Γκλουχάρ
Γιάννης Ρίτσος «Το χρέος των ποιητών», ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949»
Απόσπασμα από το ποίημα «Το χρέος των ποιητών»
....
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα
- ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ’ τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διαδρόμους της Μπίστριτζας.
Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τα σταυρωμένα,
σιωπηλά πένθιμα ταριχευμένα – διακόσμηση ξένων παλατιών –
με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ’ τα κόκκινα φρύδια τους.
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, - ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδιά του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.
(Τα επικαιρικά, Βάρνα, 20-6-58)
Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε έντονα πολιτικοποιημένος ποιητής, με συνεχείς συλλήψεις και εξορίες, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και δεν έπαψε ποτέ να υπηρετεί τις υψηλές ιδέες του, κυρίως μέσα από την ποιητική και γενικότερα καλλιτεχνική του δράση. Το ποιητικό του έργο είναι εντυπωσιακό σε έκταση και μεταδίδει με ιδιαίτερη ένταση την αγωνιστική διάθεσή του.
Ο Γιάννης Ρίτσος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, όχι μόνο ως δημιουργό, αλλά και ως «στρατιώτη» ταγμένο να υπερασπιστεί την αποστολή του για μια ουσιαστική αναμόρφωση της κοινωνίας. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, τα κελεύσματα του Ρίτσου για έναν ακατάπαυστο αγώνα, δεν αποτελούν κενό γράμμα, καθώς ο ίδιος ο ποιητής, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, ήταν πάντοτε έτοιμος να παλέψει και να υποστεί τις συνέπειες για τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις του.
Στο ποίημα «Το χρέος των ποιητών» ο Ρίτσος μιλά τόσο για τα ποιήματα -κάποια από τα οποία λειτουργούν ως εργαλεία, έχοντας πολλά να δώσουν στους αναγνώστες και κάποια βουλιάζουν στη λάμψη τους, χωρίς να προσφέρουν τίποτα- όσο και για τους ποιητές, χρέος των οποίων είναι να βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση προκειμένου να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της εποχής τους.
Κατά τη γνώμη του ποιητή, το να παραμένουν οι δημιουργοί προσηλωμένοι στους στίχους και την τέχνη τους, ενέχει το κίνδυνο να μην είναι έτοιμοι, όταν θα έρθει η μεγάλη ώρα, όταν θα χρειαστεί δηλαδή να νιώσουν τον παλμό και τις ανάγκες της εποχής τους.
Αν ο ποιητής δεν είναι έτοιμος να ανταποκριθεί στο κάλεσμα των συνανθρώπων του, αν δεν είναι ικανός να εκφράσει με τους στίχους του τις βαθύτερες ανάγκες και προσδοκίες της εποχής του, τότε δεν έχει να προσφέρει τίποτε που να αξίζει πραγματικά. Όσο κι αν τα τραγούδια του είναι όμορφα και καλοδουλεμένα, αν δεν υπηρετούν τα ουσιαστικά ζητήματα του καιρού του, κινδυνεύουν να παραμείνουν στο πέρασμα των χρόνων ως απλά διακοσμητικά. Όμορφα, αλλά δυστυχώς ανώφελα, όπως τα ταριχευμένα γκλουχάρ, που διακοσμούν τα παλάτια.
[Το τοπωνύμιο Μπίστριτζα είναι πολύ κοινό σε χώρες όπως είναι η Σλοβενία, η Ρουμανία, η Σερβία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη κ.ά. Εδώ ο ποιητής προφανώς αναφέρεται στα ανάκτορα της Μπίστριτζας (Bistritsa) στη Βουλγαρία, χώρα στην οποία βρισκόταν όταν έγραψε αυτό το ποίημα.]
Ο ποιητής, σύμφωνα με τον Γιάννη Ρίτσο, είναι ένας εργάτης που βρίσκεται στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδιά του, θέλοντας έτσι να τονίσει την ανάγκη διαρκούς επαγρύπνησης των ομοτέχνων του. Ο ποιητής είναι ένας αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του, υπεύθυνος για το περιεχόμενό τους και για τον στόχο που θα κληθούν να υπηρετήσουν.
Ο ποιητής δεν μπορεί να μένει αμέτοχος στα γεγονότα της εποχής του, δεν μπορεί να εθελοτυφλεί μπροστά στα προβλήματα του καιρού του και να μένει προσηλωμένος αποκλειστικά και μόνο στην τέχνη του. Ο ποιητής οφείλει να συμμετέχει ενεργά στους αγώνες των συνανθρώπων του και να εκφράζει με τους στίχους του κάθε καίριο ζήτημα.
Η σκέψη αυτή του Γιάννη Ρίτσου, πως θα πρέπει δηλαδή οι ποιητές να παρακολουθούν διαρκώς τα γεγονότα της εποχής του και να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν σε όποια κρίσιμη ανάγκη παρουσιαστεί, αξιοποιώντας τη δύναμη των στίχων τους, μας παραπέμπει στο ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949» του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Στο ποίημα αυτό ο Αναγνωστάκης καταγράφει εικόνες πόνου, δυστυχίας και φόβου που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία, κατά το τελευταίο έτος του εμφυλίου πολέμου, και αναρωτιέται στον καταληκτικό του στίχο (Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;). Ο ποιητής θεωρεί πως είναι χρέος δικό του, αλλά και όλων των ποιητών να καταγράψουν και να αναδείξουν τη δυστυχία που βιώνουν οι ίδιοι και οι συνάνθρωποί τους, καθώς και το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ο αγώνας τους.
Υπ’ αυτή την έννοια μπορούμε να εντοπίσουμε την κοινή στάση των δύο ποιητών σχετικά με την υποχρέωση των ίδιων και των ομοτέχνων τους να ανταποκριθούν στις ανάγκες του καιρού τους και να υπηρετήσουν με την τέχνη τους, όχι προσωπικές ματαιοδοξίες, αλλά καθετί που είναι σημαντικό για την κοινωνία. Όπως ο Ρίτσος, έτσι και ο Αναγνωστάκης, αντικρίζουν την ποίηση ως μέσο για τους αγώνες τους και όχι ως αυτοσκοπό.