Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Μάνος Χατζιδάκις «Γυμνάσματα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tom Mc Nemar

Μάνος Χατζιδάκις «Γυμνάσματα»

Φοβήθηκα τη μνήμη
και την σκότωσα
Όμως εκείνη έζησε
Τραυματισμένη
Δύσμορφη
Τυραννική
Και μου θυμίζει επίμονα
Κάθε φορά που γράφω
Πως είμ’ εγώ
Κι όχι ένας άλλος

[Μάνος Χατζιδάκις, Μυθολογία, Εκδόσεις Ύψιλον]

Ο ποιητής θεωρώντας πως η ανάμνηση εκείνων των γεγονότων της παιδικής και νεανικής ηλικίας που συνέβησαν ενώ ο ίδιος δεν είχε τον πλήρη έλεγχο της ζωής του, απειλούν την με κόπο δημιουργημένη παρούσα ταυτότητα του εαυτού του, επιχειρεί να απαλλαγεί ολωσδιόλου από τη μνήμη, σκοτώνοντάς την. Θεωρεί πως οι επώδυνες μνήμες του παρελθόντος, τα λάθη κι οι ανώριμες επιλογές, οι παραλείψεις και οι λανθασμένες αντιδράσεις, ζημιώνουν και υπονομεύουν την τωρινή του εικόνα, που τη διαμόρφωσε συνειδητά ο ίδιος, επιδιώκοντας διαρκώς μια πιο ώριμη και πιο ουσιαστική αντιμετώπιση της ζωής.
Ωστόσο, η μνήμη κατορθώνει να επιβιώσει, έστω κι αν απομένει τραυματισμένη και δύσμορφη απ’ την απροθυμία του ποιητή να επιστρέψει στα γεγονότα του παρελθόντος και να τα επανεξετάσει, ώστε να κατανοήσει πληρέστερα τόσο τα ίδια όσο και τις πιθανές προεκτάσεις τους. Η μνήμη επιβιώνει κι επιστρέφει τυραννικά στη σκέψη του ποιητή, υπενθυμίζοντάς του κάθε φορά που γράφει κάποιο στίχο, την πραγματική του ταυτότητα∙ υπενθυμίζοντάς του πως η ουσία του εαυτού του βρίσκεται, όχι σε όσα εκείνος θα ήθελε να είναι ή να γίνει, αλλά σε όσα πράγματι έζησε -είτε τα θέλησε είτε όχι- και σ’ όσα πράγματι έκανε -είτε ήταν ορθά είτε όχι.
Η αλήθεια κάθε ανθρώπου κι η ταυτότητά του δεν βασίζονται μόνο στις ορθές επιλογές του και στις καταστάσεις που αντιμετώπισε επιτυχώς, βασίζονται εξίσου και στις αποτυχίες του, όπως και στα οδυνηρά βιώματά του. Ο ποιητής, επομένως, όσο κι αν θα ήθελε να ξεχάσει τα λάθη και τις αστοχίες του παρελθόντος, δεν μπορεί στην πραγματικότητα να το κάνει, εφόσον είναι κι αυτά ένα καίριο στοιχείο της προσωπικότητας και του εαυτού του.
Μια εξωραϊσμένη εικόνα του εαυτού μας απ’ την οποία απουσιάζουν τα λάθη κι αστοχίες, οι άσχημες εμπειρίες και τα οδυνηρά βιώματα, δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο την αληθινή μας ταυτότητα, εφόσον ό,τι είμαστε κι ό,τι έχουμε γίνει βασίζεται και στις αρνητικές στιγμές της ζωής μας. Υπ’ αυτή την έννοια η προσπάθεια του ποιητή να απαλλαγεί από τη μνήμη θα οδηγούσε στην επίπλαστη δημιουργία μιας άλλης, μιας ξένης ταυτότητας, που δεν θα είχε καμία σχέση με τον πραγματικό του εαυτό. Κι αν ίσως κάποιος άλλος άνθρωπος μπορούσε να ζήσει υιοθετώντας μια επίπλαστη εικόνα του εαυτού του, αυτό δεν μπορεί να γίνει στην περίπτωση του ποιητή, καθώς η ποίηση για να γεννηθεί απαιτεί την καταβύθιση στην αληθινή, στην ανόθευτη ψυχή του ποιητή, εκεί όπου λανθασμένες και ορθές επιλογές συνυπάρχουν αξεδιάλυτα.

