Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Προσανατολισμού: Επαναληπτικό διαγώνισμα (2021)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Επαναληπτικό διαγώνισμα (2021)
 
ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
 
ΘΕΜΑ Α1
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων:
α. Κόμμα του Γ. Θεοτόκη.
β. Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών.
γ. Τάγματα εργασίας.
Μονάδες 15
 
ΘΕΜΑ Α2
Να γράψετε στο τετράδιό σας τους αριθμούς της Στήλης Α (γεγονότα) αντιστοιχίζοντάς τους με τις χρονολογίες της Στήλης Β (περισσεύουν δύο χρονολογίες).
 

Στήλη Α:

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Στήλη Β:

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ

1. Απόβαση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη

2. Εμφάνιση της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ιαπώνων

3. Ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος

4. Συμφωνία της Άγκυρας

5. Σύμβαση της Λοζάνης

1927

1923

1920

1919

1906

1908

1930

Μονάδες 10

ΘΕΜΑ Β1
Να αναφερθείτε στο πρόγραμμα του γαλλικού κόμματος ως προς την εσωτερική πολιτική και να αιτιολογήσετε γιατί το κόμμα αυτό ονομάστηκε και «εθνικό κόμμα».
Μονάδες 12
 
ΘΕΜΑ Β2
Να αναφερθείτε στην εκλογική αναμέτρηση του Αυγούστου του 1910 στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στις πολιτικές δυνάμεις που αναμετρήθηκαν, τις επιδιώξεις τους και το εκλογικό αποτέλεσμα.
Μονάδες 13
 
ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
 
ΘΕΜΑ Γ1
Συνδυάζοντας τις ιστορικές γνώσεις σας και τις πληροφορίες των παραθεμάτων που σας δίνονται, να αναφερθείτε:
α. στο αναθεωρητικό έργο του Ελευθερίου Βενιζέλου, κατά το πρώτο εξάμηνο του 1911 (Κείμενο Α)
Μονάδες 12
β. στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του κόμματος των Φιλελευθέρων (Κείμενο Β) Μονάδες 13
Μονάδες 25

ΚΕΙΜΕΝΟ Α
Το Σύνταγμα του 1911, ενώ συνέθετε τη νομική έκφραση της συντελεσθείσας πολιτικής ανόδου της αστικής τάξης, απέφυγε (όπως και στο παρελθόν) να ταυτιστεί με αποφασιστικές τομές που είχαν διεκδικηθεί από τους επαναστάτες του 1909 και η όλη αναθεωρητική διαδικασία διοχετεύτηκε στην εδραίωση της εγκαθίδρυσης «κράτους δικαίου» που συμβάδιζε με τις θέσεις του Βενιζέλου για συστηματική αναδιοργάνωση και λειτουργία της κρατικής μηχανής σύμφωνα προς τα πρότυπα των προηγμένων δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Η αναθεώρηση του 1911 προσπάθησε να εκφράσει και να ρυθμίσει ένα νέο συσχετισμό δυνάμεων στο συνασπισμό της εξουσίας αφήνοντας άθικτες όμως τις εξουσίες του βασιλιά και συναρτώντας τη συνταγματική διασφάλιση των βασιλικών προνομίων από τη μη καθιέρωση, με ρητή συνταγματική διάταξη, της «δεδηλωμένης».
 
Παύλος Β. Πετρίδης, Πολιτικές Δυνάμεις και Συνταγματικοί Θεσμοί στη Νεώτερη Ελλάδα (1844 έως 1940), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 95.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ Β
Το Κόμμα των Φιλελευθέρων ήταν το μόνο ελληνικό κόμμα, ιδίως κατά τη δεκαετία του 1910, που διέθετε κάποιες οργανώσεις βάσης (τις «Λέσχες των Φιλελευθέρων») των οποίων η δραστηριότητα εξακολουθούσε ακόμα και κατά τις μη προεκλογικές περιόδους. Η δύναμη, βέβαια, και η παρέμβαση αυτών των οργανώσεων στη λειτουργία του κόμματος υπήρξαν περιορισμένες και η δραστηριότητά τους εμβρυακή. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων, εξάλλου, δεν κατόρθωσε ποτέ να γίνει κόμμα μαζών, ούτε να οργανώσει το συνέδριό του. Ο δε συγκεντρωτικός χαρακτήρας της διεύθυνσής του ήταν, πέρα από κάθε αμφιβολία, απόλυτος. Η μονοκρατορία του Βενιζέλου αδιαφιλονίκητη.
Η αδυναμία του Κόμματος των Φιλελευθέρων να γίνει ένα δημοκρατικά οργανωμένο και με έντονη εσωτερική ζωή κόμμα μαζών μπορεί να αποδοθεί σε παράγοντες που έχουν σχέση τόσο με τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού κοινωνικού χώρου, όσο και στο χαρακτήρα αυτού του κόμματος που αντικατοπτρίζει επίσης τις ιδιαίτερες συνθήκες γέννησής του. Η αντίσταση, πρώτ’ απ’ όλα, των τοπικών κομμάτων συνέβαλε σε αυτό κατά πολύ.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η προσωπικότητα του Βενιζέλου καθώς και η θέση που καταλάμβανε στους κόλπους του κόμματος δεν άφηναν και πολλές ευκαιρίες σε ένα ενδεχόμενο κομματικό μηχανισμό, είτε για να φθάσει σε μια δημοκρατική λειτουργία, είτε για να πάρει σοβαρές πρωτοβουλίες. Με τον ίδιο τρόπο που η παρουσία του στο κέντρο του ελληνικού πολιτικού συστήματος, στο σύνολό του, προκαλούσε ένα είδος εξάρθρωσής του, [...] έτσι, και για ένα παραπάνω λόγο, ο οργανωτικός μηχανισμός του κόμματός του δύσκολα θα μπορούσε να αναπνεύσει αυτόνομα δίπλα στον Βενιζέλο. Περίπτωση επεξεργασίας συλλογικής κομματικής βούλησης γινόταν αδιανόητη. Ο Βενιζέλος γινόταν υποκατάστατο σκέψης και δράσης των βενιζελικών.
 
Θανάσης Διαμαντόπουλος, Ο Βενιζελισμός της Ανόρθωσης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1985, σσ. 57-58, 71-72
 
ΘΕΜΑ Δ1
Αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις: 1) να επισημάνετε το ρόλο της «Μεγάλης Ιδέας» στην πολιτική και την οικονομία κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Ελλάδας (Μονάδες 10) και 2) να παρουσιάσετε τις επιλογές του «βενιζελισμού» αναφορικά με τις εθνικές επιδιώξεις και τον εκσυγχρονισμό του κράτους (Μονάδες 15).
 
Κείμενο Α
Για τους Έλληνες η καθολικότητα της Μεγάλης Ιδέας ήταν συμπληρωματική της αοριστίας της: ένα άλλοθι, μια θαυματουργή γέφυρα των αντιθέσεων, μία μετάθεση στο άδηλο μέλλον της λύσης όχι μόνο του αλυτρωτικού ζητήματος –που άλλωστε η Μεγάλη Ιδέα δεν το αφορούσε ρητά και αποκλειστικά–, αλλά του συνόλου των ελληνικών προβλημάτων.
 
Έλλης Σκοπετέα, «“Το πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα», σελ. 268, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1988.
 
Κείμενο Β
Ο βενιζελισμός αποδεικνύεται ο πιο συνεπής, διορατικός και πραγματιστικός φορέας της εθνικής ολοκλήρωσης. […] Αυτοκαθορίζεται και νομιμοποιείται με αναφορά στο Έθνος ως ενιαίο σύνολο, που αγκαλιάζει Παλαιά Ελλάδα, Νέες Χώρες και αλύτρωτους.
 
Γιώργου Μαυρογορδάτου, «Μελέτες και Κείμενα για την περίοδο 1909-1940», σελ. 43-44, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 1982.
 
Κείμενο Γ
«Με την φυσικήν επάνοδον εις τα όρια εντός των οποίων ο ελληνισμός έδρασεν από της προϊστορικής εποχής, να δημιουργήσωμεν, λέγω, μίαν μεγάλην Ελλάδα ισχυράν και πλουσίαν, ικανήν να αναπτύξη εντός των ορίων την ζωτικήν βιομηχανίαν, ικανήν ως εκ των συμφερόντων τα οποία θα εξεπροσώπει, να συνάψη συμβάσεις μετ’ άλλων κρατών υπό τους αρίστους δυνατούς όρους».
(Αγόρευση του Βενιζέλου στη Bουλή τον Σεπτέμβριο του 1915).
--------------------------------------------------------------------------
Δεν οιστρηλατούσε* πλέον τους αστούς η μορφή του μαρμαρωμένου βασιλιά, τους εξεσήκωνεν η σκέψις ότι πρέπει η Ελλάς να παύση να είναι ψωροκώσταινα…
(Κρίση του Θ. Βαΐδη στο έργο του «Ελ. Βενιζέλος» για τους οικονομικούς στόχους της εθνικής εξόρμησης).
 
Θ. Διαμαντόπουλου, «Οι πολιτικές δυνάμεις της βενιζελικής περιόδου. Ο βενιζελισμός», τόμος 1ος, τεύχος α΄, σελ. 152, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 1985.
---------------------
* οιστρηλατώ: μεταδίδω ενθουσιασμό
 
Ενδεικτικές απαντήσεις
 
ΘΕΜΑ Α1
α. Το κόμμα του Γ. Θεοτόκη ήταν πιο μετριοπαθές από τα άλλα δύο αντιβενιζελικά κόμματα και ζητούσε να διορθώσει αυτά που θεωρούσε λάθη των Φιλελευθέρων. Συμφωνούσε με την πάση θυσία αύξηση των εξοπλισμών και ζητούσε φορολογικές ελαφρύνσεις για τους μικροεισοδηματίες. Από το κίνημα στο Γουδί έως τη συνταγματική κρίση του 1915, μεταξύ των αντιβενιζελικών κομμάτων το θεοτοκικό κόμμα είχε τη μεγαλύτερη εκλογική βάση, και έτσι αποτέλεσε τον πυρήνα των Αντιβενιζελικών.
 
β. Η Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών, που υπαγόταν στο Υπουργείο Γεωργίας, συστάθηκε το 1924, για να βοηθήσει το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας, στη Μικτή Επιτροπή. Για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, μάλιστα, ιδρύθηκαν κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών. Όπως γνωρίζουμε, η Σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προέβλεπε την αποζημίωση των ανταλλάξιμων προσφύγων για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους, από το κράτος υποδοχής. Το έργο της εκτίμησης της αξίας των εκατέρωθεν περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή.
 
γ. Μία από τις μεθόδους καταπίεσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας κατά τη διάρκεια του πρώτου διωγμού (1914) ήταν τα τάγματα εργασίας, τα οποία επάνδρωναν οι άνδρες άνω των 45 ετών, που δεν στρατεύονταν. Εκεί πολλοί πέθαναν από κακουχίες, πείνα και αρρώστιες. Όσοι είχαν ηλικία 20-45 ετών μπορούσαν αρχικά να εξαγοράσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Όσοι δεν πλήρωσαν χαρακτηρίστηκαν λιποτάκτες. Μετά την κατάργηση της δυνατότητας εξαγοράς της θητείας σημειώθηκαν χιλιάδες λιποταξίες και όσοι συνελήφθησαν, εκτελέστηκαν.
 
ΘΕΜΑ Α2
1. 1919
2. 1906
3. 1927
4. 1930
5. 1923
 
ΘΕΜΑ Β1
Το πρόγραμμα του γαλλικού κόμματος, ως προς την εσωτερική πολιτική, ήταν ασαφές. Η ικανοποίηση των αιτημάτων των απομάχων του πολέμου ήταν η μόνη σαφής διεκδίκηση. Βασική πολιτική επιδίωξη του κόμματος ήταν η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του λαού απέναντι στη μοναρχική εξουσία, με την παραχώρηση συντάγματος, και η καθιέρωση μιας ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας. Κατά την περίοδο της βαυαροκρατίας το γαλλικό κόμμα αγωνίστηκε εναντίον της ξενοκρατίας στο στράτευμα και τη διοίκηση και απαιτούσε την επάνδρωσή τους με ελληνικά στελέχη.
Το γαλλικό κόμμα υποστήριζε την πολιτική διεύρυνσης των εδαφικών ορίων του κράτους, εκφράζοντας κατά κύριο λόγο τα συμφέροντα των ατάκτων, οι οποίοι μπορούσαν να κερδίσουν τη ζωή τους μόνο από τον πόλεμο. Ασφαλώς, μέλημα των προσφύγων από αλύτρωτες περιοχές ήταν η απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Εξαιτίας αυτής της πολιτικής ονομάστηκε και «εθνικό κόμμα».
 
ΘΕΜΑ Β2
Πριν από τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 δεν είχε συγκροτηθεί κανένα νέο μεγάλο κόμμα που να υποστηρίζει τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες προτάθηκαν το 1909/1910. Φορείς των νέων ιδεών υπήρξαν ανεξάρτητοι υποψήφιοι, οι οποίοι είτε κατά μόνας είτε μαζί με άλλους, σε ανεξάρτητα ψηφοδέλτια, διεκδικούσαν τις ψήφους των δυσαρεστημένων με τα παλαιά κόμματα εκλογέων. Αυτοί οι ανεξάρτητοι πολιτικοί, με το γενικό σύνθημα της «ανόρθωσης», ανάλογα με την περιοχή που ήταν υποψήφιοι και τον πληθυσμό στον οποίο απευθύνονταν, εννοούσαν είτε την υλοποίηση των αιτημάτων των συντεχνιών, όπως εκφράστηκαν στα συλλαλητήρια του 1909, είτε την επίλυση του αγροτικού ζητήματος, με την παροχή γης στους ακτήμονες. Σε κάποιες εκλογικές περιφέρειες έθεσαν υποψηφιότητα σοσιαλιστές και για πρώτη φορά εμφανίστηκε η σοσιαλδημοκρατική «Κοινωνιολογική Εταιρεία». Τα παλαιά κόμματα συμμετείχαν στις εκλογές ως συνασπισμός και τελικά κέρδισαν τις περισσότερες έδρες στη Βουλή. Από τις 362 έδρες εξασφάλισαν 211, ενώ 29 έδρες κέρδισαν ανεξάρτητοι που ανήκαν στον πολιτικό χώρο των παλαιών κομμάτων και 122 ανεξάρτητοι εκσυγχρονιστές.
Οι εκσυγχρονιστές συσπειρώθηκαν γύρω από το πρόσωπο του κρητικού ηγέτη Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος εξελέγη χωρίς να συμμετέχει στην προεκλογική αναμέτρηση.
 
ΘΕΜΑ Γ1
α) Ο Βενιζέλος μετά τις δεύτερες εκλογές του 1910 ήταν πλέον ελεύθερος να προχωρήσει στο μεταρρυθμιστικό του έργο. Το πρώτο εξάμηνο του 1911 ψηφίστηκαν από τη Βουλή 53 τροποποιήσεις μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Δεν έγιναν ριζικές αλλαγές, αλλά αντίθετα, ενισχύθηκε η θέση της μοναρχίας και επετράπη στον βασιλιά, παρά τη συνταγματική απαγόρευση, να συμμετάσχει στη διαδικασία της αναθεώρησης. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Παύλος Β. Πετρίδης (Κείμενο Α), αν και μέσω του Συντάγματος αυτού διαφαινόταν και σε νομικό επίπεδο η πολιτική επικράτηση της αστικής τάξης, δεν συντελέστηκαν, ωστόσο, οι βαθιές εκείνες αλλαγές που είχαν διεκδικηθεί από τους επαναστάτες του 1909. Μέσω αυτού ο Βενιζέλος επιδίωξε περισσότερο την καθιέρωση μιας νέας ισορροπίας δυνάμεων, χωρίς να μειώσει μήτε στο ελάχιστο τις εξουσίες του βασιλιά, διασφαλίζοντας αντιθέτως τη συνταγματική διατήρηση των προνομίων του με το να μην υπάρξει σαφής συνταγματική διάταξη για τη «δεδηλωμένη». Οι σπουδαιότερες τροποποιήσεις αφορούσαν τη διασφάλιση της διάκρισης των εξουσιών, το ασυμβίβαστο μεταξύ στρατιωτικής και δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας αφ' ενός και βουλευτικού αξιώματος αφ’ ετέρου, και τη μονιμότητα των δικαστικών και των δημοσίων υπαλλήλων.
Σύμφωνα, άλλωστε, με τον Παύλο Β. Πετρίδη (Κείμενο Α), η προσπάθεια του Βενιζέλου, κατά τη διαδικασία της αναθεώρησης, επικεντρώθηκε κυρίως στην εδραίωση «κράτους δικαίου», ώστε να καταστεί εφικτή η αναδιαμόρφωση και η ορθότερη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού κατά τα πρότυπα των ανεπτυγμένων κρατών της δυτικής Ευρώπης. Έτσι, η κυβέρνηση Βενιζέλου ψήφισε επίσης 337 νέους νόμους, οι οποίοι εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν όλο το φάσμα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου: π.χ. διορισμός δημοσίων υπαλλήλων με δημόσιους διαγωνισμούς, καθιέρωση κανονισμών εργασίας σε βιοτεχνίες και βιομηχανίες, διανομή γης στη Θεσσαλία, αναδιοργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, βελτίωση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, αναθεώρηση του κανονισμού της Βουλής με σκοπό να διαθέτουν οι υπουργοί περισσότερο χρόνο για κοινοβουλευτικές συζητήσεις κ.λπ.
 
β) Όσον αφορά τη δομή του βενιζελικού κόμματος, αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό προσωποπαγές. Ο Βενιζέλος, με ισχυρή θέση στο Κοινοβούλιο και μεγάλο κύρος, είχε τα πάντα υπό τον έλεγχο του, όπως και ο Τρικούπης. Σύμφωνα με τον Θανάση Διαμαντόπουλο (Κείμενο Β), η προσωπικότητα του Βενιζέλου ήταν τέτοια, ώστε δεν υπήρχαν περιθώρια για τη διαμόρφωση ενός κομματικού μηχανισμού δημοκρατικής λειτουργίας ή έστω ικανού να αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες. Ο όποιος οργανωτικός μηχανισμός του κόμματος δεν είχε τη δυνατότητα αυτόνομης δράσης ή διαμόρφωσης συλλογικής κομματικής βούλησης, εφόσον η παρουσία του Βενιζέλου υποκαθιστούσε και κατ’ επέκταση αδρανοποιούσε τη σκέψη και τη δράση των βενιζελικών. Κατά τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, η παρουσία του Βενιζέλου στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής του τόπου, ήταν αρκετή για να «εξαρθρώσει» το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Οι σύνδεσμοι Φιλελευθέρων που είχαν ιδρυθεί δεν έπαιζαν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του κόμματος και δεν διέφεραν σημαντικά από τις τοπικές ομάδες φίλων που σχημάτιζαν τα παραδοσιακά κόμματα. Το 1912 άρχισε να αναδιοργανώνεται το κόμμα, με την ίδρυση Λέσχης Φιλελευθέρων στην Αθήνα και σε ορισμένες άλλες εκλογικές περιφέρειες. Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος (Κείμενο Β), επισημαίνει, ωστόσο, πως οι «Λέσχες των Φιλελευθέρων», παρά το γεγονός πως βρίσκονταν σε συνεχή λειτουργία, ακόμη δηλαδή κι όταν δεν ήταν προεκλογική περίοδος, και παρόλο που κανένα άλλο κόμμα κατά τη δεκαετία του 1910 δεν είχε ανάλογες οργανώσεις, δεν είχαν ουσιαστική δύναμη και δεν μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τη λειτουργία του κόμματος. Δεν αποτέλεσε, άλλωστε, η ύπαρξή τους μήτε το μέσο για να γίνει το κόμμα των Φιλελευθέρων ένα κόμμα με ενεργή συμμετοχή των υποστηρικτών του ή έστω να οργανώσει το κομματικό του συνέδριο. Αιτία όλων αυτών, βέβαια, ο συγκεντρωτικός τρόπος λειτουργίας του συγκεκριμένου κόμματος, καθώς όλα βρίσκονταν υπό τον απόλυτο και αδιαμφισβήτητο έλεγχο του Βενιζέλου. Σχολιάζοντας, μάλιστα, ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, το γεγονός πως το κόμμα των Φιλελευθέρων δεν κατόρθωσε να αποκτήσει μια δημοκρατικά λειτουργούσα οργανωτική βάση, ούτε να γίνει ένα κόμμα με ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών-ψηφοφόρων στις εσωτερικές του διεργασίες, αναφέρει πως αυτό οφείλεται, πέρα από τον συγκεντρωτισμό του Βενιζέλου, αφενός στις ιδιομορφίες της ελληνικής κοινωνίας και αφετέρου στις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε το κόμμα αυτό, υπενθυμίζοντας την αντίδραση που υπήρξε απέναντί του από τα τοπικά κόμματα. Οι βενιζελικοί είχαν πλάσει στο νου τους ένα ιδεατό κόμμα, χωρίς τις μικρότητες και τις διχόνοιες της παλιάς πολιτικής ελίτ, όμως αυτό δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα. Η ηγεσία έπρεπε αναγκαστικά να λαμβάνει υπόψη κοινωνικά και τοπικά συμφέροντα καθώς και αντιπαλότητες ανάμεσα σε στελέχη, όπως συνέβαινε και σε κάθε άλλο κόμμα.
 
ΘΕΜΑ Δ1
1. Η πρόοδος του εκτός των εθνικών συνόρων ελληνισμού, από τις πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση, ταλάνιζε το μικρό βασίλειο. Ενίσχυε την ιδέα ότι το υπάρχον κράτος δεν ήταν παρά μία ημιτελής κατασκευή, τα θεμέλια απλώς για κάτι μεγαλύτερο. Η «Μεγάλη Ιδέα» που εκπορεύθηκε απ’ αυτήν την αντίληψη, δημιουργούσε προσδοκίες για ολοκλήρωση του εθνικού οράματος, που προϋπέθετε σημαντική διεύρυνση των συνόρων. Όπως, μάλιστα, επισημαίνεται στο Κείμενο Α, η Μεγάλη Ιδέα είχε καθολικές διαστάσεις, αλλά ήταν αόριστη, υπό την έννοια ότι λειτουργούσε ως ένα γενικό άλλοθι για τα προβλήματα της χώρας. Δεν περιοριζόταν, άλλωστε, μόνο ή κυρίως στο θέμα της απελευθέρωσης των αλύτρωτων περιοχών, αλλά αφορούσε κάθε πιθανό πρόβλημα της χώρας, την επίλυση των οποίων μετέθετε απροσδιόριστα σε κάποιο μελλοντικό σημείο. Η έντονη παρουσία της εθνικής αυτής ιδεολογίας είχε επιπτώσεις στον πολιτικό και οικονομικό χώρο, ιδιαίτερα σε εποχές που τα προβλήματα έμοιαζαν με ανοικτές πληγές, στην περίπτωση της Κρήτης ή, αργότερα, της Μακεδονίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, αποκλειστικά στα εσωτερικά ζητήματα, στην οικονομική ανόρθωση και τη γεφύρωση του χάσματος με τη Δύση. Όλα αυτά συνυφαίνονταν με το εθνικό όραμα, μεγαλώνοντας το κόστος των προσπαθειών και καθιστώντας συχνά τις οικονομικές πρωτοβουλίες έρμαια των εθνικών κρίσεων.
 
2. Στην περίοδο 1910-1922, κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα, εμφανίστηκε μια νέα πολιτική αντίληψη, που εκφράστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ονομάστηκε συνοπτικά «βενιζελισμός». Είναι δύσκολο να ορίσουμε με λίγα λόγια τι ακριβώς ήταν αυτή η πολιτική, στον οικονομικό όμως τομέα φαίνεται ότι ο βενιζελισμός θεωρούσε το ελληνικό κράτος ως μοχλό έκφρασης και ανάπτυξης του ελληνισμού. Το ελληνικό κράτος δηλαδή έπρεπε να επιδιώξει την ενσωμάτωση του εκτός συνόρων ελληνισμού και, με ενιαία εθνική και κρατική υπόσταση, να διεκδικήσει τη θέση του στον τότε σύγχρονο κόσμο. Αυτό προϋπέθετε όχι μόνο θεσμικό εκσυγχρονισμό, που θα καθιστούσε το κράτος αποτελεσματικό και αξιόπιστο, αλλά και γενικότερη προσήλωση στην ιδέα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του έθνους. Χαρακτηριστική ως προς τη δυναμική της νέας πολιτικής αυτής αντίληψης η επισήμανση του Κειμένου Β, όπου ο βενιζελισμός παρουσιάζεται ως αποτελεσματικός, καθώς και διορατικός φορέας της εθνικής ολοκλήρωσης, μιας και εντάσσει στο πλαίσιό του συνολικά το ελληνικό έθνος, χωρίς να κάνει διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που κατοικούσαν στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος και σ’ αυτούς που βρίσκονταν σε τουρκοκρατούμενες ακόμη περιοχές. Αποκτά κατ’ αυτό τον τρόπο την αναγκαία νομιμοποίηση, εφόσον στο πλαίσιό του το ελληνικό έθνος παρουσιάζεται αδιαίρετο.
Ο Βενιζέλος δεν ήταν μόνος στη διαδικασία διαμόρφωσης και υλοποίησης των νέων επιλογών. Συσπείρωσε γύρω του μια δραστήρια αστική τάξη που εξακολουθούσε ακόμα να πλουτίζει σε όλη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει και πολιτικά στο χώρο όπου άπλωνε τις οικονομικές της δραστηριότητες. Κατά την περίοδο αυτή, υπήρχε ακόμα ισχυρή ελληνική οικονομική παρουσία στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στη λεκάνη του Δούναβη και το εσωτερικό της Ρουμανίας, στον Πόντο και τα μικρασιατικά παράλια, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Αλεξάνδρεια. Όλος αυτός ο πλούτος μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρού εθνικού κέντρου, μιας περιφερειακής δύναμης ικανής να παρεμβαίνει και να προστατεύει τα συμφέροντα των πολιτών της. Συναφές το σχόλιο του ίδιου του Ελευθέριου Βενιζέλου, που καταγράφεται στο Κείμενο Γ, πως η δημιουργία μιας ισχυρής και μεγάλης Ελλάδας, που θα κάλυπτε τα όρια εντός των οποίων ο ελληνισμός έδρασε ήδη από την περίοδο της προϊστορίας του, θα επέτρεπε την ανάπτυξη ισχυρής βιομηχανίας, η οποία θα ήταν σε θέση να συνάπτει τις καλύτερες δυνατές συμβάσεις με τα άλλη κράτη, χάρη στο γεγονός ότι θα εκπροσωπούμε τα συμφέροντα μιας πλούσιας πια χώρας. Το αίτημα, άλλωστε, για τη δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου ήταν αρκετά κρίσιμο, σε μια εποχή κατά την οποία πολλά εθνικιστικά κινήματα έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Για τους λόγους αυτούς η Μεγάλη Ιδέα και οι προϋποθέσεις της -ο εκσυγχρονισμός του κράτους- αποτέλεσαν ισχυρά ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά ερείσματα για τη διεκδίκηση της Μεγάλης Ελλάδας με πιθανότητες επιτυχίας. Όπως σημειώνεται στο Κείμενο Γ, πλέον δεν επαρκούσε ο μύθος του μαρμαρωμένου βασιλιά της Κωνσταντινούπολης για να κινητοποιήσει τους αστούς. Εκείνο που τους ενθουσίαζε ήταν η βασική επιδίωξη πως η Ελλάδα δεν έπρεπε να παραμείνει άλλο ένα φτωχό κράτος. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα χρόνια αυτά της μεγάλης προσπάθειας οι προϋπολογισμοί του κράτους ήταν συνήθως πλεονασματικοί. Το 1911 τα έσοδα του προϋπολογισμού ήταν 240.000.000 και τα έξοδα μόνο 181.000.000 δραχμές, παρά τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες.
Το 1910 οι πρόοδοι της εθνικής οικονομίας ήταν εμφανείς. Η αγροτική κρίση αντιμετωπίστηκε με την υπερπόντια μετανάστευση, η οποία, κατά την εποχή αυτή, πήρε μεγάλες διαστάσεις. Η μετανάστευση στις ΗΠΑ όχι μόνο εκτόνωσε τις κοινωνικές εντάσεις που δημιούργησε η σταφιδική κρίση αλλά πολύ γρήγορα ενίσχυσε την οικονομία της υπαίθρου μέσω των πολύ σημαντικών εμβασμάτων των μεταναστών.
 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Η σημασιολογική λειτουργία των εγκλίσεων

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Η σημασιολογική λειτουργία των εγκλίσεων
 
Με τις εγκλίσεις δηλώνεται πώς θέλουμε να παρουσιάσουμε κάθε φορά αυτό που σημαίνει το ρήμα.
Τροπικότητες ονομάζονται οι διάφορες σημασιολογικές λειτουργίες που εκφράζονται με τη χρήση των εγκλίσεων και δείχνουν την υποκειμενική στάση του ομιλητή.
 
Οι τροπικότητες είναι δύο ειδών: η επιστημική και η δεοντική.
Επιστημική τροπικότητα είναι αυτή που σχετίζεται με τον βαθμό της βεβαιότητας που εκφράζει ο ομιλητής γι’ αυτό που λέει.
Π.χ. Πρέπει να περάσατε πολύ καλά στο ταξίδι.
Δεοντική τροπικότητα είναι αυτή που σχετίζεται με τον βαθμό της αναγκαιότητας που εκφράζει ο ομιλητής για την πραγματοποίηση αυτού που λέει.
Π.χ. Είναι ανάγκη να ληφθούν αμέσως μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος.
 
Οι τροπικότητες εκφράζονται στη νέα ελληνική με ένα μεγάλο αριθμό γλωσσικών (π.χ. συνδυασμοί συνδέσμων, τροπικά ρήματα, εκφράσεις κτλ.) και εξωγλωσσικών (π.χ. ανασήκωμα ώμων, χειρονομίες κτλ.) στοιχείων. Εξετάζονται μαζί με τις εγκλίσεις, γιατί και οι εγκλίσεις –κυρίως οι προσωπικές– εκφράζουν τροπικότητες.
 
Η διάκριση των νοηματικών διαφορών μεταξύ των εγκλίσεων είναι αναγκαία, προκειμένου να μην προκύπτουν παρανοήσεις κατά την ανάγνωση και κατανόηση ενός κειμένου. Είναι, για παράδειγμα, πολύ μεγάλη η νοηματική διαφορά ανάμεσα σε κάτι που παρουσιάζεται ως πραγματική κατάσταση μέσω της οριστικής και σε κάτι που παρουσιάζεται ως ζητούμενο μέσω της υποτακτικής, διότι ενώ το πρώτο έχει ήδη συντελεστεί, το δεύτερο είναι απλώς επιδιωκόμενο, όχι όμως και υλοποιημένο.  
 
Η οριστική έγκλιση
Με την οριστική έγκλιση εκφράζονται:
1. Το πραγματικό και το βέβαιο
2. Δυνατότητα
3. Πιθανότητα
4. Ευχή
5. Παράκληση
 
1- Βεβαιότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή βεβαιότητα γι’ αυτό που λέει. Εκφέρεται με απλή οριστική και συνοδεύεται συχνά από εκφράσεις (επιρρήματα κτλ.) που δηλώνουν βεβαιότητα.
Π.χ. Σίγουρα επέρχεται βελτίωση της οικονομικής κατάστασης.
 
Η οριστική εκφράζει κατά κανόνα μια ενέργεια ή μια κατάσταση πραγματική και βέβαιη, π.χ. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
 
Προσέχουμε, ωστόσο, πως είναι διαφορετικό το να χρησιμοποιείται η οριστική έγκλιση για να δηλωθεί ένα γεγονός ή μια δεδομένη και γνωστή κατάσταση, και διαφορετικό όταν αξιοποιείται για να εκφράσει μια προσωπική άποψη του συντάκτη του κειμένου, καθώς στη δεύτερη περίπτωση, οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε πως ό,τι καταγράφεται αποτελεί κάτι το βέβαιο, κατά τη γνώμη του γράφοντος.
 
Παράδειγμα άσκησης
Στο ακόλουθο χωρίο να εξηγήσετε γιατί ο αρθρογράφος επιλέγει τη χρήση της οριστικής έγκλισης.
Οι νόμοι υπάρχουν και λειτουργούν χάρη στην οντότητα του οργανωμένου κράτους και το κράτος υφίσταται μόνο σε οριοθετημένο χωροταξικό πλαίσιο. Χωρίς το κράτος και τα σύνορά του δεν υπάρχουν δικαιώματα. Υπάρχει μόνο το δίκαιο του ισχυρού και η καλοσύνη των ξένων. Των ξένων με σύνορα.
[Άρης Αλεξανδρής]
 
Ενδεικτική απάντηση: Ο αρθρογράφος επιλέγει να αξιοποιήσει την οριστική έγκλιση προκειμένου να τονίσει πως τα όσα καταγράφει αποτελούν μια πραγματική κατάσταση, η οποία ισχύει ανεξάρτητα από τις απόψεις ή τις επιθυμίες επιμέρους ατόμων. Η ανάγκη οριοθέτησης ενός κράτους με την ύπαρξη και διαφύλαξη συνόρων, συνιστά, σε όλες τις χώρες του κόσμου, απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων κάθε πολίτη.
 
2. – Δυνατότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή αυτό που είναι δυνατό να γίνει. Εκφέρεται με τη μορφή: θα + οριστική.  
Π.χ. Με συστηματική μελέτη θα έχεις καλά αποτελέσματα στις εξετάσεις.
 
3. – Πιθανότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η πιθανότητα να γίνει αυτό που λέει. Από αυτήν την άποψη είναι πιο ισχυρή από τη δυνατότητα. Εκφέρεται με τη μορφή θα + οριστική
Π.χ. Παρά τις διαφωνίες ορισμένων, το μέτρο αυτό της κυβέρνησης θα περάσει.
 
Προσέχουμε τη λεπτή νοηματική διαφοροποίηση μεταξύ της δυνατότητας και της πιθανότητας.
Ως δυνατό να γίνει παρουσιάζεται κάτι για το οποίο υπάρχουν θεωρητικώς οι προϋποθέσεις να συμβεί (π.χ. οι δυνατότητες ενός ανθρώπου να επιτύχει κάτι), χωρίς αυτό, ωστόσο, να προεξοφλεί δεδομένα την υλοποίησή του.
Η δήλωση της πιθανότητας, από την άλλη, αποτελεί έκφραση περισσότερο βέβαιη, υπό την έννοια πως είτε αποτελεί μια πιο ρεαλιστική αποτίμηση των πραγμάτων, είτε πως αποτελεί κάτι που μοιάζει πια άμεσα υλοποιήσιμο και, άρα, πιο πιθανό.
 
4. – Ευχή (δεοντική τροπικότητα)
Π.χ. Ας τον έβλεπε κι ας ήταν για λίγο.
 
5. – Παράκληση
Π.χ. Δεν προσέχεις λιγάκι τη διατροφή σου.
 
Η υποτακτική έγκλιση
Με την υποτακτική έγκλιση εκφράζονται:
1. Το ζητούμενο
2. Το ενδεχόμενο
3. Το επιθυμητό
4. Προτροπή
5. Παραχώρηση
6. Ευχή
7. Απορία
8. Προσταγή
9. Απαγόρευση
10. Δυνατότητα
11. Πιθανότητα
12. Πρόθεση
13. Υποχρέωση
14. Υπόθεση
 
Για την πληρέστερη κατανόηση της υποτακτικής έγκλισης οφείλουμε να λάβουμε υπόψη πως πρόκειται για ρηματική έκφραση αναφερόμενη στο μέλλον, ανεξάρτητα από τον χρόνο στον οποίο τυπικά ανήκει. Οι φράσεις, για παράδειγμα, «να γράφω», «να γράψω», «να έχω γράψει», παρά το γεγονός ότι τυπικά ανήκουν στον Ενεστώτα, τον Αόριστο και τον Παρακείμενο, νοηματικά αναφέρονται στο μέλλον.
Σε αντίθεση με το παρόν και το παρελθόν, τα οποία έχουν πραγματοποιηθεί, αποτελούν γεγονότα, το μέλλον δεν έχει πραγματοποιηθεί. Εγγενώς, λοιπόν, οτιδήποτε λέμε για το μέλλον περιέχει τροπικότητα, δηλαδή είτε τις προβλέψεις μας, με μεγαλύτερη ή μικρότερη βεβαιότητα, είτε τις προσδοκίες και τις επιθυμίες μας. Ως εκ τούτου οι μελλοντικές εκφράσεις -όπως η υποτακτική έγκλιση- δεν είναι ποτέ τελείως απαλλαγμένες από το τροπικό στοιχείο.
Η υποτακτική χαρακτηρίζεται από τη χρήση των μορίων να, ας, καθώς και από το ότι συνδυάζεται με τους συνδέσμους αν, εάν, όταν, πριν, πριν να, μόλις, προτού, άμα, για να, μήπως.
Στις απαγορεύσεις χρησιμοποιείται συνήθως η υποτακτική χωρίς το μόριο να.
Π.χ. (Να) Μην τον ακούς σε ό,τι σου λέει.
Η υποτακτική έχει την άρνηση μη(ν).
 
1. – Ζητούμενο
2. – Ενδεχόμενο
3. – Επιθυμητό (δεοντική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η επιθυμία του υποκειμένου. Εκφέρεται συχνά με το ρήμα θέλω + υποτακτική.
Π.χ. Θα ήθελα να πραγματοποιήσω το όνειρό μου.
 
Προσέχουμε τη νοηματική διαφοροποίηση ανάμεσα στις τρεις αυτές υποδηλώσεις:
Ζητούμενο ενδέχεται να αποτελεί κάτι που είναι αναγκαίο ή χρήσιμο να συμβεί, χωρίς να αποτελεί κατ’ ανάγκη προσωπική επιθυμία του γράφοντος ή του ατόμου. Ζητούμενο, για παράδειγμα, ενδέχεται να είναι η βελτίωση των σχολικών επιδόσεων ενός μαθητή (έστω κι αν η προσπάθεια που απαιτείται δεν του είναι ευχάριστη ή αρεστή).
Π.χ. στην ακόλουθη φράση του Ισπανού νευροεπιστήμονα Φρανθίσκο Μόρα: «Η ευχαρίστηση είναι ο υπέρτατος μηχανισμός μέσω του οποίου μεταμφιέζεται η διαδικασία της μάθησης και ωθεί το παιδί να πετύχει τους στόχους που του έχει θέσει η φύση, όπως η πείνα το ωθεί να φάει», η υποτακτική αξιοποιείται προκειμένου να δηλωθεί κάτι το οποίο αποτελεί ζητούμενο από την ίδια τη φύση του ατόμου.
 
Αντιστοίχως, στο ακόλουθο απόσπασμα η γράφουσα αξιοποιεί την υποτακτική προκειμένου να δηλώσει με έμφαση το ζητούμενο αποτέλεσμα, ώστε να καμφθεί το φαινόμενο της αμφισβήτησης απέναντι στη λογική και την επιστήμη που λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις στις μέρες μας.
«Όμως η ζωή είναι αδύνατη χωρίς λογικά συστήματα. Το ζήτημα είναι αυτά να βελτιωθούν, όχι να απορριφθούν, να οικοδομηθεί μια ορθολογική, όχι μια στρεβλά εξορθολογισμένη κοινωνία, ώστε να γνωρίζει ο καθένας πότε αμφισβητεί και πότε εμπιστεύεται, πότε ουριοδρομεί προς την Εδέμ και πότε παγιδεύεται στην κόλαση.»
[Τασούλα Καραϊσκάκη]

Ενδεχόμενο
είναι κάτι που ενδέχεται να συμβεί ανεξάρτητα από το αν είναι επιδιωκόμενο, επιθυμητό ή όχι. Σε αντίθεση, δηλαδή, με αυτό που επιδιώκεται ως αναγκαίο ή ως επιθυμητό, το ενδεχόμενο είναι μια εξέλιξη που προκύπτει συχνά έξω από τη βούληση των ατόμων ή των κοινωνιών.

Επιθυμητό είναι κάτι που το άτομο επιθυμεί να συμβεί, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει πως επιδιώκει κατ’ ανάγκη την πραγματοποίησή του π.χ. Θα ήθελα κάποτε να διασχίσω όλη την Αμερική. 
Το επιθυμητό, επομένως, αποτελεί φανέρωμα μιας επιθυμίας και μπορεί είτε να είναι κάτι το υλοποιήσιμο είτε κάτι το οποίο κινείται πέρα από τις -άμεσες- δυνατότητες -ή και ανάγκες- ενός ατόμου ή μιας κοινωνίας. 
Π.χ. στην ακόλουθη περίοδο: «Η αδυναμία πολλών νέων να απομακρυνθούν από τη γονεϊκή εστία, να βρουν σπίτι για να ζήσουν, είναι ένα διαπιστωμένο εδώ και καιρό πρόβλημα.», μέσω της υποτακτικής δηλώνεται κάτι το επιθυμητό, έστω κι αν αυτό εμφανίζεται ως μη εφικτό. Οι νέοι επιθυμούν να βρουν δικό τους σπίτι, για να απομακρυνθούν από το σπίτι των γονιών τους, αλλά λόγω διαφόρων δυσκολιών η επιθυμία αυτή μοιάζει δυσεπίτευκτη. 
 
4. – Προτροπή (προτρεπτική υποτακτική)
Η υποτακτική έγκλιση αξιοποιείται, επίσης, για την διατύπωση παραινέσεων, συμβουλών ή και επιτακτικών προτροπών από τη μεριά του γράφοντος. Η χρήση σε αυτή την περίπτωση της υποτακτικής -αντί της προστακτικής- προσδίδει στην έκφραση πιο ήπιο τόνο, ώστε να αποφευχθεί η δυσάρεστη εντύπωση πως ο γράφων αντιμετωπίζει με έντονα κριτική διάθεση τους άλλους ή το αναγνωστικό κοινό.
Στο ακόλουθο απόσπασμα, για παράδειγμα, ο Αλέξης Παπαχελάς αξιοποιεί την προτρεπτική υποτακτική, για να τονίσει πως η θετική υποδοχή από τους Έλληνες του Γιάννη Αντετοκούνμπο, οφείλει να λειτουργήσει ως αφορμή βαθύτερου συλλογισμού σχετικά με το τι σημαίνει η επιτυχία του νέου αυτού για την ίδια τη χώρα μας και, ακόμη περισσότερο, ως αφορμή για μια εθνική αυτοκριτική, ώστε να διαπιστώσουμε αν όντως στέκουμε με ειλικρίνεια απέναντι στην επιτυχία του ή υπό άλλες συνθήκες θα τον αντιμετωπίζαμε διαφορετικά.
«Η Ελλάδα αποθέωσε τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Να πάμε όμως ένα βήμα παραπέρα. Να αναλογιστούμε τι σημαίνει η δική του ιστορία για τη χώρα μας. Και επίσης να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να δούμε αν οι πανηγυρισμοί μας κρύβουν και ένα στοιχείο υποκρισίας.»

5. – Παραχώρηση
Π.χ. Ας δεχτούμε στην εκδρομή ακόμη έναν.
 
6. – Ευχή (δεοντική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η επιθυμία του υποκειμένου ως ευχή. Είναι πιο ισχυρή από την τροπικότητα της επιθυμίας. Εκφέρεται με απλή υποτακτική (και εκφράσεις που δείχνουν πως πρόκειται για ευχή και όχι προσταγή) και με τα ας, να, μακάρι, που + υποτακτική.
Π.χ. Μακάρι να εισακουστούν οι διαμαρτυρίες μας και να υπάρξει μια ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης.
 
Προσέχουμε πως η τροπικότητα της ευχής είναι ισχυρότερη από εκείνη της επιθυμίας, διότι η ευχή αξιοποιείται όταν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για την υλοποίηση μιας κατάστασης, ενώ η επιθυμία αναφέρεται ακόμη και σε επιδιώξεις που μπορούν να μετατεθούν, χωρίς επιπτώσεις, στο μέλλον ή και να μην υλοποιηθούν ποτέ.
 
7. – Απορία
Π.χ. Δεν είναι καθόλου καλά τα νέα, πώς να του το πω;
Στο ακόλουθο απόσπασμα, για παράδειγμα, από κείμενο της Τασούλας Καραϊσκάκη η υποτακτική αξιοποιείται για να διατυπωθούν μια σειρά από ερωτήματα που φαινομενικώς προκαλούν απορία στη γράφουσα. Επί της ουσίας, βέβαια, τα ερωτήματα αυτά συνιστούν έμμεσες -λογικές- παροτρύνσεις, οι οποίες παρά την εύλογη αλήθεια τους βρίσκουν σθεναρή αντίσταση από ένα μέρος των πολιτών που αρνείται να εμπιστευτεί την επιστήμη και τη λογική, οδηγούμενο σε εξαιρετικά επιζήμιες επιλογές.
«Γιατί είναι τόσο δύσκολο να είναι κανείς λογικός; Να αφήσει τη λογική να καθοδηγήσει τις αντιλήψεις, τις αποφάσεις, τις πράξεις του; Να δεχθεί ότι η γνώση μας για τον κόσμο στηρίζεται στην επιστήμη –που άλλωστε εμπεριέχει την αμφισβήτηση– και στον ορθό λόγο; Ίσως διότι μας χαρακτηρίζει από καταβολής έθνους ο ανορθολογισμός – δεν κατευθύνονται, ανέκαθεν, όλα από εξωτερικά μυστικά κέντρα και σκοτεινά διευθυντήρια; Ίσως διότι το ανορθολογικό στοιχείο περνά υπόγεια, δεκαετίες τώρα, μέσα στο ορθολογικό και το αλλοιώνει…»

8. – Προσταγή
Π.χ. Να τα πεις όλα.
 
9. – Απαγόρευση
Π.χ. Μην πιστεύεις τον καθένα.  
 
10. – Δυνατότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή αυτό που είναι δυνατό να γίνει. Εκφέρεται ως εξής: μπορεί + υποτακτική, ίσως + υποτακτική.
Π.χ. Φέτος, λόγω της βελτίωσης των συνθηκών, μπορεί να έχουμε μεγάλη προσέλευση τουριστών.
 
11. – Πιθανότητα (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η πιθανότητα να γίνει αυτό που λέει. Από αυτήν την άποψη είναι πιο ισχυρή από τη δυνατότητα. Εκφέρεται με το πρέπει + υποτακτική.  Π.χ. Ο θείος σου πρέπει να έχει πολλά χρήματα για να τα ξοδεύει τόσο εύκολα.
 
12. – Πρόθεση (δεοντική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η πρόθεση του υποκειμένου να κάνει μια ενέργεια. Εκφέρεται με ρήματα που δηλώνουν πρόθεση (στοχεύω να, σκοπεύω να, προτίθεμαι να, λέω να κτλ.) + υποτακτική.
Π.χ. Οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου σκοπεύουν να πάνε φέτος εκδρομή στην Ιταλία.
 
13. – Υποχρέωση (δεοντική τροπικότητα)
Εκφράζεται από τον ομιλητή η ανάγκη, η υποχρέωση του υποκειμένου να κάνει μια ενέργεια. Εκφέρεται με το απρόσωπο ρήμα «πρέπει» και με ανάλογες εκφράσεις (είναι ανάγκη, είναι υποχρεωμένος κτλ.) + υποτακτική.
Π.χ. Η δουλειά πλέον του φοιτητή πρέπει να είναι εστιασμένη στις φιλοδοξίες της μελλοντικής καριέρας του.
 
Παράδειγμα άσκησης
Στο ακόλουθο χωρίο γίνεται συστηματική χρήση της υποτακτικής έγκλισης. Να αιτιολογήσετε τη χρήση της και να σχολιάσετε τον αντίκτυπο που έχει στον αποδέκτη του κειμένου.
Ο φοιτητής για να έχει επιτυχία πρέπει να μελετά σκληρά, να επιλέγει μαθήματα και ειδικεύσεις που να τον βοηθούν στην μελλοντική καριέρα που θα ακολουθήσει, να κάνει φιλίες με φοιτητές που δουλεύουν σκληρά, να μην περιμένει το τέλος των σπουδών για να σκεφτεί το επόμενο βήμα, αλλά να κυνηγάει επαφές και διασυνδέσεις από τώρα. Η δουλειά πλέον του φοιτητή πρέπει να είναι εστιασμένη στις φιλοδοξίες της μελλοντικής καριέρας του. Να έχει σωστό προγραμματισμό σε όλα τα επίπεδα της ζωής του, όπως τον οικονομικό προγραμματισμό της φοιτητικής του ζωής, τον τρόπο διασκέδασης, την μελέτη, τις συναντήσεις με άλλους φοιτητές.
[Το ΣΤΡΕΣ των φοιτητών, του Μπουντζή Πέγκου, Διπλωματική Διατριβή, 2013]
 
Ενδεικτική απάντηση: Με τη χρήση της υποτακτικής δηλώνεται αρχικά το ζητούμενο και το επιθυμητό «για να έχει επιτυχία» και ακολούθως, σε συνδυασμό με το απρόσωπο ρήμα «πρέπει» δηλώνεται εμφατικά η έννοια της υποχρέωσης. Καταγράφονται, δηλαδή, όλα όσα οφείλει να κάνει ο φοιτητής προκειμένου να έχει επιτυχία στις επιδιώξεις του. Η καταγραφή, μάλιστα, των ποικίλων υποχρεώσεων του φοιτητή, με τη χρήση κυρίως ασύνδετου σχήματος, φανερώνει με δραστικό τρόπο το πιεστικό πλαίσιο υπό το οποίο οφείλει να δρα και να σκέφτεται ένας φοιτητής. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο αναγνώστης, ακόμη κι αν δεν έχει βιώσει κάτι αντίστοιχο, αντιλαμβάνεται πλήρως πόσο αγχωτική και απαιτητική είναι η περίοδος των σπουδών για κάθε νέο άνθρωπο.
 
14. – Υπόθεση (επιστημική τροπικότητα)
Εκφράζεται η υπόθεση του ομιλητή γι’ αυτό που λέει. Εκφέρεται με το να + υποτακτική. Η χρήση αυτή της υποτακτικής είναι συνηθέστερη στον προφορικό λόγο.
Π.χ. Να ξέρουν οι άνθρωποι τι χάνουν από τη ζωή στο χωριό, θα φύγουν από τις πόλεις.
 
Συνηθέστερη για τη δήλωση της υπόθεσης με τη χρήση της υποτακτικής είναι η διαμόρφωση υποθετικού λόγου που εκφράζει το προσδοκώμενο ή το επαναλαμβανόμενο: σε αυτές ό,τι εκφράζεται στην υπόθεση παρουσιάζεται ως κάτι που περιμένουμε να γίνει με βεβαιότητα ή κάτι που επαναλαμβάνεται συνεχώς.
Στην περίπτωση που η υποθετική πρόταση εκφράζει κάτι που περιμένουμε να γίνει με βεβαιότητα (προσδοκώμενο), το ρήμα της βρίσκεται σε υποτακτική αορίστου ή σπανιότερα παρακειμένου και το ρήμα της απόδοσης σε οριστική μέλλοντα ή προστακτική.
Στην περίπτωση που η υποθετική πρόταση εκφράζει κάτι ως επαναλαμβανόμενο, τότε το ρήμα της βρίσκεται σε υποτακτική αορίστου και σπανιότερα παρακειμένου και το ρήμα της απόδοσης σε οριστική ενεστώτα.
 
Η προστακτική έγκλιση
Με την προστακτική έγκλιση εκφράζονται:
1. Προσταγή
Π.χ. Προχωρήστε αργά και σταθερά προς τα εμπρός.
 
2. Παράκληση
Π.χ. Ελάτε, σας παρακαλώ, στις θέσεις σας.
 
3. Υποχρέωση
Εκφράζεται από τον ομιλητή η ανάγκη, η υποχρέωση του υποκειμένου να κάνει μια ενέργεια. Εκφέρεται, εκτός της υποτακτικής, και με προστακτική.
Π.χ. Καταγράψτε οπωσδήποτε το σύνολο των ζημιών, το αργότερο μέχρι το τέλος της εβδομάδας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...