Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Εισαγωγή στα Πρότυπα Πειραματικά Γυμνάσια: Ενδεικτικό θέμα [Φιλία]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Greg Olsen

Εισαγωγή στα Πρότυπα Πειραματικά Γυμνάσια: Ενδεικτικό θέμα [Φιλία]

Η Μέρα της Φιλίας και της Επίσκεψης

«Σήμερα θα γνωρίσεις κι άλλους Ευτυχοχωριάτες και μπορείς να δημιουργήσεις καινούργιους φίλους!»
Ο άρχοντας μου ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός, ενώ παίρναμε το γευστικότατο πρωινό μας.
«Γαβ! Γαβ!»
Ο Βουλής δήλωσε πανευτυχής, γιατί γνώριζε πως κι εκείνος μπορούσε να αποκτήσει νέους φίλους σήμερα.
«Μήπως σήμερα είναι η ημέρα της Φιλίας;» ρώτησα χαμογελαστός, περιμένοντας με ανυπομονησία την απάντηση του Ευθύμιου Γελαστού.
«Μπράβο, Γιάννη! Το βρήκες! Η εικοστή όγδοη ημέρα του μήνα της αγάπης είναι η ημέρα της Φιλίας και της Επίσκεψης. Αυτό σημαίνει ότι θα επισκεφτούμε μερικούς πολύ καλούς φίλους για να διατηρήσουμε και να εξελίξουμε τη φιλία μας, και μπορούμε επίσης να επισκεφτούμε κι άλλους Ευτυχοχωριάτες για να δημιουργήσουμε νέους φίλους.»
Το πρόσωπό μου φωτίστηκε από χαρά και ο άρχοντας γέλασε ικανοποιημένος.
«Αυτή την ημέρα, ο κύκλος της αγάπης που έχουμε δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια, μεγαλώνει, ομορφαίνει και δυναμώνει» είπε σοφά η Τερψιχόρη, γέρνοντας τρυφερά στον ώμο του άντρα της. Ο άρχοντας της έπιασε απαλά το χέρι και το κράτησε στην παλάμη του σαν μικρό πουλάκι που του πρόσφερε φωλιά.
Τους κοίταζα με σεβασμό και θαύμαζα την ποιότητα της αγάπης που τόσο επιμελημένα είχαν φτιάξει και αναπτύξει μεταξύ τους, αλλά και γύρω τους. Ήταν υπέροχοι άνθρωποι και κάθε στιγμή μαζί τους άξιζε περισσότερο κι από την μεγαλύτερη περιουσία του κόσμου. Είχα λάβει τόσες γνώσεις και είχα ζήσει τόσο σημαντικές εμπειρίες δίπλα τους όλες αυτές τις ημέρες, που η αξία τους ήταν ανεκτίμητη.
«Η φιλία χτίζεται ημέρα με την ημέρα, με υλικά την υποστήριξη, την εμπιστοσύνη, την ειλικρίνεια, το χαμόγελο, την κατανόηση και την αγάπη. Υπάρχουν φιλίες που έχουν αρχίσει από τα παιδικά μας χρόνια και κρατάνε μέχρι σήμερα, και υπάρχουν φιλίες που μπορεί να ξεκινήσουν ανά πάσα στιγμή στη ζωή μας. Προσωπικά, δεν τις ξεχωρίζω. Κάθε φιλία έχει τη δική της ομορφιά. Ο άνθρωπος χωρίς φίλους, είναι σαν ένα ψάρι που ζει μόνο του στην απέραντη θάλασσα. Με τους φίλους έχουμε τη δυνατότητα να μοιραστούμε τα πάντα.»
Ο Ευθύμιος Γελαστός, κοιτάζοντας μια την Τερψιχόρη και μια εμένα, έθεσε τις βάσεις για το καλό ξεκίνημα της ημέρας. Οι υπόλοιποι άκουγαν με προσοχή τα λόγια του, ετοιμάζοντας συγχρόνως κάποια πράγματα που θα έδιναν στους παλιούς αλλά και στους νέους φίλους.
«Γαβ!»
Ο Βουλής δήλωσε ξεκάθαρα ότι δεν μπορούσε να περιμένει άλλο και ο άρχοντας είπε να κάνουμε γρήγορα, γιατί σε λίγο θα πηγαίναμε στο σπίτι ενός παιδικού του φίλου. Το όνομά του ήταν μεγάλο, όμως με την πρώτη φορά που το άκουσα από τον Γελαστό, το αποτύπωσα κατευθείαν στο μυαλό μου. Λεγόταν Γρήγορος Ευτυχοκουβεντοασταμάτητος! Όπως φαίνεται και από το όνομά του, ο κύριος Γρήγορος ευχαριστιόταν να μιλάει ασταμάτητα, προφέροντας τις λέξεις με τέτοια ταχύτητα, που ακόμα και ο άρχοντας δυσκολευόταν να τον καταλάβει μερικές φορές.

Νικόλας Κολοκοτρώνης, Το Μαγικό Ταξίδι, Εκδόσεις Αλφάβητο Ζωής

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

1. Να απαντήσετε στις ακόλουθες ερωτήσεις με βάση το κείμενο που διαβάσατε:

α. Γιατί ο Γιάννης κοιτάζει με σεβασμό τον άρχοντα, Ευθύμιο Γελαστό και τη σύζυγό του, Τερψιχόρη;




β. Ποια είναι τα υλικά με τα οποία χτίζεται μια φιλία;




γ. Πότε μπορεί να ξεκινήσει μια φιλία;



2. Να εξηγήσετε με δικά σας λόγια το νόημα των ακόλουθων φράσεων του κειμένου:

α. «...θα επισκεφτούμε μερικούς πολύ καλούς φίλους για να διατηρήσουμε και να εξελίξουμε τη φιλία μας.»





β. «Ο άνθρωπος χωρίς φίλους, είναι σαν ένα ψάρι που ζει μόνο του στην απέραντη θάλασσα.»





3. Να αντικαταστήσετε τις υπογραμμισμένες λέξεις με άλλες χωρίς να αλλάξει το νόημα των προτάσεων.

- Ο Βουλής δήλωσε πανευτυχής, γιατί γνώριζε πως κι εκείνος μπορούσε να αποκτήσει νέους φίλους σήμερα.

- Υπάρχουν φιλίες που έχουν αρχίσει από τα παιδικά μας χρόνια και κρατάνε μέχρι σήμερα.

- Όπως φαίνεται και από το όνομά του, ο κύριος Γρήγορος ευχαριστιόταν να μιλάει ασταμάτητα.

4. Ξαναγράψτε τις προτάσεις χωρίς να αλλάξετε το νόημά τους.

- Ο άρχοντας μου ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός
= Το ευχάριστο γεγονός

- Το πρόσωπό μου φωτίστηκε από χαρά
= Χαρά

5. Να αναγνωρίσετε το είδος των δευτερευουσών προτάσεων στις ακόλουθες περιόδους.

- Ο άρχοντας μου ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός, ενώ παίρναμε το γευστικότατο πρωινό μας.

- Αυτό σημαίνει ότι θα επισκεφτούμε μερικούς πολύ καλούς φίλους για να διατηρήσουμε και να εξελίξουμε τη φιλία μας.

- Υπάρχουν φιλίες που έχουν αρχίσει από τα παιδικά μας χρόνια.