 Φοβήθηκα τη μνήμη
και την σκότωσα

Η μνήμη είναι αναγκαία τόσο σε ό,τι αφορά την προσωπική ζωή ενός ατόμου, όσο και γενικότερα σε ό,τι αφορά την πορεία μιας κοινωνίας, καθώς μήτε οι άνθρωποι μήτε οι κοινωνίες μπορούν να προχωρήσουν στο μέλλον χωρίς ουσιαστική γνώση και κατανόηση του παρελθόντος. Κάθε λαός, όπως και κάθε άνθρωπος, οφείλει να επιστρέφει στα γεγονότα του παρελθόντος -είτε αυτά είναι θετικά είτε όχι- με την πρόθεση όχι να τα ερμηνεύσει κατά βούληση, αλλά να τα δει στην πληρότητά τους, με όση σκληρότητα τυχόν κρύβουν, και να τα κατανοήσει γι’ αυτό που πραγματικά είναι. Τα γεγονότα του παρελθόντος, άλλωστε, -παρά τη συνήθη τακτική της παραποίησής τους- μπορούν να λειτουργήσουν επωφελώς, μόνο αν ιδωθούν και ερμηνευθούν όπως πραγματικά συνέβησαν, κι όχι όπως θα θέλαμε να έχουν συμβεί ή όπως τυχόν εξυπηρετούν τις τρέχουσες πεποιθήσεις και απόψεις μας.  
Μια κοινωνία που φοβάται να αντικρίσει με ειλικρίνεια τα λάθη, τις παρανοήσεις και τις διαψεύσεις του παρελθόντος, είναι καταδικασμένη να επαναλαμβάνει τις ίδιες άστοχες επιλογές.


©Κωνσταντίνος Μάντης

Γιώργος Σεφέρης [Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sir Edward John Poynter

Γιώργος Σεφέρης [Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές]

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.

[Γιώργος Σεφέρης, Σχέδια για ένα καλοκαίρι]

Το ειδυλλιακό σκηνικό που δημιουργεί ο χώρος μιας θαλασσινής σπηλιάς κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, λειτουργεί εδώ ως το έναυσμα για μια διττή διερεύνηση του ερωτικού συναισθήματος. Σε πρώτο και κυριολεκτικό επίπεδο ο Σεφέρης παρουσιάζει τον ερωτισμό που χαρακτηρίζει τον κλειστό χώρο της θαλασσινής σπηλιάς, όπου το εν δυνάμει ζευγάρι αισθάνεται απομονωμένο αρκετά, ώστε να αφεθεί στο σαρκικό κάλεσμα του έρωτα. Το ερωτικό συναίσθημα, η επιθυμία για έρωτα, αλλά κι η εκστατική εκείνη αίσθηση που απομακρύνει κάθε άλλη σκέψη και καθιστά τον ερωτικό πόθο κυρίαρχο και επιτακτικό, αποκτούν στον προφυλαγμένο χώρο της σπηλιάς μια σχεδόν υλική υπόσταση∙ καθίστανται, δηλαδή, τόσο έντονα, ώστε δημιουργούν την εντύπωση μιας χειροπιαστής παρουσίας (μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου).
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, καθώς το ζευγάρι αισθάνεται πλήρως αποκομμένο από κάθε περισπασμό, επιτρέπει στις ανάγκες και τις επιθυμίες του σώματος να λάβουν τον πρώτο λόγο. Η δίψα για έρωτα αποκτά πλέον δεσπόζουσα θέση κι είναι αυτή που καθοδηγεί τη σκέψη και τη δράση των προσώπων. Η βαθύτερη και πιο ουσιαστική γνωριμία μεταξύ τους τίθεται σε δεύτερη μοίρα, αφού ό,τι προέχει είναι η σαρκική πτυχή της ερωτικής έλξης. Έτσι, αν και συναντιούνται ξανά και ξανά στο ίδιο μέρος περνώντας μέρες ολόκληρες μαζί, δεν κατορθώνουν να γνωριστούν πραγματικά, αφού κυρίαρχη επιδίωξή τους είναι ο κορεσμός του ερωτικού τους πόθου.
Κι είναι η ματαίωση αυτή της πραγματικής γνωριμίας μεταξύ τους που φανερώνει το δεύτερο, το αλληγορικό επίπεδο στο οποίο κινείται το ποίημα. Η θαλασσινή σπηλιά αποτελεί υπό μία έννοια καθρέφτισμα της ανθρώπινης ψυχής∙ του εσωτερικού ψυχικού κόσμου του ατόμου, όπου κάποτε η επιθυμία για έρωτα κι η ανάγκη για την εκστατική διαφυγή από τα ποικίλα προβλήματα της ζωής αποκτούν κυρίαρχο ρόλο. Στον ψυχικό αυτό χώρο, λοιπόν, όπου θα περίμενε κανείς την πραγμάτωση μιας βαθύτερης γνωριμίας μεταξύ των ατόμων, εντοπίζεται μια απροσδόκητη διαφοροποίηση των προτεραιοτήτων. Ο ποιητής μοιάζει να επιτρέπει στη σαρκική επιθυμία να παραμερίσει την πιο καίρια επιδίωξη της ψυχικής επικοινωνίας προς όφελος της ηδονικής απόλαυσης∙ μιας απόλαυσης που είναι βέβαια σημαντική, μα εντελώς πρόσκαιρη αν συγκριθεί με τη βαθύτερη εκείνη ευδαιμονία που προκύπτει από την ψυχική και πνευματική επαφή με το άλλο άτομο.   
Ο ποιητής -όπως συχνά συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους- παρασύρεται από την ερωτική έλξη που αισθάνεται για τη γυναίκα απέναντί του και αφήνει την ηδονική αυτή αίσθηση να λάβει τον έλεγχο των πράξεών του. Χωρίς να επιδιώξει να επικοινωνήσει πραγματικά μαζί της, ώστε να γνωρίσει την ποιότητα του χαρακτήρα της και την προσωπικότητά της, αρκείται στην ένταση της ερωτική επιθυμίας που του προκαλεί η εξωτερική της εμφάνιση. Προκύπτει, έτσι, ένα ερωτικό πλησίασμα που υπαγορεύεται αποκλειστικά από τη σαρκική έλξη κι όχι από την ψυχική επικοινωνία και την πνευματική γνωριμία.   

