Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Elizabeth B. Browning «Σονέτο XLIII»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michael Creese

Elizabeth B. Browning «Σονέτο XLIII»

Πώς σ’ αγαπώ; Τους τρόπους ας μετρήσω.
Σ’ αγαπώ στο βάθος, πλάτος και ύψος
που η ψυχή μου δύναται να φτάσει, σαν ψάχνει αόρατη
να βρει το τέλος του Είναι και της Χάρης της ιδανικής.
Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης
καθημερινής ανάγκης, κάτω απ’ τον ήλιο ή του κεριού
το φως.
Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι άντρες
για το Δίκιο.
Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον Έπαινο.
Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα
παλιά τις λύπες μου και με την πίστη
των παιδικών μου χρόνων.
Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως έχασα
μαζί με τους χαμένους μου αγίους – σ’ αγαπώ
με την ανάσα,
τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής μου! – και αν
ο Θεός ορίσει,
θα σ’ αγαπώ περισσότερο μετά το θάνατο.

[Μετάφραση: Ανδρέας Αγγελάκης]

Η Elizabeth Barrett Browning καταθέτει στο Σονέτο 43 την αγάπη της για τον μελλοντικό της σύζυγο Robert Browning. Η ποιήτρια έχοντας ερωτευτεί κι έχοντας μπροστά της την προοπτική μιας δυνατής και ουσιαστικής σχέσης, επιχειρεί να κλείσει μέσα στις λέξεις της την ένταση και την ομορφιά ενός συναισθήματος που δύσκολα μπορεί να αποδοθεί με λόγια. Η δύναμη του έρωτα που έχει κατακλύσει την ψυχή της, την ωθεί να δοκιμάσει νέες αναλογίες και νέους τρόπους για να εκφράσει το πρωτόγνωρα έντονο αυτό συναίσθημα.

Πώς σ’ αγαπώ; Τους τρόπους ας μετρήσω.
Σ’ αγαπώ στο βάθος, πλάτος και ύψος
που η ψυχή μου δύναται να φτάσει, σαν ψάχνει αόρατη
να βρει το τέλος του Είναι και της Χάρης της ιδανικής.

Το αρχικό ερώτημα του ποιήματος «Πώς σ’ αγαπώ;» δίνει το έναυσμα για την προσπάθεια της ποιήτριας να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους το εκπληκτικής έντασης αυτό συναίσθημα έχει κατακυριεύσει την ύπαρξή της. Αν και δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αριθμήσει τις πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης που επηρεάζονται από το ερωτικό συναίσθημα, η ποιήτρια το επιχειρεί, θέλοντας επί της ουσίας να φανερώσει τις ασύλληπτες διαστάσεις που λαμβάνει στην ψυχή του ατόμου ο έρωτας.
Σ’ αγαπώ, δηλώνει λοιπόν η ποιήτρια, σε όλες τις πιθανές διαστάσεις της ψυχής μου, όταν αυτή αναζητά το τέλος της ίδιας της ύπαρξης, αλλά και το τέλος του ιδεατού κάλλους που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή. Σε όσο ύψος, βάθος ή πλάτος μπορεί να προεκταθεί η ψυχή, καθώς αναζητά εναγώνια τα όρια της ύπαρξης, τις ίδιες ακριβώς προεκτάσεις μπορεί να λάβει κι ο έρωτας∙ ένδειξη ξεκάθαρη πως συνιστά ένα συναίσθημα ικανό να θέσει υπό την κυριαρχία του το σύνολο της ανθρώπινης ψυχής.  
Η ποιήτρια νιώθει πως ο έρωτάς της για τον αγαπημένο της βαθαίνει κάθε λεπτό που περνά, γι’ αυτό και στην προσπάθειά της να τον οριοθετήσει, χρησιμοποιεί έννοιες με ασύλληπτη ευρύτητα, όπως είναι η Ψυχή, το Είναι και η Χάρη. Όπως δύσκολο ή και ανέφικτο είναι να τεθούν σαφή όρια σ’ αυτές τις έννοιες, έτσι και η ποιήτρια αισθάνεται πως ο έρωτάς της μεγεθύνεται διαρκώς, χωρίς να γνωρίζει όρια η δυναμική του. Ένας έρωτας ανεξάντλητος και πανίσχυρος.

Σ’ αγαπώ στο επίπεδο της ταπεινότερης
καθημερινής ανάγκης, κάτω απ’ τον ήλιο ή του κεριού
το φως.

