Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πέτομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
πέτομαι, πέτῃ ή πέτει, πέτεται, πετόμεθα,
πέτεσθε, πέτονται
Υποτακτική
πέτωμαι,
πέτῃ, πέτηται,
πετώμεθα, πέτησθε, πέτωνται
Ευκτική
πετοίμην,
πέτοιο, πέτοιτο, πετοίμεθα, πέτοισθε, πέτοιντο
Προστακτική
---,
πέτου, πετέσθω, ---, πέτεσθε, πετέσθων ή πετέσθωσαν
Απαρέμφατο
πέτεσθαι
Μετοχή
πετόμενος
πετομένη
πετόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπετόμην, ἐπέτου, ἐπέτετο, ἐπετόμεθα, ἐπέτεσθε, ἐπέτοντο
Παθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
πτήσομαι, πτήσῃ ή πτήσει, πτήσεται, πτησόμεθα,
πτήσεσθε, πτήσονται
Ευκτική
πτησοίμην,
πτήσοιο, πτήσοιτο, πτησοίμεθα, πτήσοισθε, πτήσοιντο
Απαρέμφατο
πτήσεσθαι
Μετοχή
πτησόμενος
πτησομένη
πτησόμενον
Αόριστος
Β΄
Οριστική
ἐπτόμην, ἔπτου, ἔπτετο, ἐπτόμεθα, ἔπτεσθε, ἔπτοντο
Υποτακτική
---,
---, πήται, ---, ---, ----
Ευκτική
---,
---, πτῆτο, ---,
---, ---
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
πτέσθαι
Μετοχή
πτόμενος,
πτομένη, πτόμενον
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἐπετάσθην, ἐπετάσθης, ἐπετάσθη, ἐπετάσθημεν, ἐπετάσθητε, ἐπετάσθησαν
Υποτακτική
πετασθῶ, πετασθῇς, πετασθῇ, πετασθῶμεν, πετασθῆτε, πετασθῶσι(ν)
Ευκτική
πετασθείην,
πετασθείης, πετασθείη, πετασθείημεν ή πετασθεῖμεν, πετασθείητε ή πετασθεῖτε, πετασθείησαν ή πετασθεῖεν
Προστακτική
---,
πετάσθητι, πετασθήτω, ---, πετάσθητε, πετασθέντων ή πετασθήτωσαν
Απαρέμφατο
πετασθῆναι
Μετοχή
πετασθείς
πετασθεῖσα
πετασθέν
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καταλεύω»
(καταλεύω
= λιθοβολώ)
Ενεστώτας
Οριστική
καταλεύω, καταλεύεις,
καταλεύει, καταλεύομεν, καταλεύετε, καταλεύουσι(ν)
Υποτακτική
καταλεύω,
καταλεύῃς, καταλεύῃ, καταλεύωμεν, καταλεύητε,
καταλεύωσι(ν)
Ευκτική
καταλεύοιμι,
καταλεύοις, καταλεύοι, καταλεύοιμεν, καταλεύοιτε, καταλεύοιεν
Προστακτική
---,
κατάλευε, καταλευέτω, ---, καταλεύετε, καταλευόντων (ή καταλευέτωσαν)
Απαρέμφατο
καταλεύειν
Μετοχή
καταλεύων,
καταλεύουσα, καταλεῦον
Παρατατικός
Οριστική
κατέλευον, κατέλευες,
κατέλευε, κατελεύομεν, κατελεύετε, κατέλευον
Αόριστος
Οριστική
κατέλευσα, κατέλευσας,
κατέλευσε(ν), κατελεύσαμεν, κατελεύσατε, κατέλευσαν
Υποτακτική
καταλεύσω,
καταλεύσῃς, καταλεύσῃ, καταλεύσωμεν, καταλεύσητε,
καταλεύσωσι(ν)
Ευκτική
καταλεύσαιμι,
καταλεύσαις ή καταλεύσειας, καταλεύσαι ή καταλεύσειε(ν), καταλεύσαιμεν, καταλεύσαιτε,
καταλεύσαιεν ή καταλεύσειαν
Προστακτική
---,
κατάλευσον, καταλευσάτω, ---, καταλεύσατε, καταλευσάντων (ή καταλευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
καταλεῦσαι
Μετοχή
καταλεύσας,
καταλεύσασα, καταλεῦσαν
Παθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
καταλευσθήσομαι, καταλευσθήσῃ ή καταλευσθήσει, καταλευσθήσεται,
καταλευσθησόμεθα, καταλευσθήσεσθε, καταλευσθήσονται
Ευκτική
καταλευσθησοίμην,
καταλευσθήσοιο, καταλευσθήσοιτο, καταλευσθησοίμεθα, καταλευσθήσοισθε, καταλευσθήσοιντο
Απαρέμφατο
καταλευσθήσεσθαι
Μετοχή
καταλευσθησόμενος
καταλευσθησομένη
καταλευσθησόμενον
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
κατελεύσθην, κατελεύσθης,
κατελεύσθη, κατελεύσθημεν, κατελεύσθητε, κατελεύσθησαν
Υποτακτική
καταλευσθῶ, καταλευσθῇς, καταλευσθῇ, καταλευσθῶμεν, καταλευσθῆτε, καταλευσθῶσι(ν)
Ευκτική
καταλευσθείην,
καταλευσθείης, καταλευσθείη, καταλευσθείημεν ή καταλευσθεῖμεν, καταλευσθείητε ή καταλευσθεῖτε, καταλευσθείησαν ή καταλευσθεῖεν
Προστακτική
---,
καταλεύσθητι, καταλευσθήτω, ---, καταλεύσθητε, καταλευσθέντων ή καταλευσθήτωσαν
Απαρέμφατο
καταλευσθῆναι
Μετοχή
καταλευσθείς
καταλευσθεῖσα
καταλευσθέν
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νεωτερίζω»
νεωτερίζω:
κάνω μεταρρυθμίσεις, καινοτομώ, στασιάζω
Ενεργητική
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζω, νεωτερίζεις,
νεωτερίζει, νεωτερίζομεν, νεωτερίζετε, νεωτερίζουσι(ν)
Υποτακτική
νεωτερίζω,
νεωτερίζῃς, νεωτερίζῃ, νεωτερίζωμεν, νεωτερίζητε,
νεωτερίζωσι(ν)
Ευκτική
νεωτερίζοιμι,
νεωτερίζοις, νεωτερίζοι, νεωτερίζοιμεν, νεωτερίζοιτε, νεωτερίζοιεν
Προστακτική
---,
νεωτέριζε, νεωτεριζέτω, ---, νεωτερίζετε, νεωτεριζόντων (ή νεωτεριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίζειν
Μετοχή
νεωτερίζων,
νεωτερίζουσα, νεωτερίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνεωτέριζον, ἐνεωτέριζες, ἐνεωτέριζε, ἐνεωτερίζομεν, ἐνεωτερίζετε, ἐνεωτέριζον
Μέλλοντας
Οριστική
νεωτεριῶ, νεωτεριεῖς, νεωτεριεῖ, νεωτεριοῦμεν, νεωτεριεῖτε, νεωτεριοῦσι(ν)
Ευκτική
νεωτεριοῖμι, νεωτεριοῖς, νεωτεριοῖ, ή νεωτεριοίην, νεωτεριοίης,
νεωτεριοίη, νεωτεριοῖμεν,
νεωτεριοῖτε,
νεωτεριοῖεν
Απαρέμφατο
νεωτεριεῖν
Μετοχή
νεωτεριῶν, νεωτεριοῦσα, νεωτεριοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐνεωτέρισα, ἐνεωτέρισας, ἐνεωτέρισε(ν), ἐνεωτερίσαμεν, ἐνεωτερίσατε, ἐνεωτέρισαν
Υποτακτική
νεωτερίσω,
νεωτερίσῃς, νεωτερίσῃ, νεωτερίσωμεν, νεωτερίσητε,
νεωτερίσωσι(ν)
Ευκτική
νεωτερίσαιμι,
νεωτερίσαις ή νεωτερίσειας, νεωτερίσαι ή νεωτερίσειε(ν), νεωτερίσαιμεν, νεωτερίσαιτε,
νεωτερίσαιεν ή νεωτερίσειαν
Προστακτική
---,
νεωτέρισον, νεωτερισάτω, ---, νεωτερίσατε, νεωτερισάντων (ή νεωτερισάτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίσαι
Μετοχή
νεωτερίσας,
νεωτερίσασα, νεωτερίσαν
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζομαι, νεωτερίζῃ ή νεωτερίζει, νεωτερίζεται,
νεωτεριζόμεθα, νεωτερίζεσθε, νεωτερίζονται
Υποτακτική
νεωτερίζωμαι,
νεωτερίζῃ, νεωτερίζηται,
νεωτεριζώμεθα, νεωτερίζησθε, νεωτερίζωνται
Ευκτική
νεωτεριζοίμην,
νεωτερίζοιο, νεωτερίζοιτο, νεωτεριζοίμεθα, νεωτερίζοισθε, νεωτερίζοιντο
Προστακτική
---,
νεωτερίζου, νεωτεριζέσθω, ---, νεωτερίζεσθε, νεωτεριζέσθων ή νεωτεριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερίζεσθαι
Μετοχή
νεωτεριζόμενος
νεωτεριζομένη
νεωτεριζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνεωτεριζόμην, ἐνεωτερίζου, ἐνεωτερίζετο, ἐνεωτεριζόμεθα, ἐνεωτερίζεσθε, ἐνεωτερίζοντο
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἐνεωτερίσθην, ἐνεωτερίσθης, ἐνεωτερίσθη, ἐνεωτερίσθημεν, ἐνεωτερίσθητε, ἐνεωτερίσθησαν
Υποτακτική
νεωτερισθῶ, νεωτερισθῇς, νεωτερισθῇ, νεωτερισθῶμεν, νεωτερισθῆτε, νεωτερισθῶσι(ν)
Ευκτική
νεωτερισθείην,
νεωτερισθείης, νεωτερισθείη, νεωτερισθείημεν ή νεωτερισθεῖμεν, νεωτερισθείητε ή νεωτερισθεῖτε, νεωτερισθείησαν ή νεωτερισθεῖεν
Προστακτική
---,
νεωτερίσθητι, νεωτερισθήτω, ---, νεωτερίσθητε, νεωτερισθέντων ή νεωτερισθήτωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερισθῆναι
Μετοχή
νεωτερισθείς
νεωτερισθεῖσα
νεωτερισθέν
Αρχαία
ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυσιτελέω-ῶ»
λυσιτελῶ = ωφελώ
Ενεστώτας
Οριστική
λυσιτελῶ, λυσιτελεῖς, λυσιτελεῖ, λυσιτελοῦμεν, λυσιτελεῖτε, λυσιτελοῦσι(ν)
Υποτακτική
λυσιτελῶ, λυσιτελῇς, λυσιτελῇ, λυσιτελῶμεν, λυσιτελῆτε, λυσιτελῶσι(ν)
Ευκτική
λυσιτελοῖμι, λυσιτελοῖς, λυσιτελοῖ, ή λυσιτελοίην, λυσιτελοίης,
λυσιτελοίη, λυσιτελοῖμεν,
λυσιτελοῖτε, λυσιτελοῖεν
Προστακτική
---,
λυσιτέλει, λυσιτελείτω, ---, λυσιτελεῖτε, λυσιτελούντων
(ή λυσιτελείτωσαν)
Απαρέμφατο
λυσιτελεῖν
Μετοχή
λυσιτελῶν, λυσιτελοῦσα, λυσιτελοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐλυσιτέλουν, ἐλυσιτέλεις, ἐλυσιτέλει, ἐλυσιτελοῦμεν, ἐλυσιτελεῖτε, ἐλυσιτέλουν
Μέλλοντας
Οριστική
λυσιτελήσω, λυσιτελήσεις,
λυσιτελήσει, λυσιτελήσομεν, λυσιτελήσετε, λυσιτελήσουσι(ν)
Ευκτική
λυσιτελήσοιμι,
λυσιτελήσοις, λυσιτελήσοι, λυσιτελήσοιμεν, λυσιτελήσοιτε, λυσιτελήσοιεν
Απαρέμφατο
λυσιτελήσειν
Μετοχή
λυσιτελήσων,
λυσιτελήσουσα, λυσιτελῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐλυσιτέλησα, ἐλυσιτέλησας, ἐλυσιτέλησε(ν), ἐλυσιτελήσαμεν, ἐλυσιτελήσατε, ἐλυσιτέλησαν
Υποτακτική
λυσιτελήσω,
λυσιτελήσῃς, λυσιτελήσῃ, λυσιτελήσωμεν, λυσιτελήσητε,
λυσιτελήσωσι(ν)
Ευκτική
λυσιτελήσαιμι,
λυσιτελήσαις ή λυσιτελήσειας, λυσιτελήσαι ή λυσιτελήσειε(ν), λυσιτελήσαιμεν, λυσιτελήσαιτε,
λυσιτελήσαιεν ή λυσιτελήσειαν
Προστακτική
---,
λυσιτέλησον, λυσιτελησάτω, ---, λυσιτελήσατε, λυσιτελησάντων (ή λυσιτελησάτωσαν)
Απαρέμφατο
λυσιτελῆσαι
Μετοχή
λυσιτελήσας,
λυσιτελήσασα, λυσιτελῆσαν