- Με τους φίλους έχουμε τη δυνατότητα να μοιραστούμε τα πάντα.

- Ο άρχοντας είπε να κάνουμε γρήγορα, γιατί σε λίγο θα πηγαίναμε στο σπίτι ενός παιδικού του φίλου.

6. Έχετε αναλάβει να γράψετε ένα άρθρο για την εφημερίδα του σχολείου σας με το οποίο θέλετε να παρουσιάσετε την αξία και τις προϋποθέσεις της αληθινής φιλίας. Φροντίστε ώστε οι απόψεις σας να τεκμηριώνονται με επιχειρήματα.












Ενδεικτικές Απαντήσεις

1. Να απαντήσετε στις ακόλουθες ερωτήσεις με βάση το κείμενο που διαβάσατε:

α. Γιατί ο Γιάννης κοιτάζει με σεβασμό τον άρχοντα, Ευθύμιο Γελαστό και τη σύζυγό του, Τερψιχόρη;

Ο Γιάννης κοιτάζει με σεβασμό τον άρχοντα και τη σύζυγό του, διότι θαυμάζει την ποιότητα της αγάπης που έχουν μεταξύ τους. Τους θεωρεί υπέροχους ανθρώπους και νιώθει πως κάθε στιγμή που περνά μαζί τους αξίζει περισσότερο κι από την πιο μεγάλη περιουσία. Είχε, άλλωστε, λάβει πάρα πολλές γνώσεις κι είχε ζήσει πολύ σημαντικές εμπειρίες κοντά τους.

β. Ποια είναι τα υλικά με τα οποία χτίζεται μια φιλία;

Η φιλία χτίζεται σταδιακά, με υλικά την υποστήριξη που δείχνει ο ένας στον άλλο, την εμπιστοσύνη, την ειλικρίνεια, το χαμόγελο, την κατανόηση και την αγάπη.

γ. Πότε μπορεί να ξεκινήσει μια φιλία;

Πέρα από τις φιλίες που έχουν δημιουργηθεί από τα παιδικά μας χρόνια, υπάρχουν κι εκείνες που μπορεί να ξεκινήσουν ανά πάσα στιγμή στη ζωή μας.

2. Να εξηγήσετε με δικά σας λόγια το νόημα των ακόλουθων φράσεων του κειμένου:

α. «...θα επισκεφτούμε μερικούς πολύ καλούς φίλους για να διατηρήσουμε και να εξελίξουμε τη φιλία μας.»

Προκειμένου να διατηρηθεί μια φιλία είναι σημαντικό να έρχονται οι άνθρωποι κοντά με το να επισκέπτεται ο ένας τον άλλον, ώστε να έχουν την ευκαιρία να συνομιλούν πρόσωπο με πρόσωπο και να μοιράζονται κοινές εμπειρίες. Μέσα από την άμεση αυτή επαφή, άλλωστε, καθίσταται εφικτή και η εξέλιξη της φιλίας, αφού δίνεται οι ευκαιρία στους ανθρώπους να συζητήσουν όσα τους απασχολούν κι όσα επιθυμούν να κάνουν στο μέλλον.

β. «Ο άνθρωπος χωρίς φίλους, είναι σαν ένα ψάρι που ζει μόνο του στην απέραντη θάλασσα.»

Ο άνθρωπος που δεν έχει φίλους νιώθει σαν να είναι μόνος του σ’ έναν απέραντο κόσμο, αφού δεν έχει δικούς του ανθρώπους για να μοιραστεί μαζί τους όσα του συμβαίνουν κι όσα σκέφτεται. Μένει χωρίς συμπαράσταση και χωρίς τη χαρά εκείνη που προσφέρει η καθημερινή συναναστροφή με αγαπημένους φίλους.

3. Να αντικαταστήσετε τις υπογραμμισμένες λέξεις με άλλες χωρίς να αλλάξει το νόημα των προτάσεων.

- Ο Βουλής δήλωσε πανευτυχής, γιατί γνώριζε πως κι εκείνος μπορούσε να αποκτήσει νέους φίλους σήμερα.

πανευτυχής: τρισευτυχισμένος, ευτυχέστατος

- Υπάρχουν φιλίες που έχουν αρχίσει από τα παιδικά μας χρόνια και κρατάνε μέχρι σήμερα.

κρατάνε: αντέχουν, διατηρούνται.

- Όπως φαίνεται και από το όνομά του, ο κύριος Γρήγορος ευχαριστιόταν να μιλάει ασταμάτητα.

ασταμάτητα: συνεχώς, αδιάκοπα.

4. Ξαναγράψτε τις προτάσεις χωρίς να αλλάξετε το νόημά τους.

- Ο άρχοντας μου ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός
= Το ευχάριστο γεγονός ανακοινώθηκε σ’ εμένα από τον άρχοντα. 

- Το πρόσωπό μου φωτίστηκε από χαρά
= Χαρά φώτισε το πρόσωπό μου.

5. Να αναγνωρίσετε το είδος των δευτερευουσών προτάσεων στις ακόλουθες περιόδους.

- Ο άρχοντας μου ανακοίνωσε το ευχάριστο γεγονός, ενώ παίρναμε το γευστικότατο πρωινό μας.

Δευτερεύουσα χρονική πρόταση: «ενώ παίρναμε το γευστικότατο πρωινό μας.»

- Αυτό σημαίνει ότι θα επισκεφτούμε μερικούς πολύ καλούς φίλους για να διατηρήσουμε και να εξελίξουμε τη φιλία μας.

Δευτερεύουσα ειδική πρόταση: «ότι θα επισκεφτούμε μερικούς πολύ καλούς φίλους»

Δευτερεύουσες τελικές προτάσεις: «για να διατηρήσουμε και να εξελίξουμε τη φιλία μας.»

- Υπάρχουν φιλίες που έχουν αρχίσει από τα παιδικά μας χρόνια.

Δευτερεύουσα αναφορική πρόταση: «που έχουν αρχίσει από τα παιδικά μας χρόνια.»

- Με τους φίλους έχουμε τη δυνατότητα να μοιραστούμε τα πάντα.

Δευτερεύουσα βουλητική πρόταση: «να μοιραστούμε τα πάντα.»

- Ο άρχοντας είπε να κάνουμε γρήγορα, γιατί σε λίγο θα πηγαίναμε στο σπίτι ενός παιδικού του φίλου.

Δευτερεύουσα βουλητική πρόταση: «να κάνουμε γρήγορα»

Δευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση: «γιατί σε λίγο θα πηγαίναμε στο σπίτι ενός παιδικού του φίλου.»

6. Έχετε αναλάβει να γράψετε ένα άρθρο για την εφημερίδα του σχολείου σας με το οποίο θέλετε να παρουσιάσετε την αξία και τις προϋποθέσεις της αληθινής φιλίας. Φροντίστε ώστε οι απόψεις σας να τεκμηριώνονται με επιχειρήματα.

