Sir Frank Dicksee
Γεώργιος
Χορτάτσης «Ερωφίλη»
Στο παρακάτω απόσπασμα από την τραγωδία
του Γεωργίου Χορτάτση Ερωφίλη συνομιλούν οι δύο πρωταγωνιστές και δίνουν
υπόσχεση παντοτινής αγάπης. Μια σύντομη αναδρομή στην ερωτική τους ιστορία θα
σας βοηθήσει να κατανοήσετε τη συναισθηματική τους ένταση: O Πανάρετος και η
βασιλοπούλα Ερωφίλη ήταν φίλοι από παιδιά. Καθώς μεγάλωναν, το αίσθημά τους
εξελίχθηκε σε έρωτα, χωρίς να γνωρίζει και να εγκρίνει ο βασιλιάς τη σχέση
τους. Ύστερα από νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Περσών εισβολέων, στον οποίο
διακρίθηκε ο Πανάρετος, ο δεσμός των δύο νέων ολοκληρώθηκε «με όρκους και δαχτυλίδι»,
όπως εξομολογείται μυστικά ο Πανάρετος στο φίλο του Καρπόφορο, στην πρώτη πράξη
του έργου. Στο μεταξύ ο βασιλιάς δέχεται προξενιές από τους βασιλιάδες της
Μικράς Ασίας και της Περσίας και αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον
ισχυρότερο. Η Ερωφίλη αρνείται το γάμο, με την πρόφαση ότι δε θέλει να φύγει
μακριά του. Η αγωνία της για το μέλλον κυριαρχεί στη δεύτερη πράξη, γι’ αυτό
εμπιστεύεται τον πόνο της στην παραμάνα της. Στην τρίτη πράξη, στο απόσπασμα
που επιλέγουμε, ο ίδιος ο Πανάρετος, σταλμένος από το βασιλιά, μεταφέρει στην
Ερωφίλη το μήνυμα του βασιλιά για τις προξενιές, ενώ παράλληλα της μιλά με
θέρμη για τον έρωτά του αλλά και για το φόβο του μήπως τη χάσει.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν
είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη
μεγάλη.
Μα γή όμορφή ‘μαι γή άσκημη, Πανάρετε
ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το
κορμί μου.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά
μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την
πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την
αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ’
άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κι εις
εσένα,
και τα κορμιά μας σ’ άμετρο πόθο κρατεί
δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’
απολησμονήσεις.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Oϊμένα, νά ‘βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή
ποτέ μου
σου ‘δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ
μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ
γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την
καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια
δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να
δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και
ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του
δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του
απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη
κατεβαίνω.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Τούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο
κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’
και δεν κατέχω
πως μήδ’ ο θάνατος μπορεί να κάμει να
σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να
τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και
τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ
σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου
χαρίζει,
τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο
μού γυρίζει.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τούτό ‘ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που
μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου,
τόσα,
γιατί ουρανός, απού ‘καμε κι εσμίξαμεν
αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει
κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον
αέρα,
τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα,
την ημέρα,
παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ‘ρθουν
αντίδικά μου,
την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις
την καρδιά μου.
Γ. Χορτάτσης, Ερωφίλη, Στιγμή
*γεννάται:
γεννιέται *γροικώ: ακούω *πρικιά: πίκρα *άμετρο: αμέτρητο *περίσσα:
πολύ *οϊμένα: αλίμονο *απείς: αφού *αμμάτια: μάτια *δούσι:
δουν *πρικαινομέστανε: πικραινόμαστε
*αντάμι: μαζί *αντίδικα: αντίπαλα
1η
στροφή: Η Ερωφίλη
αποκρινόμενη σε σχόλιο του Πανάρετου που έχει προηγηθεί, πως τα κάλλη της είναι
αναρίθμητα, επισημαίνει πως οι ομορφιές και τα κάλλη της δεν είναι στην
πραγματικότητα τόσα πολλά, μα είναι από το μέγεθος της αγάπης του που του
δημιουργείται αυτή η εντύπωση. Στα μάτια του Πανάρετου, που τόσο την αγαπά, η
Ερωφίλη μοιάζει να είναι γεμάτη θελκτικές ομορφιές. Ωστόσο, εκείνο που έχει
περισσότερη σημασία δεν είναι η εξωτερική της εμφάνιση, αλλά η απόλυτη αφοσίωση
που έχει σ’ εκείνον. Έτσι, η Ερωφίλη τονίζει πως είτε είναι όμορφη είτε άσχημη,
το σώμα της έχει γεννηθεί μόνο για εκείνον. Μια διαπίστωση ιδιαίτερης σημασίας,
εφόσον αποκαλύπτει πως η Ερωφίλη είναι τόσο πλήρως δοσμένη στον Πανάρετο, ώστε
αισθάνεται πως η ύπαρξή της καταξιώνεται μόνο χάρη στη δική του αγάπη.
2η
στροφή: Ο Πανάρετος
ευχαριστείται βαθύτατα με τα λόγια της Ερωφίλης, και το δηλώνει αυτό μ’ έναν
ιδιαιτέρως παραστατικό τρόπο∙ ποτέ δεν κατόρθωσε το νερό να σβήσει φωτιά,
σχολιάζει, όπως τα λόγια εκείνης έσβησαν την πίκρα του. Παρά το γεγονός, όμως,
ότι γνωρίζει πόσο ειλικρινής είναι η Ερωφίλη και πόσο ισχυρή είναι η αγάπη που
τους ενώνει από μικρή ήδη ηλικία, δεν μπορεί να κατασιγάσει πλήρως την ανησυχία
του. Επικαλείται, λοιπόν, την αγάπη τους που είναι και στους δύο γεμάτη πίστη
και δύναμη, κι η οποία κρατά δεμένα τα σώματά τους με απροσμέτρητο πόθο, και
ζητά παρακλητικά από την Ερωφίλη να μην επιτρέψει ποτέ στον βασιλιά να
κατανικήσει την αφοσίωσή της και να την κάνει να τον ξεχάσει.
Φανερός γίνεται εδώ ο φόβος του
Πανάρετου πως η Ερωφίλη δεν θα μπορέσει να υπομείνει για πολύ ακόμη τις πιέσεις
του πατέρα της και θα αναγκαστεί να υποχωρήσει στο θέλημά του να την παντρέψει
μ’ έναν από τους βασιλιάδες των αντίπαλων χωρών του, ώστε να μπορέσει το
βασίλειό του να πάψει τους συνεχείς πολέμους.
3η
στροφή: Η Ερωφίλη ταράζεται
μόλις ακούει τους φόβους του Πανάρετου, καθώς θεωρεί πως δεν του έχει δώσει
ποτέ την παραμικρή αφορμή να αμφιβάλλει για την αφοσίωσή της σ’ εκείνον. Της
φαίνεται τρομερό το γεγονός ότι ο Πανάρετος δεν έχει κατανοήσει σε πόσο απόλυτο
βαθμό η ύπαρξή του ορίζει το νου, την ψυχή και τη σκέψη της. Προκειμένου,
μάλιστα, να του εκφράσει με τον πλέον σαφή τρόπο το βαθμό της αφοσίωσή της,
ζητά από τον Έρωτα να τη χτυπήσει στην καρδιά με μια φαρμακωμένη σαΐτα, ώστε ο πικρός
θάνατός της να αποτελέσει ατράνταχτη απόδειξη πως εκείνη είναι πλήρως δοσμένη
στον Πανάρετο και πως για χάρη του είναι πρόθυμη ακόμη και να πεθάνει.
Αφού, λοιπόν, τα μάτια του Πανάρετου
δεν είναι ικανά να δουν πόσο πιστά και πόσο βαθιά τον αγαπά η Ερωφίλη, ο μόνος
που θα μπορέσει να εγγυηθεί για την αλήθεια των συναισθημάτων της είναι ο ίδιος
ο Έρωτας. Έτσι, σε β΄ πρόσωπο η Ερωφίλη απευθύνει το αίτημά της στον
προσωποποιημένο Έρωτα, ο οποίος παρουσιάζεται εδώ ως υπαρκτό πρόσωπο με πλήρη
εξουσία πάνω στη ζωή των ερωτευμένων ανθρώπων. Μια δραματική παράκληση της
νεαρής ηρωίδας που φανερώνει πόσο πληγώθηκε από το γεγονός ότι ο αγαπημένος της
μοιάζει να μην έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην αφοσίωσή της.
4η
στροφή: Ο Πανάρετος
κατανοώντας πόσο πλήγωσε την Ερωφίλη με τα λόγια του, επιχειρεί τώρα να τη
διαβεβαιώσει πως δεν έχει καμία αμφιβολία για τα συναισθήματά της. Έτσι,
ακολουθώντας τη δική της έκκληση στον Έρωτα να της αφαιρέσει τη ζωή, τονίζει
πως αυτό θα πρέπει να γίνει μπροστά στα μάτια του, αν έχει έστω και τον
ελάχιστο φόβο για τον πόθο και την αγάπη που εκείνη του τρέφει ή αν δεν
γνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα πως μήτε ο θάνατος δεν θα μπορούσε να την κάνει
να πάψει την αγάπη της για εκείνον και να την προσφέρει σε κάποιον άλλον.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Πανάρετος
δεν αμφιβάλλει καθόλου για την ειλικρίνεια και την ένταση των συναισθημάτων της
Ερωφίλης, δεν παύει ν’ ανησυχεί. Χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει την
αφορμή ή το λόγο που του προκαλούν αυτή την ανησυχία, νιώθει μέσα του έντονο
φόβο πως ενδέχεται να χάσει το αγαπημένο αυτό πρόσωπο που τόσο σφιχτά κρατάει
κοντά του. Φοβάται πως ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούσε την παρηγοριά της
ζωής του κι ό,τι του προσέφερε πλείστες ελπίδες∙ η αγάπη, δηλαδή, κι η παρουσία
της Ερωφίλης στη ζωή του, μπορεί να χαθούν αιφνιδίως, αφήνοντάς τον έρμαιο της
οδύνης.
Αξιοσημείωτη εδώ η προσφώνηση «Νεράιδα»
που επιλέγει ο Πανάρετος για να εκφράσει όλη του τον θαυμασμό για την ομορφιά
της Ερωφίλης κι όλη την τρυφερότητα που αισθάνεται για εκείνη.
5η
στροφή: Η Ερωφίλη κατανοεί
την ανησυχία του Πανάρετου και την αποδίδει στην απρόσμενη είδηση για τα
προξενιά που έχουν έρθει, τα οποία εύλογα τον έχουν αναστατώσει, εφόσον ο
πατέρας της έχει εκφράσει τη σαφή πρόθεσή του να την παντρέψει με κάποιον
άλλον. Το ενδεχόμενο, όμως, αυτό δεν θα πρέπει να ανησυχεί τον Πανάρετο, καθώς,
όπως του επισημαίνει η Ερωφίλη, ο Ουρανός -η μοίρα- που φρόντισε και τους έφερε
κοντά, είναι εκείνος που θα διασφαλίσει το παντοτινό τους σμίξιμο. Προχωρά,
μάλιστα, ακόμη παραπέρα, καταφεύγοντας σε μια ισχυρότατη επίκληση για να τον
διαβεβαιώσει για την ακλόνητη αφοσίωσή της σ’ εκείνον∙ ζητά, λοιπόν, από τον
ουρανό, τη θάλασσα, τη γη, τον αέρα, τα αστέρια, τον ήλιο, τη νύχτα και την
ημέρα να οπλιστούν και να στραφούν εναντίον της τη στιγμή που θα επιτρέψει να
μπει στην καρδιά της η αγάπη για κάποιον άλλον.
Η Ερωφίλη είναι τόσο απόλυτα βέβαιη για
το ακλόνητο της αγάπης της, ώστε δεν διστάζει να ζητήσει απ’ όλα τα στοιχεία
της φύσης -τα οποία και προσωποποιούνται- να λάβουν τον ρόλο του εκδικητή σε
περίπτωση που εκείνη προδώσει την αλήθεια των συναισθημάτων της και εκφράσει
ενδιαφέρον για κάποιον άλλον άντρα. Έτσι, με το να θέσει το σύνολο της φύσης σε
ρόλο εγγυητή για την αγάπη της, η Ερωφίλη κατορθώνει να κατασιγάσει τους φόβους
του Πανάρετου.
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί, πως οι
φαινομενικά υπερβολικές αυτές δηλώσεις της ηρωίδας δεν αποτελούν κενό γράμμα,
κι αυτό θα φανεί όταν μετά τη δολοφονία του Πανάρετου από τον βασιλιά, η
Ερωφίλη θα αφαιρέσει την ίδια της τη ζωή.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1. Ποιοι
φόβοι βασανίζουν τον Πανάρετο και πώς προσπαθεί να τον ηρεμήσει η Ερωφίλη;
Στο άκουσμα της είδησης πως ο πατέρας
της Ερωφίλης -ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φιλόγονος- έχει δεχτεί προξενιά για την
κόρη του και σχεδιάζει να την παντρέψει, ο Πανάρετος κατακλύζεται από ανησυχία
και φόβο για το τι πρόκειται να συμβεί. Φοβάται πως η αγαπημένη του δεν θα
μπορέσει να αντέξει για πολύ τις πιέσεις του πατέρα της και πως θα αναγκαστεί
τελικά να υποκύψει στο θέλημά του∙ φοβάται, έτσι, πως θα χάσει τη γυναίκα που
τόσο αγαπά. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο Πανάρετος έχει μεγαλώσει μαζί με την
Ερωφίλη από τότε που σε μικρή ηλικία κατέφυγε στην Αίγυπτο για να σωθεί από
τους εχθρούς της δικής του πατρίδας, και πως η αγάπη που τους ενώνει είναι εξαιρετικά
δυνατή, αφού έχει βασιστεί στη μακρόχρονη αυτή κοινή συνύπαρξη.
Η Ερωφίλη επιχειρεί να κατασιγάσει την
ανησυχία του Πανάρετου διαβεβαιώνοντάς τον για το ακλόνητο της αγάπης και της
αφοσίωσής της. Όπως χαρακτηριστικά του επισημαίνει εκείνος ορίζει τον νου, την
ψυχή και τη σκέψη της. Δεν διστάζει, μάλιστα, να επικαλεστεί ακόμη και τον ίδιο
τον Έρωτα, από τον οποίο ζητά να φαρμακώσει μία από τις σαΐτες του και να τη
χτυπήσει απευθείας στην καρδιά, ώστε να διαπιστώσει ο Πανάρετος πως για χάρη
του είναι πρόθυμη ακόμη και να πεθάνει.
Επιπλέον, η Ερωφίλη διαβεβαιώνει τον
Πανάρετο πως ο Ουρανός που όρισε να ανταμώσουν και να σμίξουν, είναι ο ίδιος
που θα φροντίσει να μείνουν για πάντα μαζί. Κι είναι, μάλιστα, τόσο
αποφασισμένη να απομακρύνει κάθε αμφιβολία και ανησυχία από τη σκέψη του αγαπημένου
της, ώστε επικαλείται το σύνολο των στοιχείων της φύσης και τους ζητά να
οπλιστούν και να στραφούν εναντίον της, έτσι και διαπιστώσουν πως άφησε στην
καρδιά της να μπει επιθυμία για κάποιον άλλον.
2. Πώς
εκδηλώνει ο Πανάρετος την αγάπη του στην Ερωφίλη και πώς ανταποκρίνεται εκείνη
στα αισθήματά του;
Ο Πανάρετος, αν και δηλώνει στην αρχή
πως τα λόγια αγάπης της Ερωφίλης κι η διαβεβαίωσή της πως το κορμί της
γεννήθηκε μόνο για εκείνον, σβήνουν πλήρως την πίκρα του, της ζητά, εντούτοις,
κάτι ακόμη∙ της ζητά να του υποσχεθεί στο όνομα της αγάπης που τους ενώνει από
μικρά παιδιά και που τώρα έχει γίνει πανίσχυρος ερωτικός πόθος, να μην επιτρέψει
στον πατέρα της να την κάνει να τον ξεχάσει. Μια υπόσχεση που φανερώνει αφενός
την ανησυχία του ήρωα σχετικά με το ενδεχόμενο να την εξαναγκάσει τελικά ο
βασιλιάς να παντρευτεί κάποιον άλλον, κι αφετέρου το πόσο οδυνηρό είναι για τον
Πανάρετο κάτι τέτοιο, εφόσον ο ίδιος είναι απόλυτα δοσμένος στην αγάπη του για
την Ερωφίλη.
