James Allen Stewart
Σοφοκλέους
«Αντιγόνη» [Πρόλογος: Στίχοι 1-48]
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα,
ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅ τι Ζεὺς τῶν ἀπ᾽ Οἰδίπου κακῶν
ὁποῖον οὐχὶ νῷν ἔτι ζώσαιν τελεῖ;
οὐδὲν γὰρ οὔτ᾽ ἀλγεινὸν οὔτ᾽ ἄτης ἄτερ
οὔτ᾽ αἰσχρὸν οὔτ᾽ ἄτιμόν ἐσθ᾽ ὁποῖον οὐ
τῶν σῶν τε κἀμῶν οὐκ ὄπωπ᾽ ἐγὼ κακῶν.
καὶ νῦν τί τοῦτ᾽ αὖ φασι πανδήμῳ πόλει
κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγὸν ἀρτίως;
ἔχεις τι κεἰσήκουσας; ἤ σε λανθάνει
πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά;
Ω αγαπημένη όμαιμη αδερφή μου, Ισμήνη,
άραγε ξέρεις αν υπάρχει καμιά συμφορά
που μας κληροδότησε ο Οιδίποδας
και να μην την έστειλε ο Δίας σε μας
τις δυο όσο ακόμα ζούμε;
Γιατί δεν υπάρχει τίποτε ούτε λυπηρό,
ούτε γεμάτο συμφορές,
ούτε ντροπιαστικό, ούτε επονείδιστο,
που εγώ να μην έχω δει μέσα στα δικά
σου και τα δικά μου βάσανα.
Και τώρα τι είναι πάλι αυτή η διαταγή
που λένε ότι διακήρυξε ο στρατηγός,
πριν από λίγο σ’ ολόκληρη την πόλη;
Ξέρεις τίποτε κι έχεις ακούσει; Ή σου
διαφεύγει
ότι έρχονται στους αγαπημένους κακά που
ταιριάζουν στους εχθρούς;
ΙΣΜΗΝΗ
ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος, Ἀντιγόνη, φίλων
οὔθ᾽ ἡδὺς οὔτ᾽ ἀλγεινὸς ἵκετ᾽, ἐξ ὅτου
δυοῖν ἀδελφοῖν ἐστερήθημεν δύο
μιᾷ θανόντων ἡμέρᾳ διπλῇ χερί·
ἐπεὶ δὲ φροῦδός ἐστιν Ἀργείων στρατὸς
ἐν νυκτὶ τῇ νῦν, οὐδὲν οἶδ᾽ ὑπέρτερον,
οὔτ᾽ εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ᾽ ἀτωμένη.
Σ’ εμένα, Αντιγόνη, κανένας λόγος για
τους αγαπημένους
δεν έφτασε, ούτε ευχάριστος ούτε
δυσάρεστος, από τότε
που δυο εμείς στερηθήκαμε τα δυο μας
αδέλφια,
τα οποία σκοτώθηκαν με αμοιβαίο φόνο
την ίδια ημέρα∙
αφότου τράπηκε σε φυγή ο στρατός των
Αργείων
τη νύχτα αυτή, τίποτε δεν γνωρίζω
περισσότερο,
ούτε ότι είμαι πιο ευτυχισμένη ούτε πιο
δυστυχισμένη.
AN. ᾔδη καλῶς καί σ᾽ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν
τοῦδ᾽ οὕνεκ᾽ ἐξέπεμπον, ὡς μόνη κλύοις.
Ήμουνα σίγουρη, και γι’ αυτό σε κάλεσα
έξω
από τις εξώπορτες του ανακτόρου, για να
μ’ ακούσεις μόνη.
ΙΣ. Τί δ᾽ ἔστι; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ᾽ ἔπος.
Τι συμβαίνει; Δείχνεις ότι κάποια
είδηση σε βασανίζει.
ΑΝ. Οὐ γὰρ τάφου νῷν τὼ κασιγνήτω Κρέων
τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ᾽ ἀτιμάσας ἔχει;
Ἐτεοκλέα μέν, ὡς λέγουσι, σὺν δίκῃ
χρησθεὶς δικαίᾳ καὶ νόμῳ, κατὰ χθονὸς
ἔκρυψε τοῖς ἔνερθεν ἔντιμον νεκροῖς,
τὸν δ᾽ ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν
ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ
τάφῳ καλύψαι μηδὲ κωκῦσαί τινα,
ἐᾶν δ᾽ ἄκλαυτον, ἄταφον, οἰωνοῖς γλυκὺν
θησαυρὸν εἰσορῶσι πρὸς χάριν βορᾶς.
Τοιαῦτά φασι τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα σοὶ
κἀμοί, λέγω γὰρ κἀμέ, κηρύξαντ᾽ ἔχειν,
καὶ δεῦρο νεῖσθαι ταῦτα τοῖσι μὴ εἰδόσιν
σαφῆ προκηρύξοντα, καὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἄγειν
οὐχ ὡς παρ᾽ οὐδέν, ἀλλ᾽ ὃς ἂν τούτων τι δρᾷ
φόνον προκεῖσθαι δημόλευστον ἐν πόλει.
Οὕτως ἔχει σοι ταῦτα, καὶ δείξεις τάχα
εἴτ᾽ εὐγενὴς πέφυκας εἴτ᾽ ἐσθλῶν κακή.
Γιατί, μήπως ο Κρέοντας από τα δυο μας
αδέλφια
δεν έκρινε τον έναν άξιο ταφής, ενώ τον
άλλο ανάξιο να ταφεί;
Στον Ετεοκλή, όπως λένε, φέρθηκε με
δίκαιη κρίση
και σύμφωνα με τη θρησκευτική συνήθεια,
και τον έθαψε,
ώστε να είναι τιμημένος στους νεκρούς
του κάτω κόσμου,
αλλά το κορμί του Πολυνείκη, ο οποίος
πέθανε με αξιολύπητο τρόπο,
λένε ότι διακηρύχθηκε στους πολίτες
κανείς να μη το θάψει και να μη το
κλάψει,
αλλά να το αφήσουν άκλαυτο, άταφο,
γλυκό
εύρημα για τα όρνια που λαίμαργα
ψάχνουν από ψηλά για την τροφή τους.
Τέτοια λένε ότι ο καλός σου Κρέοντας
για σένα
και για μένα, λέω και για μένα, έχει
κηρύξει δημόσια,
και λένε ότι έρχεται εδώ, αυτά για να
διακηρύξει δημόσια,
ώστε να είναι καθαρά σε όσους δεν τα
ξέρουν, και ότι το πράγμα δεν το θεωρεί
ασήμαντο, αλλά όποιος τυχόν κάνει κάτι
από αυτά
τον περιμένει θάνατος με δημόσιο
λιθοβολισμό μες στην πόλη.
Έτσι έχουν αυτά για σένα, και θα
δείξεις γρήγορα
αν είσαι από ευγενική γενιά και γενναία
στο ήθος ή τιποτένια από ευγενική γενιά.
ΙΣ. Τί δ᾽, ὦ ταλαῖφρον, εἰ τάδ᾽ ἐν τούτοις, ἐγὼ
λύουσ᾽ ἂν εἴθ᾽ ἅπτουσα προσθείμην πλέον;
Μα τι όφελος, ω δύστυχη, αν έτσι έχουν
τα πράγματα,
θα μπορούσα να φέρω, ό,τι και αν κάνω
εγώ;
ΑΝ. Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει.
Σκέψου αν θα με βοηθήσεις και θα
συνεργαστείς μαζί μου.
ΙΣ. Ποῖόν τι κινδύνευμα; ποῖ γνώμης ποτ᾽ εἶ;
Σε ποια επικίνδυνη πράξη; Τι τάχα έχεις
στο μυαλό σου;
ΑΝ. Εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί.
Αν θα σηκώσεις τον νεκρό μαζί με αυτό
εδώ το χέρι.
ΙΣ. Ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ᾽, ἀπόρρητον πόλει;
Αλήθεια, σκέφτεσαι να θάψεις αυτόν, αν
και απαγορεύεται ρητά στους πολίτες;
ΑΝ. Τὸν γοῦν ἐμὸν καὶ τὸν σόν, ἢν σὺ μὴ θέλῃς,
ἀδελφόν· οὐ γὰρ δὴ προδοῦσ᾽ ἁλώσομαι.
Τον δικό μου, βέβαια, και τον δικό σου,
αν εσύ δεν θέλεις,
αδελφό∙ γιατί δε θα κατηγορηθώ ότι τον
πρόδωσα.
ΙΣ. Ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος;
Ω δύστυχη, ενώ το έχει απαγορεύσει ο
Κρέων;
ΑΝ. Ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν μ᾽ εἴργειν μέτα.
Αλλά αυτός δεν έχει κανένα δικαίωμα να
με εμποδίσει να θάψω τους δικούς μου.
Πρόσωπα:
Αντιγόνη-Ισμήνη
Ο σκηνικός χώρος απεικονίζει το
προαύλιο των ανακτόρων της Θήβας. Το έργο αρχίζει με την ανατολή του ήλιου. Την
προηγούμενη μέρα έχουν σκοτωθεί, μετά από μονομαχία, ο Ετεοκλής και ο
Πολυνείκης. Ο στρατός των Αργείων που είχε πολιορκήσει την πόλη, τρέπεται σε
φυγή. Ο Κρέων αναλαμβάνει την εξουσία.
Η Αντιγόνη καλεί την αδελφή της Ισμήνη
έξω από τα ανάκτορα, για να της ανακοινώσει τη διαταγή του βασιλιά.
