Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Σεφέρης «Άνοιξη μ.Χ.»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
João Bacalhau

Γιώργος Σεφέρης «Άνοιξη μ.Χ.»

Πάλι με την άνοιξη
φόρεσε χρώματα ανοιχτά
και με περπάτημα αλαφρύ
πάλι με την άνοιξη
πάλι το καλοκαίρι
χαμογελούσε.

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
στήθος γυμνό ως τις φλέβες
πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή
πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες
που συζητούσαν σιγανά
τί θά ‘τανε καλύτερο
να παραδώσουν τα κλειδιά
ή να τραβήξουν το σκοινί
να κρεμαστούνε στη θηλιά
ν’ αφήσουν άδεια σώματα
κει που οι ψυχές δεν άντεχαν
εκεί που ο νους δεν πρόφταινε
και λύγιζαν τα γόνατα.

Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιός
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα∙
και φύγαν σαν αγάλματα
κι άφησαν πίσω τους σιγή
που δεν την έκοψε το σπαθί
που δεν την πήρε καλπασμός
μήτε η φωνή των άγουρων∙
κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά
κι ήρθε η μεγάλη στέρηση
μαζί μ’ αυτή την άνοιξη
και κάθισε κι απλώθηκε
ωσάν την πάχνη της αυγής
και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά
μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησε
και την ψυχή μας τύλιξε.

Μα εκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ανοιχτά
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μέσα σε φλόγες κίτρινες
και περπατούσε ανάλαφρα
ανοίγοντας παράθυρα
στον ουρανό που χαίρονταν
χωρίς εμάς τους άμοιρους.
Κι είδα το στήθος της γυμνό
τη μέση και το γόνατο
πώς βγαίνει από την παιδωμή
να πάει στα επουράνια
ο μάρτυρας ανέγγιχτος
ανέγγιχτος και καθαρός,
έξω απ’ τα ψιθυρίσματα
του λαού τ’ αξεδιάλυτα
στον τσίρκο τον απέραντο
έξω απ’ το μαύρο μορφασμό
τον ιδρωμένο τράχηλο
του δήμιου π’ αγανάχτησε
χτυπώντας ανωφέλευτα.

Έγινε λίμνη η μοναξιά
έγινε λίμνη η στέρηση
ανέγγιχτη κι αχάραχτη.

16 Μαρτίου ’39

Στις 16 Μαρτίου 1939 η Τσεχοσλοβακία παραδίδεται αμαχητί στον Χίτλερ, ο οποίος είχε φροντίσει λίγους μήνες πριν να εκβιάσει την «αδράνεια» της Γαλλίας και της Αγγλίας απέναντι στα σχέδιά του αυτά με την απειλή ενός άμεσου πολέμου. Είχε προηγηθεί -Σεπτέμβριος 1938- η επίσης εκβιαστική προσάρτηση στη Γερμανία (Συμφωνία του Μονάχου) τσεχοσλοβακικών εδαφών που κατοικούνταν από τη γερμανική μειονότητα των Σουδητών.  
Ο Γιώργος Σεφέρης στηλιτεύει την απόφαση των ηγετών της Τσεχοσλοβακίας -των γερόντων- να ενδώσουν στην απαίτηση του Χίτλερ, χωρίς να προβάλουν την παραμικρή αντίσταση, εφόσον κατ’ αυτό τον τρόπο σφράγισαν τη μοίρα όλων των πολιτών τη χώρα τους. Ο ποιητής επισημαίνει τη βαρύτητα του λάθους τους και, παραλλήλως, παρουσιάζει προσωποποιημένη τη δυναμική εκείνη διάθεση των ανθρώπων για αντίσταση απέναντι σε κάθε προσπάθεια στέρησης της ελευθερίας τους, που κινείται πέρα και πάνω από την αντίληψη των ηττοπαθών «γερόντων».

Πάλι με την άνοιξη
φόρεσε χρώματα ανοιχτά
και με περπάτημα αλαφρύ
πάλι με την άνοιξη
πάλι το καλοκαίρι
χαμογελούσε.

Το ευδαιμονικό κλίμα των πρώτων στίχων του ποιήματος, όπου παρουσιάζεται η χαμογελαστή μορφή της προσωποποιημένης αγωνιστικής διάθεσης των ανθρώπων, δεν αφορά την πραγματικότητα των Τσεχοσλοβάκων -και κυρίως των ηγετών τους. Οι άνθρωποι που παραιτούνται του δικαιώματός τους στην αντίσταση∙ οι άνθρωποι που παραδίδονται σε μια σχεδόν εθελόδουλη διάθεση, δεν έχουν το προνόμιο να γνωρίσουν τη βαθιά εκείνη αίσθηση εσωτερικής ικανοποίησης που προσφέρουν στο άτομο οι αγώνες για την ελευθερία του. Η υπερβατική μορφή της ελευθερίας και της αντίστασης, που φορά τα ανοιχτόχρωμα ρούχα της και περπατά ανάλαφρα στο ανοιξιάτικο τοπίο, βρίσκεται πολύ μακριά από τον κόσμο και την αλήθεια των ανθρώπων που επιλέγουν την υποταγή.

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
στήθος γυμνό ως τις φλέβες
πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή
πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες
που συζητούσαν σιγανά
τί θά ‘τανε καλύτερο
να παραδώσουν τα κλειδιά
ή να τραβήξουν το σκοινί
να κρεμαστούνε στη θηλιά
ν’ αφήσουν άδεια σώματα
κει που οι ψυχές δεν άντεχαν
εκεί που ο νους δεν πρόφταινε
και λύγιζαν τα γόνατα.

Το γυμνό ως τις φλέβες στήθος της ανοιξιάτικης γυναικείας μορφής, που προβάλλει μέσα από τα φρέσκα κλωνάρια της ανθισμένης γης, υποσχόμενο έρωτα και διαρκή ζωτικότητα, βρίσκεται πολύ πέρα από τη σκληρή πραγματικότητα της Τσεχοσλοβακίας. Βρίσκεται πέρα από την κρίσιμη εκείνη νύχτα κατά την οποία πρέπει να δοθεί απάντηση στο τελεσίγραφο της Γερμανίας∙ βρίσκεται πέρα κι από τους ασπρισμένους γέροντες που καλούνται ν’ αποφασίσουν ποια είναι η προτιμότερη επιλογή. Η γεμάτη ζωντάνια μορφή της ελευθερίας και της αγωνιστικότητας κινείται σ’ ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο απ’ αυτό των γερόντων που έχουν βρεθεί αντιμέτωποι μ’ ένα σκληρό γι’ αυτούς δίλημμα.  
Τι θα ήταν καλύτερο, αναλογίζονται οι γέροντες, να παραδώσουν τα κλειδιά της χώρας σε μια -φαινομενικώς τουλάχιστον- αναίμακτη υποταγή ή να τραβήξουν το σκοινί της αυτοχειρίας και να κρεμαστούν στη θηλιά, αφήνοντας άδεια τα σώματά τους μπροστά σε μια πραγματικότητα που δεν την αντέχει η ψυχή του ανθρώπου; Οι γέροντες αισθάνονται τον φόβο να λυγίζει τα γόνατά τους, κι η σκέψη τους αδυνατεί να διαχειριστεί το βάρος της απόφασης που καλούνται να λάβουν. Μόνο που οι γέροντες αυτοί δεν σκέφτονται καν τον δρόμο του αγώνα και της αντίστασης. Παρασυρμένοι από το φόβο τους έχουν εγκλωβιστεί ανάμεσα στην υποταγή και στην «εύκολη» φυγή της αυτοχειρίας που θα τους απαλλάξει από την ευθύνη μιας τελικής απόφασης.       

Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιός
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα∙
και φύγαν σαν αγάλματα
κι άφησαν πίσω τους σιγή
που δεν την έκοψε το σπαθί
που δεν την πήρε καλπασμός
μήτε η φωνή των άγουρων∙

Ακριβώς με τον ερχομό της άνοιξης, μόλις ξεπετάγονται τα νέα κλωνάρια, οι γέροντες της Τσεχοσλοβακίας αστόχησαν, λαμβάνοντας μια πολλαπλώς λανθασμένη απόφαση. Οι γέροντες αστόχησαν και τα παρέδωσαν όλα στους Γερμανούς∙ τα εγγόνια και τα δισέγγονα, τα δουλεμένα χωράφια και τα πράσινα βουνά, την αγάπη, μα και την περιουσία των πολιτών τους∙ παρέδωσαν το μέλλον του τόπου τους και κάθε σπιθαμή του εδάφους του, καταδικάζοντας τους ανθρώπους της χώρας τους σε μια ντροπιαστική υποταγή.
Οι γέροντες τα παρέδωσαν όλα κι έφυγαν από τη χώρα αμίλητοι σαν αγάλματα, χωρίς να δώσουν καμιά εξήγηση για την απόφασή τους αυτή∙ έφυγαν κι άφησαν πίσω τους την απόλυτη σιωπή της παράδοσης∙ μια σιωπή που δεν την έκοψε το σπαθί των πολεμιστών της χώρας, μήτε ο καλπασμός των αλόγων τους, μήτε καν η φωνή των παληκαριών. Μια σιωπή γεμάτη απόγνωση, μα και απορία για τον αγώνα που δεν δόθηκε ποτέ.

κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά
κι ήρθε η μεγάλη στέρηση
μαζί μ’ αυτή την άνοιξη
και κάθισε κι απλώθηκε
ωσάν την πάχνη της αυγής
και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά
μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησε
και την ψυχή μας τύλιξε.

