Pierre Auguste Renoir
Κυριάκος
Ευθυμίου «Τετάρτες»
Οι νιφάδες που σε μουσκεύουνε δεν είναι
του χιονιού∙
είναι τα παγωμένα δάκρυα των αδήλωτων
φόβων.
Το ψύχος που σε τυραννά δεν είναι του
καιρού∙
είν’ η άρνηση των φίλων ν’ αγαπήσουνε
πληγές.
Το μαύρο κρασί που πίνετε τις νύχτες
της Τετάρτης
μιλώντας ακατάπαυστα μην ακουστούν
σιωπές,
μουδιάζει τα μεσάνυχτα του βίου τις
ρωγμές.
Διστακτικά απ’ τα βάθη τους σαλεύουνε
φωνές
φωνές υγρές, αστόλιστες, γαλήνιες και
ζεστές.
Κι έχουν θαρρείς τα βλέμματα
- για μια στιγμή μονάχα - χέρια,
π’ αγγίζουνε τρεμάμενα των δίπλα τις
ψυχές.
Ο Κυριάκος Ευθυμίου στο ποίημα
«Τετάρτες» προσεγγίζει με χαρακτηριστική ειλικρίνεια κι ευαισθησία την επώδυνη
προσπάθεια των ανθρώπων ν’ αποκρύψουν και να καταπιέσουν τους φόβους και τις
ανησυχίες τους, αφού δύσκολα βρίσκεται πια εκείνος που θα δεχτεί να γίνει
αποδέκτης ανάλογων εξομολογήσεων και παραδοχών. Ό,τι ενδιαφέρει τους
περισσότερους ανθρώπους είναι να παρουσιάσουν στους άλλους μια ατσαλάκωτη
εικόνα συνεχούς ευδαιμονίας και πλήρους ψυχικής ηρεμίας, αποσιωπώντας
συστηματικά τις πραγματικές τους σκέψεις και τ’ αληθινά τους συναισθήματα.
Οι νιφάδες που σε μουσκεύουνε δεν είναι
του χιονιού∙
είναι τα παγωμένα δάκρυα των αδήλωτων
φόβων.
Η δυσκολία των ανθρώπων να μιλήσουν με
ειλικρίνεια για όλα όσα τους φοβίζουν∙ η αίσθηση πως αν φέρουν προς τα έξω όλα
εκείνα που τους ανησυχούν και τους τρομάζουν θα φανούν αδύναμοι στους άλλους,
τους αναγκάζει να καταπιέζουν και να αποσιωπούν -όχι χωρίς ψυχικό κόστος- τους
βαθύτερους φόβους τους. Το αληθινό πρόσωπο κάθε ανθρώπου καταλήγει έτσι να
βρίσκεται κυρίως σε όσα δεν τολμά να πει∙ σε όσα αποκρύπτει.
Την κατάσταση αυτής της ψυχικής
περιστολής την αποδίδει ο ποιητής με μια ιδιαιτέρως εναργή μεταφορική εικόνα∙
ό,τι εκλαμβάνει το άτομο ως αποτέλεσμα των εξωτερικών καιρικών συνθηκών, δεν
είναι παρά το ξέσπασμα της εσωτερικής καταστολής. Οι νιφάδες που μουσκεύουν το
πρόσωπό του, δεν προέρχονται από το χιόνι, αλλά από τα παγωμένα δάκρυα -συνέπεια
κι αυτό της καταπίεσης- εκείνων των φόβων που έχουν παραμείνει για καιρό
ανέκφραστοι. Η μακρά περίοδος αποσιώπησης των εσωτερικών ανησυχιών δεν οδηγεί
στην εκμηδένισή τους, αντιθέτως οδηγεί στη με καθυστέρηση αλλά πιο έντονη
εξωτερίκευσή τους, έστω και με άλλο τρόπο. Οι φόβοι που δεν εξωτερικεύτηκαν
λεκτικά, τρέπονται σ’ ένα καταπιεσμένο συναίσθημα που ψυχραίνει την ψυχή του
ατόμου∙ τρέπονται σ’ ένα συναίσθημα βαθιάς θλίψης που ξεσπά ανά διαστήματα,
χωρίς πια να μπορεί να συγκρατηθεί και να ελεγχθεί από το άτομο.
Το ψύχος που σε τυραννά δεν είναι του
καιρού∙
είν’ η άρνηση των φίλων ν’ αγαπήσουνε
πληγές.
Το ψύχος που ταλανίζει το άτομο δεν
προέρχεται από τις καιρικές συνθήκες∙ δεν είναι το κρύο του χειμώνα. Είναι η
βαθύτερη εκείνη επίγνωση πως, όσο κι αν το έχει ανάγκη, δεν μπορεί να βρει τη
στήριξη που επιθυμεί στα φιλικά του πρόσωπα. Οι φίλοι δεν είναι πρόθυμοι ν’
αγαπήσουν ψυχικές πληγές∙ δεν είναι πρόθυμοι ν’ ακούσουν τις επί της ουσίας και
δικές τους ανησυχίες να βγαίνουν στο φως, και να βαρύνουν τη διάθεσή τους.
Θέλουν οι συναντήσεις κι οι συνομιλίες τους να είναι εύθυμες και ανάλαφρες∙ τις
θέλουν να έχουν τη λειτουργία περισπασμού στα προβλήματά τους κι όχι ν’
αποτελούν αφορμή για μια δυσάρεστη καταβύθιση σ’ όσα κι οι ίδιοι προτιμούν να
διατηρήσουν κρυφά και συγκαλυμμένα.
Οι άλλοτε θερμές φιλικές σχέσεις έχουν
γίνει πια ψυχρές και προσεγγίζονται με μια επιβεβλημένη, μα πλήρως ανειλικρινή
ευδιαθεσία, υπό την απειλή της περαιτέρω απομάκρυνσης. Κανείς δεν είναι
διατεθειμένος να περνά το χρόνο του με ανθρώπους που θα του «χαλάσουν» την με
κόπο κερδισμένη καλή του διάθεση. Έτσι, με την πρώτη ένδειξη πως ο άλλος
επιθυμεί ν’ ανοιχτεί σε θέματα πιο προσωπικά, μα και πιο επώδυνα, οι
συναντήσεις αραιώνουν κι οι δικαιολογίες πληθαίνουν. Οι φίλοι δεν είναι
πρόθυμοι ν’ αγαπήσουν πληγές.
Το μαύρο κρασί που πίνετε τις νύχτες
της Τετάρτης
μιλώντας ακατάπαυστα μην ακουστούν
σιωπές,
μουδιάζει τα μεσάνυχτα του βίου τις
ρωγμές.
Το κρασί, το μαύρο κρασί -που λαμβάνει
εδώ το χρώμα της καταπιεσμένης ψυχής-, είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα των
εβδομαδιαίων φιλικών συναντήσεων∙ είναι το αναγκαίο μέσο για να καμφθούν έστω και
προσωρινά οι μηχανισμοί άμυνας απέναντι στην αλήθεια που πασχίζει να ειπωθεί. Η
σιωπή, που τόσο ενοχλεί, η σιωπή που μάταια επιχειρείται να καλυφθεί από μια
ακατάπαυστη κι ανούσια φλυαρία, είναι εκείνη που κρύβει τα πιο ουσιαστικά των
ανθρώπων∙ είναι εκείνη που εμπεριέχει τον πόνο, την οδύνη και τον φόβο της
ανθρώπινης ψυχής.
Ώρα την ώρα το κρασί κατορθώνει να
μουδιάσει τη διάθεση καταστολής των μύχιων κι ειλικρινών σκέψεων του ατόμου∙
κατορθώνει ν’ αφήσει τις ρωγμές της ζωής -τις ρωγμές που όλοι θέλουν να κρατούν
κρυφές- να βγουν στο φως, και ν’ αποκαλύψουν πως τίποτε δεν είναι όσο ιδανικό ή
όσο ικανοποιητικό θα θέλαμε να είναι.
Διστακτικά απ’ τα βάθη τους σαλεύουνε
φωνές
φωνές υγρές, αστόλιστες, γαλήνιες και
ζεστές.
Με τη βοήθεια του κρασιού, αρχίζουν
σιγά-σιγά να έρχονται στην επιφάνεια τα ειλικρινή εκείνα λόγια που φανερώνουν
την πραγματική φύση του κάθε ατόμου. Λόγια γυμνά, χωρίς τα περιττά στολίδια που
προσδίδει η προσεκτική διατύπωση και το διαρκές φιλτράρισμα∙ λόγια ανθρώπινα
και ζεστά, που καθιστούν εμφανή την ψυχική συγκίνηση και την ανυπόκριτη διάθεση
για μια πιο ουσιαστική επαφή. Λόγια που προέρχονται απ’ τα πιο ευαίσθητα κι
ευάλωτα σημεία της ψυχής∙ λόγια που δραπετεύουν απ’ τις ρωγμές μιας ζωής που
θέλει, μα αδυνατεί να σταθεί απρόσιτη στον πόνο, στην απογοήτευση και στη
θλίψη.
Κι έχουν θαρρείς τα βλέμματα
- για μια στιγμή μονάχα - χέρια,
π’ αγγίζουνε τρεμάμενα των δίπλα τις
ψυχές.
Το πλησίασμα αυτό των φίλων, που
αφήνουν μόλις για μια στιγμή στην άκρη την ψυχρή εικόνα του ως προς όλα
συγκροτημένου και άρτιου ανθρώπου, δημιουργεί αίφνης την αίσθηση πως τα τόσο
τρυφερά τους βλέμματα αποκτούν χέρια και αγγίζουν με την πιο μεγάλη προσοχή και
συγκίνηση τις ψυχές των ανθρώπων δίπλα τους. Ένα διστακτικό πλησίασμα που αποκαλύπτει,
έστω και στιγμιαία, πόσο ουσιαστικές και πόσο βαθιές θα ήταν οι σχέσεις των
ανθρώπων, αν τολμούσαν να φανερώσουν τον πραγματικό τους εαυτό, χωρίς να
φοβούνται μήπως επικριθούν ή περιφρονηθούν για τις ευαισθησίες και τις
εσωτερικές τους πληγές. Ένα προσωρινό κι εύθραυστο πλησίασμα που αποκαλύπτει πόσο
λιγότερος θα ήταν ο ψυχικός πόνος, αν οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να
παρουσιάζουν στους άλλους μια επίπλαστη εικόνα ανέφελης ευδαιμονίας.