Σχολιασμός
στίχων
1: Η τρυφερότητα με την οποία η Αντιγόνη
προσφωνεί την Ισμήνη αποτελεί ένδειξη της βαθιάς αγάπης που αισθάνεται για
εκείνη. Μετά το θάνατο, άλλωστε, των δύο αδερφών τους, οι δυο τους έχουν
απομείνει μόνες τους. Έτσι, η Ισμήνη είναι το μόνο πρόσωπο που η Αντιγόνη
νιώθει πραγματικά δικό της και μπορεί να εμπιστευτεί χωρίς καμία επιφύλαξη.
Αξίζει να προσεχθεί πως η Αντιγόνη δεν πρόκειται να μιλήσει ξανά με τέτοια
τρυφερότητα στην αδελφή της, έστω κι αν η αγάπη της για εκείνη θα παραμείνει
ακλόνητη.
2-6: Η συναισθηματική ταραχή της Αντιγόνης
είναι έκδηλη, καθώς βλέπει την οικογένειά της να δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα
της μοίρας. Η αναφορά στα δεινά που τους έχει κληροδοτήσει ο πατέρας τους
Οιδίποδας, έρχεται να υπενθυμίσει στο κοινό την κατάρα που φέρνει διαρκώς νέες
συμφορές στον οίκο των Λαβδακιδών. Μετά την τραγική περιπέτεια του Οιδίποδα,
ήρθε η διπλή αδελφοκτονία των γιων του και τώρα γεννιέται εύλογη ανησυχία για
το τι επιφυλάσσει το μέλλον για τις δύο κόρες του.
Το κοινό ακούγοντας την Αντιγόνη να
αναφέρεται στα λυπηρά και ντροπιαστικά βάσανα της οικογένειάς της, αισθάνεται
συμπόνια για τη νεαρή ηρωίδα και την αδερφή της.
7-8: Η αναφορά στη διαταγή που έχει μόλις
διακηρύξει ο στρατηγός -ο νέος βασιλιάς της πόλης, Κρέοντας- δημιουργεί απορία
τόσο στην Ισμήνη όσο και στο κοινό.
9-10: Με το συμπληρωματικό αυτό ερώτημα στο
οποίο γίνεται λόγος για δεινά που επέρχονται στα αγαπημένα τους πρόσωπα,
γίνεται σαφέστερο πως η διαταγή του Κρέοντα έχει αρνητικό περιεχόμενο και
επηρεάζει δυσμενώς τους οικείους των δύο ηρωίδων.
Προσέχουμε πως τα εισαγωγικά λόγια της
Αντιγόνης περιέχουν σειρά ερωτημάτων, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται αφενός η
δημιουργία κλίματος ανησυχίας και άρα η προσέλκυση του ενδιαφέροντος του κοινού
κι αφετέρου η με έμφαση δήλωση της διαφοράς ήθους μεταξύ των δύο αδελφών. Η
βρισκόμενη σε διαρκή επαγρύπνηση Αντιγόνη κι η συναισθηματική της ένταση,
έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την άγνοια και την χαμηλών τόνων αντίδραση της
εσωστρεφούς Ισμήνης.
11-14: Η Ισμήνη δηλώνει πως δεν έχει φτάσει
σ’ εκείνη καμία νέα είδηση για τα αγαπημένα τους πρόσωπα από τη στιγμή της
διπλής αδελφοκτονίας του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Κλεισμένη στον εαυτό της
και κινούμενη πιο κοντά στο γυναικείο πρότυπο της εποχής, η Ισμήνη δεν έχει
καμία ενημέρωση για τα όσα συμβαίνουν στην πόλη, πέρα, φυσικά, από την τραγική
κατάληξη των αδελφών της, που εδώ υπενθυμίζεται μιας και αποτελεί καίριο
στοιχείο για την πλοκή της τραγωδίας.
15-17: Η αναφορά πως ο στρατός των Αργείων
έφυγε εκείνη τη νύχτα τοποθετεί χρονικά τα γεγονότα του δράματος λίγες μόλις
ώρες μετά την ήττα του εχθρικού στρατού και της τραγικής μονομαχίας των δύο
αδελφών.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως ενώ η
Αντιγόνη έχει αναφερθεί με σαφήνεια σε δεινά που έρχονται στα αγαπημένα τους
πρόσωπα, η Ισμήνη επιλέγει να δηλώσει την άγνοιά της για το τι συμβαίνει μέσα
από αντιθέσεις που αφήνουν ν’ ακουστεί και το θετικό ενδεχόμενο (οὔθ᾽ ἡδὺς / οὔτ᾽ εὐτυχοῦσα). Πώς θα μπορούσε να είναι πιο
ευτυχισμένη αφού μόλις πριν λίγο σκοτώθηκαν τα δύο της αδέλφια; Η Ισμήνη δεν
είναι από εκείνους τους ανθρώπους που βιώνουν με συντριβή τα συναισθήματά τους.
Λειτουργεί, μάλιστα, περισσότερο ως ένας από τους πολίτες της Θήβας και
λαμβάνει έτσι υπόψη της τη γενικότερη αίσθηση ανακούφισης και χαράς που
προέρχεται από το γεγονός ότι η πόλη μόλις σώθηκε από έναν ισχυρό εχθρό∙ έστω
κι αν το τίμημα για τη δική της οικογένεια υπήρξε υψηλότατο.
18-19: Σαφής η ειρωνική διάθεση της
Αντιγόνης απέναντι στην Ισμήνη που, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν γνωρίζει τίποτε
για όσα συμβαίνουν. Αν η Αντιγόνη αναζητούσε κάποιον που να συμμερίζεται την
αγωνία και την ανησυχία της, αυτός σίγουρα δεν είναι η Ισμήνη. Η απάθειά της,
αν και σύμφωνη προς το χαρακτήρα της, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί εκνευρισμό
στην Αντιγόνη.
Στους στίχους αυτούς εντοπίζουμε και
μια σημαντική σκηνική οδηγία, καθώς αντιλαμβανόμαστε πως τα γεγονότα αυτά
εκτυλίσσονται έξω από τις πύλες του ανακτόρου.
20: Η Ισμήνη προβληματίζεται από τα
λεγόμενα της αδελφής της, αλλά και από την έκφραση του προσώπου της. Η
συναισθηματική ένταση της Αντιγόνης είναι έκδηλη στις εκφράσεις της, οι οποίες
όμως δεν είναι ορατές στο κοινό, καθώς οι υποκριτές εμφανίζονταν στη σκηνή με
μάσκα. Έτσι, το σχόλιο της Ισμήνης έρχεται να παρουσιάσει στο κοινό με ακόμη
μεγαλύτερη σαφήνεια αυτό που ήδη αντιλαμβάνονται από τα λόγια της Αντιγόνης∙
την ψυχική της αναστάτωση.
21-22: Η Αντιγόνη απαντά στο ερώτημα της
Ισμήνης μ’ ένα δικό της ερώτημα, στο οποίο γίνεται εμφανής η αγανάκτησή της για
την επιλογή του Κρέοντα να μην επιτρέψει τον ενταφιασμό και των δύο αδερφών.
23-25: Ο ενταφιασμός του Ετεοκλή, που
γίνεται από τον Κρέοντα για να τιμηθεί η προσφορά του νεκρού απέναντι στην
πατρίδα, βρίσκει σύμφωνη την Αντιγόνη, όχι όμως ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες
του, αλλά ως αυτονόητη και απολύτως απαραίτητη ένδειξη σεβασμού απέναντι στο
νεκρό.
26-30: Ο Κρέοντας επιφυλάσσει φριχτή
αντιμετώπιση στον Πολυνείκη για τον οποίο δίνει εντολή να τον αφήσουν άταφο,
προκειμένου να κατασπαράξουν τα όρνια το άψυχο σώμα του. Με τη λογική ότι ο
Πολυνείκης στράφηκε ενάντια στην πόλη του και έδρασε ως προδότης της πατρίδας,
ο Κρέοντας θεωρεί πως μπορεί να του στερήσει το βασικό και ανθρώπινο δικαίωμα
στον ενταφιασμό. Ωστόσο, σύμφωνα με το έθιμο, ακόμη και οι προδότες
ενταφιάζονταν, έστω κι αν αυτό γινόταν σε κάποιον χώρο έξω από τα όρια της
πόλης. Η απόφαση, επομένως, του Κρέοντα αποτελεί σαφέστατη έκφραση ασέβειας
τόσο απέναντι στον νεκρό, όσο και απέναντι στους θεούς του κάτω κόσμου που απαιτούσαν
τον ενταφιασμό κάθε νεκρού προκειμένου να καταστεί εφικτή η κάθοδος της ψυχής
του στον Άδη.
31-36: Ο Κρέοντας, ως ο νέος βασιλιάς της
πόλης, επιθυμεί να στείλει σε κάθε πιθανό εχθρό της Θήβας ένα ξεκάθαρο μήνυμα
πως δεν θα υπάρξει καμία επιείκεια απέναντι τους και πως η πόλη προστατεύεται
από ανθρώπους που τη βάζουν πάνω απ’ όλα∙ πάνω ακόμη κι από κάθε συγγενική
σχέση. Η Αντιγόνη, ωστόσο, όπως και πολλοί άλλοι πολίτες, δεν βλέπουν στη
διαταγή του την πρόθεση να υπερασπιστεί την κοινή τους πατρίδα, βλέπουν έναν
άνθρωπο που ξεπερνά τα όρια και διαπράττει ασυγχώρητη ύβρη. Έτσι, το επίθετο
«αγαθός» που του αποδίδει η Αντιγόνη είναι ξεκάθαρα ειρωνικό.