Η απόφαση των γερόντων να παραδώσουν τη χώρα τους στους Γερμανούς χωρίς την παραμικρή αντίσταση, έφερε στους ανθρώπους τη μεγάλη μοναξιά του άνανδρα κατεκτημένου∙ τη μοναξιά εκείνου που γνωρίζει πως δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να παλέψει για τη ζωή του, κι είναι τώρα αναγκασμένος να ζει με τη σκέψη της προδοσίας να καίει την ψυχή του. Τη μοναξιά εκείνου που απομονώνεται από συμμάχους και φίλους, αφού δεν έδωσε τη δική του μάχη κι άφησε τον εχθρό να περάσει ανενόχλητος.  
Μαζί με τη μεγάλη μοναξιά, η άνοιξη αυτή έφερε και τη μεγάλη στέρηση που κάθισε κι απλώθηκε παντού στη γη, σαν την πάχνη της αυγής. Έφερε τη μεγάλη στέρηση που πιάστηκε απ’ τα ψηλά κλαδιά των δέντρων και μέσα απ’ αυτά γλίστρησε και τύλιξε την ψυχή των ανθρώπων. Τη μεγάλη στέρηση της ελευθερίας που οδηγεί τον άνθρωπο στην απόγνωση και του υφαρπάζει ακόμη και την πιο μικρή στιγμή γαλήνης, αφού ό,τι υπάρχει στη σκέψη του είναι η επίγνωση πως δεν έχει πια τον έλεγχο της ζωής του και πως κάποιος άλλος -ένας ξένος δυνάστης- αποφασίζει για όλα όσα τον αφορούν.

Μα εκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ανοιχτά
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μέσα σε φλόγες κίτρινες
και περπατούσε ανάλαφρα
ανοίγοντας παράθυρα
στον ουρανό που χαίρονταν
χωρίς εμάς τους άμοιρους.

Σε πλήρη αντίθεση με το κλίμα που επικρατεί στην άδοξα υποταγμένη Τσεχοσλοβακία, όπως δηλώνει και το «μα» στην αρχή του στίχου, η γυναικεία μορφή που προσωποποιεί τους αγώνες για την ελευθερία, χαμογελά και βιώνει την άδολη χαρά της άνοιξης∙ την άδολη χαρά που αναλογεί, ωστόσο, μόνο σ’ εκείνους που ξέρουν πώς είναι να παλεύεις και να μάχεσαι για το ιδανικό της ελευθερίας.
Η γυναικεία μορφή, λοιπόν, φορώντας ανοιχτόχρωμα ρούχα, σαν μια ανθισμένη μυγδαλιά μέσα στις κίτρινες φλόγες των ανθών της, περπατά ανάλαφρα και ανοίγει παράθυρα στον ουρανό∙ παράθυρα που φανερώνουν χαρές απ’ τις οποίες είναι όμως αποκλεισμένοι οι άμοιροι εκείνοι που δεν γνώρισαν τον ιερό μόχθο της αντίστασης στα κελεύσματα του εχθρού.

Κι είδα το στήθος της γυμνό
τη μέση και το γόνατο
πώς βγαίνει από την παιδωμή
να πάει στα επουράνια
ο μάρτυρας ανέγγιχτος
ανέγγιχτος και καθαρός,
έξω απ’ τα ψιθυρίσματα
του λαού τ’ αξεδιάλυτα
στον τσίρκο τον απέραντο
έξω απ’ το μαύρο μορφασμό
τον ιδρωμένο τράχηλο
του δήμιου π’ αγανάχτησε
χτυπώντας ανωφέλευτα.

Το ποιητικό υποκείμενο, που προηγουμένως ταυτίζεται με τους «άμοιρους» που δεν έχουν πρόσβαση στα παράθυρα της χαράς, γίνεται εδώ προνομιακός θεατής του γενεσιουργού εκείνου θαύματος απ’ το οποίο προβάλλει η ιδεατή μορφή της ελευθερίας. Ο ποιητής αντικρίζει γυμνό το σώμα της γυναικείας μορφής, βλέποντας το στήθος, τη μέση και το γόνατό της, σαν να βγαίνουν, σαν να ξεπροβάλλουν μέσα από τα βασανιστήρια του δίκαιου αγώνα. Η εξιδανικευμένη αυτή μορφή πρόβαλλε, όπως προβάλλει από τα βασανιστήρια για να μεταβεί στον ουρανό ο αγνός μάρτυρας του χριστιανισμού∙ ο μάρτυρας που παρέμεινε ανέγγιχτος και απολύτως καθαρός, χωρίς να τον μιάνουν τα ψιθυρίσματα, τα ασεβή λόγια κι οι υπόνοιες του μικροπρεπή λαού στον απέραντο ιππόδρομο της διεφθαρμένης κοινωνίας∙ σαν τον μάρτυρα που έμεινε ανέγγιχτος και καθαρός, δίχως να τον αγγίξει ο μορφασμός δυσφορίας κι ο ιδρώτας του δήμιου του που αγανάχτησε να τον χτυπά ξανά και ξανά, μη καταφέρνοντας να τον εξαναγκάσει ν’ απαρνηθεί την πίστη και τις αρχές του.
Η ελευθερία -κι αυτό οι Έλληνες το γνωρίζουν πολύ καλά- κερδίζεται και προφυλάσσεται μόνο με συνεχείς και οδυνηρούς αγώνες∙ μόνο με το πείσμα των παλιών εκείνων μαρτύρων που δεν θα πρόδιδαν την πίστη τους όσο κι αν τους βασάνιζε ο εχθρός τους. Η ελευθερία δεν μπορεί να κρατηθεί από εκείνους που δεν ξέρουν τι σημαίνει να δίνεις άνισους αγώνες και να μην εγκαταλείπεις την προσπάθεια ούτε κι όταν η ήττα είναι δεδομένη. Η ελευθερία δεν αξίζει σ’ εκείνους που λιποψυχούν στη σκέψη και μόνο μιας σκληρής αναμέτρησης. Η ελευθερία δεν είναι για εκείνους που δεν επιθυμούν να παλέψουν για να τη διαφυλάξουν.

Έγινε λίμνη η μοναξιά
έγινε λίμνη η στέρηση
ανέγγιχτη κι αχάραχτη.     

Ο ευδαιμονικός κόσμος της προσωποποιημένης ελευθερίας, που μπορεί να περπατά ανάλαφρη και να χαίρεται την άνοιξη, αφού έχει πρώτα βιώσει τα πλείστα βάσανα που απαιτήθηκαν για την κατάκτησή της, δεν είναι για εκείνους που επιλέγουν την υποταγή. Ό,τι έχουν να αντιμετωπίσουν εκείνοι που δεν αγωνίζονται για την ελευθερία τους είναι η μοναξιά κι η στέρηση.
Ο ποιητής, μάλιστα, φροντίζει να δημιουργήσει μια αίσθηση παρατεταμένης διάρκειας αυτής της αρνητικής κατάστασης, παρουσιάζοντας τη μοναξιά και τη στέρηση των υποταγμένων ανθρώπων να σχηματίζουν μια ανέγγιχτη και αχάραχτη λίμνη∙ μια τελματωμένη λίμνη που τίποτε δεν μοιάζει να ταράζει την επιφάνειά της, αφού φαίνεται να μην υπάρχει -ακόμη τουλάχιστον- η διάθεση αντίδρασης απ’ τη μεριά των πολιτών. Η απόφαση των γερόντων να παραδώσουν αμαχητί τη χώρα τους, έχει καταδικάσει τους πολίτες σε μια ολέθρια αδρανοποίηση που θα παρατείνει για καιρό την -ακούσια έστω- υποδούλωσή τους.

Λίγες μέρες πριν (4 Μάρτη) ο Σεφέρης σημείωνε στο ημερολόγιό του:
«Κατάσταση της Ευρώπης:
τοσιν δ’ οτ’ γοραί βουληφόροι οτε θέμιστες,
λλ’ ογ’ ψηλν ρέων ναίουσι κάρηνα
ν σπέεσι γλαφυροσι∙ θεμιστεύει δέ καστος
παίδων δ’ λόχων, οδ’ λλήλων λέγουσι.
(Οδύσσεια, ι 112-115)
Ακριβώς: η εποχή των κυκλώπων.»

Με τα λόγια του Ομήρου -σ’ αυτούς ούτε συνελεύσεις για αποφάσεις υπάρχουν ούτε δικαστήρια, αλλά αυτοί βέβαια κατοικούν στις κορυφές ψηλών βουνών μέσα σε λαξευτές σπηλιές, εξουσιάζει δε ο καθένας τα παιδιά και τις συζύγους του, και ούτε φροντίζουν ο ένας για τον άλλον- ο Σεφέρης καταγράφει το ολέθριο κλίμα διάσπασης που επικρατεί στην Ευρώπη. Κάθε χώρα ασχολείται μόνο με τις δικές της υποθέσεις και αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στις άλλες, με αποτέλεσμα να απομένουν ευάλωτες στις κατακτητικές διαθέσεις της Γερμανίας. Το γεγονός ότι η Αγγλία και η Γαλλία δεν αντέδρασαν εγκαίρως στην προσπάθεια του Χίτλερ να κατακτήσει την Τσεχοσλοβακία αποτέλεσε την αρχή του κακού, εφόσον διαφάνηκε η απουσία ενός αρραγούς κοινού μετώπου αντίστασης στα επεκτατικά σχέδιά του.    

Ο Mario Vitti γράφει για το ποίημα αυτό: «Το μοναδικό ποίημα που αναφέρεται σε συγκεκριμένο και εξακριβωμένο ιστορικό γεγονός είναι το «Άνοιξη μ.Χ.», χάρη στη χρονολογία που δηλώνει στο τέλος, «16 Μαρτ. ‘39». Τη μέρα αυτή άλλοι γέροντες, οι γέροντες της Τσεχοσλοβακίας, παρέδωσαν τη χώρα τους στον Χίτλερ. Το ποίημα προχωρεί με δύο παράλληλα θέματα. Έχουμε μια φιγούρα γυναικεία, ανέμελη και αδίσταχτη, που βαδίζει μες στην άνοιξη (1-6). Η γυναικεία φιγούρα που χαμογελά ξαναεμφανίζεται (42 κ.έ.), και «φορώντας χρώματα ανοιχτά / σαν ανθισμένη αμυγδαλιά» (η αναφορά στον κοινό τόπο του τραγουδιού με τα λόγια του Δροσίνη δεν είναι τυχαία, συνδέεται με τον γενικό τόνο.), πορεύεται σε μια κατεύθυνση με «παιδωμή» (52), «ιδρωμένο τράχηλο / του δήμιου» (60-61), προς πράγματα σκοτεινά και ασαφή, που όμως για την Νόρα Αναγνωστάκη είναι «η Αντίσταση που δεν είχε ακόμα αρχίσει» (1961, σ. 238). Το άλλο θέμα του ποιήματος μιλεί για τους γέροντες που αστόχησαν (20-28). Έτσι προχωρεί μέχρι το στίχο 41. Το μέτρο και ο τόνος αποτελούν ηθελημένη παραφωνία σε σχέση με την βαρύτητα των γεγονότων (τόνο διαφορετικό έχουν οι τρεις τελευταίοι, απομονωμένοι στίχοι). Είναι φανερό πως ο ποιητής έφτιαξε κάτι σαν τραγούδι, σαν μπαλάντα τραγική, όπως θα την έκανε και ο Μπρέχτ λόγου χάρη, για να καταγγείλει την ελαφρότητα των γερόντων. Ως μπαλάντα, το κείμενο είναι και απρόσωπο: ο ποιητής είναι απών, σβήνεται επιμελώς και εξαφανίζεται πίσω από τον τόνο και το ρυθμό του τραγουδιού, που είναι παρωδία τραγουδιού. 