«Η ανεκτίμητη αξία της φιλίας»

Οι φίλοι αποτελούν ένα σημαντικό στήριγμα στη ζωή κάθε ανθρώπου, αφού είναι εκείνοι με τους οποίους μπορεί να συζητήσει ελεύθερα ό,τι τον απασχολεί, αλλά και να περάσει χαρούμενες στιγμές ξεγνοιασιάς. Με τους φίλους, άλλωστε, κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι ο εαυτός του, χωρίς να ανησυχεί μήπως τον σχολιάσουν ή τον επικρίνουν. 
Η αληθινή φιλία κι η συνύπαρξη με τους φίλους βοηθά το άτομο να βελτιώσει το χαρακτήρα και την προσωπικότητά του, αφού στο πλαίσιο της καθημερινής συναναστροφής κατανοεί πως ο εγωισμός και η υπεροψία ζημιώνουν τις φιλικές σχέσεις. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, πως η αλληλεγγύη κι η διάθεση προσφοράς και συμπαράστασης είναι τα γνωρίσματα που εκτιμούν οι άλλοι άνθρωποι, και παράλληλα τα γνωρίσματα εκείνα που μπορούν να θεμελιώσουν σταθερές φιλίες. Στο πλαίσιο της παρέας, συνάμα, το άτομο έχει την ευκαιρία να περάσει ευχάριστες στιγμές, να εκμυστηρευτεί όσα τον προβληματίζουν, αλλά και να συμπαρασταθεί στους φίλους του, όταν εκείνοι αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα.
Η φιλία για να θεωρηθεί αληθινή και να έχει ουσιαστική διάρκεια, είναι απαλλαγμένη από κάθε έννοια συμφέροντος και βασίζεται στο ειλικρινές ενδιαφέρον του ενός προσώπου για το άλλο. Διακρίνεται για τον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης και αποδοχής∙ ο αληθινός φίλος σέβεται απόλυτα τις επιλογές του άλλου προσώπου, και ακόμη κι αν διαφωνεί με ορισμένες από αυτές δεν τον οδηγεί αυτό στο να απομακρυνθεί, διότι διακατέχεται από αγνά συναισθήματα αγάπης που του επιτρέπουν να αποδεχτεί τις διαθέσεις, τις επιλογές, τις επιδιώξεις και τα θέλω του φίλου του ως έχουν.
Ό,τι καθιστά, λοιπόν, μια φιλία αληθινή είναι η σταθερή εμπιστοσύνη, το ειλικρινές μοίρασμα συναισθημάτων και εμπειριών, και φυσικά η αδιαπραγμάτευτη αίσθηση αποδοχής. Ο αληθινός φίλος αποδέχεται, εκτιμά κι αγαπά τον φίλο του γι’ αυτό ακριβώς που είναι.

Γιώργος Σεφέρης [Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές...]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tom Mc Nemar

Γιώργος Σεφέρης [Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές...]

Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε
     ν’ ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.

Γιώργος Σεφέρης, Σχέδια για ένα καλοκαίρι

Στο σύντομο αυτό ποίημα ο Γιώργος Σεφέρης καταγράφει τον αντίκτυπο που έχουν στους ανθρώπους οι αλλεπάλληλες δυσκολίες και πίκρες της ζωής. Μια κατάσταση αρκετά γνώριμη στους περισσότερους, μιας και ο ανθρώπινος βίος δύσκολα μπορεί να κινηθεί μακριά από τη στεναχώρια και τις απρόσμενες εκείνες δυστυχίες που δημιουργούν αίφνης την αίσθηση πως η ζωή του ατόμου, όπως τη γνώριζε, έχει πια καταρρεύσει.
Η αλληλοδιαδοχή των δυσκολιών είναι συχνά τόσο γοργή, ώστε το άτομο δεν έχει τη δυνατότητα μήτε να πάρει μια ανάσα. Μέχρι να συνέλθει ή έστω να διαχειριστεί το ένα χτύπημα της μοίρας, έρχεται αμέσως το επόμενο, ωθώντας το άτομο στα όρια της αντοχής του ή κάποτε ακόμη και πέρα από αυτά. Ο χρόνος που χρειάζεται ο άνθρωπος να επανέλθει από μια δυσκολία είναι ορισμένες φορές μια πολυτέλεια που δεν του παρέχεται. Προτού καν συνειδητοποιήσει την έκταση της μιας πίκρας, έρχεται μια νέα για να τον οδηγήσει σε ακόμη πιο οδυνηρή κατάσταση.
Είναι, μάλιστα, μέσα από αυτές τις πίκρες και τις δυσκολίες που το άτομο εξαναγκάζεται να συνθλίψει την αθωότητα και την παιδικότητα της ψυχής του, προκειμένου να επιβιώσει. Η θέλησή του να αντικρίσει τα πράγματα μ’ έναν πιο αγνό ή πιο αισιόδοξο τρόπο, καθίσταται πλέον μια παροδική στιγμή αδυναμίας, εφόσον η σκληρότητα της ζωής δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να διατηρούν τέτοιου είδους ευαισθησίες. Η ανάγκη, βέβαια, μιας πιο θετικής θέασης της ζωής -η ανάγκη της ελπίδας- φέρνει στιγμιαία στην επιφάνεια τις πιο απλοϊκές πτυχές της προσωπικότητας του ατόμου («μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται»), μα πολύ σύντομα γίνεται αντιληπτό πως τέτοιες προσδοκίες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά γεννήματα μιας ασυγχώρητης αφέλειας. Η ζωή δεν προσφέρει εγγυήσεις τήρησης του μέτρου στις δυσκολίες και τη δυστυχία που φέρνει σε κάθε άνθρωπο.
Κάποτε, βέβαια, η βελτίωση μιας κατάστασης είναι πιο κοντά απ’ ό,τι πιστεύουμε, αλλά τη στιγμή που ο άνθρωπος βρίσκεται στη δίνη της δυστυχίας, του είναι αδύνατο να σκεφτεί ή να πιστέψει πως θα υπάρξει μια μέρα κατά την οποία θα υποφέρει λιγότερο ή κατά την οποία θα ξεπεράσει τον πόνο που κατατρώει την ψυχή του.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης «Άρδανα, II»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Everett

Κυριάκος Χαραλαμπίδης «Άρδανα, II»

Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
—  Μιλάτε Αγγλικά;
—  Καταλαβαίνω.
—  Αυτό είναι το σπίτι μου;
—  Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα· στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ‘βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
—  Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
—  Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου ‘πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;

Ιούλιος 1992

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Άγρα, 1995

Άρδανα· χωριό της περιοχής Αμμοχώστου, στην κατεχόμενη Κύπρο· πατρίδα του ποιητή.

Στο ποίημα «Άρδανα, II» ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης καταγράφει την οδύνη του ανθρώπου που έχει βιαίως εκδιωχθεί από την πατρική του γη, μη έχοντας πια τη δυνατότητα και το δικαίωμα να επιστρέψει σε αυτή. Μια τραυματική εμπειρία που ο ποιητής την έζησε μαζί με χιλιάδες άλλους Ελληνοκύπριους, οι οποίοι έγιναν πρόσφυγες μέσα στο ίδιος τους το νησί ύστερα από την τουρκική εισβολή (πρώτη φάση: 20 Ιουλίου & δεύτερη φάση: (Αττίλας ΙΙ) 14 Αυγούστου).
Το ποιητικό υποκείμενο, αν και δεν μπορεί στην πραγματικότητα να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, βιώνει μια τέτοια επιστροφή στο πλαίσιο ενός ονείρου· ενός ονείρου που του προκαλεί μεγάλη αναστάτωση καθώς τον αναγκάζει να συνειδητοποιήσει πως ο επιδιωκόμενος νόστος δεν είναι πια εφικτός. Το πατρικό σπίτι, αν και απαράλλαχτο, δεν αναγνωρίζεται από το ποιητικό υποκείμενο. Δεν υπάρχει πια καμία αίσθηση οικειότητας και κανένα συναισθηματικό δέσιμο με τον χώρο αυτό που κάποτε αποτελούσε την αγαπημένη και πολύτιμη πατρική γη.
Αξίζει να προσεχθεί πως στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη επανέρχεται συχνά η θεματική της επιστροφής στα κατεχόμενα εδάφη, και ειδικότερα στο πατρικό σπίτι, γεγονός που φανερώνει το πόσο έντονα βιώνει ο ποιητής –κι οι Ελληνοκύπριοι γενικότερα- τον πόνο για την απώλεια των περιοχών εκείνων που αποτελούν την ιδιαίτερη πατρίδα για πάρα πολλούς Έλληνες της Κύπρου. [Δείτε: Κυριάκος Χαραλαμπίδης «Γλυκό του κουταλιού»]  

Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
—  Μιλάτε Αγγλικά;
—  Καταλαβαίνω.
—  Αυτό είναι το σπίτι μου;
—  Αυτό είναι το σπίτι σου.

Το ποίημα ξεκινά in medias res, με το ποιητικό υποκείμενο να διηγείται σ’ έναν επιστήθιο φίλο του ένα όνειρο που είδε, το οποίο και αποτελεί το κεντρικό αφηγηματικό περιστατικό. Κατ’ αυτό τον τρόπο η αρχή του πεζού ποιήματος συνιστά μια αναδρομική αφήγηση.
Με την αναφορά στην τουρκική γλώσσα και τη δυσκολία συνεννόησης που προκύπτει, καθώς και με το ερώτημα σχετικά με το αν αυτό που αντικρίζει είναι το σπίτι του, ο ποιητής κατορθώνει με συνοπτικό τρόπο να παρουσιάσει τα βασικά στοιχεία της ποιητικής ιστορίας: η συνομιλία του με μια Τουρκάλα διαδραματίζεται στα κατεχόμενα εδάφη, όπου και βρίσκεται το πατρικό του σπίτι.
Ο κατηγορηματικός τρόπος με τον οποίο η Τουρκάλα διαβεβαιώνει τον ποιητή πως αυτό είναι το σπίτι του, τού προκαλεί εύλογη απορία για το πώς μπορεί να είναι εκείνη τόσο σίγουρη για το σε ποιον ανήκει το σπίτι που έχει περάσει πια στην κατοχή της. Το ερώτημα αυτό θα διατυπωθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια στο κλείσιμο του ποιήματος, χωρίς, ωστόσο, να απαντηθεί, επιτρέποντας στον αναγνώστη -ή ωθώντας τον- να επιχειρήσει μια δική του ερμηνεία για την τόση βεβαιότητα της Τουρκάλας.

Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.

Η διαβεβαίωση της Τουρκάλας πως αυτό είναι πράγματι το σπίτι του, προκαλεί μεγάλη αναστάτωση στο ποιητικό υποκείμενο, που ξεσπά σε κλάματα ενώ ακόμη κοιμάται. Κλαίει, μάλιστα, με τόσο έντονα αναφιλητά, ώστε νιώθει το σώμα του να τραντάζεται, και ξυπνά. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει, ήταν τέτοια η ένταση των αναφιλητών του, ώστε το σώμα του ανασηκώθηκε με την ευκολία που θα κινούσε κανείς ένα καρυδότσουφλο. Προσέχουμε, βέβαια, πως το κλάμα του ποιητή δεν ανήκει στη θετική εκείνη συγκίνηση που προκαλεί η μετά από χρόνια επιστροφή σ’ έναν αγαπημένο τόπο, αλλά, αντιθέτως, στο θρήνο που προκαλεί η επίγνωση ενός οριστικού αποχωρισμού. Ο ποιητής συνειδητοποιεί πλέον πως το κάποτε δικό του σπίτι, δεν του ανήκει πια.
Αποδέκτης αυτής της συγκινητικής και ιδιαιτέρως προσωπικής διήγησης, είναι ένας στενός φίλος του ποιητικού υποκειμένου, ο Πυλάδης. Όνομα που μας παραπέμπει στον μυθικό κύκλο του Ορέστη, παιδικός φίλος και ξάδερφος του οποίου υπήρξε ο Πυλάδης. Επρόκειτο για μια αδελφική φιλία, παραδειγματική για την ποιότητα της ειλικρίνειας και της αφοσίωσης που τη χαρακτήριζε. Πέραν, όμως, από το πόσο στενή υπήρξε η φιλία των δύο μυθικών αυτών προσώπων, αξίζει να τονιστεί και μια έμμεση διακειμενική συσχέτιση. Ο Πυλάδης είναι αυτός που συνόδεψε -και πιθανώς παρότρυνε- τον Ορέστη στην εκδίκηση για τον δολοφονημένο πατέρα του. Θα μπορούσε, άρα, να ανιχνευτεί εδώ μια λανθάνουσα διάθεση του ποιητή να υπάρξει κάποια στιγμή η αρμόζουσα ανταπάντηση στην επιθετική και ολέθρια δράση των Τούρκων.  

Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.

Ο ποιητής τονίζει πως, μόλις ξύπνησε, το κρεβάτι του ήταν βρεγμένο από τα κλάματα και τον ιδρώτα του αγωνιούντος σώματος. Σε τέτοιο βαθμό δε, ώστε του προκαλεί την ποιητική απορία, μήπως το όνειρο έσταζε από την οροφή του, κι ήταν αυτό υπεύθυνο για το μούσκεμα του κρεβατιού. Με γοργή διαδοχή των λόγων του, πάντως, ο ποιητής περνά σε μια πιο καίρια διαπίστωση, στο γεγονός ότι τόσο ο ίδιος, όσο και ο φίλος του, το γνωρίζουν καλά, το ζουν και το βλέπουν, πως δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο ουσιαστικής αντίδρασης απέναντι στη φονική δράση των Τούρκων. Ο στρατός και το ναυτικό της Κύπρου έχουν πια χαθεί, δεν υπάρχει γύρω τους κανένα πλοίο –κυπριακό ή έστω ελληνικό, αν η μητέρα πατρίδα ένιωθε την ανάγκη να βοηθήσει το πολύπαθο νησί-, με αποτέλεσμα να έχουν πια χαθεί όλα. Δεν έχει απομείνει μήτε στεριά υπό τον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων, μήτε κανένα σπίτι. Όλα έχουν χαθεί, οριστικά.

Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα· στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ‘βαζες τα κλάματα.

Ο ποιητής επανέρχεται στη θεματική του ματαιωμένου νόστου και στην αδυναμία του να αναγνωρίσει το πατρικό του σπίτι. Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι το σπίτι και όλα τα γύρω στοιχεία του παρέμεναν ίδια (η εξώπορτα, το στενοσόκακο που οδηγούσε στο σπίτι, ο λάκκος πλάι σε αυτό, η χαρουπιά, ο εξωτερικός φούρνος, το τρακτέρ κι η μάντρα), δεν μπορούσε ωστόσο να αισθανθεί πως έχει κάποια σχέση με αυτό· δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Στεκόταν στην αυλή του σπιτιού του, στην αυλή του σπιτιού που μεγάλωσε, κι όμως ένιωθε τόσο άβολα, σαν να βρισκόταν σε κάποιον εντελώς ξένο χώρο που του προκαλούσε ανυπόφορη αμηχανία.
Σχολιάζει, μάλιστα, απευθυνόμενος στον φίλο του, πως αν είχε τη δυνατότητα να τον δει και να αισθανθεί το πόσο άβολα ένιωθε έξω ακριβώς από το πατρικό του σπίτι, θα έβαζε κι εκείνος τα κλάματα. Το πατρικό σπίτι δεν είναι πια ένας οικείος χώρος, γεμάτος με αναμνήσεις, που αποτελεί κομμάτι της ψυχής του ποιητή· είναι ένας χώρος ξένος, αφιλόξενος και ανοίκειος.

Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.

Η επίγνωση πως το σπίτι ανήκει πια σε κάποιον άλλον -ανήκει στον εχθρό- έχει διαβρώσει σε τέτοιο βαθμό τα θετικά συναισθήματα απέναντι σ’ αυτό, ώστε ο ποιητής -παρά το γεγονός πως το επισκέπτεται στο πλαίσιο ενός ονείρου- παρόλο που βλέπει τον εαυτό του να βρίσκεται στην αυλή του πατρικού του, αισθάνεται πως αυτό δεν είναι το σπίτι του και πως αυτό δεν είναι πια το χωριό του. Αισθάνεται πως είναι ένας ξένος, που δεν μπορεί πια να βιώσει τη γαλήνη και το αίσθημα ασφάλειας και οικειότητας που χαρίζει η επιστροφή στην πατρική γη. Νιώθει πλέον εντελώς αποκομμένος και ξένος, σαν ένας άνθρωπος που του έχουν στερήσει το δικαίωμα να έχει μια δική του πατρίδα· σαν ένας πρόσφυγας χωρίς κανένα δικαίωμα επιστροφής στον τόπο που τον γέννησε.   

—  Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
—  Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου ‘πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».

Ο φίλος του ποιητή εκπλήσσεται απ’ όσα ακούει (τι λες;) και τον ρωτά με απορία για το αν όντως δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το σπίτι του, έστω κι αν στεκόταν έξω από αυτό. Ένα ερώτημα περισσότερο ρητορικό, αφού επί της ουσίας αφορά ακριβώς αυτό που μόλις του έχει επισημάνει ο ποιητής· ένα ερώτημα που κυρίως αποδίδει τα συναισθήματα κατανόησης και την αμοιβαιότητα της συναισθηματικής αναστάτωσης.
Ο ποιητής προχωρά, πάντως, σε επιπλέον επιβεβαιώσεις για την ένταση της αποξένωσης που αισθανόταν απέναντι στο ίδιο του το σπίτι, το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε. Κι είναι αυτή ακριβώς η εμφατική δήλωση «Το σπίτι που γεννήθηκα» που φανερώνει το βαθμό της οδύνης που βιώνει ο ποιητής, αφού ένα πολύτιμο κομμάτι της ταυτότητάς του έχει πια αφαιρεθεί από αυτόν. Η επιθετική δράση των Τούρκων του έχει στερήσει τα πατρικά του χώματα και το σπίτι του, καθιστώντας τον έναν ισόβιο πρόσφυγα, χωρίς τη λύτρωση μιας πιθανής επανένωσης με τον τόπο που τον γέννησε.
Του είναι, μάλιστα, τόσο δύσκολο να πιστέψει ότι δεν μπορεί πια μήτε να αναγνωρίσει το σπίτι του, ώστε ρωτά για άλλη μια φορά την Τουρκάλα, αν αυτό είναι όντως το σπίτι στο οποίο είχε γεννηθεί. Κι εκείνη τον διαβεβαιώνει εκ νέου, πως πράγματι αυτό είναι το σπίτι του.

Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;

Το ποίημα κλείνει με την έντονη απορία του ποιητή για το πώς ήταν δυνατό να γνώριζε με τόση βεβαιότητα η Τουρκάλα -η ξένη γυναίκα- πως αυτό ήταν το σπίτι στο οποίο εκείνος είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου. Μια απορία που θα μπορούσε να λάβει την απάντησή της, αν αποδεσμεύσουμε την Τουρκάλα και εν γένει τους απλούς πολίτες από τα επεκτατικά και ανάλγητα σχέδια του τουρκικού κράτους, και τους αντικρίσουμε ως ανθρώπους που κατανοούν και συναισθάνονται τη δυστυχία που προκαλεί ο πόλεμος κι η προσφυγιά. Η Τουρκάλα, υπ’ αυτή την έννοια, θα μπορούσε να έχει δείξει ενεργό ενδιαφέρον για να μάθει σε ποιον ανήκε το σπίτι που της παραχώρησαν· ποια ήταν η οικογένεια που εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη της και ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που θα περνούσαν όλοι τους τη ζωή να αναθυμούνται και να νοσταλγούν αυτό το σπίτι που της δόθηκε.
Ο ποιητής πιθανώς δεν θέλει να αποδώσει στους απλούς πολίτες κακές προθέσεις και δόλια εχθρικότητα, εφόσον είναι κι εκείνοι καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου που βλέπουν τη ζωή τους να παρασύρεται από τις αποφάσεις των κρατούντων. Η απόφαση της εισβολής δεν ανήκει, άλλωστε, στους πολίτες, αλλά στην κυβέρνηση της Τουρκίας. Έτσι, δεν είναι απίθανο να υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί που να αισθάνονταν πόνο για όσα συνέβησαν στους Έλληνες κατοίκους του νησιού και να νιώθουν τη δυστυχία που τους προκάλεσε η επιθετική αυτή ενέργεια της δικής τους κυβέρνησης.

Βασίλης Καραβίτης «Το άπιαστο Πρo-πο»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Anka Zhuravleva

Βασίλης Καραβίτης «Το άπιαστο Πρo-πο»

Ωραία λοιπόν.
Ας συνεχίσουμε κι απόψε την κουβέντα μας.
Για πόλεις που θα βρούνε το νέο σφυγμό τους
γι’ ανθρώπους που θα φέρουνε νεόκοπους προορισμούς
για νέους κώδικες επαφής που θα εφεύρει το σώμα
για λέξεις παρθένες που θ’ αχρηστέψουν τη μόνωση
για σιωπές ακόμα εύφορες που θα συντηρήσουν το πάθος
γι’ άγνωστες, νέες συγκινήσεις που περιμένουνε πιστούς
για νέα ρίγη που ζητάνε επιδερμίδες
για νέα σχήματα που θ’ απορροφήσουν τις μοναξιές
για νέα συνθήματα που θα στρατολογήσουν οπαδούς
για νέες ευαισθησίες, νέες αισθήσεις, νέες διαστάσεις
για παιδιά χωρίς τους μύθους των μεγάλων
για σπίτια χωρίς δωμάτια υπηρεσίας
για ένα νέο κόσμο χωρίς τα σύνορα που ξέρουμε.

Κουβέντα ας γίνεται όσο θέλετε.
Εγώ το ξέρω προ πολλού:
αυτό το δεκατριάρι δεν πιάνεται με τίποτα.

[Το ποίημα περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή Λυπομανία (1989).]

Στο ποίημα «Το άπιαστο Προ-πο» ο Βασίλης Καραβίτης καταγράφει με εμφατικό τρόπο την πεποίθησή του πως είναι ανέφικτες οι δραστικές αλλαγές που προσδοκούν οι συγκαιρινοί του, τόσο σε επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Σύμφωνα με τον ποιητή, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες θα συνεχίσουν πάντοτε να υπάρχουν, τα κράτη θα παραμείνουν διαχωρισμένα μεταξύ τους με αυστηρώς καθορισμένα σύνορα, κι η μοναξιά θα παραμείνει ο πιο πιστός σύντροφος των ανθρώπων.

«Ωραία λοιπόν.
Ας συνεχίσουμε κι απόψε την κουβέντα μας.»

Με συγκαταβατική διάθεση ο ποιητής δέχεται να συνεχίσει για άλλη μια φορά τη συζήτηση με τους φίλους του για όλα τα κοινωνικά και διαπροσωπικά θέματα που εκείνοι θεωρούν πως μπορούν και πρόκειται να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μια συζήτηση, βέβαια, που κινείται σε εντελώς θεωρητικό επίπεδο, εφόσον όσα ζητήματα προσεγγίζονται είναι δυσεπίλυτα κι έχουν σε μεγάλο βαθμό παγιωθεί, αφήνοντας, έτσι, μηδαμινά περιθώρια για μια πιθανή επιτυχή αντιμετώπισή τους. Ειδικότερα, τίθενται 13 θέματα προς συζήτηση, τα οποία, αν μπορούσαν όντως να αλλάξουν, θα αντιστοιχούσαν σε μια σημαντική επιτυχία για την κοινωνική και προσωπική ζωή των ανθρώπων· μια επιτυχία που θα έβρισκε το ανάλογό της στο να πιάσει κάποιος το δεκατριάρι στο Προ-Πο, αποκομίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο μεγάλα -οικονομικά- κέρδη.  
Αξίζει να προσεχθεί πως τόσο το συγκαταβατικό ύφος (Ωραία λοιπόν) με το οποίο ο ποιητής συναινεί στη διάθεση των φίλων του να συνεχίσουν την κουβέντα τους, όσο και το δυσεπίτευκτο των προσδοκιών τους, φανερώνουν την ειρωνική διάθεση που διατρέχει συνολικά το ποίημα. Οι απόψεις κι οι προσδοκίες των φίλων του ποιητή θα μπορούσαν να βρουν την εκπλήρωσή τους μόνο σε μια ουτοπική κοινωνία, εφόσον η πραγματικότητα έχει ήδη αποδείξει το ανεφάρμοστο όσων επιζητούν.

1ο «Για πόλεις που θα βρούνε το νέο σφυγμό τους»

Οι πόλεις έχουν προ πολλού αφεθεί σ’ ένα κλίμα παρακμής και παραίτησης, ακολουθώντας την εξάντληση και την κούραση των πολιτών απ’ την καθημερινή τους προσπάθεια να αντεπεξέλθουν στις εργασιακές τους υποχρεώσεις και, συνάμα, από την προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα τόσα προσωπικά, διαπροσωπικά και οικονομικά τους προβλήματα. Υπ’ αυτή την έννοια η προσδοκία ότι οι πόλεις μπορούν να βρουν ένα νέο σφυγμό που θα τις εξωθήσει σε μια δημιουργική περίοδο ανανέωσης, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι πόλεις, άλλωστε, έχουν πάψει πια να αποτελούν κοινότητες αλληλεγγύης και ουσιαστικής συνύπαρξης, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κλειστεί στον εαυτό τους πιεσμένοι από την πληθώρα των προβλημάτων τους. Απουσιάζει, έτσι, η απαιτούμενη συνοχή που θα μπορούσε να επιτρέψει την πραγματική συνεργασία των ανθρώπων, προκειμένου να αποκτήσουν οι πόλεις έναν πιο ανθρώπινο χαρακτήρα.

2ο «γι’ ανθρώπους που θα φέρουνε νεόκοπους προορισμούς»

Η σκληρή όψη της πραγματικότητας διαψεύδει διαρκώς την όποια επιδίωξη των ανθρώπων να αναζητήσουν καινοφανείς προορισμούς στη ζωή τους· την όποια επιδίωξη να βρεθεί μια διαφορετική οπτική των πραγμάτων, ικανή να δώσει ένα πιο ουσιαστικό νόημα στο άναρχο συνονθύλευμα γεγονότων που αποτελεί τη ζωή των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είναι δέσμιοι των πρακτικών τους αναγκών, των διαπροσωπικών τους σχέσεων, αλλά και της ίδιας τους της θνητότητας που περιορίζει δραστικά τον ορίζοντα δράσης τους. Έτσι, η σκέψη πως μπορεί να υπάρξει μια νέα διαφορετική στόχευση στη ζωή, μια στόχευση που θα ανανεώσει δραστικά τους όρους της ανθρώπινης ύπαρξης, αποδεικνύεται κενή περιεχομένου. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν μήτε από τις βασικές τους ανάγκες, μήτε από τα εγγενή ελαττώματα της ανθρώπινης ψυχής. Η ανθρώπινη μικροπρέπεια, ο φθόνος, ο εγωκεντρισμός, η επιθυμία της προσωπικής ανάδειξης, η απληστία, οι ανασφάλειες, η ταπεινή ανάγκη για πρόσκαιρες ηδονές, και απ’ την άλλη η αναπόφευκτη κάμψη της ενεργητικότητας που έρχεται με το πέρασμα των χρόνων, θέτουν συγκεκριμένους και κάποτε αξεπέραστους περιορισμούς στη δυνατότητα των ανθρώπων να οδηγηθούν σε μια εντελώς απαλλαγμένη από τα τωρινά προβλήματα και τις τωρινές παθογένειες ζωή.
Οι νέοι προορισμοί, επομένως, είτε κυριολεκτικοί είτε μεταφορικοί, δεν μπορούν να διασφαλίσουν μια ύπαρξη απαλλαγμένη από τα ανθρώπινα ελαττώματα κι από τις αναπόφευκτες απογοητεύσεις ή τις λανθασμένες επιλογές.

3ο «για νέους κώδικες επαφής που θα εφεύρει το σώμα»

Η ανάγκη των ανθρώπων για πιο ουσιαστική οικειότητα, καθώς και για μια πληρέστερη βίωση της ερωτικής επαφής, υπονομεύεται αφενός από τους περιορισμούς που θέτει η περιφρούρηση της ατομικότητας κι αφετέρου από την αίσθηση της ρουτίνας και της μονοτονίας που αποδυναμώνει τον ερωτικό πόθο. Οι άνθρωποι ακόμη και τη στιγμή της πιο άμεσης οικειότητας, τη στιγμή της ερωτικής επαφής, αδυνατούν να αποδεσμευτούν από τις προσωπικές τους ανασφάλειες ή από τη συνετή ανησυχία πως η ένωση των σωμάτων δεν συνεπάγεται και ψυχική ή πνευματική ένωση, διατηρούν έτσι σε συναισθηματικό και ψυχικό επίπεδο έναν βαθμό αποστασιοποίησης, προκειμένου να προφυλάξουν τον εαυτό τους απ’ τον πόνο που θα τους επιφέρει ο ενδεχόμενος τερματισμός της ερωτικής σχέσης. Καθίσταται αδύνατη, κατ’ αυτό τον τρόπο, η πλήρης ένωση του ερωτικού ζευγαριού, αφού δεν παύουν να υπάρχουν εσωτερικές αμφιβολίες και επιφυλάξεις. Από την άλλη, βέβαια, ακόμη και τα ζευγάρια που κατορθώνουν να αισθανθούν απόλυτη ασφάλεια για τη σταθερότητα και την ποιότητα της μεταξύ τους σχέσης, δεν κατορθώνουν να διατηρήσουν για καιρό αλώβητη την αίσθηση της ουσιαστικής ερωτικής επαφής, αφού η πάροδος του χρόνου οδηγεί την ερωτική επιθυμία σε εξασθένηση.
Το αίτημα, επομένως, να φροντίσει το ίδιο το σώμα να βρει νέους κώδικες επαφής, ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα της ηδονής είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτο, εφόσον η ποιότητα της ερωτικής επαφής εξαρτάται μερικώς μόνο από αυτό. Αν απουσιάζει η ερωτική επιθυμία ή η πραγματική ψυχική επικοινωνία και επαφή, το σώμα δεν μπορεί να αναπληρώσει από μόνο του αυτού του είδους τις ελλείψεις.

4ο «για λέξεις παρθένες που θ’ αχρηστέψουν τη μόνωση»

Η αδυναμία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους με τρόπο ειλικρινή και άμεσο, χωρίς να αποκρύπτουν σκέψεις και συναισθήματα, δεν οφείλεται στην απουσία επαρκών ή κατάλληλων λέξεων, αλλά πρωτίστως στο φόβο και την απροθυμία τους να φανερώσουν ο ένας στον άλλον τον πραγματικό τους εαυτό. Οι άνθρωποι -με τη σκέψη πως προφυλάσσουν τον εαυτό τους- αποφεύγουν να εκθέτουν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις τους και τις εσώτερες σκέψεις τους, γεγονός που οδηγεί στη δημιουργία επιφανειακών σχέσεων· σχέσεων που δεν κατορθώνουν να καλύψουν την ανάγκη για μια βαθύτερη επαφή με τους άλλους. Καταλήγουν, έτσι, οι άνθρωποι να αισθάνονται απομονωμένοι, ακόμη κι όταν βρίσκονται στο πλαίσιο μιας συντροφιάς, εφόσον όσα πράγματι τους απασχολούν κι όσα πράγματι τους αφορούν, τα κρατούν για τον εαυτό τους.   
Υπ’ αυτή την έννοια ακόμη κι αν δημιουργηθούν νέες λέξεις που να καλύπτουν μέχρι και τις πιο λεπτές συναισθηματικές και ψυχικές εκφάνσεις, η μόνωση των ανθρώπων δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί, αφού οι ίδιοι θα παραμένουν απρόθυμοι να μοιραστούν με τους άλλους τις πραγματικές ανησυχίες και τους βαθύτερους προβληματισμούς τους.

5ο «για σιωπές ακόμα εύφορες που θα συντηρήσουν το πάθος»

Με δεδομένη την αδυναμία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν με ειλικρίνεια και να φανερώσουν χωρίς φόβο τις ελλείψεις τους, τις ανησυχίες τους και τα ευάλωτα σημεία της ψυχής τους, το βάρος συχνά πέφτει στη σιωπή -στην απουσία επικοινωνίας-, με την παράδοξη προσδοκία πως θα κατορθώσει εκείνη, δημιουργώντας ίσως ένα είδος μυστηρίου, να διατηρήσει το πάθος στις μεταξύ τους σχέσεις. Παραιτούνται οι άνθρωποι από την προσπάθεια να δώσουν στις σχέσεις τους το αναγκαίο βάθος, ώστε να καταστεί η επικοινωνία πιο ουσιαστική, και στρέφονται στη σιωπή, θεωρώντας πως αποκρύπτοντας την αλήθεια τους και τις σκέψεις τους, θα μπορέσουν να παρατείνουν το ενδιαφέρον του άλλου ανθρώπου. Σύμπτωμα κι αυτό μιας κοινωνίας που αρνείται να αντικρίσει με ειλικρίνεια τον ημιτελή και ανώριμο εαυτό της.

6ο «γι’ άγνωστες, νέες συγκινήσεις που περιμένουνε πιστούς»

Μια σταθερή πλάνη των ανθρώπων είναι πως θα μπορέσουν να υποκαταστήσουν την ψυχική ευδαιμονία που προσφέρουν μόνο οι ειλικρινείς και ανυπόκριτες διαπροσωπικές σχέσεις, με νέες διαφορετικές συγκινήσεις· με άλλες, πιθανώς άγνωστες μέχρι τώρα, πηγές ευτυχίας. Αναζητούν με κάθε τρόπο τον ενθουσιασμό και την εκτόνωση, καταφεύγοντας ακόμη και σε ακρότητες, αρνούμενοι να αντιληφθούν πως κάθε πιθανή χαρά και συγκίνηση που επιθυμούν, μπορούν να τη βιώσουν στο πλαίσιο των φιλικών και ερωτικών σχέσεων, αρκεί να δώσουν σ’ αυτές τον αληθινό εαυτό τους κι όχι μια επίπλαστη εκδοχή του.  

7ο «για νέα ρίγη που ζητάνε επιδερμίδες»

Αντιμέτωποι με τη ρουτίνα, την ανία και την κάμψη του ερωτικού πάθους, οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν πως μπορούν να ανανεώσουν το ενδιαφέρον τους αν στραφούν αλλού, αν αναζητήσουν μια νέα σχέση, κι αμέσως μετά μια άλλη, διαφορετική, που θα φαντάζει, έστω και για λίγο, περισσότερο ενδιαφέρουσα από την προηγούμενη. Μια ψυχοφθόρα κατάσταση κι ένα συνεχές ξόδεμα συναισθημάτων που προκύπτει απ’ τη λανθασμένη εντύπωση των ανθρώπων πως σε μια νέα σχέση -επιφανειακά δομημένη κι αυτή- θα βρουν ό,τι δεν βρήκαν στην προηγουμένη. Ένας αέναος κύκλος ανεπιτυχών προσπαθειών, μέχρι να κατανοήσουν -αν το κατανοήσουν- πως μόνο μια ουσιαστική πνευματική και ψυχική επικοινωνία μπορεί να προσφέρει τη βαθύτερη δυνατή ευδαιμονία.

8ο «για νέα σχήματα που θ’ απορροφήσουν τις μοναξιές»

Η μοναξιά, ο διαρκής αυτός φόβος των ανθρώπων, που καταλήγει να είναι ο πιο σταθερός τους σύντροφος, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα παρόντα αναποτελεσματικά εργαλεία προσέγγισης των άλλων ανθρώπων. Όσο ο εγωισμός κι η σκέψη πως ό,τι προέχει είναι η προσωπική μας ευτυχία και ευχαρίστηση, καθορίζουν τις επιλογές και τις αντιδράσεις μας, καμία διαπροσωπική μας σχέση δεν θα μπορέσει να αντέξει.

9ο «για νέα συνθήματα που θα στρατολογήσουν οπαδούς»

Σε μια πολιτεία, όπως η ελληνική, όπου κάθε νέος πολιτικός κατορθώνει να βρεθεί στην εξουσία, όχι γιατί προσφέρει πραγματικές λύσεις στα χρόνια προβλήματα, αλλά γιατί επιτυγχάνει να «πλασάρει» στους πολίτες με νέο τρόπο τις ίδιες τετριμμένες και επανειλημμένως διαψευσμένες ελπίδες, μοιάζει τούτο το αίτημα -ατυχώς- να βρίσκει την πλήρωσή του. Ό,τι συναντάμε στο χώρο της πολιτικής είναι η πλήρης κυριαρχία της κενής -και φαινομενικά νέας- συνθηματολογίας, στο πλαίσιο της οποίας τυχοδιώκτες και λαϊκιστές πολιτικοί, που δεν έχουν ίχνος σεβασμού απέναντι στους πολίτες, μηρυκάζουν τις ίδιες ψεύτικες και βαρύγδουπες υποσχέσεις.  

10ο «για νέες ευαισθησίες, νέες αισθήσεις, νέες διαστάσεις»

Με τους ανθρώπους να είναι διαρκώς ανικανοποίητοι από τη ζωή τους -και, δίχως αυτό να ομολογείται πάντοτε, από τον ίδιο τους τον εαυτό- υπάρχει συνεχώς μια επιθυμία για κάτι το καινούριο, κάτι το ανατρεπτικό, που θα τους κάνει να ξεχάσουν -έστω και προσωρινά- τη δυσαρέσκεια και την πικρία που δηλητηριάζει όλη τους την ύπαρξη. Οι άνθρωποι αναζητούν κάποιον να τους καταλάβει· έστω κι αν αρνούνται πεισματικά να παρουσιάσουν με ειλικρίνεια την αλήθεια του εαυτού τους. Αναζητούν νέες συγκινήσεις· έστω κι αν κινούνται σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα παρόμοιων συμπεριφορών και τρόπων σκέψης. Αναζητούν κάτι το νέο και εντυπωσιακό στη ζωή τους· έστω κι αν στην πραγματικότητα η παραμικρή ουσιαστική αλλαγή θα τους προκαλούσε απίστευτη αναστάτωση.   

11ο «για παιδιά χωρίς τους μύθους των μεγάλων»

Περιμένουν -σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον- οι άνθρωποι να δουν τις νέες γενιές να αποδεσμεύονται από τις δικές τους διαψεύσεις κι από τις δικές τους πλάνες, μα στην πραγματικότητα επιμένουν να αναμασούν τα «ένδοξα» γεγονότα των δικών τους νεανικών χρόνων, αρνούμενοι να κοιτάξουν πιο προσεκτικά το πόσο κίβδηλα αποδείχτηκαν τα δικά τους πρότυπα κι οι δικοί τους προσωπικοί ήρωες. Κάθε νέα γενιά, όχι μόνο γαλουχείται με βάση τους μύθους των προηγούμενων, αλλά αυτοί οι μύθοι αποκτούν ακόμη μεγαλύτερο κύρος, αφού αντί να τίθενται σε αυστηρό έλεγχο, εξιδανικεύονται ακόμη περισσότερο.

12ο «για σπίτια χωρίς δωμάτια υπηρεσίας»

Μία από τις πιο ουτοπικές προσδοκίες των ανθρώπων είναι αυτή της κατάργησης κάθε είδους κοινωνικών διαχωρισμών και διακρίσεων· η σκέψη πως μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία, στην οποία θα απαλειφθούν οι κοινωνικές αδικίες και θα πάψει να υφίσταται η φτώχεια κι η εξαθλίωση. Θαρρούν οι άνθρωποι πως μπορούν να δημιουργήσουν μια νέα μορφή κοινωνίας, στην οποία δεν θα υπάρχουν πια πλούσιοι και φτωχοί. Έστω κι αν ακόμη κι εκεί που επιχειρήθηκαν δραστικές τομές προς αυτή την κατεύθυνση, όπως στη διαλυμένη πια Σοβιετική Ένωση, ό,τι προέκυψε ήταν ο αυταρχισμός, η μαζική εξαθλίωση των πολιτών και, φυσικά, η δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξης, αυτής των κομματικών στελεχών, που ουδόλως θέλησε να μοιραστεί με τους απλούς πολίτες τις στερήσεις και τη φτώχεια.

13ο «για ένα νέο κόσμο χωρίς τα σύνορα που ξέρουμε»

Με κλιμακωτή πορεία ο ποιητής οδηγείται στη 13η ουτοπική προσδοκία των συνομιλητών του, αυτή της κατάργησης των εθνικών συνόρων. Η σκέψη πως θα μπορούσαν τα κράτη να παραιτηθούν των εδαφικών τους συνόρων -έστω κι αν για τη διαμόρφωσή τους διενεργήθηκαν ξανά και ξανά πόλεμοι και πέθαναν τόσοι και τόσοι άνθρωποι- είναι εντελώς ανεδαφική και επικίνδυνα αφελής. Μια τέτοια σκέψη ανήκει μόνο σε ανθρώπους που δεν χρειάστηκε να προσπαθήσουν ποτέ για τίποτα κι είχαν πάντοτε ό,τι ήθελαν χωρίς κόπο και χωρίς θυσίες, διότι οποιοσδήποτε έχει αγωνιστεί έστω και για το ελάχιστο στη ζωή του δεν μπορεί παρά να κατανοήσει και να σεβαστεί τις θυσίες που απαιτήθηκαν για τη διαμόρφωση του κάθε κράτους.

«Κουβέντα ας γίνεται όσο θέλετε.
Εγώ το ξέρω προ πολλού:
αυτό το δεκατριάρι δεν πιάνεται με τίποτα.»

Ο ποιητής υποδέχεται με εύλογη ειρωνεία τις ρομαντικές προσδοκίες των φίλων του για έναν ιδεατό κόσμο κοινωνικής ισότητας, ειρηνικής συνύπαρξης και συνεχούς ευδαιμονίας. Σε αντίθεση με τους αιθεροβάμονες συνομιλητές του, ο ποιητής γνωρίζει πως η φυσική κατάσταση της ζωής δεν είναι η ευτυχία, αλλά ο συνεχής αγώνας για την επίτευξη μιας κάποιας προσωρινής ισορροπίας, προτού όλα ανατραπούν εκ νέου. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως δεν υπήρξαν και δεν θα υπάρξουν ποτέ στην ιστορία περίοδοι πλήρους ηρεμίας και γαλήνης. Όλοι και όλα βρίσκονται σ’ ένα συνεχή ανταγωνισμό, σε μια συνεχή πάλη, που οδηγεί σε πρόσκαιρες μόνο καταστάσεις κυριαρχίας ή επίτευξης.
Το κυνήγι της προσωπικής ευδαιμονίας δεν είναι παρά μια εγωκεντρική πλάνη εκείνων που είναι απρόθυμοι να αντικρίσουν τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων γύρω τους· το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς ταξικές διακρίσεις δεν είναι παρά μια αφελής προσδοκία όσων αρνούνται να δουν την απληστία και τις προσωπικές φιλοδοξίες εκείνων που την ευαγγελίζονται.

©Κωνσταντίνος Μάντης
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...