Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Προσανατολισμού: Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα [Διαγώνισμα]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Ιστορία Προσανατολισμού: Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα [Διαγώνισμα]
 
ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων:
α. «Σύμφωνο περί αμοιβαίας μεταναστεύσεως μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας»
β. Σύμβαση της Λοζάνης
γ. Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών
Μονάδες 15
 
ΘΕΜΑ Α2
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας το γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πληροφορία και δίπλα του τη λέξη Σωστό, αν η πληροφορία είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν η πληροφορία είναι λανθασμένη:
α. Μετά την καταστροφή της Κάσου από τον αιγυπτιακό στόλο το 1823, οι Κάσιοι αλλά και οι Κρήτες που είχαν καταφύγει εκεί κατευθύνθηκαν σε άλλα νησιά του Αιγαίου.
β. Η Σύρος αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα ίδρυσης και εξέλιξης αυτοτελούς και ακμαίου προσφυγικού συνοικισμού μετά την Επανάσταση.
γ. Κάποιοι Ηπειρώτες και Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν στη Ναύπακτο.
δ. Η επιτροπή του Λονδίνου σε συνεργασία με την «Αγγλοελληνική Επιτροπή» στην Αθήνα, ανέλαβε την περίθαλψη 4.500 προσφύγων.
ε. Η αναγκαστική μετανάστευση στην Ελλάδα το 1909 ήταν συνέπεια των βιαιοπραγιών των Βουλγάρων, εξαιτίας του ανταγωνισμού Ελλάδας-Βουλγαρίας για επικράτηση στην υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία.
Μονάδες 10
 
ΘΕΜΑ Β1
Ποια υπήρξε η τρίτη φάση της αντιδικίας αυτοχθόνων-ετεροχθόνων και ποιες αντιδράσεις προκάλεσε;
Μονάδες 13
 
ΘΕΜΑ Β2
Ποιες ομαδικές μεταναστεύσεις συνιστούν την αφετηρία του προσφυγικού ζητήματος; Πώς προκλήθηκαν και γιατί δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες γι’ αυτές;
Μονάδες 12
 
ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΘΕΜΑ Γ1
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφέρετε τα αιτήματα των προσφύγων προς τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826-1827) και τη στάση αυτής απέναντι στα συγκεκριμένα αιτήματα.
Μονάδες 25
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Το ζήτημα των προσφύγων απασχόλησε τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826-1827), καθώς διάφορες ομάδες προσφύγων υπέβαλαν αιτήματα αποκατάστασής τους σε συγκεκριμένο τόπο. Οι Ελεύθεροι Σμυρναίοι ζήτησαν να τους παραχωρηθεί χώρος στην περιοχή του Ισθμού προκειμένου να ανεγείρουν τη Νέα Σμύρνη, επικαλούμενοι τη συνεισφορά της Σμύρνης «ες τν διατήρησιν κα τήν μετάθεσιν τν φώτων ες τήν λοιπήν λλάδα», το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξή της υπήρξε πόλος έλξης για τους Έλληνες άλλων περιοχών για να βρουν, είτε «συλον κατ το διωγμο», είτε χώρο βελτίωσης των βιοτικών αναγκών τους. Το αίτημά τους έγινε αποδεκτό, αν και τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Οι Σουλιώτες ζήτησαν χώρο εγκατάστασης στην Αργολίδα, χωρίς όμως να το επιτύχουν, και οι Ψαριανοί στην Εύβοια -χωρίς να λάβουν απάντηση. Ανάλογα αιτήματα υπέβαλαν οι Κυδωνιείς, οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες. Οι Χίοι και οι Κρήτες πρόσφυγες δεν ζήτησαν αποκατάσταση, εμμένοντας στην απελευθέρωση της πατρίδας τους. [. . . ] Οι κάτοικοι της νεοσύστατης Ερμούπολης προσπάθησαν στην Εθνοσυνέλευση να εδραιώσουν την εγκατάστασή τους στο νησί. Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση ψήφισε στις 5 Μαΐου 1827 το Ψήφισμα ΚΒ', σύμφωνα με το οποίο όσοι ορθόδοξοι έρχονταν στην Ελλάδα είχαν δικαίωμα να ανεγείρουν συνοικισμούς σε μέρος που η Βουλή θα προσδιόριζε, χωρίς όμως να παραβλέπονται «τν ντοπίων τ δίκαια». Η εξειδίκευση όμως των γενικών αυτών διατάξεων με ειδικό νόμο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
 
Ν. Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940: άφιξη, περίθαλψη και αποκατάσταση. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2020, σ. 16
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Απόσπασμα από τις αναφορές των Σουλιωτών προς τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826)
«Ημείς δεν ζητούμεν ικανοποίησιν των θυσιών μας, επειδή όλα ταύτα νομίζομεν ως χρέη απαραίτητα προς την Πατρίδα, αλλ’ ούτε το Έθνος έχει εκείνα τα μέσα την σήμερον, προς ικανοποίησιν των υπέρ Πατρίδος αγωνιζομένων [. . .] ζητούμεν γη, της οποίας το έδαφος καταβρέχομεν με το αίμα μας πάντοτε διαφεντεύοντάς το».
 
Α. Μάμουκας Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, τόμος 5, από το βιβλίο του Α. Βακαλόπουλου, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτημα κατά την Επαν στασιν του 1821 , Ιστορική Μελέτη εν Θεσσαλονίκη 1939. (Από Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, τεύχος Β΄, Γ΄ Τάξης Ενιαίου Λυκείου, εκδόσεις Κ.Ε.Ε., Αθήνα 2000, σ. 10)
 
ΘΕΜΑ Δ1
Αφού µελετήσετε το ακόλουθο κείμενο να αναφερθείτε στους τρόπους µε τους οποίους το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης σε συνεργασία µε την ελληνική κυβέρνηση βοήθησε στον επαναπατρισµό και επανεγκατάσταση των προσφύγων.
Μονάδες 25
 
Μερικός επαναπατρισµός και περίθαλψη των προσφύγων.
Ενώ η τουρκική αντίδραση στην ανακωχή του Μούδρου έπαιρνε συγκεκριµένη µορφή, το Οικουµενικό Πατριαρχείο σε συνεργασία µε την ελληνική κυβέρνηση φρόντιζε για την ανακούφιση των Ελλήνων της αυτοκρατορίας. Τον Οκτώβριο του 1918 ιδρύθηκε η «Πατριαρχική Κεντρική Επιτροπή υπέρ των µετατοπισθέντων ελληνικών πληθυσµών» µε πρόεδρο το µητροπολίτη Αίνου Ιωακείµ και µέλη διακεκριµένους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως. Η σύσταση της Επιτροπής ήταν απαραίτητη, γιατί αµέσως µετά την ανακωχή άρχισαν να επαναπατρίζονται άτακτα και ανοργάνωτα χιλιάδες γυναικόπαιδα. Καθώς τα σπίτια των εκτοπισµένων Ελλήνων είχαν καταστραφεί ή καταληφθεί από Τούρκους, η Επιτροπή σύστησε αναστολή της επανόδου των προσφύγων, ζητώντας την επέµβαση των τουρκικών αρχών και τη βοήθεια του Πατριαρχείου. Μπροστά όµως στην ορµή του αυθόρµητου επαναπατρισµού αναγκάστηκε να προσαρµοστεί και να κάνει κύριο έργο της τη µέριµνα των επαναπατριζοµένων. Στις κύριες πόλεις της ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας δηµιουργήθηκαν πάνω από 70 υποεπιτροπές, που παρείχαν στους επαναπατριζόµενους µεταφορικά µέσα, πρόχειρη στέγαση, δάνεια και ιατρική περίθαλψη. Τη µεγαλύτερη δυσκολία συνάντησε η Επιτροπή στην απόδοση των περιουσιών των εκτοπισµένων. Αρκετοί Έλληνες της Θράκης, των ασιατικών παραλίων της Προποντίδας και του Πόντου ξαναπήραν την ακίνητη, όχι όµως και την κινητή περιουσία τους.
Αν σκεφθεί κανείς το µεγάλο αριθµό των εκτοπισµένων, καταλαβαίνει πόσο δύσκολο έργο ήταν η αποκατάσταση όσων κατάφεραν να επιζήσουν. Σύµφωνα µε την έκθεση πεπραγµένων της Επιτροπής, που κατά την οµολογία της στηρίζεται σε ελλιπή στατιστικά δεδοµένα, στα 1918-1919 επαναπατρίσθηκαν 79.034 Έλληνες. Το µικρό αυτό ποσοστό είναι ενδεικτικό για τον αποδεκατισµό των Ελλήνων στους άξενους χώρους της εκτοπίσεως, ταυτόχρονα όµως υποδηλώνει την απροθυµία της τουρκικής ηγεσίας να βοηθήσει στην ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής. Παρά τις εικονικές εκδηλώσεις συµπαραστάσεως, η τουρκική κυβέρνηση φορολογούσε εξαντλητικά τους άπορους επαναπατρισµένους και τους άφηνε έκθετους στην οργανωµένη ληστεία της υπαίθρου· και οι Έλληνες πάλι δεν µπορούσαν να υπολογίζουν στη βοήθεια του συµµαχικού στρατού, διασκορπισµένου στην απέραντη αυτοκρατορία, για την αντιµετώπιση κάθε κρούσµατος καταπιέσεως.
 
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµ. ΙΕ΄, σσ. 106-107
 
Ενδεικτικές απαντήσεις
 
ΘΕΜΑ Α1
α. Το Νοέμβριο του 1919 υπογράφηκε η συνθήκη του Νεϊγύ, που προέβλεπε την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα. Στη συνθήκη ήταν συνημμένο το «Σύμφωνο περί αμοιβαίας μεταναστεύσεως μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας». Με βάση αυτό, αναχώρησαν από την Ελλάδα περίπου 50.000 Βούλγαροι και από τη Βουλγαρία περίπου 30.000 Έλληνες (περίπου 20.000 ακόμη Έλληνες είχαν μεταναστεύσει πριν από την υπογραφή της συνθήκης).
 
β. Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε η Συνθήκη ειρήνης της Λοζάνης. Έξι μήνες πριν, στις 30 Ιανουαρίου 1923, είχε υπογραφεί η ελληνοτουρκική Σύμβαση, η οποία ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Προβλεπόταν η υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των Ελλήνων ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και των Μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας. Αυτή θα ίσχυε τόσο γι’ αυτούς που παρέμεναν στις εστίες τους, όσο και για εκείνους που είχαν ήδη καταφύγει στην ομόθρησκη χώρα. Μάλιστα, η ανταλλαγή ίσχυσε αναδρομικά για όλες τις μετακινήσεις που έγιναν από τη μέρα που κηρύχθηκε ο Α' Βαλκανικός πόλεμος (18 Οκτωβρίου 1912). Από την ανταλλαγή αυτή εξαιρέθηκαν οι Έλληνες ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
 
γ. Το έργο της εκτίμησης της αξίας των εκατέρωθεν περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή. Για να βοηθήσει το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας, στη Μικτή Επιτροπή Συστάθηκε το 1924 η Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών που υπαγόταν στο Υπουργείο Γεωργίας. Για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, ιδρύθηκαν κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών.
 
ΘΕΜΑ Α2
α. Λάθος
β. Λάθος
γ. Σωστό
δ. Σωστό
ε. Λάθος
 
ΘΕΜΑ Β1
Στην τρίτη φάση της αντιδικίας αυτοχθόνων - ετεροχθόνων το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στο θέμα των όρων εκλογής των βουλευτών. Το πρόβλημα εστιαζόταν στο αν θα έπρεπε να συνεχιστεί η ιδιαίτερη εκπροσώπηση των εγκατεστημένων στην Ελλάδα ομογενών ως ξεχωριστών ομάδων (άποψη των ετεροχθονιστών), ή θα έπρεπε να ενσωματωθούν αυτοί εκλογικά στις επαρχίες που ζούσαν, τερματίζοντας ένα διαχωρισμό του παρελθόντος που δεν είχε νόημα (άποψη των αυτοχθονιστών). Η ρύθμιση που επικράτησε ήταν συμβιβαστική, επιτρέποντας στους πρόσφυγες/ετερόχθονες το δικαίωμα ιδιαίτερης αντιπροσώπευσης στη Βουλή, εφόσον είχαν στο μεταξύ ιδρύσει χωριστό συνοικισμό με επαρκή πληθυσμό.
Την περίοδο των συζητήσεων στην Εθνοσυνέλευση, και από τις δύο πλευρές εκδηλώθηκαν έντονες λαϊκές αντιδράσεις, μερικές από τις οποίες κατέληξαν σε έκτροπα. Τελικά, οι ομογενείς ετερόχθονες στο σύνολο τους, μετά την ψήφιση των μέτρων που τους απέκλειαν για μια περίοδο από το δημόσιο και περιόριζαν τη χωριστή αντιπροσώπευσή τους, υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν αυτές τις ρυθμίσεις.
Το θέμα των δικαιωμάτων των ετεροχθόνων στην Εθνοσυνέλευση έδειξε τη βαθύτερη διάσταση που υπήρχε στην κοινωνία της εποχής. Το πρόβλημα απασχόλησε έντονα την κοινή γνώμη, ενώ προσέλκυσε το ενδιαφέρον και του ξένου παράγοντα. Ιδιαίτερα το ζήτημα για τη χωριστή κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση των ετεροχθόνων προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το βέβαιο είναι ότι με τη διαμάχη αυτή αναδείχθηκαν τα προβλήματα συμβίωσης του ντόπιου ελληνικού και του νεοφερμένου ομογενούς στοιχείου στο μικρό νεοσύστατο κράτος.
 
ΘΕΜΑ Β2
Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 σημειώθηκαν μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών από διάφορα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς την επαναστατημένη Ελλάδα. Οι ομαδικές αυτές μεταναστεύσεις μπορεί να θεωρηθούν αφετηρία του προσφυγικού ζητήματος. Η Μικρά Ασία, ο ελλαδικός ηπειρωτικός χώρος και τα νησιά του Αιγαίου αποτέλεσαν τους χώρους προέλευσης των μεταναστευτικών ρευμάτων. Τη μικρασιατική μετανάστευση προκάλεσε το κλίμα ανασφάλειας και φόβου που επικράτησε εκεί μετά τις τρομοκρατικές ενέργειες των Τούρκων, που είχαν σκοπό να προλάβουν εξεγέρσεις των Ελλήνων κατοίκων, όσο καιρό διαρκούσε η Επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα. Δεν εντάσσονταν όμως οι ενέργειες αυτές σ’ ένα γενικότερο σχέδιο εκρίζωσης του ελληνικού στοιχείου, όπως συνέβη κατά την περίοδο 1914-1922. Το προσφυγικό ρεύμα από την ηπειρωτική χώρα και το Αιγαίο ήταν συνέπεια της αποτυχίας του απελευθερωτικού κινήματος στις περιοχές αυτές.
Για τις προσφυγικές αυτές μετακινήσεις οι ιστορικές πηγές είναι πολύ περιορισμένες, γιατί οι ιστοριογράφοι και οι περιηγητές της εποχής ασχολήθηκαν κυρίως με τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα του Αγώνα.
 
ΘΕΜΑ Γ1
Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826-1827) διάφορες ομάδες προσφύγων που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα επιχείρησαν να θέσουν το αίτημα της αποκατάστασής τους και ειδικά της μόνιμης εγκατάστασής τους. Γι’ αυτό επιδίωξαν την εκπροσώπησή τους στη Συνέλευση. Από τους Μικρασιάτες, μόνο οι Σμυρναίοι ενεργοποιήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ζητούσαν από τη Συνέλευση: α) να εκπροσωπούνται σ’ αυτήν και β) να προσδιοριστεί τόπος για τη δημιουργία συνοικισμού των διασκορπισμένων ελεύθερων Σμυρναίων. Μόνο το αίτημα του τόπου έγινε καταρχήν δεκτό. Αποφασίστηκε να δοθεί χώρος στην περιοχή του Ισθμού για να δημιουργηθεί πόλη με την επωνυμία «Νέα Σμύρνη». Η Συνέλευση παρέπεμψε το θέμα στη Βουλή, η οποία όμως δεν το προώθησε. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τον Νίκο Ανδριώτη (Κείμενο Α), ο οποίος επιπροσθέτως επισημαίνει πως οι Σμυρναίοι προκειμένου να ενισχύσουν το αίτημά τους για την ανέγερση της Νέας Σμύρνης επικαλούνταν τη γενικότερη προσφορά της πόλης τους στον ελληνισμό. Ειδικότερα, αναφέρονταν στο γεγονός πως βοήθησαν στο να διατηρηθεί, αλλά και στο να διαδοθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα η πνευματική καλλιέργεια, καθώς και στο γεγονός πως χάρη στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης τους προσέλκυσαν πολλούς Έλληνες οι οποίοι είτε αναζητούσαν άσυλο λόγω του διωγμού από τους Τούρκους, είτε αναζητούσαν την ευκαιρία να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο.
Από τους Ηπειρώτες πρόσφυγες, πρώτοι οι Σουλιώτες πέτυχαν να εκπροσωπηθούν στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, όπου έθεσαν ως βασικό θέμα την παραχώρηση τόπου για μόνιμη εγκατάσταση. Σύμφωνα, μάλιστα, με την αναφορά των ίδιων των Σουλιωτών στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση (Κείμενο Β), δεν είχαν την αξίωση να λάβουν κάποιου είδους χρηματική αποζημίωση για τις θυσίες που έκαναν για χάρη της πατρίδας, αφενός διότι θεωρούσαν πως ό,τι έκαναν αποτελούσε το χρέος τους προς εκείνη κι αφετέρου διότι γνώριζαν πως η χώρα δεν διέθετε εκείνη την εποχή την οικονομική δυνατότητα για να ικανοποιήσει ένα τέτοιο αίτημα. Ό,τι ζητούσαν, λοιπόν, ήταν γη, για να εγκατασταθούν, την οποία ήταν διατεθειμένοι να υπερασπιστούν με το αίμα τους. Πιο συγκεκριμένα, όπως διευκρινίζεται από τον Νίκο Ανδριώτη (Κείμενο Α), ζήτησαν χώρο εγκατάστασης στην Αργολίδα, αλλά το αίτημά τους δεν ικανοποιήθηκε.
Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση οι Ψαριανοί ζήτησαν με καθυστέρηση να καθοριστεί τόπος προσφυγικού συνοικισμού τους. Έχοντας εξασφαλίσει στην πράξη χώρο εγκατάστασης στην Αίγινα δεν πιέζονταν, όπως άλλοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Νίκος Ανδριώτης (Κείμενο Α), το αίτημα των Ψαριανών αφορούσε στην εγκατάστασή τους στην Εύβοια, αλλά δεν έλαβαν καμία απάντηση. Παρόμοια αιτήματα, πάντως, τέθηκαν κι από τους Κυδωνιείς, τους Ηπειρώτες και τους Μακεδόνες. Ενώ και οι κάτοικοι της πρόσφατα δημιουργημένης Ερμούπολης, επιδίωξαν να διασφαλίσουν την εκεί εγκατάστασή τους μέσω της Εθνοσυνέλευσης. Στον αντίποδα αυτών βρίσκονταν οι Κρητικοί και οι Χιώτες πρόσφυγες, οι οποίοι δεν διεκδίκησαν την αποκατάστασή τους, διότι ήταν αποφασισμένοι να επιμείνουν στην απελευθέρωση του δικού τους τόπου. Η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα τους και οι κακουχίες στην προσφυγιά τόνωσαν την επιθυμία ιδίως των Χίων να επιστρέψουν στο νησί τους, έστω κι αν αυτό βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Από τον Οκτώβριο του 1822, αρκετοί άρχισαν να επιστρέφουν. Όσοι παρέμειναν, αντίθετα με άλλους πρόσφυγες, εργάστηκαν σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, όχι για αποκατάσταση στους τόπους που είχαν προσφύγει, αλλά για ανακατάληψη του νησιού τους. Η αποτυχημένη επιχείρηση του Φαβιέρου (1827-1828), που προετοιμάστηκε από Χίους πρόσφυγες για το σκοπό αυτό, έθεσε άδοξο τέλος σε αυτές τις προσπάθειες και γέννησε νέο κύμα Χίων προσφύγων προς τη Σάμο και τις Κυκλάδες.
Γενικά, πάντως, το προσφυγικό ζήτημα στη διάρκεια της Επανάστασης δεν αντιμετωπίστηκε μεθοδικά εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας των Ελλήνων. Όπου έγιναν προσπάθειες για την περίθαλψη και την ενσωμάτωση των προσφύγων, αυτές στηρίχθηκαν στον αυθορμητισμό και τη συμπαράσταση των κατά τόπους ελληνικών κοινοτήτων ή σε εντελώς προσωρινά μέτρα των κυβερνήσεων. Αιτήματα προσφύγων τέθηκαν, αλλά όχι προσφυγικό ζήτημα συνολικά. Μόνο στην Γ΄ Εθνική Συνέλευση το προσφυγικό προβλήθηκε εντονότερα από τις διάφορες προσφυγικές ομάδες, που ζήτησαν την εκπροσώπησή τους στη Συνέλευση, για να προωθήσουν το αίτημα παροχής χώρου για μόνιμη εγκατάσταση στην ελεύθερη Ελλάδα. Το ψήφισμα της 5ης Μαΐου 1827, με το οποίο καλούνταν όλοι οι ορθόδοξοι «όσων αι πόλεις κατεστράφησαν, να προσέλθουν εις την Βουλήν να ζητήσουν τόπον και να εγείρουν νέας πόλεις», έδειχνε την τάση να επικρατήσει μία ευρύτερη αντίληψη για το προσφυγικό. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον Νίκο Ανδριώτη (Κείμενο Α), ο οποίος διευκρινίζει πως αν και υπήρξε η πρόθεση μέσω αυτού του ψηφίσματος να επιδιωχθεί η αποκατάσταση όλων των ορθοδόξων που κατέφταναν στην Ελλάδα, χωρίς, μάλιστα, να παραγνωρίζονται τα δικαιώματα των ντόπιων, τελικά η συγκεκριμενοποίηση των γενικών αυτών διατάξεων με ειδικότερο νόμο δεν έγινε ποτέ.   Έτσι, οι επαναστατικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στην υλοποίηση των αποφάσεών τους και δεν οργάνωσαν συνοικισμούς προσφύγων. Οι δυσμενέστατες συνθήκες κατά την Επανάσταση αλλά και οι κατά τόπους αντιδράσεις εμπόδισαν την εφαρμογή μέτρων για την επίλυση του προβλήματος.
 
ΘΕΜΑ Δ1
Η επιστροφή των προσφύγων στη Μικρά Ασία ξεκίνησε τους τελευταίους μήνες του 1918 μετά τον τερματισμό του πολέμου για την Τουρκία. Τον Οκτώβριο του 1918 συστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη Πατριαρχική Επιτροπή, με σκοπό την οργάνωση του επαναπατρισμού των εκτοπισμένων, με τη βοήθεια του Πατριαρχείου και της ελληνικής κυβέρνησης. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από το παράθεμα, όπου συμπληρωματικά αναφέρεται πως μετά την ανακωχή του Μούδρου, που τερμάτισε τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο για την Τουρκία, ιδρύθηκε η «Πατριαρχική Κεντρική Επιτροπή υπέρ των µετατοπισθέντων ελληνικών πληθυσµών», όπως αποδίδεται ο πλήρης τίτλος της, η οποία είχε πρόεδρο τον μητροπολίτη Αίνου Ιωακείμ και μέλη της επιφανείς Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Όπως επισημαίνεται στο παράθεμα η ίδρυση της Επιτροπής υπήρξε αναγκαία, καθώς αμέσως μετά την ανακωχή άρχισε κατά τρόπο αυθόρμητο και ανοργάνωτο ο επαναπατρισμός χιλιάδων προσφύγων. Η Επιτροπή, ωστόσο, γνωρίζοντας πως τα σπίτια των προσφύγων είτε είχαν καταστραφεί είτε είχαν καταληφθεί από Τούρκους, θέλησε να περιορίσει την άτακτη αυτή διαδικασία επιστροφής, ζητώντας τη συνδρομή τόσο του Πατριαρχείου όσο και των τουρκικών αρχών. Ήταν, όμως, τέτοιας έντασης η επιθυμία επιστροφής των Ελλήνων, ώστε η Επιτροπή αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στο βασικό αίτημα των προσφύγων και καθόρισε ως κύριο έργο της τη μέριμνα για τον επαναπατρισμό τους. Η παλιννόστηση έγινε τμηματικά, με τη μέριμνα του Υπουργείου Περιθάλψεως, και επιτράπηκε αρχικά να επιστρέψουν οι ευπορότεροι και οι πρόσφυγες οι προερχόμενοι από ορισμένες μόνο περιοχές της Δυτικής Μικράς Ασίας. Σύμφωνα, μάλιστα, με το παράθεμα, προκειμένου να διευκολυνθεί η παλιννόστηση των προσφύγων δημιουργήθηκαν περισσότερες από εβδομήντα υποεπιτροπές στις σημαντικότερες πόλεις της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, οι οποίες πρόσφεραν στους πρόσφυγες μεταφορικά μέσα, πρόχειρη στέγαση, δάνεια, καθώς και ιατρική περίθαλψη. Οι περισσότεροι επέστρεψαν στις εστίες τους μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, το Μάιο του 1919. Σύμφωνα, ωστόσο, με τις πληροφορίες του παραθέματος, ο αριθμός των προσφύγων που επέστρεψαν κατά την περίοδο 1918-1919, με βάση την έκθεση πεπραγμένων της Επιτροπής -η οποία, βέβαια, όπως αναγνωρίζεται από την ίδια την Επιτροπή στηρίζεται σε ελλιπή στατιστικά στοιχεία- ήταν ιδιαίτερα μικρός, καθώς πρόκειται για 79.034 Έλληνες. Το στοιχείο αυτό, όπως επισημαίνεται στο παράθεμα, φανερώνει πως πολλοί Έλληνες έχασαν τη ζωή τους στους αφιλόξενους τόπους, όπου εκτοπίστηκαν, ενώ, συνάμα, υποδηλώνει πως οι τουρκικές αρχές ήταν απρόθυμες να συνδράμουν στην ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής. Η τουρκική κυβέρνηση, άλλωστε, αν και φαινομενικά υποστήριζε τη διαδικασία επιστροφής, στην πραγματικότητα λειτουργούσε υπονομευτικά, εφόσον φορολογούσε υπερβολικά τους Έλληνες πρόσφυγες που επέστρεφαν στις εστίες τους και τους άφηνε απροστάτευτους στην οργανωμένη ληστεία της υπαίθρου. Μέχρι το τέλος του 1920, πάντως, η πλειονότητα των προσφύγων είχε επιστρέψει στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Οι συνθήκες που βρήκαν στην πατρίδα τους ήταν άσχημες, καθώς πολλά σπίτια, εκκλησίες και σχολεία είχαν μερικώς ή εντελώς καταστραφεί. Επίσης, σε κάποιες περιοχές, σε σπίτια Ελλήνων είχαν εγκατασταθεί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τις βαλκανικές χώρες. Με βάση τις πληροφορίες του παραθέματος, στο ζήτημα των περιουσιών των προσφύγων εντοπίζεται και η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισε η επιτροπή. Αρκετοί, πάντως, Έλληνες της Θράκης, των ασιατικών παραλίων της Προποντίδας και του Πόντου πήραν πίσω την ακίνητη περιουσία τους, όχι όμως και την κινητή. Στα πλαίσια της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης ιδρύθηκε η «Υπηρεσία Παλιννοστήσεως και Περιθάλψεως», η οποία βοηθούσε όσους επέστρεφαν να αποκατασταθούν στα σπίτια τους και τις ασχολίες τους.  Οι ειρηνικές όμως μέρες δεν κράτησαν πολύ. Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1922, θα έπαιρναν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς.
 
 

Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: Προκλητικός και μισαλλόδοξος λόγος [Κριτήριο]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Yones Mahmoudi
 
Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: Προκλητικός και μισαλλόδοξος λόγος [Κριτήριο]
 
Κείμενο I
Η αντιμετώπιση του προκλητικού και του μισαλλόδοξου λόγου
 
     Κατά το «φιλελεύθερο» δόγμα για το δικαίωμα έκφρασης η ελευθερία του λόγου έχει μια προεξέχουσα θέση, επιχείρημα που στηρίζεται σε θεωρίες, οι οποίες πηγάζουν κυρίως από τη σημασία του λόγου στο δημοκρατικό πολίτευμα και δευτερευόντως από τη σύνδεσή του με την προσωπική ολοκλήρωση του ατόμου. Το προβάδισμα αυτό αφορούσε αρχικά τον πολιτικό λόγο. Με την εξέλιξη όμως της νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ κάθε κατηγορία έκφρασης έτεινε να ενταχθεί στον πολιτικό λόγο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δινόταν μεγάλο βάρος στη σημασία του διαλόγου σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία επιβάλλει να μην αποκλείεται καμιά ιδέα από τη δημόσια αντιπαράθεση, ενώ η αρχή της αυτοκυβέρνησης συνυφασμένη με την έννοια της ατομικής αυτονομίας και της ολοκλήρωσης του εαυτού απαιτούν το σεβασμό στην ελεύθερη έκφραση κάθε άποψης όση δυσφορία κι αν προκαλεί αυτή. Έτσι εξηγείται η σχεδόν απόλυτη προστασία της οποίας χαίρει κάθε γενικό πολιτικό μήνυμα, έστω και αν κάποιοι προσβάλλονται ή ενοχλούνται και ας πληρώνεται το τίμημα της χαλάρωσης της τάξης. Η διαδικασία της στάθμισης που διαμόρφωσε το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απέδειξε τελικά ότι ο κανόνας είναι η προστασία του λόγου και η εξαίρεση ο περιορισμός του, όταν συντρέχει άμεσος και παρών κίνδυνος. Αυτή είναι η έννοια της σχεδόν απόλυτης προστασίας.
     Μια δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων του μοντέλου αυτού προστασίας του λόγου στρέφεται κατά των απαγορεύσεων του λεγόμενου «hate speech» και υποστηρίζει ότι τέτοιου είδους απαγορεύσεις δεν προσφέρουν ως ρύθμιση τίποτα ουσιαστικό στην κοινωνική συμβίωση και έχουν αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Πλούσια είναι τα παραδείγματα ειδικότερα από την περίπτωση του μισαλλόδοξου λόγου. Η απαγόρευση αυτού του είδους λόγου μπορεί για κάποιους να είναι θεμιτή, γιατί θεωρούν το περιεχόμενό του απεχθές. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για όλους. Κάτι που είναι ιδιαιτέρως δυσάρεστο για τον έναν μπορεί να βρίσκει σύμφωνο τον άλλο. Αυτή η διαφωνία και η αδυναμία να διαχωριστεί κάθετα τι είναι ευάρεστο και τι όχι συνεπάγεται την αδυναμία να επιλεγεί τι πρέπει να θεωρείται επιτρεπόμενος λόγος και τι απαγορευμένος. Η απαγόρευση λοιπόν μιας συγκεκριμένης μορφής λόγου δεν προσφέρει καμιά λύση, αλλά αντίθετα τραυματίζει την ελευθερία της έκφρασης και ανοίγει το δρόμο για μια καταστροφική για την ελευθερία λόγου πορεία που δεν έχει γυρισμό.
     Η αντίθετη μετριοπαθής πλευρά δεν προσδίδει στο δικαίωμα έκφρασης της γνώμης εξέχουσα θέση, παρά ενδιαφέρεται εξίσου για την ισότητα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για τους υποστηρικτές των απαγορεύσεων στον προκλητικό λόγο που οδηγεί στη βία και στον μισαλλόδοξο λόγο υπάρχουν σημαντικά συμφέροντα που πρέπει να προστατευτούν και που δικαιολογούν την υποχώρηση σε ορισμένες περιπτώσεις της ελευθερίας του λόγου. Η προστασία των μειονοτήτων είναι ένα από αυτά. Οι μισαλλόδοξες και ρατσιστικές ιδεολογίες στρέφονται ενάντια στις καταπιεσμένες μειονότητες καθιστώντας δυσκολότερη κάθε προσπάθεια στήριξής τους. Η απαγόρευση των ρατσιστικών μηνυμάτων είναι ένα από τα βήματα που βοηθούν στην αποκατάσταση της θέσης των μειονοτικών πληθυσμών στην κοινωνία. Η επικράτηση της ισότητας και η εξάλειψη των διακρίσεων επιτυγχάνεται ευκολότερα με τον περιορισμό των μισαλλόδοξων απόψεων. Για τους υποστηρικτές των απαγορεύσεων η υπερβολική ελευθερία στο δικαίωμα γνώμης είναι επικίνδυνη, γιατί κινδυνεύει να οδηγήσει σε ασυδοσία. Υπάρχει ο φόβος ότι η δημοκρατία και ο ελεύθερος διάλογος δεν αρκούν, αλλά απαιτούνται και κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες, έστω και εις βάρος της ελευθερίας του λόγου. Η αιματοβαμμένη ιστορία άλλωστε της Ευρώπης έχει αποδείξει ότι οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες μπορούν να κυριαρχήσουν. Έτσι εξηγείται η ευαισθησία των ευρωπαϊκών κρατών στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ισότητα.
     Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο προκλητικός και o μισαλλόδοξος λόγος είναι για κάποιους ιδιαίτερα προσβλητικός. Πολύ συχνά τα λόγια καταφέρουν πληγές μεγαλύτερες και βαθύτερες από τα όπλα. Προκαλούν ψυχική οδύνη, η οποία δε σβήνεται απλώς με έναν αντίλογο. Το συναισθηματικό άλγος των ανθρώπων που γίνονται αποδέκτες προκλητικών και μισαλλόδοξων μηνυμάτων δε μπορεί να το καταλάβει παρά μόνο κάποιος που το έχει υποστεί. Μολονότι η αξία της ελεύθερης έκφρασης είναι πολύτιμη, δεν πρέπει όλες οι μορφές της να αντιμετωπίζονται το ίδιο. Τα μισαλλόδοξα και ρατσιστικά λόγια δεν συμβάλλουν επ’ ουδενί ούτε στη διεξαγωγή του διαλόγου, ούτε στην πρόοδο. Η απαγόρευσή τους δεν είναι συνεπώς μόνο θεμιτή, αλλά και άκρως αναγκαία. Ακόμα κι αν ο περιορισμός δεν οδηγήσει στην κατάργηση του ρατσισμού, έχει παρόλα αυτά συμβολικό και παιδευτικό χαρακτήρα.
 
Αρετή Λιακάκη, Διπλωματική εργασία: «Η Ελευθερία Έκφρασης και ο Προκλητικός Μισαλλόδοξος Λόγος κατά το Εθνικό και Υπερεθνικό Δίκαιο», 2016
 
Κείμενο II: Ανθρώπινη επιείκεια
 
Ίσως δεν ξέρουν. Ίσως δεν έμαθαν ακόμα να μετρούν.
 
Μα εγώ θα πάσχω για την άδικη πενία τους.
Θα γίνω ακόμα, αν χρειαστεί, ένας πλανόδιος ποιητής
επιμένοντας να μετρήσουν να επιδοθούν επιμένοντας
γράφοντας σε χοντρά χαρτιά στίχους και προκηρύξεις
χαράζοντας σε επιγραφές το «γαπτε λλήλους»
ηχογραφώντας τη φωνή μου σε ροδοπέταλα:
Μια φωνή, που θα την εννοήσουν κάποτε
όπως εγώ καταλαβαίνω σήμερα
πόσο είναι δύσκολο
να γίνω γέφυρα
για να περάσουν.
 
Στέλιος Γεράνης, «Παθολογία», 1960
 
ΘΕΜΑ Α
Να παρουσιάσετε συνοπτικά (70-80 λέξεις) τις απόψεις που εκφράζονται κατά των περιορισμών στην ελευθερία λόγου (Κείμενο I).
Μονάδες 15
 
ΘΕΜΑ Β
Β1. Να εντοπίσετε ένα επιχείρημα στο πλαίσιο του Κειμένου I το οποίο σας φαίνεται πειστικό κι αφού το παρουσιάσετε (ισχυρισμός, αιτιολόγηση/τεκμηρίωση), να εξηγήσετε συνοπτικά γιατί σας πείθει.
Μονάδες 15 
 
Β2. Στο Κείμενο I που σας δόθηκε:
α) Να αιτιολογήσετε γιατί κυριαρχεί η οριστική έγκλιση, και αφού εντοπίσετε δύο παραδείγματα χρήσης της υποτακτικής έγκλισης, να εξηγήσετε σε τι αποσκοπεί η συγκεκριμένη επιλογή έγκλισης. (μονάδες 8)
β) Να εξηγήσετε με ποιες εκφραστικές και γλωσσικές επιλογές η γράφουσα προσδίδει έμφαση στην άποψη που εκφράζει στην τελευταία παράγραφο του κειμένου. (μονάδες 7)
Μονάδες 15
 
Β3. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία όσων αρνούνται τις απαγορεύσεις κατά της «ρητορικής μίσους (hate speech)»: «τέτοιου είδους απαγορεύσεις δεν προσφέρουν ως ρύθμιση τίποτα ουσιαστικό στην κοινωνική συμβίωση και έχουν αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά».
Πώς αντιλαμβάνεστε το περιεχόμενο αυτής της διαπίστωσης του Κειμένου I; Να το εξηγήσετε συνοπτικά με δικά σας λόγια (70-80 λέξεις).
Μονάδες 10
 
ΘΕΜΑ Γ
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του ποιήματος (Κείμενο II); Να το παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες.
 
ΘΕΜΑ Δ
Σε ομιλία που εκφωνείτε στο σχολείο σας με θέμα τη «ρητορική μίσους» και τον «μισαλλόδοξο λόγο» να διατυπώσετε τις απόψεις σας για το κατά πόσο θεωρείτε θεμιτή ή όχι την απαγόρευση των ρατσιστικών και μισαλλόδοξων σχολίων.
Στην ομιλία σας αυτή να αξιοποιήσετε στοιχεία από το Κείμενο I που σας δόθηκε.
(300-350 λέξεις)
Μονάδες 30
 
Ενδεικτικές απαντήσεις
 
ΘΕΜΑ Α
Η αρνητική στάση απέναντι στους περιορισμούς της ελευθερίας λόγου βασίζεται τόσο στην αξία που έχει η ελευθερία αυτή για το δημοκρατικό πολίτευμα, όσο και για την ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ατόμου. Στον δημοκρατικό διάλογο, άλλωστε, καμία άποψη δεν αποκλείεται, εφόσον κάθε άτομο έχει το δικαίωμα στην προσωπική γνώμη. Επιπλέον, είναι αμφίβολη η αποτελεσματικότητα απαγορεύσεων της «ρητορικής μίσους», ιδίως από τη στιγμή που δύσκολα επιλέγεται τι είναι καθολικά δυσάρεστο ή απεχθές και τι όχι. Κάθε ανάλογος περιορισμός, τέλος, υπονομεύει την ακεραιότητας της ελευθερίας λόγου.   
 
ΘΕΜΑ Β
Β1. Στο πλαίσιο του κειμένου διατυπώνεται ο ισχυρισμός εκείνων που υποστηρίζουν τις απαγορεύσεις πως «η υπερβολική ελευθερία στο δικαίωμα γνώμης είναι επικίνδυνη». Ισχυρισμός που αιτιολογείται με την αναφορά στο γεγονός πως μπορεί να οδηγήσει στην ασυδοσία. Το ζήτημα της ασυδοσίας διευκρινίζεται με την επεξήγηση πως η δημοκρατία και ο διάλογος ενδεχομένως δεν αρκούν για να εξισορροπήσουν τον αντίκτυπο της ρητορικής μίσους, γι’ αυτό και είναι αναγκαίες ορισμένες ασφαλιστικές δικλείδες, «έστω και εις βάρος της ελευθερίας του λόγου». Ακολούθως, η άποψη αυτή τεκμηριώνεται με την αναφορά στην «αιματοβαμμένη ιστορία της Ευρώπης», καθώς στη διάρκειά της έχει αποδειχθεί ότι «οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες μπορούν να κυριαρχήσουν». Το επιχείρημα αυτό ολοκληρώνεται με το συμπέρασμα πως είναι αυτές οι φρικτές εμπειρίες από την επικράτηση των ολοκληρωτικών ιδεολογιών που εξηγούν την ευαισθησία που δείχνουν τα ευρωπαϊκά κράτη στην «ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ισότητα».
Θεωρώ πως το επιχείρημα αυτό είναι πειστικό, εφόσον η υπενθύμιση της επικράτησης της ολοκληρωτικής ιδεολογίας των ναζιστών αποτελεί επαρκές τεκμήριο για να υποστηριχθεί η αναγκαιότητα επιβολής περιορισμών στη ρητορική μίσους. Η δυνατότητα, άλλωστε, ενός καθεστώτος να παρασύρει μέσω της προπαγάνδας έναν ολόκληρο λαό να διαπράξει τόσο ειδεχθή εγκλήματα εις βάρος της ανθρωπότητας, φανερώνει πόσο κρίσιμο είναι το να περιορίζονται οι απόψεις που προωθούν το μίσος και τις εγκληματικές ενέργειες.
 
Β2.α. Η καταγραφή της επιχειρηματολογίας των δύο αντιτιθέμενων πλευρών καθιστά αναγκαία της χρήση της οριστικής έγκλισης, εφόσον μέσω αυτής δηλώνεται η πεποίθηση πως η εκάστοτε άποψη που εκφράζεται φανερώνει κάτι το πραγματικό. Κατ’ αυτό τον τρόπο, με οριστική έγκλιση εκφράζεται η άποψη που θεωρεί επιζήμιες τις όποιες απαγορεύσεις («Η απαγόρευση λοιπόν μιας συγκεκριμένης μορφής λόγου δεν προσφέρει καμιά λύση, αλλά αντίθετα τραυματίζει την ελευθερία της έκφρασης…»), με οριστική έγκλιση εκφράζεται και η αντίθετη άποψη που τις θεωρεί απαραίτητες («Η απαγόρευση των ρατσιστικών μηνυμάτων είναι ένα από τα βήματα που βοηθούν στην αποκατάσταση της θέσης των μειονοτικών πληθυσμών στην κοινωνία»).
Στο πλαίσιο της ακόλουθης περιόδου εντοπίζουμε δύο διαφορετικές χρήσεις της υποτακτικής έγκλισης: «Αυτή η διαφωνία και η αδυναμία να διαχωριστεί κάθετα τι είναι ευάρεστο και τι όχι συνεπάγεται την αδυναμία να επιλεγεί τι πρέπει να θεωρείται επιτρεπόμενος λόγος και τι απαγορευμένος». Προκειμένου να αιτιολογηθεί η άποψη πως δεν είναι εφικτός ο προσδιορισμός του τι πράγματι συνιστά επιτρεπόμενο λόγο και τι απαγορευμένο, αξιοποιείται αρχικά η υποτακτική έγκλιση για να δηλωθεί κάτι που δεν είναι δυνατό να συμβεί («η αδυναμία να διαχωριστεί κάθετα…», «την αδυναμία να επιλεγεί») και ακολούθως αξιοποιείται η υποτακτική για να δηλωθεί κάτι που πρέπει να γίνει («τι πρέπει να θεωρείται επιτρεπόμενος λόγος και τι απαγορευμένος»). Συνδυαστικά, πάντως, κι οι δύο αυτές χρήσεις της υποτακτικής έγκλισης αποσκοπούν στην τεκμηρίωση της θέσης πως το να επιβληθούν περιορισμοί στην ελευθερία λόγου δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί, εφόσον είναι επί της ουσίας αδύνατο να διαχωριστεί το τι συνιστά απεχθή ή απαγορευμένο λόγο και τι όχι.
 
Β2.β. Η συγγραφέας προκειμένου να προσδώσει έμφαση στην άποψη που εκφράζει στην τελευταία παράγραφο του κειμένου αξιοποιεί εκφράσεις που δηλώνουν απόλυτη βεβαιότητα: «κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει», «δεν συμβάλλουν επ’ ουδενί ούτε στη διεξαγωγή του διαλόγου, ούτε στην πρόοδο», «αλλά και άκρως αναγκαία», μεταφορική χρήση του λόγου, ώστε να τονίσει τον υψηλό συναισθηματικό αντίκτυπο του μισαλλόδοξου λόγου: «τα λόγια καταφέρουν πληγές μεγαλύτερες και βαθύτερες από τα όπλα», «προκαλούν ψυχική οδύνη, η οποία δε σβήνεται απλώς μ’ έναν αντίλογο», δεοντική τροπικότητα: «δεν πρέπει όλες οι μορφές της να αντιμετωπίζονται το ίδιο». Αξιοποιεί, τέλος, λέξεις οι οποίες φανερώνουν τον πόνο που βιώνουν οι άνθρωποι που γίνονται αποδέκτες μισαλλόδοξων μηνυμάτων: «ιδιαίτερα προσβλητικός», «ψυχική οδύνη», «συναισθηματικό άλγος».
 
Β3. Η προσπάθεια αναχαίτισης της ρητορικής μίσους με την καταφυγή σε απαγορεύσεις δεν εξυπηρετεί την κοινωνική συμβίωση, σύμφωνα με όσους αντιτίθεται σε αυτή τη μέθοδο, διότι οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αντιμέτωποι οι άνθρωποι με την επίγνωση πως δεν τους επιτρέπεται να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις τους αισθάνονται αγανάκτηση και καταπίεση, γεγονός που ενδέχεται να τους εξωθήσει σε πιο ακραίες εκδηλώσεις. Μη βρίσκοντας την εκτόνωση που επιζητούν μέσω της έκφρασης των όσων πιστεύουν, είναι, άρα, πιθανό να προχωρήσουν σε δράσεις που θα επιβαρύνουν πολύ περισσότερο τις κοινωνικές εντάσεις.
 
ΘΕΜΑ Γ
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του ποιήματος είναι η ανάγκη ύπαρξης κατανόησης, επιείκειας και αγάπης στις σχέσεις των ανθρώπων. Το θέμα αυτό τονίζεται αρχικά μέσω του τίτλου («Ανθρώπινη επιείκεια»), ο οποίος δίνει έμφαση στην αρετή αυτή που οφείλει να διακρίνει τη στάση των ανθρώπων απέναντι στους άλλους. Το ποιητικό υποκείμενο με την επανάληψη του επιρρήματος «ίσως», εκφράζει την απορία του γιατί δεν έχουν κατανοήσει ακόμη οι άνθρωποι την αξία της επιείκειας, εικάζοντας πως πιθανώς αυτό συμβαίνει, διότι δεν έχουν μάθει «να μετρούν», να αναγνωρίζουν, δηλαδή, το τι πραγματικά έχει αξία στη ζωή. Το ποιητικό υποκείμενο, πάντως, είναι διατεθειμένο να κάνει ό,τι χρειαστεί προκειμένου να περάσει το ουσιώδες αυτό μήνυμα στους συνανθρώπους του, αν και γνωρίζει πως χρειάζεται συνειδητή προσπάθεια από μέρους τους, όπως αυτό εκφράζεται με τη χρήση αλλεπάλληλων ενεργητικών μετοχών (επιμένοντας, γράφοντας, χαράζοντας). Το πιο καίριο μήνυμα, το «γαπτε λλήλους», το ποιητικό υποκείμενο θα επιχειρήσει να το περάσει με τον ηπιότερο δυνατό τρόπο, όπως το δηλώνει με τη χρήση μεταφορικού λόγου («ηχογραφώντας τη φωνή μου σε ροδοπέταλα»), έστω κι αν γνωρίζει πως οι άνθρωποι δεν είναι ακόμη έτοιμοι να το καταλάβουν και να το αποδεχτούν.
Προσωπικά θεωρώ πως η σημασία της επιείκειας και γενικότερα της αλληλοκατανόησης, είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, ιδίως στην εποχή μας, καθώς οι άνθρωποι τείνουν να παρασύρονται από τον φανατισμό και το απρόσωπο των σύγχρονων σχέσεων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν με αδιαφορία ή και σκληρότητα τους συνανθρώπους τους.
 
ΘΕΜΑ Δ
Αξιότιμοι καθηγητές, αγαπητοί συμμαθητές,
     Θα ήθελα να αξιοποιήσω την ευκαιρία που μου δίνεται από το σχολείο μας, για να εκφράσω τις απόψεις μου σχετικά με το ολοένα και πιο επίκαιρο θέμα της ρητορικής μίσους και του μισαλλόδοξου λόγου. Ως μαθητής, αλλά και ως μέλος της κοινωνίας, οφείλω να δηλώσω εξαρχής πως κατά τη γνώμη μου η διαφύλαξη της αξιοπρέπειας, μα και της ασφάλειας όλων των συνανθρώπων μας αποτελεί μέγιστης αξίας ζητούμενο, γι’ αυτό και πιστεύω πως είναι θεμιτή η εφαρμογή απαγορεύσεων για την αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους.
     Όπως, πιθανώς, θα έχετε διαπιστώσει οι μισαλλόδοξες απόψεις και τα ρατσιστικά σχόλια στρέφονται συνήθως ενάντια στις μειονότητες της κοινωνίας μας, οι οποίες βιώνουν ποικίλες μορφές διακρίσεων και συχνά αδυνατούν να βρουν την αναγκαία υποστήριξη. Το να τίθενται στο στόχαστρο δογματικών και φανατισμένων ανθρώπων όσοι ανήκουν σε διαφορετική εθνότητα, έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή έχουν διαφορετικό πολιτισμικό ή οικονομικό υπόβαθρο, θα έπρεπε να μας προκαλεί μεγάλη ανησυχία, εφόσον οι συνάνθρωποί μας αυτοί όχι μόνο βιώνουν έντονο συναισθηματικό τραυματισμό, αλλά κινδυνεύουν κιόλας σε περίπτωση που κάποιοι, παρακινημένοι από τη ρητορική μίσους, προβούν σε επιθετικές ενέργειες εναντίον τους.
     Είναι, νομίζω, προφανές πως το κλίμα που δημιουργεί η εντεινόμενη ρητορική μίσους εις βάρος συγκεκριμένων μειονοτήτων, μπορεί εύκολα να οδηγήσει άτομα περιορισμένης συναισθηματικής και πνευματικής ωριμότητας στη διάπραξη βιαιοτήτων. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, πως η Ευρώπη έχει αντιληφθεί με το χειρότερο δυνατό τρόπο σε ποιες ακρότητες είναι ικανοί να φτάσουν οι άνθρωποι, όταν παρακινούνται κατ’ επανάληψη στο να διαμορφώσουν αρνητικές απόψεις για μια συγκεκριμένη εθνολογική ή άλλη ομάδα συνανθρώπων τους. Θα ήταν, άρα, σημαντικό ολίσθημα να αγνοήσουμε τα επώδυνα μαθήματα της ιστορίας μας και να επιτρέψουμε την ασύδοτη έκφραση μισαλλόδοξων απόψεων.
     Οι όποιες ενστάσεις, άλλωστε, σχετικά με τον αντίκτυπο που θα έχουν τέτοιου είδους περιορισμοί στην ελευθερία λόγου και έκφρασης των ανθρώπων, είναι περισσότερο φιλοσοφικές παρά ρεαλιστικές. Η ελεύθερη διατύπωση εκφράσεων μίσους και αντιπάθειας, όπως και η ελεύθερα εκφρασμένη παρακίνηση στη βίαιη αντιμετώπιση των μειονοτήτων, δεν υπηρετούν ούτε τη δημοκρατία, ούτε την επιζητούμενη αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, ούτε, τέλος, την ουσία ενός δημοκρατικού διαλόγου.
     Ως εκ τούτου, θεωρώ πως είναι χρέος μας να προφυλάξουμε τους συνανθρώπους μας που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες τόσο από τη συναισθηματική κακοποίηση που ήδη υφίστανται, όσο κι από την ενδεχόμενη βίαιη αντιμετώπισή τους. Η ελευθερία του λόγου, άλλωστε, όπως και κάθε άλλη μορφή ελευθερίας, έχει συγκεκριμένα όρια, τα οποία τίθενται από το σημείο που μέσω αυτής παραβλάπτεται το δικαίωμα της αξιοπρέπειας και της ύπαρξης των άλλων ανθρώπων.
 
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
 

Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: Τα σύγχρονα μουσεία [Κριτήριο αξιολόγησης]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: Τα σύγχρονα μουσεία [Κριτήριο αξιολόγησης]  
 
Κείμενο I: Τα σύγχρονα μουσεία
[1] Οι κοινωνικές, πολιτικές, επιστημονικές, επιστημολογικές και πολιτισμικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, κυρίως από τα μέσα του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν δημιουργήσει νέα πλαίσια για τα μουσεία. Ένας έντονος μουσειολογικός διάλογος και νέες πρακτικές έχουν αλλάξει και συνεχώς αλλάζουν τη μορφή και τον χαρακτήρα των μουσείων στην εποχή μας. Τα σύγχρονα μουσεία επιδιώκουν να προσαρμόζονται στις νέες κοινωνικές συνθήκες και, μεταξύ άλλων, να αναπτύσσουν συνειδητή επικοινωνιακή πολιτική που μπορεί να τα καθιστά λειτουργικά, βιώσιμα αλλά και φιλικά προς το ευρύ κοινό. Βασικός σκοπός τους δεν είναι πλέον η προστασία και η προβολή του υλικού πολιτισμικού πλούτου, αλλά και η ουσιαστική επικοινωνία με το κοινό τους.
[2] Η σύνθετη διασύνδεση των μουσειακών αντικειμένων και των μουσείων με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον αποτυπώθηκε καθαρά στον ορισμό του μουσείου, όπως αυτός διατυπώθηκε το 1974 από το Διεθνές Συμβούλιο των Μουσείων: «Ένα μουσείο είναι ένα μη κερδοσκοπικό, μόνιμο ίδρυμα, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της και ανοικτό στο κοινό, το οποίο αποκτά, συντηρεί, ερευνά, κοινοποιεί και εκθέτει υλικές μαρτυρίες για τους ανθρώπους και το περιβάλλον τους με το σκοπό της μελέτης, της εκπαίδευσης και της ψυχαγωγίας».
[3] Το μουσείο συνδέεται με την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία λειτουργεί, την ανάπτυξη της οποίας εξυπηρετεί. Το μουσείο δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, ακόμα κι αν είναι ιδιωτικό ίδρυμα· είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ευρύτερη κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα, η οποία καθορίζει τις μορφές, τους όρους και τους σκοπούς της λειτουργίας του.
[4] Γενικά τα μουσεία στην εποχή μας λειτουργούν ως χώροι συνάντησης, διαλόγου και επικοινωνίας διαφόρων και διαφορετικών κοινωνικών και πολιτισμικών κόσμων, γι’ αυτό και η φυσιογνωμία τους διαμορφώνεται με βάση την επικοινωνιακή πολιτική που ασκούν. Τα σύγχρονα μουσεία επιδιώκουν ουσιαστικό διάλογο με το κοινό τους. Αν τα μουσεία του 19ου αιώνα ασκούσαν τον παιδευτικό ρόλο τους παρέχοντας ακαδημαϊκή γνώση προς παθητική κατανάλωση από το κοινό, τα σύγχρονα μουσεία ασκούν τον παιδευτικό, αλλά και τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο τους, με βάση την επικοινωνία και το διάλογο που επιδιώκουν να αναπτύσσουν με το κοινό τους.
[5] Παρά το άνοιγμα των σύγχρονων μουσείων προς την κοινωνία και τον ουσιαστικό διάλογο που επιδιώκουν με το κοινό τους, δεν μειώθηκαν οι πολιτικές διαστάσεις των μουσείων ως χώρων εξουσίας. Αν και τα σύγχρονα μουσεία λειτουργούν με βάση μια πλατιά επικοινωνιακή πολιτική, που τα καθιστά, τυπικά, ανοικτά σε όλους, ορισμένες κατηγορίες ατόμων και κοινωνικών ομάδων έχουν ή μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά.
[6] Οι πολιτικές διαστάσεις των μουσείων συνδέονται κυρίως με τη δυνατότητά τους να συγκροτούν και να προβάλλουν «αντικειμενικές» όψεις της πραγματικότητας και να παράγουν και να καλλιεργούν αντίστοιχους τύπους γνώσης. Οι πολιτικές διαστάσεις των μουσείων συνδέονται, επίσης, με το προνόμιο αυτών που έχουν πρόσβαση στα μουσεία, που μπορούν να τα «διαβάζουν» και να αξιοποιούν δημιουργικά την αντίστοιχη γνώση. Γι’ αυτό και η μουσειακή εκπαίδευση έχει, μεταξύ άλλων, και πολιτική σημασία, καθώς επιδιώκει να καταστήσει όλους και από μικρή ηλικία, κατά το δυνατόν, ικανούς να αξιοποιούν το δικαίωμά τους στην ουσιαστική πρόσβαση και δημιουργική αξιοποίηση των μουσείων και, γενικότερα, του ευρύτερου υλικού πολιτισμού.
 
Ειρήνη Νάκου, 2001. Μουσεία: Εμείς, τα πράγματα και ο πολιτισμός. Αθήνα: νήσος, σ. 124-127. (Διασκευασμένο απόσπασμα, 507 λέξεις. Ακολουθείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου.)
 
Κείμενο II: «Βρετανικό μουσείο»
(Ελγίνου μάρμαρα)
 
Στην ψυχρή του Μουσείου αίθουσα
την κλεμμένη, ωραία, κοιτώ
μοναχή Καρυάτιδα.
Το σκοτεινό γλυκύ της βλέμμα
επίμονα εστραμμένο έχει
στο σφριγηλό του Διονύσου σώμα
(σε στάση ηδυπαθείας σμιλευμένο)
που δυό βήματα μόνον απέχει.
Το βλέμμα το δικό του έχει πέσει
στη δυνατή της κόρης μέση.
Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι|
τους δυό αυτούς να ‘χει ενώσει.
Κι έτσι, όταν το βράδυ η αίθουσα αδειάζει
απ’ τους πολλούς, τους θορυβώδεις επισκέπτες,
τον Διόνυσο φαντάζομαι
προσεκτικά απ’ τη θέση του να εγείρεται
των διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων
την υποψία μην κινήσει,
κι όλος παλμό να σύρεται
τη συστολή της Καρυάτιδας
με οίνον και με χάδια να λυγίσει.
 
Δεν αποκλείεται όμως έξω να ‘χω πέσει.
Μιαν άλλη σχέση ίσως να τους δένει
πιο δυνατή, πιο πονεμένη:
Τις χειμωνιάτικες βραδιές
και τις εξαίσιες του Αυγούστου νύχτες
τους βλέπω,
απ’ τα ψηλά να κατεβαίνουν βάθρα τους,
της μέρας αποβάλλοντας το τυπικό τους ύφος,
με νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα
τους Παρθενώνες και τα Ερεχθεία που στερήθηκαν
στη μνήμη τους με πάθος ν’ ανεγείρουν.
 
Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος
 
[Το μη λογοτεχνικό κείμενο και μέρος των θεμάτων έχουν αντληθεί από το study4exams.]
 
ΘΕΜΑ Α
Να παρουσιάσετε συνοπτικά, σε 60-70 λέξεις, το περιεχόμενο των τριών πρώτων παραγράφων του κειμένου.
 
Λόγω των κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών, τα σύγχρονα μουσεία αναπροσαρμόζονται, για να ανταποκρίνονται στις τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες. Επιδιώκουν τη διασφάλιση της επικοινωνίας με το κοινό τους, ώστε να είναι λειτουργικά, αλλά και οικονομικώς βιώσιμα. Όπως, μάλιστα, τονίζεται στον ορισμό του μουσείου, τα ιδρύματα αυτά βρίσκονται στην υπηρεσία της κοινωνίας και αποσκοπούν στην ανάπτυξή της. Στόχος τους, έτσι, δεν είναι μόνο η προστασία και προβολή πολιτισμικών τεκμηρίων, αλλά κι η διασύνδεσή τους με την επικρατούσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
 
ΘΕΜΑ Β
Β1. Με βάση το κείμενο, να αντιστοιχίσετε κάθε μια από τις αριθμημένες φράσεις / προτάσεις με εκείνη από τις ακόλουθες προτεινόμενες φράσεις που τη συμπληρώνει νοηματικά.
 
1. Βασικός σκοπός των σύγχρονων μουσείων είναι:
α. αποκλειστικά η επίδειξη των επιτευγμάτων του παρελθόντος.
β. αφενός η διαφύλαξη και ανάδειξη του πολιτισμικού παρελθόντος και αφετέρου η ανάπτυξη γνήσιου διαλόγου με τους επισκέπτες.
γ. μόνο η παροχή εκπαίδευσης στους νέους.
 
2. Τα μουσεία λειτουργούν:
α. ανεξάρτητα από την κοινωνία.
β. ως ιδιωτικές επιχειρήσεις.
γ. σε αλληλεπίδραση με την κοινωνία.
 
3. Η φυσιογνωμία των σύγχρονων μουσείων διαμορφώνεται:
α. από τον τρόπο προσέγγισης του κοινού τους.
β. από τον χώρο στον οποίο βρίσκονται.
γ. από το περιεχόμενό τους.
 
4. Τα σύγχρονα μουσεία:
α. είναι ανοικτά σε όλους.
β. έχουν ακαδημαϊκό προσανατολισμό.
γ. διακρίνονται από πολιτική ουδετερότητα.
 
5. Στόχος της μουσειακής εκπαίδευσης είναι:
α. να δημιουργήσει ειδικούς μουσειολόγους.
β. να καταστήσει το περιεχόμενο των μουσείων προσιτό σε όλους ανεξαιρέτως.
γ. να διαμορφώσει παθητικούς καταναλωτές της ιστορικής γνώσης.
 
1 = β
2 = γ
3 = α
4 = α
5 = β
 
Β2.α) Ένας από τους τρόπους ανάπτυξης της 4ης παραγράφου είναι αυτός της σύγκρισης-αντίθεσης. Να εξηγήσετε πως ο συγκεκριμένος τρόπος ανάπτυξης εξυπηρετεί την πρόθεση της συγγραφέως.
 
Η συγγραφέας αξιοποιεί τη σύγκριση-αντίθεση ως έναν από τους τρόπους ανάπτυξης της συγκεκριμένης παραγράφου προκειμένου να διαφανεί εναργέστερα η διαφοροποίηση που παρουσιάζεται στον τρόπο λειτουργίας και τη στόχευση των σύγχρονων μουσείων σε σχέση με το παρελθόν. Σε αντίθεση, έτσι, με το 19ο αιώνα, στο πλαίσιο του οποίου η παιδευτική αποστολή των μουσείων εκπληρωνόταν με τη στείρα παροχή ακαδημαϊκής γνώσης, τα σύγχρονα μουσεία εκπληρώνουν τον στόχο αυτό, όπως και τη γενικότερη κοινωνική και πολιτιστική τους αποστολή, μέσα από τη διαμόρφωση ενός κλίματος επικοινωνίας και διαλόγου με το κοινό τους. Η διαπίστωση αυτή που προκύπτει από τη σύγκριση με το παρελθόν ενισχύει την πρόθεση της συγγραφέως να αναδείξει τη δραστική αλλαγή που έχει επέλθει στον χαρακτήρα των σύγχρονων μουσείων, τα οποία επιδιώκουν πλέον όχι μόνο τη διαμόρφωση μιας σχέσης επικοινωνίας με το κοινό τους, αλλά και να αποτελούν χώρους διαλόγου, επικοινωνίας και γνωριμίας μεταξύ διαφόρων πολιτισμών.

Β2.β) Στη 2η παράγραφο του κειμένου παρατίθεται αυτούσιος ο ορισμός των μουσείων, όπως διατυπώθηκε από το Διεθνές Συμβούλιο των Μουσείων. Να γράψετε πώς λειτουργεί η αυτούσια παράθεση του συγκεκριμένου ορισμού στο κείμενο, όσον αφορά την πειστικότητα των θέσεων που αναπτύσσει η συγγραφέας.
 
Η συγγραφέας παραθέτει αυτούσιο τον ορισμό του Διεθνούς Συμβουλίου των Μουσείων, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της «για τη σύνθετη διασύνδεση των μουσειακών αντικειμένων και των μουσείων με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον». Η αυτούσια παράθεση λειτουργεί ως τεκμήριο. Ενισχύεται η αξιοπιστία του κειμένου το οποίο έχει τα χαρακτηριστικά επιστημονικού λόγου (επίκληση στη λογική και ενίσχυση του ήθους του πομπού).
 
Β3. Να εντοπίσετε πέντε δείκτες (λέξεις, φράσεις) που συμβάλλουν στη συνοχή του κειμένου στις παραγράφους 4-6 και βοηθούν στη συγκρότηση του νοήματος /στην αλληλουχία των νοημάτων. Να γράψετε ποια νοηματική σχέση υποδεικνύει στο κείμενο κάθε μια από τις λέξεις και φράσεις που εντοπίσατε.
 
[4] Γενικά...: Συνοψίζει τα προηγούμενα και τα συνδέει με τα επόμενα.
[5] Παρά το άνοιγμα των σύγχρονων μουσείων προς την κοινωνία και τον ουσιαστικό διάλογο που επιδιώκουν με το κοινό τους... Αν και τα σύγχρονα μουσεία...: Εκφράζεται μια σχέση αντίθεσης και εναντίωσης, ανάμεσα στις επιδιώξεις των σύγχρονων μουσείων (ελεύθερη πρόσβαση σε όλους, διάλογος κ.λπ.) και τις διαπιστώσεις που προκύπτουν από την πραγματικότητα (αποκλεισμός ατόμων/ ομάδων...).
[6] ...κυρίως...: Δίνεται έμφαση σε συγκεκριμένη δυνατότητα.
...επίσης...: Προστίθεται ένα ακόμη δεδομένο στην πολιτική διάσταση των μουσείων.
Γι’ αυτό και η μουσειακή εκπαίδευση έχει...: Συνοψίζονται οι λόγοι που έχουν αναφερθεί πρωτύτερα (αίτια) και καθιστούν αναγκαία τη μουσειακή εκπαίδευση (αποτέλεσμα).

Εναλλακτικά:
Β3. «Οι πολιτικές διαστάσεις των μουσείων συνδέονται κυρίως με τη δυνατότητά τους να συγκροτούν και να προβάλλουν «αντικειμενικές» όψεις της πραγματικότητας και να παράγουν και να καλλιεργούν αντίστοιχους τύπους γνώσης.»
Τι θεωρείτε ότι εννοεί η συγγραφέας με το χωρίο αυτό; Να αναπτύξετε τη σκέψη της σε 70-80 λέξεις.
 
Τα μουσεία μέσα από την κατάλληλη επιλογή και παρουσίαση των εκθεμάτων τους μπορούν να διαμορφώσουν μια θεωρητικώς «αντικειμενική» όψη της πραγματικότητας του παρελθόντος. Η αδιαμφισβήτητη εγκυρότητα των υλικών τεκμηρίων επιτρέπει τη συγκρότηση μιας συγκεκριμένης κάθε φορά αφήγησης, έστω κι αν είναι προφανές πως τα τεκμήρια αυτά δεν παρουσιάζουν τη συνολική εικόνα της πραγματικότητας, εφόσον αποκρύπτονται συνήθως οι ιδιαιτέρως αρνητικές πτυχές της. Υπ’ αυτή την έννοια η γνώση που αποκομίζει ο επισκέπτης του μουσείου περιορίζεται συνήθως στις στιγμές μεγαλείου ή στα σημαντικότερα επιτεύγματα του εκάστοτε πολιτισμού ή ιστορικής περιόδου.
 
ΘΕΜΑ Γ
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το βασικό μήνυμα του ποιήματος; Να το παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
 
Το βασικό, κατά τη γνώμη μου, μήνυμα του ποιήματος είναι η ανάγκη επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα που «φιλοξενούνται» στο Βρετανικό μουσείο. Το μήνυμα αυτό προβάλλεται μέσα από τις σκέψεις του ποιητικού υποκειμένου, καθώς παρατηρεί δύο από τα γλυπτά αυτά, την Καρυάτιδα και τον Διόνυσο. Με τη χρήση επιθέτων το ποιητικό υποκείμενο επισημαίνει αφενός πως ο χώρος στον οποίο εκτίθενται δεν είναι ο κατάλληλος γι’ αυτά (ψυχρή αίθουσα) και πως βρίσκονται εκεί παρανόμως, έχοντας αποσπαστεί από το φυσικό τους χώρο (κλεμμένη, μοναχή Καρυάτιδα) με τον αυτουργό της κλοπής να υπενθυμίζεται στον υπότιτλο του ποιήματος (Ελγίνου μάρμαρα). Το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσά τους, την οποία αρχικά ερμηνεύει ως ερωτική έλξη (Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι). Με τη χρήση, ωστόσο, ενός ασύνδετου σχήματος επισημαίνει πως ίσως η μεταξύ τους σχέση να είναι κατά πολύ ισχυρότερη (πιο δυνατή, πιο πονεμένη) και να σχετίζεται με την επίμονη νοσταλγία για την κοινή πατρίδα τους. Προχωρά, μάλιστα, στην παρουσίαση της δράσης των δύο προσωποποιημένων γλυπτών κατά τη διάρκεια της νύχτας -όχι ως υπόθεση, αλλά ως βεβαιότητα (τους βλέπω)-, όταν τους δίνεται η ευκαιρία να κατέβουν απ’ τα βάθρα τους και ν’ ανακαλέσουν στη μνήμη τους «με πάθος» τα μνημεία που έχουν στερηθεί.
Το αίτημα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία, εφόσον αποτελούν μέρος του πιο εμβληματικού ελληνικού μνημείου. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχουν γίνει ανάλογες αφαιρέσεις κι από άλλα μνημεία του τόπου μας, όπως υπονοείται από τη χρήση πληθυντικού αριθμού στο πλαίσιο του ποιήματος: «τους Παρθενώνες και τα Ερεχθεία». 
 
ΘΕΜΑ Δ
Το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων, στην προσπάθειά του να αναδείξει τον ρόλο των μουσείων στη σύγχρονη κοινωνία, καθιέρωσε από το 1977 τη 18η Μαΐου ως Διεθνή Ημέρα Μουσείων. Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων και αξιοποιώντας στοιχεία του κειμένου που σας δόθηκε, να γράψετε άρθρο (350-400 λέξεων) για τη σχολική σας εφημερίδα, στο οποίο θα παρουσιάζετε τη γενικότερη προσφορά των μουσείων.
 
Η διαχρονική προσφορά των μουσείων
 
     Η Διεθνής Ημέρα Μουσείων, η 18η Μαΐου, αποτελεί μια ιδανική αφορμή για όλους μας να διερευνήσουμε και να αποτιμήσουμε την πολύπλευρη προσφορά τους, η οποία εκτείνεται πέρα από τα όρια της απλής διαφύλαξης και ανάδειξης πολύτιμων ιστορικών και πολιτισμικών τεκμηρίων του παρελθόντος. Πρόκειται, άλλωστε, για χώρους που διαδραματίζουν καίριο παιδευτικό, κοινωνικό και ουσιωδώς ψυχαγωγικό ρόλο, φέρνοντας τους πολίτες σε επαφή τόσο με το δικό τους ιστορικό παρελθόν, όσο και με τον πλούτο άλλων κοινωνιών και πολιτισμών.
     Μέσα από την οργανωμένη παρουσίαση των εκθεμάτων τους -όποια κι αν είναι η ειδικότερη ιστορική περίοδος ή ανθρώπινη δράση που καλύπτουν- παρέχουν τη δυνατότητα στους επισκέπτες τους να εμπλουτίσουν ουσιαστικά τις γνώσεις τους. Η άμεση επαφή με τα υλικά τεκμήρια, καθώς και οι διαφωτιστικές πληροφορίες που τα συνοδεύουν, επιτρέπουν σε κάθε επισκέπτη, ανεξάρτητα από το μορφωτικό του υπόβαθρο, να κατανοήσει και να εκτιμήσει την ιστορική αξία, το κάλλος ή την πρακτική χρήση των εκθεμάτων. Αποκομίζει, έτσι, ο επισκέπτης τους μια σαφή εικόνα είτε για τα επιτεύγματα προγενέστερων εποχών είτε για τη διαδρομή που έχει ακολουθηθεί στην εξέλιξη μιας ανθρώπινης δραστηριότητας.
     Σημαντικός είναι, συνάμα, ο ρόλος που διαδραματίζουν σε ό,τι αφορά την επαφή και την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών κόσμων. Η δυνατότητα των μουσείων να φιλοξενούν εκθέσεις από αντίστοιχα ιδρύματα άλλων χωρών, επιτρέπει στους επισκέπτες τους να γνωρίσουν την πολιτισμική και κοινωνική πορεία άλλων εθνοτήτων, υποβοηθώντας, έτσι, τη γνωριμία και την αλληλοκατανόηση μεταξύ των λαών. Κατά τρόπο παρόμοιο, ο επισκέπτης έχει άλλοτε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τα επιμέρους στάδια της κοινωνικής διαμόρφωσης του δικού του έθνους, και να κατανοήσει καλύτερα τις ποικίλες εναλλαγές που προκύπτουν κατά τη διάρκεια των χρόνων.
     Πρωτίστως, ωστόσο, τα μουσεία συνιστούν ιδανική επιλογή για μια αμιγώς ψυχαγωγική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, ιδίως των νεότερων ανθρώπων, καθώς παρέχουν έναν άριστο συνδυασμό ανάδειξης υλικών τεκμηρίων και γνωστικών ερεθισμάτων. Η επαφή με τα έργα τέχνης, τα κοσμήματα, τα εργαλεία και τα όπλα παλαιότερων εποχών, προσφέρει στον επισκέπτη το υλικό εκείνο που ανασυνθέτει στα μάτια του τη ζωή, τη σκέψη, τις δεξιότητες και το πολιτισμικό επίπεδο παλαιότερων εποχών, προκαλώντας τον να αντλήσει τα δικά του συμπεράσματα. Η παράλληλη αυτή διαδικασία της θέασης έξοχων πολιτισμικών έργων και των ερωτημάτων που αναπόφευκτα γεννιούνται στη σκέψη του επισκέπτη, αποτελούν μια ιδιαιτέρως επωφελή ψυχαγωγική εμπειρία.
     Με τη διαφύλαξη και ανάδειξη, επομένως, των υλικών τεκμηρίων που συγκροτούν την ιστορική ταυτότητα κάθε πολιτισμού και ενισχύουν τη συλλογική μνήμη των πολιτών, τα μουσεία διαδραματίζουν έναν διαχρονικά σημαντικό ρόλο σε κάθε κοινωνία. Εκπαιδεύουν, ψυχαγωγούν, αλλά και προσφέρουν τη δυνατότητα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλους λαούς, προωθώντας τόσο την ιστορική αυτογνωσία, όσο και την ουσιαστική εκτίμηση ξένων πολιτισμών.
 
Ιδέες και πληροφορίες που αντλούνται από το κείμενο αναφοράς:
- Τα σύγχρονα μουσεία επιδιώκουν συνειδητά μια επικοινωνιακή πολιτική προκειμένου να καταστούν λειτουργικά -αποτελεσματικά ως προς την υπηρέτηση των βασικών τους σκοπών-, βιώσιμα -επικερδή, ώστε να διασφαλίζουν αυτόνομα τη συνέχιση της λειτουργίας τους-, και φιλικά προς το ευρύ κοινό, ώστε να μην περιορίζονται οι επισκέπτες τους στη μερίδα εκείνων μόνο που έχουν ειδικές ή επαρκείς γνώσεις.
- Η αποστολή των μουσείων δεν είναι μονοσήμαντη, εφόσον σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό του μουσείου, υπηρετούν την κοινωνία και την ανάπτυξή της -ενίσχυση της πνευματικής καλλιέργειας, ιστορική αυτογνωσία, κατανόηση ιστορικής πορείας, ενθάρρυνση νέων επιδιώξεων, καθώς και ενίσχυση της τοπικής οικονομίας-, «αποκτούν», «συντηρούν», «ερευνούν», «κοινοποιούν και εκθέτουν» υλικές μαρτυρίες για τους ανθρώπους και το περιβάλλον τους με το σκοπό της μελέτης, της εκπαίδευσης και της ψυχαγωγίας.
- Τα μουσεία βρίσκονται σε άμεση σύνδεση με την ευρύτερη κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα της χώρας στην οποία ανήκουν, κι έχουν τη δυνατότητα να υπηρετούν συγκεκριμένους στόχους πολιτικής υφής, εφόσον μπορούν μέσα από την παρουσίαση των υλικών τεκμηρίων του παρελθόντος να συγκροτούν συγκεκριμένες «αντικειμενικές» όψεις της ιστορίας ενός έθνους.
- Τα σύγχρονα μουσεία λειτουργούν ως χώροι συνάντησης, διαλόγου και επικοινωνίας διαφόρων και διαφορετικών κοινωνικών και πολιτισμικών κόσμων.
- Τα σύγχρονα μουσεία ασκούν τον παιδευτικό, αλλά και τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο τους, με βάση την επικοινωνία και το διάλογο που επιδιώκουν να αναπτύσσουν με το κοινό τους.
 

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...