Η φράση της Αντιγόνης «φαντάσου και για
μένα» που αφορά τη διαταγή του Κρέοντα, προμηνύει την απόφασή της να έρθει σε
σύγκρουση με τον θείο της και βασιλιά της πόλης, εφόσον η ηρωίδα θεωρεί
αδιανόητο το να την εμποδίσει κάποιος να αποδώσει της κατάλληλες τιμές στον
νεκρό αδερφό της. Προοικονομία υπάρχει και στην αναφορά ότι ο Κρέοντας έρχεται
εδώ για να διακηρύξει δημόσια την απόφασή του, καθώς προετοιμάζεται το κοινό
για την εμφάνιση του βασιλιά, καθώς και του χορού.
Η απόφαση του Κρέοντα να θανατώσει
οποιονδήποτε παραβιάσει τη διαταγή του με δημόσιο λιθοβολισμό, φανερώνει το
πόσο αποφασισμένος είναι να επιβάλει την πρώτη του αυτή βασιλική διαταγή και να
δείξει πως δεν θα γίνει ανεκτή καμία διάθεση απείθειας. Ο δημόσιος λιθοβολισμός
αφορούσε κυρίως τους προδότες της πατρίδας και αποτελούσε μια μορφή τιμωρίας
υψηλού παραδειγματισμού. Πρόκειται, ωστόσο, για τη μοναδική αναφορά αυτής της
μορφής τιμωρίας στο έργο, μιας και όπως θα φανεί στη συνέχεια ο μοναδικός
παραβάτης της διαταγής του δεν θα τιμωρηθεί με αυτόν τον τρόπο.
37-38: Με την αναφορά στην αρχαϊκή πεποίθηση
πως η αρετή και η ποιότητα του ήθους κληροδοτούνταν στο άτομο από την
οικογένειά τους, και πως, άρα, ένας γόνος αριστοκρατικής καταγωγής όφειλε να
έχει και ανάλογα υψηλό ήθος, επιχειρείται από την Αντιγόνη η συναισθηματική
δέσμευση της Ισμήνης. Η νεαρή κοπέλα καλείται από την αδερφή της να αποδείξει
πως είναι αντάξιο μέλος της βασιλικής τους οικογένειας.
39-40: Η παροιμιακή έκφραση «με το να
χαλαρώνω ή να σφίγγω τον κόμπο» που επιλέγει η Ισμήνη φανερώνει την έντονη
αμηχανία της. Η Ισμήνη αδυνατεί να κατανοήσει τι της ζητά η αδερφής της, αφού
το θέμα της ταφής του Πολυνείκη έχει κλείσει ύστερα από την αυστηρότατη διαταγή
του Κρέοντα. Η σκέψη μιας πιθανής σύγκρουσης με τον βασιλιά δεν περνά καν απ’
το μυαλό της Ισμήνης.
41: Η Αντιγόνη καλεί την Ισμήνη να
αποφασίσει αν θα συνεργαστεί μαζί της, χωρίς ωστόσο να της φανερώνει σε ποια
πράξη. Ό,τι είναι προφανές για την Αντιγόνη, που έχει ήδη αποφασίσει να
θυσιάσει τη ζωή της προκειμένου να ενταφιάσει τον αδερφό της, δεν είναι καθόλου
σαφές για την Ισμήνη.
42: Αν και η Ισμήνη δεν είναι σίγουρη για
το τι σκέφτεται η αδερφή της, υποψιάζεται ωστόσο πως κάτι το παράτολμο έχει
κατά νου. Εκεί που η Αντιγόνη βλέπει το χρέος που επιβάλλει η αδελφική αγάπη
και ο σεβασμός απέναντι στους θεούς, η Ισμήνη βλέπει μόνο κινδύνους.
43: Η Αντιγόνη φανερώνει πλέον ξεκάθαρα
το σχέδιό της στην Ισμήνη, προοικονομώντας την εξέλιξη του δράματος, εφόσον
γίνεται σαφές πως είναι απολύτως αποφασισμένη να αψηφήσει την ασεβή διαταγή του
Κρέοντα.
44: Η Ισμήνη, που από τη φύση της δεν
έχει τον δυναμισμό και το σθένος της Αντιγόνης, ξαφνιάζεται από την απόφαση της
αδερφής της να παραβεί τη διαταγή του Κρέοντα. Η Ισμήνη διόλου δεν εξετάζει το
δίκαιο ή άδικο της απόφασης του βασιλιά, στέκεται μόνο στο γεγονός ότι η ταφή
του Πολυνείκη έχει απαγορευτεί. Για εκείνη δεν μπορεί να υπάρξει περαιτέρω
συζήτηση του θέματος, εφόσον ο βασιλιάς της πόλης το απαγορεύει. Πλήρως
υποταγμένη η Ισμήνη προκαλεί εύλογα τον εκνευρισμό της Αντιγόνης.
45-46: Η Αντιγόνη γνωρίζει, βέβαια, το
χαρακτήρα της αδελφής της, δεν παύει όμως να εκπλήσσεται από τη δειλία και την
απροθυμία της, εφόσον η συγκεκριμένη πράξη αφορά τον αδερφό τους και θα
περίμενε κανείς να δείξει μεγαλύτερη προθυμία για κάτι το τόσο σημαντικό. Το να
υπακούσουν στον Κρέοντα θα σήμαινε για την Αντιγόνη ασυγχώρητη προδοσία
απέναντι στον νεκρό αδελφό τους, αφού εκείνος δεν έχει κανέναν άλλον να τον
νοιαστεί και να του αποδώσει τις πρέπουσες τιμές. Η όποια απαγόρευση του
Κρέοντα δεν αναιρεί για κανένα λόγο την ύψιστη υποχρέωση που έχουν η Αντιγόνη
και η Ισμήνη απέναντι στον αδελφό τους και απέναντι στους θεούς του κάτω
κόσμου. Ποιο το όφελος να δείξουν σεβασμό στον νέο βασιλιά, όταν θα έπρεπε να
ζήσουν με την ντροπή και την επίγνωση ότι άφησαν άταφο το σώμα του αδελφού τους
να το ξεσκίσουν τα όρνια.
47: Παρά το γεγονός ότι η Αντιγόνη
υπενθυμίζει με σαφήνεια το ιερό καθήκον που έχουν απέναντι στον αδελφό τους, η
Ισμήνη δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα από τη διαταγή του Κρέοντα. Στη
σκέψη της αδύναμης Ισμήνης δεν υπάρχει κανένα περιθώριο αντίδρασης απέναντι
στον ανώτατο άρχοντα της πόλης.
48: Η Αντιγόνη επισημαίνει εδώ κάτι που
θα αιτιολογήσει πιο αναλυτικά σε άλλο σημείο του δράματος∙ το γεγονός ότι ο
Κρέοντας δεν έχει κανένα δικαίωμα να της απαγορεύσει να ενταφιάσει τον αδερφό
της. Ο νέος βασιλιάς ξεπερνά κατά πολύ τη δικαιοδοσία του, αφού ο απαιτούμενος
σεβασμός απέναντι στους νεκρούς συνιστά αξίωση των ίδιων των θεών και βαθιά
ανάγκη κάθε ανθρώπου. Έτσι, αν ο Κρέοντας κατορθώνει να αποτρέψει με τις
απειλές του την Ισμήνη και άλλους πολίτες που φοβούνται την οργή του βασιλιά,
δεν θα μπορέσει εντούτοις να αποτρέψει την Αντιγόνη από το να εκπληρώσει το
χρέος της απέναντι στον αδελφό της.
Το
ήθος της Αντιγόνης
Η Αντιγόνη, ως ηρωίδα του δράματος,
παρουσιάζεται γενναιότερη από τον μέσο άνθρωπο, με πλήρη επίγνωση του
καθήκοντός της. Σε αντίθεση με την εσωστρεφή Ισμήνη, δεν είναι κλεισμένη στον
εαυτό της, αλλά παρακολουθεί προσεκτικά όσα διαδραματίζονται στην πόλη, και
εμφανίζεται έτοιμη να αντιδράσει δυναμικά όταν διαπιστώνει πως ο νέος βασιλιάς
επιχειρεί να ατιμάσει τον αδελφό της. Αν και στρέφεται αρχικά στην αδελφή της
για να ζητήσει τη σύμπραξή της, δεν έχει εντούτοις κανένα δισταγμό να
προχωρήσει έστω και μόνη της στην εκπλήρωση του χρέους της.
Η Αντιγόνη έχει μεγάλη αγάπη στην
αδελφή της, δεν μπορεί όμως να αποδεχτεί την αδυναμία του χαρακτήρα της. Το
εκπληκτικό σθένος της Αντιγόνης δεν της επιτρέπει να κατανοήσει πώς μπορεί η
Ισμήνη να εγκαταλείπει από φόβο τον αδερφό τους. Αντιστοίχως, η ηθική της
αρτιότητα και η ξεκάθαρη αντίληψη του ηθικού δικαίου, που τη διακρίνει, δεν της
επιτρέπουν να κατανοήσει την υποτιθέμενη θέληση του Κρέοντα να υπερασπιστεί τη
μόλις διασωθείσα πόλη τους από νέες εχθρικές ενέργειες.
Η Αντιγόνη γνωρίζει πολύ καλά πως η
απόφασή της να παραβιάσει τη διαταγή του Κρέοντα θα επιφέρει τον πρόωρο χαμό
της, αυτό όμως δεν την τρομάζει, καθώς έχει σαφή συναίσθηση της υποχρέωσής της
απέναντι στον Πολυνείκη. Σε αντίθεση με την Ισμήνη που δεν θα τολμούσε ποτέ να
παρακούσει ένα βασιλικό διάταγμα, η Αντιγόνη κρίνει με βάση τη δική της λογική,
κι εφόσον το διάταγμα του Κρέοντα της φαίνεται παράλογο και ασεβές, αρνείται να
το λάβει υπόψη της. Το ηθικό της χρέος απέναντι στην οικογένειά της τής υποδεικνύει
πως είναι σαφώς προτιμότερο το να πεθάνει πρόωρα από το να ζει με την αδιάκοπη
ντροπή που θα της προκαλεί η επίγνωση ότι πρόδωσε τον ίδιο της τον αδερφό.
Η Αντιγόνη δεν θεωρεί πως το να
αγωνιστεί για τον ενταφιασμό του Πολυνείκη σημαίνει πως παίρνει το μέρος ενός
προδότη. Εκείνη, άλλωστε, δεν κρίνει κατ’ αυτόν τον τρόπο τα αδέρφια της. Από
τη στιγμή που ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης είναι νεκροί, ανεξάρτητα από το τι
έκανε ο καθένας προηγουμένως, τώρα εξισώνονται πλήρως κι οι δύο στη σκέψη της,
αφού δικαιούνται και οι δύο ακριβώς το ίδιο∙ τις τιμές ενός ενταφιασμού. Σε
αντίθεση με τον Κρέοντα που επιλέγει να τιμήσει μόνο τον Ετεοκλή,
αναγνωρίζοντάς του την προσφορά του στην υπεράσπιση της πόλης, η Αντιγόνη
θεωρεί πως αποτελεί ανεπίτρεπτη ασέβεια το να «τιμωρηθεί» ο Πολυνείκης ως δήθεν
προδότης της πόλης. Ιδίως όταν η τιμωρία αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα
πατρογονικά έθιμα και τη θέληση των θεών.
Το
ήθος της Ισμήνης
Η Ισμήνη επιτρέπει με τις επιλογές και
τη στάση της να αναδειχτεί αντιθετικά το μεγαλείο και το ψυχικό σθένος της
Αντιγόνης. Εσωστρεφής, δειλή και πλήρως υποταγμένη στην εξουσία των ισχυρότερών
της, η Ισμήνη αποτελεί το ακριβώς αντίθετο της Αντιγόνης.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Χορός
υποτάσσεται πλήρως στη θέληση του Κρέοντα και δεν τολμά να ασκήσει κριτική στις
αποφάσεις του, έτσι και η Ισμήνη θεωρεί υποχρέωσή της να σεβαστεί τη διαταγή
του, εφόσον γνωρίζει πως διαφορετικά θα υποστεί τις αυστηρότατες κυρώσεις του. Αν,
μάλιστα, ο Κρέοντας κατορθώνει να επιβληθεί στο σύνολο των πολιτών και δη σ’
εκείνους που είναι οι γεροντότεροι και οι πιο αξιοσέβαστοι, πώς θα μπορούσε η
Ισμήνη, μια γυναίκα νεαρής ηλικίας, να τον αψηφήσει και να σταθεί άφοβα
απέναντί του; Η Ισμήνη δεν είναι σαν την Αντιγόνη∙ δεν έχει μήτε το δυναμισμό
εκείνης, μήτε την ίδια αφοσίωση στο χρέος που γεννά η αδελφική αγάπη και ο
σεβασμός απέναντι στους θεούς. Η Ισμήνη αντιδρά όπως θα αντιδρούσε κάθε άλλη
γυναίκα της εποχής της. Αναγνωρίζει απόλυτα το κύρος και την εξουσία του
βασιλιά, και υποτάσσεται σ’ εκείνον, θεωρώντας αδιανόητο το να κάνει κάτι που
ξεπερνά τη γυναικεία της φύση.
Το
ήθος του Κρέοντα
Ο Κρέων, αδελφός της Ιοκάστης και άρα
θείος της Αντιγόνης και των αδελφών της, λαμβάνει την εξουσία της πόλης μετά τη
διπλή αδελφοκτονία ως ο στενότερος συγγενής του πρόωρα χαμένου βασιλιά Ετεοκλή.
Με κύριο στόχο του να δείξει στους πολίτες της Θήβας πως είναι αποφασισμένος να
υπερασπιστεί αποτελεσματικά την πόλη από οποιαδήποτε νέα επίθεση, κι έτσι να
περάσει το μήνυμα πως είναι αντάξιος της νέας ηγετικής θέσης που κατέλαβε, προχωρά
σ’ ένα διάταγμα που δίχως άλλο θα προκάλεσε ταραχή στους ευσεβείς πολίτες.
Απαγορεύει τον ενταφιασμό του Πολυνείκη -πιθανώς και των άλλων νεκρών του
στρατού των Αργείων-, προκειμένου να καταστήσει σαφές πως οποιοσδήποτε προδίδει
τη Θήβα ή στρέφεται εχθρικά εναντίον της θα αντιμετωπιστεί με ανάλογη
σκληρότητα.
Το διάταγμα αυτό, έστω κι αν θεωρητικά
αποσκοπεί στο να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα στους εχθρούς της Θήβας, αποτελεί ένα
αρνητικό δείγμα για τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ο νέος βασιλιάς, εφόσον
ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της δικαιοδοσίας του και ζητά κάτι που έρχεται σε
πλήρη αντίθεση με τη θέληση των θεών. Ο Κρέοντας διαπράττει, δηλαδή, με την
πρώτη του κιόλας βασιλική διαταγή, ύβρη, και προκαλεί ανησυχία στους πολίτες,
οι οποίοι αντιλαμβάνονται τόσο τον αυταρχισμό που τον διακρίνει, όσο και το σε
πιο βαθμό έχει παρασυρθεί από την αίσθηση παντοδυναμίας που του προσφέρει η
βασιλική του θέση.
Ο Κρέοντας έχει, βέβαια, την ανασφάλεια
του νέου ηγέτη, που θέλει να διασφαλίσει πως δεν θα βρεθεί κανείς να
αμφισβητήσει τη θέση του -ας μην ξεχνάμε πως έλαβε τη βασιλική εξουσία μόλις
πριν από λίγο κι αυτό διότι ο Ετεοκλής δεν είχε κάποιον γιο να τον διαδεχτεί ως
νόμιμος διάδοχος του θρόνου-, η ανασφάλειά του, όμως, αυτή δεν δικαιολογεί μια
τόσο αυταρχική επιλογή. Ο Κρέοντας όφειλε ως ηγέτης της πόλης να σέβεται αφενός
το θρησκευτικό αίσθημα των πολιτών κι αφετέρου τα πατρογονικά έθιμα της πόλης.
Θέλησε πιθανότατα να δείξει σε όλους πως δεν θα έβαζε κανέναν πάνω από την
πόλη, έστω κι αν ήταν κάποιος στενός συγγενής του, όπως ο Πολυνείκης, μα
επιχείρησε να το επιτύχει αυτό φτάνοντας την αυστηρότητά του σε υπερβολικά
όρια.
Σχόλια
βιβλίου
1. ὦ
κοινόν... κάρα· η
παρουσίαση των προσώπων γίνεται με προσφωνήσεις (στ. I και II). Ολόκληρη η
φράση αποτελεί έκφραση βαθιάς αδελφικής αγάπης. Το πάθος της Αντιγόνης δίνει
τον κυρίαρχο τόνο στο δράμα.
2. τῶν ἀπὸ Οἰδίπου
κακῶν· η κατάρα των θεών βαραίνει πάνω στον
βασιλικό οίκο των Λαβδακιδών. Η κατάρα αυτή οδήγησε τον Οιδίποδα στην
πατροκτονία, την αιμομιξία, την αυτοτύφλωση· οδήγησε ακόμη τα παιδιά του στη
διπλή αδελφοκτονία και προμηνύει συμφορές για τις δύο κόρες.
7-8. καὶ νῦν...
ἀρτίως· η Αντιγόνη αποκαλεί τον Κρέοντα με
τον προηγούμενο στρατιωτικό του τίτλο και όχι με τον τίτλο του βασιλιά. Το
κήρυγμα, στο οποίο αναφέρεται η Αντιγόνη, είναι η διαταγή του Κρέοντα που
εκδίδεται σε ώρες κρίσιμες για την πόλη: ο Πολυνείκης, ως προδότης, πρέπει να
μείνει άταφος.
10. πρὸς τοὺς
φίλους... κακά· ο Πολυνείκης
θα έχει την ίδια μοίρα με τους Αργείους, τους εχθρούς της πόλης. Ο Σοφοκλής
(στ. 1081) παίρνει ως δεδομένο πως η ταφή δεν απαγορεύτηκε μόνο για τον
Πολυνείκη αλλά για όλους τους Αργείους νεκρούς. Έτσι οι συμφορές πλήττουν τους
εχθρούς αλλά και τους φίλους, δηλαδή τον Πολυνείκη.
11. ἐμοὶ μὲν...
φίλων· απληροφόρητη η
Ισμήνη αποκαλύπτει την εσωστρέφεια της προσωπικότητάς της.