Η Ερωφίλη από τη μεριά της πληγώνεται
από τα λόγια αυτά του Πανάρετου, όπως δηλώνει το αλίμονο (οϊμένα) με το οποίο
ξεκινά την απόκρισή της, καθώς θεωρεί ότι δεν του έχει δώσει ποτέ κάποια αφορμή
αμφιβολίας για την αγάπη της. Ωστόσο, φροντίζει να τον καθησυχάσει προχωρώντας
σε μια επίκληση έντονης δραματικότητας, με την οποία απευθύνεται στον
προσωποποιημένο Έρωτα και του ζητά να τη σκοτώσει, αφού ο αγαπημένος της δεν
μπορεί να δει πόσο πιστά και βαθιά τον αγαπά. Μ’ αυτό τον τρόπο, με τον θάνατό
της, δηλαδή, ελπίζει η ηρωίδα πως ο αγαπημένος της θα καταλάβει πόσο απόλυτα
του είναι αφοσιωμένη.
Ο Πανάρετος που αντιλαμβάνεται πόσο
τάραξαν τα λόγια του την Ερωφίλη, ζητά να πραγματοποιηθεί αμέσως μπροστά στα
μάτια του η θανάτωση αυτή έτσι και υπάρχει στην καρδιά του έστω κι η παραμικρή
αμφιβολία για την ειλικρίνεια των συναισθημάτων της. Μια εντόνως δραματική
απόκριση του Πανάρετου, η οποία αποσκοπεί σαφώς στο να δείξει στην αγαπημένη
του πως ό,τι τον φοβίζει δεν είναι η δική της αφοσίωση, αλλά το ενδεχόμενο να
τη χάσει από κοντά του, έστω και παρά τη δική της θέληση. Πρόκειται, φυσικά,
για μια έμμεση αναφορά στην πρόσφατη είδηση πως ο βασιλιάς έχει δεχτεί προξενιά
για την κόρη του κι είναι έτοιμος να την παντρέψει.
Η Ερωφίλη αντιλαμβάνεται την πηγή
ανησυχίας του Πανάρετου και του προσφέρει μια ακόμη ισχυρή διαβεβαίωση για την
αγάπη της∙ προχωρά σε μια νέα επίκληση, αυτή τη φορά στα στοιχεία της φύσης,
από τα οποία ζητά να οπλιστούν και να στραφούν εναντίον της σε περίπτωση που
αφήσει να μπει στην καρδιά της πόθο για κάποιον άλλον άντρα.
3. Σε
ποια σημεία του κειμένου κορυφώνεται η δραματική ένταση και γιατί;
Η δραματική ένταση κορυφώνεται για
πρώτη φορά μόλις ο Πανάρετος ζητά παρακλητικά από την Ερωφίλη να μην τον
ξεχάσει ποτέ∙ παράκληση που προκαλεί μεγάλη στεναχώρια στην ηρωίδα, αφού την
κάνει να αισθανθεί πως ο αγαπημένος της δεν είναι απόλυτα σίγουρος για την
αφοσίωσή της. Προκειμένου, λοιπόν, η Ερωφίλη να του δώσει την πιο πειστική
απάντηση στρέφεται στον προσωποποιημένο Έρωτα και του ζητά να της αφαιρέσει τη
ζωή, ώστε να πειστεί ο Πανάρετος για την αλήθεια των συναισθημάτων της.
Πρόκειται για μια σκηνή έντονης δραματικότητας, στην οποία πέραν των δύο κεντρικών
προσώπων που βρίσκονται σε μεγάλη συναισθηματική έξαρση, παρουσιάζεται μέσω της
επίκλησης της Ερωφίλης και ο Έρωτας ως δρων πρόσωπο.
Μια δεύτερη κορύφωση της δραματικής
έντασης επέρχεται μόλις ο Πανάρετος, παρά τις ισχυρές διαβεβαιώσεις της
Ερωφίλης, εκφράζει την ανησυχία του για το ενδεχόμενο να χάσει την αγαπημένη
του, έστω και παρά τη δική της θέληση. Τότε η Ερωφίλη, που αντιλαμβάνεται πως ο
Πανάρετος έχει πικραθεί από τα νέα για τα προξενιά που συζητά ο πατέρας της,
προχωρά σε μια ακόμη δραματική επίκληση. Αυτή τη φορά η ηρωίδα επικαλείται το
σύνολο σχεδόν των φυσικών στοιχείων και τους ζητά να έρθουν εναντίον της
πάνοπλα έτσι και επιτρέψει στον εαυτό της να σκεφτεί ερωτικά κάποιον άλλον.
Ο βασιλιάς Φιλόγονος μαθαίνει για την
κρυφή σχέση του Πανάρετου και της Ερωφίλης, και εξοργίζεται με την προδοσία του
νεαρού προστατευόμενού του. Αποφασίζει, έτσι, να σφάξει τον Πανάρετο και να
προσφέρει ως «γαμήλιο» δώρο τα μέλη του σώματός του στην Ερωφίλη. Στη σκηνή που
ακολουθεί η Ερωφίλη μοιρολογεί, έχοντας λάβει το μακάβριο αυτό «δώρο».
Πράξη
5η, Σκηνή 4η
ΕΡΩΦΙΛΗ μοναχή.
Ω κύρι μου, μα κύρι πλιο γιάντα να σ’
ονομάζω,
κι όχι θεριόν αλύπητο κι άπονο να σε
κράζω,
πειδή περνάς στην όρεξι πάσα θεριό του
δάσου,
και πλια άγρια παρά λιονταριού μόδειξες
την καρδιά σου;
Θεριό λοιπόν αλύπητο παρά θεριό κανένα,
για ποια αφορμή δεν έσφαξες την
ταπεινήν εμένα;
Μα κείνο, που δεν έκαμε το χέρι τ’
άπονό σου,
θέλω να κάμει μόνια μου, κιάς με το
στανικό σου,
γιατί δεν είναι μπορετό, μηδέ ποτέ
τυχαίνει,
μιαν ώρα απού το ταίρι μου να ζιω
ξεχωρισμένη.
Ταίρ’ ακριβό μου και γλυκύ, φως και
παρηγοριά μου,
και πώς σε βλέπουν τσι φτωχής τ’
αμμάτια τα δικά μου,
και μ’ όλον τούτο δύνουνται τα μέλη μου
και ζιούσι,
τ’ αμμάτια μου και βλέπουσι, τα χείλη
και μιλούσι.
Πάντ’ ακριβό μου ταίρι μου, μ’ έθρεφεν
η καρδιά σου,
τώρα στον Άδη τη φτωχή με βάνει η
ασκημιά σου,
κι αλλού τ’ αμμάτια μου ωχ, οϊμέ,
στανιό πώς συντηρούσι,
Πανέρετέ μ’ Αφέντη μου, που ν’ τα πολλά
σου κάλλη,
που κείν’ η νόστιμη θωριά, και πάσα
χάρι σ’ άλλη;
που ‘ναι τ’ αμμάτια τα γλυκά; ποιον
άπονο μαχαίρι
σου τα ‘βγαλε κ’ ετύφλωσε, οϊμέ! ακριβό
μου ταίρι;
στόμα μου νοστιμώτατο και
μοσκομυρισμένο,
βρύσι ολωνώ των αρετώ, ζαχαροζυμωμένο,
γιάντα τα πλουμισμένα σου και τα γλυκά
σου χείλη
τη δούλη σου δεν κράζουσι, οϊμέ, στην
Ερωφίλη;
γιάντα σωπάς στον πόνο μου, γιάντα στα
κλάηματά μου
δε συντυχαίνεις δυο μικρά λόγια ‘ς
παρηγοριά μου;
μα δίχως γλώσσ’ απόμεινες, και πώς να
μου μιλήσης,
πώς την πολλά βαριόμοιρη να με
παρηγορήσης;
πώς να μου παραπονεθής, πώς να μου πης,
«ψυχή μου,
για σένα μόνο θάνατον επήρε το κορμί
μου;»
Κ’ εσάς, χεράκια μ’ ακριβά, ποια χέρια
αποκοτήσα,
κι άπονα απού το δόλιο σας κορμί σας
εχωρίσα;
χέρια, που σας ετύχαινε σκήπτρο να σας
βαραίνη,
και μοναχάς να δίδετε νόμο στην
Οικουμένη,
για ποια αφορμή δεν πιάνετε τα χέρια τα
δικά μου;
γιάντα στο στήθος σπλαχνικά κι απάνω
στην καρδιά μου
δεν ‘γγίζετε ν’ αλαφρωθή, τσι πόνους
τσι να χάση,
κ’ ετούτη την τρομάρα τζι τήν τόση να
σκολάση;
Και συ, καρδιά αντρωμένη μου, του πόθου
φυλακτάρι,
ποιο ‘τον εκείνο τ’ άπονο κι αγριώτατο
λιοντάρι,
που σ’ έβγαλ’ εκ τον τόπο σου, κ’
αιματοκυλισμένη
τ’ αμμάτια μου να συντηρού μ’ έκαμε την
καημένη;
καρδιά μου αγαπημένη μου, γλυκωτάτη
καρδιά μου,
πόσα του πόθου βάσανα είχες για όνομά
μου!