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.

Ο ποιητής αφήνεται στο θαυμασμό του για την ομορφιά και το σωματικό κάλλος της γυναίκας, μη επιδιώκοντας την επικοινωνία εκείνη που θα καθιστούσε εφικτή την αποκάλυψη της πραγματική της ταυτότητας και των ψυχικών της γνωρισμάτων. Ο έρωτας βιώνεται εδώ πρωτίστως ως σωματική έλξη, εφόσον ο ποιητής επιδιώκει να διατηρήσει ακέραια την αίσθηση της εξιδανίκευσης που είναι δυνατή μόνο όταν δεν έχει προχωρήσει μήτε στο ελάχιστο η διερεύνηση της προσωπικότητας του άλλου προσώπου. Η γοητεία που ασκεί η παρουσία της συνιστά, άρα, μια ευπρόσδεκτη απάντηση  στο ψυχικό αίτημα για μια καθαρή αποθέωση του ερωτικού συντρόφου∙ για μια αποθέωση που βασίζεται κυρίως στις εσωτερικές επιθυμίες του ποιητικού υποκειμένου και όχι κατ’ ανάγκη σε πραγματικές ποιότητες της άγνωστης γυναίκας.


©Κωνσταντίνος Μάντης

Άντον Τσέχωφ «Ένας αριθμός»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Άντον Τσέχωφ «Ένας αριθμός»

Στο σύντομο αφήγημα του Τσέχωφ «Ένας αριθμός» η δεσποινίς Ιουλία αντιπροσωπεύει τον άβουλο ανθρώπινο τύπο∙ δεν τολμά να διεκδικήσει τα δικαιώματά της και συχνά πέφτει θύμα οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης. O Τσέχωφ σκιαγραφεί με απλό και ευτράπελο τρόπο την παθητική ψυχολογία, η οποία χαρακτήριζε σε μεγάλο βαθμό τη γυναικεία συμπεριφορά τα παλαιότερα χρόνια.

Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
         -  Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα ‘χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν...  Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...
         -  Για σαράντα.
          - Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες...  Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...
         -  Δύο μήνες και πέντε μέρες...
         -  Δύο μήνες ακριβώς... Το ‘χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...
         Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
         -  Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό... Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;
         Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
         -  Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του... Βγάζουμε δύο ρούβλια... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να ‘χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι’ αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...
         -  Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.
         -  Το ‘χω σημειώσει!
         -  Καλά...
         -  Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
         Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
         -  Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε... Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.
         -  Μπα; Και ‘γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία... ένα και ένα... Πάρ’ τα...
         Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
         -  Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
         Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
         -  Και γιατί με ευχαριστείς;
         -  Για τα χρήματα.
         -  Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
         -  Οι άλλοι δε μου ‘διναν τίποτα!...
         -  Δε σου ‘διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ’ αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
         Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

ρούβλια: ρωσικό νόμισμα

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα,
μτφρ. Κ. Σιμόπουλος, Θεμέλιο

Ερωτήσεις

1. Ποιο πρόσωπο αφηγείται το περιστατικό και ποια εντύπωση σχηματίζετε για το χαρακτήρα και το ήθος του;

Η αφήγηση του περιστατικού γίνεται από τον εργοδότη της Ιουλίας, ο οποίος την έχει προσλάβει δασκάλα για τα δυο του παιδιά. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει ουσιαστική εμπειρία ζωής κι έχει αντιληφθεί τον πρόδηλα άδικο χαρακτήρα της κοινωνίας. Αντίθετος ο ίδιος στο κυρίαρχο πνεύμα εκμετάλλευσης της εποχής του, επιχειρεί να δώσει ένα χρήσιμο μάθημα στη δασκάλα των παιδιών του, προκειμένου να την παρακινήσει ν’ αντιμετωπίζει με περισσότερο δυναμισμό όποιον προσπαθεί να την αδικήσει.
Η υποχωρητική φύση της δασκάλας κι η αδυναμία της να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, του προκαλούν προβληματισμό και ανησυχία, εφόσον είναι σαφές πως, αν συνεχίσει να φέρεται με δειλία, θα βρίσκονται συνεχώς άνθρωποι που θα την εκμεταλλεύονται. Η απόφασή του, λοιπόν, να υιοθετήσει πρόσκαιρα το χαρακτήρα του άδικου ανθρώπου, πηγάζει από το ειλικρινές ενδιαφέρον του για την Ιουλία. Στοιχείο που φανερώνει την καλή ηθική του ποιότητα, μιας και νοιάζεται πραγματικά για τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του και τους φροντίζει με ανυστερόβουλη πατρική αγάπη.
Προτού, βέβαια, αποκαλυφθεί στο κλείσιμο του διηγήματος, η θετική πρόθεσή του να βοηθήσει την Ιουλία, μας δημιουργείται μια τελείως διαφορετική εντύπωση για τον χαρακτήρα του, διότι αντιμετωπίζει τη νεαρή δασκάλα με τον σκληρό τρόπο ενός εκμεταλλευτή. Έτσι, όσο παρακολουθούμε τις άδικες αιτιάσεις του για την περικοπή του μισθού της νεαρής δασκάλας, θεωρούμε πως ο εργοδότης είναι ένας κακής ποιότητας άνθρωπος που δεν διστάζει καθόλου να στερήσει από την κοπέλα τον τόσο αναγκαίο για την επιβίωσή της μισθό, προκειμένου ο ίδιος να εξοικονομήσει λίγα επιπλέον χρήματα. Τον βλέπουμε να εφευρίσκει με χαρακτηριστική ευκολία λόγους για να μειώσει τον μισθό της δασκάλας, μένοντας αδιάφορος απέναντι στην προφανή αγωνία που της προκαλεί η συνειδητοποίηση πως δεν θα λάβει τελικά τα χρήματα που της αναλογούν.
Προσέχουμε, πάντως, πως παρά τη θετική έκβαση της ιστορίας -με την αποκάλυψη από τη μεριά του εργοδότη πως δεν είχε ποτέ την πρόθεση να παρακρατήσει χρήματα απ’ το μισθό της Ιουλίας- η συμπεριφορά του είναι στην πραγματικότητα ενδεικτική για το πώς φέρονται ορισμένοι εργοδότες, όταν θεωρούν πως δεν θα υπάρξει αντίδραση απ’ τη μεριά του υπαλλήλου τους. Η διάθεσή τους να εκμεταλλευτούν τους υπαλλήλους τους, είτε δίνοντάς τους μέρος μόνο του μισθού τους ή κάποτε αφήνοντάς τους τελείως απλήρωτους, συνιστά μια οδυνηρή πραγματικότητα ακόμη και στις μέρες μας.
   
2. Ο αφηγητής χαρακτηρίζει την Ιουλία «άβουλη». Ποιες ενέργειές της δικαιολογούν αυτόν το χαρακτηρισμό;

Ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται στην Ιουλία από τον αφηγητή δικαιολογείται από τον τρόπο που αντιδρά εκείνη στην πρόδηλα άδικη προσπάθειά του να της περικόψει το μισθό. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως κάθε φορά που εκείνος της αναφέρει κι ένα λόγο για τον οποίο μειώνει το ποσό που της οφείλει, εκείνη, αν και προφανώς αγανακτεί και πληγώνεται, δεν διατυπώνει καμία αντίρρηση ή -καλύτερα- δεν αντιδρά με σθεναρό τρόπο. Ειδικότερα, όταν ο εργοδότης τής λέει πως η συμφωνία τους είναι για τριάντα ρούβλια το μήνα, η Ιουλία αν και αρχικά του υπενθυμίζει πως είχαν συμφωνήσει για σαράντα ρούβλια, δεν επιμένει κατόπιν διόλου σε αυτό το πολύ σημαντικό στοιχείο, δεχόμενη αδιαμαρτύρητα τη δική του ένσταση πως είναι κάτι που το έχει σημειώσει και πως πάντα δίνει τον ίδιο μισθό στις δασκάλες. Έπειτα, όταν εκείνος παραγνωρίζει πλήρως τη διευκρίνισή της πως εργάζεται στο σπίτι του δύο μήνες και πέντε μέρες, λέγοντάς της πως πρόκειται για δύο μήνες, απ’ τους οποίους, μάλιστα, θα πρέπει να αφαιρέσει εννιά Κυριακές και τρεις γιορτές, και υπονοώντας άρα πως θα της μειώσει ακόμη περισσότερο το μισθό, η Ιουλία το δέχεται χωρίς να πει λέξη. Αν και είναι προφανές πως όσα ακούει της προκαλούν αγανάκτηση, αφού έχει κοκκινήσει και αρχίζει να τσαλακώνει με νευρικότητα την άκρη του φουστανιού της, επιλέγει, ωστόσο, να μείνει σιωπηλή, φανερώνοντας τόσο την αβουλία του χαρακτήρα της όσο και την ανεπίτρεπτη δειλία της που την καθιστούν αδύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Ακολούθως -κι ενώ η Ιουλία θα έπρεπε να λάβει μισθό τουλάχιστον 80 ρούβλια-, όταν ακούει τον εργοδότη να της λέει πως αν αφαιρέσει τις γιορτές, τις μέρες που το αγόρι ήταν άρρωστο και δεν του έκανε μάθημα, αλλά και τις μέρες που η ίδια είχε πονόδοντο και δεν εργάστηκε τα απογεύματα, της οφείλει μόλις σαράντα ένα ρούβλια, εκείνη παραμένει και πάλι σιωπηλή, αφήνοντας την αδικία που γίνεται εις βάρος της να περάσει εντελώς ασχολίαστη. Το κάνει, μάλιστα, αυτό, παρά το γεγονός ότι είναι προφανές πως έχει πληγωθεί απ’ τη συμπεριφορά του εργοδότη της, αφού το αριστερό μάτι της έχει γίνει κατακόκκινο κι έχει βουρκώσει, το σαγόνι της έχει αρχίσει να τρέμει -ένδειξη πως είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα- και την έχει πιάσει ένας νευρικός βήχας.  
Έπειτα, δέχεται εξίσου αδιαμαρτύρητα την περαιτέρω μείωση του μισθού της κατά πέντε ρούβλια για κάποιες ζημιές που έγιναν στο σπίτι από δική της απροσεξία, ίσως γιατί η ίδια αναγνωρίζει πως πράγματι έχει ευθύνη γι’ αυτές. Ωστόσο, εμφανίζεται εξίσου απρόθυμη να διαμαρτυρηθεί με σθένος ακόμη κι όταν ο εργοδότης της ισχυρίζεται πως της έχει δανείσει δέκα ρούβλια, ενώ στην πραγματικότητα δεν το έχει κάνει.
Η μόνη ουσιαστική αντίδραση της Ιουλίας έρχεται όταν ο εργοδότης τής λέει πως της αναλογούν μόλις δεκατέσσερα ρούβλια -αντί για ογδόντα-, όταν -κι ενώ τα μάτια της έχουν πια γεμίσει δάκρυα- του επισημαίνει πως η ίδια δεν έχει δανειστεί χρήματα από εκείνον, πέρα από τρία ρούβλια που πήρε από τη σύζυγό του. Δήλωση, βέβαια, που γίνεται χαμηλόφωνα, αφού ακόμη και τότε η κοπέλα δεν βρίσκει το κουράγιο να υψώσει το ανάστημά της και να διαμαρτυρηθεί για την αδικία που της γίνεται.
Κατά ειρωνικό τρόπο κι αυτή η ελάχιστη αντίδραση λειτουργεί εις βάρος της, αφού ο εργοδότης βρίσκει ευκαιρία να της αφαιρέσει άλλα τρία ρούβλια από το μισθό της, επειδή τάχα δεν γνώριζε πως η γυναίκα του της είχε δανείσει χρήματα. Κάτι που περνά πια χωρίς καμία αντίδραση απ’ τη μεριά της Ιουλίας, η οποία παίρνει τα 11 ρούβλια του μισθού της με δάχτυλα που τρέμουν, ευχαριστώντας κιόλας το αφεντικό της για τα ελάχιστα αυτά χρήματα, έστω κι αν τόσο εμφανώς την είχε αδικήσει.   

3. Πώς αντιμετωπίζει η Ιουλία τον εργοδότη της και σε ποιο αποτέλεσμα την οδηγεί η στάση της;

Η Ιουλία εμφανίζεται πλήρως υποχωρητική απέναντι στις ψευδείς δηλώσεις του εργοδότη της πως δήθεν έχουν συμφωνήσει έναν χαμηλότερο μισθό ή πως της έχει δανείσει χρήματα, χωρίς να αντιδρά με τον αναγκαίο δυναμισμό προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ακούει παθητικά τις διάφορες αιτιάσεις του για τις περικοπές του μισθού της κι ενώ αισθάνεται προφανώς αδικημένη, παραμένει σιωπηλή ή προσπαθεί χαμηλόφωνα και άνευρα να εκφράσει κάποιες αντιρρήσεις. Το αποτέλεσμα αυτής της στάσης είναι να δοθεί το ελεύθερο στον εργοδότη της να τής μειώσει δραστικά το μισθό, λίγο προτού της αποκαλύψει, βέβαια, πως η όλη του συμπεριφορά ήταν μια φάρσα για να τη συνετίσει, ώστε στο μέλλον να διεκδικεί πιο αποφασιστικά το δίκιο της.
Αξίζει να προσεχθεί, πάντως, πως το κείμενο του Τσέχωφ, παρά τις αρχικές προθέσεις του συγγραφέα, θίγει ένα θέμα που λαμβάνει οδυνηρές διαστάσεις σε περιόδους οικονομικής κρίσης, εφόσον είναι πολλοί οι εργοδότες εκείνοι που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τους υπαλλήλους τους, όπως και πολλοί εκείνοι οι υπάλληλοι που προκειμένου να μη χάσουν τη δουλειά τους ανέχονται και υπομένουν ανάλογες συμπεριφορές. Έτσι, αν η Ιουλία παραμένει αδρανής απέναντι στην αδικία που της γίνεται λόγω του αδύναμου του χαρακτήρα της, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στις μέρες μας που αναγκάζονται να δεχτούν παρόμοιες περικοπές στους μισθούς τους, όχι γιατί δεν γνωρίζουν πώς να υπερασπιστούν το δίκιο τους, αλλά γιατί βρίσκονται αντιμέτωποι με την απειλή της απόλυσης και της ανεργίας. Ό,τι για την Ιουλία συνιστά απόρροια μιας προσωπικής της αδυναμίας, στις σύγχρονες κοινωνίες προκύπτει ως εξαναγκασμός υπό την πίεση της υψηλής ανεργίας και της αποθράσυνσης πολλών εργοδοτών, οι οποίοι γνωρίζουν πως εύκολα μπορούν να βρουν νέους υπαλλήλους στη θέση εκείνων που αρνήθηκαν να δεχτούν τις όποιες μισθολογικές περικοπές.     

4. Φανταστείτε τον εαυτό σας στη θέση της δασκάλας. Πώς θα αντιδρούσατε σε ανάλογη περίσταση; Πώς πιστεύετε ότι θα εξυπηρετούσατε περισσότερο τα συμφέροντά σας;

Η ενστικτώδης διάθεση ενός ανθρώπου, όταν αδικείται, είναι να διεκδικήσει ό,τι δικαιούται με ένταση και δυναμισμό. Μια εύλογη αντίδραση, η οποία, όμως, στο εργασιακό περιβάλλον ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε πλήρη ρήξη τις σχέσεις του εργαζόμενου με τον εργοδότη του∙ ιδίως αν ο εργαζόμενος παρασυρθεί από την αγανάκτησή του και χάσει την ψυχραιμία του. Είναι, άρα, σημαντικό να γίνει η διεκδίκηση των δεδουλευμένων με τρόπο, σταθερό μεν, αλλά απολύτως ψύχραιμο και ήρεμο, ώστε να μη δημιουργηθεί ένα αρνητικό κλίμα επιθετικότητας.
Υπ’ αυτή την έννοια, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να προασπίσει ο εργαζόμενος τα δικαιώματά του είναι να εκφράσει με ειλικρίνεια τις αντιρρήσεις του στον εργοδότη και να ζητήσει ακέραιο το μισθό του, χωρίς να καταφύγει σε περιττές εντάσεις ή ξεσπάσματα. Αν, ωστόσο, ο εργοδότης δεν υποχωρήσει, παρά την προθυμία του υπαλλήλου να συζητήσουν το θέμα με ψυχραιμία και ωριμότητα, τότε ο εργαζόμενος θα πρέπει να καταφύγει στη δικαιοσύνη, ώστε να γίνει αντιληπτό απ’ τον εργοδότη πως δεν μπορεί να εκμεταλλεύεται τους υπαλλήλους του. 
   
Άντον Τσέχωφ (1860-1904)      
Κορυφαίος Ρώσος θεατρικός συγγραφέας και διηγηματογράφος. Αγαπημένα θέματα του έργου του είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, η μετάβαση από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής σε νεότερους κοινωνικούς σχηματισμούς που σηματοδοτούν αλλαγές στα ανθρώπινα συναισθήματα, στις νοοτροπίες και στις αντιλήψεις. Τόσο στα διηγήματα όσο και στα θεατρικά του έργα σκιαγραφεί αυτές τις κοινωνικές καταστάσεις με απλότητα, ειλικρίνεια αλλά και χιούμορ, όπως διαπιστώνουμε και από το διήγημα που ανθολογούμε. Χάρη σε αυτά τα γνωρίσματα του έργου του η γραφή του παραμένει επίκαιρη και δημοφιλής, όπως αποδεικνύουν κυρίως οι επιτυχημένες παραστάσεις των γνωστότερων θεατρικών του έργων: O θείος Βάνιας (1896), Τρεις αδερφές (1900-1001), O βυσσινόκηπος (1903-1904) κ.ά.

Ξενοφώντος Ελληνικά «Βιβλίο 2. Κεφαλαίο 2. §1-4» [Συντακτική ανάλυση]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Matt Kedzierski

Ξενοφώντος Ελληνικά «Βιβλίο 2. Κεφαλαίο 2. §1-4» [Συντακτική ανάλυση]

[1] πε δ τ ν τ Λαμψάκ κατεστήσατο,
Δευτερεύουσα χρονική πρόταση
κατεστήσατο: Ρήμα. Λύσανδρος: Εννοείται ως υποκείμενο του ρήματος. τ ν τ Λαμψάκ: Αντικείμενο ρήματος δυνάμει του άρθρου. (Εναλλακτικά: τα πράγματα: Εννοείται ως αντικείμενο του ρήματος. ν τ Λαμψάκ: Εμπρόθετος προσδιορισμός της στάσης σε τόπο.)

πλει π τ Βυζάντιον κα Καλχηδόνα.
Κύρια πρόταση
πλει: Ρήμα. Λύσανδρος: Εννοείται ως υποκείμενο του ρήματος. π τ Βυζάντιον κα (π) Καλχηδόνα: Εμπρόθετοι προσδιορισμοί της εχθρικής κατεύθυνσης σε τόπο.

O δ’ ατν πεδέχοντο, τος τν θηναίων φρουρος ποσπόνδους φέντες·
Κύρια πρόταση
πεδέχοντο: Ρήμα. O δέ: Υποκείμενο ρήματος. ατν: Αντικείμενο ρήματος. φέντες: Χρονική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος, που δηλώνει το προτερόχρονο. τούς φρουρούς: Αντικείμενο μετοχής. τος τν θηναίων: Επιθετικός προσδιορισμός δυνάμει του άρθρου. τν θηναίων: Γενική κτητική. ποσπόνδους: Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου στο φρουρούς.

ο δ προδόντες λκιβιάδ τ Βυζάντιον τότε μν φυγον ες τν Πόντον, στερον δ’ ες θήνας
φυγον: Ρήμα. ο προδόντες: Επιθετική μετοχή ως υποκείμενο του ρήματος (ως υποκείμενο της μετοχής λειτουργεί το άρθρο της). τ Βυζάντιον: Άμεσο αντικείμενο της μετοχής. λκιβιάδ: Έμμεσο αντικείμενο της μετοχής. τότε: Επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ρήμα. ες τν Πόντον: Εμπρόθετος προσδιορισμός της κίνησης σε τόπο. στερον: Επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ρήμα. ες θήνας: Εμπρόθετος προσδιορισμός της κίνησης σε τόπο.

κα γένοντο θηναοι.
Κύρια πρόταση
γένοντο: Ρήμα. ο προδόντες: Εννοείται ως υποκείμενο του ρήματος. θηναοι: Κατηγορούμενο του υποκειμένου.

[2] Λύσανδρος δ τούς τε φρουρος τν θηναίων πέπεμπεν ες τς θήνας, διδούς κεσε μόνον πλέουσιν σφάλειαν, λλοθι δ’ ο, εδς
Κύρια πρόταση
πέπεμπεν: Ρήμα. Λύσανδρος: Υποκείμενο ρήματος. τούς φρουρούς: Αντικείμενο ρήματος. τν θηναίων: Γενική κτητική. ες τς θήνας: Εμπρόθετος προσδιορισμός της κίνησης σε τόπο. διδούς: Τροπική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος. σφάλειαν: Άμεσο αντικείμενο μετοχής. [τος] πλέουσιν: Αναφορική μετοχή ως έμμεσο αντικείμενο της μετοχής διδούς. μόνον: Επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού. κεσε / λλοθι: Επιρρηματικοί προσδιορισμοί της κίνησης σε τόπο. εδς: Αιτιολογική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος.

κα ε τινά που λλον δοι θηναον
Δευτερεύουσα υποθετική πρόταση
δοι: Ρήμα. Λύσανδρος: Εννοείται ως υποκείμενο του ρήματος. θηναον: Αντικείμενο του ρήματος. λλον / τινά: Επιθετικοί προσδιορισμοί. που: Επιρρηματικός προσδιορισμός της στάσης σε τόπο.
Υποθετικός Λόγος:  Υπόθεση: ε + ευκτική - Απόδοση: Οριστική ιστορικού χρόνου (παρατατικού) = Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν.

τι θττον τν πιτηδείων νδειαν σεσθαι.
Δευτερεύουσα ειδική πρόταση ως αντικείμενο της μετοχής εδς
σεσθαι: Απαρέμφατο σε θέση ρήματος (αντί σται). νδειαν: Υποκείμενο απαρεμφάτου σε αιτιατική. τν πιτηδείων: Γενική αντικειμενική στο νδειαν. θττον: Επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου (ή του χρόνου).

σ ν πλείους συλλεγσιν ες τ στυ κα τν Πειραι
Δευτερεύουσα αναφορική-υποθετική
συλλεγσιν: Ρήμα. πλείους: Υποκείμενο ρήματος. σ: Δοτική του ποσού στο πλείους. ες τ στυ κα τν Πειραι: Εμπρόθετοι προσδιορισμοί της στάσης σε τόπο.

Καταλιπν δ Βυζαντίου κα Καλχηδόνος Σθενέλαον ρμοστν Λάκωνα, ατς ποπλεύσας ες Λάμψακον τς νας πεσκεύαζεν.
Κύρια πρόταση
πεσκεύαζεν: Ρήμα. ατς: Υποκείμενο ρήματος. τς νας: Αντικείμενο ρήματος. ποπλεύσας: Χρονική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος, που δηλώνει το προτερόχρονο. ες Λάμψακον: Εμπρόθετος προσδιορισμός της κίνησης σε τόπο. Καταλιπν: Χρονική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος, που δηλώνει το προτερόχρονο. Σθενέλαον: Αντικείμενο μετοχής. ρμοστν: Κατηγορούμενο του αντικειμένου. Λάκωνα: Παράθεση στο Σθενέλαον. Βυζαντίου κα Καλχηδόνος: Γενικές αντικειμενικές στο ρμοστν.

[3] ν δ τας θήναις τς Παράλου φικομένης νυκτς λέγετο συμφορά,
Κύρια πρόταση
λέγετο: Ρήμα. συμφορά: Υποκείμενο ρήματος. φικομένης: Γενική απόλυτη χρονική μετοχή, που δηλώνει το προτερόχρονο. τς Παράλου: Υποκείμενο της μετοχής. ν τας θήναις: Εμπρόθετος προσδιορισμός της στάσης σε τόπο. νυκτς: Γενική του χρόνου στη μετοχή.

κα ομωγ κ το Πειραις δι τν μακρν τειχν ες στυ δικεν, τερος τ τέρ παραγγέλλων·
Κύρια πρόταση
δικεν: Ρήμα. ομωγ: Υποκείμενο ρήματος. κ το Πειραις: Εμπρόθετος προσδιορισμός της κίνησης από τόπο. δι τν τειχν: Εμπρόθετος προσδιορισμός της κίνησης μέσα από τόπο. μακρν: Επιθετικός προσδιορισμός στο τειχν. ες στυ: Εμπρόθετος προσδιορισμός της κίνησης σε τόπο. παραγγέλλων: Ονομαστική απόλυτη τροπική ή αιτιολογική μετοχή. τερος: Υποκείμενο της μετοχής. τ τέρ: Έμμεσο αντικείμενο της μετοχής. τήν συμφοράν: Εννοείται ως άμεσο αντικείμενο της μετοχής.