13. δυοῖν ἀδελφοῖν... δύο· ο τραγικός θάνατος των δύο αδελφών
βαθαίνει την οικογενειακή τραγωδία των Λαβδακιδών.
15. ἐπεὶ δὲ φροῦδος... στρατός· από τους επτά ηγέτες που έλαβαν μέρος
στην εκστρατεία εναντίον των Θηβαίων διασώθηκε μόνον ο Άδραστος, πεθερός του
Πολυνείκη.
16. ἐν
νυκτί τῇ νῦν· αυτή τη νύχτα που μόλις πέρασε· δίνεται έτσι από τον
ποιητή η χρονική αφετηρία της τραγωδίας. Λίγο αργότερα, στην πάροδο, ο χορός θα
χαιρετήσει τον ήλιο που ανατέλλει.
18. ᾔδη
καλῶς...
πυλῶν· ειρωνικός ο τόνος της Αντιγόνης
μπροστά στην απάθεια της Ισμήνης.
Με τη φράση αὐλείων
πυλῶν προσδιορίζεται ο σκηνικός χώρος.
19. τοῦδ’... κλύοις· δικαιολογείται η πρωινή συνάντηση των
δύο αδελφών.
Η Αντιγόνη προετοιμάζει ψυχολογικά την Ισμήνη για τη σοβαρή ανακοίνωση
που θα ακολουθήσει.
20. δηλοῖς γὰρ...
ἔπος· η ταραχή της Αντιγόνης προβληματίζει
την Ισμήνη.
21-22. οὐ γὰρ τάφου... ἔχει· απαντά με ερώτηση. Έτσι η Αντιγόνη εκφράζει την οργή, την
αγανάκτηση και την αποδοκιμασία της στη διαταγή του Κρέοντα. Η χρήση των
περιφραστικών παρακειμένων τονίζει την ψυχική έξαψη της Αντιγόνης.
23. ὡς
λέγουσι· προφανώς αντιδρά
στη διαταγή του Κρέοντα. Κατά την Αντιγόνη είναι δίκαιη η ταφή του Ετεοκλή,
άδικο όμως είναι να παραμείνει άταφος ο Πολυνείκης.
25. ἔκρυψε...
νεκροῖς· γνωστή από την αρχαιότητα η τιμή αλλά
και ο σεβασμός προς τους νεκρούς. Ο νεκρός έπρεπε να ταφεί και να προσφερθούν
οι νεκρικές τιμές· διαφορετικά ούτε την πύλη του Άδη μπορούσε να διαβεί ούτε τη
μεταθανάτια γαλήνη να εξασφαλίσει, (πρβλ. Ιλ. Ψ 71-74, Οδ. λ. 72-73, Ηροδ. 9,
78-79).
Η διαταγή του Κρέοντα στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Πολυνείκης στράφηκε
εναντίον της πατρίδας του. Εκφράζει δηλαδή την ηθική των χρόνων του: φίλει τὸν φιλοῦντα καὶ μίσει τὸν μισοῦντα.
Ιστορικά, και για τον προδότη υπήρχε ταφή κατ’ ανοχή, έξω όμως από τα
όρια της πόλης. Ο στρατηγός Φωκίων, που κατηγορήθηκε ως προδότης, τάφηκε στη
Μεγαρίδα. Αυτή την παράδοση της ταφής παραβιάζει ο Κρέων.
26. τὸν δ’ ἀθλίως...
νέκυν· προφανώς αναφέρεται
στον θάνατο και όχι στην προδοσία του Πολυνείκη.
27-30. ἀστοῖσί
φασιν βορᾶς· η Αντιγόνη μεταφέρει στην Ισμήνη τη
διαταγή του Κρέοντα.
31. τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα· ειρωνεία.
32. λέγω
γὰρ κἀμέ· δείγμα δραματουργικής τελειότητας. Λακωνικά ο ποιητής
αποκαλύπτει τον ψυχικό κόσμο της ηρωίδας.
33. καὶ δεῦρο
νεῖσθαι· προοικονομείται θεατρικά η εμφάνιση
του χορού και του Κρέοντα.
36. φόνον....
δημόλευστον· οι αρχαίοι επέβαλλαν τον δημόσιο λιθοβολισμό σε προδότες και
ιερόσυλους (πρβλ. Ηροδ. 9,5). Ο δημόλευστος» φόνος δεν αναφέρεται πουθενά αλλού
στο δράμα.
38. εἴτ’ εὐγενὴς... κακή· αρχαϊκή ηθική: η καταγωγή από
αριστοκρατική οικογένεια επιβάλλει την προσαρμογή σε συγκεκριμένα πρότυπα.
Σαφής είναι η προσπάθεια της Αντιγόνης να κεντρίσει τη φιλοτιμία της Ισμήνης.
40. λύουσα
ἢ ἅπτουσα· έκφραση αμηχανίας και ταραχής από την
Ισμήνη.
41. εἰ ξυμπονήσεις... σκόπει· η Αντιγόνη προτείνει στην Ισμήνη να
την βοηθήσει· ταυτόχρονα δηλώνει την αμετάκλητη απόφασή της να θάψει τον
Πολυνείκη.
Η απόφαση της Αντιγόνης προοικονομεί την εξέλιξη του μύθου.
42. ποῖόν τι κινδύνευμα... ποτ’ εἶ· η διστακτικότητα της Ισμήνης αποκαλύπτεται από τη φράση ποῖον κινδύνευμα = ποια επικίνδυνη πράξη.
Φανερή η διαφορά του ήθους των δύο αδελφών.
Ενδεικτική
κλίση Ουσιαστικών
Ενικός αριθμός
ἡ Ἀντιγόνη, τῆς Ἀντιγόνης, τῇ Ἀντιγόνῃ, τήν Ἀντιγόνην, (ὦ) Ἀντιγόνη
ἡ
κάρα, τῆς κάρητος, τῇ κάρητι, τήν κάρη, (ὦ) κάρα
ἡ Ἰσμήνη, τῆς
Ἰσμήνης, τῇ Ἰσμήνῃ, τήν Ἰσμήνην, (ὦ) Ἰσμήνη
ὁ
Ζεύς, τοῦ Διός, τῷ Διί, τόν Δία, (ὦ) Ζεῦ
ὁ Οἰδίπους, τοῦ Οἰδίποδος (Οἰδίπου), τῷ Οἰδίποδι, τόν Οἰδίποδα (Οἰδίπουν), (ὦ) Οἰδίπου (Οἰδίπους)
Ενικός αριθμός
ἡ ἄτη, τῆς
ἄτης, τῇ ἄτῃ, τήν ἄτην, (ὦ) ἄτη
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἄται, τῶν ἀτῶν, ταῖς ἄταις, τάς ἄτας, (ὦ) ἄται
Ενικός αριθμός
ἡ
πόλις, τῆς πόλεως, τῇ πόλει, τήν πόλιν, (ὦ) πόλι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ πόλεις, τῶν πόλεων, ταῖς πόλεσι(ν), τάς πόλεις, (ὦ) πόλεις
Ενικός αριθμός
τό
κήρυγμα, τοῦ κηρύγματος, τῷ κηρύγματι, τό κήρυγμα, (ὦ) κήρυγμα
Πληθυντικός αριθμός
τά κηρύγματα, τῶν κηρυγμάτων, τοῖς κηρύγμασι(ν), τά κηρύγματα, (ὦ) κηρύγματα
Ενικός αριθμός
ὁ
στρατηγός, τοῦ στρατηγοῦ, τῷ στρατηγῷ, τόν στρατηγόν, (ὦ) στρατηγέ
Πληθυντικός αριθμός
οἱ στρατηγοί, τῶν στρατηγῶν, τοῖς στρατηγοῖς, τούς στρατηγούς, (ὦ) στρατηγοί
Ενικός αριθμός
ὁ μῦθος, τοῦ
μύθου, τῷ μύθῳ, τόν μῦθον, (ὦ) μῦθε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ μῦθοι, τῶν μύθων, τοῖς μύθοις, τούς μύθους, (ὦ) μῦθοι
Ενικός αριθμός
ὁ ἀδελφός, τοῦ ἀδελφοῦ, τῷ ἀδελφῷ, τόν ἀδελφόν, (ὦ) ἀδελφέ
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἀδελφοί, τῶν ἀδελφῶν, τοῖς ἀδελφοῖς, τούς ἀδελφούς, (ὦ) ἀδελφοί
Ενικός αριθμός
ἡ
χείρ, τῆς χειρός, τῇ χειρί, τήν χεῖρα, (ὦ) χείρ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ χεῖρες, τῶν χειρῶν, ταῖς χερσί(ν), τάς χεῖρας, (ὦ) χεῖρες
Ενικός αριθμός
ἡ νύξ, τῆς νυκτός, τῇ νυκτί, τήν νύκτα, (ὦ) νύξ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ νύκτες, τῶν νυκτῶν, ταῖς νυξί(ν), τάς νύκτας, (ὦ) νύκτες
Ενικός αριθμός
ἡ
πύλη, τῆς πύλης, τῇ πύλῃ, τήν πύλην, (ὦ) πύλη
Πληθυντικός αριθμός
αἱ πύλαι, τῶν πυλῶν, ταῖς πύλαις, τάς πύλας, (ὦ) πύλαι
Ενικός αριθμός
τό
ἔπος, τοῦ ἔπους, τῷ ἔπει, τό ἔπος, (ὦ) ἔπος
Πληθυντικός αριθμός
τά ἔπη, τῶν ἐπῶν, τοῖς ἔπεσι(ν), τά ἔπη, (ὦ) ἔπη
Ενικός αριθμός
ὁ
Κρέων, τοῦ Κρέοντος, τῷ Κρέοντι, τόν Κρέοντα, (ὦ) Κρέον
Ενικός αριθμός
ὁ
τάφος, τοῦ τάφου, τῷ τάφῳ, τόν τάφον, (ὦ) τάφε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ τάφοι, τῶν τάφων, τοῖς τάφοις, τούς τάφους, (ὦ) τάφοι
Ενικός αριθμός
ὁ Ἐτεοκλῆς, τοῦ Ἐτεοκλέους, τῷ Ἐτεοκλεί, τόν Ἐτεοκλέα, (ὦ) Ἐτεόκλεις
Ενικός αριθμός
ὁ Πολυνείκης, τοῦ Πολυνείκους, τῷ Πολυνείκει, τόν Πολυνείκη(ν), (ὦ) Πολύνεικες
Ενικός αριθμός
ἡ
δίκη, τῆς δίκης, τῇ δίκῃ, τήν δίκην, (ὦ) δίκη
Πληθυντικός αριθμός
αἱ δίκαι, τῶν δικῶν, ταῖς δίκαις, τάς δίκας, (ὦ) δίκαι
Ενικός αριθμός
ἡ
χθών, τῆς χθονός, τῇ χθονί, τήν χθόνα, (ὦ) χθών
Ενικός αριθμός
ὁ
νέκυς, τοῦ νέκυος, τῷ νέκυϊ, τόν νέκυν, (ὦ) νέκυ
Πληθυντικός αριθμός
οἱ νέκυες, τῶν νεκύων, τοῖς νέκυσι, τούς νέκυς, (ὦ) νέκυες
Ενικός αριθμός
ὁ οἰωνός, τοῦ
οἰωνοῦ, τῷ οἰωνῷ, τόν οἰωνόν, (ὦ) οἰωνέ
Πληθυντικός αριθμός
οἱ οἰωνοί, τῶν οἰωνῶν, τοῖς οἰωνοῖς, τούς οἰωνούς, (ὦ) οἰωνοί
Ενικός αριθμός
ἡ
χάρις, τῆς χάριτος, τῇ χάριτι, τήν χάριν, (ὦ) χάρι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ χάριτες, τῶν χαρίτων, ταῖς χάρισι(ν), τάς χάριτας, (ὦ) χάριτες
Ενικός αριθμός
τό
πρᾶγμα, τοῦ πράγματος, τῷ πράγματι, τό πρᾶγμα, (ὦ) πρᾶγμα
Πληθυντικός αριθμός
τά πράγματα, τῶν πραγμάτων, τοῖς πράγμασι(ν), τά πράγματα, (ὦ) πράγματα
Ενικός αριθμός
τό
κινδύνευμα, τοῦ κινδυνεύματος, τῷ κινδυνεύματι, τό κινδύνευμα, (ὦ) κινδύνευμα
Πληθυντικός αριθμός
τά κινδυνεύματα, τῶν κινδυνευμάτων, τοῖς κινδυνεύμασι(ν), τά κινδυνεύματα, (ὦ) κινδυνεύματα
Ενικός αριθμός
ἡ
γνώμη, τῆς γνώμης, τῇ γνώμῃ, τήν γνώμην, (ὦ) γνώμη
Πληθυντικός αριθμός
αἱ γνῶμαι, τῶν γνωμῶν, ταῖς γνώμαις, τάς γνώμας, (ὦ) γνῶμαι
Ενδεικτικές
χρονικές αντικαταστάσεις
οἶσθα, ᾔδεις
/ ᾔδησθα, εἴσει / εἰδήσεις, ἔγνως, ἔγνωκας, ἐγνώκεις
τελεῖ, ἐτέλει, τελεῖ, ἐτέλεσε, τετέλεκε, ἐτετελέκει
ἐστί, ἦν,
ἔσται, ἐγένετο, γέγονε, ἐγεγόνει
ὁρῶ, ἑώρων, ὄψομαι, εἶδον, ἑόρακα / ἑώρακα / ὄπωπα, ἑωράκειν
φασίν, ἔφασαν,
φήσουσιν, ἔφησαν
ἔχεις, εἶχες, ἕξεις / σχήσεις, ἔσχες, ἔσχηκας, ἐσχήκεις
εἰσακούεις, εἰσήκουες, εἰσακούσει (ῃ), εἰσήκουσας, εἰσακήκοας, εἰσηκηκόεις
λανθάνει, ἐλάνθανε, λήσει, ἔλαθε, λέληθε, ἐλελήθει
ἱκνεῖται, ἱκνεῖτο, ἵξεται, ἵκετο, ἷκται, ἷκτο
στερούμεθα, ἐστερούμεθα, στερησόμεθα / στερηθησόμεθα, ἐστερήθημεν, ἐστερήμεθα, ἐστερήμεθα
οἶδα, ᾔδειν
/ ᾔδη, εἴσομαι / εἰδήσω, ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν
ἐκπέμπω, ἐξέπεμπον, ἐκπέμψω, ἐξέπεμψα, ἐκπέπομφα, ἐξεπεπόμφειν
δηλοῖς, ἐδήλους, δηλώσεις, ἐδήλωσας, δεδήλωκας, ἐδεδηλώκεις
προτίνει, προέτινε, προτίσει /
προτείσει, προέτισε / προέτεισε, προτίσας
ἔχει, προτίσας εἶχε
ἀτιμάζει, ἠτίμαζε, ἀτιμάσει, ἠτίμασε, ἀτιμάσας
ἔχει, ἀτιμάσας εἶχε
λέγουσι, ἔλεγον,
λέξουσι / ἐροῦσι, εἶπον / ἔλεξαν, εἰρήκασι, εἰρήκεσαν
κρύπτει, ἔκρυπτε, κρύψει, ἔκρυψε, κέκρυφε, ἐκεκρύφει
λέγω, ἔλεγον,
λέξω / ἐρῶ, εἶπα / ἔλεξα / εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν
ἔχει, εἶχε, σχήσει / ἕξει, ἔσχε, ἔσχηκε, ἐσχήκει
δείκνυς, ἐδείκνυς, δείξεις, ἔδειξας, δέδειχας
φύει (ῃ), ἐφύου, φύσει (ῃ), ἔφυς, πέφυκας, ἐπεφύκεις
ξυμπονεῖς, ξυνεπόνεις, ξυμπονήσεις, ξυνεπόνησας, ξυμπεπόνηκας, ξυνεπεπονήκεις
ξυνεργάζει (ῃ), ξυνειργάζου / ξυνηργάζου, ξυνεργάσει (ῃ), ξυνειργάσω / ξυνηργάσω / ξυνειργάσθης / ξυνείργασαι / ξυνείργασο
κουφίζεις, ἐκούφιζες, κουφιεῖς, ἐκούφισας, κεκούφικας
νοεῖς, ἐνόεις, νοήσεις, ἐνόησας, νενόηκας, ἐνενοήκεις
ἁλίσκομαι, ἡλισκόμην, ἁλώσομαι, ἑάλων
/ ἥλων, ἑάλωκα / ἥλωκα, ἡλώκειν
Ο
μύθος των Λαβδακιδών
Η γενιά των Λαβδακιδών, που βασίλεψε
στη Θήβα, έδωσε και στους τρεις μεγάλους τραγικούς πλούσιο υλικό για τη σύνθεση
των τραγωδιών τους. Τα πρώτα στοιχεία του μύθου βρίσκονται στην Ιλιάδα και στη
Νέκυια της Οδύσσειας, ενώ στα έπη Θηβαΐς και Οιδιπόδεια πήρε την οριστική του
μορφή.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κάδμος, ιδρυτής της Θήβας, σκότωσε το
ιερό φίδι του Άρη που φύλαγε την πηγή του θεού. Ο εγγονός του Λάβδακος
καταδίωξε τη λατρεία του θεού Διονύσου και αμάρτησε κατά του θεού. Ο γιος του
Λάιος απήγαγε τον γιο του Πέλοπα Χρύσιππο και ο Πέλοπας τον καταράστηκε να
πεθάνει άτεκνος ή να σκοτωθεί από το παιδί του. Από εκεί ξεκινούν οι συμφορές
του γένους των Λαβδακιδών, που για τρεις συνεχόμενες γενιές υποφέρουν απ' αυτή
τη βαριά κατάρα.
Ο
Οιδίπους, γιος του Λαΐου, σκότωσε, χωρίς να το γνωρίζει τον πατέρα του και
παντρεύτηκε τη μητέρα του,
την Ιοκάστη, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή,
και δύο κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Όταν αποκαλύφθηκε η τραγική
αλήθεια, η Ιοκάστη απαγχονίστηκε και ο Οιδίπους αυτοτυφλώθηκε και
αυτοεξορίστηκε. Σε σωζόμενο απόσπασμα της Θηβαΐδας αναφέρεται ότι ο Οιδίποδας καταράστηκε τους δυο γιους του
να μοιράσουν την κληρονομιά του με οπλισμένο χέρι και να κατεβούν στον Αδη
αλληλοσφαγμένοι, επειδή είχαν παραβεί την εντολή του να μη χρησιμοποιήσουν ποτέ
το ασημένιο τραπέζι του Κάδμου και το χρυσό κύπελλο (δέπας), με το οποίο έπινε κρασί
ο Λάιος.
Τα
δύο αδέλφια, Πολυνείκης και Ετεοκλής, συμφώνησαν να βασιλέψουν διαδοχικά ανά
ένα χρόνο. Πρώτος βασίλεψε ο
Ετεοκλής, ο οποίος όμως αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία στον Πολυνείκη. Ο
Πολυνείκης έφυγε από τη Θήβα και πήγε στο Άργος, όπου παντρεύτηκε την κόρη του
βασιλιά Άδραστου. Μαζί με τον πεθερό του και άλλους πέντε Αργείους ηγεμόνες
εκστράτευσε εναντίον της Θήβας, για να διεκδικήσει την εξουσία. Οι επτά Αργείοι
αρχηγοί τάχθηκαν απέναντι από τους επτά Θηβαίους ήρωες που υπερασπίζονταν τις επτά
πύλες της Θήβας. Απέναντι από τον Ετεοκλή ήταν ο Πολυνείκης. Η τελική μονομαχία των δύο αδερφών
επιβεβαίωσε την κατάρα του Οιδίποδα. Τα δύο αδέρφια έπεσαν αλληλοσκοτωμένα
μπροστά στα τείχη της πόλης, η οποία όμως σώθηκε.
Ο νέος άρχοντας της πόλης Κρέων,
αδελφός της Ιοκάστης και θείος των παιδιών, εκδίδει διαταγή να ταφεί ο Ετεοκλής
με τιμές, ενώ το σώμα του Πολυνείκη να μείνει άταφο, βορά στα σκυλιά και τα
όρνια, γιατί θέλησε να προδώσει την πατρίδα του. Από το σημείο αυτό αρχίζει η
υπόθεση της τραγωδίας.
Η Αντιγόνη είναι το δεύτερο από τα
σωζόμενα έργα του Σοφοκλή. Το δίδαξε, το 442 π.Χ., κερδίζοντας την πρώτη νίκη.
Στη νεότερη εποχή από τον μύθο της Αντιγόνης εμπνεύστηκαν αρκετοί ξένοι
συγγραφείς. Ενδεικτικά αναφέρονται οι σύγχρονοι Ζ. Ανούιγ και Μ. Μπρεχτ.
Γενική
θεώρηση του δράματος από τον Albin Lesky
Ο Πολυνείκης προκάλεσε την εκστρατεία
των Επτά εναντίον της Θήβας, της πατρίδας του, και σκοτώθηκε σαν προδότης της
χώρας του μπροστά στα κάστρα της. Η άποψη να του αρνηθούν την ταφή στο έδαφος
της πατρίδας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί σύμφωνα με τις ελληνικές δικαιικές
αντιλήψεις, φτάνει να τον ξάπλωναν κάπου πιο πέρα από τα σύνορα στην τελευταία
του ανάπαυση. Αυτός ο Κρέοντας, όμως, που ύστερα από την διπλή αδελφοκτονία
πήρε την εξουσία στην Θήβα, πάει πολύ πιο πέρα από αυτό. Έβαλε φρουρούς κοντά
στον νεκρό, που θα φρόντιζαν να τον ξεσκίσουν τα σκυλιά και τα όρνια, και τα
υπολείμματά να σαπίσουν στην λαύρα του ήλιου. Οι Αθηναίοι που άκουγαν αυτόν τον
Κρέοντα, θα έπρεπε να αναλογίζονταν την κατάρα που έριξε πάνω σε όλους ένας
ιερέας από το γένος των Βουζύγων, γιατί άφησαν να κείτεται άταφος ένας νεκρός. Αυτός ο Κρέοντας δεν είναι η φωνή της
Πολιτείας, που ξέρει τα δικαιώματα αλλά και τους περιορισμούς της. Αυτόν
τον σπρώχνει εκείνη η υπερβολή, που τίποτε άλλο δεν βλέπει εκτός από τον εαυτό
της, μια «ύβρις» διπλά επικίνδυνη και απαράδεκτη, γιατί εμφανίζεται με το κύρος
της εξουσίας. Η Αντιγόνη δεν είναι ένα δράμα θέσεων, στην συμπεριφορά όμως και
τον πόνο αυτών των ανθρώπων γίνεται αρκετά ευδιάκριτο το πρόβλημα, αν η
Πολιτεία μπορεί να θεωρεί τον εαυτό της σαν έσχατη και ανώτατη αξία, ή αν και
αυτή πρέπει να σέβεται νόμους, που δεν προήλθαν από αυτήν και που ξεφεύγουν
αιώνια από την δικαιοδοσία της.
Στην εξέλιξή του το έργο εμφανίζεται
σαν δράμα της αντίστασης εναντίον του Κρέοντα και της βαθμιαίας πραγμάτωσης της
αποδοκιμασίας του. Την αντίσταση την αναλαμβάνει η Αντιγόνη, και ο ποιητής την
δείχνει να καταπιάνεται δύο φορές με την πράξη της. Την πρώτη φορά πετυχαίνει
να σκεπάσει, χωρίς να την δουν, τον νεκρό αδελφό της με ένα στρώμα σκόνης∙ όταν
όμως οι φρουροί καθάρισαν ξανά το πτώμα, που είχε αρχίσει να λειώνει, αυτή
ξαναγυρνά, και συλλαμβάνεται την στιγμή που ξαναδοκιμάζει μια συμβολική ταφή. Η
επανάληψη ου θέματος έχει κυρίως το νόημα να αφήσει να φανεί τόσο γερό το
χτύπημα που κατευθύνεται εναντίον του Κρέοντα, όσο το επιτρέπουν γενικά οι
δύσκολες συνθήκες αυτής της ταφής. Και μπορούμε έτσι να δούμε την Αντιγόνη για
μια στιγμή να πετυχαίνει, πριν να συμμερισθούμε τον πόνο της καταστροφής της.
Μόλις
ο Κρέοντας έχει ξεστομίσει την θανατική καταδίκη της Αντιγόνης, κι αρχίζει
κιόλας ο δρόμος που οδηγεί προς την καταστροφή του. Ο γιος του ο Αίμονας, ο μνηστήρας της
Αντιγόνης, είναι ο πρώτος που τον αποδοκιμάζει. Ύστερα από μεγάλον «αγώνα», που
ανεβαίνει από την υπάκουη υιική παράκληση στην κραυγή της απελπισίας, ο Αίμονας
αφήνει τον πατέρα του. Από αυτόν πρέπει επίσης να ακούσει ο Κρέοντας (692, 733)
ότι η πόλη καταδικάζει ομόφωνα την απόφασή του. Αυτός όμως ακόμα επιμένει σ’
αυτό που θεωρεί δίκαιό του, δίκαιο της πολιτείας. Γιατί αυτός ο Κρέοντας δεν
είναι απλά ο κακοποιός που εν γνώσει του θέλει το άδικο. Είναι τόσο αδιέξοδα
αιχμάλωτος της πίστης προς την απεριόριστη δύναμη της πολιτείας και την δική
του, που την ταυτίζει μ’ εκείνην (738), ώστε ο δρόμος του από την «ύβριν» στην καταστροφή δεν είναι μονάχα ένα ηθικό
παράδειγμα, αλλά κι ένα κομμάτι γνήσιας τραγικότητας.
Και οι θεοί αποδοκιμάζουν τον Κρέοντα.
Το κάμνουν πρώτα με το στόμα του μάντη Τειρεσία, ο οποίος μιλά για τα φριχτά
σημάδια που προδίνουν την μόλυνση της πόλης από το πτώμα που λειώνει. Ο
Κρέοντας βρίσκεται και τώρα ακόμα μέσα σε μια γοργοκίνητη παραίσθηση, κι ενώ
είναι χτυπημένος από τους θεούς, φαντάζεται ότι ο μάντης τον απατά, και φωνάζει
σε μια τελευταία έξαρση της αλαζονείας του να μην ταφεί ο νεκρός, κι αν ακόμα
οι αετοί του Δία έφερναν ξεσκλίδια από το πτώμα στον θρόνο του ύψιστου θεού.
Όταν όμως ο Τειρεσίας έφυγε με την φοβερή κατάρα ότι ο Κρέοντας θα πληρώσει με
την δική του σάρκα και με το δικό του αίμα το έγκλημά του εναντίον του δικαιώματος
του νεκρού, τότε όλα μαζί, τύφλωση, περηφάνεια και παραίσθηση σωριάζονται με
ένα χτύπημα μέσα του, κι ο Κρέοντας θέλει να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί.
Οι θεοί όμως δεν δέχονται πια την
θέλησή του να εξιλεωθεί. Την Αντιγόνη
την βρίσκει κρεμασμένη στον υπόγειο θάλαμο, από τον οποίο θέλει να την
απελευθερώσει, κι επάνω στο πτώμα της ο Αίμονας, ύστερα από μιαν έκρηξη
άγριου μίσους εναντίον του πατέρα του, αυτοκτονεί. Ένας αγγελιαφόρος αναγγέλλει τα συμβάντα στην
Ευρυδίκη, την γυναίκα του Κρέοντα, που αμίλητη ξαναμπαίνει στο παλάτι, για να
σκοτωθεί εκεί με μιαν κατάρα εναντίον του αντρός της. Έρημος και τσακισμένος
απομένει ο Κρέοντας ζωντανός, γλυτώνοντας από την καθυστερημένη αναγνώριση του
σφάλματός του.