Ο έρωτας που αισθάνεται η ποιήτρια δεν αφορά μόνο ιδεατές καταστάσεις και αφηρημένες έννοιες, είναι ένα αίσθημα πρωτόγονο που αγγίζει τις πλέον βασικές ανάγκες της ψυχής και του σώματος. Η ποιήτρια ποθεί τον αγαπημένο της, είτε κάτω από το φως του ήλιου -για τις πτυχές του έρωτα που μπορούν να βιωθούν δημόσια-, είτε κάτω από το φως του κεριού -για τις πτυχές του έρωτα που μπορούν βιωθούν μόνο ιδιωτικά, εντός κλειστού και προσωπικού χώρου.
Παράλληλα, βέβαια, στη δήλωση αυτή μπορούμε να αναγνωρίσουμε την πρόθεση της ποιήτριας να βιώσει τον έρωτά της όχι μόνο στη ρομαντική του έκφανση, αλλά και στο επίπεδο της κουραστικής καθημερινότητας. Ο έρωτας αυτός είναι αρκετά ώριμος και ισχυρός για να περάσει στη ρουτίνα της καθημερινής συμβίωσης και του γάμου, χωρίς να υπάρχει ο φόβος μήπως αποδυναμωθεί ή χαθεί υπό την πίεση της συνεχούς συνύπαρξης.

Σ’ αγαπώ ελεύθερα, όπως παλεύουν οι άντρες
για το Δίκιο.
Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον Έπαινο.

Η ποιήτρια αισθάνεται πως είναι ελεύθερη να αγαπήσει, έχει, δηλαδή, κάθε δικαίωμα να βιώσει τον έρωτά της, όπως ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι να παλεύουν για τη δικαιοσύνη. Συνάμα, όπως η πάλη των αντρών για το Δίκιο αποτελεί δικαίωμα μαζί κι ελεύθερη επιλογή, έτσι κι η ποιήτρια επισημαίνει πως η αγάπη της για εκείνον συνιστά απότοκο της δικής της ελεύθερης βούλησης. Ο έρωτας αυτός δεν προκύπτει ως απάντηση σε κάποια πρακτική ανάγκη -σύνηθες χαρακτηριστικό των γάμων εκείνης της εποχής-, αλλά είναι ένα ειλικρινές συναίσθημα, γεννημένο ελεύθερο στην ψυχή της ποιήτριας. 
Η αγάπη της, επιπλέον, είναι αγνή∙ προκύπτει χωρίς προσπάθεια και αναδύεται απ’ την ψυχή της ενστικτωδώς, όπως ενστικτωδώς οι ηθικοί άνθρωποι απεχθάνονται τους επαίνους και τις κολακείες.

Σ’ αγαπώ με το πάθος που έντυνα
παλιά τις λύπες μου και με την πίστη
των παιδικών μου χρόνων.

Η αγάπη της ποιήτριας έχει τη βαθιά εκείνη ένταση που έχουν όλα τα συναισθήματα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Με την ίδια απελπισία και απόγνωση που ένα παιδί βιώνει τη θλίψη του, αλλά και αντιστρόφως με την ίδια δύναμη που πιστεύει σε κάθε τι που θεωρεί σωστό, έτσι αγαπά τώρα η ποιήτρια τον αγαπημένο της. Η δύναμη του τωρινού της συναισθήματος προσομοιάζει την ένταση των παιδικών συναισθημάτων, μια ένταση που οι ενήλικες συχνά θεωρούν ότι έχει πια παρέλθει και πως δεν μπορούν να την αισθανθούν ξανά.

Σ’ αγαπώ με μιαν αγάπη που νόμιζα πως έχασα
μαζί με τους χαμένους μου αγίους – σ’ αγαπώ
με την ανάσα,
τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής μου! – και αν
ο Θεός ορίσει,
θα σ’ αγαπώ περισσότερο μετά το θάνατο.

Με το πέρασμα των χρόνων η ποιήτρια είχε αρχίσει να πιστεύει πως δεν έχει πια μέσα της τη δυνατότητα να αγαπήσει ξανά με αγνότητα και πάθος, όπως ακριβώς είχε νιώσει σταδιακά να χάνει την πίστη της σε όσα κάποτε ήταν για εκείνη άγια και απολύτως σεβαστά. Ας σημειωθεί, άλλωστε, πως η συλλογή των σονέτων «Απ’ τα πορτογαλικά» στην οποία και ανήκει το συγκεκριμένο ποίημα, γράφτηκε κατά την περίοδο 1845-1846, ύστερα απ’ τη γνωριμία της ποιήτριας με τον Robert Browning, το 1845, όταν εκείνη ήταν ήδη 39 χρονών. Επρόκειτο για έναν έρωτα που ήρθε αργά στη ζωή της, κατόρθωσε όμως να την ανανεώσει τόσο ψυχικά, όσο και σωματικά. Η Elizabeth Barrett βρήκε στο πρόσωπο του μελλοντικού της συζύγου την αναγκαία εκείνη ώθηση, ώστε να δώσει έργα υψηλότερης ποιότητας, αλλά και να διεκδικήσει το δικαίωμά της στη μητρότητα και την ευτυχία.
Εύλογα, λοιπόν, η ποιήτρια δηλώνει πως τον αγαπά με την ανάσα, τα χαμόγελα και τα δάκρυα όλης της ζωής της, εφόσον σ’ εκείνον βρήκε την εκπλήρωση όλων των προσδοκιών και των ονείρων της. Η ποιήτρια οδηγεί, εδώ, σε μια ανοδική κλιμάκωση την έκφραση της αγάπης της και δηλώνει πως ο έρωτάς της έχει τη δύναμη όλης της τής ζωής -με την ανάσα- και παράλληλα συγκεντρώνει την ένταση όλων των συναισθημάτων που έχει ποτέ βιώσει -τα χαμόγελα και τα δάκρυα. Ενώ δεν διστάζει να δώσει στον έρωτα αυτό μια εντελώς απρόσμενη προέκταση, εφόσον δηλώνει πως, αν της το επιτρέψει ο Θεός, θα τον αγαπά με ακόμη μεγαλύτερη ένταση ύστερα από τον θάνατό της. Ένδειξη της ισχυρότατης αγάπης της για εκείνον, αλλά και της πρόθεσής της να του αφοσιωθεί απόλυτα και ολοκληρωτικά, επιδιώκοντας τη συνέχιση αυτής της αφοσίωσης ακόμη και πέρα από τα συμβατικά όρια της ανθρώπινης ζωής.