Βιβλιογραφία:
Γιώργος Σεφέρης «Ποιήματα», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία
Mario Vitti «Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη», Εστία
Γιώργος Σεφέρης «Μέρες» Γ΄, 16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος
Όμηρος, Οδύσσεια, Τόμος 3, Κάκτος 

Fernando Pessoa «Η αγωγή του στωικού» [απόσπασμα]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Thomas Hampton

Fernando Pessoa «Η αγωγή του στωικού» [απόσπασμα]

Ποτέ δεν κατάφερα να πιστέψω ότι θα μπορούσε κανείς, είτε εγώ ο ίδιος είτε οποιοσδήποτε άλλος, να έχει τη βεβαιότητα ότι θα φέρει κάποια ανακούφιση, πραγματική ή βαθιά, στις δυστυχίες του ανθρώπου, κι ακόμα λιγότερο να τις γιατρέψει. Ούτε κατάφερα, όμως, να πάψω να το σκέφτομαι∙ η παραμικρή ανθρώπινη αγωνία -ή και μόνο το να τη φανταστώ- πάντα μου δημιουργούσε άγχος, κι ακόμα με αναστάτωνε, μου απαγόρευε να συγκεντρωθώ και ν’ αφιερωθώ στο «εγώ» μου. Η πεποίθηση ότι κάθε θεραπευτική της ψυχής είναι εντελώς ανώφελη θα έπρεπε, αντίθετα, να με υψώσει μέχρι τις κορυφές της αδιαφορίας, όπου οι γήινες ανησυχίες θα κρύβονταν πίσω από το νεφελώδες πέπλο αυτής της πεποίθησης. Παρ’ όλα αυτά, όσο δυνατή και να είναι η σκέψη, είναι εντελώς ανίσχυρη απέναντι στην επανάσταση του συναισθήματος. Είναι αδύνατον να μην αισθανόμαστε, όπως είναι αδύνατον να μην περπατάμε. Παρακολουθώ λοιπόν, όπως παρακολουθούσα πάντα (από τότε, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, που νιώθω να βιώνω τα πιο ευγενή συναισθήματα), τον πόνο, την αδικία και την αθλιότητα που κυριαρχούν στον κόσμο, όπως ένας παραλυτικός παρακολουθεί τον πνιγμό ενός ανθρώπου που κανείς, ακόμα και ένας εύρωστος, δεν θα μπορούσε να σώσει. Ο πόνος των άλλων έγινε μέσα μου κάτι πολύ μεγαλύτερο από έναν απλό πόνο: είναι ο πόνος να τον βλέπω, να βλέπω πως είναι ανεπανόρθωτος, και τελικά να νιώθω πως η βεβαιότητα ότι είναι ανεπανόρθωτος με φτωχαίνει ακόμα περισσότερο σε σχέση μ’ αυτή την άχρηστη ευγένεια του να θέλω να κάνω κάτι προκειμένου να τον επανορθώσω. Η έλλειψη ορμής μέσα μου ήταν πάντα, σε τελική ανάλυση, η πηγή και η αιτία όλων των δεινών μου -το να μην μπορώ να θελήσω πριν σκεφτώ, το να μην μπορώ να αφοσιωθώ, το να μην μπορώ να πάρω μιαν απόφαση με τον μόνο τρόπο που αποφασίζουν οι άνθρωποι: με την αποφασιστικότητα, κι όχι με το μυαλό-, όπως ο γάιδαρος του Μπυριντάν που πεθαίνει πάνω στη μαθηματική διχοτόμο που χωρίζει το νερό από τη συγκίνηση και το άχυρο από την προσπάθεια, ενώ, αν δεν σκεφτόταν, ίσως και να πέθαινε, αλλά δεν θα πέθαινε ούτε από πείνα, ούτε από δίψα.
Ό,τι σκέφτομαι ή αισθάνομαι μετατρέπεται αναπόφευκτα σε αδράνεια, που παίρνει διάφορες μορφές. Η σκέψη, που για άλλους είναι η πυξίδα της δράσης, για μένα γίνεται το μικροσκόπιό της, και με κάνει να βλέπω ότι έχω να δρασκελίσω κόσμους ολόκληρους εκεί όπου ένα βηματάκι θα ήταν αρκετό – ως εάν ο συλλογισμός του Ζήνωνα (που καταδεικνύει ότι το διάστημα είναι αδιάβατο, αφού είναι απείρως διαιρετό, άρα και άπειρο) να ήταν ένα περίεργο ναρκωτικό με το οποίο έχει δηλητηριαστεί το νοητικό μου σύστημα. Όσο για το συναίσθημα, που σε άλλους γλιστράει μέσα στη βούληση όπως το χέρι μέσα στο γάντι, ή η γροθιά μέσα στον προφυλακτήρα του ξίφους, υπήρξε πάντα για μένα ένας άλλος τρόπος σκέψης, εξίσου μάταιος με μια κρίση οργής που μας κάνει να τρέμουμε σε σημείο να μην μπορούμε πια να σαλέψουμε, ένα είδος πανικού της έξαψης που, όπως ο πανικός του φόβου, κρατάει τον τρομοκρατημένο άνθρωπο καρφωμένο στο έδαφος, ενώ και ο ίδιος του ο τρόμος θα έπρεπε να τον σπρώχνει στη φυγή.  

Το κείμενο αυτό το υπογράφει ο Άλβαρο Κοέλιο ντε Ατάιντε, 20ός βαρόνος ντε Τέιβε, που είναι, βέβαια, ένα ακόμη ετερώνυμο προσωπείο του Fernando Pessoa. Το «χειρόγραφο που βρέθηκε σε ένα συρτάρι» έχει συντεθεί λίγα μόλις χρόνια πριν από τον θάνατο του Pessoa και αποτελεί το υποτιθέμενα τελευταίο κείμενο που συνέθεσε ο βαρόνος ντε Τέιβε προτού αυτοκτονήσει. Όπως σημειώνει ο βαρόνος: «Κατόρθωσα να φτάσω στον κορεσμό του μηδενός, στην πληρότητα του απόλυτου τίποτα. Αυτό που θα με σπρώξει στην αυτοκτονία θα είναι μια παρόρμηση σαν κι εκείνη που μας παρακινεί να ξυπνάμε νωρίς.»
Με μια λεπτομερή απόδοση των ιδιαιτεροτήτων της προσωπικότητάς του ο Pessoa, μέσω του βαρόνου ντε Τέιβε, επιχειρεί να παρουσιάσει την ψυχική εκείνη ευαισθησία του που τον καθήλωσε σε μια ζωή αδράνειας και τον απέτρεψε από το να νιώσει πραγματικό μέλος αυτού του κόσμου. Υπερβολικά ευαίσθητος απέναντι στις επιθυμίες των άλλων κι απέναντι στην επίγνωση πως κι η παραμικρή του πράξη θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο σε κάποιον συνάνθρωπό του, παρέμεινε να παρατηρεί αμέτοχος τη ζωή να τον προσπερνά.  

«Ποτέ δεν κατάφερα να πιστέψω ότι θα μπορούσε κανείς, είτε εγώ ο ίδιος είτε οποιοσδήποτε άλλος, να έχει τη βεβαιότητα ότι θα φέρει κάποια ανακούφιση, πραγματική ή βαθιά, στις δυστυχίες του ανθρώπου, κι ακόμα λιγότερο να τις γιατρέψει. Ούτε κατάφερα, όμως, να πάψω να το σκέφτομαι∙ η παραμικρή ανθρώπινη αγωνία -ή και μόνο το να τη φανταστώ- πάντα μου δημιουργούσε άγχος, κι ακόμα με αναστάτωνε, μου απαγόρευε να συγκεντρωθώ και ν’ αφιερωθώ στο «εγώ» μου.»

Ο Fernando Pessoa στέκει απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία μ’ ένα αίσθημα διαρκούς αγωνίας που τον φθείρει αδιάκοπα, εφόσον, αν και γνωρίζει πως είναι πέρα από τις δυνάμεις οποιουδήποτε ανθρώπου το να επουλώσει ή να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τον πόνο των άλλων, του είναι αδύνατον να πάψει να σκέφτεται αυτή την επώδυνη πραγματικότητα. Η επίγνωση πως κάποιος άνθρωπος γύρω του πονά ή ενδέχεται να πονέσει, προκαλεί στον ποιητή ένα ισχυρό αίσθημα άγχους που δεν του επιτρέπει να αφιερωθεί στον εαυτό του και στα προσωπικά του ζητήματα.
Μια ευαισθησία απέναντι στη δυστυχία των άλλων που ξεπερνά τα όρια και που προφανώς φανερώνει την έκταση και την ένταση της οδύνης που έχει βιώσει ο ίδιος ο ποιητής στη ζωή του. Το γεγονός ότι το ενδεχόμενο και μόνο να πονέσει κάποιος από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, αρκεί για να τον παραλύσει συναισθηματικά, υποδηλώνει πόσο κλονισμένος είναι. Κι αν ο ίδιος έχει κατορθώσει να προφυλάξει κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό του από τη δυστυχία και τις απογοητεύσεις, εγκαταλείποντας ίσως κάθε φιλοδοξία και κάθε επιθυμία -(«Τίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.», όπως γράφει ο ίδιος σε άλλο του ποίημα)-, δεν σημαίνει πως δεν θυμάται τη βαθιά οδύνη της δυστυχίας. Κάθε αίσθηση πόνου, έτσι, ακόμη κι όταν εντοπίζεται στους άλλους, είναι ικανή να τον οδηγήσει σε μια κατάσταση πλήρους αποδιοργάνωσης.