Το έργο είναι ένα δράμα με δύο ήρωες,
και χωρίς να μεταθέσουμε μονόπλευρα τον τόνο, πρέπει να αναγνωρίσουμε μία
τραγωδία του Κρέοντα και μία της Αντιγόνης. Ακολουθώντας τον Hegel προσπάθησαν
πολύν καιρό να καταλογίσουν και σ’ αυτήν την ηρωίδα κάτι σαν τραγική ενοχή. Το
ωραίο βιβλίο του V. Ehrenberg θα
μπορούσε προπάντων να θεωρηθεί κατάλληλο να βάλει μια για πάντα τέλος σ’ αυτήν
την λαθεμένη ερμηνεία. Για ποιο πράγμα πολεμά αυτή η Αντιγόνη, το λέει στη
μεγάλη συζήτηση με τον Κρέοντα αρκετά καθαρά: αυτή υποστηρίζει τους αιώνιους και ανάλλαγους νόμους των θεών, που δεν
μπορεί να τους αχρηστεύσει καμία ανθρώπινη διαταγή. Το ότι αυτή μιλά εδώ με
τα πια εσώψυχα λόγια του ποιητή, το νιώθουμε από το «ήθος» του χωρίου∙ και πάνω
από αυτό, την αναμφισβήτητη απόδειξη την δίνει ένα προγραμματικό χορικό του
πρώτου Οιδίποδα (865). Εκεί ο Σοφοκλής υμνεί τον νόμο του υψηλού Αιθέρα, που
κατάγεται από την περιοχή των θεών και δεν έχει την αρχή του στην φύση των
ανθρώπων.
Ο Ehrenberg έδειξε πως η τρεχούμενη
άποψη, η οποία θεωρεί τον Σοφοκλή και τον Περικλή σαν εκπροσώπους μιας
ουσιαστικά ενιαίας περιόδου της κλασικής ακμής, στην πραγματικότητα καλύπτει
μιαν πάρα πολύ σημαντική αντίθεση. Ο ποιητής και ο πολιτικός στέκονται ο ένας
απέναντι στον άλλον σαν εκπρόσωποι ενός θεόνομου και ανθρωπόνομου κοσμοειδώλου,
όχι βέβαια σε ανοιχτή σύγκρουση, αλλά μάλλον σε μιαν ένταση, μέσα στην οποία
προετοιμάζεται η γιγαντομαχία (Πλατ. Σοφ. 246a), που μια μεταγενέστερη εποχή, την
διεξήγαγε για το «είναι» και τον άνθρωπο. Ο Σοφοκλής έζησε την ορμητική εξέλιξη
της εποχής του με μια βαθιάν ανησυχία. Αυτή η εξέλιξη αναγγελλόταν στην
πολιτική ζωή με τις τάσεις για δημιουργία ενός κράτους κάτω από την αθηναϊκή
ηγεσία, στην πνευματική όμως με τις ιδέες της σοφιστικής, που ανέτρεπαν την
παράδοση. Ακριβώς η εποχή που σ’ αυτήν γεννήθηκε η Αντιγόνη, φαινόταν πως ήθελε
να διασπάσει όλα τα σύνορα, και τότε τραγούδησε ο ποιητής εκείνο το τραγούδι,
που το διαβάζουμε σαν πρώτο στάσιμο στο δράμα που μας απασχολεί και αντηχεί
πάνω από τις χιλιετίες όπως δεν αντηχεί κανένα άλλο στις μέρες μας. Μεγάλος και
δυνατός, αλλά και φοβερός και παράξενος (και τα δύο υπάρχουν στο δεινός)
ονομάζεται ο άνθρωπος, που θέλει να υποτάξει όλες τις περιοχές της φύσης κάτω
από την θέλησή του, κι επάνω σ’ αυτόν τον δρόμο να τολμήσει τα πιο τολμηρά
πράγματα. Όμως πάντα ένα πράγμα εξακολουθεί να είναι το πιο αποφασιστικό: αν
έχει γνώσει του Απόλυτου, που το έβαλαν από πάνω του οι θεοί, ή αν σαν
περιφρονητής της αιώνιας τάξης σπρώχνει και τον εαυτό του και την κοινωνία στην
εκμηδένιση.
Στο πρώτο σχεδίασμα του Εμπεδοκλή του,
σε μιαν ωραία σκηνή, ο Holderlin
βάζει την Ρέα να μιλά για το πώς οι Αθηναίες κοπέλες ρωτούν ποιαν από αυτές
είχε μπροστά στα μάτια της ψυχής του ο Σοφοκλής, όταν έπλαθε την Αντιγόνη του,
την «τρυφερή και σοβαρή ηρωίδα». Εδώ έχει συλληφθεί σε όλην την πληρότητα του
ανθρώπινου, που ήθελε να της δώσει ο ποιητής, η μορφή που μερικές σύγχρονες
ερμηνείες την έχουν διαστρέψει αλλόκοτα. Από αυτήν την πληρότητα λέχθηκε και ο
στίχος (523) «δεν γεννήθηκα για να μισώ
μαζί με άλλους, αλλά για ν’ αγαπώ μαζί τους» (Οὔ τοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν). Και τι δεν έχουν μηχανευθεί, για
να αμφισβητήσουν σ’ αυτήν την πρώτη
φράση της ευρωπαϊκής ανθρωπιάς την έκταση της αξίας της και να την
απομακρύνουν από μια έννοια αγάπης, που σύμφωνα με τις απόψεις τους ο Σοφοκλής
δεν μπορούσε να την έχει! Ακόμα θέλησαν να εκφράσουν την έκπληξή τους για το
ότι η Αντιγόνη στον δρόμο προς τον θάνατο θρηνεί για την χαμένη της ζωή και
κλαίει. Και όμως αυτό το δράμα διατηρεί την αξία του πάνω από τον χρόνο κυρίως
γι’ αυτό, γιατί η Αντιγόνη δεν είναι μια
ηρωίδα υπεράνθρωπων διαστάσεων, αλλά μια από μας, με τους ίδιους πόθους κι
ελπίδες σαν κι εμάς, αλλά και με το μεγαλύτερο θάρρος, αντίθετα με την
κοινή γνώμη, να ακολουθήσει τον μεγάλο νόμο του θεού. Όμως αυτή, η γεμάτη
αγάπη, πρέπει να βαδίσει αυτόν τον δρόμο, σαν όλες τις μεγάλες μορφές του
ποιητή, σε απόλυτη μοναξιά. Στην αρχή του έργου ζητά την βοήθεια της αδελφής
της Ισμήνης. Του κάκου, γιατί με ένα τέχνασμα που ο ποιητής θα το επαναλάβει
στα έργα του, κοντά στην μεγάλη ψυχή που είναι ανέγγιχτη από τον φόβο και την
κολακεία, η Ισμήνη αντιπροσωπεύει τον
άνθρωπο που είναι έτοιμος για τον συμβιβασμό, που λυγίζει στις δυσκολίες της
ύψιστης ηθικής απαίτησης.
Και ο χορός όμως των Θηβαίων γερόντων
δεν πάει με το μέρος της Αντιγόνης, κι από αυτό θέλησαν να συμπεράνουν ότι
καταδικάζει την στάση της. Όποιος όμως διαβάζει παρακάτω και λογαριάζει πως
αυτός ο ίδιος ο χορός, ύστερα από την σκηνή του Τειρεσία, ως τα σπουδαία τελικά
λόγια, καταδικάζει τον Κρέοντα, θα αναγνωρίσει αμέσως ότι ο ποιητής, στο πρώτο
μέρος, με την επιφυλακτικότητα των γερόντων προσπάθησε να δείξει την απόλυτη
απομόνωση της Αντιγόνης. Ο φόβος μπροστά στον Κρέοντα έδινε στον χορό μια
εύκολη και ικανοποιητική δικαιολογία για τη στάση του.
Μια φορά μονάχα παραξενεύει εμάς τους
σημερινούς αυτή η Αντιγόνη, όπως παραξένεψε και τον Goethe. Είναι το χωρίο στον τελευταίο της
λόγο (905), στο οποίο δικαιολογεί την πράξη της με το ότι, αν ήταν παντρεμένη,
θα μπορούσε στην ανάγκη να πάρει άλλον άντρα ή να κάμει άλλο παιδί, δεν θα
μπορούσε όμως ποτέ, αφού πέθαναν οι γονιοί της, να αποκτήσει άλλον αδελφό. Εδώ
διατυπώνεται ένα βασικό γνώρισμα της ελληνικής φύσης, να βρίσκει ακόμα και για
ό,τι συμβουλεύει η καρδιά, μια δικαιολογία στην περιοχή του λογικού∙ από την
άλλη μεριά όμως το χωρίο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία -όχι τη μοναδική-
για την οικειότητα του ποιητή με τον Ηρόδοτο, ο οποίος στην ιστορία του
χρησιμοποίησε το θέμα σε κατάλληλη θέση για την γυναίκα του Ινταφέρνη (3, 119).
Σχεδόν δεν θα χρειαζόταν, ύστερα από
τις εξηγήσεις που προηγήθηκαν, να υπερασπιστούμε την εσωτερική ενότητα του
έργου εναντίον εκείνων που στο τελευταίο τρίτο του βρίσκουν μια ολωσδιόλου
αυτοτελή τραγωδία του Κρέοντα. Με αυτό δεν αμφισβητούμε ωστόσο το ότι η συνοχή
της σύνθεσης δεν είναι -εδώ μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε καλύτερα «δεν είναι
ακόμα»- εκείνη που ο Σοφοκλής πετυχαίνει στα δράματα της ωριμότητάς του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου