Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νεωτερίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νεωτερίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νεωτερίζω»
 
νεωτερίζω: κάνω μεταρρυθμίσεις, καινοτομώ, στασιάζω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζω, νεωτερίζεις, νεωτερίζει, νεωτερίζομεν, νεωτερίζετε, νεωτερίζουσι(ν)
Υποτακτική
νεωτερίζω, νεωτερίζς, νεωτερίζ, νεωτερίζωμεν, νεωτερίζητε, νεωτερίζωσι(ν)
Ευκτική
νεωτερίζοιμι, νεωτερίζοις, νεωτερίζοι, νεωτερίζοιμεν, νεωτερίζοιτε, νεωτερίζοιεν
Προστακτική
---, νεωτέριζε, νεωτεριζέτω, ---, νεωτερίζετε, νεωτεριζόντων (ή νεωτεριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίζειν
Μετοχή
νεωτερίζων, νεωτερίζουσα, νεωτερίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
νεωτέριζον, νεωτέριζες, νεωτέριζε, νεωτερίζομεν, νεωτερίζετε, νεωτέριζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
νεωτερι, νεωτεριες, νεωτεριε, νεωτεριομεν, νεωτεριετε, νεωτεριοσι(ν)
Ευκτική
νεωτεριομι, νεωτεριος, νεωτεριο, ή νεωτεριοίην, νεωτεριοίης, νεωτεριοίη, νεωτεριομεν, νεωτεριοτε, νεωτεριοεν
Απαρέμφατο
νεωτεριεν
Μετοχή
νεωτεριν, νεωτεριοσα, νεωτεριον
 
Αόριστος
Οριστική
νεωτέρισα, νεωτέρισας, νεωτέρισε(ν), νεωτερίσαμεν, νεωτερίσατε, νεωτέρισαν
Υποτακτική
νεωτερίσω, νεωτερίσς, νεωτερίσ, νεωτερίσωμεν, νεωτερίσητε, νεωτερίσωσι(ν)
Ευκτική
νεωτερίσαιμι, νεωτερίσαις ή νεωτερίσειας, νεωτερίσαι ή νεωτερίσειε(ν), νεωτερίσαιμεν, νεωτερίσαιτε, νεωτερίσαιεν ή νεωτερίσειαν
Προστακτική
---, νεωτέρισον, νεωτερισάτω, ---, νεωτερίσατε, νεωτερισάντων (ή νεωτερισάτωσαν)
Απαρέμφατο
νεωτερίσαι
Μετοχή
νεωτερίσας, νεωτερίσασα, νεωτερίσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νεωτερίζομαι, νεωτερίζ ή νεωτερίζει, νεωτερίζεται, νεωτεριζόμεθα, νεωτερίζεσθε, νεωτερίζονται
Υποτακτική
νεωτερίζωμαι, νεωτερίζ, νεωτερίζηται, νεωτεριζώμεθα, νεωτερίζησθε, νεωτερίζωνται
Ευκτική
νεωτεριζοίμην, νεωτερίζοιο, νεωτερίζοιτο, νεωτεριζοίμεθα, νεωτερίζοισθε, νεωτερίζοιντο
Προστακτική
---, νεωτερίζου, νεωτεριζέσθω, ---, νεωτερίζεσθε, νεωτεριζέσθων ή νεωτεριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερίζεσθαι
Μετοχή
νεωτεριζόμενος
νεωτεριζομένη
νεωτεριζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
νεωτεριζόμην, νεωτερίζου, νεωτερίζετο, νεωτεριζόμεθα, νεωτερίζεσθε, νεωτερίζοντο
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
νεωτερίσθην, νεωτερίσθης, νεωτερίσθη, νεωτερίσθημεν, νεωτερίσθητε, νεωτερίσθησαν
Υποτακτική
νεωτερισθ, νεωτερισθς, νεωτερισθ, νεωτερισθμεν, νεωτερισθτε, νεωτερισθσι(ν)
Ευκτική
νεωτερισθείην, νεωτερισθείης, νεωτερισθείη, νεωτερισθείημεν ή νεωτερισθεμεν, νεωτερισθείητε ή νεωτερισθετε, νεωτερισθείησαν ή νεωτερισθεεν
Προστακτική
---, νεωτερίσθητι, νεωτερισθήτω, ---, νεωτερίσθητε, νεωτερισθέντων ή νεωτερισθήτωσαν
Απαρέμφατο
νεωτερισθναι
Μετοχή
νεωτερισθείς
νεωτερισθεσα
νεωτερισθέν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...