«Η πεποίθηση ότι κάθε θεραπευτική της ψυχής είναι εντελώς ανώφελη θα έπρεπε, αντίθετα, να με υψώσει μέχρι τις κορυφές της αδιαφορίας, όπου οι γήινες ανησυχίες θα κρύβονταν πίσω από το νεφελώδες πέπλο αυτής της πεποίθησης. Παρ’ όλα αυτά, όσο δυνατή και να είναι η σκέψη, είναι εντελώς ανίσχυρη απέναντι στην επανάσταση του συναισθήματος. Είναι αδύνατον να μην αισθανόμαστε, όπως είναι αδύνατον να μην περπατάμε.»

Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως και μόνο η βεβαιότητα ότι είναι παντελώς αδύνατο τόσο το να προφυλαχθούν οι άνθρωποι από τον πόνο όσο και το να μπορέσει κάποιος άλλος να τους προσφέρει ουσιαστική παρηγοριά, θα έπρεπε να επαρκεί ώστε να τον οδηγήσει σε μια πλήρη απευαισθητοποίηση∙ θα έπρεπε να επαρκεί ώστε να τον καταστήσει εντελώς αδιάφορο απέναντι στον πόνο των άλλων ανθρώπων. Εντούτοις, η ευαισθησία του είναι τόσο ισχυρή, ώστε κάθε ανάλογη προσπάθεια εκλογίκευσης αποτυγχάνει μπροστά στη συναισθηματική έκρηξη που βιώνει κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με τον πόνο και τη δυστυχία. Παρά την όποια δύναμη μπορεί ν’ αποδοθεί στη λογική σκέψη, ο ίδιος -όπως και η πλειονότητα των ανθρώπων βέβαια- αισθάνεται έρμαιο των συναισθημάτων του, μιας και όπως δηλώνει είναι αδύνατον στους ανθρώπους το να μην αισθάνονται, όπως τους είναι αδύνατον το να μην περπατούν.
Τα συναισθήματα -και κατ’ επέκταση η καθοριστική επίδρασή τους στον άνθρωπο- είναι απολύτως έμφυτα, και, άρα, δεν μπορούν να περιοριστούν ή να τεθούν υπό πλήρη έλεγχο, όπως ακριβώς έμφυτη είναι και η δυνατότητα της κίνησης.   

«Παρακολουθώ λοιπόν, όπως παρακολουθούσα πάντα (από τότε, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, που νιώθω να βιώνω τα πιο ευγενή συναισθήματα), τον πόνο, την αδικία και την αθλιότητα που κυριαρχούν στον κόσμο, όπως ένας παραλυτικός παρακολουθεί τον πνιγμό ενός ανθρώπου που κανείς, ακόμα και ένας εύρωστος, δεν θα μπορούσε να σώσει.»

Άπραγος, λοιπόν, και αδρανής στέκει ο ποιητής απέναντι στον πόνο και στη δυστυχία που αντικρίζει γύρω του, όπως ακριβώς αντιδρούσε από πολύ νωρίς στη ζωή του, παρά το γεγονός ότι είχε πάντοτε τα πιο ευγενή και ειλικρινή συναισθήματα, μιας και γνωρίζει -ή θέλει να πιστεύει- πως δεν έχει καμία απολύτως δυνατότητα να βοηθήσει τους συνανθρώπους του σ’ αυτή την ατομική οδύσσεια που βιώνει κάθε άνθρωπος χωριστά. Όπως, μάλιστα, το παρουσιάζει ο ίδιος, παρακολουθεί τον πόνο και την αδικία που υπάρχει στον κόσμο, όπως ένας παράλυτος παρακολουθεί τον πνιγμό ενός συνανθρώπου του, που κανείς δεν θα μπορούσε να σώσει.
Η αίσθηση παραίτησης απέναντι στα δεινά του κόσμου∙ απέναντι στην αδικία, τον πόνο και την αθλιότητα, είναι πλήρης, φανερώνοντας τη διάθεση του μελλοντικού αυτόχειρα βαρόνου ντε Τέιβε να αναγνωρίσει την απόλυτη ήττα του. Αν, άλλωστε, ο ίδιος οδηγείται στην αυτοχειρία, είναι, μεταξύ άλλων, διότι έχει αποδεχτεί πως δεν υπάρχει καμία απολύτως δυνατότητα να αντιμετωπιστεί αυτό το πλαίσιο αδικίας και αθλιότητας που κυριαρχεί στον κόσμο. Οποιαδήποτε σχετική προσπάθεια θα ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη, γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να ξεκινήσει καν. 

«Ο πόνος των άλλων έγινε μέσα μου κάτι πολύ μεγαλύτερο από έναν απλό πόνο: είναι ο πόνος να τον βλέπω, να βλέπω πως είναι ανεπανόρθωτος, και τελικά να νιώθω πως η βεβαιότητα ότι είναι ανεπανόρθωτος με φτωχαίνει ακόμα περισσότερο σε σχέση μ’ αυτή την άχρηστη ευγένεια του να θέλω να κάνω κάτι προκειμένου να τον επανορθώσω.»

Τα όποια ευγενή συναισθήματα έχει ο ποιητής κι η όποια επιθυμία του να δράσει κατά τρόπο τέτοιο που θα μπορούσε να προσφέρει ανακούφιση και παρηγοριά στους συνανθρώπους του που υποφέρουν, αίρονται από την επώδυνη επίγνωση πως ο πόνος των άλλων είναι απολύτως ανεπανόρθωτος. Επίγνωση που πολλαπλασιάζει την οδύνη του, μιας και ο ίδιος υποφέρει όχι μόνο βλέποντας τους ανθρώπους γύρω του να πονούν, αλλά και πολύ περισσότερο υποφέρει διότι γνωρίζει πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να απαλυνθεί ή να θεραπευτεί αυτός ο πόνος. Έτσι, αν και θα ήθελε να κάνει κάτι για τους άλλους, τελικά το μόνο που του απομένει είναι η γνώση πως κάθε τέτοια επιθυμία είναι εντελώς ανώφελη∙ διαπίστωση που καθιστά ακόμη πιο έντονη την αίσθηση αδυναμίας απέναντι στον πόνο και στις αδικίες που βιώνουν οι συνάνθρωποί του.

«Η έλλειψη ορμής μέσα μου ήταν πάντα, σε τελική ανάλυση, η πηγή και η αιτία όλων των δεινών μου -το να μην μπορώ να θελήσω πριν σκεφτώ, το να μην μπορώ να αφοσιωθώ, το να μην μπορώ να πάρω μιαν απόφαση με τον μόνο τρόπο που αποφασίζουν οι άνθρωποι: με την αποφασιστικότητα, κι όχι με το μυαλό-, όπως ο γάιδαρος του Μπυριντάν που πεθαίνει πάνω στη μαθηματική διχοτόμο που χωρίζει το νερό από τη συγκίνηση και το άχυρο από την προσπάθεια, ενώ, αν δεν σκεφτόταν, ίσως και να πέθαινε, αλλά δεν θα πέθαινε ούτε από πείνα, ούτε από δίψα.»

Ο ποιητής αναγνωρίζει ως σημαντικότερο πρόβλημα της προσωπικότητάς του κι ως αιτία όλων των δεινών που αντιμετώπισε στη ζωή του, την απουσία της εσωτερικής εκείνης ορμής που θα τον οδηγούσε απευθείας στη δράση, χωρίς να χρειάζεται οι πράξεις του να προκύπτουν ύστερα από σκέψη. Δεν είχε ποτέ εκείνη τη μορφή βούλησης που θα τον κινητοποιούσε αμέσως και χωρίς δισταγμούς, μιας και για εκείνον η μόνη δυνατότητα να θελήσει να κάνει κάτι ή να πάρει μια απόφαση, ήταν να το σκεφτεί πρώτα. Δεν είχε, λοιπόν, τη δυναμική εκείνη αποφασιστικότητα που σαρώνει τις όποιες επιφυλάξεις και εξωθεί το άτομο στην αποτελεσματικότητα της ενέργειας. Νιώθει, όπως το καταγράφει ο ίδιος, σαν τον γάιδαρο εκείνο από το νοητικό πείραμα που σατιρίζει τον ηθικό ντετερμινισμό του Jean Buridan -γι’ αυτό και αποδίδεται σ’ αυτόν-, που ενώ διψά και πεινά εξίσου, όταν τον τοποθετούν ανάμεσα στο νερό και στο άχυρο, αδυνατεί ν’ αποφασίσει -θύμα της ελευθερίας επιλογών- μεταξύ των δύο, και πεθαίνει από πείνα κι από δίψα. Κι όμως, τονίζει ο ποιητής, αν αυτός ο γάιδαρος δεν σκεφτόταν και είχε την αναγκαία αποφασιστικότητα, δεν θα πέθαινε από στέρηση τροφής ή νερού.
Κατά τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, ο ποιητής βασανίζεται από την έλλειψη αποφασιστικότητας, που τον έχει επί της ουσίας καθηλώσει στην αναποτελεσματικότητα της αδράνειας.

«Ό,τι σκέφτομαι ή αισθάνομαι μετατρέπεται αναπόφευκτα σε αδράνεια, που παίρνει διάφορες μορφές. Η σκέψη, που για άλλους είναι η πυξίδα της δράσης, για μένα γίνεται το μικροσκόπιό της, και με κάνει να βλέπω ότι έχω να δρασκελίσω κόσμους ολόκληρους εκεί όπου ένα βηματάκι θα ήταν αρκετό – ως εάν ο συλλογισμός του Ζήνωνα (που καταδεικνύει ότι το διάστημα είναι αδιάβατο, αφού είναι απείρως διαιρετό, άρα και άπειρο) να ήταν ένα περίεργο ναρκωτικό με το οποίο έχει δηλητηριαστεί το νοητικό μου σύστημα.»