στ’ κείνης τς νυκτς οδες κοιμήθη, ο μόνον τος πολωλότας πενθοντες, λλ πολ μλλον τι ατο αυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες
Κύρια πρόταση
κοιμήθη: Ρήμα. οδες: Υποκείμενο ρήματος. τς νυκτς: Γενική του χρόνου. κείνης: Επιθετικός προσδιορισμός στο τς νυκτς. πενθοντες: Αιτιολογική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος. [Το οδες έχει περιληπτική σημασία και υποδηλώνει πλήθος προσώπων, γι’ αυτό κι η μετοχή τίθεται σε πληθυντικό αριθμό.] τος πολωλότας: Επιθετική μετοχή ως αντικείμενο της μετοχής πενθοντες. αυτούς: Αντικείμενο της μετοχής πενθοντες. πολ μλλον: Επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο αντικείμενο αυτούς.  ατο: Κατηγορηματικός προσδιορισμός του υποκειμένου. νομίζοντες: Αιτιολογική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος. πείσεσθαι: Ειδικό απαρέμφατο ως αντικείμενο της μετοχής.

Σχήμα κατά το νοούμενο, κατά το οποίο όροι της πρότασης –σχετικοί μεταξύ τους– συμφωνούν όχι με βάση τον γραμματικό τύπο τους, αλλά με βάση το νόημα. Το σχήμα αυτό συνηθίζεται όταν υπάρχουν στην πρόταση περιληπτικά ονόματα, όπως χλος, πλθος, στρατόπεδον κ.τ.ό., ή αντωνυμίες, όπως καστος, λλος, οδείς, οπότε το ρήμα μπαίνει σε πληθυντικό αριθμό.

οα ποίησαν Μηλίους τε Λακεδαιμονίων ποίκους ντας, κρατήσαντες πολιορκί, κα στιαιέας κα Σκιωναίους κα Τορωναίους κα Αγινήτας κα λλους πολλος τν λλήνων.
Δευτερεύουσα αναφορική πρόταση ως αντικείμενο του απαρεμφάτου πείσεσθαι
ποίησαν: Ρήμα. ο θηναοι ή οτοι: Εννοείται ως υποκείμενο του ρήματος. Μηλίους, στιαιέας κα Σκιωναίους κα Τορωναίους κα Αγινήτας κα λλους: Άμεσα αντικείμενα ρήματος. οα: Έμμεσο αντικείμενο ρήματος. ντας: Αναφορική μετοχή με υποκείμενό της το Μηλίους. ποίκους: Κατηγορούμενο στο Μηλίους. Λακεδαιμονίων: Γενική κτητική στο ποίκους. [Η φράση Λακεδαιμονίων ποίκους ντας λειτουργεί ως παράθεση στο Μηλίους.] κρατήσαντες: Χρονική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος, που δηλώνει το προτερόχρονο. πολιορκί: Δοτική του μέσου. πολλος: Επιθετικός προσδιορισμός στο λλους. τν λλήνων: Γενική διαιρετική στο λλους.  

[4] Τ δ’ στεραί κκλησίαν ποίησαν,
Κύρια πρόταση
ποίησαν: Ρήμα. ο θηναοι ή οτοι: Εννοείται ως υποκείμενο του ρήματος. κκλησίαν: Αντικείμενο ρήματος. Τ στεραί: Δοτική του χρόνου.

ν δοξε τούς τε λιμένας ποχσαι πλν νς κα τ τείχη ετρεπίζειν κα φυλακς φιστάναι κα τλλα πάντα ς ες πολιορκίαν παρασκευάζειν τν πόλιν.
Δευτερεύουσα αναφορική προσδιοριστική στο κκλησίαν
δοξε: Ρήμα (απρόσωπο). τος πολίταις: Εννοείται ως δοτική προσωπική στο απρόσωπο ρήμα. ποχσαι, ετρεπίζειν, φιστάναι, παρασκευάζειν: Τελικά απαρέμφατα ως υποκείμενα του απρόσωπο ρήματος. τούς πολίτας: Εννοείται ως υποκείμενο των απαρεμφάτων. τούς λιμένας: Αντικείμενο του απαρεμφάτου ποχσαι. πλν νς: Εμπρόθετος προσδιορισμός της εξαίρεσης. τ τείχη: Αντικείμενο του απαρεμφάτου ετρεπίζειν. φυλακς: Αντικείμενο του απαρεμφάτου φιστάναι. τν πόλιν: Αντικείμενο του απαρεμφάτου παρασκευάζειν. ς ες πολιορκίαν: Εμπρόθετος προσδιορισμός του σκοπού. τλλα: Αιτιατική της αναφοράς στο παρασκευάζειν. πάντα: Κατηγορηματικός προσδιορισμός στο τλλα.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...