Τίτος Πατρίκιος «Οι φίλοι»
Δεν είναι η θύμηση των σκοτωμένων φίλων
που μου σκίζει τώρα τα σωθικά.
Είναι ο θρήνος για τους χιλιάδες άγνωστους
που αφήσανε στα ράμφη των πουλιών
τα σβησμένα μάτια τους
που σφίγγουνε στα παγωμένα χέρια τους
μια φούχτα κάλυκες κι αγκάθια.
Τους άγνωστους περαστικούς διαβάτες
που ποτέ δε μιλήσαμε
που μόνο κάποτε για λίγο κοιταχτήκαμε
όταν μας έδωσαν τη φωτιά του τσιγάρου τους
στο βραδινό δρόμο.
Τους χιλιάδες άγνωστους φίλους
που έδωσαν τη ζωή τους
για μένα.
(19 Γενάρη 1949)
Ο Τίτος Πατρίκιος βίωσε, όπως και ο Μ. Αναγνωστάκης, τη φρίκη του εμφυλίου. Ποιες εφιαλτικές μνήμες εμφανίζονται στα δύο ποιήματα;
Ο Αναγνωστάκης στη δική του καταγραφή των γεγονότων του εμφυλίου πολέμου, επιλέγει να αποκρύψει την τραγική κατάληξη, δίνοντάς μας τον αντίκτυπο της απώλειας ή αποτυπώνοντας την εναγώνια αναμονή του επερχόμενου τέλους. Αντιθέτως, ο Πατρίκιος προχωρά στο δικό του ποίημα ακόμη πιο πέρα και μας δίνει με παραστατικό τρόπο εικόνες φρίκης που χαράχτηκαν για πάντα στη μνήμη του.
Ο Αναγνωστάκης ξεκινά το ποίημά του με μια αναφορά στους φίλους που φεύγουν και χάνονται μια μέρα, αφήνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί πως κάποιοι από αυτούς πέθαναν στο πεδίο της μάχης ή εκτελέστηκαν ή κάποιοι πήραν το δρόμο της εξορίας. Ο ποιητής υπονοεί το θάνατο των φίλων του αλλά δεν το δηλώνει ξεκάθαρα, καθώς προτιμά να μη μιλήσει περισσότερο για κάτι που προφανώς τον πληγώνει. Ο θάνατος άλλωστε υπονοείται και στη συνέχεια όταν γίνεται αναφορά στη μητέρα που ψάχνει με αγωνία το γιο της και στο παιδί που κλαίει χωρίς να παίρνει απάντηση. Είναι προφανές ότι τόσο ο γιος όσο και οι γονείς του παιδιού δε είναι πια ζωντανοί, αλλά ο ποιητής δεν προχωρά στην αναφορά του θανάτου τους. Δημιουργεί μια κλιμάκωση στην ένταση του ποιήματος, με το θάνατο να βρίσκεται παντού, χωρίς αυτό να δηλώνεται ποτέ. Ο θάνατος εκκρεμεί, αλλά δεν γίνεται ποτέ πλήρως ορατός, μοιάζει δεδομένος, αλλά ποτέ δεν επιβεβαιώνεται, όπως ακριβώς τον αντιλαμβάνεται ο ποιητής τη στιγμή που συνθέτει το ποίημά του. Ο ποιητής είναι καταδικασμένος σε θάνατο και περνά εφιαλτικές νύχτες αγωνίας στη φυλακή περιμένοντας το ξημέρωμα -την ώρα που γίνονται οι εκτελέσεις- με το φόβο πως ίσως σήμερα είναι η ώρα της δικής του εκτέλεσης. Σ’ ένα ποίημα που έχει γραφτεί υπό το βάρος μιας θανατικής καταδίκης, ο ποιητής αποφεύγει να αναφερθεί άμεσα στο θάνατο.
Ο Πατρίκιος στη δική του ποιητική σύνθεση επιλέγει να αντιμετωπίσει τις εφιαλτικές μνήμες του εμφυλίου με άμεσο τρόπο, καταγράφοντας εικόνες που του έχουν προκαλέσει μεγάλο πόνο και θα συνεχίσουν να τον ακολουθούν πιθανότατα για πάντα. Ο ποιητής αναφέρεται στους χιλιάδες αγωνιστές, οι οποίοι αν και άγνωστοι σε αυτόν πολέμησαν εντούτοις για τον ίδιο σκοπό και έδωσαν τη ζωή τους για τον κοινό τους αγώνα. Οι άνθρωποι αυτοί έμειναν άταφοι στα πεδία της μάχης, και το σώμα τους έγινε βορά των αρπακτικών πουλιών και των σαρκοβόρων ζώων. Έκδηλη είναι η αγωνία του θανάτου, όπως αυτή αποτυπώνεται στην εικόνα των νεκρών αγωνιστών που στα παγωμένα χέρια τους σφίγγουν κάλυκες και αγκάθια. Μέχρι την τελευταία στιγμή μένουν πιστοί στον αγώνα, κρατώντας στα χέρια τους τις πολύτιμες σφαίρες, βιώνοντας όμως και το σπαρακτικό πόνο του τραυματισμού που τους οδηγεί στο θάνατο αρπάζουν με τα χέρια τους ό,τι βρίσκουν δίπλα τους και καταλήγουν σφίγγοντας τα αγκάθια. Ο Τίτος Πατρίκιος έχοντας συμμετάσχει ενεργά στον αγώνα της αριστεράς, μας μεταφέρει εικόνες από τα πεδία της μάχης και μας αποκαλύπτει τη φρίκη που γνώρισαν όσοι πολέμησαν για τα ιδανικά τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου