Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Ζηνοβία»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Herbert Schmalz

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Ζηνοβία»

Τώρα που έγινε η Ζηνοβία βασίλισσα πολλών χωρών μεγάλων,
τώρα που την θαυμάζει όλη η Ανατολή,
και την φοβούνται κ’ οι Ρωμαίοι ακόμη,
γιατί το μεγαλείον της να μη είναι πλήρες;
Γιατί να λογαριάζεται ως μια Ασιανή γυναίκα;

Τη γενεαλογία της ευθύς να κάμουν.

Ιδού ολοφάνερα κατάγετ’ απ’ τους Λαγίδας.
Ιδού ολοφάνερα από την Μακεδονία + +.

Κ. Π. Καβάφης «Ατελή Ποιήματα, 1918-1932», Φιλολογική έκδοση και σχόλια RENATA LAVAGNINI, Εκδόσεις Ίκαρος

Η Ζηνοβία ήταν βασίλισσα της Παλμύρας της Συρίας (267-273 μ.Χ.). Παντρεύτηκε το βασιλιά της Παλμύρας Οδέναθο και υπήρξε πολύτιμη συνεργάτιδά του στη διακυβέρνηση των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μετά τη δολοφονία του συζύγου της, ανέβηκε στο θρόνο, ως επίτροπος του ανήλικου γιου της Αθηνόδωρου και θέλησε να καταστήσει το κράτος της ανεξάρτητο και κυρίαρχο. Πήρε τον τίτλο της βασίλισσας και προσπάθησε να οργανώσει το στρατό και τη διοίκηση. Έκοψε νομίσματα και έδωσε αίγλη στη χώρα της. Όταν αισθάνθηκε τον εαυτό της αρκετά ισχυρό στράφηκε προς τη Συρία, τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, τις οποίες και κατέλαβε. Ακόμη επέκτεινε το κράτος της μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας. Και όλα αυτά η διπλωματική Ζηνοβία τα έκανε στο όνομα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η δύναμή της όμως γρήγορα δυσαρέστησε τους Ρωμαίους γι’ αυτό ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός εκστράτευσε εναντίον της.
Ο ρωμαϊκός στρατός είχε συνεχείς επιτυχίες και κατέλαβε την Αντιόχεια και την Έμεσα, αφού σύντριψε το στρατό της Ζηνοβίας. Η Ζηνοβία κλείστηκε με τα λείψανα του στρατού της στην Παλμύρα, ελπίζοντας ότι τελικά οι Ρωμαίοι θα έλυναν την πολιορκία εξαιτίας της δυσκολίας του ανεφοδιασμού τους. Η πολιορκία όμως τραβούσε σε μάκρος και η Ζηνοβία προσπάθησε να διαφύγει. Τελικά πιάστηκε αιχμάλωτη και κόσμησε το θρίαμβο του αυτοκράτορα στη Ρώμη. Πολλοί συνεργάτες της θανατώθηκαν και ανάμεσά τους ο γνωστός νεοπλατωνικός φιλόσοφος Λογγίνος.

Ο Γεώργιος Σύγκελλος στη χρονογραφία του «Εκλογή Χρονογραφίας» αναφέρει ότι ο Αυρηλιανός, αφού συνέλαβε τη Ζηνοβία, την αντιμετώπισε ύστερα με μεγάλη φιλανθρωπία και την πάντρεψε κατά τρόπο τιμητικό μ’ ένα μέλος της Ρωμαϊκής γερουσίας (Συγκλήτου). (Ζηνοβίαν δέ χειρωσάμενος ες ώμην γαγε, καί φιλανθρωπί χρησάμενος πολλ συνάπτει ταύτην νδόξως νδρί τν ν γερουσί.)

Τώρα που έγινε η Ζηνοβία βασίλισσα πολλών χωρών μεγάλων,
τώρα που την θαυμάζει όλη η Ανατολή,
και την φοβούνται κ’ οι Ρωμαίοι ακόμη,
γιατί το μεγαλείον της να μη είναι πλήρες;
Γιατί να λογαριάζεται ως μια Ασιανή γυναίκα;

Το ποίημα του Καβάφη μάς τοποθετεί χρονικά αμέσως μετά την επίτευξη των μεγάλων κατακτήσεων από τη Ζηνοβία, όταν η ίδια ως βασίλισσα πια μιας αρκετά εκτεταμένης γεωγραφικής περιοχής έχει σίγουρα κερδίσει τον θαυμασμό όλης της Ανατολής κι έχει σαφώς προκαλέσει ανησυχία στους Ρωμαίους. Η Ζηνοβία, που ήταν περιβόητη τόσο για την ομορφιά της, όσο και για τον δυναμισμό της, είχε πετύχει ήδη πολύ περισσότερα από τον σύζυγό της, αλλά το μεγαλείο της δεν ήταν πλήρες, εφόσον η εθνική της ταυτότητα δεν ήταν συνδεδεμένη με τη μητέρα γη των ελληνιστικών βασιλείων. Αν δεν της αναγνώριζαν ελληνική καταγωγή από τη Μακεδονία, και τη θεωρούσαν Ασιανή, αυτό όχι μόνο μείωνε το κύρος της, αλλά έθετε, ως ένα βαθμό, σε αμφιβολία και το δικαίωμά της να ηγείται όλων αυτών των εθνοτήτων που είχε μόλις κατακτήσει.
Με ιδιαίτερη ευστοχία ο Καβάφης αξιοποιεί την επιθυμία της Ζηνοβίας να συνδέσει το όνομά της με τη Μακεδονία, ώστε να θεωρείται κι εκείνη Ελληνίδα, για να αναδείξει την αμείωτη αξία της ελληνικής ταυτότητας σε όλο τον χώρο των ελληνιστικών βασιλείων ακόμη κι όταν είχαν περάσει πέντε και πλέον αιώνες από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Βρισκόμαστε περίπου στα 270 μ.Χ. κι ακόμη το να έχεις ελληνική, μακεδονική καταγωγή θεωρείται πηγή σημαντικού κύρους, εφόσον σε συνδέει με τις γνήσιες ηγετικές δυναστείες της Μακεδονίας. Υπ’ αυτή την έννοια, το να μπορέσει η Ζηνοβία να συνδέσει το όνομά της με αυτό της Κλεοπάτρας και να διεκδικήσει για τον εαυτό της το ύψιστο δικαίωμα της ελληνικής καταγωγής, αποτελούσε ένα εξαίρετο πολιτικό εφόδιο, εφόσον θα γινόταν πολύ πιο εύκολα αποδεκτή και σεβαστή ως ηγέτιδα της περιοχής, μιας και θα εκλαμβανόταν ως φυσικός συνεχιστής μιας προγενέστερης μακεδονικής δυναστείας.
Η Ζηνοβία δεν θέλει να τη θεωρούν Ασιανή κι αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως απορρίπτει ή πως υποτιμά τις χώρες της Ασίας διεκδικεί πολύ ορθά τη μόνη καταγωγή που θα της διασφάλιζε εκείνη την εποχή αβίαστα τον τίτλο της βασίλισσας. Το να έχει ελληνική καταγωγή τής προσδίδει κύρος, τη φέρνει σε επαφή με τις μακεδονικές δυναστείες και την απομακρύνει όσο απαιτείται από τους υπηκόους της, προκειμένου να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις για τα δικαιώματά της στην εξουσία.

Τη γενεαλογία της ευθύς να κάμουν.

Ιδού ολοφάνερα κατάγετ’ απ’ τους Λαγίδας.
Ιδού ολοφάνερα από την Μακεδονία + +.

Η εκπλήρωση της επιθυμίας της είναι εξαιρετικά εύκολη, καθώς έχει στην υπηρεσία της όσους ιστορικούς, σοφιστές και μελετητές χρειάζεται για να «φτιάξουν» τη ζητούμενη γενεαλογία. Έτσι, ύστερα από τις απαιτούμενες έρευνες, προκύπτει ολοφάνερα πως η Ζηνοβία κατάγεται από τους Λαγίδες, από τη δυναστεία, δηλαδή, των Πτολεμαίων, που ξεκίνησε από τον στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Πτολεμαίο Α΄, γιο του Μακεδόνα Λάγου. Είναι ολοφάνερο, λοιπόν, πως η Ζηνοβία αντλεί την καταγωγή της από την Μακεδονική γη, και άρα, είναι Ελληνίδα, όπως ακριβώς το επιθυμούσε.
Εμφανής στο σχήμα επαναφοράς (Ιδού ολοφάνερα) η ειρωνική χροιά του ποιητή για την τόσο βολικά επίπλαστη γενεαλογία που προσέφερε στη Ζηνοβία την τιμή που επιζητούσε. Η ειρωνεία, ωστόσο, περιορίζεται στο πόσο εύκολα η νέα βασίλισσα διασφάλισε τις «ιστορικές» διαβεβαιώσεις που ήθελε, και δεν αφορά την αξία της μακεδονικής καταγωγής. Στόχος, άλλωστε, του ποιήματος είναι ακριβώς να αναδείξει πόσο διαχρονική παραμένει η αξία αυτής της καταγωγής.
Ο τελευταίος στίχος παραμένει ανολοκλήρωτος, στοιχείο που υποδηλώνει πως ο ποιητής δεν είχε καταλήξει στο πώς θα ήθελε να συμπληρώσει την τελευταία αυτή φράση του ποιήματος.

Ζηνοβία (3ος αιώνας μ.Χ.)
Βασίλισσα της Παλμύρας στη Συρία (267-271 μ.Χ.), σύζυγος του «εξάρχου» Οδαίναθου (που είχε αυτοανακηρυχτεί το 261 περ. βασιλιάς της υπό ρωμαϊκή επικυριαρχία Παλμύρας), μία από τις χαρακτηριστικότερες γυναικείες μορφές της ρωμαϊκής Ανατολής. Δεν υπάρχουν εξακριβωμένες πληροφορίες για την καταγωγή της, που άλλοι τη θεωρούσαν αραβική και άλλοι συριακοί ή εβραϊκή. Άλλοι πάλι υποστήριζαν ότι ήταν κόρη εξελληνισμένου Ρωμαίου της Αλεξάνδρειας, ίσως επειδή στα νομίσματά της χρησιμοποίησε το όνομα «Σεπτιμία Ζηνοβία Σεβαστή». Η ίδια διέδιδε πως ήταν απόγονος της βασίλισσας της Αιγύπτου Σεμίραμης ή της Κλεοπάτρας, της οποίας χρησιμοποιούσε πολλές φορές το όνομα. Μελαχρινή καλλονή, με τρομερή σωματική δύναμη και αντοχή, ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένη: είχε αποκτήσει ελληνική παιδεία με δάσκαλό της τον περίφημο νεοπλατωνικό φιλόσοφο Λογγίνο, που αργότερα έγινε ο κυριότερος σύμβουλός της, γνώριζε τέλεια και τα αιγυπτιακά, ικανοποιητικά τα λατινικά, τα αραμαϊκά και άλλες ανατολικές γλώσσες. Είχε διακριθεί για τη γενναιότητά της και τις πολεμικές της ικανότητες στις εκστρατείες του συζύγου της εναντίον των Περσών.
Μετά τη δολοφονία του Οδαίναθου στην Έμεσα το 267, η Ζηνοβία βασίλευσε στο κράτος της Παλμύρας ως επίτροπος των δύο ανήλικων αγοριών της. Κύριο μέλημά της ήταν η απαλλαγή της χώρας της από την επικυριαρχία των Ρωμαίων και η επέκτασή της σε βάρος τους. Έτσι σε μια εποχή που οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι με τους Γότθους (στη σημερινή Νότια Ρωσία) ο στρατός της κατέλαβε τη Συρία, τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, και η Ζηνοβία έγινε βασίλισσα της ρωμαϊκής Αραβίας και της Μικράς Ασίας ως την Άγκυρα της Γαλατίας και της Χαλκηδόνας στα πρόθυρα του Βυζαντίου (270 μ.Χ.).
Η Ζηνοβία κυβέρνησε με σύνεση το κράτος της. Στην αρχή διατήρησε φιλικές σχέσεις με τους Ρωμαίους, όμως αργότερα φαίνεται πως ήρθε σε συμφωνία με τους Πέρσες, που είχαν τότε μεγάλη δύναμη. Οι πολιτιστικές της δραστηριότητες ήταν εξίσου σημαντικές. Συγκέντρωσε στην αυλή της γνωστούς σοφούς της εποχής, όπως ο Λογγίνος και ο αιρετικός επίσκοπος Αντιοχείας Παύλος ο Σαμοσατεύς. Στο βασίλειο της Παλμύρας αναπτύχθηκε ένας μεικτός ελληνοσημιτικός πολιτισμός με υπεροχή της σημιτικής γλώσσας στις λαϊκές τάξεις. Η θρησκεία, που δεν είχε καμία σχέση με τον ιουδαϊσμό, ήταν ένα κράμα ανατολικών και σημιτικών επιδράσεων.
Η Ζηνοβία φιλοδοξούσε να κόψει κάθε γέφυρα με τη Ρώμη και να δημιουργήσει μια μεγάλη ανατολική αυτοκρατορία με δικό της πολιτισμό (χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι σε ένα μήνυμα του αυτοκράτορα Αυρηλιανού απάντησε σε αραμαϊκή γλώσσα). Η υπεροπτική όμως πολιτική της προς τους Ρωμαίους αποδείχτηκε ανεδαφική. Έτσι, όταν οι Γότθοι νικήθηκαν, ο Αυρηλιανός ανέλαβε να λύσει ο ίδιος τα προβλήματα της Ανατολής. Πέρασε το Βόσπορο, κατέλαβε τη Μικρά Ασία, έφτασε στη Συρία και κατανίκησε στην Αντιόχεια και στην Έμεσα το στρατό της Ζηνοβίας. Τότε η τελευταία αναγκάστηκε να καταφύγει στην οχυρή πρωτεύουσά της, την Παλμύρα περιμένοντας ενίσχυση από τους Πέρσες. Όταν όμως κατάλαβε πως η Παλμύρα ήταν χαμένη, προσπάθησε να διαφύγει και καλπάζοντας επάνω σε μια καμήλα, έφτασε ως τον Ευφράτη. Εκεί όμως οι Ρωμαίοι την πρόλαβαν, τη συνέλαβαν και την οδήγησαν στον αυτοκράτορα, ο οποίος στη συνέχεια κατέλαβε την Παλμύρα. Λίγο αργότερα οι κάτοικοι της πόλης προσπάθησαν να εξεγερθούν, με αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι να την καταστρέψουν ολοκληρωτικά (271).
Η αιχμάλωτη βασίλισσα για να σώσει τη ζωή της κατηγόρησε τους συμβούλους της ως υπεύθυνους για την αποστασία, από τους οποίους όμως εκτελέστηκε μόνο ο δάσκαλός της Λογγίνος (273). Η ίδια, ο κατακτητής της Αιγύπτου στρατηγός Ζάβδας, και άλλοι αξιωματούχοι της οδηγήθηκαν στη Ρώμη και στόλισαν τον θρίαμβο του Αυρηλιανού. Λέγεται πως μετά την διαπόμπευσή της (ακολούθησε το άρμα του αυτοκράτορα καταστόλιστη και δεμένη με χρυσές αλυσίδες), έμεινε στην Ιταλία, σε ένα αγρόκτημα στο Τίβολι, κοντά στην έπαυλη του Αδριανού, και ότι ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε και άλλα παιδιά.
Η στάση της Ζηνοβίας μετά την αιχμαλωσία της προκάλεσε σε άλλους την περιφρόνηση, και σε άλλους το θαυμασμό για την προσαρμοστικότητά της και το πάθος για ζωή, που τη χαρακτήριζαν.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Μηδέν περί Λακεδαιμονίων»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jean-Léon Gérôme

Κωνσταντίνος Καβάφης «Μηδέν περί Λακεδαιμονίων»

Την ειλικρίνειαν ν’ αγαπάς βεβαίως
και να υπηρετείς.
Πλην μετριόφρονα, γνωρίζοντας πως λίαν πιθανώς
θα φτάσεις στο σημείον που ειλικρίνεια δεν κάνει.

Είναι καλή μα και το αίσθημα λαμπρό.
Τίμια και ειλικρινώς θα εκφράζεσαι
για πράγματα πολλά και θα ωφελείς.
Δικαίως θα σ’ εκτιμούν: τι άνθρωπος ειλικρινής!
Μα εσύ νερό να βάζεις στο κρασί σου να μην ξιπασθείς
γιατί (ως το ξέρεις) «Μηδέν περί Λακεδαιμονίων».

Κ. Π. Καβάφης «Ατελή Ποιήματα, 1918-1932», Φιλολογική έκδοση και σχόλια RENATA LAVAGNINI, Εκδόσεις Ίκαρος

Το ποίημα αυτό ανήκει στα διδακτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και προβάλλει την ιδέα πως, παρά την αναμφισβήτητη αξία της ειλικρίνειας, οι άνθρωποι οφείλουν να είναι ειλικρινείς μέχρις ενός σημείου. Η υπερβολική ειλικρίνεια ενοχλεί, πληγώνει και παύει να εκτιμάται από τους άλλους, εφόσον αρχίζει να θεωρείται προσβλητική και ανεπιθύμητη. Η συμβουλή του ποιητή είναι να μην παρασύρονται οι άνθρωποι από την εκτίμηση που δείχνουν οι άλλοι στην ειλικρίνεια, διότι είναι πιο εύκολο απ’ ό,τι νομίζει κανείς να ξεπεραστεί το ανεκτό όριο και ο «ειλικρινής» λόγος να εκληφθεί ως προσωπική επίθεση ή προσβολή.
Ο Καβάφης επιλέγει να τεκμηριώσει τη θέση του με μια διακειμενική αναφορά που μάς παραπέμπει στους «Νεκρικούς διαλόγους» του Λουκιανού (125-180 μ.Χ.) και ειδικότερα στο διάλογο ανάμεσα στον κυνικό φιλόσοφο Διογένη και τον Πολυδεύκη, αδελφό της ωραίας Ελένης. Σύμφωνα με τον μύθο ο Πολυδεύκης έλαβε από τον πατέρα του, τον Δία, το δώρο της αθανασίας, όταν δολοφονήθηκε ο δίδυμος αδελφός του Κάστωρ. Ο Πολυδεύκης ζήτησε τότε να μοιραστεί το δώρο αυτό με τον αδελφό του κι ο Δίας αποφάσισε να περνά μία μέρα ο ένας αδελφός στον Άδη και μία ο άλλος, προσφέροντας έτσι μερίδιο του δώρου του και στους δύο. Με δεδομένη, λοιπόν, την επιστροφή του Πολυδεύκη στον κόσμο των ζωντανών, ο Διογένης, στο πλαίσιο του Νεκρικού διαλόγου, τού ζητά να μεταφέρει μια σειρά από συμβουλές του σε όσους βρίσκονται στον πάνω κόσμο. Του ζητά, για παράδειγμα, να πει στους πλούσιους ότι είναι μάταιο να φυλάνε το χρυσάφι (τί, μάταιοι, τν χρυσν φυλάττετε;), αφού μετά από λίγο καιρό θα κατέβουν στον κάτω κόσμο, όπου θα χρειαστεί να έχουν μαζί τους μόνο έναν οβολό. Του ζητά, επίσης, να παρηγορήσει τους φτωχούς, λέγοντάς τους να μην κλαίνε και να μη θρηνούν για την κατάστασή τους, αφού στον κάτω κόσμο όλοι είναι ίσοι (διηγησάμενος τν νταθα σοτιμίαν). Κατά τρόπο παρόμοιο στέλνει συμβουλές στους φιλοσόφους, στους όμορφους και στον κυνικό Μένιππο, και κάθε φορά ο Πολυδεύκης δηλώνει πρόθυμος να μεταφέρει όσα του λέει ο Διογένης.
Όταν, όμως, ο Διογένης του ζητά να μαλώσει τους Σπαρτιάτες, επειδή έχουν χαλαρώσει, τότε ο Πολυδεύκης, Σπαρτιάτης κι ο ίδιος, αντιδρά: «Μηδέν, Διόγενες, περ Λακεδαιμονίων λέγε· ο γρ νέξομαί γε.» (Μη λες τίποτα, ω Διογένη, για τους Λακεδαιμονίους, γιατί δεν θα το ανεχτώ.) Στο σημείο αυτό ο Διογένης, επειδή καταλαβαίνει το λόγο αντίδρασης του Πολυδεύκη, συμφωνεί να παραλείψουν τους Σπαρτιάτες (άσωμεν τούτους), ζητώντας μόνο να μεταφερθούν τα μηνύματά του στους υπόλοιπους.

«Την ειλικρίνειαν ν’ αγαπάς βεβαίως
και να υπηρετείς.
Πλην μετριόφρονα, γνωρίζοντας πως λίαν πιθανώς
θα φτάσεις στο σημείον που ειλικρίνεια δεν κάνει.»

Σε β΄ ενικό πρόσωπο ο ποιητής απευθύνει τις συμβουλές του είτε σε κάποιον υποτιθέμενο ακροατή των λόγων του είτε στον αναγνώστη του ποιήματος είτε στον ίδιο του τον εαυτό. Πρόκειται για ένα σύνηθες τέχνασμα των ποιητών, το οποίο αξιοποιείται για να ενισχυθεί η θεατρικότητα του ποιητικού κειμένου, ν’ αποκτήσει ζωντάνια και να γίνει έτσι περισσότερο ενδιαφέρον.
Στους αρχικούς στίχους ο ποιητής αναγνωρίζει πως είναι -βεβαίως- σημαντικό να αγαπά και να υπηρετεί κανείς την ειλικρίνεια, εφόσον συνιστά μια ουσιώδη αρετή που επιτρέπει στους ανθρώπους τη δημιουργία αληθινών σχέσεων φιλίας. Αναμφίβολα όλοι ζητούν από τους γύρω τους ειλικρίνεια και κανείς δεν επιθυμεί να έχει σχέσεις με ψεύτες και ανειλικρινείς ανθρώπους. Ωστόσο αυτή η απαίτηση για ειλικρίνεια έχει συγκεκριμένα όρια. Διότι, όπως έχουν ήδη διαπιστώσει οι περισσότεροι άνθρωποι και θα διαπιστώσουν στη ζωή τους κι οι νεότεροι, όταν φτάνει κανείς σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο συνειδητοποιεί πως η ειλικρίνεια δεν έχει θέση και, κυρίως, παύει να γίνεται ευνοϊκά αποδεκτή. Για το λόγο αυτό ο ποιητής συμβουλεύει τον αποδέκτη των λόγων του να υπηρετεί την ειλικρίνεια με μέτρο (μετριόφρονα) κι όχι με απόλυτο τρόπο.

«Είναι καλή μα και το αίσθημα λαμπρό.»

Η ειλικρίνεια είναι σίγουρα καλή και ωφέλιμη, μα την ίδια στιγμή εξίσου σημαντικό είναι και το αίσθημα, η αγάπη κι η αφοσίωση των ανθρώπων σε ορισμένες αρχές, αξίες ή σε ορισμένα πρόσωπα. Ό,τι υπονοείται εδώ είναι πως οι περισσότεροι δεν θέλουν να ακούν δυσάρεστες αλήθειες για όσα οι ίδιοι εκτιμούν βαθιά και τα θεωρούν «ιερά» στη ζωή τους. Μια μητέρα, για παράδειγμα, δεν θέλει να δέχεται «ειλικρινείς» παρατηρήσεις για το παιδί της, διότι κάτι τέτοιο εύλογα την πληγώνει, αφού νιώθει πως οι άλλοι δεν σέβονται το δικαίωμά της να αγαπά απεριόριστα και να αποδέχεται με κάθε τυχόν του ελάττωμα το πλάσμα αυτό που για εκείνη είναι όλη της η ζωή. Σε μια τέτοια περίπτωση η «ειλικρίνεια» λειτουργεί προσβλητικά και δεν προσφέρει κάτι το σημαντικό. Κάθε μητέρα, άλλωστε, γνωρίζει ή συναισθάνεται εκ των προτέρων καθετί που αφορά το παιδί της και δεν χρειάζεται υποδείξεις από τους άλλους. Παρομοίως, κάποιος που αγαπά και τιμά με αφοσίωση την πατρίδα του, δεν θέλει να ακούσει τις «ειλικρινείς» απόψεις κανενός, όταν οι απόψεις αυτές θίγουν κάτι που για εκείνον είναι πολύτιμο και για το οποίο είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή του.

«Τίμια και ειλικρινώς θα εκφράζεσαι
για πράγματα πολλά και θα ωφελείς.
Δικαίως θα σ’ εκτιμούν: τι άνθρωπος ειλικρινής!»

Οι περιορισμοί που επιχειρεί να θέσει ο ποιητής στην ειλικρίνεια, δεν υποτιμούν σε καμία περίπτωση την αξία της. Είναι σαφές, όπως ο ίδιος το τονίζει, πως η ειλικρίνεια του ατόμου είναι αναγκαία και θα φανεί ωφέλιμη σε ποικίλες περιπτώσεις. Θα έχει, δηλαδή, το άτομο την ευκαιρία να εκφραστεί τίμια και ειλικρινώς για πολλά θέματα στη ζωή του, κι αυτή του η ειλικρίνεια θα ωφελήσει σημαντικά εκείνους που θα τον ακούσουν. Θα αποτελέσει, μάλιστα, μια ποιότητα του χαρακτήρα του που δικαίως θα εκτιμηθεί από όλους. Θα τον επαινούν για την ειλικρίνειά του και θα σέβονται την ευθύτητά του.

Μα εσύ νερό να βάζεις στο κρασί σου να μην ξιπασθείς
γιατί (ως το ξέρεις) «Μηδέν περί Λακεδαιμονίων».

Ωστόσο, όσους επαίνους κι αν λάβει κάποιος, όσες φορές κι αν ακούσει πόσο εκτιμούν οι συνάνθρωποί του την ειλικρίνεια, δεν θα πρέπει να χάσει την αίσθηση του μέτρου, διότι υπάρχει ο κίνδυνος να ξεπεράσει το όριο -και το όριο αυτό υπάρχει πάντοτε- και να γίνει χωρίς λόγο δυσάρεστος κι ενοχλητικός. Το ξέρει, ούτως ή άλλως, πως τίποτε δεν θέλει να ακούσει ο Πολυδεύκης για τους Σπαρτιάτες («Μηδέν περί Λακεδαιμονίων») κι αυτό το όριο το σεβάστηκε ακόμη κι ο περιβόητος για το καυστικό του πνεύμα Διογένης.
Όσο κι αν μοιάζει παράδοξο, όσο κι αν θεωρεί κανείς πως θα πρέπει να είμαστε απόλυτοι σε ό,τι αφορά αδιαμφισβήτητες αρετές, όπως είναι αυτή της ειλικρίνειας, ο ποιητής μάς προειδοποιεί πως οφείλουμε να τηρούμε κι εδώ το μέτρο. Καλή και ωφέλιμη η ειλικρίνεια, αλλά πάντοτε μέχρις ενός σημείου.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η διάσωσις του Ιουλιανού»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η διάσωσις του Ιουλιανού»

Όταν μαινόμενοι σκότωσαν οι στρατιώται
τους συγγενείς του αποθανόντος Κωνσταντίνου
και τελευταίως κινδύνευεν απ’ την φρικτή
παραφορά των ως και το μικρό παιδί – έξι χρονώ –
του Καίσαρος Ιουλίου Κωνσταντίου,
οι Χριστιανοί ιερείς, οι εύσπλαχνοι,
το βρήκαν, και το πήγαν στο άσυλον
της εκκλησίας. Εκεί τον διέσωσαν, τον εξαετή Ιουλιανόν.

Πλην επιβάλλεται να πούμεν ότι
είναι χριστιανικής πηγής πληροφορία.
Μα διόλου απίθανον να είν’ αληθινόν,
Τίποτε το παράδοξον ιστορικώς
δεν παρουσιάζει: του Χριστού ιερείς
διασώζοντες αθώα Χριστιανόπαιδα.

Αν είναι αληθινό – άραγε ο πολύς φιλόσοφος
Αύγουστος και σ’ αυτό να εξέφραζε
το «λήθη δε στω το σκότους κείνου»;

Κ. Π. Καβάφης «Ατελή Ποιήματα, 1918-1932», Φιλολογική έκδοση και σχόλια RENATA LAVAGNINI, Εκδόσεις Ίκαρος

Ιστορικό πλαίσιο
Το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου (22 Μαΐου 337) ακολούθησαν ταραχές των στρατιωτών, που κατέληξαν στη σφαγή πολλών μελών της βασιλικής οικογένειας ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο πατέρας του Ιουλιανού, ο Ιούλιος Κωνστάντιος αδελφός του Κωνσταντίνου. Με τον τρόπο αυτό ο γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, έβλεπε να εξαφανίζονται όλοι οι ενδεχόμενοι ανταγωνιστές του. Ο ρόλος που έπαιξε ο καινούργιος αυτοκράτορας δεν είναι όμως σαφής κατά τον Allard (I, σ. 261) ο Κωνστάντιος έμεινε μάλλον στα παρασκήνια της σφαγής, αν και τελικά επωφελήθηκε από αυτή ταυτόχρονα όμως βοήθησε, ίσως, να σωθούν τα δύο παιδιά του Ιουλίου Κωνσταντίου, ο Γάλλος και ο Ιουλιανός. Εξετάζοντας τις αρχαίες πηγές πάνω στο θέμα αυτό, ο Allard (σ. 264) παραπέμπει και στη γνώμη του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Λόγοι, Δ΄, 21, που αποδίδει μόνο στους στρατιώτες την ευθύνη των γεγονότων και επικρίνει την αχαριστία του Ιουλιανού.
Ο Παπαρρηγόπουλος (Β΄, σ. 624) παρουσιάζει τα γεγονότα κατά συνοπτικότερο και κάπως διαφορετικό τρόπο (ανάμεσα στα άλλα, αποδίδει μόνο στον Κωνστάντιο την ευθύνη της σφαγής). 

Το ποίημα
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο πολιτικής υφής αυτό ποίημα στηλιτεύει με καυστικό τρόπο την αχαριστία του Ιουλιανού του Παραβάτη απέναντι στους Χριστιανούς, στη φιλευσπλαχνία των οποίων χρωστά τη ζωή του [δείτε αναλυτικά βιογραφικά στοιχεία για τον Ιουλιανό στο ποίημα «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»]. Η επιλογή του Ιουλιανού να αποκηρύξει τον χριστιανισμό και να στραφεί με θέρμη ενάντια στη θρησκεία αυτή, φανερώνει, κατά τον ποιητή, την αγνωμοσύνη του απέναντι σ’ εκείνα τα ηθικά διδάγματα που ώθησαν τους χριστιανούς ιερείς να τον προφυλάξουν από έναν βίαιο και πρόωρο θάνατο. Κατά τη συνήθεια, βέβαια, του ποιητή, η περίπτωση του Ιουλιανού αποτελεί την αφορμή μόνο για να διαπιστωθεί και να επικριθεί ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει γενικότερα τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Η αχαριστία δεν είναι ίδιον μόνο του Ιουλιανού διακρίνει εν γένει και διαχρονικά την ανθρώπινη φύση.

«Όταν μαινόμενοι σκότωσαν οι στρατιώται
τους συγγενείς του αποθανόντος Κωνσταντίνου
και τελευταίως κινδύνευεν απ’ την φρικτή
παραφορά των ως και το μικρό παιδί – έξι χρονώ –
του Καίσαρος Ιουλίου Κωνσταντίου,
οι Χριστιανοί ιερείς, οι εύσπλαχνοι,
το βρήκαν, και το πήγαν στο άσυλον
της εκκλησίας. Εκεί τον διέσωσαν, τον εξαετή Ιουλιανόν.»

Η αρχική φήμη πως ο Μέγας Κωνσταντίνος πέθανε επειδή τον δηλητηρίασαν τα αδέρφια του προκαλεί την οργισμένη αντίδραση των στρατιωτών του, που θέλησαν να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατό του. Πιθανώς, βέβαια, η δράση τους αυτή υπήρξε αποτέλεσμα της παρασκηνιακής παρέμβασης του δευτερότοκου γιου του Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντιου Β΄. Σε κάθε περίπτωση, οι στρατιώτες επιδίδονται σ’ ένα ανελέητο ξεκλήρισμα όλων των συγγενών του Κωνσταντίνου, χωρίς να έχουν τη διάθεση να λυπηθούν μήτε τα ανήλικα μέλη της οικογένειας του εκλιπόντος αυτοκράτορα.
Ο ποιητής μάς μεταφέρει στην κρίσιμη εκείνη στιγμή κατά την οποία οι εξαγριωμένοι στρατιώτες βρίσκονται κοντά στο να εντοπίσουν τον εξάχρονο τότε Ιουλιανό, γιο του ετεροθαλή αδελφού του Μ. Κωνσταντίνου, Ιουλίου Κωνστάντιου. Η θανάτωση του μικρού παιδιού ήταν προαποφασισμένη κι οι στρατιώτες δεν επρόκειτο να λάβουν καν υπόψη τους το γεγονός πως ήταν μόλις έξι ετών. Το λυπήθηκαν όμως οι ευσπλαχνικοί Χριστιανοί ιερείς, οι οποίοι, διακινδυνεύοντας τη δική τους ζωή, βρήκαν το μικρό παιδί και το έκρυψαν στην εκκλησία, κατορθώνοντας να το διασώσουν. Ο Ιουλιανός χρωστά, επομένως, τη ζωή του στη διάθεση αυτοθυσίας των Χριστιανών ιερέων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αποδεχτούν τη διάπραξη ενός τέτοιου φρικτού εγκλήματος.
Η πρώτη ενότητα του ποιήματος έχει αμιγώς αφηγηματικό χαρακτήρα με έκδηλα τα στοιχεία δράσης, γεγονός που ενισχύει τη θεατρικότητα του κειμένου. Ο ποιητής μάς τοποθετεί απευθείας στο κρίσιμο για τη ζωή του Ιουλιανού επεισόδιο, προσφέροντας παράλληλα τις πιο καίριες πληροφορίες για την ταυτότητα των προσώπων, ώστε ο πληροφορημένος αναγνώστης να είναι σε θέση να αντιληφθεί γρήγορα σε ποιους αναφέρεται το ποίημα και σε ποια χρονική περίοδο εντάσσεται η δράση.

«Πλην επιβάλλεται να πούμεν ότι
είναι χριστιανικής πηγής πληροφορία.
Μα διόλου απίθανον να είν’ αληθινόν,
Τίποτε το παράδοξον ιστορικώς
δεν παρουσιάζει: του Χριστού ιερείς
διασώζοντες αθώα Χριστιανόπαιδα.»

Η δεύτερη ενότητα του ποιήματος έχει διαφορετικό χαρακτήρα, εφόσον μετά τη δραματική παρουσίαση των γεγονότων, το ποιητικό υποκείμενο θέτει προς εξέταση την αξιοπιστία της πηγής όσων αναφέρθηκαν στην πρώτη ενότητα. Η πληροφορία, δηλαδή, πως οι Χριστιανοί ιερείς είναι εκείνοι που διέσωσαν τον εξαετή Ιουλιανό από τη μανία των στρατιωτών, προέρχεται από χριστιανική πηγή, κάτι που σημαίνει πως θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει την εγκυρότητά της. Θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα πως ίσως οι χριστιανοί συγγραφείς της εποχής θέλησαν να υπερτονίσουν τη συμβολή των χριστιανών ιερέων ή να δημιουργήσουν ένα συνολικά πλαστό επεισόδιο, προκειμένου να παρουσιάσουν τον Ιουλιανό ως αγνώμονα απέναντι σ’ εκείνους που τον έσωσαν και να υπονομεύσουν έτσι την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.
Ο ποιητής, ωστόσο, δεν διστάζει να καταγράψει και τη δική του άποψη, στηρίζοντας τη χριστιανική αυτή εκδοχή των γεγονότων. Θεωρεί πως δεν είναι καθόλου απίθανο να πρόκειται για ένα αληθινό γεγονός, αφού δεν υπάρχει τίποτε στη διήγηση αυτή που να μοιάζει παράδοξο ή μη αληθοφανές. Τι το παράδοξο, άλλωστε, θα μπορούσε να υπάρχει στο να σπεύδουν Χριστιανοί ιερείς να διασώσουν αθώα Χριστιανόπαιδα από έναν άμεσο κίνδυνο;
Εφόσον η σφαγή των συγγενών του Κωνσταντίνου -μεταξύ των οποίων ήταν κι ο πατέρας του Ιουλιανού- αποτελεί δεδομένο γεγονός, κι εφόσον αμέσως μετά ο εξάχρονος Ιουλιανός τέθηκε υπό την προστασία και την επίβλεψη του Επισκόπου Νικομήδειας Ευσέβιου, τότε δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο στο να διασώθηκε πράγματι ο μικρός Ιουλιανός από Χριστιανούς ιερείς, οι οποίοι και τον παρέδωσαν στον Ευσέβιο.
Η επιλογή του Καβάφη να στηρίξει τη χριστιανική εκδοχή των γεγονότων υποδηλώνει αφενός την κριτική του στάση απέναντι στον Ιουλιανό κι εξυπηρετεί αφετέρου την πρόθεσή του να αναδείξει την αχαριστία των ανθρώπων.

Αν είναι αληθινό – άραγε ο πολύς φιλόσοφος
Αύγουστος και σ’ αυτό να εξέφραζε
το «λήθη δε στω το σκότους κείνου»;

Το ποίημα κλείνει μ’ ένα καυστικό ερώτημα του ποιητή σχετικά με τη συμπεριφορά και το χαρακτήρα του Ιουλιανού. Αν, λοιπόν, αποδεχτούμε, λέει ο ποιητής, πως η πληροφορία για τη διάσωση του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανού από Χριστιανούς είναι όντως αληθινή, τότε η δήλωση του Ιουλιανού πως «θα πρέπει να ξεχαστεί η σκοτεινή εκείνη περίοδος της ζωής του», την οποία έκανε σχετικά με τα χρόνια που πέρασε ως Χριστιανός, συμπεριλαμβάνει, άραγε, και το γεγονός πως οφείλει τη ζωή του ακριβώς σ’ αυτούς που αργότερα επέλεξε να πολεμήσει με πάθος; 
Κατά τον ποιητή είναι απαράδεκτο να δηλώνει ο Ιουλιανός πως θέλει να ξεχάσει οτιδήποτε σχετίζεται με τον χριστιανικό του βίο, τη στιγμή που αν δεν είχαν παρέμβει οι Χριστιανοί ιερείς, θα είχε δολοφονηθεί ήδη από τα έξι του χρόνια.  
Η πρόθεση του Καβάφη να στηλιτεύσει την αγνωμοσύνη και το απαράδεκτο της αχαριστίας του Ιουλιανού απέναντι στους Χριστιανούς, προκύπτει από την ειρωνική φράση με την οποία επιλέγει να τον χαρακτηρίσει: «ο πολύς φιλόσοφος Αύγουστος». Ο Καβάφης τονίζει εδώ και την υπεροψία του Ιουλιανού, καθώς ο μετέπειτα αυτοκράτορας οφείλει στους Χριστιανούς όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και σημαντικό μέρος της παιδείας που έλαβε κι η οποία του επέτρεψε να οξύνει τη σκέψη του και να ασχοληθεί κατόπιν με τη φιλοσοφία. Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο Ιουλιανός έγινε αυτοκράτορας, αντί να εκφράσει τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη του στους Χριστιανούς τόσο για τη διάσωσή του όσο και για την παιδεία του, εκείνος επέλεξε να τους αντιμετωπίσει ως εχθρούς του και ν’ αποκηρύξει τα χρόνια της ζωής του που υπήρξε κι ο ίδιος Χριστιανός.
Ο ποιητής σαφώς δεν εκπλήσσεται από την αχαριστία του Ιουλιανού, εφόσον η ιστορία είναι γεμάτη από ανάλογα γεγονότα. Ξανά και ξανά οι άνθρωποι εμφανίζονται αγνώμονες απέναντι σ’ εκείνους που τους στήριξαν και τους βοήθησαν να αποκτήσουν την όποια αναγνώριση ή δύναμη απέκτησαν, είτε πολύ βολικά «ξεχνώντας» τους ευεργέτες τους είτε, πολύ χειρότερα, όπως το έκανε ο Ιουλιανός, στρεφόμενοι εναντίον τους. Στόχος, άρα, του ποιητή δεν είναι τόσο ή μόνο να αναδειχθεί η αχαριστία του Ιουλιανού, όσο το να στηλιτευτεί ένα γενικό και διαχρονικό ελάττωμα των ανθρώπων.
Αξίζει να σημειωθεί πως η φράση του Ιουλιανού (λήθη δε στω το σκότους κείνου) που τόσο εύστοχα αξιοποιείται από τον ποιητή για να τονιστεί η αγνωμοσύνη του αυτοκράτορα προέρχεται από τον «Ύμνο στον Βασιλιά Ήλιο», όπου ο Ιουλιανός, μεταξύ άλλων, κάνει και μια σύντομη αναφορά στα χρόνια που έζησε ως Χριστιανός.

Ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος στο έργο του «Το Βυζαντινό Κράτος» σημειώνει:
«Με την άνοδο του Ιουλιανού (361-363) στο θρόνο ήρθε στο προσκήνιο το πρόβλημα της συμβίωσης του αρχαίου πολιτισμού και της αρχαίας θρησκείας με τη νέα θρησκεία και τα δόγματά της. Η γοητεία του ειδωλολατρικού κόσμου, που και στην παρακμή του ακόμη αντιφέγγιζε την τέχνη, την παιδεία και τη σοφία της αρχαιότητας, και η αγάπη που ο νέος αυτοκράτορας έτρεφε γι’ αυτή σε συνδυασμό με προσωπικά του τραγικά βιώματα, τον έκαναν να στραφεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του εναντίον της νέας πίστης, που σ’ αυτήν ανήκε ο Κωνστάντιος, ο δολοφόνος του αδελφού του Γάλλου και παρά λίγο του ίδιου του Ιουλιανού.»

Ο Α.Α. Βασίλιεφ στο έργο του «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453)» σημειώνει:
«Ο Ιουλιανός έχασε πολύ μικρός τους γονείς του: η μητέρα του πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του πέθανε όταν ο Ιουλιανός ήταν έξι ετών. Η αγωγή του υπήρξε πολύ καλή, εκείνος δε που τον επηρέασε περισσότερο, ήταν ο δάσκαλός του Μαρδόνιος -ειδικός στην ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία- ο οποίος είχε διδάξει Όμηρο και Ησίοδο τη μητέρα του Ιουλιανού. Ενώ ο Μαρδόνιος δίδασκε τον Ιουλιανό κλασική φιλολογία, ένας χριστιανός κληρικός, πιθανόν ο Επίσκοπος Νικομηδείας -αργότερα Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως- Ευσέβιος, τον εισήγαγε στη μελέτη των Γραφών. Έτσι, όπως αναφέρει ένας ιστορικός (P. Allard, “Julien lApostat”), ο Ιουλιανός μυήθηκε σε δύο διαφορετικής μορφής διδασκαλίες, που βάδιζαν η μία κοντά στην άλλη χωρίς να αλληλοεπηρεάζονται. Ο Ιουλιανός βαπτίστηκε μικρός, πράγμα το οποίο ο ίδιος ονόμαζε, αργότερα, εφιάλτη, τον οποίο έπρεπε να ξεχάσει.
Τα πρώτα του χρόνια ο Ιουλιανός τα πέρασε μέσα σε φόβους και ανησυχίες. Ο Κωνστάντιος, θεωρώντας τον ως έναν πιθανό αντίπαλο και υποψιαζόμενος ότι ίσως είχε βλέψεις στον θρόνο, άλλοτε τον κρατούσε, σαν σε εξορία, μακριά από την πρωτεύουσα, στις επαρχίες, και άλλοτε τον κρατούσε στην πρωτεύουσα για να τον έχει υπό τον έλεγχό του. Ξέροντας καθετί το σχετικό με τη σφαγή των μελών της οικογένειάς του, που είχαν θανατωθεί ύστερα από εντολή του Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός φοβόταν πολύ για τη ζωή του. Ο Κωνστάντιος τον ανάγκασε να μείνει λίγα χρόνια στην Καππαδοκία, όπου συνέχισε τη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, υπό την καθοδήγηση του Μαρδονίου -που τον συνόδευε- και όπου γνώρισε ακόμη καλύτερα τη Βίβλο. Αργότερα ο Κωνστάντιος έφερε τον Ιουλιανό πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Νικομήδεια, όπου συνέχισε τις σπουδές του εκδηλώνοντας, εκεί, για πρώτη φορά τη μεγάλη του κλίση προς την ειδωλολατρία.»

Ο Georg Ostrogorsky στο έργο του «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» σημειώνει:
Τη φάση των θρησκευτικών ζυμώσεων της εποχής του Κωνσταντίου ακολούθησε η ειδωλολατρική αντίδραση με τον Ιουλιανό (361-63). Έτσι το πρόβλημα της συμβιώσεως του αρχαίου πολιτισμού με τη νέα πίστη, που ήταν καίριο για την πολιτιστική εξέλιξη του Βυζαντίου, μπήκε σε μια κρίσιμη φάση. Η γοητεία του αρχαίου κόσμου που χανόταν, η μεγάλη αγάπη για την τέχνη, την παιδεία και τη σοφία του, έκαναν τον τελευταίο εκπρόσωπο της δυναστείας του Κωνσταντίνου να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της νέας πίστεως. Οι ατέλειωτες διαμάχες ανάμεσα στις εκκλησιαστικές παρατάξεις φαινόταν ότι βοηθούσαν στην επιτυχία του εγχειρήματός του. Οι εθνικοί υπερτερούσαν ακόμη αριθμητικά, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και μάλιστα στη Ρώμη. Επίσης ο στρατός, με το μεγάλο ποσοστό βαρβάρων στις τάξεις του, ήταν ακόμη σε μεγάλο βαθμό εθνικός. Υπήρχε, τέλος, σημαντικός αριθμός αποστατών από τη χριστιανική θρησκεία. Παρ’ όλα αυτά ο Ιουλιανός δε μπόρεσε να οργανώσει αποτελεσματική εκστρατεία εναντίον του χριστιανισμού. Στον αγώνα εναντίον της νέας πίστεως δεν ήταν παρά εκφραστής της μορφωμένης εθνικής αριστοκρατίας των νεοπλατωνικών φιλοσόφων και ρητόρων, στην οποία ανήκε. Στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ειδικά στην Αντιόχεια, που διάλεξε για έδρα του, ο αυτοκράτορας δοκίμασε σοβαρές απογοητεύσεις. Η εσωτερική αδυναμία του αγώνα του φάνηκε πολύ καθαρά, όταν θέλησε να οργανώσει το εθνικό ιερατείο με πρότυπο την εκκλησιαστική ιεραρχία. Ο ζήλος που έδειξε για την ανανέωση της εθνικής λατρείας όπως και η προσωπική του συμμετοχή στις θυσίες ζώων στους θεούς, προκάλεσαν τον χλευασμό και την αντίδραση όχι μόνο ανάμεσα στους κύκλους των χριστιανών. Η απόπειρά του ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως συμβαίνει με κάθε κίνηση που ενθουσιάζεται για το αρχαίο μόνο επειδή είναι αρχαίο και καταπολεμεί κάθε τι νέο, μόνο επειδή είναι νέο. Το έργο του θάφθηκε μαζί του, όταν χτυπημένος θανάσιμα από εχθρικό δόρυ πέθανε στη σκηνή του κατά τη διάρκεια της ριψοκίνδυνης εκστρατείας του στην Περσία. Η σύντομη αποτυχία του εγχειρήματός του αποτέλεσε άμεση απόδειξη για το ότι η νίκη του χριστιανισμού ήταν πια ιστορική αναγκαιότητα.

Τα γεγονότα της σφαγής των συγγενών του Μ. Κωνσταντίνου έχουν αποδοθεί κι από τον Χρήστο Π. Ζαλοκώστα στη μυθιστορηματική βιογραφία του Ιουλιανού:  

«Νύχτα. Η Πόλη δεν στοχάζεται τίποτα, βουτηγμένη στη λύπη για το θάνατο του κτήτορά της. Ο μόνος παρών από τους τρεις διαδόχους, ο Κωνστάντιος δεν είναι γνωστός στους πολίτες, νέος 21 χρονών, φερμένος από την Αντιόχεια. Τον έλεγαν σοβαρό, μα στενοκέφαλο. Κρατούσε από τη μάνα του, τη φιλόδοξη, την ύπουλη Φαύστα. Σαν εκείνη ήταν υποψιάρης. Τώρα περιμένουν οι πολίτες να δουν τα έργα του, για να καταλάβουν τι λογής άνθρωπος θα κυβερνούσε το κράτος. Σε μιαν απόλυτη Μοναρχία, όπως είχε καταντήσει το θρόνο η Ρώμη, ζωή κι ευτυχία του ατόμου από μια στιγμή στην άλλη μπορούσε ν’ αναστραφή σε συμφορά.
Στο μεγάλο παλάτι μόλις ακούγονται ψαλμοί άφεσης αμαρτιών. Βγαίνουν συνέχεια από το διαμέρισμα του φίλου του αλησμόνητου νεκρού, Επισκόπου Ευσεβίου, που τον εγέμισαν φρίκη, όσες αμαρτίες τού εξομολογήθηκε στο νεκροκρέβατό του. Παρακαλεί τώρα ο ιερωμένος τον Πανάγαθο Θεό να δώση συγχώρηση. Στο πάνω πάτωμα ένας άλλος αγρυπνά, ο Ιούλιος, ετεροθαλής αδελφός του Κωνσταντίνου. Ξέρει πόσο πυρό είναι το αίμα των Φλαβίων, ξέρει τις ανακτορικές δολοφονίες των Ρωμαίων και φοβάται, όχι για τη δική του ζωή, παρά για τα δυο παιδάκια του, Γκάλλο και Ιουλιανό. Στέκει στο παράθυρο και παρακολουθεί τη μαύρη νύχτα. Μόλις διακρίνει πάνοπλους λεγεωνάριους να ζώνουν τ’ ανάκτορα κρατώντας αναμμένες λαμπάδες, τρέχει στο δωμάτιο των παιδιών, τ’ αρπάζει και τα κατεβάζει στον Επίσκοπο Ευσέβιο, που είναι συγγενής του, θείος της γυναίκας του Βασιλίνας. Εκείνος τα παραδίνει στον πιστό διάκο Μάρκο με την εντολή να τα κρύψη γρήγορα στο ιερό του ανακτορικού παρεκκλησιού, που είναι απόμερο, ισόγειο. Όταν εξαφανίστηκαν τα πριγκιπόπουλα, γύρισε ο Ιούλιος στην κάμαρά του κι ο Επίσκοπος στους ψαλμούς του.
Ο διάκος δοκιμάζει να πείση τα παιδάκια πως δεν συμβαίνει τίποτα, μα σε λίγο οι λεγεωνάριοι χαλάν τον κόσμο, ψάχνοντας στα κατάχρυσα δωμάτια να μαζέψουν το συγγενολόι του Κωνσταντίνου. Πρώτα περνάν από το ισόγειο τον Δαλμάτιο και τον Αννιβαλιανό, αδέλφια του μακαρίτη, που τους ακούν να διαμαρτύρονται για τη σύλληψή τους. Τα παιδιά τρομάζουν και ο διάκος, που βλέπει πως του πιάνουν το ράσο για να θαρρέψουν, προστάζει να μη βγάλουν τσιμουδιά, ό,τι και να συμβή, ενώ κάνει το σημείο του σταυρού στα κεφάλια τους. Σαν περνάν οι φονιάδες τον πατέρα τους Ιούλιο κι οι γιοι του ακούν διαμαρτυρίες πως είναι αθώος, μαντεύουν τον κίνδυνο κι ετοιμάζονται να φωνάξουν, μα ο διάκος τους βουλώνει το στόμα. Τη φασαρία σε λίγο τη διαδέχονται άγρια μουγκρητά, φοβερές στριγγλιές και η βοή του φόνου έντεκα πριγκίπων, τριών αδελφών του Κωνσταντίνου, κι από τέσσερα ξαδέλφια και τέσσερα ανίψια του. Ολόκληρη οικογένεια. Τούτο το δυναστικό μακελειό, στάθηκε πρωτάκουστο ακόμα και για τ’ αμαρτωλά παλάτια της Ρώμης ή των Τούρκων Σουλτάνων.
Όταν ησύχασε η ταραχή και νεκρώθηκαν τ’ ανάκτορα, τόσο φοβερή παρέμενε η εντύπωση της σφαγής, ώστε μήτε ο διάκος μήτε τα παιδιά, που έτρεμαν ολόσωμα, είπαν επί ώρες έστω και μια λέξη. Τέλος, πριν φέξη, ο Επίσκοπος κατέβηκε και φευγάτισε τα ορφανά σε φιλικό του σπίτι. Πέρασε καιρός όσο να πειστή ο Ευσέβιος πως η μανία του Κωνστάντιου είχε καταλαγιάσει. Τότε του αποκάλυψε το μυστικό. Επειδή τα παιδιά ήταν ανήλικα ο Αυτοκράτορας του παραχώρησε την άδεια να τα πάρη μαζί του στη Νικομήδεια και να τα κρατά περιορισμένα.»   
Χρήστος Π. Ζαλοκώστας «Ιουλιανός ο Παραβάτης»

Κωστής Παλαμάς «Ο Ολυμπιακός ύμνος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Κωστής Παλαμάς «Ο Ολυμπιακός ύμνος»

Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες αναβίωσαν για πρώτη φορά το 1896 στην Αθήνα. Με αφορμή την τέλεσή τους ανατέθηκε, ένα χρόνο πριν, στον Κωστή Παλαμά να γράψει τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων, ο οποίος μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο συνθέτη Σπυρίδωνα Σαμάρα. Από την Ολυμπιάδα του Τόκιο, το 1952, καθιερώθηκε ως ο επίσημος ύμνος των Αγώνων και ακούγεται στην ελληνική γλώσσα σε κάθε Ολυμπιάδα.

Στο Σαμάρα, που φτερά του έβαλε

Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατον, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.


Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.

Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τόμ. 3, Μπίρης

Το ποίημα ξεκινά με μια επίκληση του ποιητή στο προσωποποιημένο «Αρχαίο Πνεύμα» των Ολυμπιακών Αγώνων, απ’ το οποίο ζητά να εμφανιστεί εκ νέου στη δική του γη, την Ελλάδα, με όλη του τη λαμπρότητα.

Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατον, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Το «Πνεύμα» των Ολυμπιακών Αγώνων χαρακτηρίζεται αθάνατο, εφόσον ο αθλητικός αυτός θεσμός έχοντας κατορθώσει να διατηρηθεί για πάνω από χίλια χρόνια (776 π.Χ. – 393 μ.Χ.) από την αρχαιότητα ως την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αναβιώνει εκ νέου το 1896, αποδεικνύοντας πως οι αξίες που εκπροσωπεί τον καθιστούν διαχρονικό. Πρόκειται, άλλωστε, για μια αθλητική γιορτή που τιμά και επιβραβεύει τις πλέον σημαντικές αρετές στο χώρο του αθλητισμού. Αρετές τις οποίες ο ποιητής αποδίδει ως γνωρίσματα του Αρχαίου Πνεύματος.
Ειδικότερα, αποκαλώντας το «Πνεύμα» των αγώνων «αγνό» ο Παλαμάς επισημαίνει την αγαθή διάθεση που χαρακτήριζε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο ξεκίνημά τους, αφού η τέλεσή τους δεν εξυπηρετούσε καμία σκοπιμότητα και δεν αποσκοπούσε σε κανένα κέρδος. Ήταν μια αγνή γιορτή του αθλητισμού προς τιμή του Δία, που έδινε την ευκαιρία στους ανθρώπους της περιοχής -αρχικά της Ηλίας, κατόπιν όλης της Πελοποννήσου- να παρουσιάσουν τις αθλητικές τους δεξιότητες και να απολαύσουν τη χαρά της άθλησης. Σταδιακά, καθώς αποκτούσαν ολοένα και μεγαλύτερη αναγνώριση, διευρύνθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελούν ένα κάλεσμα προς τους πολίτες όλων των ελληνικών πόλεων να συναγωνιστούν, με την παράλληλη διακοπή κάθε εχθροπραξίας στον ελληνικό χώρο. Ταυτίστηκαν, έτσι, αφενός με την έννοια της αθλητικής υπεροχής κι αφετέρου με την ειρήνη, χάρη στην Ολυμπιακή εκεχειρία.
Το «Αρχαίο Πνεύμα» είναι, κατά τον ποιητή, ο αγνός πατέρας του ωραίου, υπό την έννοια πως στο πλαίσιο των Αγώνων αναδεικνύεται η ωραιότητα του ανθρώπινου σώματος στην καλύτερη στιγμή του, αφού έχει σμιλευτεί από τη συνεχή εξάσκηση. Με την ομορφιά να αναγνωρίζεται, βέβαια, ακόμη και στην ίδια την ειρηνική αυτή συνύπαρξη όλων των αθλητών, που παραμερίζουν τις όποιες διαφορές των «κρατών» τους, προκειμένου να τιμήσουν το πνεύμα της ευγενούς άμιλλας.
Το «Αρχαίο Πνεύμα» είναι, επίσης, ο αγνός πατέρας του μεγάλου, καθώς οι Αγώνες αυτοί αποτελούσαν -και αποτελούν- κάτι το πραγματικά μεγαλειώδες, μιας και κατόρθωναν να προσελκύσουν αθλητές από όλα τα μέρη του ελληνισμού και προσέδιδαν διαχρονική και αναλλοίωτη τιμή στους νικητές των επιμέρους αγωνισμάτων. Ήταν αναμφίβολα μια «μεγάλη» γιορτή του αθλητισμού, αφού είχε επιβληθεί ως ένας απόλυτα σεβαστός θεσμός σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο και αποτελούσε κάθε φορά την αφορμή για τη διακοπή κάθε πολεμικής δραστηριότητας.
Τέλος, το «Αρχαίο Πνεύμα» είναι ο αγνός πατέρας του αληθινού, αφού οι αθλητές αγωνίζονταν πάντοτε κατά τρόπο έντιμο, χωρίς να επιχειρούν να διασφαλίσουν τη νίκη με δόλια ή αθέμιτα μέσα. Κυριαρχούσε στους Αγώνες μια υγιής διάθεση συναγωνισμού, που δεν έφτανε ποτέ στο επίπεδο του φανατισμού ή του ακραίου ανταγωνισμού. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν αφιερωμένοι στην αγνή και αληθινή αγάπη για τον αθλητισμό και στην κοινή πίστη στον Δία. Δεν υπήρχε σ’ αυτούς θέση για πολιτικές, οικονομικές ή άλλες σκοπιμότητες.
Στο αρχαίο αυτό Πνεύμα, λοιπόν, απευθύνεται ο ποιητής, αιώνες μετά την τελευταία του εμφάνιση, και του ζητά να κατέβει, να φανερωθεί και να αστράψει στη γη που το γέννησε. Το αρχαίο Πνεύμα, που ο ποιητής το φαντάζεται να έχει αποσυρθεί στον επουράνιο χώρο ή στο χώρο των Ολύμπιων θεών, καλείται να κάνει και πάλι την εμφάνισή του στον δοξασμένο ελληνικό χώρο και να λάμψει εκ νέου, επαναφέροντας στην ελληνική γη και στον ελληνικό ουρανό την τιμή που απορρέει από αυτό.
Η επανεμφάνιση του αρχαίου Πνεύματος των Ολυμπιακών Αγώνων κάτω από τον ελληνικό ουρανό θα αποτελέσει ένα γεγονός εκπληκτικής σημασίας, αφού θα σηματοδοτήσει την επανέναρξη του ένδοξου γεγονότος των Αγώνων και θα προσφέρει μια επιπρόσθετη πηγή υπερηφάνειας και τιμής για τη χώρα των Ελλήνων. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα ξεκινήσουν εκ νέου στη γη ακριβώς που τους εμπνεύστηκε και τους γέννησε.

«Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.»

Ο ποιητής καλεί το αρχαίο «Πνεύμα» να τιμήσει με τη λάμψη του την ορμή των νεαρών αθλητών που αγωνίζονται στο «δρόμο», στο «πάλεμα» και στο «λιθάρι». Πρόκειται για την ενδεικτική αναφορά τριών γνωστών αθλημάτων τους αγώνες ταχύτητας, την πάλη και τη ρίψη δίσκου (πέτρας), που αποτελούσαν μέρος μόνο των αγωνισμάτων που υπήρχαν στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Εύλογα ο ποιητής δεν έχει τη δυνατότητα να αναφερθεί σε όλα τα αθλήματα, φροντίζει, ωστόσο, να τονίσει το πιο ουσιώδες γνώρισμά τους, αυτό της ευγενούς άμιλλας που διέκρινε το σύνολο των αγωνισμάτων. Κάθε αθλητής των Αγώνων επιθυμεί κι επιδιώκει τη νίκη, ποτέ όμως η επιθυμία αυτή δεν τους οδηγεί στην εμπάθεια ή στη χρήση αθέμιτων μέσων. Συναγωνίζονται με αμοιβαίο σεβασμό και με σαφή διάθεση να αναγνωρίσουν και να τιμήσουν τον νικητή, ακόμη κι αν αυτός προέρχεται από κάποια «εχθρική» πόλη. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες, άλλωστε, κυριαρχεί πρωτίστως η κοινή αγάπη για την άθληση κι ο πλήρης σεβασμός απέναντι στην έννοια της αξιοκρατίας.
Το αρχαίο «Πνεύμα» καλείται να στεφανώσει τους νικητές με το «αμάραντο» κλωνάρι -μ’ ένα στεφάνι από κλαδί αγριελιάς που βρισκόταν κοντά στο ναό του Δία-, φανερώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο πως μόνο κίνητρο των αθλητών είναι η αγάπη τους για τον αθλητισμό και για την έντιμη διάκριση, κι όχι η επιθυμία του οικονομικού κέρδους. Ο ποιητής, μάλιστα, χαρακτηρίζει πολύ εύστοχα το κλωνάρι «αμάραντο», καθώς η τιμή που συνοδεύει τους Ολυμπιονίκες είναι αιώνια. Κάθε ελληνική πόλη φρόντιζε να τιμά ιδιαιτέρως τους Ολυμπιονίκες της κι η φήμη τους ξεπερνούσε τα όρια της δικής τους πατρίδας, αφού το όνομά τους γινόταν γνωστό σε όλο τον ελληνικό κόσμο.
Επιπροσθέτως, το αρχαίο «Πνεύμα» καλείται να πλάσει σιδερένιο και άξιο το κορμί των αθλητών, αναδεικνύοντας έτσι τα οφέλη της ενασχόλησης με τον αθλητισμό. Οι συμμετέχοντες στους Ολυμπιακούς Αγώνες μέσα από τις συνεχείς προπονήσεις αποκτούσαν καλλίγραμμα σώματα που προκαλούσαν το θαυμασμό και, συνάμα, ενίσχυαν τόσο τη μυϊκή τους δύναμη όσο και τις σωματικές τους δεξιότητες. Σε αθλήματα, μάλιστα, όπως ήταν η Πάλη, η νίκη δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο ή κυρίως της σωματικής δύναμης, αλλά και της τεχνικής επιδεξιότητας του αθλητή. Ένας ευκίνητος αθλητής μπορούσε να υπερισχύσει, έστω κι αν υστερούσε σε μυϊκή δύναμη.

«Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.»

Ο ποιητής απευθύνεται στο προσωποποιημένο αρχαίο Πνεύμα -στοιχείο θεατρικότητας- και αξιοποιώντας μια παρομοίωση παρουσιάζει τον μεγαλειώδη αντίκτυπο της επανεμφάνισής του. Το σύνολο της ελληνικής γης φέγγει μαζί με το Πνεύμα των Ολυμπιακών Αγώνων σαν ένας μεγάλος ναός λευκού και πορφυρού χρώματος. Η Ελλάδα χάρη στις αγνές αρετές της συμφιλίωσης και της ευγενικής άμιλλας που συνοδεύουν τους Αγώνες αποκτά εκ νέου τη δόξα εκείνη που άλλοτε την είχε οδηγήσει στην αποθέωση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χρώματα που έχει επιλέξει ο ποιητής για να περιγράψει τον ναό στο πλαίσιο της παρομοίωσης. Το λευκό είναι ακριβώς εκείνο το χρώμα που συνδέει κανείς με την αγνότητα, ενώ το πορφυρό -βαθυκόκκινο- είναι ένα χρώμα που συνδέεται με τον δυναμισμό, τη ζωντάνια, αλλά και το μεγαλείο. Κατορθώνει, έτσι, ο ποιητής να υποδηλώσει μέσω των χρωμάτων αυτών τις αρετές και τις αξίες εκείνες που είχε παρουσιάσει στην αρχική στροφή του ποιήματος.
Στον μεγάλο ναό της ελληνικής γης σπεύδουν ως προσκυνητές πλέον όλοι οι λαοί, καθώς στους νέους αυτούς Ολυμπιακούς Αγώνες μπορούν να συμμετάσχουν αθλητές απ’ όλο τον κόσμο, αφού οι Αγώνες παύουν να αποτελούν ένα θεσμό αποκλειστικά για τους Έλληνες. Σπεύδουν, συνάμα, να προσκυνήσουν τον ελληνικό αυτό ναό, όχι μόνο γιατί αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στους Αγώνες, αλλά γιατί πρωτίστως αναγνωρίζουν την εξέχουσα σημασία του αθλητικού αυτού γεγονότος και εκτιμούν βαθύτατα τις αξίες που πρεσβεύει και υπηρετεί.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν πλέον την ευκαιρία μιας αθλητικής συνάντησης όλων των εθνών, στο πλαίσιο της οποίας η μεταξύ τους αναμέτρηση διακρίνεται από το πνεύμα του ευγενούς συναγωνισμού∙ με αμοιβαίο σεβασμό και αμοιβαία εκτίμηση. Οι αθλητές και μαζί τους οι πολίτες των χωρών τους, έχουν την ευκαιρία να έρθουν σ’ επαφή με αθλητές διαφορετικών θρησκευτικών και πολιτικών πεποιθήσεων, διαφορετικής φυλετικής καταγωγής και διαφορετικού πολιτισμικού υπόβαθρου, για να αγωνιστούν, εντούτοις, διεκδικώντας ακριβώς τις ίδιες διακρίσεις και τιμώντας ακριβώς τον ίδιο αθλητικό θεσμό. Πρόκειται, άρα, για μια εξαίρετη ευκαιρία να γίνει αντιληπτή η κοινή βάση του ανθρώπινου γένους, αφού ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος ή τη γλώσσα επικοινωνίας, όλοι οι άνθρωποι έχουν παρόμοιες αρετές και αποδίδουν τιμή σε παρόμοιες αξίες.

Στοιχεία στιχουργικής & δομής  
Το ποίημα χωρίζεται σε τρεις τετράστιχες στροφές, στις οποίες αξιοποιείται πλεχτή ομοιοκαταληξία (αβαβ) -ομοιοκαταληκτεί, δηλαδή, ο πρώτος με τον τρίτο κι ο δεύτερος με τον τέταρτο στίχο. Οι στίχοι έχουν 13 συλλαβές και το μέτρο που ακολουθούν είναι το ιαμβικό (εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη σε ζεύγη συλλαβών):

Στο δρό / μο και / στο πά / λεμα / και στο / λιθά / ρι.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...