Η έλλειψη αποφασιστικότητας του ποιητή τρέπεται σε πλήρη αδρανοποίηση υπό την πίεση τόσο όσων σκέφτεται όσο και όσων αισθάνεται. Έτσι, σε αντίθεση με τους άλλους ανθρώπους που αξιοποιούν τις σκέψεις τους για να οργανώνουν πιο αποτελεσματικά τη δράση τους, για εκείνον η σκέψη λειτουργεί σαν ένα μικροσκόπιο που μεγεθύνει δραματικά τα όσα έχει να κάνει προκειμένου να ολοκληρώσει μια πράξη, κάνοντάς τον να αισθάνεται πως έχει να δρασκελίσει ολόκληρους κόσμους, ενώ στην πραγματικότητα ένα απλό βήμα θα επαρκούσε για να υλοποιήσει αυτό που είχε κατά νου. Είναι σαν να έχει μολυνθεί η σκέψη του και να έχει εξωθηθεί σε μια κατάσταση νάρκωσης από το παράδοξο του Ζήνωνα του Ελεάτη, που ήθελε κάθε πιθανή απόσταση να είναι ανέφικτο να καλυφθεί, εφόσον κάθε μέρος αυτής της απόστασης μπορεί να διαιρεθεί στο μισό της και το μισό αυτό σ’ ένα άλλο μισό κι αυτό το μισό με τη σειρά του σ’ ένα άλλο μισό και ούτω καθεξής, με τις διαιρέσεις αυτές να είναι άπειρες, καθιστώντας αντιστοίχως άπειρες και τις επιμέρους αποστάσεις που θα έπρεπε κάποιος να καλύψει, και κατ’ επέκταση αδύνατη την έννοια της κίνησης.

«Όσο για το συναίσθημα, που σε άλλους γλιστράει μέσα στη βούληση όπως το χέρι μέσα στο γάντι, ή η γροθιά μέσα στον προφυλακτήρα του ξίφους, υπήρξε πάντα για μένα ένας άλλος τρόπος σκέψης, εξίσου μάταιος με μια κρίση οργής που μας κάνει να τρέμουμε σε σημείο να μην μπορούμε πια να σαλέψουμε, ένα είδος πανικού της έξαψης που, όπως ο πανικός του φόβου, κρατάει τον τρομοκρατημένο άνθρωπο καρφωμένο στο έδαφος, ενώ και ο ίδιος του ο τρόμος θα έπρεπε να τον σπρώχνει στη φυγή.»

Κι αν η σκέψη αδρανοποιεί τον ποιητή εφόσον τον οδηγεί στην πεποίθηση πως είναι ανυπέρβλητα τα όσα έχει να αντιμετωπίσει, εξίσου ανασταλτικά για την όποια απόπειρα δράσης λειτουργούν σ’ εκείνον και τα συναισθήματά του. Ενώ στους άλλους ανθρώπους το συναίσθημα προσαρμόζεται πλήρως με την επιθυμία τους να δράσουν, για εκείνον, αντιθέτως, το συναίσθημα είναι σαν ένας άλλος τρόπος σκέψης, που δρα, όπως κι η πραγματική σκέψη, αποτρεπτικά σε κάθε ενδεχόμενο δράσης. Είναι σαν να οδηγούνται τα συναισθήματά του πολύ γρήγορα σε τέτοια ένταση, ώστε να τον καθηλώνουν, όπως ακριβώς ένας πανικός φόβου καθηλώνει τον τρομοκρατημένο άνθρωπο, έστω κι αν αυτός ο ίδιος ο φόβος θα έπρεπε να λειτουργεί ενισχυτικά στη θέλησή του να φύγει τρέχοντας.
Ο βαρόνος ντε Τέιβε είναι ένας άνθρωπος, λοιπόν, που αδυνατεί να δράσει, όπως δρουν οι άλλοι άνθρωποι, καθώς του λείπει η αποφασιστικότητα κι έχει, συνάμα, να παλέψει και με τα συναισθήματά του που με την έντασή τους τον παραλύουν∙ είναι, παράλληλα, ένας άνθρωπος που αναγνωρίζει τη ματαιότητα που διακρίνει την όποια προσπάθεια να καταπολεμηθεί η αδικία και ο πόνος που μαστίζουν τον κόσμο, έστω κι αν δεν υπάρχει κάτι που θα το ήθελε περισσότερο. Είναι ένας άνθρωπος που αποδέχεται πως έχει ηττηθεί σε όλα, έστω κι αν δεν έχει προσπαθήσει για τίποτε, αφού το μόνο που βλέπει γύρω του είναι ανυπέρβλητα προβλήματα. Είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να δώσει τον αγώνα της ζωής, μιας και δεν έχει τη βούληση εκείνη που ωθεί τους άλλους σε συνεχή δράση.

«Μάθαμε χτες πως ο κ. Άλβαρο Κοέλιο ντε Ατάιντε, 20ός Βαρόνος ντε Τέιβε, που ανήκε σε μια από τις πιο επιφανείς οικογένειες της περιοχής αυτοκτόνησε στο σπίτι του στη Μασιέιρα. Το θλιβερό τέλος του βαρόνου ντε Τέιβε προκάλεσε φοβερή εντύπωση, καθώς ο μεταστάς απολάμβανε τη γενική εκτίμηση λόγω της ευγένειας του χαρακτήρα του.»

[Fernando Pessoa, Η αγωγή του στωικού, ΡΟΕΣ microMEGA

Κώστας Καρυωτάκης «Φυγή»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jane Davies

Κώστας Καρυωτάκης «Φυγή»

I
Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου.
Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ’ όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.

II
Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους.

III
Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη, κι επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα, σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κι ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.

IV
Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Που ν’ αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δυο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Που πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ’ αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.

Το «Φυγή» δοσμένο σε πεζό λόγο, όπως και τα περισσότερα από τα τελευταία κείμενα του Καρυωτάκη, είναι μια αφοπλιστικά ειλικρινής καταγραφή των σκέψεων και των συναισθημάτων ενός ανθρώπου που συνθλίβεται υπό το βάρος της κατάθλιψης. Αδυνατώντας ν’ αντέξει τη συνύπαρξη με τους άλλους και βιώνοντας ως μια ανυπόφορη κατάσταση την ίδια του την ύπαρξη, ο ποιητής αποζητά τη φυγή από την πραγματικότητα, κι ίσως ενδόμυχα τη φυγή από την ίδια τη ζωή.

I
«Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου.»

Η πραγματικότητα που βιώνει ο ποιητής∙ η πραγματικότητα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, έχει καταστεί σε τέτοιο βαθμό δυσβάστακτη γι’ αυτόν, ώστε αισθάνεται πλέον τη δυσφορία του να σωματοποιείται. Το άγχος που νιώθει εξαιτίας όσων αντιμετωπίζει κι η απέχθειά του για όσα αντικρίζει, του προκαλούν σωματικό πόνο. Το συναίσθημα του πνιγμού και της παγίδευσης κυριαρχούν, αφού είναι σαν να έχουν αφαιρέσει τον αέρα γύρω του και στη θέση του να έχουν τοποθετήσει τείχη, τα οποία όλο και στενεύουν, δημιουργώντας μια κατάσταση ασφυκτική. Μια κατάσταση, μάλιστα, από την οποία δεν μπορεί να διαφύγει αφού ακόμη και το έδαφος μοιάζει να έχει δώσει τη θέση του σ’ επικίνδυνα τέλματα που τον τραβούν προς τα κάτω. Ο ποιητής νιώθει σαν να βυθίζεται διαρκώς, εγκλωβισμένος σ’ ένα συναίσθημα πανικού∙ αδυνατεί να ελέγξει τον εαυτό του και τα συναισθήματά του, προδομένος από τις ίδιες του τις αισθήσεις, σ’ έναν κόσμο που του προσφέρει μόνο αφορμές πόνου και ταραχής.

«Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ’ όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.»

Παγιδευμένος σ’ αυτή την κατάσταση αδιάκοπου και οδυνηρού άγχους δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει κατά τρόπο φυσιολογικό. Ακόμη και η πιο απλή υπόθεση, ακόμη και η πιο απλή δραστηριότητα, γίνεται γι’ αυτόν κανονική περιπέτεια, αφού είναι αναγκασμένος να τη σκεφτεί και να την προμελετήσει σ’ εξαντλητικό σημείο. Για να διατυπώσει μια απλή, καθημερινή φράση νιώθει πως πρέπει να τη σκεφτεί σε όλη της την έκταση, εξετάζοντας κάθε της πιθανή προέκταση και κάθε της πιθανό αντίκτυπο∙ νιώθει πως πρέπει να την ελέγξει ως προς την ιστορική της θέση, ως προς τις αιτίες που την καθιστούν αναγκαία, αλλά και ως προς τα αποτελέσματα που αυτή θα έχει. Κάθε του βήμα τρέπεται έτσι σε αλγεβρική εξίσωση, καθηλώνοντάς τον σε μια αδρανή κατάσταση εσωτερικής αγωνίας και συνεχούς προβληματισμού.
Δέσμιος των καταθλιπτικών του συναισθημάτων αδυνατεί να ενεργήσει με την αποτελεσματική άνεση των φυσιολογικών ανθρώπων. Αναλύει εξονυχιστικά καθετί και δυσκολεύεται να προβεί ακόμη και στις πιο απλές πράξεις της καθημερινότητας.

II
«Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους.»

Ο ποιητής έχει πλήρη επίγνωση της εσωτερικής του αξίας, γνωρίζει εντούτοις πως η ποιότητα του πνεύματός του δεν μπορεί να τον προφυλάξει από τη σκληρότητα των ανθρώπων κι από τις αντιξοότητες της καθημερινότητας. Παρομοιάζει, λοιπόν, τον εαυτό του μ’ ένα πολύτιμο βιβλίο που το έχουν ρίξει στη λάσπη∙ μ’ ένα θαυμαστό και αξιόλογο βιβλίο, το οποίο, αν και εμπεριέχει υψηλές έννοιες, δεν μπορούν αυτές να το προφυλάξουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα φυσικά στοιχεία κι από τους ανθρώπους. Έτσι όπως είναι ριγμένο στη λάσπη, καταστρέφεται, όπως θα καταστρεφόταν οτιδήποτε άλλο αναλόγως ευάλωτο, παρά τη μεγάλη του αξία και παρά το πολύτιμο περιεχόμενό του.
Ακριβώς αυτή είναι η αίσθηση που έχει ο ποιητής για τον εαυτό του. Νιώθει πως τον έχουν ρίξει σ’ ένα βρομερό περιβάλλον, γεμάτο αδικία και μικροπρέπειες, που τον καταστρέφει γοργά, χωρίς η ηθική και πνευματική του αξία να είναι ικανή να τον διασώσει.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Καρυωτάκης επιλέγει να παρομοιώσει τον εαυτό του με τον διάλογο του Πλάτωνα «Φαίδων»∙ έναν διάλογο στον οποίο διερευνάται η αθανασία της ψυχής. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σωκράτης, η ψυχή, που μετέχει στην Ιδέα της ζωής, δεν μπορεί να δεχτεί μέσα της την Ιδέα του θανάτου. Έτσι, ακόμη κι αν το θνητό σώμα του ανθρώπου πεθάνει, η ψυχή του θα παραμείνει αθάνατη. Τέτοια είναι η μόνη διάσωση από τις μικρότητες της ζωής που πιθανώς αντικρίζει και προσδοκά ο ποιητής.

III
«Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη, κι επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα, σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή.»

Η αναφορά στο καρναβάλι μας δίνει ένα στοιχείο χρονολόγησης του κειμένου ή έστω του αρχικού ερεθίσματος, αφού μας παραπέμπει στην Πάτρα, όπου ο ποιητής βρέθηκε αποσπασμένος τον Φλεβάρη του 1928, λίγους μήνες δηλαδή προτού αποσπαστεί στην Πρέβεζα.
Ο ποιητής βλέπει τη ζωή σαν ένα χυδαίο καρναβάλι στο οποίο κυριαρχούν η υποκρισία και το ψεύδος. Ένα καρναβάλι στο οποίο ο ίδιος επέλεξε να συμμετάσχει παρουσιάζοντας όλη την αλήθεια της ψυχής του. Η αληθινή πορφύρα και το ατόφιο χρυσάφι του στέμματός του συμβολίζουν την ηθική του ακεραιότητα με την οποία πορεύτηκε σε όλη του τη ζωή. Αδιάφορος απέναντι στα κελεύσματα της παρακμής και της ασυδοσίας, βάδισε ακούγοντας μόνο την εσωτερική του φωνή, που του υπεδείκνυε μια αδιαπραγμάτευτη ηθικότητα σε όλες του τις πράξεις. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, τους αγώνες που έδωσε ο ποιητής κατά της κρατικής διαφθοράς και το υψηλό τίμημα που πλήρωσε γι’ αυτούς τους αγώνες σε προσωπικό επίπεδο.
Ο ποιητής βάδισε σ’ αυτό τον κόσμο της ανηθικότητας, της απάτης και του εγωκεντρισμού, χωρίς να έχει συνείδηση του περιβάλλοντος, χωρίς να δίνει σημασία στον εκφυλισμό των άλλων. Προχώρησε, σαν υπνοβάτης, δίνοντας σημασία μόνο στην εσωτερική του φωνή και στις δικές του αξίες, που δεν του επέτρεψαν να επηρεαστεί από τους άλλους και να χάσει την ακεραιότητά του.

«Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κι ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.»

Η προσπάθεια, όμως, ενός ηθικού ανθρώπου να προχωρήσει στη ζωή κατορθώνοντας να μείνει ανεπηρέαστος από τη διαφθορά των άλλων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Παντού γύρω του άκουγε τις φωνές και δεχόταν τα χτυπήματα των γελοίων και κενόδοξων ανθρώπων∙ παντού γύρω του επικρατούσε μια κατάσταση πλήρους ηθικής διάλυσης. Ο ποιητής προσήλωνε, λοιπόν, την προσοχή του στην εσωτερική του φωνή, στο δικό του σύστημα αξιών, αλλά και στα σύννεφα, προκειμένου να μην κάμπτεται απ’ όσα εκτυλίσσονταν γύρω του. Τα σύννεφα έχουν εδώ συμβολική λειτουργία, καθώς επί της ουσίας πρόκειται για εκείνο το προστατευτικό παραπέτασμα που έχει δημιουργήσει η συνείδηση του ποιητή για να τον προφυλάξει, υποτίθεται, από τον εκφυλισμό του περιβάλλοντος, αλλά αποτρέποντάς τον στην πραγματικότητα να κατανοήσει πόσο μάταιος ήταν ο προσωπικός του αγώνας.
Ο ποιητής δίνει μάχη για να προχωρήσει στη ζωή, παλεύει με τους ανθρώπους εκείνους που έχουν περιέλθει σε πλήρη ηθική κατάπτωση∙ παλεύει με τους διεφθαρμένους συνανθρώπους του, ελπίζοντας πως θα κατορθώσει ν’ ανοίξει δρόμο για μια πιο ηθική διαβίωση. Εντούτοις, όταν κάποια στιγμή τελείως καταπονημένος και ματωμένος από τον συνεχή αγώνα, σταματά για να ξεκουραστεί, συνειδητοποιεί όλη την τραγική αλήθεια της ζωής του. Υπό το φως του ήλιου, πλέον, αντικρίζει όλους τους άλλους να γελούν ειρωνικά εις βάρος του και καταλαβαίνει πως ο ίδιος έχει απομείνει γυμνός. Κάθε του προσπάθεια αποδείχθηκε μάταιη, αφήνοντάς τον εντελώς απροστάτευτο απέναντι στη σκληρότητα και τη μοχθηρότητα των άλλων.
Μια επώδυνη συνειδητοποίηση που τσακίζει τον ποιητή και τον εξαναγκάζει να λυγίσει μπροστά σ’ αυτή την παντοδύναμη παρουσία της διαφθοράς και της ανηθικότητας. Αυτή ήταν κι η τελευταία φορά που κατόρθωσε ν’ ακούσει την εσωτερική του φωνή, αφού ήταν πλέον ξεκάθαρο πως όλες εκείνες οι ηθικές αρχές που με τόση προσήλωση ακολουθούσε δεν είχαν να του προσφέρουν απολύτως τίποτε. Ο ποιητής είχε πια ηττηθεί.

IV
«Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Που ν’ αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δυο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα.»

Χωρίς την προστασία της ακλόνητης εμπιστοσύνης στις εσωτερικές του αρχές και στην έννοια του δικαίου, ο ποιητής αδυνατεί πλέον να αντικρίσει τον κόσμο μ’ εκείνη τη γαλήνη που του προσέφερε άλλοτε η πεποίθηση πως θα υπερισχύσει τελικά το σωστό και πως θα υποχωρήσει η αδικία. Τώρα πια, τελείως συντετριμμένος, αισθάνεται πως δεν μπορεί καν να διαχειριστεί την ίδια του την ύπαρξη. Αφού δεν μπορεί να τα βάλει με τη διαφθορά και το άδικο, για ποιο λόγο να συνεχίσει να παλεύει;
Καθετί γύρω του αποτελεί πηγή οδύνης, αφού ακόμη κι η ομορφιά της φύσης, που τόσες χαρές υπόσχεται, του φαίνεται ξένη και αδιάφορη, ενώ η αγέρωχη παρουσία των αιώνιων βουνών τον κάνει να αισθάνεται απόλυτα ασήμαντος και προσωρινός. Ο ποιητής δεν μπορεί να αντλήσει τη γαλήνη που επιθυμεί από την απλότητα και το κάλλος του φυσικού χώρου, ούτε μπορεί ν’ αποτινάξει την ταραχή που του προκαλεί η σκέψη της αδικίας που κυριαρχεί μεταξύ των ανθρώπων.
Επιλέγει, έτσι, να αφεθεί στις εσωτερικές του σκέψεις περπατώντας στον μεγάλο δημόσιο δρόμο της επαρχιακής πόλης όπου βρίσκεται, γνωρίζοντας πως δοσμένος στη διαρκή αγωνία της ψυχής του δεν πρόκειται να δει δεύτερη φορά το ίδιο πράγμα. Καθετί που αντικρίζει το αντιλαμβάνεται τελείως διαφορετικά κάθε επόμενη φορά που το βλέπει. Τα πάντα γύρω του και μέσα του βρίσκονται υπό διαρκή επανεξέταση και αναθεώρηση.

«Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Που πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ’ αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.»

Ο ποιητής μακαρίζει τους χωρικούς που συναντά, καθώς εκείνοι δεν βιώνουν αυτή τη διαρκή εσωτερική πάλη. Η άγνοιά τους για τον βόρβορο της παρανομίας στα αστικά κέντρα και στο χώρο της πολιτικής, αποτελεί εγγύηση υγείας, αφού τους προφυλάσσει από την ψυχική αγωνία και την απόγνωση. Τα σπίτια τους μοιάζουν στα μάτια του ποιητή με παλάτια παραμυθιού, μιας και σ’ αυτά δεν φτάνει η κατάπτωση που έχει μολύνει τον αστικό βίο κι έχει διαφθείρει τους άλλους ανθρώπους. Οι χωρικοί είναι υγιείς και γαλήνιοι μέσα στην αθωότητά τους. Άλλωστε, οι κατσίκες τους με τις οποίες ασχολούνται δεν μηρυκάζουν σκέψεις, όπως αδιάκοπα κάνει ο νους του ποιητή, οδηγώντας τον σε μια αναπόδραστη κατάσταση θλίψης και απελπισίας.
Ο ποιητής απομακρύνεται με αποφασιστικότητα από το θέαμα των χωρικών που στέκουν απορημένοι απέναντί του και συνεχίζει να περπατά για ολόκληρες ημέρες, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει προς τα που πηγαίνει. Περπατά αδιάκοπα παρακινούμενος από την ασίγαστη επιθυμία να ξεφύγει απ’ όσα κλονίζουν την ψυχική του γαλήνη και τον βασανίζουν. Βρίσκει στο περπάτημα τη μόνη διέξοδο φυγής από τις νοσηρές καταστάσεις της συγκαιρινής του κοινωνίας∙ γνωρίζει, ωστόσο, καλά πως όταν τελικά γυρίσει το κεφάλι του προς τα πίσω θ’ αντικρίσει το φάσμα, την απειλητική παρουσία του ίδιου του τού εαυτού, αφού επί της ουσίας απ’ αυτόν προσπαθεί να ξεφύγει.
Ο πόνος, η θλίψη και η απόγνωση έχουν γίνει πια μέρος της υπόστασής του, καθιστώντας πλέον μάταιη κάθε προσπάθεια φυγής απ’ αυτά, αφού τα φέρει μέσα του και δεν μπορεί, όσο κι αν το θέλει, ν’ απομακρυνθεί ή να γλιτώσει.

Νεοελληνική Γλώσσα Α΄ Λυκείου: Κριτήριο Αξιολόγησης [Θέμα: Γλώσσα]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jacquie Gouveia

Νεοελληνική Γλώσσα Α΄ Λυκείου: Κριτήριο Αξιολόγησης [Θέμα: Γλώσσα]

Μητρικής γλώσσης εγκώμιον

Κάθε άνθρωπος όπου γης διαθέτει ένα κοινό γνώρισμα: μαθαίνει εξ απαλών ονύχων τη μητρική του γλώσσα. Πρόκειται για ένα προνόμιο τού ανθρώπινου είδους που συμβαδίζει και ανατροφοδοτείται από το έτερο μεγάλο χάρισμα τού ανθρώπου, τον νου. Νόηση και μητρική γλώσσα ξεχωρίζουν τον άνθρωπο και μέσα από τη συγκρότηση κοινωνιών τού εξασφαλίζουν «ποιότητα ζωής». Αυτό το διπλό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι, άλλωστε, αυτό που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από όλα τα λοιπά έμβια όντα. Γιατί με τη μητρική του γλώσσα ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τον κόσμο, αφού πρώτα τον συλλάβει με τον νου του. Το υπαρξιακό τρίπτυχο όντα τού κόσμου, έννοιες τού νου (με τις οποίες υπάρχουν για μας τα όντα) και σημασίες / λέξεις της μητρικής γλώσσας (με τις οποίες δηλώνονται οι έννοιες) περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο συστατικό τη γλώσσα.
Μιλώντας για γλώσσα αναφερόμαστε πρωτίστως στη μητρική γλώσσα που είναι κτήμα όλων. Αυτό δε που διακρίνει τη μητρική γλώσσα από οποιαδήποτε άλλη, από μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες που μαθαίνει κανείς, είναι ότι μόνο τη μητρική γλώσσα κατακτά εις βάθος, τόσο σε λογικό επίπεδο (γραμματική και συντακτική δομή - λεξιλόγιο) όσο και σε βιωματικό (συνθήκες πραγματικής χρήσης στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα). Γι’ αυτό οι γλωσσολόγοι επιφυλάσσουν για τη μητρική γλώσσα τον όρο κατάκτηση (acquisition), ενώ για τη γνώση μιας ξένης γλώσσας χρησιμοποιούν σκόπιμα έναν πιο «ήπιο» όρο, τον όρο (εκ)μάθηση (learning). Κατακτάς μόνο τη μητρική σου γλώσσα, ενώ κάθε άλλη απλώς την μαθαίνεις, περισσότερο ή λιγότερο καλά.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί και που κατεξοχήν διακρίνει τη μητρική από μια ξένη γλώσσα είναι ότι για κάθε φυσικό ομιλητή η γνώση της μητρικής γλώσσας δεν είναι ένα απλό εργαλείο συνεννόησης («εργαλειακή αντίληψη»), αλλά είναι κύριο συστατικό της ταυτότητάς του, είναι ο πολιτισμός του μέσα από το ιστορικό εννοιολογικό φορτίο των λέξεων που χρησιμοποιεί, είναι η ψυχοσύνθεσή του και η νοοτροπία τού λαού του, είναι ο τρόπος που βλέπει και εκφράζει τον κόσμο του, είναι η σκέψη του, είναι η πατρίδα του. Είναι δηλ. όλα τα στοιχεία που συνιστούν την «αξιακή αντίληψη» της γλώσσας, μια έννοια που υπερβαίνει κάθε απλή χρηστική αντίληψη.
Η έννοια μιας «ενιαίας γλώσσας» για όλους ούτε υπήρξε ποτέ ούτε μπορεί να υπάρξει, γιατί θα προσκρούει πάντα σε μια αδήριτη γλωσσική πραγματικότητα, στην εγγενή διαφοροποίηση τής γλώσσας που διαμορφώνουν πάντα διαφορετικοί λαοί, με διαφορετικό πολιτισμό, ιστορία και νοοτροπία. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει - και έχει υπάρξει κατά καιρούς - είναι μια ευρύτερης χρήσεως δεύτερη γλώσσα, μια ξένη δηλ. γλώσσα που χρησιμοποιείται ως lingua franca, γλώσσα επικοινωνίας για πρακτικές ανάγκες συνεννόησης, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται υπεργενικευτικά και ως «κοινή γλώσσα».
Συνήθως θεωρούμε ως δεδομένη και συγκριτικά πιο εύκολη τη γνώση της μητρικής γλώσσας από εκείνη μιας ξένης γλώσσας. Η άποψη αυτή ισχύει με την έννοια ότι μια σημαντική παράμετρος της γλώσσας, το γλωσσικό περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο, κοινωνία, ΜΜΕ κ.ά.), που παίζει καθοριστικό ρόλο στη γνώση της γλώσσας, συνοδεύει κατά φυσικό τρόπο μόνο τη μητρική γλώσσα. Έτσι, δεν είναι τυχαίο που φυσικοί ομιλητές χαρακτηρίζονται μόνο οι ομιλητές της μητρικής γλώσσας. Ωστόσο, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν ζήσει κανείς επί μακρόν στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα και ασχοληθεί συστηματικά με τη μάθησή της, τότε αποκτά μια βιωματική γνώση της μη μητρικής γλώσσας που μπορεί να εγγίσει τα όρια της κατάκτησης.
Τέλος, ακόμη και προκειμένου για τη μητρική γλώσσα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε όλη τη ζωή μας, από την ώρα που γεννιόμαστε μέχρι βαθέος γήρατος, διατελούμε μονίμως «μαθητές» της μητρικής μας γλώσσας, η δε κατάκτησή της σ’ ένα απαιτητικό επίπεδο είναι πάντα «έργο ζωής».

Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Το Βήμα, 1 Φεβρουαρίου 2014

ΘΕΜΑΤΑ  

Α.1. Πώς τεκμηριώνει ο συγγραφέας την άποψή του πως η μητρική γλώσσα δεν είναι ένα απλό εργαλείο συνεννόησης; Να καταγράψετε την απάντησή σας σε μία παράγραφο 80-100 λέξεων.
Μονάδες 15

Α.2. Με ποιον τρόπο αναπτύσσεται η δεύτερη παράγραφος του κειμένου; (Μιλώντας για γλώσσα αναφερόμαστε... περισσότερο ή λιγότερο καλά.)
Μονάδες 5

Α.3. Να εντοπίσετε τα δομικά στοιχεία της δεύτερης παραγράφου του κειμένου. (Μιλώντας για γλώσσα αναφερόμαστε... περισσότερο ή λιγότερο καλά.)
Μονάδες 5

Β.1. Στις ακόλουθες φράσεις να αντικαταστήσετε τις υπογραμμισμένες λέξεις με άλλες συνώνυμες:
- Αυτό που πρέπει να τονιστεί και που κατεξοχήν διακρίνει τη μητρική από μια ξένη γλώσσα...
- Είναι δηλ. όλα τα στοιχεία που συνιστούν την «αξιακή αντίληψη» της γλώσσας...
- ... που παίζει καθοριστικό ρόλο στη γνώση της γλώσσας...
- ... γιατί θα προσκρούει πάντα σε μια αδήριτη γλωσσική πραγματικότητα...
Μονάδες 5

Β.2. Να γράψετε μία αντώνυμη λέξη για καθεμία από τις ακόλουθες λέξεις του κειμένου: προνόμιο, διαφοροποιεί, σκόπιμα, διαφορετικοί, ευρύτερης.
Μονάδες 5

Β.3. Να διαχωρίσετε τα συνθετικά μέρη των ακόλουθων σύνθετων λέξεων κι ύστερα να γράψετε μια νέα σύνθετη λέξη χρησιμοποιώντας το β΄ συνθετικό καθεμιάς:
εξασφαλίζουν, συλλάβει, διακρίνει, υπερβαίνει, νοοτροπία.
Μονάδες 10

Β.4. Να σχηματίσετε προτάσεις με τις ακόλουθες λέξεις του κειμένου:
συμβαδίζει, αναπόσπαστο, κατακτά, συνεννόησης, συστηματικά.
Μονάδες 5

Γ. Σε ένα άρθρο για την τοπική εφημερίδα του Δήμου σας να παρουσιάσετε την ιδιαίτερη αξία που έχει η καλή εκμάθηση της μητρικής γλώσσας για τους νέους τόσο σε ό,τι αφορά τον πνευματικό τομέα, όσο και τον κοινωνικό. (350-400 λέξεις)
Μονάδες 50

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Α.1. Ο συγγραφέας προκειμένου να τεκμηριώσει την άποψή του αυτή τονίζει τον πολλαπλό ρόλο της μητρικής γλώσσας στη διαμόρφωση της ταυτότητας του κάθε ατόμου. Ειδικότερα, επισημαίνει πως η μητρική γλώσσα συνιστά καίριο τμήμα του εθνικού πολιτισμού, εφόσον οι λέξεις της εμπεριέχουν και υποδηλώνουν στοιχεία της ιδιαίτερης ιστορικής πορείας κάθε λαού. Επιπροσθέτως, η μητρική γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ψυχοσύνθεση του κάθε ατόμου, αλλά και εν γένει με τη νοοτροπία του κάθε λαού. Σε ό,τι αφορά, άλλωστε, το κάθε επιμέρους άτομο η μητρική γλώσσα φανερώνει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο βλέπει και εκφράζει την κοινωνική του πραγματικότητα. Ταυτίζεται, δηλαδή, υπό μία έννοια, με την ίδια του τη σκέψη. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, η μητρική γλώσσα κάθε ανθρώπου είναι η πατρίδα του.   

Α.2. Ο κύριος τρόπος ανάπτυξης της παραγράφου είναι αυτός της σύγκρισης αντίθεσης (συγκρίνεται ο βαθμός κατάκτησης της μητρικής γλώσσας με το επίπεδο εκμάθησης κάθε άλλης ξένης γλώσσας). Ενδεικτική ως προς αυτό η χρήση της λέξης «ενώ», όπως και του ρήματος «διακρίνει». 
Δευτερεύων τρόπος ανάπτυξης είναι αυτός της αιτιολόγησης (Γι’ αυτό οι γλωσσολόγοι...).

Α.3. Θεματική περίοδος: Μιλώντας για γλώσσα αναφερόμαστε πρωτίστως στη μητρική γλώσσα που είναι κτήμα όλων.
Σχόλια / λεπτομέρειες: Αυτό δε που διακρίνει τη μητρική γλώσσα από οποιαδήποτε άλλη, από μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες που μαθαίνει κανείς, είναι ότι μόνο τη μητρική γλώσσα κατακτά εις βάθος, τόσο σε λογικό επίπεδο (γραμματική και συντακτική δομή - λεξιλόγιο) όσο και σε βιωματικό (συνθήκες πραγματικής χρήσης στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα). Γι’ αυτό οι γλωσσολόγοι επιφυλάσσουν για τη μητρική γλώσσα τον όρο κατάκτηση (acquisition), ενώ για τη γνώση μιας ξένης γλώσσας χρησιμοποιούν σκόπιμα έναν πιο «ήπιο» όρο, τον όρο (εκ)μάθηση (learning). 
Κατακλείδα: Κατακτάς μόνο τη μητρική σου γλώσσα, ενώ κάθε άλλη απλώς την μαθαίνεις, περισσότερο ή λιγότερο καλά.

Β.1. - Αυτό που πρέπει να τονιστεί και που κυρίως διαχωρίζει τη μητρική από μια ξένη γλώσσα...
- Είναι δηλ. όλα τα στοιχεία που αποτελούν/συγκροτούν την «αξιακή αντίληψη» της γλώσσας...
- ... που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη γνώση της γλώσσας...
- ... γιατί θα συγκρούεται πάντα με μια αδήριτη γλωσσική πραγματικότητα...

Β.2. προνόμιο // υποχρέωση
διαφοροποιεί // εξομοιώνει
σκόπιμα // ακούσια
διαφορετικοί // όμοιοι
ευρύτερης // περιορισμένης

Β.3. εξασφαλίζουν < εξ (επιτακτικό πρόθημα) + ασφαλίζω < ασφαλής (διασφαλίζω, ανασφαλής) 
συλλάβει < συν + λαμβάνω (απολαμβάνω, αναλαμβάνω, πρόσληψη)
διακρίνει < δια + κρίνω (επίκριση, ανάκριση)
υπερβαίνει < υπερ + βαίνω (ανάβαση, διάβαση, κατάβαση)
νοοτροπία < νους + τρόπος (ανατρέπω, εκτροπή)

Β.4. Η ελληνική οικονομία πρέπει να συμβαδίζει με τις οικονομίες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Μακεδονία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Ελλάδας.
Μέσα σε λίγα λεπτά κατέκτησε το δύσκολο ακροατήριο.
Η συνεννόηση είναι δύσκολη, όταν δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Ακολουθεί συστηματικά ένα αυστηρό πρόγραμμα μελέτης.

Γ. Τίτλος: Η μητρική γλώσσα ως μέσο πνευματικής και κοινωνικής ανάπτυξης

Πρόλογος: Στον πρόλογο θα πρέπει να γίνει συνοπτική παρουσίαση του θέματος με αναφορά στην άμεση διασύνδεση της μητρικής γλώσσας τόσο με τη δυνατότητα ουσιαστικής πνευματικής εξέλιξης, όσο και με την επιτυχή κοινωνικοποίηση του ατόμου.

Κύριο μέρος:
Μητρική γλώσσα & Πνευματικός τομέας
- Με τη συνδρομή της γλώσσας -κυρίως μέσω του γραπτού λόγου- το άτομο κατορθώνει να έρθει σε επαφή με τα πνευματικά δημιουργήματα παλαιότερων εποχών, αλλά και με το τρέχον γνωστικό υλικό των διαφόρων επιστημών, επιτυγχάνοντας τον εμπλουτισμό των γνώσεών του και φυσικά τη γενικότερη πνευματική του καλλιέργεια.

- Η γλώσσα, άλλωστε, αποτελεί το βασικό εργαλείο μετάδοσης γνώσεων, καθώς καθιστά εφικτή, όχι μόνο τη μελέτη γραπτών κειμένων, αλλά και τη διεξοδική προφορική παρουσίαση των γνωστικών αντικειμένων από τους διδάσκοντες, με την παράλληλη αποσαφήνιση εννοιών που δυσχεραίνουν το μαθητή.  

- Η σύνδεση της γλώσσας με τη συνολική ενίσχυση των πνευματικών και διανοητικών λειτουργιών του ατόμου είναι προφανής, υπό την έννοια πως ο γλωσσικός κώδικας αποτελεί βασικό φορέα σκέψης και συλλογισμών. Η διεύρυνση, επομένως, της γλωσσικής δεξιότητας του ατόμου, όπως και του λεξιλογίου του, προσφέρει το αναγκαίο υλικό για την επίτευξη νέων και πιο σύνθετων συλλογισμών, που ενισχύουν την αντιληπτική του ικανότητα.

- Η γλώσσα ως μέσο πειθούς ωθεί το άτομο στην ενίσχυση της ικανότητάς του να διαρθρώνει κατά τρόπο λογικό τις σκέψεις του, να σχηματίζει επιχειρήματα και να επιτυγχάνει έτσι την αποτελεσματικότερη δυνατή επικοινωνία.

- Ο γραπτός λόγος συνιστά βασικό μέσο διατήρησης του πνευματικού πολιτισμού ενός έθνους, παρέχοντας τη δυνατότητα στις νεότερες γενιές να γνωρίσουν τόσο τη λογοτεχνική όσο και την ιστορική παράδοση του τόπου τους.

- Με τη συνδρομή της γλώσσας το άτομο έχει την ευκαιρία να μελετήσει σημαντικά έργα, να γίνει αποδέκτης συστηματικής αγωγής, καθώς και να εμπλακεί σε διεξοδικές συζητήσεις με άλλα άτομα, αποκτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο μια πληρέστερη εικόνα του πολυσύνθετου χαρακτήρα της κοινωνίας και της ανθρώπινης φύσης. Στοιχεία αναγκαία προκειμένου να απαλλαγεί από πιθανές προκαταλήψεις ή ξεπερασμένες απόψεις σχετικά με τους συνανθρώπους του. Η εικόνα του ατόμου για τον κόσμο διευρύνεται σημαντικά, προσφέροντάς του την πνευματική εκείνη απελευθέρωση που θα του επιτρέπει να συνυπάρχει με τους άλλους ανθρώπους, χωρίς να βρίσκεται υπό το καθεστώς ιδεοληψιών και αρνητικών προκαταλήψεων.  

Μητρική γλώσσα & κοινωνικός τομέας
- Η γλώσσα και ειδικότερα η μέσω αυτής δυνατότητα του διαλόγου καθιστά εφικτή την επικοινωνία, και άρα τη γνωριμία μεταξύ ατόμων, επιτρέποντας έτσι την κοινωνικοποίησή τους. Οι άνθρωποι κατορθώνουν χάρη στη γλώσσα να εδραιώσουν τις φιλικές και επαγγελματικές τους σχέσεις, όπως και τις σχέσεις έρωτα και αγάπης.

- Μέσω της γλώσσας το άτομο κατορθώνει να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του (είτε αυτά είναι θετικά είτε αρνητικά), επιτρέποντας την εδραίωση πιο ουσιαστικών σχέσεων με τα μέλη του κοινωνικού του περίγυρου.

- Επιπροσθέτως, καθίσταται εφικτή η διατύπωση των ιδεών και των απόψεων του ατόμου, στοιχείο που επιτρέπει στα άλλα άτομα να κατανοήσουν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται και να γνωρίσουν τις αντιλήψεις του για ουσιώδη κοινωνικά, πολιτικά ή πνευματικά ζητήματα. Θεμέλιο, άλλωστε, των διαπροσωπικών σχέσεων είναι η ανταλλαγή απόψεων και ιδεών, ώστε το κάθε άτομο να εξοικειώνεται με τον ιδιαίτερο τρόπο θέασης της κοινωνικής πραγματικότητας του άλλου προσώπου.

- Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, τα πολιτικά θέματα, η γλώσσα και ο διάλογος επιτρέπουν την διατύπωση απόψεων, αλλά και την άσκηση κριτικού ελέγχου στις αποφάσεις και τις δράσεις των πολιτικών. Προκύπτει, έτσι, η ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, εφόσον κάθε πολίτης μπορεί να έχει ενεργό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Επίλογος: Στο πλαίσιο του επιλόγου γίνεται μια συνοπτική ανακεφαλαίωση των πιο σημαντικών σημείων από αυτά που έχουν ήδη αναπτυχθεί στο κύριο μέρος της έκθεσης. Εναλλακτικά, ο μαθητής μπορεί να προχωρήσει σε μια αξιολογική αποτίμηση της έννοιας που κλήθηκε να παρουσιάσει στο κύριο μέρος. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...