Κωνσταντίνος Μούσσας «Όχι τώρα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Az Jackson

Κωνσταντίνος Μούσσας «Όχι τώρα»

Και τώρα που πάμε; Και τώρα πώς; Σημάδι επιστροφής.
Δεν ακολουθείς και τηρείς την υπόσχεση της προδοτικής
   σιωπής σου.
Η τελευταία έκκληση, θυμός δεν έγινε ποτέ. Αυτό φταίει;
Αυτό βαραίνει εσωτερικά και καταλύει;
Πιάνεται η απουσία στο κενό, στις πληγές που ανοίγουν με
   φως κέρινο
στις ρίζες των ματιών, στ’ αστέρια που αφήσαμε πίσω μας
   αναμμένα, στο μέλλον
που πέρασε για πάντα. Μην έρθεις. Μην έρχεσαι. Όχι άλλο.
   Όχι πια. Όχι τώρα.

Ο Κωνσταντίνος Μούσσας συνθέτει ένα έξοχο στη λιτότητά του ποίημα για το πρόωρο τέλος μιας ερωτικής σχέσης και για την οδύνη που αυτό επιφέρει. Η απουσία συγχρονισμού -ελλείψει καλύτερου όρου- ως προς την ένταση του ερωτικού συναισθήματος και ως προς το χρόνο ωρίμανσης αυτού, συντελούν στο να μην επιθυμούν κι οι δύο τη συνέχιση μιας κοινής πορείας∙ τουλάχιστον όχι εκείνη ακριβώς τη στιγμή που για το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να αποτελεί καθοριστικό σημείο για τη διατήρηση αυτής της σχέσης.

Και τώρα που πάμε; Και τώρα πώς; Σημάδι επιστροφής.
Δεν ακολουθείς και τηρείς την υπόσχεση της προδοτικής
   σιωπής σου.

Τα ερωτήματα που απευθύνονται προς την αγαπημένη γυναίκα προσδίδουν μια αίσθηση θεατρικότητας στο ποίημα και ζωντανεύουν τη μεταξύ τους τελική συζήτηση, σαν να συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Επιλογή που καθηλώνει σ’ ένα αέναα επαναλαμβανόμενο παρόν μια πράξη τετελεσμένη και την «καταδικάζουν» να συμβαίνει ξανά και ξανά, όπως ακριβώς επαναληπτικά βιώνει ο βαθιά ερωτευμένος άνθρωπος τα γεγονότα ή το γεγονός που του στερεί τη συνύπαρξη με το αγαπημένο του πρόσωπο.
Τώρα που πάμε, ρωτά εναγωνίως το ποιητικό υποκείμενο, αναζητώντας τη συγκατάνευση εκείνης πως υπάρχει ακόμη το περιθώριο να συνεχίσουν μαζί∙ πως υπάρχει ακόμη, έστω και την τελευταία στιγμή, η ελπίδα να επαναφέρουν τη σχέση τους σ’ ένα πρότερο σημείο, όταν τα συναισθήματά τους ήταν εναρμονισμένα και ο έρωτάς τους έβρισκε την επιθυμητή αμοιβαιότητα.
Το ποιητικό υποκείμενο αποζητά αυτή την επιστροφή, που θεωρεί πως θα μπορούσε να φανεί σωτήρια για τη σχέση τους, όμως εκείνη δε συναινεί. Δεν θέλει ν’ αποτολμήσει μαζί του μιαν ακόμη προσπάθεια, κι ούτε θέλει -ίσως και να μην μπορεί- να του προσφέρει τις αναγκαίες εξηγήσεις. Σιωπά κι η σιωπή της τον πληγώνει, αφού ανιχνεύει σ’ αυτήν μια επώδυνη προδοσία.
Η σιωπή αποτελεί ίσως την εύκολη λύση, όταν τα λόγια μοιάζουν πιο δύσκολα από ποτέ∙ όταν τίποτε δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς να ειπωθούν αλήθειες που θα πονέσουν. Εντούτοις, το ποιητικό υποκείμενο θα προτιμούσε προφανώς τα επώδυνα λόγια, που θα του φανέρωναν ωστόσο το πώς αισθάνεται εκείνη, από εκείνη την ανυπόφορη σιωπή που είναι ανοιχτή σ’ όλες τις ερμηνείες, ακόμη και στις πιο δυσβάσταχτες.

Η τελευταία έκκληση, θυμός δεν έγινε ποτέ. Αυτό φταίει;
Αυτό βαραίνει εσωτερικά και καταλύει;

Μη λαμβάνοντας τις εξηγήσεις που θα ήθελε, το ποιητικό υποκείμενο σπεύδει να δώσει τη δική του πιθανή απάντηση στο γιατί εκείνη δεν θέλει να τον ακολουθήσει. Φταίει, ίσως, πως η τελευταία του έκκληση να συνεχίσουν μαζί δεν έγινε από την εσωτερική ένταση, που όφειλε να έχει, ξέσπασμα, θυμός και οργή. Φταίει, ίσως, πως δεν είδε τα λόγια του να συνοδεύονται και από ένα ισχυρό αίσθημα που να τον πλημμυρίζει και να του αφαιρεί τον έλεγχο. Άκουσε τα λόγια του, μα της φάνηκαν κενά, χωρίς νόημα, αφού εκείνος που τα έλεγε δεν έμοιαζε και να τα νιώθει.
Ο ποιητής συναισθάνεται τώρα πως ίσως η απουσία ενός δικού του ξεσπάσματος -που είτε δεν ένιωσε είτε πάλεψε να συγκρατήσει- αποτέλεσε το καθοριστικό στοιχείο για την απόφασή της∙ ήταν ίσως εκείνο που βάρυνε περισσότερο.

Πιάνεται η απουσία στο κενό, στις πληγές που ανοίγουν με
   φως κέρινο
στις ρίζες των ματιών, στ’ αστέρια που αφήσαμε πίσω μας
   αναμμένα, στο μέλλον
που πέρασε για πάντα.

Έτσι, ό,τι απομένει πλέον είναι μια απουσία τόσο έντονη που μοιάζει σχεδόν χειροπιαστή. Μια απουσία παράδοξα απτή και μια αναπόφευκτη επίταση της ευαισθησίας∙ τώρα πια δεν χρειάζεται παρά το ελάχιστο για να αισθανθούν ν’ ανοίγεται πάνω τους μια πληγή∙ τώρα πια και το ελάχιστο είναι αφορμή δακρύων, αφού γνωρίζουν πως άφησαν πίσω τους τα όνειρα και τις προσδοκίες που κάποτε φώτιζαν την ψυχή τους. Τώρα γνωρίζουν πως με την αδυναμία τους να ξεπεράσουν ό,τι τους πλήγωνε και δεν επέτρεπε στη σχέση τους να συνεχιστεί, άφησαν το κοινό τους μέλλον να τους προσπεράσει και να χαθεί για πάντα.
Ο ποιητής βιώνει βαθιά μέσα του τη διάψευση και την οριστική ματαίωση όλων όσων κάποτε αποτελούσαν την -φαινομενικά- αδιάψευστη υπόσχεση ενός φωτεινού κι ευτυχισμένου μέλλοντος. Η αγάπη εκείνης που του επέτρεπε να ονειρεύεται και να ελπίζει χάθηκε για πάντα.  

Μην έρθεις. Μην έρχεσαι. Όχι άλλο.
   Όχι πια. Όχι τώρα.

Η υπέρμετρη οδύνη που προκαλείται στην ψυχή του ποιητή από την απουσία εκείνης, τον οδηγεί σε μια ολοκληρωτική άρνηση της αγάπης της. Ο ποιητής δεν θέλει να νιώσει ξανά τις ελπίδες του να γεννιούνται, μόνο και μόνο για να τις δει κατόπιν να συνθλίβονται από μια νέα απροθυμία της. Δεν επιθυμεί να της αφήσει το περιθώριο της επιστροφής∙ δεν επιθυμεί το ημίμετρο μιας προσωρινής απομάκρυνσης. Θέλει τη βεβαιότητα ενός οριστικού χωρισμού.
Έτσι, οι πολλαπλές αρνήσεις των καταληκτικών στίχων φανερώνουν κυρίως την ένταση του πόνου που του προκάλεσε. Ο ποιητής πλέον φοβάται πως αν την αφήσει να έρθει και πάλι κοντά του, δεν θ’ αντέξει μετά να ζήσει μια νέα αποχώρησή της.
Όταν, λοιπόν, της λέει: «Μην έρθεις. Μην έρχεσαι.», τα λόγια του θυμίζουν περισσότερο μια παράκληση να του δείξει έλεος, παρά την άρνηση ενός ανθρώπου που πραγματικά δεν θέλει να την ξαναδεί.

[Κωνσταντίνος Μούσσας «Αγνώστου πατρός», Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, 2015]

Νικόλας Κολοκοτρώνης «Αυτή τη φορά»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Bonnie Bruno

Νικόλας Κολοκοτρώνης «Αυτή τη φορά»

Ένα όνειρο
ένα χαμόγελο
ένα ποτήρι
αυτή τη φορά θα τα καταφέρω

πίσω από φωτογραφίες κι αναμνήσεις
έκρυβα τη θλίψη, το φόβο, μισή ελπίδα
σε δάση πορφυρά από κλαμένα μάτια
σε κύκνεια άσματα της στιγμής
σε δρόμους από καιρό έρημους

τώρα ο ήλιος ξεπαγώνει
ζεσταίνει τις ταράτσες
φωτίζει τα παράθυρα και τα νέα πρόσωπα
αυτή τη φορά θα τα καταφέρω

ένα γέλιο
μια ματιά
μια απόφαση
σε εικόνα προσευχή
δύναμη στο βάθος
άγγιγμα ψυχής
συγχωρώ
κλαίω, χαμογελώ
δυναμώνω
αγαπώ

αυτή τη φορά θα τα καταφέρω

Νικόλας Κολοκοτρώνης, Ο δρόμος του ήλιου, Εκδόσεις Γραφές

Η δυνατότητα του ατόμου να μαθαίνει από τα λάθη του, να αποκτά μια πιο θετική στάση απέναντι στη ζωή και να βγαίνει ψυχικά ισχυρότερος από τις δοκιμασίες του παρελθόντος, βρίσκεται στον πυρήνα του ποιήματος αυτού. Ο ποιητής είναι έτοιμος να δοκιμαστεί ξανά στον απαιτητικό στίβο της ζωής, έχοντας την πεποίθηση και προσδοκία πως αυτή τη φορά θα τα καταφέρει∙ όχι γιατί δεν θα υπάρχουν προβλήματα και δυσχέρειες, αλλά γιατί αυτή τη φορά δεν θα επιτρέψει στις αντιξοότητες της ζωής να του κλείσουν το δρόμο και να τον εξωθήσουν στην παραίτηση.

«Ένα όνειρο
ένα χαμόγελο
ένα ποτήρι
αυτή τη φορά θα τα καταφέρω»

Με όπλα απλά, μα αναγκαία, όπως ένα όνειρο -ένας στόχος προς επίτευξη- που θα προφυλάσσει το άτομο από την αίσθηση πως οι μέρες περνούν χωρίς προσανατολισμό και θα του δίνουν κουράγιο κι απαντοχή απέναντι στα πλείστα προβλήματα της ζωής. Ένα χαμόγελο, που θα φανερώνει τόσο τη θετική διάθεση απέναντι στους συνανθρώπους και συνοδοιπόρους, όσο και την επίγνωση του ατόμου πως τώρα πια έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει ό,τι κι να βρεθεί στο δρόμο του, χωρίς να λυγίζει ή να διστάζει όπως πριν. Κι ένα ποτήρι, σύμβολο εδώ της διάθεσης του ατόμου να μην προσπερνά τις μικρές χαρές και τις μικρές νίκες της καθημερινότητας δίχως να τις «γιορτάζει». Τώρα πια το ποιητικό υποκείμενο δεν θα δίνει το χρόνο του και την έγνοια του μόνο στις λύπες και τις απογοητεύσεις, τώρα πια γνωρίζει πως κάθε επίτευγμα, όσο μικρό κι αν μοιάζει, πρέπει να αναγνωρίζεται κι αυτό∙ λίγο κρασί, λοιπόν, αφιερωμένο σε όσα κατορθώθηκαν∙ λίγο κρασί που θα συνοδεύει τις απαραίτητες στιγμές γαλήνης στο κλείσιμο της κάθε ημέρας.

«πίσω από φωτογραφίες κι αναμνήσεις
έκρυβα τη θλίψη, το φόβο, μισή ελπίδα
σε δάση πορφυρά από κλαμένα μάτια
σε κύκνεια άσματα της στιγμής
σε δρόμους από καιρό έρημους»

Μέχρι πρότινος ο ποιητής βρισκόταν δέσμιος της θλίψης εκείνης που δεν επιτρέπει τη δράση και την ενεργή βίωση της ζωής, αλλά εγκλωβίζει το άτομο σ’ έναν ανώφελο μηρυκασμό του παρελθόντος. Προσπαθούσε, έτσι, μάταια να κρύψει τον πόνο του πίσω από τις αναμνήσεις και τις φωτογραφίες ευτυχισμένων στιγμών του παρελθόντος∙ προσπαθούσε μάταια να αποκρύψει το φόβο και τη θρυμματισμένη του ελπίδα, ανατρέχοντας σε όσα είχαν κάποτε συμβεί, μη θέλοντας ν’ αντικρίσει και ν’ αποδεχτεί τις ελλείψεις  και την οδύνη του παρόντος.
Η θλίψη του, ωστόσο, ήταν παρούσα στα κόκκινα απ’ το κλάμα μάτια, στους μικρούς καθημερινούς θανάτους της ψυχής του, μα και στην ανώφελη επιστροφή του εκεί που από καιρό δεν υπήρχε πια κανείς∙ στους δρόμους του παρελθόντος.

«τώρα ο ήλιος ξεπαγώνει
ζεσταίνει τις ταράτσες
φωτίζει τα παράθυρα και τα νέα πρόσωπα
αυτή τη φορά θα τα καταφέρω»

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα που παρέμεινε δοσμένος στον πόνο, ο ποιητής αισθάνεται να ξημερώνει μια νέα εποχή στη ζωή του. Ο ζωοδότης ήλιος κατορθώνει να ζεστάνει ξανά την ερημωμένη ψυχή του και να του μεταδώσει ένα πολύτιμο αίσθημα αισιοδοξίας. Ο χειμώνας της θλίψης φτάνει στο τέλος του, καθώς ο ήλιος ζεσταίνει και πάλι τις ταράτσες, και με το λαμπρό του φως φωτίζει τα παράθυρα των σπιτιών, μα και τα νέα πρόσωπα που έρχονται στη ζωή του ποιητικού υποκειμένου.
Η αίσθησή του πως αυτή τη φορά θα τα καταφέρει καθρεφτίζει υπ’ αυτή την έννοια μια βαθύτερη εσωτερική αλλαγή, αφού πλέον τη θέση της θλίψης έχει λάβει η αισιοδοξία κι η αυτοπεποίθηση. Ό,τι πριν φάνταζε θλιβερό και ανούσιο, τώρα αποκτά μια νέα θελκτικότερη όψη, αφού τώρα γίνονται αντιληπτές οι πλείστες δυνατότητες που προσφέρει η ζωή και το ποιητικό υποκείμενο είναι σε θέση να αναγνωρίσει τις ελπιδοφόρες προοπτικές του μέλλοντος.

«ένα γέλιο
μια ματιά
μια απόφαση
σε εικόνα προσευχή
δύναμη στο βάθος
άγγιγμα ψυχής
συγχωρώ
κλαίω, χαμογελώ
δυναμώνω
αγαπώ

αυτή τη φορά θα τα καταφέρω»

Ο ποιητής είναι πια έτοιμος να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής με έναν πιο δυναμικό τρόπο, προσφέροντας στον εαυτό του το δώρο της χαράς και του γέλιου ως αντίδοτο ικανό στην ψυχοφθόρα ισχύ της θλίψης. Με την αποφασιστικότητά του ανανεωμένη, με τη δύναμή του να αντλείται απ’ την αγνότητα της πίστης, αλλά και από την ακλόνητη εμπιστοσύνη στις ικανότητες του εαυτού του, δέχεται πια την ευλογία της συνύπαρξης και της ψυχικής επαφής με τους άλλους ανθρώπους. Στη θέση της πικρίας και του θυμού, τοποθετεί τη συγχώρεση, και στέκει πια άφοβος απέναντι στον πόνο, αφού πλέον μπορεί να κλάψει, χωρίς να κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στο λαβύρινθο της θλίψης. Τώρα πια μετά τα δάκρυα έρχεται το χαμόγελο, και μέσα από κάθε χτύπημα κατορθώνει να βγαίνει πιο δυνατός. Τώρα πια έχει μάθει να αγαπά ολόψυχα, γι’ αυτό και γνωρίζει πως αυτή τη φορά θα τα καταφέρει.

Κυριάκος Ευθυμίου «Τετάρτες»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pierre Auguste Renoir

Κυριάκος Ευθυμίου «Τετάρτες»

Οι νιφάδες που σε μουσκεύουνε δεν είναι του χιονιού∙
είναι τα παγωμένα δάκρυα των αδήλωτων φόβων.
Το ψύχος που σε τυραννά δεν είναι του καιρού∙
είν’ η άρνηση των φίλων ν’ αγαπήσουνε πληγές.

Το μαύρο κρασί που πίνετε τις νύχτες της Τετάρτης
μιλώντας ακατάπαυστα μην ακουστούν σιωπές,
μουδιάζει τα μεσάνυχτα του βίου τις ρωγμές.
Διστακτικά απ’ τα βάθη τους σαλεύουνε φωνές
φωνές υγρές, αστόλιστες, γαλήνιες και ζεστές.
Κι έχουν θαρρείς τα βλέμματα
- για μια στιγμή μονάχα - χέρια,
π’ αγγίζουνε τρεμάμενα των δίπλα τις ψυχές. 

Ο Κυριάκος Ευθυμίου στο ποίημα «Τετάρτες» προσεγγίζει με χαρακτηριστική ειλικρίνεια κι ευαισθησία την επώδυνη προσπάθεια των ανθρώπων ν’ αποκρύψουν και να καταπιέσουν τους φόβους και τις ανησυχίες τους, αφού δύσκολα βρίσκεται πια εκείνος που θα δεχτεί να γίνει αποδέκτης ανάλογων εξομολογήσεων και παραδοχών. Ό,τι ενδιαφέρει τους περισσότερους ανθρώπους είναι να παρουσιάσουν στους άλλους μια ατσαλάκωτη εικόνα συνεχούς ευδαιμονίας και πλήρους ψυχικής ηρεμίας, αποσιωπώντας συστηματικά τις πραγματικές τους σκέψεις και τ’ αληθινά τους συναισθήματα.  

Οι νιφάδες που σε μουσκεύουνε δεν είναι του χιονιού∙
είναι τα παγωμένα δάκρυα των αδήλωτων φόβων.

Η δυσκολία των ανθρώπων να μιλήσουν με ειλικρίνεια για όλα όσα τους φοβίζουν∙ η αίσθηση πως αν φέρουν προς τα έξω όλα εκείνα που τους ανησυχούν και τους τρομάζουν θα φανούν αδύναμοι στους άλλους, τους αναγκάζει να καταπιέζουν και να αποσιωπούν -όχι χωρίς ψυχικό κόστος- τους βαθύτερους φόβους τους. Το αληθινό πρόσωπο κάθε ανθρώπου καταλήγει έτσι να βρίσκεται κυρίως σε όσα δεν τολμά να πει∙ σε όσα αποκρύπτει.
Την κατάσταση αυτής της ψυχικής περιστολής την αποδίδει ο ποιητής με μια ιδιαιτέρως εναργή μεταφορική εικόνα∙ ό,τι εκλαμβάνει το άτομο ως αποτέλεσμα των εξωτερικών καιρικών συνθηκών, δεν είναι παρά το ξέσπασμα της εσωτερικής καταστολής. Οι νιφάδες που μουσκεύουν το πρόσωπό του, δεν προέρχονται από το χιόνι, αλλά από τα παγωμένα δάκρυα -συνέπεια κι αυτό της καταπίεσης- εκείνων των φόβων που έχουν παραμείνει για καιρό ανέκφραστοι. Η μακρά περίοδος αποσιώπησης των εσωτερικών ανησυχιών δεν οδηγεί στην εκμηδένισή τους, αντιθέτως οδηγεί στη με καθυστέρηση αλλά πιο έντονη εξωτερίκευσή τους, έστω και με άλλο τρόπο. Οι φόβοι που δεν εξωτερικεύτηκαν λεκτικά, τρέπονται σ’ ένα καταπιεσμένο συναίσθημα που ψυχραίνει την ψυχή του ατόμου∙ τρέπονται σ’ ένα συναίσθημα βαθιάς θλίψης που ξεσπά ανά διαστήματα, χωρίς πια να μπορεί να συγκρατηθεί και να ελεγχθεί από το άτομο.

Το ψύχος που σε τυραννά δεν είναι του καιρού∙
είν’ η άρνηση των φίλων ν’ αγαπήσουνε πληγές.

Το ψύχος που ταλανίζει το άτομο δεν προέρχεται από τις καιρικές συνθήκες∙ δεν είναι το κρύο του χειμώνα. Είναι η βαθύτερη εκείνη επίγνωση πως, όσο κι αν το έχει ανάγκη, δεν μπορεί να βρει τη στήριξη που επιθυμεί στα φιλικά του πρόσωπα. Οι φίλοι δεν είναι πρόθυμοι ν’ αγαπήσουν ψυχικές πληγές∙ δεν είναι πρόθυμοι ν’ ακούσουν τις επί της ουσίας και δικές τους ανησυχίες να βγαίνουν στο φως, και να βαρύνουν τη διάθεσή τους. Θέλουν οι συναντήσεις κι οι συνομιλίες τους να είναι εύθυμες και ανάλαφρες∙ τις θέλουν να έχουν τη λειτουργία περισπασμού στα προβλήματά τους κι όχι ν’ αποτελούν αφορμή για μια δυσάρεστη καταβύθιση σ’ όσα κι οι ίδιοι προτιμούν να διατηρήσουν κρυφά και συγκαλυμμένα.
Οι άλλοτε θερμές φιλικές σχέσεις έχουν γίνει πια ψυχρές και προσεγγίζονται με μια επιβεβλημένη, μα πλήρως ανειλικρινή ευδιαθεσία, υπό την απειλή της περαιτέρω απομάκρυνσης. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να περνά το χρόνο του με ανθρώπους που θα του «χαλάσουν» την με κόπο κερδισμένη καλή του διάθεση. Έτσι, με την πρώτη ένδειξη πως ο άλλος επιθυμεί ν’ ανοιχτεί σε θέματα πιο προσωπικά, μα και πιο επώδυνα, οι συναντήσεις αραιώνουν κι οι δικαιολογίες πληθαίνουν. Οι φίλοι δεν είναι πρόθυμοι ν’ αγαπήσουν πληγές. 

Το μαύρο κρασί που πίνετε τις νύχτες της Τετάρτης
μιλώντας ακατάπαυστα μην ακουστούν σιωπές,
μουδιάζει τα μεσάνυχτα του βίου τις ρωγμές.

Το κρασί, το μαύρο κρασί -που λαμβάνει εδώ το χρώμα της καταπιεσμένης ψυχής-, είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα των εβδομαδιαίων φιλικών συναντήσεων∙ είναι το αναγκαίο μέσο για να καμφθούν έστω και προσωρινά οι μηχανισμοί άμυνας απέναντι στην αλήθεια που πασχίζει να ειπωθεί. Η σιωπή, που τόσο ενοχλεί, η σιωπή που μάταια επιχειρείται να καλυφθεί από μια ακατάπαυστη κι ανούσια φλυαρία, είναι εκείνη που κρύβει τα πιο ουσιαστικά των ανθρώπων∙ είναι εκείνη που εμπεριέχει τον πόνο, την οδύνη και τον φόβο της ανθρώπινης ψυχής.
Ώρα την ώρα το κρασί κατορθώνει να μουδιάσει τη διάθεση καταστολής των μύχιων κι ειλικρινών σκέψεων του ατόμου∙ κατορθώνει ν’ αφήσει τις ρωγμές της ζωής -τις ρωγμές που όλοι θέλουν να κρατούν κρυφές- να βγουν στο φως, και ν’ αποκαλύψουν πως τίποτε δεν είναι όσο ιδανικό ή όσο ικανοποιητικό θα θέλαμε να είναι.

Διστακτικά απ’ τα βάθη τους σαλεύουνε φωνές
φωνές υγρές, αστόλιστες, γαλήνιες και ζεστές.

Με τη βοήθεια του κρασιού, αρχίζουν σιγά-σιγά να έρχονται στην επιφάνεια τα ειλικρινή εκείνα λόγια που φανερώνουν την πραγματική φύση του κάθε ατόμου. Λόγια γυμνά, χωρίς τα περιττά στολίδια που προσδίδει η προσεκτική διατύπωση και το διαρκές φιλτράρισμα∙ λόγια ανθρώπινα και ζεστά, που καθιστούν εμφανή την ψυχική συγκίνηση και την ανυπόκριτη διάθεση για μια πιο ουσιαστική επαφή. Λόγια που προέρχονται απ’ τα πιο ευαίσθητα κι ευάλωτα σημεία της ψυχής∙ λόγια που δραπετεύουν απ’ τις ρωγμές μιας ζωής που θέλει, μα αδυνατεί να σταθεί απρόσιτη στον πόνο, στην απογοήτευση και στη θλίψη.

Κι έχουν θαρρείς τα βλέμματα
- για μια στιγμή μονάχα - χέρια,
π’ αγγίζουνε τρεμάμενα των δίπλα τις ψυχές.

Το πλησίασμα αυτό των φίλων, που αφήνουν μόλις για μια στιγμή στην άκρη την ψυχρή εικόνα του ως προς όλα συγκροτημένου και άρτιου ανθρώπου, δημιουργεί αίφνης την αίσθηση πως τα τόσο τρυφερά τους βλέμματα αποκτούν χέρια και αγγίζουν με την πιο μεγάλη προσοχή και συγκίνηση τις ψυχές των ανθρώπων δίπλα τους. Ένα διστακτικό πλησίασμα που αποκαλύπτει, έστω και στιγμιαία, πόσο ουσιαστικές και πόσο βαθιές θα ήταν οι σχέσεις των ανθρώπων, αν τολμούσαν να φανερώσουν τον πραγματικό τους εαυτό, χωρίς να φοβούνται μήπως επικριθούν ή περιφρονηθούν για τις ευαισθησίες και τις εσωτερικές τους πληγές. Ένα προσωρινό κι εύθραυστο πλησίασμα που αποκαλύπτει πόσο λιγότερος θα ήταν ο ψυχικός πόνος, αν οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να παρουσιάζουν στους άλλους μια επίπλαστη εικόνα ανέφελης ευδαιμονίας.

[Κυριάκος Ευθυμίου «Κυρτός αλατοπώλης», Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2015] 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...