημη, το σώμα της έχει γεννηθεί μόνο για εκείνον. Μια διαπίστωση ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αποκαλύπτει πως η Ερωφίλη είναι τόσο πλήρως δοσμένη στον Πανάρετο, ώστε αισθάνεται πως η ύπαρξή της καταξιώνεται μόνο χάρη στη δική του αγάπη.

2η στροφή: Ο Πανάρετος ευχαριστείται βαθύτατα με τα λόγια της Ερωφίλης, και το δηλώνει αυτό μ’ έναν ιδιαιτέρως παραστατικό τρόπο∙ ποτέ δεν κατόρθωσε το νερό να σβήσει φωτιά, σχολιάζει, όπως τα λόγια εκείνης έσβησαν την πίκρα του. Παρά το γεγονός, όμως, ότι γνωρίζει πόσο ειλικρινής είναι η Ερωφίλη και πόσο ισχυρή είναι η αγάπη που τους ενώνει από μικρή ήδη ηλικία, δεν μπορεί να κατασιγάσει πλήρως την ανησυχία του. Επικαλείται, λοιπόν, την αγάπη τους που είναι και στους δύο γεμάτη πίστη και δύναμη, κι η οποία κρατά δεμένα τα σώματά τους με απροσμέτρητο πόθο, και ζητά παρακλητικά από την Ερωφίλη να μην επιτρέψει ποτέ στον βασιλιά να κατανικήσει την αφοσίωσή της και να την κάνει να τον ξεχάσει.
Φανερός γίνεται εδώ ο φόβος του Πανάρετου πως η Ερωφίλη δεν θα μπορέσει να υπομείνει για πολύ ακόμη τις πιέσεις του πατέρα της και θα αναγκαστεί να υποχωρήσει στο θέλημά του να την παντρέψει μ’ έναν από τους βασιλιάδες των αντίπαλων χωρών του, ώστε να μπορέσει το βασίλειό του να πάψει τους συνεχείς πολέμους.

3η στροφή: Η Ερωφίλη ταράζεται μόλις ακούει τους φόβους του Πανάρετου, καθώς θεωρεί πως δεν του έχει δώσει ποτέ την παραμικρή αφορμή να αμφιβάλλει για την αφοσίωσή της σ’ εκείνον. Της φαίνεται τρομερό το γεγονός ότι ο Πανάρετος δεν έχει κατανοήσει σε πόσο απόλυτο βαθμό η ύπαρξή του ορίζει το νου, την ψυχή και τη σκέψη της. Προκειμένου, μάλιστα, να του εκφράσει με τον πλέον σαφή τρόπο το βαθμό της αφοσίωσή της, ζητά από τον Έρωτα να τη χτυπήσει στην καρδιά με μια φαρμακωμένη σαΐτα, ώστε ο πικρός θάνατός της να αποτελέσει ατράνταχτη απόδειξη πως εκείνη είναι πλήρως δοσμένη στον Πανάρετο και πως για χάρη του είναι πρόθυμη ακόμη και να πεθάνει.
Αφού, λοιπόν, τα μάτια του Πανάρετου δεν είναι ικανά να δουν πόσο πιστά και πόσο βαθιά τον αγαπά η Ερωφίλη, ο μόνος που θα μπορέσει να εγγυηθεί για την αλήθεια των συναισθημάτων της είναι ο ίδιος ο Έρωτας. Έτσι, σε β΄ πρόσωπο η Ερωφίλη απευθύνει το αίτημά της στον προσωποποιημένο Έρωτα, ο οποίος παρουσιάζεται εδώ ως υπαρκτό πρόσωπο με πλήρη εξουσία πάνω στη ζωή των ερωτευμένων ανθρώπων. Μια δραματική παράκληση της νεαρής ηρωίδας που φανερώνει πόσο πληγώθηκε από το γεγονός ότι ο αγαπημένος της μοιάζει να μην έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην αφοσίωσή της.

4η στροφή: Ο Πανάρετος κατανοώντας πόσο πλήγωσε την Ερωφίλη με τα λόγια του, επιχειρεί τώρα να τη διαβεβαιώσει πως δεν έχει καμία αμφιβολία για τα συναισθήματά της. Έτσι, ακολουθώντας τη δική της έκκληση στον Έρωτα να της αφαιρέσει τη ζωή, τονίζει πως αυτό θα πρέπει να γίνει μπροστά στα μάτια του, αν έχει έστω και τον ελάχιστο φόβο για τον πόθο και την αγάπη που εκείνη του τρέφει ή αν δεν γνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα πως μήτε ο θάνατος δεν θα μπορούσε να την κάνει να πάψει την αγάπη της για εκείνον και να την προσφέρει σε κάποιον άλλον.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Πανάρετος δεν αμφιβάλλει καθόλου για την ειλικρίνεια και την ένταση των συναισθημάτων της Ερωφίλης, δεν παύει ν’ ανησυχεί. Χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει την αφορμή ή το λόγο που του προκαλούν αυτή την ανησυχία, νιώθει μέσα του έντονο φόβο πως ενδέχεται να χάσει το αγαπημένο αυτό πρόσωπο που τόσο σφιχτά κρατάει κοντά του. Φοβάται πως ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούσε την παρηγοριά της ζωής του κι ό,τι του προσέφερε πλείστες ελπίδες∙ η αγάπη, δηλαδή, κι η παρουσία της Ερωφίλης στη ζωή του, μπορεί να χαθούν αιφνιδίως, αφήνοντάς τον έρμαιο της οδύνης.
Αξιοσημείωτη εδώ η προσφώνηση «Νεράιδα» που επιλέγει ο Πανάρετος για να εκφράσει όλη του τον θαυμασμό για την ομορφιά της Ερωφίλης κι όλη την τρυφερότητα που αισθάνεται για εκείνη.

5η στροφή: Η Ερωφίλη κατανοεί την ανησυχία του Πανάρετου και την αποδίδει στην απρόσμενη είδηση για τα προξενιά που έχουν έρθει, τα οποία εύλογα τον έχουν αναστατώσει, εφόσον ο πατέρας της έχει εκφράσει τη σαφή πρόθεσή του να την παντρέψει με κάποιον άλλον. Το ενδεχόμενο, όμως, αυτό δεν θα πρέπει να ανησυχεί τον Πανάρετο, καθώς, όπως του επισημαίνει η Ερωφίλη, ο Ουρανός -η μοίρα- που φρόντισε και τους έφερε κοντά, είναι εκείνος που θα διασφαλίσει το παντοτινό τους σμίξιμο. Προχωρά, μάλιστα, ακόμη παραπέρα, καταφεύγοντας σε μια ισχυρότατη επίκληση για να τον διαβεβαιώσει για την ακλόνητη αφοσίωσή της σ’ εκείνον∙ ζητά, λοιπόν, από τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη, τον αέρα, τα αστέρια, τον ήλιο, τη νύχτα και την ημέρα να οπλιστούν και να στραφούν εναντίον της τη στιγμή που θα επιτρέψει να μπει στην καρδιά της η αγάπη για κάποιον άλλον.
Η Ερωφίλη είναι τόσο απόλυτα βέβαιη για το ακλόνητο της αγάπης της, ώστε δεν διστάζει να ζητήσει απ’ όλα τα στοιχεία της φύσης -τα οποία και προσωποποιούνται- να λάβουν τον ρόλο του εκδικητή σε περίπτωση που εκείνη προδώσει την αλήθεια των συναισθημάτων της και εκφράσει ενδιαφέρον για κάποιον άλλον άντρα. Έτσι, με το να θέσει το σύνολο της φύσης σε ρόλο εγγυητή για την αγάπη της, η Ερωφίλη κατορθώνει να κατασιγάσει τους φόβους του Πανάρετου.
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί, πως οι φαινομενικά υπερβολικές αυτές δηλώσεις της ηρωίδας δεν αποτελούν κενό γράμμα, κι αυτό θα φανεί όταν μετά τη δολοφονία του Πανάρετου από τον βασιλιά, η Ερωφίλη θα αφαιρέσει την ίδια της τη ζωή.    

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Ποιοι φόβοι βασανίζουν τον Πανάρετο και πώς προσπαθεί να τον ηρεμήσει η Ερωφίλη;

Στο άκουσμα της είδησης πως ο πατέρας της Ερωφίλης -ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φιλόγονος- έχει δεχτεί προξενιά για την κόρη του και σχεδιάζει να την παντρέψει, ο Πανάρετος κατακλύζεται από ανησυχία και φόβο για το τι πρόκειται να συμβεί. Φοβάται πως η αγαπημένη του δεν θα μπορέσει να αντέξει για πολύ τις πιέσεις του πατέρα της και πως θα αναγκαστεί τελικά να υποκύψει στο θέλημά του∙ φοβάται, έτσι, πως θα χάσει τη γυναίκα που τόσο αγαπά. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο Πανάρετος έχει μεγαλώσει μαζί με την Ερωφίλη από τότε που σε μικρή ηλικία κατέφυγε στην Αίγυπτο για να σωθεί από τους εχθρούς της δικής του πατρίδας, και πως η αγάπη που τους ενώνει είναι εξαιρετικά δυνατή, αφού έχει βασιστεί στη μακρόχρονη αυτή κοινή συνύπαρξη.
Η Ερωφίλη επιχειρεί να κατασιγάσει την ανησυχία του Πανάρετου διαβεβαιώνοντάς τον για το ακλόνητο της αγάπης και της αφοσίωσής της. Όπως χαρακτηριστικά του επισημαίνει εκείνος ορίζει τον νου, την ψυχή και τη σκέψη της. Δεν διστάζει, μάλιστα, να επικαλεστεί ακόμη και τον ίδιο τον Έρωτα, από τον οποίο ζητά να φαρμακώσει μία από τις σαΐτες του και να τη χτυπήσει απευθείας στην καρδιά, ώστε να διαπιστώσει ο Πανάρετος πως για χάρη του είναι πρόθυμη ακόμη και να πεθάνει.
Επιπλέον, η Ερωφίλη διαβεβαιώνει τον Πανάρετο πως ο Ουρανός που όρισε να ανταμώσουν και να σμίξουν, είναι ο ίδιος που θα φροντίσει να μείνουν για πάντα μαζί. Κι είναι, μάλιστα, τόσο αποφασισμένη να απομακρύνει κάθε αμφιβολία και ανησυχία από τη σκέψη του αγαπημένου της, ώστε επικαλείται το σύνολο των στοιχείων της φύσης και τους ζητά να οπλιστούν και να στραφούν εναντίον της, έτσι και διαπιστώσουν πως άφησε στην καρδιά της να μπει επιθυμία για κάποιον άλλον.    

2. Πώς εκδηλώνει ο Πανάρετος την αγάπη του στην Ερωφίλη και πώς ανταποκρίνεται εκείνη στα αισθήματά του;

Ο Πανάρετος, αν και δηλώνει στην αρχή πως τα λόγια αγάπης της Ερωφίλης κι η διαβεβαίωσή της πως το κορμί της γεννήθηκε μόνο για εκείνον, σβήνουν πλήρως την πίκρα του, της ζητά, εντούτοις, κάτι ακόμη∙ της ζητά να του υποσχεθεί στο όνομα της αγάπης που τους ενώνει από μικρά παιδιά και που τώρα έχει γίνει πανίσχυρος ερωτικός πόθος, να μην επιτρέψει στον πατέρα της να την κάνει να τον ξεχάσει. Μια υπόσχεση που φανερώνει αφενός την ανησυχία του ήρωα σχετικά με το ενδεχόμενο να την εξαναγκάσει τελικά ο βασιλιάς να παντρευτεί κάποιον άλλον, κι αφετέρου το πόσο οδυνηρό είναι για τον Πανάρετο κάτι τέτοιο, εφόσον ο ίδιος είναι απόλυτα δοσμένος στην αγάπη του για την Ερωφίλη.
Η Ερωφίλη από τη μεριά της πληγώνεται από τα λόγια αυτά του Πανάρετου, όπως δηλώνει το αλίμονο (οϊμένα) με το οποίο ξεκινά την απόκρισή της, καθώς θεωρεί ότι δεν του έχει δώσει ποτέ κάποια αφορμή αμφιβολίας για την αγάπη της. Ωστόσο, φροντίζει να τον καθησυχάσει προχωρώντας σε μια επίκληση έντονης δραματικότητας, με την οποία απευθύνεται στον προσωποποιημένο Έρωτα και του ζητά να τη σκοτώσει, αφού ο αγαπημένος της δεν μπορεί να δει πόσο πιστά και βαθιά τον αγαπά. Μ’ αυτό τον τρόπο, με τον θάνατό της, δηλαδή, ελπίζει η ηρωίδα πως ο αγαπημένος της θα καταλάβει πόσο απόλυτα του είναι αφοσιωμένη.
Ο Πανάρετος που αντιλαμβάνεται πόσο τάραξαν τα λόγια του την Ερωφίλη, ζητά να πραγματοποιηθεί αμέσως μπροστά στα μάτια του η θανάτωση αυτή έτσι και υπάρχει στην καρδιά του έστω κι η παραμικρή αμφιβολία για την ειλικρίνεια των συναισθημάτων της. Μια εντόνως δραματική απόκριση του Πανάρετου, η οποία αποσκοπεί σαφώς στο να δείξει στην αγαπημένη του πως ό,τι τον φοβίζει δεν είναι η δική της αφοσίωση, αλλά το ενδεχόμενο να τη χάσει από κοντά του, έστω και παρά τη δική της θέληση. Πρόκειται, φυσικά, για μια έμμεση αναφορά στην πρόσφατη είδηση πως ο βασιλιάς έχει δεχτεί προξενιά για την κόρη του κι είναι έτοιμος να την παντρέψει.
Η Ερωφίλη αντιλαμβάνεται την πηγή ανησυχίας του Πανάρετου και του προσφέρει μια ακόμη ισχυρή διαβεβαίωση για την αγάπη της∙ προχωρά σε μια νέα επίκληση, αυτή τη φορά στα στοιχεία της φύσης, από τα οποία ζητά να οπλιστούν και να στραφούν εναντίον της σε περίπτωση που αφήσει να μπει στην καρδιά της πόθο για κάποιον άλλον άντρα.

3. Σε ποια σημεία του κειμένου κορυφώνεται η δραματική ένταση και γιατί;

Η δραματική ένταση κορυφώνεται για πρώτη φορά μόλις ο Πανάρετος ζητά παρακλητικά από την Ερωφίλη να μην τον ξεχάσει ποτέ∙ παράκληση που προκαλεί μεγάλη στεναχώρια στην ηρωίδα, αφού την κάνει να αισθανθεί πως ο αγαπημένος της δεν είναι απόλυτα σίγουρος για την αφοσίωσή της. Προκειμένου, λοιπόν, η Ερωφίλη να του δώσει την πιο πειστική απάντηση στρέφεται στον προσωποποιημένο Έρωτα και του ζητά να της αφαιρέσει τη ζωή, ώστε να πειστεί ο Πανάρετος για την αλήθεια των συναισθημάτων της. Πρόκειται για μια σκηνή έντονης δραματικότητας, στην οποία πέραν των δύο κεντρικών προσώπων που βρίσκονται σε μεγάλη συναισθηματική έξαρση, παρουσιάζεται μέσω της επίκλησης της Ερωφίλης και ο Έρωτας ως δρων πρόσωπο.
Μια δεύτερη κορύφωση της δραματικής έντασης επέρχεται μόλις ο Πανάρετος, παρά τις ισχυρές διαβεβαιώσεις της Ερωφίλης, εκφράζει την ανησυχία του για το ενδεχόμενο να χάσει την αγαπημένη του, έστω και παρά τη δική της θέληση. Τότε η Ερωφίλη, που αντιλαμβάνεται πως ο Πανάρετος έχει πικραθεί από τα νέα για τα προξενιά που συζητά ο πατέρας της, προχωρά σε μια ακόμη δραματική επίκληση. Αυτή τη φορά η ηρωίδα επικαλείται το σύνολο σχεδόν των φυσικών στοιχείων και τους ζητά να έρθουν εναντίον της πάνοπλα έτσι και επιτρέψει στον εαυτό της να σκεφτεί ερωτικά κάποιον άλλον.

Ο βασιλιάς Φιλόγονος μαθαίνει για την κρυφή σχέση του Πανάρετου και της Ερωφίλης, και εξοργίζεται με την προδοσία του νεαρού προστατευόμενού του. Αποφασίζει, έτσι, να σφάξει τον Πανάρετο και να προσφέρει ως «γαμήλιο» δώρο τα μέλη του σώματός του στην Ερωφίλη. Στη σκηνή που ακολουθεί η Ερωφίλη μοιρολογεί, έχοντας λάβει το μακάβριο αυτό «δώρο».

Πράξη 5η, Σκηνή 4η
ΕΡΩΦΙΛΗ μοναχή.

Ω κύρι μου, μα κύρι πλιο γιάντα να σ’ ονομάζω,
κι όχι θεριόν αλύπητο κι άπονο να σε κράζω,
πειδή περνάς στην όρεξι πάσα θεριό του δάσου,
και πλια άγρια παρά λιονταριού μόδειξες την καρδιά σου;
Θεριό λοιπόν αλύπητο παρά θεριό κανένα,
για ποια αφορμή δεν έσφαξες την ταπεινήν εμένα;
Μα κείνο, που δεν έκαμε το χέρι τ’ άπονό σου,
θέλω να κάμει μόνια μου, κιάς με το στανικό σου,
γιατί δεν είναι μπορετό, μηδέ ποτέ τυχαίνει,
μιαν ώρα απού το ταίρι μου να ζιω ξεχωρισμένη.
Ταίρ’ ακριβό μου και γλυκύ, φως και παρηγοριά μου,
και πώς σε βλέπουν τσι φτωχής τ’ αμμάτια τα δικά μου,
και μ’ όλον τούτο δύνουνται τα μέλη μου και ζιούσι,
τ’ αμμάτια μου και βλέπουσι, τα χείλη και μιλούσι.
Πάντ’ ακριβό μου ταίρι μου, μ’ έθρεφεν η καρδιά σου,
τώρα στον Άδη τη φτωχή με βάνει η ασκημιά σου,
κι αλλού τ’ αμμάτια μου ωχ, οϊμέ, στανιό πώς συντηρούσι,
Πανέρετέ μ’ Αφέντη μου, που ν’ τα πολλά σου κάλλη,
που κείν’ η νόστιμη θωριά, και πάσα χάρι σ’ άλλη;
που ‘ναι τ’ αμμάτια τα γλυκά; ποιον άπονο μαχαίρι
σου τα ‘βγαλε κ’ ετύφλωσε, οϊμέ! ακριβό μου ταίρι;
στόμα μου νοστιμώτατο και μοσκομυρισμένο,
βρύσι ολωνώ των αρετώ, ζαχαροζυμωμένο,
γιάντα τα πλουμισμένα σου και τα γλυκά σου χείλη
τη δούλη σου δεν κράζουσι, οϊμέ, στην Ερωφίλη;
γιάντα σωπάς στον πόνο μου, γιάντα στα κλάηματά μου
δε συντυχαίνεις δυο μικρά λόγια ‘ς παρηγοριά μου;
μα δίχως γλώσσ’ απόμεινες, και πώς να μου μιλήσης,
πώς την πολλά βαριόμοιρη να με παρηγορήσης;
πώς να μου παραπονεθής, πώς να μου πης, «ψυχή μου,
για σένα μόνο θάνατον επήρε το κορμί μου;»
Κ’ εσάς, χεράκια μ’ ακριβά, ποια χέρια αποκοτήσα,
κι άπονα απού το δόλιο σας κορμί σας εχωρίσα;
χέρια, που σας ετύχαινε σκήπτρο να σας βαραίνη,
και μοναχάς να δίδετε νόμο στην Οικουμένη,
για ποια αφορμή δεν πιάνετε τα χέρια τα δικά μου;
γιάντα στο στήθος σπλαχνικά κι απάνω στην καρδιά μου
δεν ‘γγίζετε ν’ αλαφρωθή, τσι πόνους τσι να χάση,
κ’ ετούτη την τρομάρα τζι τήν τόση να σκολάση;
Και συ, καρδιά αντρωμένη μου, του πόθου φυλακτάρι,
ποιο ‘τον εκείνο τ’ άπονο κι αγριώτατο λιοντάρι,
που σ’ έβγαλ’ εκ τον τόπο σου, κ’ αιματοκυλισμένη
τ’ αμμάτια μου να συντηρού μ’ έκαμε την καημένη;
καρδιά μου αγαπημένη μου, γλυκωτάτη καρδιά μου,
πόσα του πόθου βάσανα είχες για όνομά μου!
πάντα ‘ζειες μ’ αναστεναμούς, κ’ εθρέφουσου με πρίκες,
κ’ εις το ‘στερο ανασπάστηκες, κ’ εκ το κορμί σου βγήκες,
για να μπορώ τριγύρω σου να ‘δω, πως ει γραμμένο
τ’ όνομα τς Ερωφίλης σου το πολυαγαπημένο.
Ώφου πρικύ μου ριζικό, κι αντίδική μου μοίρα,
τόσα γοργό μ’ εκάμετε νύφη γιαμιά και χήρα!
μοίρα κακή για λόγου μου, κομπώτρα κι ωχθρεμένη,
‘ς ποιο τέλος μ’ εκατάφερες την πολυπρικαμένη!
ποιο πράμα μ’ έκαμες να δω, ποιαν πρίκα να γνωρίσω,
ποια παιδωμή, ποιο βάσανο, ποιον πόνο να γροικήσω!
που κείνα, που ‘λεγες του νου, που κείνα πού από σένα
τ’ αμμάτια μ’ ανιμένασι να δούσι τα καημένα;
χαρές περίσσιες μού ‘τασσες, και πρίκες με γεμώνεις,
ζήσι κι ανάπαψι πολλή, και θάνατο μ’ αξιώνεις.
Λαμπρό τον ήλιο μου ‘δειξες, κ’ ήλπιζα καλωσύνη,
μα το ζιμιό θαμπώθηκε, κι άγριος καιρός εγίνη.
Χρουσό στεφάνιν ήβαλες απάνω στην κορφή μου,
κι όφις εγίνηκε ζιμιό κ’ επήρε τη ζωή μου∙
πολλή δροσιά μ’ επότισες, μά ‘τον φαρμακεμένη,
κι ολπίζοντας πως θρέφομαι, μένω θανατωμένη.
Την πόρτα τσι Παράδεισος μ’ άνοιξες, κι από κείνη
στην Κόλασι μ’ επέρασες, κι αλύπητα με κρίνει∙
ψευτό καλό μου χάρισες, κι ως όνειρον εχάθη,
σα χόρτον εξεράθηκε, σα ρόδον εμαράθη∙
σαν ασταπή άψε κ’ έσβησε, κ’ έλυσε σαν το χιόνι,
σα νέφαλον εσκόρπισε, στον άνεμο σα σκόνι.
Μα δε φυράς τα πάθη μου δε μου λιγαίνεις πρίκα,
κ’ οι πόνοι μου κ’ οι κρίσεις μου παντοντινά γενήκα,
και πλειότερη την παιδωμή για νά ‘χω και τα βάρη
τα πάθη μου δεν έχουσι να με σκοτώσου χάρι.
Μα κείνο, που δε δύνεται τόσος καημός να κάμη,
θέλει το κάμει η χέρα μου και το μαχαίρ’ αντάμη,
στον Άδη να με πέψουσι, κι ο κύρις άπονός μου
τη βασιλειάν τ’ ας χαίρεται και τσι χαρές του κόσμου.
Στήθος μου κακορρίζικο, καρδιά μου πρικαμένη,
πόσα ‘τονε καλύτερο ποτέ μου γεννημένη
στον κόσμο να μην είχα ‘σται, πόσα τονε καλλιά μου
λάψ’ ήλιου να μη δούσινε τ’ αμμάτια τα δικά μου.
Το πνέμα σου, Πανάρετε, ταίρι γλυκύτατό μου,
παρακαλώ σε να δεχτή το πνέμα το δικό μου,
‘ς ένα να στεκομέστανε τόπο, και μιάν ομάδι
Κόλασι γή Παράδεισο να γνώθωμε στον Άδη.
Πανάρετε, Πανάρετε, Πανάρετε ψυχή μου,
βούηθα μου τσι βαριόμοιρης και δέξου το κορμί σου.

Εδώ πιάνει το μαχαίρι, οπού ήτονε στο βατσέλι και σφάζεται, και πέφτει σκοτωμένη∙ και εις λιγάκιν έρχουνται οι κορασίδες της γυρεύγοντάς τηνε.


Ιστορία Κατεύθυνσης: Κίνημα στο Γουδί [Πηγές]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Κατεύθυνσης: Κίνημα στο Γουδί [Πηγές]

Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα ακόλουθα κείμενα, να αναφέρετε: α) τα αίτια του κινήματος στο Γουδί, β) τα αιτήματά του, γ) τα μειονεκτήματα και δ) τα αποτελέσματά του.

ΚΕΙΜΕΝΟ Α

Και είναι αξιωσημείωτον ότι κίνημα ένοπλον, επιβληθέν από της πρώτης στιγμής, διετήρησε πάσαν εφικτήν εις την φύσιν αυτού νομιμότητα, σεβασθέν τους θεμελιώδεις θεσμούς, αναδειχθέν μάλιστα ανυπόκριτος υπερασπιστής αυτών και λήξαν δια της πληρώσεως του σκοπού εις τον οποίον απέβλεπεν. Εάν δε δεν επετέλεσε μέγα τι, προήγαγεν εις οδόν βεβαιοτέραν από τας ψευδείς υποσχέσεις τον πανελλήνιον πόθον περί οργανώσεως των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων της Ελλάδος και παρέχει εν αδιαφιλονίκητον συμπέρασμα, ότι ουδεμία αβελτηρία, διαφθορά ή κακή πίστις, θα δυνηθώσι ν’ αναστείλωσι την πραγματοποίησιν του έντιμου τούτου προγράμματος. Και ο ελληνικός λαός το υπεδέχθη τουσούτον ενθουσιωδώς, ώστε το ανεγνώρισεν ως γνησίαν εκπροσώπησιν των βουλευμάτων αυτού, εναντίον της παραποιήσεως και της διαστροφής. Τι είνε η Βουλή; Αντιπροσωπεία του Έθνους. Και τι η κυβέρνησις; Επιτροπή της Βουλής διοικούσα. Και όμως οι υπηρέται ούτοι της κοινής θελήσεως, καθίστανται ανεξέλεγκτοι αυθένται. Το Έθνος λοιπόν ανέκτησεν απέναντι όλων τούτων τα δικαιώματά του. Δεν αρκεί να λέγη μία κυβέρνησις ότι έχει εν πρόγραμμα. Οφείλει και να το πραγματοποιή. Μετά μίαν δε σειράν κυβερνήσεων, αίτινες πάσαι ομοφώνως υπεσχέθησαν την οργάνωσιν στρατού και πάσαι ομοιομόρφως παρέβησαν την υπόσχεσίν των, το Έθνος έπρεπε να λάβη εγγυήσεις.

Ημερήσια Εθνική Εφημερίς «Εμπρός», Δευτέρα 17 Αυγούστου 1909

ΚΕΙΜΕΝΟ Β

Τη νύχτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου 1909 συγκεντρώθηκαν στους πρόποδες του Υμηττού, στους στρατώνες του Γουδί, 250 αξιωματικοί και 2.000 περίπου οπλίτες, κατά τον Αλ. Μαζαράκη, ή 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες, κατά τον Ασπρέα, καθώς και μερικοί χωροφύλακες και πολίτες και διακήρυξαν, χωρίς ιδιαίτερη μαχητικότητα, την αντίθεσή τους προς την κυβέρνηση, υποστηρίζοντας το πρόγραμμα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», που τους είχε καλέσει να συμπαρασταθούν στους στόχους τους.
Το πρόγραμμα αυτό, διατυπωμένο σε ήπιο τόνο για «επαναστατική» προκήρυξη, εξέφραζε γενικές ευχές για τη βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων, της διοικήσεως και της παιδείας, καθώς και την κατάργηση «της απαίσιας συναλλαγής» - ευχές που ασφαλώς έβρισκαν σύμφωνο το σύνολο των Ελλήνων. Απαριθμούσε επίσης με σαφήνεια ποιες ριζοσπαστικές ενέργειες δεν επρόκειτο να επιχειρηθούν από το «Σύνδεσμο»: 1) Την κατάργηση της δυναστείας ή την αντικατάσταση του βασιλιά, 2) την εγκαθίδρυση στρατοκρατίας ή την αλλαγή του συντάγματος, 3) την κατάργηση της κυβερνήσεως, 4) την αύξηση ή την απομάκρυνση στελεχών του στρατού ή του ναυτικού. ...
Το κίνημα έγινε δεκτό από την πλειοψηφία του παγκόσμιου τύπου με αρνητικά σχόλια. Το αποκαλούσαν κακή απομίμηση των Νεοτούρκων, με λίγες ελπίδες επιτυχίας, και τόνιζαν τους κινδύνους που θα προέκυπταν από μια εκθρόνιση ή παραίτηση του Γεωργίου. Είναι φανερό ότι η ανησυχία αυτή, υπερβολική όπως αποδείχτηκε από τα κατοπινά γεγονότα, οφειλόταν μάλλον στο φόβο των εκπροσώπων του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου ότι η Ελλάδα δε θα ήταν πια σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές και ότι αποχώρηση του βασιλιά θα σήμαινε την απώλεια της σημαντικότερης εγγυήσεως σταθερότητας. ...
Το λαϊκό συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου οργανώθηκε σκόπιμα από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο σε συνεννόηση με τους συλλόγους και τις συντεχνίες που έλαβαν μέρος, εν όψει της επαναλήψεως των τακτικών εργασιών της βουλής. ...
Παρά τη φαινομενική του επιτυχία ο Σύνδεσμος αντιμετώπιζε το Νοέμβριο μεγάλα προβλήματα. Μολονότι οι στρατιωτικοί έρεπαν σε αυταρχικότερη τακτική, η διατήρηση του κοινοβουλευτισμού τους ανάγκαζε να καλλιεργούν τα λαϊκά τους ερείσματα και τις σχέσεις τους με τις διάφορες ομάδες που αντιπροσώπευαν οργανωμένα συμφέροντα. Έτσι με επέμβαση των συντεχνιών ματαιώθηκε η επιψήφιση νομοσχεδίου για την επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε απεργούς. Ματαιώθηκαν επίσης περικοπές στον προϋπολογισμό για την παιδεία μετά από διαμαρτυρίες φοιτητών και καθηγητών. Η φορολογία της ελαιοπαραγωγής και του οινοπνεύματος εξάλλου προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους παραγωγούς και τους εμπόρους και έβαλε το Σύνδεσμο σε δύσκολη θέση. Η συντεχνία των εμπόρων οινοπνεύματος είχε υποστηρίξει με ενθουσιασμό το κίνημα στο συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου και φρόντιζε ώστε οι αξιωματικοί να μην ξεχνούν την υποχρέωσή τους. Η μεγαλύτερη όμως κατακραυγή προήλθε από τους δημόσιους υπαλλήλους, που ο Σύνδεσμος ήθελε να απολύσει, στην προσπάθειά του να εξυγιάνει την κρατική μηχανή και να εξοικονομήσει πόρους για την εφαρμογή του προγράμματός του.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών 

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ

Τα μεσάνυχτα της 14ης προς την 15η Αυγούστου, αξιωματικοί μόνοι ή καθ’ ομάδας, πεζή, έφιπποι, με αμάξια, συνέρρεαν από διάφορα σημεία των Αθηνών προς την λεωφόρον Κηφισιάς. Πολλοί εστάθμευαν εις τα παραπήγματα των δύο πεζικών συνταγμάτων. Οι περισσότεροι εσυνέχιζαν τον δρόμο των εις το Γουδί. Ήσαν όλοι κατώτεροι από τον βαθμόν του ανθυπολοχαγού έως του λοχαγού, εξ εκείνων οι οποίοι υπέφεραν την καταισχύνην του ενενήντα επτά και ελησμονήθησαν έπειτα εις μελαγχολικάς φρουράς μεταξύ Άρτας και Ναυπλίου. Κανείς των δεν ήτο γνωστός, κανείς των δεν έφερεν ιστορικόν όνομα, κανείς των σχεδόν δεν εσύχναζε τας κοσμικάς αιθούσας της πρωτευούσης. Εγνώριζαν όμως τας πεδιάδας της Θεσσαλίας και τα μακεδονικά βουνά, ευρίσκοντο εις αδιάκοπον επικοινωνίαν με τους κληρωτούς, με τον λαόν δηλαδή της μικροπολιτείας και του χωραφιού, είχαν αισθανθή βαθύτατα την σιωπηλήν οργήν του πλήθους εναντίον ασυνειδήτου ολιγαρχίας, ήτις εστήριζε το γόνατό της επάνω εις το στήθος της πατρίδος. Επί δώδεκα χρόνια, μετά την φυγήν της Λαρίσης, ήκουαν υποσχέσεις υπουργών, ύβρεις πριγκήπων, κούφους βεβαιώσεις δια τούτο ή το άλλο.
Δώδεκα πικρούς χρόνους, έζησαν περιφρονημένοι εις απόμερες επαρχίες, με πέντε-δέκα δραχμάς την ημέραν, δια να συντάξουν το ένοπλον έθνος. Έγιναν και αντάρται εις τα τέλματα της Φλώρινας, εις της καλαμιές του Βαρδάρη, εις της χαράδρες του Ολύμπου δια να σταματήσουν την κάθοδον του Βουλγάρου προς τον Αλιάκμονα. Όλαι αι προσπάθειαι, αι εγκαρτερήσεις, αι πικρίαι απέληγαν με την θρασείαν απειλήν του Νεοτούρκου: «Όποτε θέλω, παίρνω τον καφέ μου στην Αθήνα!».
Οι λοχαγοί ενόησαν ότι ήλθεν η ώρα των. Αι μάζαι εστέναζαν και αγανακτούσαν. ...
Αλλά και το θετικόν έργον του συνδέσμου είναι σημαντικόν:
1) Έθεσε τας βάσεις της οικονομικής εξυγιάνσεως του τόπου.
2) Επέτυχεν ανεξαρτησίαν της δικαιοσύνης και διοικήσεως.
3) Εγύμνασε 40.000 απαλλαγέντων, συνεπλήρωσε την στρατιωτικήν προπαρασκευήν, ηγόρασε το θωρηκτόν καταδρομικόν «Γ. Αβέρωφ», το κυριότερο όλων: Έθεσε την βάσιν της «εθνικής πανστρατιάς».  

Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920 Τόμος Α΄, Πυρσός (1931)

ΚΕΙΜΕΝΟ Δ

Η απερίσκεπτη, υπεροπτική, αγέρωχος και ταπεινωτική στάση των νεοτούρκων απέναντί της ξύπνησε το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού και ξέσπασε σε κίνημα υπό την διεύθυνση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» (1909).
Εδώ όμως φάνηκε όλη η αμάθεια, η αοριστία, το αψυχολόγητο και η ανεπάρκεια και του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» και του λαού για να καθωρίση τις αιτίες και τις ανάγκες του κινήματος. Δεν ήξευραν κυριολεκτικώς γιατί σηκώθηκαν. Είδαν κάποιο να τους πνίγη και φωνάξανε. Τον αληθινό όμως εχθρό δεν τον διέκριναν.
Είναι πολύ χαρακτηριστική για ένα κοινωνιολόγο η διαγωγή του Συνδέσμου και το υπόμνημα που απηύθηνε στο λαό. Σαυτό έλεγε περίπου τα εξής: «Δεν επιδιώκει την κατάργησιν της δυναστείας ή την αντικατάστασιν του Βασιλέως, ούτε επιθυμεί να θίξη το Συνταγματικόν Πολίτευμα, ζητεί μόνον την συγκρότησιν αξιομάχου στρατού και στόλου και την απομάκρυνσιν των πριγκήπων από της ενεργού υπηρεσίας εν των στρατώ και ναυτικώ. Επίσης οι υπουργοί των δύο πολεμικών υπουργείων να είναι ανώτεροι αξιωματικοί. Εκτός τούτου πρέπει να γίνη «ανόρθωσις των υπηρεσιών» και να προαχθή η θρησκεία, η εκπαίδευσις, τα οικονομικά και η διοίκησις». Ας αναλύσωμε λιγάκι το πρόγραμμα αυτό για να δούμε την πραγματική ουσία του.
Ο Σύνδεσμος λοιπόν δεν ήθελε να πειράξη ούτε το πολίτευμα ούτε τη δυναστεία. Χαρακτηριστικό αυτό, γιατί αιστανότανε ότι πράγματι δεν φταίνε αυτά και ότι αν τα πειράξη θα χειροτερέψη πολύ την κατάσταση, γιατί δεν θα ήξερε με τι να τα αντικαταστήση. Σαυτό το σημείο φάνηκε λοιπόν φρόνιμος και το ένστικτο τον ωδήγησε καλά.
Το ότι ζήτησε δυνατό στρατό και στόλο, αυτό βέβαια ήταν λογικό και το πιο αναγκαίο για την στιγμή εκείνη. Πρωτοτυπία όμως σαυτό δεν υπήρχε καμιά, γιατί στρατό και στόλο θεωρητικώς ζητούσε όλος ο κόσμος δεκάδες χρόνια. Στην πραγματοποίηση μόνον πέφτανε όλοι έξω, γιατί δεν είχαν τα απαιτούμενα στοιχεία υπομονής, εργατικότητος, πειθαρχίας και επιβολής για ένα τέτοιο εκτάκτως δύσκολο διοργανωτικό έργο.
Τα άλλα αιτήματά τους: «ανόρθωσις των υπηρεσιών», «προαγωγή της θρησκείας, της εκπαιδεύσεως, των οικονομικών και εν γένει της διοικήσεως» έτσι αόριστα λεγμένα ήσαν γενικές φράσεις, χωρίς καμία πρακτική σημασία και ελέγοντο προηγουμένως καθημερινώς από όλον τον κόσμον, χωρίς να υποδειχθή ο τρόπος της διορθώσεως.
Σε κανενός το κεφάλι δεν παιρνούσε η ιδέα ότι πρέπει να γίνουν βαθύτερες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που να θίγουν αυτές τις βάσεις της εθνικής μας ζωής!

Γεώργιος Σκληρός «Τα προβλήματα του ελληνισμού», Έκδοση του συγγραφέως με την επιμέλεια των «Γραμμάτων», Αλεξάνδρεια, 1919  


Το 1909 συντελείται μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας γενικότερα, και των πολιτικών κομμάτων ειδικότερα. Στις 15 Αυγούστου 1909 εκδηλώθηκε κίνημα στο Γουδί, το οποίο έγινε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μια μυστική ένωση στρατιωτικών, με αιτήματα που αφορούσαν μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τη δημοσιονομική πολιτική.
Το κίνημα στο Γουδί, όπως προκύπτει από το άρθρο της εφημερίδας «Εμπρός», που δημοσιεύτηκε δύο μόλις μέρες μετά την πραγματοποίησή του -πρωτογενής πηγή-, αποτέλεσε αντίδραση στην αδυναμία της τότε κυβέρνησης -καθώς και των αμέσως προηγούμενων- να οργανώσει τον στρατό, παρά τις σχετικές υποσχέσεις. Τα μέλη της κυβέρνησης, αν και θα έπρεπε να λειτουργούν ως αντιπρόσωποι του Έθνους, όπως επισημαίνεται στο άρθρο, είχαν καταστεί ανεξέλεγκτοι αφέντες, γεγονός που είχε επιτείνει τη δυσφορία των πολιτών. Σύμφωνα, άλλωστε, με τις πληροφορίες που καταγράφει ο Γεώργιος Βεντήρης (Κείμενο Γ), οι αξιωματικοί του Κινήματος, έχοντας υπηρετήσει σε διάφορες επαρχιακές περιοχές της χώρας, είχαν νιώσει βαθύτατα την σιωπηλή οργή του πλήθους απέναντι στην ασυνείδητη ολιγαρχία που διοικούσε τον τόπο. Ακόμη περισσότερο, οι ίδιοι αυτοί αξιωματικοί είχαν εμπλακεί σε αντάρτικης φύσης συγκρούσεις με τους Βούλγαρους, οι οποίοι ήθελαν να εδραιωθούν στην περιοχή της Μακεδονίας, προκαλώντας εύλογες ανησυχίες για το μέλλον των ακόμη αλύτρωτων αυτών ελληνικών εδαφών. Ενώ, οι θρασύτατες απειλές των Νεότουρκων, που αμφισβητούσαν ευθέως τη δυνατότητα των Ελλήνων να υπερασπιστούν τη χώρα τους, γεννούσαν αγωνία και αγανάκτηση στους αξιωματικούς του Κινήματος που πάσχιζαν μέσα σε πλήθος στερήσεων να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της χώρας. Την καταλυτική επίδραση που άσκησε η υπεροψία των Νεότουρκων στο ξέσπασμα του Κινήματος, επισημαίνει και ο Γεώργιος Σκληρός (Κείμενο Δ).      
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά προώθησε τα αιτήματά του μέσω της Βουλής. Με αφορμή το κίνημα, έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου μεγάλη διαδήλωση των επαγγελματικών σωματείων της πρωτεύουσας. Οι διαδηλωτές υποστήριξαν το διάβημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου και υπέβαλαν ψήφισμα στο παλάτι με το οποίο ζητούσαν την επίλυση σειράς οικονομικών αιτημάτων.
Τα αιτήματα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», που είχε οργανώσει το κίνημα στο Γουδί, σχετίζονταν πρωτίστως με τη βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων, της διοίκησης και της παιδείας, καθώς και την απαλλαγή της χώρας από τη διαφθορά, όπως προκύπτει από το Κείμενο Β (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους). Ενώ, ειδικότερα αιτήματα, όπως αυτά καταγράφονται από τον Γεώργιο Σκληρό (Κείμενο Δ), αφορούσαν την απομάκρυνση των πριγκήπων από την ενεργή υπηρεσία στο στρατό και στο ναυτικό, την επιλογή των υπουργών για τα δύο πολεμικά υπουργεία από τις τάξεις των ανώτερων αξιωματικών, την ανόρθωση των υπηρεσιών, καθώς και την αποτελεσματικότερη στήριξη της θρησκείας. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως και στις δύο αυτές πηγές (Κείμενα Β & Δ) επισημαίνεται το γενικόλογο της πλειονότητας των αιτημάτων, τα οποία εκφράζονταν περισσότερο σαν ευχές.  
Στην αοριστία των αιτημάτων, άλλωστε, εντοπίζονται και τα μειονεκτήματα του Κινήματος, όπως το επισημαίνει ο Γεώργιος Σκληρός (Κείμενο Δ), μιας και γινόταν σαφές πως ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν είχε τη δυνατότητα να εντοπίσει τα πραγματικά αίτια των ελληνικών προβλημάτων και, άρα, δεν μπορούσε να διεκδικήσει τις αναγκαίες λύσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Β), η χώρα βρισκόταν υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και είχε σημαντικές δανειακές υποχρεώσεις, γεγονός που περιόριζε δραστικά τη δυνατότητά της να καλύψει επαρκώς τις οικονομικές απαιτήσεις των αιτημάτων του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ενώ, η απροθυμία του Συνδέσμου να εγκαθιδρύσει στρατοκρατία, τον εξανάγκαζε να υποκύπτει στις πιέσεις των πολιτών, προκειμένου να διατηρήσει τη στήριξή τους. Έτσι, οι προτάσεις του Συνδέσμου για περικοπές στον προϋπολογισμό για την παιδεία, για την αύξηση της φορολογίας στην ελαιοπαραγωγή και του οινοπνεύματος, καθώς και για την απόλυση μέρους των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα και να εξυγιανθεί η κρατική μηχανή, ματαιώθηκαν εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης των θιγόμενων.
Υπό την πίεση, πάντως, του Συνδέσμου η Βουλή ψήφισε, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και συζήτηση, μεγάλο αριθμό νόμων, που επέφεραν ριζικές αλλαγές. Το Φεβρουάριο του 1910 η Βουλή αποφάσισε την αναθεώρηση ορισμένων άρθρων του συντάγματος. Έτσι προκηρύχθηκαν εκλογές, από τις οποίες προήλθε αναθεωρητική βουλή. Στις 15 Μαρτίου 1910 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε έχοντας επιτύχει τις επιδιώξεις του.
Τα αποτελέσματα του Κινήματος, όπως καταγράφονται από τον Γεώργιο Βεντήρη (Κείμενο Γ), ήταν τα ακόλουθα: τέθηκαν οι βάσεις για την οικονομική εξυγίανση του τόπου, διασφαλίστηκε η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και της διοίκησης, ενισχύθηκε το δυναμικό του στρατού με την εκπαίδευση 40.000 επιπλέον οπλιτών, συμπληρώθηκε η στρατιωτική προπαρασκευή, αγοράστηκε το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» και, εν γένει, τέθηκαν οι βάσεις για την κινητοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του έθνους.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...