πάντα ‘ζειες μ’ αναστεναμούς, κ’
εθρέφουσου με πρίκες,
κ’ εις το ‘στερο ανασπάστηκες, κ’ εκ το
κορμί σου βγήκες,
για να μπορώ τριγύρω σου να ‘δω, πως ει
γραμμένο
τ’ όνομα τς Ερωφίλης σου το
πολυαγαπημένο.
Ώφου πρικύ μου ριζικό, κι αντίδική μου
μοίρα,
τόσα γοργό μ’ εκάμετε νύφη γιαμιά και
χήρα!
μοίρα κακή για λόγου μου, κομπώτρα κι
ωχθρεμένη,
‘ς ποιο τέλος μ’ εκατάφερες την
πολυπρικαμένη!
ποιο πράμα μ’ έκαμες να δω, ποιαν πρίκα
να γνωρίσω,
ποια παιδωμή, ποιο βάσανο, ποιον πόνο
να γροικήσω!
που κείνα, που ‘λεγες του νου, που κείνα
πού από σένα
τ’ αμμάτια μ’ ανιμένασι να δούσι τα
καημένα;
χαρές περίσσιες μού ‘τασσες, και πρίκες
με γεμώνεις,
ζήσι κι ανάπαψι πολλή, και θάνατο μ’
αξιώνεις.
Λαμπρό τον ήλιο μου ‘δειξες, κ’ ήλπιζα
καλωσύνη,
μα το ζιμιό θαμπώθηκε, κι άγριος καιρός
εγίνη.
Χρουσό στεφάνιν ήβαλες απάνω στην κορφή
μου,
κι όφις εγίνηκε ζιμιό κ’ επήρε τη ζωή
μου∙
πολλή δροσιά μ’ επότισες, μά ‘τον
φαρμακεμένη,
κι ολπίζοντας πως θρέφομαι, μένω
θανατωμένη.
Την πόρτα τσι Παράδεισος μ’ άνοιξες, κι
από κείνη
στην Κόλασι μ’ επέρασες, κι αλύπητα με
κρίνει∙
ψευτό καλό μου χάρισες, κι ως όνειρον
εχάθη,
σα χόρτον εξεράθηκε, σα ρόδον εμαράθη∙
σαν ασταπή άψε κ’ έσβησε, κ’ έλυσε σαν
το χιόνι,
σα νέφαλον εσκόρπισε, στον άνεμο σα
σκόνι.
Μα δε φυράς τα πάθη μου δε μου
λιγαίνεις πρίκα,
κ’ οι πόνοι μου κ’ οι κρίσεις μου
παντοντινά γενήκα,
και πλειότερη την παιδωμή για νά ‘χω
και τα βάρη
τα πάθη μου δεν έχουσι να με σκοτώσου
χάρι.
Μα κείνο, που δε δύνεται τόσος καημός
να κάμη,
θέλει το κάμει η χέρα μου και το
μαχαίρ’ αντάμη,
στον Άδη να με πέψουσι, κι ο κύρις
άπονός μου
τη βασιλειάν τ’ ας χαίρεται και τσι
χαρές του κόσμου.
Στήθος μου κακορρίζικο, καρδιά μου
πρικαμένη,
πόσα ‘τονε καλύτερο ποτέ μου γεννημένη
στον κόσμο να μην είχα ‘σται, πόσα τονε
καλλιά μου
λάψ’ ήλιου να μη δούσινε τ’ αμμάτια τα
δικά μου.
Το πνέμα σου, Πανάρετε, ταίρι γλυκύτατό
μου,
παρακαλώ σε να δεχτή το πνέμα το δικό
μου,
‘ς ένα να στεκομέστανε τόπο, και μιάν
ομάδι
Κόλασι γή Παράδεισο να γνώθωμε στον
Άδη.
Πανάρετε, Πανάρετε, Πανάρετε ψυχή μου,
βούηθα μου τσι βαριόμοιρης και δέξου το
κορμί σου.
Εδώ πιάνει το μαχαίρι, οπού ήτονε στο
βατσέλι και σφάζεται, και πέφτει σκοτωμένη∙ και εις λιγάκιν έρχουνται οι
κορασίδες της γυρεύγοντάς τηνε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου